Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η Χαμένη Κληρονομιά
Η Χαμένη Κληρονομιά
Η Χαμένη Κληρονομιά
Ebook427 pages3 hours

Η Χαμένη Κληρονομιά

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ένα δυνατό θρίλερ περιπέτειας, μυστηρίου και αγωνίας που λαμβάνει χώρα το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας εξέχων αρχαιολόγος εξαφανίζεται, κάτω από παράξενες συνθήκες, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ τα στρατεύματα μάχονται ασταμάτητα στο μέτωπο, σε δυνατές μάχες με φθορά και στα δύο στρατόπεδα. Όταν τελειώνει ο πόλεμος, ένας οξυδερκής ρεπόρτερ, παρακινούμενος από την περίεργη εξαφάνιση του αρχαιολόγου, θα αναλάβει μία περίπλοκη έρευνα. Θα περάσει από διάφορες ηπείρους σε μία ταχύτατη αναζήτηση μέχρι που καταφέρνει να ξεκλειδώσει ένα επεισόδιο στην ιστορία της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Γίνε μέρος ενός ταχύτατου θρίλερ όπου θα μπορέσεις να ανακαλύψεις μερικά από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα τη χρυσή εποχή της αρ

LanguageΕλληνικά
PublisherBadPress
Release dateSep 22, 2020
ISBN9781071567036
Η Χαμένη Κληρονομιά

Related to Η Χαμένη Κληρονομιά

Related ebooks

Related categories

Reviews for Η Χαμένη Κληρονομιά

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η Χαμένη Κληρονομιά - Robert Blake

    Η Χαμένη

    Κληρονομιά

    Ρόμπερτ Μπλέικ

    Τίτλος: Η Χαμένη Κληρονομιά

    © 2020 Robert Blake

    Μετάφραση: Konstantinos Mouratis

    © Ολα τα δικαιώματα διατηρούνται

    Δεν επιτρέπεται η ολική ή μερική αναπαραγωγή αυτού του έργου, ούτε η ενσωμάτωσή του σε σύστημα υπολογιστή ούτε η μετάδοσή του σε οποιαδήποτε μορφή ή με οποιοδήποτε μέσο, ​​είτε ηλεκτρονικό, μηχανικό, με φωτοτυπία, εγγραφή ή άλλες μεθόδους, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση και γραπτώς του συγγραφέα.

    Η παραβίαση των προαναφερθέντων δικαιωμάτων μπορεί να συνιστά έγκλημα κατά της πνευματικής ιδιοκτησίας (άρθρο 270 και μετά του ποινικού κώδικα).

    Πρόλογος

    Θεσσαλονίκη, 1912

    - Περιμένουμε πάνω από μισή ώρα μέσα σε αυτήν την αφόρητη ζέστη – γρύλισε ο διευθυντής του μουσείου, ενώ κρατούσε το ρολόι τσέπης στο εσωτερικό του γιλέκου του – Πότε θα φτάσει ο βαρκάρης;

    Δεν σταματούσε να βαδίζει πάνω κάτω, ενώ η ομίχλη του πρωινού περιόριζε την ορατότητα στα λίγα εκατοστά. Μονάχα το πλατσούρισμα κάποιου πτηνού διέκοπτε τη βαθιά σιωπή.

    - Δεν πιστεύω ότι θα αργήσει πολύ – του απάντησα ενώ ξεφύλλιζα για άλλη μια φορά την αρχαία περγαμηνή.

    - Πιστεύεις πως θα εντοπίσουμε το ακριβές σημείο μέσα σε αυτήν την ομίχλη; - πρόσθεσε ο γέρος.

    Ο Γιώργος φάνηκε να δαγκώνει τα χείλη του. Είχε κουραστεί να ακούει τα παράπονα του γέρου.

    - Μόλις εμφανιστούν οι πρώτες ηλιαχτίδες η ομίχλη θα αρχίσει να εξαφανίζεται και η λίμνη θα φανεί.

    - Είσαι σίγουρος;

    - Έχω κάνει πολλές φορές αυτή τη διαδρομή – απάντησε αποφασιστικά.

    Ο διευθυντής τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Απεχθάνονταν τους υπερόπτες.

    - Ελπίζω να έχεις δίκιο – είπα κοιτάζοντας τον στα μάτια - Πρέπει να είναι καθαρή και διαυγής η μέρα για να μπορεί να ερμηνευτεί ο χάρτης.

    - Αρκεί να μην είναι πρόχειρο αντίγραφο που το έκανε κάποιος χειρόγραφα πριν από αιώνες – πρόσθεσε ο διευθυντής χαμογελώντας ελαφρώς.

    - Σε μία τέτοια περίπτωση, το ταξίδι μας στη Θεσσαλονίκη θα έχει γίνει χωρίς λόγο - απάντησα ειρωνικά -. Ποτέ δεν ξεκινάω μία έρευνα αν δεν έχω αρκετές αποδείξεις. Αυτή η περγαμηνή είναι του 4ου αιώνα.

    - Το ξέρω, φίλε μου. Αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να βγω από την βιβλιοθήκη μου. Αλλά ακόμη και έτσι, άφησε με να έχω τις αμφιβολίες μου – ψιθύρισε με ήρεμη φωνή.

    Εκείνη τη στιγμή φάνηκε η σιλουέτα του βαρκάρη, μέσα από την ομίχλη, δίχως να τον αντιληφθούμε. Χαιρέτησε το Γιώργο και με μία κίνηση του χεριού του μας έδειξε ότι μπορούσαμε να ανέβουμε στη βάρκα.

    - Νόμιζαν πως δεν θα ερχόσουν – τον μάλωσε ο Γιώργος - Οι φίλοι μου είχαν αρχίσει να ανησυχούν.

    Ο βαρκάρης τον κοίταξε έντονα. Ήταν φανερό ότι δεν του άρεσε να του δίνουν εντολές.

    - Ακόμη κι εγώ δυσκολεύομαι να οδηγήσω μέσα σε τέτοια ομίχλη – του απάντησε.

    Ο Γιώργος τον κοίταξε σαστισμένος.

    - Πάμε – πρόσθεσε αποφασιστικά -. Θα χρειαστούμε τον διπλάσιο χρόνο για να φτάσουμε κάτω από αυτές τις συνθήκες.

    Ο βαρκάρης, με το ένα γόνατο του να στηρίζεται πάνω στο ξύλινο τοίχωμα, άρχισε να τραβάει κουπί, ενώ εμείς παραμέναμε καθισμένοι απέναντι του, προσπαθώντας να διακρίνουμε οτιδήποτε εκείνο το ζεστό πρωινό που το νερό έμοιαζε με λάδι και μονάχα ο ήχος των πουλιών έσπαγε την απόλυτη σιωπή της αυγής.

    Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου εμφανίστηκαν μέσα από τα νέφη διαλύοντας την ομίχλη και επιτρέποντας μας να διακρίνουμε ένα λαμπερό πρωινό μέσα στην υγρασία.

    Η σπηλιά όπου κατευθυνόμασταν, η οποία από μακριά έμοιαζε με απλή τρύπα, άρχιζε επίσης να γίνεται ορατή, καθώς πλησιάζαμε.

    - Η στάθμη του νερού δεν έχει κατέβει αρκετά! - φώναξε ο Γιώργος δείχνοντας με το χέρι του – Το νερό φτάνει μέχρι τη μέση της σπηλιάς!

    Μονάχα το άνω τμήμα της ήταν στεγνό. Το νερό κάλυπτε τα τρία τέταρτα της σπηλιάς.

    - Η περγαμηνή αναφέρει πως αυτός είναι ο μοναδικός μήνας του έτους που το επίπεδο του νερού επιτρέπει την ορατότητα της σπηλιάς – του απάντησα.

    - Τον προηγούμενο μήνα έβρεξε πολύ. Για αυτόν το λόγο η στάθμη του νερού είναι υψηλότερη από το συνηθισμένο.

    -  Και τώρα τι κάνουμε; - ρώτησε γκρινιάζοντας ο διευθυντής.

    - Πρέπει να κολυμπήσουμε, φίλε μου – ανακοίνωσε με ένα περιπαιχτικό χαμόγελο ο Γιώργος. Έμοιαζε να απολαμβάνει την κατάσταση.

    Ο βαρκάρης μας άφησε στην είσοδο της οπής και χρειαζόταν να πέσουμε στο νερό και να κολυμπήσουμε για λίγα μέτρα μέσα στην σπηλιά μέχρι να φτάσουμε σε μία βραχώδη προεξοχή στο βάθος.

    - Έχετε πληρώσει τον βαρκάρη; - ρώτησε ο Έλληνας όταν φτάσαμε στην όχθη.

    - Δεν προλάβαμε. Πέσαμε βιαστικά στο νερό.

    Ο Γιώργος έκανε μία κίνηση αποδοκιμασίας με το κεφάλι του.

    - Θα πληρώσουμε στην επιστροφή – απάντησα.

    - Ήθελε τώρα την πληρωμή. Ποιος σε διαβεβαιώνει ότι θα επιστρέψουμε; - πρόσθεσε ενοχλημένος και άρχισε να βαδίζει προς ένα μικρό τούνελ που βρίσκονταν στα αριστερά του.

    - Γιατί θυμώνει; - με ρώτησε ψιθυριστά ο καθηγητής λίγο πιο κάτω, όταν ο Έλληνας είχε απομακρυνθεί λιγάκι.

    - Φέρνει κακοτυχία να μην πληρώνει κάποιος το εισιτήριο – απάντησα στρέφοντας το κεφάλι μου –

    Οι Έλληνες πιστεύουν πολύ στις προλήψεις.

    Ο Γιώργος μας οδήγησε μέσα σε ένα στενό πέρασμα που σαν φίδι έστριβε αριστερά και δεξιά ενώ κατεβαίναμε και η ζέστη γίνονταν πιο ασφυκτική. Φτάσαμε σε ένα σταυροδρόμι όπου δύο τούνελ μας έκοβαν το δρόμο και από ένα μικρό άνοιγμα συνεχίζονταν η κάθοδος.

    - Σας έφερα μέχρι το σημείο που γνωρίζω – είπε χαμηλόφωνα ο Γιώργος – Τώρα είναι η σειρά σας.

    Με προσοχή αναλύσαμε εκείνο το σταυροδρόμι. Κάποια στιγμή, ο καθηγητής αναγνώρισε σε ένα από το τούνελ μία φράση χαραγμένη χαμηλά στον βράχο. Τότε στράφηκε προς το μέρος μας με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπο του.

    - Αυτό είναι το σημάδι που ψάχνουμε – είπε – Δεν έχω καμία αμφιβολία.

    Συνεχίσαμε μέσα από ένα στενό πέρασμα φωτίζοντας το με τις λάμπες κηροζίνης ενώ ακούγαμε το φτερούγισμα των νυχτερίδων πίσω μας, μέχρι που το μονοπάτι διακόπηκε απότομα. Αφού φωτίσαμε ολόγυρα, μπορέσαμε να δούμε ότι στα αριστερά μας υπήρχε ένα στενό άνοιγμα από το οποίο μετά βίας χωρούσε ένα άτομο.

    - Η μυστική είσοδος – δήλωσε ο καθηγητής.

    Ο Γιώργος έσκυψε το κεφάλι του και χώθηκε στο πέρασμα, ενώ εμείς τον ακολουθήσαμε.

    Το τούνελ εκτείνονταν ευθεία ενώ εμείς βαδίζαμε σκυφτοί για να μην χτυπήσουμε τα κεφάλια μας στην οροφή. Τα πόδια μας είχαν αρχίσει να πρήζονται, μέχρι που φτάσαμε όρθιοι μπροστά σε μία απότομη, στριφτή σκάλα που κατεβήκαμε με μεγάλη προφύλαξη.

    Όταν φτάσαμε κάτω, ο καθηγητής είχε λαχανιάσει.

    - Αισθάνεστε καλά;

    - Ναι. Μην ανησυχείς για εμένα. Είμαι συνέχεια χωμένος στα βιβλία μου και δεν είμαι συνηθισμένος στην φυσική προσπάθεια, αλλά δεν πρόκειται να εγκαταλείψω.

    Ο Γιώργος χαμογέλασε επιτέλους, βλέποντας το περιπετειώδες πνεύμα του σκυφτού καθηγητή.

    - Πιστεύω πως έχουμε φτάσει στο τέλος του προορισμού μας – δήλωσε ο Έλληνας ενώ έδειχνε μπροστά.

    Μπροστά μας βρίσκονταν μία σκούρα, υπόγεια λίμνη που εμπόδιζε τη διαδρομή μας. Πλησιάζοντας στην όχθη της μπορούσαμε να διακρίνουμε στο βάθος της σπηλιάς έναν μικρό βωμό που δεν φαίνονταν από εκεί που στεκόμασταν.

    - Υπάρχουν δύο επιλογές μονάχα – είπα φωναχτά κοιτάζοντας τους συντρόφους μου. - Να διασχίσουμε τη λίμνη ή να επιστρέψουμε και να διαλέξουμε διαφορετικό τούνελ.

    - Κάτι δεν μου αρέσει σε αυτό το σπήλαιο – απάντησε ο καθηγητής – Υπάρχει υπερβολική ησυχία.

    Αρχίσαμε να εξετάζουμε την όχθη, το χωμάτινο κομμάτι ήταν πολύ μικρό, ενώ υπερφαλαγγίζονταν από έναν βράχο ύψους δέκα μέτρων που διέσχιζε τη λίμνη από αριστερά προς τα δεξιά.

    - Η απέναντι όχθη δεν φαίνεται να είναι τόσο μακριά – είπε με βεβαιότητα ο Γιώργος - Είμαι καλός στην κολύμβηση. Πιστεύω πως μπορώ να τη διασχίσω εύκολα.

    - Δεν υπάρχουν σημάδια ανθρώπινης παρουσίας σε αυτήν την σπηλιά. Μοιάζει σαν να μην έχει πατήσει άνθρωπος για εκατοντάδες χρόνια – πρόσθεσε ο καθηγητής.

    Τον κοιτάξαμε και οι δύο έντονα στα μάτια, σαν να είχαμε ‘διαβάσει’ τη σκέψη του. Ο Έλληνας άρχισε να βγάζει τα ρούχα του για να μπει στο νερό.

    - Είσαι βέβαιος πως θα κολυμπήσεις μέχρι εκεί; ο τον ρώτησα.

    Εκείνος χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά.

    Βούτηξε στο νερό και άρχισε να κολυμπάει ενώ έδειχνε να τρέμει και ατμός έβγαινε από το στόμα του. Μετά από λίγο ακούσαμε ένα πλατσούρισμα στο νερό ενώ ένα κυματάκι σχηματίστηκε πολύ κοντά του.

    - Κοίτα εκεί – είπε ο καθηγητής.

    - Κολύμπησε προς την όχθη όσο πιο γρήγορα μπορείς! - του φώναξα αμέσως – Υπάρχει κάτι μέσα στο νερό!

    Ο Γιώργος κοίταξε στα αριστερά του και διαπίστωσε πως τον πλησίαζε με μεγάλη ταχύτητα.

    - Ρίξε το φως προς τα εκεί, καθηγητά! - είπα ενώ από το σακίδιο μου έβγαζα το ρεβόλβερ και άρχισα να πυροβολώ προς εκείνο το σημείο.

    Ο ήχος του πυροβολισμού φόβισε το πλάσμα της λίμνης και ο Γιώργος κατάφερε να φτάσει σώος και αβλαβής στην όχθη.

    - Πλέον γνωρίζουμε γιατί κανένας δεν έχει διασχίσει τη λίμνη εδώ και χρόνια – είπε ο Έλληνας ενώ προσπαθούσε να στεγνώσει και να ντυθεί.

    - Τώρα τι κάνουμε; - ρώτησε ο καθηγητής.

    - Δεν έχω ιδέα – απάντησα κοιτάζοντας εκείνη τη δυσοίωνη σπηλιά για άλλη μια φορά.

    Για λίγη ώρα εξερευνήσαμε κάθε σημείο προσπαθώντας να βρούμε κάποια λύση. Για μία στιγμή σκεφτήκαμε πως καλύτερα θα ήταν να γυρίσουμε πίσω και να επιστρέψουμε κάποια άλλη μέρα με την κατάλληλη ομάδα, αλλά βρισκόμασταν μακριά από το πιο κοντινό χωριό και η είσοδος  στην σπηλιά θα καλύπτονταν από το νερό πάλι σε καμιά δυο μέρες. Θα χρειάζονταν να περιμένουμε ένα χρόνο για να προσπαθήσουμε πάλι.

    Εξαντλημένοι, καθίσαμε πάνω σε βραχάκια δίπλα στο νερό. Παρά το σκοτάδι, οι πυρσοί που είχαμε τοποθετήσει στην όχθη αντικατοπτρίζονταν στο νερό της λίμνης διαγράφοντας έναν έναστρο ουρανό πάνω στον θόλο της σπηλιάς.

    Εκείνο το θέαμα με έκανε να θυμηθώ όταν πριν από πολλά χρόνια ξυπνούσα πριν το ξημέρωμα για να απολαύσω τις ψηλές κορυφές των Άλπεων κατά τη διάρκεια των διακοπών μου στην Ελβετία.

    - Πόσο σκοινί έχεις φέρει; - ρώτησα το Γιώργο ενώ πετάχτηκα σαν ελατήριο.

    - Όσο μου ζήτησες, αρκετά μέτρα.

    - Βλέπετε τον τοίχο που διασχίζει τη σπηλιά από τα αριστερά προς τα δεξιά; - είπα δείχνοντας προς τα εκεί – Αρχίζει σε αυτήν την όχθη και καταλήγει στο μικρό βράχο. Αν καταφέρω να τον διασχίσω, δεν θα βραχώ καθόλου.

    - Τρελάθηκες; - με αποπήρε ο καθηγητής σαν να έκανε μάθημα στην τάξη του στην Οξφόρδη.

    - Μπορώ να διασχίσω αυτό το τοιχίο από τη μία άκρη στην άλλη. Κοιτάξτε – είπα δείχνοντας - : η υγρασία έχει δημιουργήσει κοιλώματα πάνω στο βράχο. Μπορεί κάποιος να αναρριχηθεί χωρίς δυσκολία. Αρκεί να διαθέτω το απαιτούμενο σκοινί.

    - Είναι αρκετά επικίνδυνο – σχολίασε ο Γιώργος. Πρώτη φορά έβλεπα τον φόβο μέσα στα μάτια του.

    - Δεν έχω φτάσει μέχρι εδώ για να γυρίσω πίσω ενώ είμαστε έτοιμοι να αντικρίσουμε τη μεγαλύτερη ανακάλυψη στην ιστορία – απάντησα θυμωμένα.

    Χαμήλωσαν τα βλέμματα τους και δεν είπαν τίποτα.

    Προετοιμαστήκαμε καταλλήλως και, αφού το σκέφτηκα για τελευταία φορά, άρχισα την ανάβαση. Το πρώτο τμήμα ήταν εύκολο καθώς δεν ήταν μεγάλο το ύψος, ίσως γύρω στα έξι μέτρα πάνω από το επίπεδο της λίμνης, αρκετό ώστε τίποτα να μην μπορεί να μου επιτεθεί μέσα από το νερό.

    Προχωρούσα τοποθετώντας καρφιά πάνω στο βράχο, έδενα σε αυτά την τριχιά και την περνούσα από τη ζώνη μου για να αποφύγω τυχόν πτώση. Με αυτόν τον τρόπο προχωρούσα πάνω στο τοιχίο προς την αντίπερα όχθη, με προσεχτικές κινήσεις, εκμεταλλευόμενος τις φυσικές τρύπες που η υγρασία είχε δημιουργήσει μέσα στο πέρασμα του χρόνου.

    Όταν έφτασα στο μέσον, άρχισα να νιώθω κούραση. Κοίταξα προς τα κάτω και μου φάνηκε πως το νερό στο κέντρο της λίμνης βρίσκονταν σε κίνηση.

    Μετά από μισή ώρα ένιωθα εξαντλημένος αν και η μικρή απόσταση από το βραχάκι μου έδινε δυνάμεις για να συνεχίσω. Η πιο δύσκολη στιγμή ήρθε σε λιγάκι, όταν η τριχιά κόπηκε, όταν ήμουν λίγα μέτρα μακριά από την αντίπερα όχθη και μπορούσα πλέον να διακρίνω καθαρά το λείψανο.

    - Τι συμβαίνει, φίλε μου; - φώναξε ο Γιώργος όταν είδε ότι είχα σταματήσει.

    - Η τριχιά τελείωσε! - απάντησα στρίβοντας το κεφάλι μου προς εκείνον.

    - Έπρεπε να είχες πληρώσει το βαρκάρη – γρύλισε θυμωμένα - Θα προσπαθήσεις και πάλι του χρόνου.

    Έκανα πως δεν τον άκουσα και άφησα το υπόλοιπο της τριχιάς να πέσει στο νερό. Απελευθερώθηκα αργά από το σκοινί μέχρι που το σώμα μου βυθίστηκε στο κρύο νερό που έφτανε μέχρι το λαιμό μου. Δεν υπήρχε πλέον γυρισμός. Άρχισα να κολυμπάω προς την όχθη με όλες τις δυνάμεις μου.

    Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη αλλά έφτασα εξουθενωμένος εξαιτίας της ανάβασης. Μόλις πάτησα στην όχθη, στράφηκα προς το νερό καθώς άκουσα έναν θόρυβο πίσω από την πλάτη μου. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, έβγαλα το ρεβόλβερ μου και πυροβόλησα χωρίς να δω πού στόχευα. Μονάχα κάποια κύματα διέκρινα που απομακρύνονταν από εμένα.

    Αφού ηρέμησα, έφτασα στο μικρό βωμό που βρίσκονταν πάνω σε ένα βράχο και αποτελούνταν από μία επιτύμβια στήλη στο μέσο ενός θαλαμίσκου, ενώ πάνω της ήταν χαραγμένα τα λόγια θρήνων.

    Κάτω από αυτούς υπήρχε ένας τύμβος με χαραγμένες λέξεις που μετά βίας μπορούσαν να διαβαστούν, διαβρωμένες από την υγρασία και το πέρασμα του χρόνου. Έβαλα το χέρι πάνω τους και αισθάνθηκα κάτι που ακόμη δεν μπορώ να το περιγράψω με λέξεις.

    Έμεινα εμβρόντητος να τις κοιτάζω για μερικές στιγμές μέχρι που ένα δυνατό βουητό άρχισε να βουίζει στα αφτιά μου, χωρίς να γνωρίζω από πού έρχονταν. Κοίταξα προς τη λίμνη αλλά δεν διέκρινα τίποτα περίεργο.

    - Πρέπει να επιστρέψεις γρήγορα! - άρχισε να φωνάζει ο Γιώργος με όλη του τη δύναμη.

    - Τώρα όχι, φίλε μου! Επιτέλους, το βρήκα! - του απάντησα.

    - Ξέχασε ότι το βρήκες, αν δεν θέλεις αυτή να είναι η τελευταία πράξη της ζωής σου! Έρχεται καταιγίδα στη λίμνη σε λίγα λεπτά και η σπηλιά θα γεμίσει νερό μέχρι επάνω!

    Εκείνες οι λέξεις ήταν μαχαιριά στο στήθος μου.

    - Εντάξει! - απάντησα παραιτούμενος – Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να επιστρέψω σε εσάς!

    - Σε ακούω!

    - Ρίξε πέτρες στο νερό για να τραβήξεις την προσοχή του φίλου μας! Όταν το δεις να πλησιάζει, κάνε μου νόημα με τον πυρσό!

    - Έγινε!

    Ο Γιώργος κούνησε τον πυρσό του μετά από λίγα λεπτά. Εκείνη τη στιγμή μπήκα στο νερό και άρχισα να κολυμπάω προς την τριχιά, την άρπαξα με τα δυο μου χέρια και άρχισα να σκαρφαλώνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όταν άγγιξα το πρώτο καρφί, πέρασα πάλι την τριχιά στη ζώνη μου και έκανα τη διαδρομή προς την αντίπερα όχθη σαν άλογο που τρέχει μέσα στον άνεμο.

    Η καταιγίδα έξω ακούγονταν όλο και πιο δυνατά. Όταν έφτασα στην όχθη, τα χέρια μου είχαν ματώσει από την προσπάθεια.

    Ο Έλληνας μας οδήγησε γρήγορα μέσα από τα τούνελ μέχρι που φτάσαμε στο κοίλωμα της εισόδου όπου το νερό είχε φτάσει σχεδόν μέχρι την οροφή. Κολυμπήσαμε βιαστικά προς τη λίμνη ενώ τα κεφάλια μας μόλις που προεξείχαν από το νερό.

    Διακρίναμε την έξοδο όταν η σπηλιά καλύφτηκε από το νερό εντελώς. Τότε πήραμε βαθιές ανάσες και για να καταδυθούμε μέχρι επιτέλους να φτάσουμε στη λίμνη και να αναδυθούμε στο ίδιο σημείο όπου μας ανέμενε ο βαρκάρης.

    Το ταξίδι της επιστροφής είχε μία γλυκόπικρη γεύση. Είχαμε κάνει τη μεγαλύτερη ανακάλυψη στην Ιστορία, αλλά δεν διαθέταμε τα στοιχεία που θα το αποδείκνυαν. Και το χειρότερο όλων ήταν ότι έπρεπε να περιμένουμε ένα χρόνο για να μπορέσουμε να το επαναλάβουμε.

    Κεφάλαιο ένας

    Λονδίνο, 1922

    Βρισκόμουν καθ’οδόν προς το Βρετανικό Μουσείο, μέσα σε ένα ταξί που είχα πάρει στη γωνία της οδού Γουάιτ Χαρτλάιν, ενώ είχα ήδη αργήσει για την έκθεση που λάμβανε χώρα εκείνο το βράδυ στην μεγάλη του αίθουσα. Όλοι οι συντάκτες των πιο σημαντικών εφημερίδων της πόλης πηγαίναμε για να καλύψουμε το γεγονός της χρονιάς. Κανένας συντάκτης που θεωρεί άξιο τον εαυτό του δεν μπορούσε να λείπει.

    Φτάνοντας κοντά στο Πικαντίλι βρεθήκαμε εγκλωβισμένοι από μεγάλο μποτιλιάρισμα. Μέσα σε δέκα λεπτά είχαμε μετά βίας προχωρήσει είκοσι μέτρα.

    Αν αργούσα να φτάσω ίσως να μην μου επιτρέπονταν η είσοδος.

    - Πόσα σου οφείλω; - ρώτησα τον οδηγό.

    - Μία λίβρα και δέκα σεντς – απάντησε στρεφόμενος προς το μέρος μου.

    Πλήρωσα και κατέβηκα από το όχημα.

    Διέσχισα την πλατεία Τραφάλγκαρ κάτω από την ψιλή βροχή και άρχισα να βαδίζω γρήγορα μέσα από στενά δρομάκια μέχρι που έφτασα στην Γκρέιτ Ράσελ.

    Η ουρά ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που είχα φανταστεί. Καμιά εκατοστή φωτογράφοι, αστυνομικοί και ένα πλήθος από περίεργους είχαν κατακλύσει τα κάγκελα της εισόδου στο Βρετανικό Μουσείο. Παρά τις μεγάλες διαστάσεις του, τελικά φαινόταν πως ο χώρος ήταν μικρός για την περίσταση.

    Οι Ρολς-Ρόις και οι Ντουέσενμπεργκ δεν σταματούσαν να καταφτάνουν. Δεν θυμόμουν μεγαλύτερη αναστάτωση από την εποχή που ο Βαλεντίνο είχε εμφανιστεί στο Άλμπερτ Χολ, πριν από δύο χρόνια.

    Δύο μεγάλοι προβολείς έκαναν τις δωρικές κολώνες να λάμπουν στην πρόσοψη του κτιρίου και η θεά Αθηνά έδειχνε να παίρνει ζωή πάνω στο αέτωμα.

    Το κτίριο έλαμπε εκείνο το βράδυ σαν να επρόκειτο για το ομορφότερο δώρο του Νεοκλασικισμού.

    Πήγα στον έλεγχο εισόδου, έδειξα τη δημοσιογραφική μου διαπίστευση και, μετά από έναν εξοντωτικό έλεγχο, μου επέτρεψαν την είσοδο. Πολλοί μέσα στην ημέρα είχαν προσπαθήσει να εισέλθουν με ψεύτικη διαπίστευση. Ανέβηκα τις σκάλες και κάθισα στη θέση που προορίζονταν για την εφημερίδα μου.

    - Ει, Πολ! Είσαι μούσκεμα! - αναφώνησε ο Τομ, ανταποκριτής της Νόρθερν Σταρ.

    - Ήταν αδύνατον να φτάσω με το ταξί και έχω ξεχάσει την ομπρέλα στο σπίτι – απάντησα μοιρολατρικά – Έχει έρθει κάποιος σπουδαίος;

    - Μονάχα ο δήμαρχος. Αλλά αυτό δεν είναι είδηση – απάντησε χαμογελώντας.

    Ακούστηκε ένα ηχηρό μουρμουρητό στο βάθος και το πλήθος άρχισε να στριμώχνεται στην κεντρική είσοδο.

    - Νομίζω πως φτάνει ο άνθρωπος μας – ανακοίνωσε ο Τομ ενώ ετοίμαζε την φωτογραφική μηχανή του.

    Δεν χρειάστηκε αν περιμένουμε πολύ. Μετά από λίγο, η ανοιχτή Άστον Μάρτιν που μετέφερε τον πρωταγωνιστή της ημέρας, σταμάτησε μπροστά στα σκαλοπάτια.

    Το πλήθος των φλας απαθανάτισε τη στιγμή ενώ το πλήθος φώναζε το όνομα του πιο περιζήτητου ανθρώπου στον πλανήτη που κατέβαινε από το αυτοκίνητο. Ο Χάουαρντ Κάρτερ, συνοδευόμενος από την όμορφη σύντροφο του, διέσχισε το γαλάζιο χαλί που είχαν τοποθετήσει για την περίσταση χαιρετώντας δεξιά και αριστερά σαν να ήταν αστέρες του βουβού κινηματογράφου.

    - Κύριε Κάρτερ, κύριε Κάρτερ! - φωνάξαμε όλοι οι ανταποκριτές εν χορώ.

    - Λίγα λόγια για τη Ντέιλι Τέλεγκραφ! - φώναξα όταν πλησίαζε προς το μέρος μου.

    Ο Χάουαρντ Κάρτερ σταμάτησε στο ύψος μου, έβγαλα τη φωτογραφική μου μηχανή και το σημειωματάριο από το παλτό μου.

    - Πείτε μας, κύριε Κάρτερ, ποιο ήταν τι σας δυσκόλεψε περισσότερο στην ανακάλυψη;

    - Το πιο περίπλοκο ήταν να βρεθεί ο τάφος – απάντησε αστειευόμενος. Όλοι οι παρόντες γέλασαν.

    - Για να σοβαρευτώ – πρόσθεσε -. Το πιο δύσκολο ήταν να διατηρηθεί η επιμονή μας όλα αυτά τα χρόνια της αναζήτησης.

    - Ευχαριστώ, κύριε Κάρτερ.

    Ο Κάρτερ και η συνοδός του ανέβηκαν από τις σκάλες όπου τους περίμενε ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου μαζί με τον πρωθυπουργό και εκπροσώπους των Αρχών για τις χειραψίες.

    Στους παρόντες εξήγησε πώς έγινε η ανακάλυψη της αίθουσας όπου υπήρχε ο τάφος του Τουταγχαμών. Είχαν τη δυνατότητα να θαυμάσουν φωτογραφίες και αντίγραφα της ανακάλυψης εφόσον τα αυθεντικά βρίσκονταν ακόμη στην Αίγυπτο.

    Στη συνέχεια, οι αξιωματούχοι και ο Κάρτερ έφυγαν για το πάρτι που είχαν ετοιμάσει προς τιμήν του σε ένα από τα πιο γνωστά εστιατόρια της πόλης. Εν τω μεταξύ, εμείς είχαμε την ευκαιρία να δούμε με μεγαλύτερη αφοσίωση την απίστευτη ανακάλυψη που είχε κάνει. Όλα τα αντικείμενα του τάφου διατηρούνταν σε τέλεια κατάσταση. Ήταν πράγματι θαύμα που οι τυμβωρύχοι δεν είχαν βεβηλώσει εκείνον τον ανεκτίμητο θησαυρό για τόσους αιώνες.

    Το ίδιο βράδυ επέστρεψα στην εφημερίδα για να ετοιμάσω ένα ρεπορτάζ που θα ήταν πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες της πόλης. Προσπάθησα να του δώσω έναν τόνο πιο προσωπικό για να διαφέρει από τα χρονογραφήματα των συναδέλφων μου.

    ––––––––

    Το επόμενο πρωινό επέστρεψα νωρίς στην εφημερίδα η οποία βρίσκονταν σε ένα μοντέρνο κτίριο πέντε ορόφων κατασκευής των αρχών του αιώνα. Ανέβηκα από τις πλατιές σκάλες στο δεύτερο όροφο όπου με ανέμενε η καθημερινή ρουτίνα: πλήθος από ανθρώπους να μπαίνουν και να βγαίνουν από τα γραφεία για να πούνε κάποια ιστορία.

    Διέσχισα το διάδρομο μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο που έκαναν οι γραφομηχανές, το κουδούνισμα των τηλεφώνων, οι ασταμάτητες φωνές των συντακτών καθώς και μέσα στη δυνατή οσμή του τσιγάρου που δυσκόλευε την αναπνοή.

    Άνοιξα την πόρτα και εισήλθα στο γραφείο του διευθυντή, ένα εξηντάρη Σκωτσέζο με γαμψή μύτη, φαρδιά χέρια και αδύνατο πρόσωπο. Εκείνο το πρωινό είχε καλέσει αρκετούς από τους συντάκτες που εμπιστεύονταν.

    - Πέρασε και κλείσε την πόρτα – είπε κακόκεφα – Από τότε που μου απαγόρευσαν το κάπνισμα δεν αντέχω αυτήν την μυρωδιά.

    - Συνεχίζουμε κύριε – απάντησε η Σάρα, διευθύντρια σύνταξης.

    Την μέρα εκείνη είχε ήταν υπερβολική στην ποσότητα του αρώματος γεγονός που δεν περνούσε απαρατήρητο.

    - Έχουμε πολλή δουλειά σήμερα. Οι πωλήσεις του κυριακάτικου φύλλου έχουν πέσει σημαντικά τους δύο τελευταίους μήνες – είπε χτυπώντας με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι – Αν συνεχίσουμε με αυτό το ρυθμό, η εφημερίδα θα χρεοκοπήσει. Χρειαζόμαστε κάτι νέο που θα τοποθετήσει την Ντέιλι Τέλεγκραφ στην πρωτοπορία αυτής της πόλης.

    - Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε κάποια ιστορία αστυνομικής υφής – σχολίασε ένας συντάκτης που είχε έρθει πρόσφατα από εφημερίδα του ανταγωνισμού.

    - Αρκετά κοινότοπο – αντέδρασε ενώ έβαζε τα χέρια στη μέση του – Το έχουν δοκιμάσει και άλλες εφημερίδες και απέτυχε. Όλοι οι συγγραφείς αυτής της γενιάς πιστεύουν πως είναι ο Κόναν Ντόιλ.

    Ένας νεαρός συντάκτης που είχε προσληφθεί την προηγούμενη βδομάδα έβγαλε την πίπα του, έβαλε μέσα καπνό και την άναψε. Ο Σκωτσέζος τον πλησίασε και του πήρε την πίπα από το στόμα.

    - Δεν άκουσες τι είπα πριν;

    Ο νεαρός χλόμιασε ενώ εμείς συγκρατήσαμε το γέλιο μας.

    - Καμία άλλη ιδέα; - μούγκρισε.

    - Ίσως ένα εγχειρίδιο για την κηπευτική ή για μαστορέματα – πρόσθεσε η Σάρα.

    - Σε αυτήν τη χώρα όλοι γνωρίζουν από κηπευτική – απάντησε κάνοντας μία κίνηση απόρριψης – Αν έχετε μονάχα ανοησίες να προτείνετε, καλύτερα να σωπάσετε – πρόσθεσε με απειλητικό βλέμμα  - Χρειαζόμαστε κάτι νέο.

    Όλοι οι παρόντες παραμείναμε σιωπηλοί για μερικά λεπτά, δίχως να γνωρίζουμε τι να πούμε. Πήγα στην καφετέρια για να πάρω καφέ. Μία ιδέα γύριζε στο κεφάλι μου από την προηγούμενη νύχτα αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε να την πω.

    - Νομίζω πως έχω μία ενδιαφέρουσα ιδέα – ανακοίνωσα ενώ ακουμπούσα την κούπα του καφέ πάνω στο γραφείο.

    - Σε ακούω.

    - Η ανακάλυψη του Κάρτερ στην Αίγυπτο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε χρυσωρυχείο. Κατάφερε να κάνει τους ανθρώπους να ξεχάσουν τις καταστροφές του πολέμου.

    - Πού θέλεις να καταλήξεις;

    - Ο κόσμος εξακολουθεί να θέλει να μάθει τις ιστορίες των σπουδαίων εξερευνητών μας.

    - Μπορεί κάποιος να βρει για αυτές τις εξερευνήσεις σε οποιαδήποτε δημόσια βιβλιοθήκη.

    - Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά θα μπορούσαμε να τους εκπλήξουμε με κάποια λιγότερο γνωστή ιστορία. Υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες που αναμένουν να δημοσιευτούν.

    - Δεν ξέρω αν αυτό γίνεται – απάντησε εκφράζοντας αμφιβολία – Και που σκέφτεσαι να τις βρεις;

    - Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου.

    Για μερικές στιγμές έμεινε σιωπηλός, με το κεφάλι σκυμμένο και στη συνέχεια πρόσθεσε:

    - Αν κανένας δεν έχει κάποια καλύτερη ιδέα, μπορούμε να δοκιμάσουμε για μερικές μέρες.

    Η συνάντηση τερματίστηκε. Βγήκαμε από το γραφείο και συνεχίσαμε τη δουλειά μας.

    Όταν ξύπνησα, το παράθυρο είχε καλυφθεί από ένα άσπρο πέπλο. Είχε χιονίσει μετά από ένα χρόνο και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από παιδιά που έπαιζαν χιονοπόλεμο ασταμάτητα. Στο δρόμο προς το Βρετανικό Μουσείο είδα πολλούς πεζούς να γλιστρούν και να πέφτουν. Ο πάγος είχε κάνει δύσκολη τη διάβαση, ενώ οι υπάλληλοι του δήμου είχαν αρχίσει να ρίχνουν αλάτι για να αποφευχθούν μεγαλύτερες ζημιές.

    Παρά ταύτα, η βιβλιοθήκη του Μουσείου ήταν γεμάτη ως συνήθως και από τις πόρτες της έμπαιναν και έβγαιναν πολλοί άνθρωποι: σπουδαστές, καθηγητές, τουρίστες και ερευνητές που περνούσαν πολλές ώρες κλεισμένοι μέσα στους τοίχους της.

    Ανέβηκα τις σκάλες με προσοχή μην πέσω, διέσχισα το διάδρομο και έφτασα στην μπροστινή στοά: μία μεγάλη, κυκλική αίθουσα ανάγνωσης που χωρούσε πάνω από χίλια άτομα. Εδώ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1