Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Οι Απόγονοι της Μισέρτης
Οι Απόγονοι της Μισέρτης
Οι Απόγονοι της Μισέρτης
Ebook311 pages3 hours

Οι Απόγονοι της Μισέρτης

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Απόγονοι της Μισέρτης, προστάτες της γης μας, υπερασπιστές της Μερκεσικής Αυτοκρατορίας. Τι σημαίνει να είμαι Ερταίος του Ασαργίου, αν και δεν υπήρξα τίποτα από αυτά.
Το Ασάργιο, η κοιτίδα του ερταϊκού γένους, έπεσε. Η οικογένεια Αλένθεα βρίσκεται απόκληρη στα κατακερματισμένα Μερκεσικά Κατεπανάτα. Τα μέλη της καλούνται να ανταμώσουν το παρελθόν στο οποίο αντιτάχθηκαν, να τα βρουν με την ασθένεια και τον θάνατο, να αντιληφθούν πως πίστη, γη και δύναμη να προστατεύεις, μπορούν να πάρουν πολλές μορφές.
Ένα ταξίδι στην ανατολή ενός διαφορετικού κόσμου που ακροβατεί από τα ρομαντικά ιδεώδη έως και τα νουάρ πάθη!

LanguageΕλληνικά
Release dateApr 26, 2024
ISBN9786188714700
Οι Απόγονοι της Μισέρτης
Author

Γκιόσι Ντοριάν

Ο Ντόριαν Γκιόσι, 30 ετών, μεγάλωσε από την παιδική του ηλικία στην Ιτέα Φωκίδας, από αλβανικής καταγωγής οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Πατρών και τώρα εργάζεται ως ειδικευόμενος αιματολόγος. Θαυμάζει την ελληνική γλώσσα για τον πλούτο έκφρασης και δημιουργικότητας που κατέχει και συναρπάζεται από την ιστορία και τους μύθους- έννοιες αλληλένδετες- της Ελλάδας και της ευρύτερης γειτονιάς μας. Το νοσοκομείο τού έμαθε να εκτιμά τον άνθρωπο στα δυσκολότερά του. Η συγγραφή για εκείνον αποτελεί την αποτύπωση αυτών μέσα από το φανταστικό.

Related to Οι Απόγονοι της Μισέρτης

Related ebooks

Reviews for Οι Απόγονοι της Μισέρτης

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Οι Απόγονοι της Μισέρτης - Γκιόσι Ντοριάν

    cover2.jpg

    τίτλος συγγράματος: Οι Απόγονοι της Μισέρτης

    συγγραφέας: Γκιόσι Ντοριάν

    έκδοση ebook: Απρίλιος 2024

    isbn: 978-618-87147-0-0

    διεύθυνση έκδοσης: Βαλάντης Ναγκολούδης

    σύμβουλος έκδοσης: Γιώργος Ιωαννίδης

    atelier: Λυδία Χατζήμαρκου, Άρτεμις Χατζημάρκου

    φιλολογική επιμέλεια: Έθελ Αγγελίδου

    Εκδόσεις Κύκνος

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Ντόριαν Γκιόσι, 30 ετών, μεγάλωσε από την παιδική του ηλικία στην Ιτέα Φωκίδας, από αλβανικής καταγωγής οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Πατρών και τώρα εργάζεται ως ειδικευόμενος αιματολόγος. Θαυμάζει την ελληνική γλώσσα για τον πλούτο έκφρασης και δημιουργικότητας που κατέχει και συναρπάζεται από την ιστορία και τους μύθους- έννοιες αλληλένδετες- της Ελλάδας και της ευρύτερης γειτονιάς μας. Το νοσοκομείο τού έμαθε να εκτιμά τον άνθρωπο στα δυσκολότερά του. Η συγγραφή για εκείνον αποτελεί την αποτύπωση αυτών μέσα από το φανταστικό.

    Περιεχόμενα

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Ασάργιο

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Στρατιώτες του Ασαργίου

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Η Έκφανση που Υπενθυμίζει

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Ιστορίες από το Άγονο

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    Τα προβλήματα των άλλων

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

    Τα μάτια του Ισακτάς

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

    Η Έκφανση που Υπόσχεται

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

    Εμβατήριο Θανάτου

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

    Λέγειν

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

    Δάμιος Ζάχερης

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

    Ο Κήπος της Μισέρτης

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Ασάργιο

    Μερκεσικά Κατεπανάτα,

    Κατεπανάτο του Ασαργίου,

    Ασάργιο

    Ο Θέρεν βρήκε τον εαυτό του να κοιτάζει μέσα από τα ανοίγματα του παντζουριού την καπνόβρεχτη πόλη του Ασαργίου. Άνθρωποι ασύνδετοι μεταξύ τους, με τα ρούχα της δουλειάς τους ακόμη, σε ένα αχολόι βιασύνης, έφεραν ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας και ακολουθούσαν τους δικούς τους σε μικρά μπουλούκια. Στον ορίζοντα, ο θόλος του Αγερμού, του Προσκυνητή, ξεχώριζε ως κατευθυντήρια πυξίδα. Στο πλάι του κυμάτιζαν οι σημαίες του κράτους και της θρησκείας. Η εβένινη σημαία των Μερκεσικών Κατεπανάτων με τους οκτώ κρίκους και εκείνη του Νασσενισμού, με το δακτυλίδι που διαπερνά αγορήτικη εσάρπα.

    Γύρισε το βλέμμα του στην κόρη του, τους ώμους της οποίας κρατούσε κοντά στο σώμα του. Η δέσμη φωτός που έβρισκε τον δρόμο της στο δωμάτιο σκιαγραφούσε τις καμπύλες των ματιών της. Η Μοντέσσα έφερε το όνομα του Πρώτου Πιστού, στον οποίον ήταν αφιερωμένος ο μεγάλος ναός, ώστε κάθε φορά που τον έβλεπε να τη σκέφτεται.

    Στο ντιβάνι, η γυναίκα που κάποτε αποκαλούσε σύζυγο έστεκε διστακτική πάνω από την πεισματικά ανοιχτή βαλίτσα. Φορούσε ακόμα το ιατρικό της πουκάμισο, τα μανίκια διπλωμένα μέχρι τους αγκώνες.

    «Κοίτα πόσα είναι…» Η φωνή της Αρχόνσας βγήκε σιγανή, βραχνή. «Τι να αφήσω πίσω;» Κυμάτισε με τον καρπό της το μισό σπίτι. Η σιωπή του έκανε το πρόσωπό της να κυριευθεί από εκείνο το ύφος κατανόησης και περιφρόνησης που κυριάρχησε στα τελευταία χρόνια του γάμου τους.

    Ο Θέρεν σήκωσε στον ώμο του τη θήκη του ρέμβηχου που είχε μετατρέψει σε αυτοσχέδιο σάκο και άφησε το σαλόνι για την κρεβατοκάμαρα. Είχε πάνω από χρόνο να μπει στο δωμάτιο. Δεν είχε αλλάξει. Οι ντουλάπες παρέμεναν εκεί να κλείνουν τον χώρο για άλλα έπιπλα. Μοναχά ένα διπλό κρεβάτι με ξύλινη ταπετσαρία σε περίγραμμα σκεπής για κεφαλάρι και ένας ολόσωμος καθρέφτης με κυματιστό μοτίβο στο πλαίσιό του, γαμήλιο δώρο των γονιών της. Στο ένα θα ονειρεύομαι και στο άλλο θα βλέπω τα όνειρά μου να γίνονται πραγματικότητα, είχε πει.

    Άφησε την ουσία του να μελανιάσει τις φλέβες του καρπού του έως τον πήχη, προτού τις αφήσει να ξεθωριάσουν πάλι. Είχε μπόλικη για κάθε περίπτωση. Κούμπωσε τα κουμπιά στο μανίκι του πουκαμίσου του, μέχρις ότου τα τατουάζ που επένδυαν το χέρι του κρύφτηκαν από τον καθρέφτη. Έκανε το ίδιο με τον γιακά του. Το είδωλό του παρέμεινε να κοιτάζει το στραβό του χείλος, με τη χοντροκομμένη ουλή του χειρουργημένου λυκοστόματός του να διακρίνεται κάτω από το ατημέλητο μούσι του. Στερέωσε το καπέλο του τόσο όσο το γείσο να κρύψει το είδωλο.

    Στα κάτω ράφια της κεντρικής ντουλάπας, ανέσυρε τα τυλιγμένα σε εσάρπα χρυσαφικά. Ανάμεσά τους, το πολύκρικο δακτυλίδι της Αρχόνσας, με έναν κρίκο για κάθε δεκαετία ζωής που είχε συμπληρώσει. Η προσθήκη του τρίτου κρίκου τον έκανε να χαμογελάσει, καθώς, παρά τη φύση της δουλειάς της, η οποία της ξέκοψε τη συνήθεια να φοράει κοσμήματα στα χέρια, είχε αφιερώσει χρόνο να τιμήσει την παράδοση. Ήταν κρίμα που κανείς τους δεν συνόδεψε τον άλλον στην προσθήκη του τρίτου κρίκου.

    Η Αρχόνσα είχε αρχίσει να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα δύο δωμάτια με στοίβες ρούχων στα χέρια της, κάθε φορά το βήμα της πιο επιτακτικό. Μια μικρή στοίβα βρήκε τον δρόμο της στη θήκη του μουσικού του οργάνου, μπουκώνοντάς την να μην κλείνει καλά.

    «Έγγραφο ταυτοποίησης έχεις;»

    «Έχω την άδεια άσκησης», μόρφασε η Αρχόνσα, κάνοντάς τον να νιώσει πως έκανε τη λάθος ερώτηση. Είχε μόλις συμπληρωθεί μία ώρα που, με την πίεση της κόρης τους, την τράβηξαν με το ζόρι να παρατήσει το καθήκον της στο νοσοκομείο. Οι παγκόσμιες συμβάσεις προστάτευαν τους εργάτες υγείας σε περιόδους πολέμου, όμως εδώ επρόκειτο για τους καριόληδες Σεγιανούς, που οι κτηνωδίες τους στο Κατεπανάτο δύο χρόνια τώρα, μαρτυρούνταν από στρατιώτες και επιζήσαντες. Δεν χρειαζόταν να πάει μακριά, οι γονείς της Αρχόνσας αγνοούνταν από τότε που η Κατυφάνη έπεσε στα χέρια τους. Τουλάχιστον αυτούς είχε επικαλεστεί να δικαιολογηθεί. Η Μισέρτη η ίδια να κατέβαινε νυσταγμένη από την κάμαρά της στο νοσοκομείο, θα έκανε πάλι το ίδιο. Η Μοντέσσα χρειαζόταν τη μητέρα της.

    Η βαλίτσα δεν άργησε να γεμίσει, με τον Θέρεν να τη μεταφέρει στον καλόγερο δίπλα από την εξώπορτα, όπου ήταν κρεμασμένο το πανωφόρι του. Δεν το είχε προσέξει πριν, όμως τώρα που είχε επέλθει ξανά κλεισούρα, τα ρουθούνια του δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τη διαπεραστική μυρωδιά ξιδιού από την κουζίνα. Η Αρχόνσα χρησιμοποιούσε το αγαθό, όπως και απεσταγμένα οινοπνεύματα προς τρόμο των φίλων του, για να ξεπλύνει πιάτα που είχαν μουλιάσει ώρες. Αναρωτήθηκε αν είχε αποφασίσει να κάνει μπάνιο το δωμάτιο με αυτό, τόσο πολύ που έζεχνε.

    Από συνήθεια επιχείρησε να ανοίξει το παράθυρο της αυλής, όμως το βρήκε κλειδαμπαρωμένο. Το γυαλί ήταν ψυχρό, με τα δάκτυλά του να αφήνουν ένα υγρό αποτύπωμα. Έγειρε τον αυχένα του να χαζέψει τη φυλλωσιά του κήπου, με την ανθισμένη κουμαριά, ακόμα και παρατημένη, να ανθοφορεί στο χρώμα του ρόδου. Στο τρεμούλιασμα των φύλλων της φαντάστηκε τη βοή του αγέρα. Μακάρι η Αρχόνσα να μην τον καλούσε ποτέ να φύγουν, να έμενε εκεί, πλημμυρισμένος από τις αισθήσεις.

    «Πάμε, Έσσα». Η Αρχόνσα πήρε από το χέρι την κόρη τους και εκείνος φορτώθηκε τα υπάρχοντά τους. Κάπου είχε ξετρυπώσει μια πλεκτή ζακέτα που έκανε τη Μοντέσσα να μοιάζει με κατάφρακτη σφαίρα. Το παλιό ρούχο ίσα που εφάρμοζε στον κορμό της, με δικαιολογημένες διαμαρτυρίες να έπονται.

    «Πού πάμε;» Το ελεύθερο χέρι της κόρης του γραπώθηκε πάνω του.

    «Στον παππού και τη θεία. Μας περιμένουν», της χαμογέλασε.

    Στον δρόμο, όχλος και σαματάς ζωντάνεψαν. Δεν ήταν πλέον φιγούρες και ήχοι στο βάθος, αλλά η πραγματικότητά τους. Πρόσωπα επερχόμενου τρόμου, βλοσυρά, να τον παραγκωνίζουν στο διάβα τους. Πρόσωπα που του έμοιαζαν και δεν τον άφηναν να ξεχωρίσει τον ορίζοντα. Αντιλήφθηκε τον χτύπο της καρδιάς του και άνοιξε το βήμα του, όμως οι αποστάσεις ήταν μικρές ώστε ώμοι και αποσκευές να τσουγγρίζουν μεταξύ τους. Σκόρπιες, κοφτές κουβέντες για την άτακτη υποχώρηση των μερκεσικών στρατευμάτων και την είσοδο των σεγιανικών στην πόλη έφταναν στα αφτιά του.

    Ένιωσε τα δάκτυλα της κόρης του να του τραβούν το χέρι, σαν να ήθελε να το γραπώσει. Τα μάγουλά της ρόδιζαν στην ψύχρα του αγέρα.

    «Μη φοβάσαι το πλήθος, δεν θα σου κάνει κακό».

    «Δεν φοβάμαι. Ο Αίσος ναι».

    Ο Θέρεν δεν είχε σκεφτεί τον χειρισμό του ανιψιού του σε αυτές τις συνθήκες. Ας έδινε η Θεά περίσσια υπομονή στην αδερφή του. Χάιδεψε το μάγουλο της Μοντέσσας. Ήσυχη και παρατηρητική φεραηίδα, ποιο όνειρο είδε άραγε η Μισέρτη ώστε να την ευλογήσει με τέτοιο πνεύμα; Η παρουσία της στο πατρικό του τη διετία του πολέμου γέμισε φως τη μίζερη οικογένειά τους και έδωσε στον ίδιο άφεση από την κατάταξη στο μέτωπο, να της αφιερωθεί. Ήταν η συγκατάβαση της Αρχόνσας για άφεση της επιμέλειάς της που το επέτρεψε, γεννώντας απόσταση και πίκρα εκ μέρους της.

    «Μείνε κοντά στη μητέρα σου, Έσσα. Δεν μπορώ να σε κρατήσω τώρα». Έσπρωξε με τον ώμο του να στριμωχτεί στο πλήθος. Απέφυγε να χαμηλώσει το βλέμμα του, έως ότου το βήμα της κόρης του συμβάδιζε με εκείνο της Αρχόνσας και όχι το δικό του.

    Έχεις δει τον αδερφό σου; Μη φεύγεις. Μείνε με τα παιδιά.

    Άνθρωποι και λόγια περιτριγύριζαν την Αμερία σε έναν ορίζοντα σκόνης και ατμοκίνητου θορύβου. Όπου κοιτούσε έβλεπε πρόσωπα που κάποιον αναζητούσαν, ικέτευαν ή φύλαγαν στο πλήθος. Αντικριστά τους, άνθρωποι με τα μαύρα διακριτικά της Μερκεσίας καθόριζαν ποιοι δικαιούνταν και ποιοι όχι πέρασμα στις θηριώδεις αμαξοστοιχίες.

    Τον γιο της δεν ενδιέφερε τίποτα από όλα αυτά, παρά να απαλλαγεί από τον απρόσωπο σαματά που καλούταν να υπομείνει. Γκριμάτσες πόνου συνόδευαν το σφιχτό κλείσιμο των ματιών του.

    «Αίσο! Δεν πονάς», του έσφιξε το χέρι. «Γιατί κάνεις έτσι;» Προσήλωσε το βλέμμα της στα μελιά του μάτια, μέχρι που είχε την προσοχή τους.

    Το δικό του γράπωμα μπορούσε να σπάσει την παλάμη της. Ήταν ψηλός για την ηλικία των δώδεκα, πιο ψηλός από εκείνη σίγουρα. Του χαμογέλασε δίχως ανταπόκριση. «Είναι εδώ ο παππούς σου, κοίτα». Υπέδειξε τον πατέρα της στην αστυνομική του στολή, που με δυο δρασκελιές τους έφτασε εκεί που στέκονταν. «Θα είναι και ο Θέρεν σε λίγο. Δεν θέλουν να φοβάσαι».

    «Δεν είναι ο παππούς». Ο Αίσος τον κοίταξε, αλλά η προσήλωσή του δεν κράτησε. «Είναι άλλος».

    Ο πατέρας της κατέβασε το πηλήκιό του. Το πράο πρόσωπό του καθησύχασε τον πανικό της. Οι μαζεμένοι ώμοι του χωλαίνανε μπροστά στην ανεπτυγμένη, αν και ατσούμπαλη, σωματοδομή του εγγονού του. Ο Άγγαρος δεν αποτέλεσε ποτέ επιβλητικό άντρα, ούτε στα νιάτα του, είχε όμως εκείνη την ηρεμία του ανθρώπου που γνώριζε να αντιμετωπίζει καταστάσεις.

    «Ούτε μια αγκαλιά στον γέρο του σπιτιού;» Άνοιξε τα χέρια του ως πρόσκληση, να πάρει ο εγγονός του την πρωτοβουλία.

    «Όχι», είπε ο Αίσος, τα χέρια του σταυρωμένα στην αμήχανη στάση που συνήθιζε. Η Αμερία τον χάιδεψε, αρκούμενη στο νεύμα κατανόησης του πατέρα της.

    «Δεν μου δείχνει συναισθήματα όταν είμαι με τη στολή. Λες και είμαι άλλος». Είχε δίκιο ο πατέρα της. Ο Αίσος δεν ταύτιζε την στολή με το πρόσωπο που τη φορούσε, ούτε στην περίπτωση του πατέρα του. Λες και στον νου του ήταν το σύνολο της εικόνας σου που καθόριζε ποιος ήσουν. «Πρέπει να επιβιβαστείτε. Δεν θα μπορώ να εγγυηθώ την ασφάλειά σας σε λίγο».

    «Ας περιμένουμε λίγο ακόμα τον Θέρεν και τους δικούς του».

    «Κόρη μου, κοίταξε τι γίνεται!»

    Δεν ήθελε πολλή παρατηρητικότητα για να δει πως η κατάσταση στις αποβάθρες ήταν αποπνικτική. Με κίνδυνο να ποδοπατηθούν, μανάδες με παιδιά στα χέρια στήνονταν σε άτακτες σειρές με ένα μάτσο ανθρώπους ασφαλείας να ελέγχουν τα έγγραφά τους. Ένας άντρας τσακωνόταν, όπως φαινόταν από το ύφος των χειρονομιών του, με έναν αστυνομικό, υποδεικνύοντας ένα αγόρι στο καλούπι του Αίσου δίπλα του.

    «Η διαταγή είναι μόνο γυναικόπαιδα», συνέχισε ο πατέρας της. «Μη με κάνεις να μετανιώσω που δεν διασφάλισα την κόρη μου».

    «Και τι πρόκειται να γίνει με εσένα;» Η Αμερία συνοφρυώθηκε λες και περίμενε την απάντησή του.

    Ο Άγγαρος ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ήταν λες και η αμηχανία του Αίσου είχε μεταπηδήσει σε αυτόν τώρα. «Δεν υπάρχει επίσημη απόφαση. Προηγούνται οι πολίτες».

    «Θες να μου πεις πως με τον Δάμιο στο μέτωπο, εσένα να μένεις πίσω, θα πρέπει να σεβαστώ μια γαμημένη κρατική διαταγή και να φύγω χωρίς τον αδερφό μου;» Η Αμερία έφτυσε τις λέξεις. «Ξέρω τις δυνάμεις μου και πού σταματούν. Δεν θα τα καταφέρω μόνη μου σε ξένο τόπο. Βοήθησέ μας να επιβιβαστούμε όλοι μαζί».

    «Το ίδιο θέλουν όλοι τους εδώ πέρα!»

    «Εμείς είμαστε τα παιδιά σου!»

    Η Αμερία διέκρινε τη γνώριμη μιζέρια στον αναστεναγμό του. Ο Άγγαρος συνήθιζε να αναλαμβάνει ευθύνες που ξεπερνούσαν το μπόι του, μέχρι που έφταναν να τον πλακώσουν. Τον θυμόταν ακόμα να προσπαθεί να έρθει με τα νερά της συγχωρεμένης μητέρας της. Μια βυθισμένη στη μελαγχολία αρτίστρια που μαύριζε τη ζωή του και ήθελε εμφανέστατα ιατρική βοήθεια, κατάφερνε να περνάει ο παραλογισμός της επειδή εκείνος αισιοδοξούσε πως μπορούσε να επανέλθει. Μέχρι που μια μέρα τη βρήκαν κρεμασμένη στο σπίτι.

    Και μετά, εκείνος αφιερώθηκε στην ίδια και τον Αίσο και στη Μοντέσσα, όταν ο Θέρεν την έφερε σπίτι. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα παρέβαινε το καθήκον του για τα παιδιά του. Το έκανε πολλάκις για τις παράνομες δραστηριότητες του αδερφού της. Αυτό ήταν το μερτικό που επέλεξε.

    Υπήρχε ένταση της αναταραχής, καθώς ένα μέρος του πλήθους εκτόξευσε αντικείμενα προς το μέρος των αστυνομικών, με τις απαιτήσεις για σωτηρία να εντείνονται. Μια αφύσικα δυνατή φωνή έκανε την Αμερία να ριγήσει και τον Αίσο να κλείσει τα αφτιά του μέσα στις παλάμες του. Ο μασκοφορεμένος άντρας διέταξε ησυχία και οργάνωσε τους αστυνομικούς γύρω του. Έφερε κατάφρακτη ενδυμασία και μάσκα ομμάτερου, όπως του συζύγου της στα ντουζένια του.

    Ο πατέρας της τοποθέτησε ξανά το καπέλο του, το ένα πόδι στη συζήτηση, το άλλο έτοιμο να αποτρέψει ένα περαιτέρω δράμα.

    «Μη φεύγεις», άπλωσε το χέρι της. Οι λέξεις ξεπήδησαν ακούσια από το στόμα της, σαν να την είχε σκουντήξει κάποιος στην πλάτη.

    «Εδώ θα είμαι. Πρέπει να φροντίσω να μη χαθεί η τάξη, αλλιώς ποιος ξέρει τι θα γίνει μετά». Κάτι σαν χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του πριν απομακρυνθεί. Σε κάθε βήμα του κοίταζε πίσω προς το μέρος της.

    Πώς θα χωρέσουμε όλοι εδώ; Με μέσο αφήνουν μόνο. Μας παρατάνε στους Σεγιανούς!

    Οι λέξεις πήραν ξανά μορφή στη μοναξιά της. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από πού ερχόντουσαν, παρά είχαν δική τους απρόσωπη υπόσταση. Ήταν πιο ανεκτό έτσι, από το να βλέπει πρόσωπα γνώριμα, συμπατριώτες της που της έμοιαζαν. Είχαν δίκιο. Πώς θα προλάβαιναν να φυγαδέψουν όλον αυτόν τον κόσμο; Όσο πελώριες και αν φάνταζαν στα μάτια της οι αμαξοστοιχίες, υπήρχε τόσος χώρος και τόσα δρομολόγια πριν τους προλάβουν οι Σεγιανοί. Μοναχά οι τυχεροί, οι ευνοούμενοι και οι απεγνωσμένοι μπορούσαν να ξεφύγουν.

    Οι υπόλοιποι θα έμεναν να ανταμώσουν το μερτικό τους στα χέρια των Σεγιανών. Το ένα τρίτο του Κατεπανάτου ήταν σεγιανικής καταγωγής και απαιτούσε τον λυτρωμό του προπαγάνδιζε το σεγιανικό κράτος. Δεν έβλεπε κανέναν Σεγιανό τώρα, παρά μόνο πολίτες της Μερκεσίας. Ερταίους σαν εκείνη. Αλλά γιατί να ήταν εδώ οι Σεγιανοί; Τώρα θα υποδέχονταν ως ήρωες τον κατοχικό στρατό, θα έκαναν δικό τους το σπίτι όπου μεγάλωσε. Θα έκλεβαν το βιος της.

    Η Αμερία είδε τον κόσμο να κρατά την ανάσα του όταν η ατμομηχανή ξεφύσησε θερμό σύννεφο και οι τροχοί της έτριξαν στη γη, καθώς ένα από τα τρένα ξεκίνησε να αναχωρεί. Δεν είχε ρωτήσει τον πατέρα της πού θα τους πήγαιναν. Στην Ιοξό, στις Βεστήλες, στην πρωτεύουσα; Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ έξω από το Κατεπανάτο του Ασαργίου.

    Αν μπορούσε να το αποκαλέσει ταξίδι αυτό. Ξεριζωμός ήταν. Όπου και να έφτανε, θα ήταν ξένος τόπος και ας τον αποκαλούσαν Μερκεσία.

    Ένιωσε να σπρώχνεται και να παραμερίζεται από κορμιά και χέρια που βιάζονταν να ακολουθήσουν τη μηχανοκίνητη σωτηρία. Γράπωσε τον Αίσο από τον αγκώνα να μείνει δίπλα της. Δεν έφτανε να διακρίνει τα μάτια του.

    Ο Θέρεν βάλθηκε να πειράζει τα μαλλιά του Αίσου, μέχρι που το αγόρι ξεφύσησε, αναγνωρίζοντάς τον. Τον αγκάλιασε, με τον ανιψιό του να στέκεται ακίνητος, αλλά όχι ακατάδεκτος. Η Αμερία αιφνιδιασμένη τον φίλησε, ούτε η Μισέρτη δεν θα θυμόταν από πότε. Της χαμογέλασε με εκείνο το μειδίαμα του καθρέφτη.

    «Θέρεν, πρέπει να βρούμε τον πατέρα!» φώναξε η Αμερία. «Δεν θα σε αφήσουν εσένα αλλιώς».

    «Τι;» συνοφρυώθηκε ο Θέρεν.

    «Αφήνουν μόνο γυναικόπαιδα να επιβιβαστούν. Σε χρειάζομαι μαζί μου, Θέρεν». Κάποιον έψαχνε στο πλήθος. «Πού είναι; Εδώ ήταν μόλις».

    «Καταλαβαίνω, εντάξει». Της έκανε νεύμα να ηρεμήσει και κοίταξε γύρω του να εντοπίσει τον πατέρα τους, όμως σώματα έκλειναν τον ορίζοντα. Διέκρινε σημεία ελέγχου.

    Η προσπάθειά του να διαβεί έπεσε πάνω σε σκοτεινιασμένα πρόσωπα χωρίς ευδιάκριτα χαρακτηριστικά. Η αμαξοστοιχία που έφευγε είχε φουντώσει την ανυπομονησία και τον φόβο των συμπατριωτών του. Άντρες της ηλικίας του αντιδρούσαν, πού νομίζεις ότι πας, στο πέρασμά του, ενώ γυναίκες προπορεύονταν χρησιμοποιώντας τα παιδιά και το φύλο τους ως τείχος. Ένας μπασκίνας επιχειρούσε να επαναφέρει την τάξη με φωνές και χειρονομίες.

    «Ξέρεις πού είναι ο γενικός Άγγαρος Άβερης;» έγειρε στο αφτί του. «Είμαι ο γιος του».

    Ο άντρας τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω για μια ολόκληρη στιγμή με μορφασμό αηδίας, πριν του πει ένα ξερό στη γραμμή σου. Τι και αν επικαλέστηκε την οικογένειά του, ο αστυνομικός δεν άκουγε. Το ίδιο έκανε στα παρακαλετά άλλων.

    «Τον ρώτησα αν θα ξεκινήσει άλλο τρένο. Ούτε αυτό δεν μας λένε!» Ο Θέρεν χρησιμοποίησε λόγια βουτηγμένα στην πειθώ. Ένα εύλογο ερώτημα που όλοι είχαν στο μυαλό τους. Άνθρωποι μέσα στην αύρα του κούνησαν το κεφάλι τους σε αποδοχή των λεγομένων του. Ο εκνευρισμός τους, πιο έκδηλος, άρχισε να μεταδίδεται σε πηγαδάκια. Ίσως το ξέσπασμά τους προς τους αστυνομικούς να χαλάρωνε τη συνοχή τους.

    Ούτε που κατάλαβε για πότε η Μοντέσσα βρέθηκε στο πλευρό του, ενώ πιο πίσω η Αμερία καθοδηγούσε τον Αίσο. Ατσούμπαλο πλάσμα, έβρισκε όμως τον τρόπο να συμβαδίζει μαζί τους. Πιο πέρα, η Αρχόνσα έσφιγγε τις παλάμες ενός μπασκίνα. Ο Θέρεν τον αναγνώρισε από τα μπαξίσια της νύχτας. Είχε πρωτογνωρίσει τον Δορίαλο Αχμάκερη στο νοσοκομείο, όπου ο άντρας επισκεπτόταν την άρρωστη μητέρα του. Η εγγύτητά του στον Άγγαρο και η υποχρέωση προς την Αρχόνσα τον έκαναν ιδανικό στόχο εξαγοράς.

    «Αμερία, εδώ!» φώναξε η Αρχόνσα, κάνοντάς τους νεύμα να κατευθυνθούν προς το μέρος της. Τι σου ήταν το ιατρικό κύρος.

    «Αυτή είναι η Αμερία Αλένθεα και ο γιος της Αίσος Αλένθεας». Η Αρχόνσα παρέδωσε τα τσακισμένα χαρτιά σε έναν ένστολο γραφιά, που καθόταν σε ένα αυτοσχέδιο τραπέζι με κάθε λογής χαρτούρα πάνω του.

    Τι ηλιθιότητες ήταν αυτές; Γιατί αγγαρευόταν κάποιος να σημειώνει ονόματα; Τι προσέφερε παρά να χάνεται χρόνος;

    «Κελσατή, μάλιστα. Η κόρη μου Μοντέσσα Κελσατή. Εδώ είναι το πιστοποιητικό γέννησής της. Και ο σύζυγός μου Θέρεν Αλένθεας».

    Ο γραφιάς αρνήθηκε να παραλάβει το τελευταίο έγγραφο.

    «Είναι η οικογένεια του Άβερη», βιάστηκε να σημειώσει ο Δορίαλος.

    «Αυτές είναι οι διαταγές. Ο κύριος δεν μπορεί να περάσει». Η ένρινη ομιλία του άντρα μαζί με το ιδρωμένο κούτελο κάτω από το πηλήκιο έκαναν τον Θέρεν να θέλει να τον χτυπήσει.

    «Δεν έχουν κανέναν άλλον, αστυνόμε. Πρέπει να είμαι μαζί τους. Με χρειάζονται». Τα λόγια του Θέρεν κολλούσαν στη γλώσσα του, ο λαιμός του ξηρός ως εκεί που δεν έπαιρνε.

    «Είναι ο πατέρας της κόρης μου, αστυνόμε!» Η Αρχόνσα μίλησε από πάνω του.

    «Δεν μπαίνουμε χωρίς τον Θέρεν». Το ίδιο και η Αμερία.

    «Για όλους τους το ίδιο ισχύει!» Ο δείκτης του άντρα κύκλωσε το πλήθος. «Ποσώς με ενδιαφέρει αν θα μπείτε. Αυτό που λέω θα γίνει».

    Ο Θέρεν πλησίασε με τρόπο. «Μπορώ να σε πληρώσω. Να σου δώσω ουσία. Σε παρακαλώ».

    «Είναι σαν να τη χαρίζεις στους Σεγιανούς. Η θατορία δεν μου χρησιμεύει σε κάτι τώρα». Ο Θέρεν αντιλήφθηκε στο μοιρολατρικό ύφος του μπασκίνα, πως εκείνος επρόκειτο να μείνει εκεί. «Δεν εξαγοράζονται όλοι όπως αυτό το τομάρι». Ο άντρας κοίταξε τον Δορίαλο και εκείνος επέστρεψε μια ενοχική ματιά. Ενοχική γιατί; Έκανε εξυπηρέτηση

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1