Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Αέναη Μάχη: Η Πτώση
Αέναη Μάχη: Η Πτώση
Αέναη Μάχη: Η Πτώση
Ebook321 pages4 hours

Αέναη Μάχη: Η Πτώση

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Μια μάχη αέναη εξελίσσεται γύρω μας, καθώς τρέχουμε να προλάβουμε την καθημερινότητα. Το πεπρωμένο μας, γραμμένο στο γενετικό μας κώδικα, μας κληροδοτεί με χαρίσματα και δυνάμεις που ανακαλύπτουμε την κατάλληλη στιγμή, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας πιο δυνατοί και να φτάσουμε στο επιθυμητό επίπεδο. Το βιβλίο «Η Πτώση» αφηγείται την πορεία της Κάτιας, μιας νεαρής κοπέλας που ζει μέσα στη ρουτίνα. Μια μέρα όλη της η ζωή αλλάζει, καθώς βιώνει καταστάσεις που αρχικά δεν καταλαβαίνει. Παρασυρόμενη από την αγάπη που νιώθει για τον Άρη και έχοντάς του τυφλή εμπιστοσύνη, οδηγείται μέσα από μια σειρά καταιγιστικών, συναρπαστικών και απρόβλεπτων γεγονότων στον προορισμό που της έχει ορίσει η μοίρα. Ή μήπως όχι;

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 28, 2023
ISBN9789606262395
Αέναη Μάχη: Η Πτώση

Related to Αέναη Μάχη

Related ebooks

Reviews for Αέναη Μάχη

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Αέναη Μάχη - Άννα Σπανογιώργου

    aenah_ebook.jpg

    τίτλος συγγράματος: Αέναη Μάχη - Η Πτώση

    συγγραφέας: Άννα Σπανογιώργου

    έκδοση ebook: Μάιος 2020

    isbn: 978-960-626-239-5

    ο σχεδιασμός του ebook έγινε

    απο το ατελιέ των Εκδόσεων iWrite.gr

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Η Άννα Σπανογιώργου γεννήθηκε και µεγάλωσε στον Σοχό Θεσσαλονίκης, όπου ζει σήµερα µε τον σύζυγό της, Κώστα και τα τρία τους παιδιά. Έχει σπουδάσει στο τµήµα Εµπορίας και Διαφήµισης στη Θεσσαλονίκη, µε εξειδίκευση στον τοµέα των πωλήσεων. Η ενασχόλησή της µε τον γραπτό λόγο, την οδήγησε αρχικά στη στιχουργία, µε την οποία εκφράζει αναζητήσεις και ανησυχίες µέσα από το πρίσµα της φαντασίας, κυρίως στην αγγλική γλώσσα. Αργότερα, η ιδέα της συγγραφής εξελίχθηκε ως µία επιπλέον πτυχή της δηµιουργικότητάς της, γεγονός που την οδήγησε στην ολοκλήρωση του πρώτου της µυθιστορήµατος.

    Εισαγωγή

    Δεν είναι οι ζωές μας αυτές που ακροβατούν. Εμείς ακροβατούμε. Γέρνουμε εδώ και εκεί, πάμε να πέσουμε, αλλά κρατιόμαστε. Ναι, μερικές φορές πέφτουμε, όσο σκληρά κι αν προσπαθούμε.

    Φοβάμαι τα ύψη. Δε θέλω να πέφτω, δε θέλω να γέρνω. Και σαν έρθει εκείνη η ώρα που ταλαντεύομαι, πρέπει να διαλέξω: ποια μεριά θα με κρατήσει καλύτερα; Να ρίξω το βάρος μου δεξιά ή αριστερά;

    Η αυταπάτη αυτή είναι που μας κάνει ευτυχισμένους στη ζωή. Νομίζουμε ότι επιλέγουμε αυτό που θέλουμε, ότι ορίζουμε τις ζωές μας. Σκέψου το λίγο. Είτε δεξιά, είτε αριστερά, αν χάσεις την ισορροπία σου το αποτέλεσμα θα είναι και στις δυο περιπτώσεις το ίδιο: η πτώση.

    Όταν βρεθείς μέσα στο δίχτυ ασφαλείας και κοιτάξεις το σχοινί πάνω σου, θα τρομάξεις, είναι λογικό. Θα απορήσεις με τον εαυτό σου που κρατήθηκες εκεί πάνω και διατήρησες την ισορροπία σου, έστω και τόσο! Όταν ξεπερνάς τα όρια σου, βλέπεις μέσα σου ένα άλλο ‘εγώ’ σου πιο δυνατό, που δεν ήξερες ότι υπήρχε. Ποιος σε έβαλε όμως εκεί ψηλά και σου έδωσε αυτό το κοντάρι να το κρατάς; Γιατί σε έβαλε εκεί, αν ήξερε εξαρχής πως το μόνο σίγουρο είναι ότι αργά ή γρήγορα θα πέσεις;

    Κοιτάς γύρω σου, αλλά δε βλέπεις κανέναν. Φωνάζεις, αλλά δεν αποκρίνεται κανείς κι όμως νιώθεις βλέμματα καρφωμένα πάνω σου, να σε κοιτάνε από παντού. Καμπουριάζεις λίγο και κλείνεις τα μάτια σου, για να τα ανοίξεις και πάλι σε λίγα δευτερόλεπτα καθώς εύχεσαι ότι, ανοίγοντας τα, δε θα είσαι εκεί και δε θα αισθάνεσαι έτσι. Είσαι μόνη και μπροστά σου απλώνεται ένας δρόμος, τον όποιο ακολουθείς, γιατί πιστεύεις ότι είναι η μόνη κατεύθυνση στην όποια μπορείς να πας.

    Είσαι μπερδεμένη, αλλά αυτά που νιώθεις σου δίνουν την ασφάλεια ότι βαδίζεις σωστά, παρόλο που ο δρόμος σου είναι μόνο καθοδικός. Είσαι εσύ, που φοβισμένα κρατάς μέσα σου τη δύναμη σου, αυτό που σε κάνει μοναδική, όπως και κάθε άλλο άνθρωπο. Είσαι εσύ που έχεις πέσει ή κοντεύεις να πέσεις. Είσαι η Κάτια».

    Μέρος Πρώτο:

    Κάτια

    «Η αρχή όλων δεν είναι εκεί που νομίζουμε ότι είναι»

    Εκείνη η μέρα ξεκίνησε όπως και όλες οι υπόλοιπες μέρες τον τελευταίο καιρό, χωρίς να προμηνύει κάτι το διαφορετικό.

    Το φως ήταν τόσο, ώστε απλά να διαισθάνεσαι πως έχει ξημερώσει. Η ομίχλη που κάλυπτε με περισσή τέχνη τα πάντα σε απόσταση λίγων μέτρων, με έκανε να αισθάνομαι ότι περνάω αόρατη ανάμεσα στο βουβό και βιαστικό πλήθος. Όλα ήταν απολύτως μουντά και μελαγχολικά.

    Αφού προχώρησα αρκετά στον κεντρικό δρόμο, μπήκα στο στενό δρομάκι. Αυτή ήταν μια γνώριμη διαδρομή, αφού την έκανα καθημερινά τους τελευταίους μήνες. Δεξιά και αριστερά επικρατούσε σιωπή. Λες και αυτό το μέρος ήταν εντελώς αποκομμένο από κάθε πραγματικότητα, σε αυτήν εδώ τη μικρή πόλη.

    Παρακάτω, μερικά χαμόσπιτα σκεπάζονταν κι αυτά από την υγρασία της ημέρας και γυμνοί κορμοί δέντρων, νοτισμένοι, έστεκαν γέρνοντας βαριεστημένα στις πλευρές του δρόμου. Το σπίτι ξεπρόβαλε μπρος μου μετά από λίγα λεπτά. Ογκώδες και επιβλητικό, θύμιζε παλιό αρχοντικό. Με τοίχους φανερά φθαρμένους από το πέρασμα του χρόνου και ξεθωριασμένα κεραμίδια στη σκεπή, έστεκε αγέρωχο και περήφανο για την ηλικία του, έχοντας την ομορφιά μιας περασμένης εποχής. Κόκκινες κουρτίνες, πίσω από γυαλιστερά τζάμια, έδιναν χρώμα στο γκρίζο τοπίο του φθινοπώρου. Στα ξύλινα, ξεθωριασμένα παντζούρια του, έλειπε που και που κανένα σανιδάκι, ενώ στον πέτρινο τοίχο του αυλόγυρου τα κάγκελα του ήταν βαμμένα με το χρώμα της σκουριάς. Βάδισα στο πλακόστρωτο δρομάκι, που περνούσε μέσα από τον κήπο. Δε βρισκόταν και στα καλύτερα του εκείνη την εποχή.

    Ανεβαίνοντας τη σύντομη σκάλα, βρέθηκα μπροστά στην πόρτα και χτύπησα το κουδούνι. Περίμενα μερικά λεπτά να μου ανοίξει, ως συνήθως. Όμως από μέσα δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Η αναμονή κάθε πρωί, μέχρι να βρεθεί μπροστά μου, ήταν άκρως βασανιστική. Τα λίγα αυτά δευτερόλεπτα κρατούσα την αναπνοή μου, λες κι έπρεπε να τον δω για να συνεχίσω να αναπνέω, να συνεχίσω να υπάρχω.

    Μετά από λίγη σιωπή, βήματα άρχισαν να πλησιάζουν αργά προς το μέρος μου. Πίσω από το τζάμι της ξύλινης εισόδου διαγράφηκε μία σκοτεινή φιγούρα. Το πόμολο γύρισε και η πόρτα άνοιξε με αργό, μυστηριακό τρόπο.

    Επιτέλους, εμφανίστηκε μπροστά μου κι άρχισα να αναπνέω κανονικά και πάλι.

    Η μορφή του ήταν επιβλητική. Η παρουσία του ξεχωριστή. Το πρόσωπό του, περιτριγυρισμένο από τα μαύρα, μακριά, σγουρά του μαλλιά, είχε μια ομορφιά που ποτέ δεν είχα αντικρίσει σε κανένα άλλο πρόσωπο. Τα μάτια του, μαύρα και βαθυστόχαστα, σε διαπερνούσαν σαν να σε κοιτούσαν κατευθείαν στην ψυχή. Δυο σαρκώδη, καλοσχηματισμένα χείλη έκρυβαν καλά ένα υπέροχο χαμόγελο, το οποίο είχα δει ελάχιστες φορές. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω για ποιον ακριβώς λόγο αισθανόμουν αυτό το αμάλγαμα δέους και θαυμασμού για τον Άρη.

    «Πέρασε, Κάτια» μου είπε ρίχνοντας λοξές, γρήγορες και διερευνητικές ματιές γύρω στον κήπο και τον δρόμο.

    «Καλημέρα» του είπα και μπήκα μέσα.

    Στο πελώριο σαλόνι του σπιτιού το μεγάλο πέτρινο τζάκι έκαιγε στη γωνία. Μαύροι, δερμάτινοι, αναπαυτικοί καναπέδες βρίσκονταν απέναντι από την εστία. Οι τοίχοι, πέτρινοι και αυτοί, ήταν γεμάτοι από έργα τέχνης σε αποχρώσεις του μαύρου, του γκρι και του λευκού. Το μόνο που έδινε χρώμα στο δωμάτιο ήταν οι κουρτίνες.

    «Κάτια, έχεις φέρει μαζί σου το κόκκινο βιβλίο;» με ρώτησε ο Άρης ανήσυχος.

    «Φυσικά, αυτή άλλωστε είναι η δουλειά μου, γι’ αυτό έρχομαι εδώ» είπα και του χαμογέλασα, θέλοντας να δηλώσω πως είμαι μια ευσυνείδητη εργαζόμενη.

    Με κοίταξε μιλώντας με τα μάτια του. Σαν να ήθελε να πει ότι ‘Αυτό το ξέρω, αλλά δεν είναι τώρα η κατάλληλη ώρα για επιβεβαιώσεις’.

    «Και το κλειδί;»

    «Να ‘το» του απάντησα και τράβηξα την αλυσίδα που κρεμόταν από τον λαιμό μου. Το περίτεχνο κόσμημα γυάλισε, καθώς το άγγιξε το φως της φλόγας του τζακιού.

    Ξαφνικά, ένιωσα τον Άρη πολύ κοντά μου. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε την παλάμη μου. Ανοίγοντας τη, με το άλλο χέρι ακούμπησε μέσα της μία μαύρη λίθο.

    «Τι είναι αυτό;» ρώτησα με απορία.

    «Είναι το ‘Φυλαχτό της Έριδας’. Πρέπει να το κρατήσεις εσύ, μην το αφήσεις μακριά από την επίβλεψή σου. Τόσο καιρό προσπαθώ να σε κρατήσω μακριά από όλα όσα συμβαίνουν, αλλά πλέον δεν μπορώ» μου είπε, κάπως απογοητευμένος.

    Αν και δεν έβλεπα το πρόσωπο μου, ήμουν απολύτως βέβαιη ότι εκείνη τη στιγμή είχα ένα εντελώς ηλίθιο βλέμμα, γεμάτο απέραντη απορία. Η αλήθεια ήταν πως δεν καταλάβαινα τίποτε από όλα αυτά.

    Εδώ και καιρό αναρωτιόμουν τι να βρισκόταν πίσω από την κόκκινη πόρτα που μου είχε εμπιστευτεί ο Άρης να προσέχω. Από την πρώτη μέρα που ήρθε και μου ζήτησε να δουλέψω γι’ αυτόν, δε μου έδωσε κάποια πληροφορία. Το μόνο που ήθελε ήταν να έρχομαι με το κόκκινο βιβλίο μου κι εγώ δεν είχα ρωτήσει περισσότερα πράγματα. Δε με αφορούσε άλλωστε, έκανα αυτό που όφειλα, αν και μέσα μου ένιωθα ότι καλό θα ήταν να ξέρω ποιον πρόσεχα.

    «Τα υπόλοιπα θα τα μάθεις όταν πρέπει» μου είχε πει με απόλυτο ύφος και φυσικά, δεν τόλμησα να ρωτήσω κάτι άλλο. Άλλωστε, έπρεπε να είμαστε διακριτικοί και ευγενικοί με τους προστατευόμενούς μας και ποτέ δε θα πήγαινα ενάντια σε αυτό.

    Μάλλον είχε έρθει η ώρα που έπρεπε να μάθω τα υπόλοιπα. Ένιωθα ενθουσιασμένη με αυτό, αλλά ο φόβος που με κατέλαβε ήταν πολύ πιο ισχυρός. Κρατώντας τη μαύρη λίθο στην παλάμη μου έμεινα –υποθέτω- για πολλά λεπτά χαμένη στις σκέψεις μου.

    «Πρέπει να φύγω για λίγο, μόλις επιστρέψω θέλω να σου μιλήσω. Δε θ’ αργήσω» είπε ο Άρης και η πόρτα έκλεισε, πριν προλάβω να πω οτιδήποτε.

    Επέστρεψα στην πραγματικότητα από τον κόσμο των σκέψεων μου, μετά από κάποια λεπτά. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάξω τη δουλειά μου, άλλωστε γι’ αυτό βρισκόμουν εκεί, οπότε βγήκα από το σαλόνι και στρίβοντας δεξιά στον μεγάλο, σκοτεινό διάδρομο, κατευθύνθηκα προς τη Μεγάλη Αίθουσα κρατώντας σφιχτά στο χέρι μου τη λίθο, χωρίς να ξέρω τι έπρεπε να κάνω με αυτή.

    Φτάνοντας έξω από τη Μεγάλη Αίθουσα, κοίταξα τη βαριά, ξύλινη, σκαλιστή πόρτα. Ήταν τόσο περίτεχνη· δεν είχα χρόνο να την παρατηρήσω τις άλλες φορές που με συνόδευε ως εκεί ο Άρης. Μου άνοιγε κατευθείαν κι εγώ έμπαινα μέσα. Κλαδιά και άνθη είχαν λαξευτεί στο σκούρο ξύλο της και στο επάνω μέρος λίγα γράμματα σχημάτιζαν μια λέξη που δεν είχα ξαναδεί: ‘Αλλέχουμ’.

    «Αλλέχουμ;» είπα φωναχτά στον εαυτό μου, προσπαθώντας να σκεφτώ αν κάτι μου θύμιζε αυτό. Όμως δε μου έφερνε τίποτα στο μυαλό.

    Ενώ έκανα ένα βήμα οπισθοχώρησης, για να βρω πού ήταν το πόμολο της πόρτας και να την ανοίξω, πάτησα πάνω σε κάτι.

    «Πρόσεχε, κοπελιά!» άκουσα πίσω μου μια φωνή και γύρισα ξαφνιασμένη.

    Στεκόταν εκεί, μια μικροκαμωμένη γυναίκα περασμένης ηλικίας. Με καρέ, λευκά μαλλιά, πρόσωπο ρυτιδιασμένο και μ’ ένα βλέμμα γεμάτο καλοσύνη. Τόσο κοντούλα, που αναρωτήθηκα μήπως ήταν ήδη πίσω μου όση ώρα ήμουν εκεί και δεν την είχα προσέξει. Την έβλεπα πρώτη φορά και μου έκανε εντύπωση το πώς είχε βρεθεί εκεί.

    «Συγγνώμη, δε σας είδα!» της είπα.

    «Δεν είσαι η μόνη που της έχει συμβεί αυτό. Δεν φαίνομαι και πολύ, όπως βλέπεις» μου είπε εκείνη, έχοντας επίγνωση του ελλιπούς της όγκου.

    «Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, νομίζω. Είστε συγγενής του Άρη;» ρώτησα, χωρίς να χάνω χρόνο.

    «Όχι, δεν είμαι. Ήρθα γιατί με κάλεσες» είπε και μου έδειξε τα σκαλισμένα γράμματα στην πόρτα, υψώνοντας τον δείκτη του αριστερού της χεριού.

    «Αλλέχουμ;» ρώτησα με μια δόση απορίας. Με αυτό την είχα καλέσει;

    «Ελλεχάν» μου απάντησε. Εγώ απλά συνέχιζα να την κοιτάζω, μη ξέροντας τι έπρεπε να κάνω ή να πω. Κατά λάθος το είχα διαβάσει, δεν είχα ιδέα τι περίμενε από μένα. «Είμαι η Μαύρα κι αυτό είναι το κάλεσμα μου. Με καλείς και σε βοηθώ. Όπως βλέπεις, η πόρτα δεν έχει πόμολο, μπορείς να εισέλθεις μόνο αν γνωρίζεις τα μυστικά λόγια» είπε.

    «Χάρηκα, είμαι η Κάτια και πρέπει να μπω στην αίθουσα, γιατί είμαι η φύλακας της κόκκινης πόρτας». Η Μαύρα κοίταξε επίμονα το κόκκινο βιβλίο που κρατούσα.

    «Το ξέρω, κοπέλα μου» είπε. Έπειτα, κάνοντας ένα βήμα, ακούμπησε την πόρτα ενώ ψιθύρισε μερικές λέξεις κι εκείνη άνοιξε με ένα τρίξιμο.

    «Σ’ ευχαριστώ» της είπα.

    «Δεν κάνει τίποτε. Να ξέρεις πως, για ό,τι άλλο χρειαστείς, είμαι στη διάθεσή σου. Θα χαρώ αν μπορέσω να σε βοηθήσω. Ξέρεις πώς να με καλέσεις» είπε και μου έκανε νόημα να περάσω. Έκανα μερικά βήματα και γύρισα να την κοιτάξω, όμως είχε ήδη φύγει.

    Έτσι, συνέχισα να βαδίζω προς το εσωτερικό της Μεγάλης Αίθουσας. Το λιγοστό φως της ημέρας έμπαινε από τα παραθυράκια που βρίσκονταν στον ψηλό και επιβλητικό τρούλο. Οι παραστάσεις με την τεχνική του βιτρώ στα παράθυρα αυτά, άφηναν τις αχνές αχτίδες του ήλιου να εισβάλλουν, σχηματίζοντας χρωματιστές σκιές. Οι τοίχοι τριγύρω ήταν ζωγραφισμένοι από πάνω ως κάτω με σκηνές μάχης, με ζωηρά χρώματα και απίστευτες εκφράσεις στα πρόσωπα που αναπαριστούσαν.

    Την πρώτη φορά που είχα μπει εκεί μέσα τη θυμάμαι ακόμη. Η ψυχή μου ταράχτηκε τόσο πολύ, ώστε έκλεισα τα μάτια μου και τα ξανάνοιξα πολλές φορές, προσπαθώντας να ξυπνήσω από αυτό το παράξενο όνειρο που έβλεπα. Τελικά είχε έρθει δίπλα μου ο Άρης και με είχε σκουντήξει:

    «Η πόρτα είναι στο βάθος της αίθουσας, πάμε!» μου είχε πει.

    Έτσι κατάλαβα ότι όλες εκείνες οι παραστάσεις δεν ήταν παρά μόνο απλές ζωγραφιές, τόσο ζωντανές, αλλά και τόσο ασυνήθιστες. Δεν είχα ξαναδεί αυτό το είδος ζωγραφικής και τεχνοτροπίας πουθενά αλλού ως τότε. Ο Άρης μου είχε πει ότι λεγόταν ‘καθρεφτισμός’, δηλαδή ήταν σκηνές που ζωγραφίστηκαν ανάποδα, όπως η αντανάκλαση στον καθρέφτη. Κι αυτό γιατί, όσοι είχαν δει παρόμοιες σκηνές στην πραγματικότητα, είχαν μάθει να τις ξεχωρίζουν από τα οράματα και τα όνειρα. Έπρεπε λοιπόν να υπάρχει κάποιος γνώμονας, για να μπορεί κανείς να καταλάβει αν είναι πραγματικότητα ή τέχνη. Κι αυτός ο γνώμονας, ήταν ο γνώμονας του καθρέφτη.

    Πράγματι, ήταν τόσο αληθινά, που νόμιζες ότι όλα αυτά συνέβαιναν γύρω σου, χωρίς φασαρία. Το μέγεθος των ατόμων ήταν ρεαλιστικό και ένιωθες ότι κάποιος θα ξεφύγει από τη μάχη και θα σου επιτεθεί. Βέβαια, ανάμεσα στις μορφές υπήρχαν και κάποιες πολύ ψηλές ή πολύ κοντές. Κάθε φορά που έμπαινα, παρατηρούσα αυτές τις παραστάσεις, μιας και ήταν τόσο περίτεχνες που χρειάζονταν ώρες για να δεις όλες τις λεπτομέρειες. Εκείνη την ημέρα, η ματιά μου έπεσε σε μια γωνία όπου έστεκε φυλακισμένη στην αιώνια ζωγραφιά της μια νεαρή, κοντή γυναίκα με γαλάζια ρούχα. Κρατούσε ένα κλειδί και φαινόταν να είναι κάπως αποστασιοποιημένη από τη μάχη. Η φυσιογνωμία της μου θύμισε τη Μαύρα. Μου φάνηκε κάπως παράξενο, αλλά συμπτώσεις υπάρχουν πολλές στη ζωή.

    Περπάτησα αρκετά λεπτά, ως το βάθος της αίθουσας και έφτασα μπροστά στην κόκκινη πόρτα. Απέναντι της ήταν η πολυθρόνα μου και το βιβλίο μου με τίτλο ‘Νύχτες χωρίς άστρα’, ακουμπισμένο στο διπλανό τραπεζάκι, εκεί ακριβώς όπου το είχα αφήσει την προηγούμενη μέρα, αφότου είχα σχολάσει. Όλα ήταν ήσυχα. Τίποτα δεν ακουγόταν πίσω από την πόρτα. Κάθισα στην πολυθρόνα και ακούμπησα το κόκκινο βιβλίο στα πόδια μου. Έβγαλα το μενταγιόν με το κλειδί και κοίταξα τη μαύρη λίθο που κρατούσα, λες κι είχε κάτι να μου πει, κάτι να μου εξηγήσει.

    «Το Φυλαχτό της Έριδας» μουρμούρισα στον εαυτό μου, περιμένοντας ότι κάποια ευφυής έμπνευση θα περάσει από το μυαλό μου, αλλά μάταια. Αποφάσισα λοιπόν να επικεντρωθώ στη δουλειά μου και να αφήσω στην άκρη τις υποθέσεις και τις βασανιστικές σκέψεις. Τουλάχιστον για την ώρα.

    Ξεκλείδωσα το κόκκινο βιβλίο. Ένιωσα την ανάγκη να διαβάσω μια προστατευτική δέηση πρώτα. Διαισθανόμουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Και αυτή η ησυχία ήταν πολύ ύποπτη. Ως τώρα, τις περισσότερες φορές που ερχόμουν -αν όχι όλες- τoν άκουγα από μέσα να κάνει φασαρία, να ψιθυρίζει και γενικότερα, καταλαβαίνοντας ότι είμαι απέξω, να προσπαθεί να μου αποσπάσει την προσοχή. Εκείνη την ημέρα, τίποτα από αυτά δε συνέβαινε. Η σιωπή με βοήθησε να συγκεντρωθώ πολύ γρήγορα και αφού γύρισα τα φύλλα, έφτασα στη σελίδα με το νούμερο εξακόσια ογδόντα επτά, όπου ήταν γραμμένη μια προστατευτική δέηση, από τις πιο ισχυρές που είχα διαβάσει ποτέ.

    Καθώς άρχισα να ψιθυρίζω τα λόγια, ένα κρύο αεράκι διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη και μια ανατριχίλα πολύ ισχυρή κατέλαβε το κορμί μου από άκρη σε άκρη. Μια ζάλη με έκανε να μην μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, λες και είχα νύχτες ατελείωτες να κοιμηθώ και βυθίστηκα σε ύπνο βαθύ, πριν προλάβω να διαβάσω την επόμενη λέξη.

    Η είσοδός μου στον κόσμο των ονείρων δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Ήμουν σε ένα γκρίζο σύννεφο και ανέβαινα συνεχώς στον ουρανό. Η ταχύτητα ήταν τόσο αυξημένη, ώστε δεν μπορούσα καλά-καλά να πάρω αναπνοή. Ξαφνικά ελαττώθηκε και σε λίγο σταμάτησα να κινούμαι. Άρχισα να κοιτάζω γύρω μου, αλλά δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από σύννεφα. Την ησυχία διέκοψε μια αστραπή που έπεσε κοντά μου, συνοδευόμενη από έναν τρομακτικό θόρυβο. Αμέσως μετά ακούστηκε μια επιβλητική φωνή να μου λέει:

    «Είναι δική μας, μας ανήκει! Δώσε την πίσω, αλλιώς θα τιμωρηθείς!»

    Και ξαφνικά άρχισα να πέφτω… Και να πέφτω… Και να πέφτω… Ώσπου ένας γιγαντιαίος αετός με άρπαξε στην πλάτη του κι άρχισε να πετάει προς τη γη. Πλησιάζοντας τη, στην επιφάνεια της είδα ότι υπήρχε μια τεράστια, σκοτεινή τρύπα. Ο αετός δε σταμάτησε, αλλά συνέχισε να πετάει μέσα στη δίοδο, όλο και πιο βαθιά στα έγκατα της γης. Προσγειώθηκε και με μια βίαιη κίνηση με έριξε από την πλάτη του κι άρχισε να πετάει ξανά προς τα έξω.

    Σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν σε μια σπηλιά που φωτιζόταν από μπλε δάδες. Άρχισαν να με πλησιάζουν βήματα κι έκανα πράξη το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα: Να τρέξω. Όσο πιο γρήγορα έτρεχα, τόσο με ακολουθούσαν και οι ήχοι των βημάτων πίσω μου. Σύντομα ένιωσα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο. Σταμάτησα. Σταμάτησαν και τα βήματα. Έκατσα κάτω εξουθενωμένη και σηκώνοντας το βλέμμα μου προς τα πάνω, είδα κάποιες λέξεις γραμμένες στο ψηλότερο σημείο της σπηλιάς. Πλησίασα, επιστρατεύοντας όσο κουράγιο μου είχε μείνει.

    «Δεν υπάρχει καλό χωρίς κακό. Δεν υπάρχει γη χωρίς ουρανό. Δεν υπάρχει παράδεισος χωρίς κόλαση. Διάλεξε. Η ώρα έφτασε».

    Τότε ο τόπος άρχισε να σείεται, η σπηλιά να καταρρέει και με πλάκωσαν τόνοι σκοτεινής πέτρας. Νόμιζα ότι είχα πεθάνει. Ανοίγοντας τα μάτια μου, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, αντίκρισα έναν γαλανό ουρανό και έναν ζεστό, πρωινό ήλιο που φώτιζε με όλη του τη δύναμη. Με πλησίασε μια κοπέλα με ξανθά, μακριά μαλλιά και γαλανά μάτια, που φορούσε ένα σκούρο πράσινο φόρεμα.

    «Σήκω, έχεις πολλά να κάνεις. Γύρισε πίσω και να θυμάσαι ότι ποτέ δεν πρέπει να κοιτάξεις κανέναν στα μάτια. Ο Αδάμ σε κυνηγάει. Πρόσεχε!»

    Και φυσώντας στα μάτια μου, με έκανε να νιώσω ότι δεν μπορώ να τα κρατήσω ανοιχτά, όπως ακριβώς είχα νιώσει πριν βυθιστώ σε αυτό το όνειρο.

    Αμέσως μετά, ξύπνησα τρομαγμένη μπροστά στην κόκκινη πόρτα, κρατώντας τη μαύρη λίθο στο χέρι μου, έχοντας το κόκκινο βιβλίο στα πόδια μου. Γύρω μου εξακολουθούσε να επικρατεί ησυχία.

    Αποφάσισα να μη διαβάσω τη δέηση. Μετά από αυτό το όνειρο, δεν ήταν πια ξεκάθαρο το πώς έπρεπε να κινηθώ. Σκέφτηκα και ένιωσα ότι αυτό που έπρεπε να κάνω, ήταν αυτό που μου απαγορευόταν.

    Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και πλησίασα την κόκκινη πόρτα. Έβαλα τη μαύρη λίθο στην τσέπη του παντελονιού μου και κράτησα στο χέρι μου το κλειδί. Για ένα δευτερόλεπτο δείλιασα. Την επόμενη όμως στιγμή, οι αμφιβολίες μου είχαν εξαφανιστεί. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά της κόκκινης πόρτας και καθώς το γύριζα, άκουσα πίσω μου:

    «Μην το κάνεις!»

    Ήταν όμως αργά. Η πόρτα είχε ήδη ανοίξει.

    . . .

    Το βλέμμα του Άρη ήταν γεμάτο απορία. Εγώ απλά κοίταζα μέσα από την ανοιχτή, κόκκινη πόρτα. Το μικρό δωματιάκι, που κρυβόταν τόσο καιρό από πίσω της, ήταν σκοτεινό και άδειο. Οι τοίχοι του, στο χρώμα της ώχρας, έμοιαζαν μελαγχολικοί. Εκεί μέσα δεν υπήρχε τίποτα και κανένας.

    «Δεν το καταλαβαίνω… Πως είναι δυνατόν;» ψιθύρισε ο Άρης. «Κάτια, πες μου, έχεις ξανανοίξει αυτήν την πόρτα;» συνέχισε ανήσυχος.

    «Όχι, Άρη και δεν ξέρω γιατί το έκανα σήμερα. Όμως είχε πολλή ησυχία. Κάτι δεν πήγαινε καλά» είπα.

    «Έχεις δίκιο. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έφυγε. Έκτος κι αν ο Αδάμ είναι ελεύθερος» είπε και ο προβληματισμός του ήταν διάχυτος.

    «Δεν ξέρω πού ήταν αυτός ο Αδάμ, ούτε ξέρω ποιος είναι. Αλλά τώρα, ναι, είναι ελεύθερος» του είπα με σιγουριά.

    «Κι εσύ, Κάτια, πώς το ξέρεις;» ρώτησε με απορία.

    Αμέσως μετά του διηγήθηκα το όνειρο που είχα δει και τον τρόπο που με πήρε ο ύπνος.

    «Θα μπορούσε να έρθει στο όνειρο μου, αν δεν ήταν ελεύθερος;» ρώτησα.

    «Όχι, Κάτια, δε θα μπορούσε» μου είπε, έχοντας το ύφος ενός ανθρώπου που μόλις είχε ακούσει το πιο δυσάρεστο γεγονός που είχε συμβεί στη ζωή του.

    «Όμως δεν είδα το πρόσωπο του, ούτε τη μορφή του, ούτε ο ίδιος μου δήλωσε το όνομα του. Μπορεί να είναι πλάνη, ε;» είπα, θέλοντας να σπείρω την αμφιβολία στο μυαλό του για ένα γεγονός που ήταν, ούτως ή άλλως, γεμάτο από φαντασία και πέρα για πέρα εξωπραγματικό και αβάσιμο.

    «Κάτια» μου είπε, παίρνοντας το γνώριμο σοβαρό του ύφος. «Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρεις. Και ίσως ακόμα περισσότερα που δεν μπορείς να καταλάβεις. Αλλά τα όνειρα πολλές φορές δείχνουν ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Δεν τον είδες. Είδες όμως την αστραπή, άκουσες τον θόρυβο που την ακολούθησε, άκουσες τη βροντερή φωνή του. Δεν υπάρχουν πιο δυνατά σημάδια από αυτά. Ο Αδάμ έχει την πιο επιβλητική φωνή που υπάρχει. Μάλλον δε θέλει να σου κάνει κακό, απλά ήθελε να σε τρομοκρατήσει. Και ξέρεις τι θέλει από εσένα;»

    «Δε νομίζω ότι έχω κάτι που μπορεί να το θελήσει κάποιος».

    «Κι όμως, έχεις, από σήμερα το πρωί» μου είπε.

    Έβαλα το χέρι στην τσέπη μου και έβγαλα τη μαύρη λίθο.

    «Αυτό;» τον ρώτησα.

    «Ναι, αυτό. Να θυμάσαι ότι κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει. Μόνο αν θελήσεις να το δώσεις μπορεί να φύγει από εσένα».

    Μια τεράστια ευθύνη ένιωσα να έρχεται πάνω μου και να κάθεται στην καρδιά και στην ψυχή μου.

    «Άρη, γιατί την έδωσες σε μένα;» είπα γεμάτη απορία.

    «Γιατί μόνο στα χέρια σου είναι ασφαλής. Ξέρεις πόσο σε εμπιστεύομαι» μου είπε κι ένιωσα όμορφα, παρόλο που μέσα μου όλο αυτό με φόβιζε.

    Το

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1