Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ίσως...
Ίσως...
Ίσως...
Ebook309 pages3 hours

Ίσως...

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Στη ζωή τίποτε δεν είναι δεδομένο, τίποτε δε διαρκεί για πάντα. Από την ώρα που ανοίγουμε τα μάτια μας, η κοινωνία με τους μηχανισμούς που διαθέτει μας προετοιμάζει να κατανοήσουμε το εφήμερο της ύπαρξής μας. Το φθαρτό, που τόσο εύκολα ξεχνάμε στο διάβα μας. Στην προσπάθεια να βρούμε την ευτυχία, μπερδεύουμε στόχους και σκοπούς. Αναζητούμε το ιδανικό και προσπερνάμε το απλό, το ταπεινό, που δίνει νόημα και ουσία στη ζωή. Ψάχνουμε στο αύριο την ευτυχία, κυνηγάμε το όνειρο που θα έρθει και προσπερνάμε τη στιγμή, αδιαφορούμε για το τώρα, για το μεγαλείο που ζούμε. Δίνουμε βαρύτητα στο θεαθήναι και ευτελίζουμε το ουσιαστικό. Μένουμε στην εικόνα. Συχνά την κάνουμε βασικό αγαθό της ζωής και αδιαφορούμε για το εσωτερικό μας. Η λύτρωση της ψυχής μας, δεδομένο σκηνικό θεατρικής παράστασης. Ξέρουμε το περιορισμένο του χρόνου μας σ’ αυτήν τη συμφωνία. Αλλά η αλαζονεία μας δε μας επιτρέπει να σκεφτούμε με καθάριο μυαλό και κυρίως με καθαρή ψυχή. Αναζητούμε το χρήμα, τη δόξα, την καταξίωση και προσπερνάμε αδιάφορα κάθε ταπεινό που βρίσκουμε μπροστά μας. Παλεύουμε να κατακτήσουμε την ύλη και αδιαφορούμε για την ενέργεια που έχουμε μέσα μας και που στην ουσία αυτή μας δίνει την πνοή μας. Είμαστε δημιουργήματα και όμως θέλουμε να λειτουργούμε ως δημιουργοί. Και έρχεται μια στιγμή και μόνο, να ανατρέψει όλα τα δεδομένα. Να φέρει τα πάνω κάτω στις ζωές των ανθρώπων. Στις ζωές μας.

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 28, 2023
ISBN9789606262388
Ίσως...

Related to Ίσως...

Related ebooks

Reviews for Ίσως...

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ίσως... - Βαγγέλης Λαδόπουλος

    isos_ebook.jpg

    τίτλος συγγράματος: Ίσως...

    συγγραφέας: Βαγγέλης Λαδόπουλος

    έκδοση ebook: Μάιος 2020

    isbn: 978-960-626-238-8

    ο σχεδιασμός του ebook έγινε απο το ατελιέ των Εκδόσεων iWrite.gr

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Βαγγέλης Λαδόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια σπούδασε Παιδαγωγικές Επιστήμες. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην εκπαίδευση στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και εργάστηκε είκοσι οχτώ έτη ως εκπαιδευτικός. Συνεργάστηκε με τη Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων (Γ.Γ.Ε.Ε.) διδάσκοντας σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.

    Έγραψε άρθρα, κυρίως εκπαιδευτικού περιεχομένου, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, και το 1989 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του (δοκίμιο) με τον τίτλο «Δημήτρια, ένας θεσμός μέσα στο χρόνο» (εκδ. Βάνιας). Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και τα «Μαθήματα βασικής Παιδείας Ενηλίκων» (Λειτουργικός Αλφαβητισμός) από τη Γ.Γ.Ε.Ε. Το 2016 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μια φορά κι έναν καιρό ελπίζαμε στο… όνειρο» (εκδ. Σταμούλη), το οποίο περιλαμβάνει διηγήματα. Το 2017 εκδόθηκε το βιβλίο του «Παράξενο ταξίδι η ζωή», νουβέλα (εκδ. Σταμούλη).

    Έχει δύο παιδιά, τον Δημήτρη-Αλέξανδρο και τη Δέσποινα-Ευαγγελία.

    Σε όλους εκείνους που επιτρέψαμε να μας πληγώσουν.

    Σ’ αυτούς που πληγώσαμε, έστω και άθελά μας…

    Πρόλογος

    Το ταξίδι της λύτρωσης ξεκίνησε εδώ και μήνες. Από τα άδυτα του νου ξεπήδησαν σκέψεις, λέξεις, αναμνήσεις, εικόνες, συναισθήματα, δραπέτες του ονείρου. Βαγόνια ενός συρμού. Μύθοι και αλήθειες ξημέρωσαν μέσα μου. Ανάσες ανθρώπων, μυρωδιές της φύσης γλέντησαν το είναι μου. Κομμάτια μιας ζωής που συνδέονται μεταξύ τους με νότες, πότε σφιχτά και πότε χαλαρά.

    Μια άπιαστη αύρα ψηλαφίζει τους ήρωες. Περιστατικά, γεγονότα, αληθινοί χαρακτήρες, πλοκή γεγονότων, φόβος, αναμνήσεις σφυρηλατούν το πορτρέτο απλών καθημερινών ανθρώπων. Κύματα χτυπούν τη ζωή τους, την αναποδογυρίζουν.

    Λέξεις που κρύβουν μαγεία, αθωότητα, που δημιουργούν εικόνες, που φωτογραφίζουν συναισθηματικές καταστάσεις, που απελευθερώνουν ψυχική ενέργεια, αποτελούν κομματάκια του καθρέπτη μας.

    Αδιέξοδες καταστάσεις, οι οποίες ζητούν λύσεις, για να γεφυρώσουν το όνειρο με τη φαντασία των ανθρώπων. Ίσως κάποιοι το καταφέρουν, άλλοι πάλι ίσως όχι. Η ζωή είναι ένα μονοπάτι ή ίσως υπάρχουν πολλά, και οι άνθρωποι καλούνται να διαλέξουν αυτό που τους ταιριάζει;

    1

    Ιούλιος του 199… Ξημερώματα Δευτέρας. Μια καινούργια μέρα γεννιέται και μαζί της τα όνειρα και οι ελπίδες των ανθρώπων. Η ομορφιά του τοπίου μοναδική. Καθηλώνει και τον πιο απαιτητικό άνθρωπο. Προσφέρει αυτά που μόνο η μητέρα φύση μπορεί να δώσει χωρίς δισταγμό, δίχως καμιά επιφύλαξη. Καθισμένη στο πεζούλι της αυλής του πατρικού της σπιτιού απολάμβανε τη στιγμή. Η σιωπή που επικρατούσε τη συγκεκριμένη ώρα την έκανε να θαυμάσει για άλλη μια φορά το μεγαλείο Του. Μια αίσθηση ηρεμίας, τρυφερότητας και γαλήνης διαπερνούσε το σώμα και την ψυχή της. Σ’ αυτό βοηθούσε ιδιαιτέρως η ώρα και ο τόπος. Ο ήλιος είχε κάνει τα πρώτα του βήματα και δειλά δειλά προσπαθούσε να κατακτήσει τον καθαρό ουρανό. Να πάρει τη θέση του στο στερέωμα και να ακολουθήσει την πορεία του. Να ζεστάνει τις καρδιές των ανθρώπων. Να δρασκελίσουν τη μέρα τους με αποφασιστικότητα. Να προσφέρει αισιοδοξία και χαμόγελα. Σου ζητά να τον προσέξεις, να τον παρατηρήσεις. Να του αφεθείς. Τα χρώματα εναλλάσσονται. Υποχωρούν τα σκούρα, τα σκοτεινά, και τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αποχρώσεις του μπλε. Υποχωρεί η απαισιοδοξία μαζί με τη νύχτα και η νέα μέρα σέρνει μαζί της το σεντόνι της ελπίδας. Η θάλασσα ήρεμη και γαληνεμένη. Οι αχτίνες του ήλιου πέφτουν στα νερά της και αυτά αρχίζουν να παίρνουν ένα ελαφρύ χρυσαφένιο πέπλο. Σε λίγη ώρα ουρανός και θάλασσα θα αντικατοπτρίζονται, θα αποτελούν ο ένας συνέχεια της άλλης με τρόπο μαγικό, σαν αυτό που με τόση δεξιοτεχνία δημιουργεί ο υπομονετικός και ταλαντούχος ζωγράφος. Η ησυχία που επικρατούσε τούτη την ώρα έδινε την ευκαιρία στη Χρυσαυγή να ηρεμήσει, να χαλαρώσει και να απολαύσει όλα αυτά που απλόχερα προσφέρει η φύση στον άνθρωπο. Στον κάθε άνθρωπο χωρίς διακρίσεις, χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς πώς και γιατί. Είναι η ώρα που μόνο οι μυημένοι της ζωής απολαμβάνουν. Όλοι αυτοί που ξέρουν να χαμογελούν, να χαίρονται με τα απλά αλλά τόσο μοναδικά πράγματα. Το θαύμα βρίσκει πάντα τρόπους να μπει, να τρυπώσει στη ζωή των ανθρώπων. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχουν ανοιχτή την πόρτα της ψυχής τους. Να αφεθούν και να απολαύσουν τη ζωή. Το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Και τούτη η ευλογημένη ώρα προσφέρεται. Δεν έχεις παρά να ανοίξεις την αγκαλιά της ψυχής σου και όλα τα άλλα βρίσκουν τον δρόμο τους, όπως το νερό αυλακώνει τη γη και δημιουργεί ποτάμια που τρέχουν αιώνες τώρα και προσφέρουν την πνοή τους στους ανθρώπους.

    Απολάμβανε τον καφέ της και ο νους της τριγύριζε. Ταξίδευε. Δραπέτευε από την καθημερινότητα και τα ζητούμενά της. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο. Η επιδερμίδα της έλαμπε. Στα χείλη της είχε καρφιτσωθεί ένα χαμόγελο ευχαρίστησης. Τα προβλήματα τα είχε αφήσει πίσω της στην πόλη που ζούσε τον χειμώνα, σαν τον ταξιδιώτη που μόλις φτάνει στον προορισμό του ταξιδιού του πετάει τις αποσκευές του σε ένα σημείο και ζητά πρώτα λίγες στιγμές χαλάρωσης και ξεκούρασης. Τα χρώματα ζεστά, φιλικά, γαλήνια προσφέρονταν για μια ονειροπόλα περιπλάνηση. Στο τώρα, στο χτες, στις αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων. Στους αθώους εφηβικούς έρωτες και στα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς. Στις ελπίδες που προσδοκούσε να έρθουν. Στα αγαπημένα της πρόσωπα. Σ’ αυτά που έζησε και σε όσα ακόμη της φύλαγε η μοίρα.

    Η μυρωδιά της θάλασσας ανακατευόταν μ’ αυτήν των λουλουδιών. Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου έφτασαν στην αμμουδιά και οι κόκκοι λαμπύριζαν. Το χρυσάφι όλου του κόσμου, στην ποδιά της. Οι κόκκοι της άμμου, ρουμπίνια, σμαράγδια, ζαφείρια μοναδικής αξίας. Σ’ αυτήν την αμμουδιά έπαιξε η Χρυσαυγή και τα αδέλφια της. Σ’ αυτήν τώρα μεγαλώνουν τα ανίψια της, ο Χρηστάκης και η Σοφούλα, παιδιά του αδελφού της του Θανάση και της Μαρίας. Αυτά τα λίγα, μα συγχρόνως τα τόσα πολλά που πρόσφερε η στιγμή, την έκαναν να αισθάνεται μια ζεστασιά στην ψυχή της. Έκανε μια χαριτωμένη γκριμάτσα, ανασήκωσε τους ώμους της και ευχαριστημένη έβγαλε από τα πνευμόνια της όλο τον αέρα που είχε. Έριξε μια αργή ματιά, σχεδόν κινηματογραφική, στο πλάνο της φύσης και μαγεύτηκε. Έκανε τον σταυρό της και ευχαρίστησε τον Θεό που την αξίωσε για άλλη μια φορά να βρεθεί στον τόπο της που τόσο αγαπούσε. Η αρμονία της φύσης την πολιόρκησε, την κατάκτησε. Η ομορφιά τη συγκινούσε πάντα. Το πρόσωπό της έλαμπε. Έμοιαζε και η ίδια ακόμη ομορφότερη. Το μυαλό της ταξίδευε. Ο θόρυβος της μεγαλούπολης, που ως χτες παραβίαζε ετσιθελικά τα αυτιά της, ήταν πια ανάμνηση μακρινή. Ένιωθε ευτυχισμένη. Και η ευτυχία αυτή είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Αισθανόταν τυχερή, ευλογημένη. Γύρισε στον τόπο της, στο νησί της, στο πατρικό της σπίτι, δίπλα στα αγαπημένα της πρόσωπα. Αισθανόταν μια θετική ενέργεια να την πλημμυρίζει. Μια αύρα να τη μεθάει γλυκά. Να της επιτρέπει να ονειρεύεται με μάτια ανοιχτά. Το πέπλο της αθωότητας την είχε καλύψει. Σταχτοπούτα στον κόσμο των ονείρων. Λίγες ώρες βρισκόταν στο νησί της και όλα με ένα μαγικό ραβδάκι είχαν αλλάξει. Κυρίως είχε αλλάξει η διάθεσή της, η ματιά της για τον κόσμο.

    Το προηγούμενο βράδυ είχε φτάσει στο νησί της με το απογευματινό καράβι. Τακτοποίησε τα πράγματά της στο σαλόνι του καραβιού, χαιρέτησε γνωστούς και χωριανούς που αντίκρισε. Μοίρασε χαμόγελα, έδωσε ευχές, ανταπέδωσε φιλοφρονήσεις. Κόσμος πολύς, άνθρωποι χαμογελαστοί, διψασμένοι για ξεκούραση, χορτασμένοι από δουλειά και σκοτούρες, μιλούσαν με τον διπλανό τους τρυφερά, χαμογελαστά. Βουητά, φωνές, ομιλίες, παιδιά να τρέχουν και να παίζουν στους διαδρόμους, να κλαίνε, να γκρινιάζουν, μανάδες να μιλούν δυνατά, άλλες να κάνουν νοήματα, συνέθεταν το ανθρώπινο μωσαϊκό. Μοναδικός, ανεπανάληπτος πίνακας ζωγραφικής μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Ικανός να μαγέψει και τον πιο απαιτητικό. Γέροντες με τις συντρόφους τους με ηλιοκαμένα τα πρόσωπά τους, νέοι με τους υπολογιστές τους ανοιγμένους στα πόδια τους να παρακολουθούν αμέτοχοι τα τεκταινόμενα. Χαμόγελα, κουβέντες στα τηλέφωνα, μάτια που έβγαζαν σπίθες. Νέες να κοιτάζονται στα καθρεφτάκια τους για να επιβεβαιώσουν την ομορφιά που τις χάρισε ο Θεός. Τα ζευγαράκια πιασμένα χέρι χέρι άφηναν βιαστικά τις αποσκευές τους και έβγαιναν στο κατάστρωμα για να ρουφήξουν το τοπίο. Την ένωση του ουρανού και της θάλασσας. Της γαλήνης και της ομορφιάς. Η γλυκιά αύρα που φύσαγε απαλά, μανδύας που έπαιρνε σκοτούρες, βάσανα. Φώτιζε τα πρόσωπα, γαλήνευε τις ψυχές των ανθρώπων. Ο έρωτας ξεχείλιζε στις καρδιές τους, περίσσευε, όπως τα κύματα της θάλασσας. Από τα μεγάφωνα του πλοίου ακούγονταν οι πρέπουσες οδηγίες και στη συνέχεια η φωνή του πλοιάρχου να εύχεται σε όλους «καλό ταξίδι».

    Κάθε φορά που η Χρυσαυγή ταξίδευε για το νησί της, ένιωθε μια λύτρωση να την πλημμυρίζει. Αφήνοντας τη στεριά, μόλις έμπαινε στο καράβι, την ψυχή της κατέκλυζε η ανεμελιά, η φρεσκάδα της ζωής. Ένας από μηχανής Θεός ελευθέρωνε ανεξήγητες δυνάμεις μέσα της και της έδινε τη δύναμη να αφήσει πίσω της όλα τα προβλήματα που την απασχολούσαν και να βλέπει τη ζωή της με μια αισιόδοξη ματιά, που είχε μόνο φωτεινά χρώματα. Ίσως λύτρωση, ίσως ανάγκη για ηρεμία, ίσως ηθελημένη προσπάθεια να μηδενίσει τον χρόνο, ίσως προσπάθεια του εγώ της να απεγκλωβιστεί από τις αγκυλώσεις του τώρα και του χθες, ίσως ευκαιρία να ονειρευτεί, να περιπλανηθεί στις αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων. Τόσα χρόνια, τόσα ταξίδια, τόσες σκέψεις, χωρίς όμως μια συγκεκριμένη απάντηση στα γιατί και τα πώς.

    Με την πρώτη ευκαιρία βγήκε έξω να τη χτυπήσει η θαλασσινή αύρα. Βγαίνοντας προς το κατάστρωμα παρατήρησε τα πονηρά βλέμματα των ανδρών να παρακολουθούν τα βήματά της. Να διαγράφουν με κρυφές ματιές το κορμί της. Δεν έδωσε καμιά απολύτως σημασία. Με αδιάφορο στυλ και το πανέμορφο σεμνό πρόσωπό της να κοιτά τα μικρά παιδιά που έπαιζαν, κατευθύνθηκε προς το κατάστρωμα. Με τα βήματα αυτά άφησε πίσω της τον φόβο, την κούραση της καθημερινότητας, τις έγνοιες και τις αγωνίες. Τις στεριανές σκοτούρες, το χθες, και θέλησε να ονειρευτεί το αύριο. Το σώμα της, αμέσως μόλις το άγγιξε το θαλασσινό αεράκι, έγινε ελαφρύ σαν πούπουλο. Το πρόσωπό της ήρεμο. Την περισσότερη ώρα του ταξιδιού της εξάλλου την πέρασε στο κατάστρωμα. Απολάμβανε τον καθαρό αέρα, τους γλάρους που ακολουθούσαν τη ρότα τους, το γαλάζιο του ουρανού που ενωνόταν με αυτό της θάλασσας. Η αντανάκλαση του ήλιου, που έδυε στα νερά της θάλασσας, ζέσταινε την καρδιά της. Περίμενε με αγωνία να δει τη νύχτα να διώχνει τη μέρα και, μόλις έκανε την εμφάνισή του στον ουρανό το πρώτο αστέρι, έκανε μια ευχή. «Σε έναν έρωτα που θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μου, που η εμφάνιση του θα συνοδεύει γλυκές ανατροπές» σιγομουρμούρισε κοιτάζοντας την απεραντοσύνη της φύσης. Στο μυαλό της οι αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών χρόνων διαδέχονταν η μία την άλλη. Από τα μάτια της κύλησε αργά ένα δάκρυ. Δάκρυ συγκίνησης και χαράς. Θύμησες, αναμνήσεις, νοσταλγία, εμπειρίες, εντάσεις, αγάπη για τους δικούς της, ερωτικά σκιρτήματα πέρασαν μπροστά από τα μαγεμένα μάτια της που παρακολουθούσαν τα αφρισμένα κύματα.

    Η θάλασσα λειτουργεί λυτρωτικά στους περισσότερους ανθρώπους. Και μόνο που την κοιτάζεις, απαλύνει τον πόνο σου. Σου παίρνει τη θλίψη. Σου προσφέρει δύναμη και θετική ενέργεια. Σε ηρεμεί. Η σχέση που αποκτά κάποιος μαζί της είναι άρρηκτη, όπως αυτήν που έχεις με τον πνευματικό σου. Αν αφεθείς στα χάδια της, δε θα σε πληγώσει ποτέ. Μπορείς να τη χαζεύεις ώρες ολόκληρες. Να ονειρευτείς, να ελπίσεις, να γευτείς τις μυρουδιές που αναδίδει. Να κλάψεις στην αγκαλιά της. Να ηρεμήσεις. Να μαγευτείς από τα χρώματά της. Να αυτοσυγκεντρωθείς. Να γεμίσεις την καρδιά σου με ποικίλα συναισθήματα. Να ονειροπολήσεις. Είναι παρέα, συντροφιά, φίλη πιστή και παντοτινή. Μαζί της ταξιδεύεις σε τόπους μακρινούς. Έχεις την ευκαιρία να γίνεις καπετάνιος του ονείρου. Να γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου. Να θυμηθείς παλιές στιγμές, αγάπες, λύπες. Να σταθείς στο τώρα. Να νοσταλγήσεις το χθες. Να σχεδιάσεις το αύριο. Να χαράξεις νέα πορεία. Να μοιραστείς μαζί της τις κρυφές σκέψεις σου, ξέροντας εκ των προτέρων ότι δε θα σε προδώσει. Η νηνεμία της μπορεί να σε οδηγήσει στα μονοπάτια της αυτογνωσίας. Μπορείς να γίνεις πουλί, να πετάξεις ψηλά και να αγναντέψεις τον κόσμο, ή ψάρι και να περιηγηθείς στα μυστικά που κρύβει μέσα της. Να αφεθείς στα κύματά της και να ταξιδέψεις σε μέρη μακρινά, άγνωστα. Να διαβάσεις με καθαρό μυαλό τα σημεία των καιρών. Ο ήχος των κυμάτων της δημιουργεί μελωδίες που φτάνουν στα αυτιά σου και σε παρασέρνουν. Σε νανουρίζουν. Όπως επίσης γνωρίζεις ότι, αν δε σέβεσαι τη δύναμη και το μεγαλείο που κρύβει, αργά ή γρήγορα θα το πληρώσεις.

    Καθώς το καράβι πλησίαζε στο νησί, οι σκέψεις της κόπηκαν απότομα. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκαν τόσο η χαρά όσο και η αγωνία. Θα έβλεπε τους δικούς της. Θα έπεφτε στην αγκαλιά τους. Στη σκέψη αυτή το πρόσωπό της έλαμψε. Γρήγορα η αγωνία παραχώρησε τη σκυτάλη στη χαρά. Το αεράκι που φύσηξε προς στιγμή την κινητοποίησε και σιγά σιγά απομακρύνθηκε από το κατάστρωμα. Δεν ήθελε να αποχωριστεί αυτήν τη συμπαντική ομορφιά. Την ομορφιά της φύσης. Τη γαλήνη της στιγμής. Να ταράξει έστω και άθελά της τον πίνακα ζωγραφικής που είχε δημιουργήσει ο γεννήτορας. Η ιδέα όμως ότι σε λίγη ώρα θα απολάμβανε την αγκαλιά της μάνας της νίκησε κάθε αντίστασή της.

    Και να τώρα που έχει την ευκαιρία να απολαμβάνει από το πεζούλι του πατρικού της τις ομορφιές της ζωής. Το μυαλό της έτρεξε στις αναμνήσεις. Θυμήθηκε τη γιαγιά της που την κρατούσε χρόνια πριν στην αγκαλιά της και της διηγούνταν παραμύθια με μάγισσες, γοργόνες και δελφίνια, με όμορφες κοπέλες και δυνατά ναυτόπουλα. Που χειριζόταν με επιδεξιότητα τον λόγο κι ας μην είχε πάει στο σχολείο. Που ήξερε να την κερδίζει με την αλήθεια και την καθαρότητα της καρδιάς της. Της μιλούσε για τη γνωριμία των γονιών της, για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής της. Για τα πηγάδια που πήγαιναν οι νιες εκείνα τα χρόνια να γεμίσουν τα σταμνιά τους με νερό και αντάλλασσαν κρυφές ματιές με τα παλικάρια του χωριού. Για τις ομορφιές της ζωής. Για την αγάπη και την καλοσύνη των ανθρώπων. Για τον θείο λόγο και τη χάρη Του. Που πάντα με όρεξη της έφτιαχνε γλυκές τηγανίτες και χαλβά. Που της πρόσφερε με απλοχεριά το χαμόγελο και το χάδι της. Που της έμαθε να αγαπά και να σέβεται φύση και ανθρώπους. Που της δίδαξε την ταπεινότητα στο θείο.

    Θυμήθηκε επίσης τις βόλτες που έκαναν οι δυο τους στην αμμουδιά και μάζευαν κοχύλια και λαμπερές πέτρες. Τη γιαγιά της να κάθεται στην ακροθαλασσιά, να σκεπάζει τα πόδια της με την καυτή άμμο και η Χρυσαυγή να τρέχει να κυνηγά τα κύματα και να βρέχει τα φουστάνια της. Να κρύβεται πίσω από τα βράχια και η γιαγιά της να την ψάχνει ανήσυχη και φοβισμένη. Οι θύμησες αυτές ζωντάνεψαν τόσο πολύ που τα αυτιά της Χρυσαυγής τα δόνησε ο ήχος της γλυκιάς φωνής της γιαγιάς της.

    Ο χρόνος της καθημερινότητάς της στη Θεσσαλονίκη κυλούσε ήσυχα, χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ανατροπές. Ασχολούνταν με πραγματική αφοσίωση με το σχολείο. Αγαπούσε τους μαθητές της, αναλάμβανε πρωτοβουλίες για δραστηριότητες της σχολικής ζωής, είχε φιλικές σχέσεις με τους συναδέλφους της, μοίραζε τον χρόνο της στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το διάβασμα. Όποτε της δινόταν η ευκαιρία επισκεπτόταν τους δικούς της στο νησί και κρατούσε ημερολόγιο για να «φυλακίζει» τις σκέψεις της και τα συναισθήματά της.

    Τούτη την ευλογημένη ώρα που απολάμβανε την ομορφιά της φύσης παρέα με τη σιωπηλή πορεία του ήλιου να ταξιδεύει στα απομακρυσμένα δρομάκια της σκέψης της, θέλησε να συμπληρώσει το ημερολόγιό της. Να δώσει σάρκα και οστά στις σκέψεις της. Να αποτυπώσει τα όνειρά της. Να χαράξει τη γραμμή ανάμεσα στο τώρα και το αύριο. Να κρατήσει τις αναμνήσεις της. Η εκτυφλωτική λιακάδα της καρδιάς της να ζευγαρωθεί με τον χρόνο.

    Σηκώθηκε, κατευθύνθηκε στο μικρό δωμάτιό της και πήρε στα χέρια της το ημερολόγιό της. Γεμάτη ζωντάνια και με απερίγραπτη χαρά επέστρεψε στην αγαπημένη της θέση για να καταγράψει τα συναισθήματά της. Ξεφύλλισε τις σελίδες του. Το βλέμμα της στάθηκε στις τελευταίες αράδες που είχε γράψει. Το πρόσωπό της έλαμψε. Καθώς το περιεργαζόταν, άρχισε να διαβάζει σιωπηλά τις σημειώσεις που είχε εμπιστευτεί στις σελίδες του. Η καρδιά της στη στιγμή φτερούγισε. Στα χείλη της αχνοφάνηκε ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που έδειχνε την εσωτερική της ηρεμία και γαλήνη. Πολλές φορές αναρωτήθηκε στο παρελθόν γιατί κρατάει αυτές τις σημειώσεις. Όσες φορές προσπάθησε να δώσει μια απάντηση δεν τα κατάφερε. Ίσως ήθελε να θυμάται. Ίσως πίστευε πως με τον τρόπο αυτό απαθανατίζει όπως ο φωτογραφικός φακός τη στιγμή. Καταγράφοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά της τα μοιράζεται με τον εαυτό της, για να μπορεί να τα ανακαλέσει όταν κάποτε θελήσει να αναζητήσει μνήμες, θύμησες, στιγμές. Όταν κάποτε επιθυμήσει να περιπλανηθεί στο χτες. Να αφουγκραστεί τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν, λειτουργούσε. Ατένιζε τη ζωή και τις προκλήσεις της.

    Φυλλομέτρησε στα γρήγορα τις σελίδες. Αμήχανα στάθηκε όμως στις τελευταίες σελίδες του ημερολογίου της και άρχισε σιωπηλά να διαβάζει. Όχι για κάποιο ιδιαίτερο λόγο, αλλά να, έτσι για να θυμηθεί τις τελευταίες αράδες τις οποίες είχε χαράξει στις λευκές σελίδες του. Να κοιτάξει λίγο πίσω στο πρόσφατο παρελθόν της και να δει τι ακριβώς την απασχολούσε. Ίσως τι τη βασάνιζε. Ίσως όμως και τι τη νανούρισε και τη συντρόφευσε στα όνειρά της. Ίσως…

    5 Φεβρουαρίου

    Πίνοντας τον πρωινό καφέ της και λίγο πριν ξεκινήσει για το σχολείο της, βρήκε την ευκαιρία να σημειώσει λίγες αράδες στο αγαπημένο της ημερολόγιο. Τίποτα το ιδιαίτερο. Τίποτε το σημαντικό. Απλές σκέψεις…

    Μέρα σκοτεινή. Βροχερή. Το γκρίζο κυριαρχεί παντού. Νομίζεις ότι κάλυψε τις καρδιές και το χαμόγελο των ανθρώπων. Η πρωινή βροχή δεν κατάφερε να ξεπλύνει τη θλίψη. Έχει υγρασία, μια μουντάδα. Ίσως αύριο κάτι να αλλάξει. Σίγουρα θα αλλάξει. Πρέπει να αλλάξει…

    10 Μαρτίου

    Αποβραδίς ασχολούμαι με την προετοιμασία της εκπαιδευτικής επίσκεψης που θα κάνουμε σε πέντε μέρες με τους μαθητές μου. Είναι Κυριακή απόγευμα και ακόμα δεν έχω τελειώσει. Πρέπει μέχρι αύριο να παραδώσω στα παιδιά τρία θέματα για να δημιουργήσουν ισάριθμες ομάδες, στις οποίες θα εργαστούν πριν την επίσκεψή μας στην περιοδική έκθεση που φιλοξενείται αυτήν την εποχή στο μουσείο. Ο χρόνος είναι περιορισμένος. Θα κάνω ένα διάλειμμα και μετά θα συνεχίσω. Οι υποχρεώσεις του σχολείου πολλές. Πρέπει να βρω και το ντοκιμαντέρ.

    28 Απριλίου

    Πόσο μου λείπει η Μαριάννα. Με την πρώτη ευκαιρία θα της τηλεφωνήσω, έχουμε να τα πούμε μια βδομάδα. Αυτές οι λίγες μέρες, που θα μοιραστούμε από τις διακοπές του Πάσχα που έρχεται, ελπίζω να είναι μέρες ξεγνοιασιάς. Έχω την εντύπωση –ή καλύτερα τη διαίσθηση– πως η στιβαρή προσωπικότητά της έχει τσαλακωθεί λίγο, τώρα που τα προβλήματα στον γάμο της ή μάλλον στο διαζύγιο τηςπολλαπλασιάστηκαν. Δε φοβάται το διαζύγιο ούτε την αντιμετώπιση της κοινωνίας και τα κλισέ που ακολουθούν τέτοιες διαδικασίες. Αυτού του είδους οι συμπεριφορές, οι αντιλήψεις και οι προκαταλήψεις την αφήνουν παντελώς αδιάφορη. Ούτε την απασχολεί η κατάληξη της σχέσης της με τον Γιώργο. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια συχνά τον αποκαλούσε «φύρα», αφού, όπως έλεγε, δεν πρόσφερε απολύτως τίποτε στην κοινή τους πορεία, στην καθημερινότητά τους. Ήταν συγκάτοικοι, οι οποίοι μοιράζονταν τα έξοδα του σπιτιού. Δύο ξένοι με παράλληλες ζωές. Δε μοιράζονταν ούτε συναισθήματα ούτε χρόνο. Μετά την αποβολή που είχε, εδώ και δύο χρόνια δηλαδή, το βλέμμα του έγινε σκοτεινό, η συμπεριφορά του απέναντι στη Μαριάννα επιθετική. Απών και αδιάφορος στα δρώμενα του σπιτιού. Βαρύθυμος, ανόρεχτος, άκεφος και απόμακρος κοινωνικά. Βυθισμένος στις σκέψεις του. Σου έδινε την εντύπωση πως ο γάμος τους είχε μετατραπεί γι’ αυτόν σε δεσμά, θηλιά, και πως ψάχνει τρόπους για να δραπετεύσει. Θύτης και θύμα ενός κοινωνικού δρώμενου το οποίο δεν τον εξέφραζε. Η κατήφεια είχε ριζώσει στο πρόσωπό του. Μονότονος, μονόχρωμος στις γκρι πινελιές του, έμοιαζε με μύδι κλεισμένο στο όστρακό του. Ξεριζωμένος από τον παλιό γελαστό, κεφάτο, κοινωνικό εαυτό του. Κανένας λόγος, καμιά παρότρυνση δεν τον ξεκόλλαγε από τον πεσιμισμό, ο οποίος είχε ριζώσει μέσα στην ψυχή του.

    Η συμπεριφορά του, οι κινήσεις του τον έκαναν να μοιάζει με τους ελεύθερους πολιορκημένους που περιγράφει τόσο εύστοχα ο εθνικός μας ποιητής. Φως και σκότος στο ίδιο βλέμμα. Σου έδινε την εντύπωση ότι η σκιά του βαραίνει το είναι του. Την κουβαλάει πάνω στην πλάτη του και δεν μπορεί να σηκώσει το βαρύ φορτίο της, σαν τον μυθικό Άτλαντα που σήκωνε στους ώμους του τον ουρανό. Αμίλητος, αδιάφορος, απελπισμένος και απρόσωπος. Και η Μαριάννα εκεί, δίπλα του, να του συμπαραστέκεται, να μην του

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1