Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Shoefiti: Αστική τέχνη ή κάτι άλλο;
Shoefiti: Αστική τέχνη ή κάτι άλλο;
Shoefiti: Αστική τέχνη ή κάτι άλλο;
Ebook220 pages2 hours

Shoefiti: Αστική τέχνη ή κάτι άλλο;

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Περιγραφή του βιβλίου

Η Ντιάνα, μια νέα κοπέλα που τα είχε όλα στη ζωή της, ξυπνάει σε σύγχυση μέσα σε μια κλινική ψυχικής υγείας και δεν αργεί να θυμηθεί την αιτία της εισαγωγής της. Θυμάται τις φίλες και την οικογένειά της, σκέφτεται τον Σαμουέλ και το πόσο άλλαξε η ζωή της μέσα σε ένα μήνα μόλις. Φεύγει ο ψυχίατρος που την είχε αναλάβει γιατί βρήκε καλύτερη δουλειά και λέγεται πως ο καινούριος γιατρός έχει περισσότερη ανθρωπιά. Εκείνη δεν τον έχει γνωρίσει ακόμη, αλλά έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στο να τον πείσει. Πρέπει να φύγει από εκεί κι αυτό πρέπει να γίνει πριν από την επόμενη πανσέληνο.

LanguageΕλληνικά
PublisherBadPress
Release dateDec 19, 2020
ISBN9781071580516
Shoefiti: Αστική τέχνη ή κάτι άλλο;
Author

Tania M. Crespo

(Madrid, 1982) Madrileña de nacimiento y breana de corazón. Estudiante de Grado de Lengua y Literatura españolas, escritora en prácticas y lectora compulsiva. Inconformista y reivindicadora nata. Cocinillas y madridista confesa.

Related to Shoefiti

Related ebooks

Reviews for Shoefiti

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Shoefiti - Tania M. Crespo

    SHOEFITI

    Αστική τέχνη ή κάτι άλλο;

    ΤΑΝΙΑ Μ. ΚΡΕΣΠΟ

    © 2018, Tania M. Crespo

    Στο Σέρχιο, που μπήκε στη ζωή μου για να την κάνει πιο εύκολη.

    Πραγματικότητα ή φαντασία

    Ξύπνησε σε σύγχυση. Ανοίγοντας τα μάτια, άργησε να θυμηθεί πού βρισκόταν. Παρατήρησε τη μακρινή οροφή που έμοιαζε να αγγίζει τον ουρανό. Ένα περίπλοκο δίκτυο σωληνώσεων και αεραγωγών κλιματισμού βρίσκονταν στη θέση των αστεριών. Οι στιβαροί τοίχοι που αποτελούσαν την πρόσοψη του κτιρίου υψώνονταν ξεπερνώντας τα τέσσερα μέτρα ύψος και φιλοξενούσαν στο πάνω μέρος τους μεγάλα παράθυρα που κατέληγαν στη σκεπή. Απρόσιτα βέβαια, και γι’ αυτό προκαλούσαν εμμονή σε κάποιους από τους τροφίμους, έκαναν όμως το μέρος λιγότερο θλιβερό. Εκτός του ότι ήταν η μόνη επαφή που είχαν με το φως του ήλιου.

    Μία χοντρή μεταλλική πόρτα χώριζε τον κρύο θάλαμο από τον κεντρικό διάδρομο. Η πόρτα είχε ένα ματάκι, απ’ όπου μόνο μπορούσες να δεις το έντονο και πανταχού παρόν γκρι χρώμα του τοίχου. Η όλη κατασκευή είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία επαφή, ούτε καν οπτική, μεταξύ των τροφίμων. Αν και στην κατάσταση που ήτανε δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί.

    Στο κέντρο του δωματίου, λες και έβλεπε μέσα από το δίκτυο των σωληνώσεων, μπορούσε να δει τον εαυτό της δεμένο στο κρεβάτι. Τρία και μόνο στοιχεία ακόμα συνέθεταν τη διακόσμηση του θαλάμου: ένας μικρός νιπτήρας και μια λεκάνη τουαλέτας, μεταλλικά, και μια πλαστική ταμπέλα που ήταν κρεμασμένη πίσω από την πόρτα.

    Πονούσε σε όλο της το σώμα. Οι ιμάντες από σκληρό δέρμα που κρατούσαν δεμένα τα άκρα της, κάλυπταν επίσης και τις πολλές πληγές και γρατζουνιές που είχαν γίνει στην προσπάθειά της να ελευθερωθεί. Αισθανόταν πόνο στο σώμα, αλλά πιο επώδυνες ακόμα ήταν οι ώρες που περνούσαν και έκαναν την απελπισία της να μεγαλώνει. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε γιατί βρίσκονταν εκεί, αλλά δεν θυμόταν πόσα φεγγάρια είχαν περάσει.

    Όπως κάθε πρωί, ήρθαν δύο νοσοκόμες με τη συνοδεία ενός φύλακα μέχρι την πόρτα του κελιού της, οπού αυτός έμεινε να φρουρεί ενώ εκείνες μπήκαν μέσα για να τη φροντίσουν. Της χαλάρωναν τους ιμάντες όσο χρειαζόταν για να κάνουν τη θεραπεία για τις πληγές της. Έμοιαζαν με ρομπότ, δεν μιλούσαν ποτέ, ούτε που την κοιτούσαν στα μάτια.

    Αντιλαμβάνονταν πως βρίσκονταν στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας και καταλάβαινε το πρωτόκολλο εργασίας που έπρεπε να ακολουθεί το προσωπικό σε σχέση με τις τροφίμους, αλλά και πάλι την άφηνε έκπληκτη πως κανένας εργαζόμενος σε εκείνο το μέρος δεν επέτρεπε κανενός είδους προσέγγιση. Ποτέ δεν χαλάρωναν, ούτε έδειχναν κάποιο ίχνος ανθρωπιάς ή περιέργειας.

    Μετά από λίγα λεπτά άλλη μια νοσοκόμα, υπό την επιτήρηση πάντα του φρουρού ασφαλείας, της έφερε το πρωινό και χαλάρωσε κάπως από τα δεσμά της. Φρυγανιές, ένα ποτήρι γάλα και ένα μικρό πλαστικό ποτήρι με τα φάρμακά της, πάντα το ίδιο.

    Παρά την παγωμένη συμπεριφορά τους, εδώ και τρεις ημέρες αισθάνονταν καλύτερα. Τις ίδιες τρεις ημέρες αφότου ο υπεύθυνος ως τώρα γι’ αυτήν ψυχίατρος, είχε αφήσει τη δουλειά του στο Κέντρο, για να δεχτεί μια δελεαστικότατη προσφορά εργασίας στην πιο περιζήτητη ψυχιατρική κλινική της πρωτεύουσας, και γι’ αυτό είχαν αναθέσει την περίπτωσή της σε άλλο γιατρό. Αισθάνονταν καλύτερα γιατί το πρώτο πράγμα που έκανε ο καινούριος ψυχίατρος ήταν να της μειώσει τη δόση των ηρεμιστικών. Ψιθυρίζονταν – αν μπορούσες να ονομάσεις ψιθύρους αυτά που ακούγονταν στο προαύλιο εκείνου του μέρους – πως στον καινούριο γιατρό άρεσε να μιλάει με τους ασθενείς του, αν και με εκείνη δεν είχε μιλήσει ακόμα. Άκουσε πως ήταν νέος και πρόσφατα είχε ορκιστεί γιατρός, φαντάστηκε πως ήταν η κλασική περίπτωση του νεοφερμένου που δεν είχε χάσει ακόμα την ευαισθησία του, και είχε την ελπίδα πως εκείνος ο νεαρός γιατρός θα ήταν το κλειδί για να φύγει από εκεί. Αυτό ήταν η μεγαλύτερη επιθυμία της.

    Αφού έβαλε τη στολή της τροφίμου του ιδρύματος – μια γκρι βαμβακερή φόρμα – ο αιώνιος φύλακας έκανε ένα νόημα που σήμαινε πως ήταν η ώρα του πρωινού περιπάτου. Πήγε προς την πόρτα γυρίζοντας την πλάτη της για να μπορέσει ο δεσμοφύλακάς της να της βάλει χειροπέδες και ποδοπέδες, μπορεί να φαίνονταν ταπεινωτικό, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν και ζουρλομανδύας. Τα δεσμά της ήταν όπως αυτά που έδειχναν οι ταινίες, μεταλλικά δαχτυλίδια για τα πόδια και τα χέρια που ενώνονταν με μια λεπτή αλυσίδα που έδενε στη μέση της και την κρατούσε από μία άκρη ο φρουρός. Ώρα να βγάλουμε το σκύλο βόλτα! Σκέφτηκε.

    Όλως παραδόξως, εκείνο το πρωί βγαίνοντας από το κτίριο υψίστης ασφαλείας, όπου βρίσκονταν τα κελιά, δεν κατευθύνθηκαν προς το γυμναστήριο του διπλανού κτιρίου όπου μέχρι τότε γίνονταν ο προαυλισμός της. Τα δύο κτίρια ενώνονταν με ένα διάδρομο από κρύσταλλο που υπήρχε στον πρώτο όροφο, αλλά ο φρουρός προς έκπληξή της, πήρε το δρόμο προς το πραγματικό προαύλιο που ήταν σε εξωτερικό χώρο. Ήταν μια αυλή όχι ιδιαίτερα μεγάλη, με πράσινο, περιτριγυρισμένη από ψηλούς τοίχους με συρματόπλεγμα στο πάνω μέρος τους. Μάλλον δεν ήταν και το πιο φιλόξενο μέρος στον κόσμο, αλλά στην Ντιάνα φάνηκε θαυμάσιο, αφού από τότε που μπήκε στο Κέντρο δεν είχε βγει ποτέ σε εξωτερικό χώρο.

    Χρειάστηκε αρκετά δευτερόλεπτα για να προσαρμοστούν τα μάτια της στο φως του  ήλιου, δυσκολευότανε να εστιάσει και όταν μπόρεσε να το κάνει έβλεπε μόνο άμορφα σχήματα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια μερικές φορές. Της φάνηκε πως είδε στην άλλη άκρη της αυλής δύο ξύλινα καθίσματα και πλησιάζοντάς τα, διέκρινε μια νέα γυναίκα που κάθονταν στο ένα. Φτάνοντας στις καρέκλες, η όρασή της είχε επανέρθει τελείως και είδε πως η νεαρή που είχε μια ζεστή ματιά, κρατούσε στα χέρια της ένα ντοσιέ κι ένα στυλό. Με κάποια αδεξιότητα, που οφείλονταν μάλλον σε απλή νευρικότητα, σηκώθηκε από την καρέκλα.

    –Με λένε Πάουλα – συστήθηκε χαμογελώντας. Κάθισε σε παρακαλώ.

    –Ντιάνα, χαίρω πολύ – απάντησε η τρόφιμος και κάθισε.

    –Εντάξει, μπορείτε να της βγάλετε τις χειροπέδες – είπε στον φύλακα, ο οποίος χωρίς να πει λέξη, την απελευθέρωσε από τα δεσμά.

    Η νεαρή γιατρός παρατηρούσε την τρόφιμο εξονυχιστικά και με ιδιαίτερη προσοχή, από το πρόσωπό της φαινότανε πως της είχε κάνει εντύπωση. Κάτω από την καθόλου κολακευτική φόρμα που φορούσε, διακρίνονταν πως η Ντιάνα είχε πλούσιο και σφιχτό στήθος, λεπτή μέση και έντονες καμπύλες στην περιφέρεια. Δεν ήταν πολύ ψηλή, αλλά φαινότανε χυμώδης παρά την έντονη αδυναμία της. Τα μαλλιά της ήταν καστανά και αρκετά μακριά, αφού και δεμένα αλογοουρά έφταναν ως τη μέση της πλάτης της. Το δέρμα της ήταν σκουρόχρωμο και βελούδινο, είχε μικρή και ανασηκωμένη μύτη και χείλη έντονα και σαρκώδη. Υπήρχε όμως κάτι στην εμφάνισή της που της φάνηκε πραγματικά ιδιαίτερο: η ματιά της. Τα μάτια της ήταν εντυπωσιακά, όχι τόσο γιατί ήταν μεγάλα και θύμιζαν ανατολή, όσο για το μελί χρώμα τους που έκανε τις κόρες να ξεχωρίζουν μέσα από την ίριδα σαν να ήταν δύο χρυσά κοσμήματα με δύο μαύρα ζαφείρια στο κέντρο τους.

    –Μπορείτε να μας αφήσετε μόνες – διέταξε πάλι η μικροκαμωμένη γιατρός. Ο φύλακας απομακρύνθηκε όσο του επιτρεπόταν, δέκα μέτρα δηλαδή. Στο μεταξύ η Ντιάνα έτριβε τους πονεμένους καρπούς της.

    –Σε πονάνε; – ρώτησε η γιατρός.

    –Αρκετά – απάντησε δειλά.

    –Μπορώ; – ρώτησε δείχνοντας τους επιδέσμους. Η Ντιάνα απάντησε με ένα καταφατικό νεύμα.

    Η γιατρός έβγαλε τους επιδέσμους με ντελικάτες κινήσεις και αν και το προσπάθησε δεν μπόρεσε να κρύψει τη φρίκη από το πρόσωπό της βλέποντας τις πληγές.

    –Χρειάζομαι μια νοσοκόμα με ένα φαρμακείο – είπε στον φύλακα με απαιτητικό ύφος και σηκώθηκε. Η Ντιάνα την παρατήρησε που έκοβε βόλτες νευρικά χωρίς να παίρνει τα μάτια της από την πόρτα. Δεν φαινόταν φοβισμένη λόγω της  απουσίας του φύλακα, έμοιαζε να ανησυχεί στ’ αλήθεια για τις πληγές της. Ο φρουρός γύρισε μαζί με μία νοσοκόμα με μια μεγάλη τσάντα πρώτων βοηθειών χρώματος πορτοκαλί. Η Πάουλα πλησίασε στην πόρτα, πήρε την τσάντα, χαμογέλασε στη νοσοκόμα και γύρισε μόνη της στην Ντιάνα.

    –Πρέπει να καταγράψω το θέμα με τις πληγές σου, έτσι θα είναι πιο εύκολο να σου βγάλουν τα δεσμά που τις προκαλούν – της εξήγησε ήρεμα.

    –Εντάξει – απάντησε η Ντιάνα. Η γιατρός έβγαλε το κινητό της και έβγαλε μερικές φωτογραφίες τις πληγές και μετά άρχισε να τις περιποιείται με έναν τρόπο που δεν είχε καμία σχέση με αυτά που έκαναν καθημερινά οι νοσοκόμες. Στο τέλος της έβαλε απαλά μια αντιβιοτική κρέμα.

    –Αυτό θα βοηθήσει στην επούλωση και θα αποφύγουμε τη μόλυνση – εξήγησε. Οι πληγές στους καρπούς και στους αστραγάλους της ήταν αρκετά βαθιές. Η γιατρός τελείωσε τη δουλειά της βάζοντας καινούριους επιδέσμους. Η Ντιάνα είχε εντυπωσιαστεί, η σύντομη παραμονή της σε εκείνο το μέρος την είχε κάνει να ξεχάσει πως οι άνθρωποι μπορεί να συμπεριφέρονται εγκάρδια.

    –Πώς είναι δυνατό; – αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα και με θυμό. Η Ντιάνα της απάντησε με τα μάτια μόνο. Το ότι δεν επουλώνονταν οι πληγές της δεν είχε να κάνει με τη θεραπεία που της έκαναν, αλλά ήταν που κάθε λεπτό που βρισκόταν μόνη στο κελί της προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τα δεσμά της.

    Δεν μπορούσε να σταματήσει να παρατηρεί εκείνη τη γυναίκα που ανέδιδε ζεστασιά. Η Πάουλα ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα, αδύνατη, κοκκινομάλλα και με καστανά μάτια. Το δέρμα της ήταν τόσο λευκό όσο και το χαμόγελό της, αλλά αυτό που την εντυπωσίασε περισσότερο ήταν μια μυρωδιά σαν μέλι που είχε, ήταν γλυκιά μέχρι και στην οσμή.

    –Πόσον καιρό τις έχεις τις πληγές; - ρώτησε βγάζοντάς την από τις σκέψεις της.

    –Δεν είμαι σίγουρη, νομίζω από τη δεύτερη μέρα που ήρθα εδώ – απάντησε με νόημα.

    –Είκοσι μία μέρες, δεν μπορώ να το πιστέψω – είπε η Πάουλα ψιθυρίζοντας πολύ χαμηλόφωνα, χωρίς να ακούγεται σχεδόν. Στο πρόσωπο της Ντιάνα ζωγραφίστηκε μια έκφραση αγωνίας, αφού αυτό σήμαινε πως της έμεναν μόνο πέντε μέρες για να το σκάσει, αρχίζοντας την αντίστροφη μέτρηση από σήμερα.

    –Είσαι καλά; - ρώτησε η ευγενική γιατρός.

    –Ναι, ευχαριστώ.

    –Καλά, πρέπει να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις, διάβασα το φάκελό σου, αλλά είναι γεμάτος με αντιφάσεις – τόνισε. Γνωρίζεις το όνομα και το επίθετό σου;

    –Ντιάνα Ερρέρο Κάστρο.

    –Την ημερομηνία της γέννησής σου;

    –28 Ιουλίου του 1987.

    –Έχεις γνώση του... Γιατί είσαι εδώ;

    –Ναι – είπε μεγαλόφωνα.

    –Μου το εξηγείς λίγο περισσότερο αυτό;

    –Τι θέλετε να σας πω; Την αλήθεια ή αυτό που θα σας άρεσε ν’ ακούσετε; – ρώτησε σαρκαστικά.

    –Και τα δύο.

    –Αυτό που θέλουν όλοι να πω, είναι πως είμαι τρελή, ότι έχω διαταραχές της προσωπικότητας και πως είμαι μια επικίνδυνη ψυχοπαθής και δολοφόνος.

    –Και η αλήθεια ποια είναι;

    –Εσείς είπατε πως διαβάσατε το φάκελο.

    –Ναι – διαβεβαίωσε η γιατρός.

    –Άρα γνωρίζετε την αλήθεια μου – είπε με σιγουριά η Ντιάνα.

    –Την αλήθεια σου; – τη ρώτησε με ένα φωτεινό βλέμμα, σα να είχε πετύχει την ουσία του θέματος. Η Ντιάνα χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε. –Σου έκανα μια ερώτηση – επέμενε η γιατρός.

    –Κι εγώ αποφάσισα να μην απαντήσω, δε θέλω η απάντησή μου να με κάνει να μείνω για μέρες κλεισμένη μέσα στο δωμάτιο χωρίς να μπορώ να βγω – είπε με ειλικρίνεια.

    –Γιατί νομίζεις πως ανάλογα με την απάντησή σου θα αποφασίσω αν θα σε κλείσω στο κελί ή όχι;

    –Γιατί αυτό έκανε εκείνος.

    –Ποιος; – ρώτησε με δυσπιστία.

    –Ο άλλος γιατρός.

    –Καλά – είπε κουνώντας το κεφάλι δεξιά αριστερά ως κίνηση αποδοκιμασίας για τον τρόπο που ενεργούσε ο προκάτοχός της. –Δεν θα σου κάνω ερωτήσεις που νομίζεις πως σε δεσμεύουν. Είναι αλήθεια πως έχω διαβάσει τις αναφορές, αλλά θα ήθελα να μάθω την ιστορία από σένα.

    Η Ντιάνα ανέπνευσε βαθιά, αυτά τα είχε πει και άλλες φορές αλλά κανείς δεν την είχε πιστέψει, κάτι όμως της έλεγε πως αυτή η μικροκαμωμένη γυναίκα θα μπορούσε να τα αλλάξει όλα, ίσως αν της έλεγε τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως τα έζησε.

    –Όλα άρχισαν στα γενέθλιά μου, το Σάββατο 28 Ιουλίου – άρχισε. Ο ήλιος εκείνη τη μέρα ήταν τόσο δυνατός που σε τύφλωνε, τα μετεωρολογικά δελτία έλεγαν πως περιμέναμε ιστορικά ρεκόρ στις θερμοκρασίες. Όλη η χώρα βρισκόταν σε πορτοκαλί ή σε κόκκινο συναγερμό. Και όλο το καλοκαίρι έκανε πολύ περισσότερη ζέστη από άλλες χρονιές. Η Μαδρίτη έβραζε, και όπως ξέρετε κάτι τέτοιες μέρες οι κάτοικοι της Μαδρίτης θέλουμε να το σκάσουμε από την πρωτεύουσα λες και η άσφαλτος θα γίνει λάβα και θα σαρώσει ό,τι βρει στο δρόμο της.  Πραγματικά έτσι μοιάζει μερικές φορές. Ο κάθε κάτοικος της Μαδρίτης που έχει βγει στο δρόμο με σαγιονάρες, περπατώντας στην πόλη θα έχει προσέξει πώς κολλάνε οι σόλες του στο δρόμο δίνοντας την αίσθηση πως θα λιώσουν εκεί πέρα. Γι’ αυτό και δεν μας νοιάζει αν ο προορισμός είναι η θάλασσα, το βουνό ή το χωριό. Δεν ενδιαφέρει αν πάμε σε ξενοδοχεία, σε πανσιόν, σε κάμπινγκ, στο εξοχικό ή σε σπίτι συγγενή ή φίλου που κάποια μέρα αποφάσισε να φύγει από την πόλη – η Πάουλα χαμογέλασε ελαφρά και την ενθάρρυνε να συνεχίσει. –Οι γονείς μου θα έφευγαν αρκετά νωρίς για να επισκεφτούν ένα φιλικό τους ζευγάρι, που πριν πέντε χρόνια είχαν αποφασίσει πως η Μαδρίτη δεν τους έκανε πια. Τώρα ζουν στην Cartaya, στην επαρχία Huelva. Δυσκολεύτηκα να πείσω τη μητέρα μου, της είπα πως δεν είχε σημασία η ημερομηνία, πως δεν θα πείραζε αν για μια φορά δεν καθόμασταν να φάμε οι τρεις μας, ακόμα κι αν ήταν παράδοση και έτσι κάναμε πάντα εδώ και είκοσι δύο χρόνια. Τα κατάφερα με το επιχείρημα πως τα εικοστά τρίτα γενέθλιά μου θα ήταν μόνο αυτό, ένας χρόνος ακόμα, και πως θα είχαμε το υπόλοιπο της ζωής μας για να συνεχίσουμε την παράδοση. Εξάλλου αυτοί δεν θα μπορούσαν να βρουν άλλες δύο εβδομάδες μέσα στο καλοκαίρι για να περάσουν μαζί με τους φίλους τους, χωρίς τα παιδιά τους για να

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1