Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Θάλασσα Αθανάτων
Θάλασσα Αθανάτων
Θάλασσα Αθανάτων
Ebook428 pages5 hours

Θάλασσα Αθανάτων

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Όσοι δεν είδαν την καταστροφή της Σμύρνης, και όσοι δεν υπήρχαν όταν σφαγιάστηκε ο ελληνισμός του Πόντου και εκδιώχθηκε αυτός της Πόλης, ας δούνε τα σημερινά δεινά της Κύπρου, και θα καταλάβουν. Όλα ετούτα είναι κεφάλαια της ίδιας ιστορίας, που ακόμα δεν τελείωσε, όπως νομίζουν κάποιοι. Έδωσε φώτα ο ελληνισμός, φωτίστηκε η ανθρωπότητα, κι έμεινε στα σκοτάδια ο ίδιος, κυνηγημένος απ` τις προαιώνιες κατάρες του, πότε τη διχόνοια, και πότε την προδοσία, κι άλλοτε κάποια υποτροπή μιας αθεράπευτης ιδιωτείας, να επιφέρει κρίση αμνησίας της ταυτότητας στους Έλληνες.
Ίδια κουσούρια είχαν ορισμένοι και το 1986, όταν τα αίσχη τους άνοιξαν τον ασκό της αδικίας, και ξεχυθήκαν από μέσα ασυγκράτητες οι φονικές δυνάμεις του. Κάποιοι ελεεινοί, συνένοχοι του ορκισμένου εχθρού, που πάντοτε καραδοκεί να πετσοκόψει την Ελλάδα, και που δεν ησυχάζει, μέχρι να επιβάλει τη διαστροφή του. Το καλοκαίρι εκείνο, έστειλε ο άρπαγας τους κατασκόπους του ως την Κάρπαθο, την Κάσο και τα ερημονήσια της, για να λεηλατήσουν την υγρή αγκαλιά της Αιγηίδας.
Όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο, μέσα απ’ την ιστορία του Άρη, που ξεκίνησε από την Αθήνα και την πλατεία Βικτωρίας, μόλις δεκαοχτώ χρονών τότε, και βρέθηκε στην Κάρπαθο. Η μοίρα του είχε ορίσει ετούτα τα ελληνικά νησιά για φόντο του έρωτα, τόπο αντάμωσης με φίλους, και αναμέτρησης μ` εκείνους που επιβουλεύονται τη Θάλασσα των Αθανάτων.

LanguageΕλληνικά
Release dateJun 19, 2020
ISBN9780463420591
Θάλασσα Αθανάτων
Author

Dimitrios Apostolopoulos

Ο Δημήτρης γεννήθηκε το 1968 στο Αίγιο, και ζει στην Αθήνα, εδώ και πολλά χρόνια. Ανέκαθεν, τα θαυμαστά έργα του λόγου, και της τέχνης του, διέγειραν τον νου και την ψυχή του, με τα βαθύτερα νοήματα, τα συναισθήματα, και όλες τις εικόνες τους. Μια πολυκαιρισμένη, ανεκπλήρωτη επιθυμία του, μαζί και πρόκληση αναπάντητη, ήτανε να επιβληθεί στις λέξεις κάποτε, ταιριάζοντάς τες στη μορφή των σκέψεων, στη δύναμη των ιδεών, και στη ζωντάνια οραμάτων. Αν έχει καταφέρει κάτι απ` όλ` αυτά, δεν το γνωρίζει ο ίδιος, εύχεται μόνο το ταξίδι στις σελίδες του βιβλίου αυτού να ’χει κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και ν` άξιζε τον χρόνο του.

Related to Θάλασσα Αθανάτων

Related ebooks

Related categories

Reviews for Θάλασσα Αθανάτων

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Θάλασσα Αθανάτων - Dimitrios Apostolopoulos

    Κεφάλαιο 1

    Το βράδυ έρχεται και, σε λίγο, τα πέπλα της νύχτας θ’ απλωθούν ανάλαφρα πάνω απ` τον καλοκαιρινό ουρανό της Αθήνας. Σε κάποιο αστυνομικό τμήμα, στο κέντρο της πόλης, τα φώτα του διαδρόμου μόλις ανάβουν και εκεί, έξω απ` το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας, καθισμένος σ` έναν ξύλινο πάγκο, ο Άρης αγωνίζεται να συνέλθει. Ακόμα η καρδιά του χτυπά γρήγορα, ανήμπορη κι αυτή ν` αλλάξει τον ξέφρενο ρυθμό της, λες και ακόμα τους καταδιώκουν τα περιπολικά και οι μοτοσυκλέτες της αστυνομίας. Πάλι καλά που δε σκοτώθηκαν πουθενά, άντε όμως τώρα να τα βγάλεις πέρα με τον αξιωματικό υπηρεσίας, που έχει βάλει τις φωνές σ` εκείνους τους νεαρούς, που έχει στριμώξει μέσα στο γραφείο του και τους βεβαιώνει ότι έχει, όπως λέει, «ράμματα για τη γούνα τους», καθώς ξέρει καλά «τι κουμάσια είναι».

    Ένας Θεός ξέρει πότε θα ξεμπερδέψει μ` αυτούς, για να `ρθει μετά η σειρά τους, μαζί με τον παρακαθήμενο, τον Τόλη, να περάσουν κι αυτοί στο γραφείο. Ο Τόλης, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, είναι ο αποκλειστικός υπαίτιος για τη δύσκολη θέση που βρίσκονται οι δυο τους. Με το βλέμμα καρφωμένο στο μωσαϊκό του διαδρόμου, ο Άρης θέλει να συγκεντρωθεί λίγο και να προετοιμαστεί για μετά, αλλά απ` την άκρη του ματιού του βλέπει τον Τόλη, που του ρίχνει κλεφτές ματιές από δίπλα. Δεν πρόκειται να του δώσει σημασία όμως, ας αναλάβει εκείνος όλη την ευθύνη πρώτα και δεν πρόκειται να του ξαναμιλήσει ποτέ. Να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, να εξηγήσει στον άλλο, που ακόμα ωρύεται μέσα, ότι φταίει ο ίδιος και ότι ο Άρης πρέπει να πάει σπίτι του.

    Καθώς σηκώνει την πλάτη του, για ν` ακουμπήσει λίγο στο τοίχο, οι χειροπέδες του σφίγγουν τους καρπούς ακόμα χειρότερα έτσι, πισθάγκωνα, που είναι δεμένος. Η εντελώς άβολη στάση του ταιριάζει απόλυτα με την αγωνία και την ανησυχία που τον κυριεύουν, τώρα που αρχίζει να ξεπερνά την κατάπληξη απ` όσα, απίστευτα, προηγήθηκαν. Με τα ρούχα της δουλειάς ακόμα, ένα μαύρο παντελόνι με πιέτες, λευκό πουκάμισο με τα μανίκια του γυρισμένα προς τα πάνω, και τα σκαρπίνια στα πόδια του, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα, εντελώς διαφορετικός, καμία σχέση με την αλητεία που κουβαλιέται εδώ μέσα. Έτσι νομίζει τουλάχιστον, μια και η αστυνομία έχει άλλα κριτήρια προκειμένου να ξεχωρίζει την ήρα της κοινωνίας απ` το στάχυ της.

    Ήρθε όμως η ώρα, για να θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, καθώς ένας αστυφύλακας βγαίνει τώρα απ` το γραφείο με εντολή να τους οδηγήσει ενώπιον του προϊσταμένου του. Ο εκτελών τα καθήκοντα του αξιωματικού υπηρεσίας τους κάνει ένα νεύμα, πού να καθίσουν, και κατόπιν απευθύνεται σ` έναν απ` τους αστυνομικούς, που συμμετείχαν στην καταδίωξη.

    «Για πες μου τι έχουμε εδώ;»

    «Οι δυο τους, με μια μοτοσυκλέτα, χωρίς πινακίδες, έγιναν αντιληπτοί από τροχονόμο, επί της οδού Αχαρνών, καθώς οδηγούσαν επικίνδυνα, κάνοντας σούζες και τρέχοντας με υπερβολική ταχύτητα. Δε συμμορφώθηκαν με την υπόδειξη να σταματήσουν και, κατόπιν καταδίωξης, υπηρεσιακά οχήματα πέτυχαν την ακινητοποίηση της μοτοσυκλέτας. Υπέπεσαν σε σωρεία τροχαίων παραβάσεων, παραβίασαν πινακίδες «STOP» και τον ερυθρό σηματοδότη επανειλημμένως.»

    «Τους ψάξατε;»

    «Μάλιστα, κύριε ανθυπαστυνόμε, ουδέν αξιοσημείωτο εύρημα.»

    «Ποιος οδηγούσε τη μηχανή;»

    «Ο… ξανθός»

    «Χαρτιά έχουν;»

    «Μόνο ο συνεπιβάτης είχε πάνω του ταυτότητα, ο οδηγός τίποτα.»

    Ο ξανθός οδηγός δεν είναι άλλος απ` τον Τόλη και απ` αυτόν ζητούνται τώρα στοιχεία ταυτότητας.

    «Δεν έχεις χαρτιά εσύ, ποιος είσαι;» του κάνει ο αξιωματικός.

    «Έχω… στο σπίτι...»

    «Όνομα, επώνυμο, ποιος είσαι, τέλος πάντων;»

    «Απόστολος Καρανέστης»

    «Καρανέστης; Το Χρόνη τι τον έχεις;»

    «Πατέρα», απαντά ο Τόλης με τον ίδιο κοφτό τρόπο.

    «Κατάλαβα… και η μηχανή δική σου είναι;»

    «Όχι… την πήρα από ένα φιλαράκι, είμαστε στα παζάρια να την αγοράσω…»

    «Τι δουλειά κάνεις;»

    «Αυτό τον καιρό… είμαι στο ψάξιμο, έχω κάποιες προτάσεις, δηλαδή…»

    «Σε ποιον τα πουλάς αυτά Καρανέστη; Το τηλέφωνο στο σπίτι σου, είναι κανείς εκεί;» τον κόβει ο αξιωματικός αυστηρά, ανεβάζοντας και την ένταση της φωνής του όπως πριν, με τους άλλους.

    Και δεν έχασε καιρό, τηλεφωνεί στο σπίτι του Τόλη, αλλά δε βρίσκει τον πατέρα του, με τον οποίο, καθώς φαίνεται, γνωρίζονται. Γνωστός άνθρωπος της νύχτας ο Χρόνης, κι ο ανθυπαστυνόμος με κάμποσα χρόνια υπηρεσίας στο τμήμα της περιοχής, όλο και κάπου θα συναντήθηκαν οι δρόμοι τους, για καλό ή για κακό. Πάντως, εκείνο που προέχει τώρα είναι να επαληθευτεί η ιστορία του Τόλη, εφόσον βρεθεί και ο ιδιοκτήτης της μηχανής, τον οποίο και αναζητούν, χωρίς αποτέλεσμα προς το παρόν.

    «Λοιπόν, Απόστολε, δεν έχω καιρό για χάσιμο… λέγε, από πού την κλέψατε;»

    «Όχι και την κλέψαμε…» σπεύδει να διορθώσει ο Τόλης.

    «Να στο κάνω λιανά… έχετε μπλέξει άσχημα. Κομμένο λοιπόν το ύφος και οι εξυπνάδες σε μένα, κατάλαβες;»

    «Φέρτε μου την ταυτότητα του άλλου, για να δούμε… τι φρούτο είναι κι αυτός. Καταχωρήθηκαν τα στοιχεία του;» λέει ο αξιωματικός καθώς παίρνει την ταυτότητα του Άρη απ` τον αστυφύλακα που γράφει τα στοιχεία στο Βιβλίο Συμβάντων.

    «Αριστείδης Παπαγεωργίου… του Παναγιώτη και της Σοφίας. Για πες μου εσύ, στα δεκαοχτώ σου, τη ζωή σου δεν τη λογαριάζεις; Σου φαίνεται ότι είσαι μάγκας μ` αυτά που κάνεις… κλεψιές, σούζες και… δε συμμαζεύεται;»

    «Δεν έκλεψα τίποτα ούτε και οδηγούσα εγώ…»

    «Καλά, εντάξει, μας έπεισες τώρα. Ας γνωριστούμε λίγο καλύτερα λοιπόν, για πες μου… πού μένεις, στη Λιοσίων μήπως;»

    «Φερών μένω.»

    «Ο πατέρας σου πού είναι… τι δουλειά κάνει;»

    «Δεν ξέρω, τίποτα δεν κάνει… έχει εξαφανιστεί, αγνοείται…»

    «Από πότε αγνοείται; Μήπως από τότε που μένατε στη Λιοσίων;»

    «Ναι, από τότε.»

    «Αυτό είναι… τώρα μάλιστα, συνεννοηθήκαμε… ψάχναμε τον πατέρα, και βρήκαμε το γιό. Μ` άλλα λόγια, το μήλο κάτω απ` τη μηλιά. Και σένα… ποιος είναι σπίτι σου τώρα, η μητέρα σου, οι δυο σας είστε;»

    «Όχι, στον θείο μου μένω… η μάνα μου έχει πεθάνει.»

    «Πώς; Πότε πέθανε; Νεότατη γυναίκα»

    «Πριν τρία χρόνια…»

    «Πώς, ρε παιδί μου… νέα γυναίκα… ήτανε άρρωστη;»

    «Από καρκίνο πέθανε.»

    «Δε σε βοήθησε η τύχη σου Αριστείδη, λυπάμαι… ο πατέρας καταζητούμενος πλαστογράφος, παραχαράκτης… και κάμποσα ακόμα, και η μητέρα …»

    Καλά τα λέει ο αστυνόμος, η τύχη πάει κόντρα στον Άρη, όλα ανάποδα από τότε που θυμάται τον εαυτό του, αλλά και τι μ’ αυτό; Ποιος τον ρώτησε τον μπάτσο για τη γνώμη του; Όσο ανακατεύεται στα οικογενειακά μ` εκείνες τις ερωτήσεις, τα σχόλια και τα υπονοούμενα, τόσο ταράζει τον Άρη, που ούτε τη λύπησή του ζήτησε ούτε να τον βλέπει στα μάτια του θέλει. Από τη μια μεριά η ενόχληση, ένα σφίξιμο στο στομάχι, εξαιτίας του αδιάκριτου που έπεσε πάνω του με τα μούτρα, χειρότερος κι από τις κουτσομπόλες της γειτονιάς, να ρωτάει για όλα και να μην αφήνει τίποτα ασχολίαστο. Από την άλλη πάλι, πρέπει να συγκρατηθεί, μην του πει καμιά κουβέντα και τα κάνει χειρότερα, μα να φύγει από δω μέσα το συντομότερο, μόνο αυτό τον νοιάζει. Ας ξεμπερδέψει από δω, κι ας λέει ό,τι θέλει ο αστυνόμος, που έχει να πει για τον πατέρα του, τακτικός θαμώνας εκείνος σε κρατητήρια και φυλακές και τώρα άφαντος, χρόνια καταζητούμενος απ` την αστυνομία, μα πιάνει στο στόμα του και τη μάνα του ο σιχαμένος.

    Τώρα μάλιστα έχει ανακατέψει και τον θείο, τον Σωτήρη, που θα ήταν έτοιμος να ξαπλώσει, τέτοια ώρα, όμως τον έχει ξεσηκώσει το τηλεφώνημα απ` το τμήμα κι έρχεται να λάβει γνώση από κοντά, τι έγινε, ποια η κατάσταση του Άρη και τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά, για την υπηρεσία, δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές, αφού ο ιδιοκτήτης της μηχανής δεν έχει βρεθεί και όσο περνά η ώρα, με τα λεγόμενα του Τόλη να μην επιβεβαιώνονται, οι υποψίες του αστυνόμου για την κλοπή της ενισχύονται.

    Εξάλλου, το σκηνικό είναι συνηθισμένο πια σε τούτο το γραφείο αφού, κάθε μέρα, η πελατεία είναι σίγουρη, ιδίως τέτοια ώρα, και δεδομένο το ποιόν της. Κλεφτρόνια και κάθε λογής ναρκομανείς, επί το πλείστον νεαροί με αίμα που βράζει στις φλέβες τους και ανακατεμένοι σε τσαμπουκάδες, ξυλοδαρμούς, καμιά φορά και σε μαχαιρώματα. Άλλοι πιο συχνοί παραβάτες του νόμου, κι άλλοι που εμφανίζονται πρώτη φορά, κάποιοι για μικρά παραπτώματα και κάτι, λίγοι, που είναι πραγματικά επικίνδυνοι.

    Ίδια κι απόψε, άρχισαν σιγά-σιγά να προσέρχονται σιδηροδέσμιοι, άλλοι με φωνές, βρισιές και φασαρίες, άλλοι με το κεφάλι κατεβασμένο και αμίλητοι, και ο διάδρομος έξω απ` το γραφείο είναι ο χώρος αναμονής για όλους τους, εκεί θα παραμείνουν καθισμένοι στους πάγκους, μέχρι να έρθει η σειρά τους, για να βρεθούν κι εκείνοι ενώπιον του αξιωματικού υπηρεσίας. Και επειδή η προσέλευση συνεχίζεται, ο αξιωματικός καλείται ν` αποφασίσει, κατά το δυνατόν σύντομα, τι θα κάνει με τον καθέναν που παρουσιάζεται μπροστά του. Πάντως, για τον Άρη και τον Τόλη η απόφαση έχει ήδη ληφθεί και θα κρατηθούν, τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσει ο κατάλογος των αδικημάτων τους. Έκλεψαν τη μοτοσυκλέτα ή όχι; Τα περαιτέρω θα κριθούν ανάλογα με την απάντηση στο βασικό αυτό ερώτημα και μάλλον στο αυριανό αυτόφωρο.

    Ο αξιωματικός δίνει τις τελευταίες διαταγές, πριν ξεκινήσει η διαδικασία, καθώς βιάζεται να υποδεχτεί τους επόμενους και είναι συνοπτικός και κοφτός.

    «Να καταχωρηθούν στοιχεία και περιστατικά, αναλυτικά και με σαφήνεια», λέει και αρχίζει την υπαγόρευση, για το πώς να καταχωρηθεί το συμβάν και τι να αναφέρεται στην περιγραφή του.

    «Την 16η Ιουνίου 1986 και ώρα …» υπαγορεύει και, ταυτόχρονα, παραδίδει μαθήματα υπηρεσιακής αρτιότητας στον νεαρό αστυφύλακα, ο οποίος είναι ο γραφέας. Πάντως, δεν παραλείπει να βάλει και τις φωνές σ` έναν άλλο υφιστάμενό του.

    «Η αναφορά σου έπρεπε να βρίσκεται στο γραφείο μου τώρα… θα ξυπνήσετ` εδώ μέσα, καμιά φορά;» και στη συνέχεια, απευθυνόμενος σ` έναν τρίτο, «Υπαρχιφύλακα, να αφαιρεθούν οι χειροπέδες και τα προσωπικά αντικείμενα απ’ τους δυο τους, και να περάσουν στο κρατητήριο… και φέρε μου τον επόμενο.»

    Επιτέλους, αφαιρούνται οι καταραμένες χειροπέδες, και ακολουθούν υποδείξεις προς τους κρατούμενους να βγάλουν τις ζώνες απ` τα παντελόνια τους, τα κορδόνια των παπουτσιών τους, τυχόν κοσμήματα, και να τα παραδώσουν μαζί με κάθε άλλο αντικείμενο που έχουν πάνω τους. Μόνο τα τσιγάρα τους επιτρέπεται να πάρουν μαζί τους στο κρατητήριο, του οποίου η σιδερένια πόρτα, δίπλα στο γραφείο του αξιωματικού, τώρα ξεκλειδώνει και το ημιφωτισμένο δωμάτιο ανοίγει, για να υποδεχτεί τον Άρη και τον Τόλη.

    Οι τελευταίες συστάσεις έγιναν από κείνον τον υπαρχιφύλακα, σε αυστηρό ύφος, πριν κλείσει την πόρτα πίσω του και την διπλοκλειδώσει.

    «Εδώ μέσα κάνουμε απόλυτη ησυχία. Αν θέλετε τουαλέτα, χτυπήστε την πόρτα… και μη με αναγκάσετε ν` ασχοληθώ μαζί σας… για κανέναν άλλο λόγο.»

    Στο μισοσκόταδο, Άρης και Τόλης είναι καθισμένοι τώρα σ` έναν άλλο πάγκο, τσιμεντένιο αυτή τη φορά, ακριβώς κάτω απ` το μοναδικό παράθυρο, ένα μικροσκοπικό άνοιγμα, χωρίς τζάμι ή παντζούρι, που βλέπει σ` έναν ακάλυπτο χώρο μέσα από τέσσερα σιδερένια κάγκελα, δυο κατακόρυφα και δύο οριζόντια. Το ιδιότυπο δωμάτιο είναι διαμορφωμένο κατάλληλα για το σκοπό του, και αρκετά μεγάλο, ώστε να χωράει πάνω από πενήντα άτομα, αν στριμωχτούνε και λιγάκι. Διαθέτει συνολικά πέντε πανομοιότυπες, τσιμεντένιες, κατασκευές σαν μονά κρεβάτια χτισμένες κατά διαστήματα, κολλητά στους τοίχους, κι αυτές είναι τα μόνα έπιπλα του χώρου. Τα φώτα της αίθουσας, δυο στρογγυλά φωτιστικά οροφής, ίσα για ν` αραιώνουν λίγο το απόλυτο σκοτάδι, με το ένα σπασμένο και χωρίς τη λάμπα του.

    Οι δύο άλλοι νεαροί, εκείνοι που προηγήθηκαν στον αξιωματικό υπηρεσίας, τα κουμάσια, έχουν ήδη λάβει θέσεις στο βάθος και προτίμησαν να ξαπλώσουν σ` εκείνα τα τσιμεντένια κρεβάτια, βάζοντας για στρώματα τις δυο πανάθλιες, βρωμιάρικες, κουβέρτες που υπάρχουν, όλες κι όλες, στο κρατητήριο. Δύο είναι και τα διαθέσιμα μαξιλάρια, πιασμένα και αυτά από τους ίδιους που φαίνονται να κοιμούνται του καλού καιρού τώρα.

    Ο ύπνος είναι το τελευταίο που λείπει τώρα στον Άρη που, με την αγωνία του στο κατακόρυφο, είναι αδύνατο να κλείσει μάτι, ακόμα κι αν υπήρχε κρεβάτι αληθινό εδώ μέσα. Αλλά, δεν είναι μόνο η αγωνία για το τι θα γίνει και πόσο θα τραβήξει όλη αυτή η δοκιμασία, είναι και η ντροπή απέναντι στον θείο του, που από στιγμή σε στιγμή θα καταφθάσει, και πάνω απ` όλα είναι ο θυμός του, η οργή που ξεχειλίζει τώρα από μέσα του καθώς ανάβει ένα ακόμα τσιγάρο. Ο Τόλης, αυτός ο υποτιθέμενος φίλος, που μάλλον φίδι είναι, τα κατάφερε να τον μπλέξει άσχημα, πάνω στην καλύτερη περίοδο της ζωής του, την ώρα που πέρναγε πραγματικά υπέροχα και το μόνο που ήθελε ήταν απλώς να συνεχίσει έτσι. Και τώρα; Να του ζητήσει απλά το αυτονόητο, για ν` αναλάβει αυτός την πλήρη ευθύνη ή να πέσει πάνω του και να τον κάνει κομμάτια;

    Τον έχει ακριβώς δίπλα του, ούτε μέτρο η απόσταση, βολεμένο στη γωνία του τοίχου με την πλάτη του, όση απ` αυτή χωράει, ακουμπισμένη στην εσοχή και τα δύο του πόδια πάνω στο τσιμεντένιο κάθισμα. Το ένα του χέρι ακουμπά μπροστά, στα λυγισμένα πόδια του, και με το άλλο φέρνει το τσιγάρο στο στόμα του, τραβά ακόρεστες ρουφηξιές, και μετά φυσάει έξω τον καπνό αυτάρεσκα, στρέφοντας το κεφάλι προς τα πάνω λες και δεν τρέχει τίποτα. Έτσι, ογκώδης, που είναι πώς να χωρέσει η πλάτη του στη μικρή γωνία. Σχεδόν με κάθε κίνηση τού χεριού του πιέζει τον δικέφαλο σε μια αχρείαστη σύσπαση, για να φαίνεται πιο μεγάλο το χοντρό του μπράτσο.

    Έτσι είναι ο Τόλης, γενικά, λίγο χοντροκομμένος, ελαφρώς γυμνασμένος, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Στα είκοσι πέντε του τώρα, ο ίδιος θεωρεί πως διαθέτει το τέλειο σώμα, γυμνασμένο και δυνατό, με αναλογίες αξιοζήλευτες. Τα ξανθά του μαλλιά, ολόισια, με τη χωρίστρα στη μέση και με τις φράντζες του να πέφτουν στο μέτωπο, κι όλο να τις φυσά προς τα πάνω σαν να τον ενοχλούν. Αλήθεια, για Έλληνα, σπάνιο το ξανθό του μαλλί, αφημένο και πίσω, αρκετά μακρύ, σχεδόν να σκεπάζει τον βραχύ αυχένα. Αυτό είναι το σήμα κατατεθέν του Τόλη, το μαλλί του, που τον κάνει να ξεχωρίζει από μακριά, όπως και το βαρύ του περπάτημα, καθώς φουσκώνει σαν τον γάλο, για να δείχνει πιο μεγαλόσωμος και επιβλητικός. Το τετράγωνο σαγόνι του δείχνει πιο μεγάλο τώρα, όπως σηκώνει το κεφάλι του προς τα πάνω, κάθε φορά που φυσά τον καπνό του τσιγάρου.

    Κατά τα άλλα, με το κάπως στερημένο μπόι του, κοντά στο ένα κι εβδομήντα, δύσκολα περνιέται ως ο ένας και ανεπανάληπτος άντρας, γόης ακαταμάχητος, και άλλα τέτοια, μεγαλειώδη, που βρίσκονται καρφωμένα στη φαντασία του και μόνο. Εκτός και συνυπολογίσεις τη μυθοπλαστική του δεινότητα, τότε αλλάζει το πράγμα, γιατί το ψέμα του δεν έχει όρια, ούτε υπάρχει γνωστό και συγκρίσιμο μέγεθος, τουλάχιστον στην ευρύτερη περιοχή. Μεγάλος ψεύτης ο Τόλης, όπως αυταπατάται, για το δήθεν μεγαλείο του, με την ίδια ευκολία εξαπατά πολύ κόσμο, ιδίως όσους δεν τον ξέρουν, και είναι απορίας άξιο πώς βάζεις στη θέση του έναν τέτοιο υπερόπτη, τώρα που τα πράγματα ξέφυγαν απ` τις χλιαρές κουβέντες και τα συνηθισμένα καλαμπούρια.

    «Ωραία τα κατάφερες, πώς μπλέξαμε έτσι… καλά καθούμενα;» μπόρεσε να πει τελικά ο Άρης.

    «Σιγά το μπλέξιμο», ήρθε η απάντηση με ειρωνική διάθεση και μέσα απ` τα δόντια του Τόλη.

    «Τι σ` έπιασε, μου λες; Αν ήσουνα για σούζες… εμένα τι μ` έμπλεξες;»

    «Άσε, ρε, που σ` έμπλεξα… με το ζόρι σε πήρα κοντά;»

    «Δεν είπαμε για τέτοια… ένα τσιγαριλίκι μόνο… ήσυχα κι ωραία», του κάνει ο Άρης χαμηλώνοντας τη φωνή του.

    «Κούλαρε, δικέ μου, δεν έγινε τίποτα… έτυχε και πέσαμε πάνω σ` εκείνον το βλάχο, τον τροχονόμο…»

    «Να του ζητήσουμε και τα ρέστα, από πάνω, του τροχονόμου; Εσύ τρελάθηκες γι` αυτό μας πρόσεξε.»

    «Καλά, κάνε μου κι εσύ το καλό παιδί τώρα… παρασύρθηκες, κι έτσι… πώς την είδες τώρα, μ` εμένα είσαι ή με τους μπάτσους; Τι περίμενες, να σε πηγαίνω… σαν κυρία, με τέτοιο γκάζι στα χέρια;»

    «Περίμενα να τους πεις για τη μηχανή την αλήθεια, πού τη βρήκες, όχι να τραβιέμαι κι εγώ άδικα τώρα.»

    «Άσε, ρε, τι κάνεις έτσι; Το φιλαράκι σου θα καθαρίσει, μόλις πέσει το τηλέφωνο, κοίτα το βλάχο απ` έξω, πώς θα κάνει την κότα…»

    «Ποιο τηλέφωνο, μωρέ, τι λες;»

    «Αυτοί κοιτάνε μήπως είναι κλεμμένη η μηχανή… δεν είναι όμως, και θα το δεις… ο Καίσαρας, το παιδί που την έχει, θα βρεθεί και θα τους φέρει τα χαρτιά της… να τα πετάξει στα μούτρα τους. Και να μη βρεθεί πάντως… έχω κι εγώ τις άκρες μου, γι` αυτό σου λέω, θέμα χρόνου είναι…»

    «Το πρωί πρέπει να είμαι στη δουλειά, το ξέρεις; Δέκα η ώρα, με το άνοιγμα να είμ` εκεί, άσε που θα μαζευτεί κι ο θείος μου σε λίγο, ξεφτίλα έγινα.»

    Δεν έπεσε έξω ο Άρης, γιατί η φωνή του Σωτήρη ακούγεται ήδη απ` έξω, καθώς βρίσκεται στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας και τους χωρίζει μόνο η διπλοκλειδωμένη πόρτα. Αφού ενημερώθηκε, και εντελώς αναπάντεχα, αρχίζει να φωνάζει και να εκφέρεται κατά του Τόλη, λέγοντας πως αυτός, ο αλήτης, έφταιγε σίγουρα, και ότι ο Άρης είναι απλά ένας αφελής, που παρασύρεται εύκολα, κι αυτό είναι όλο. Ωστόσο, η υπηρεσία είναι πολυάσχολη απόψε και ο αξιωματικός δεν έχει χρόνο για πολυλογίες, θέλει στοιχεία συγκεκριμένα, όχι γνώμες και λόγια του αέρα, και όταν του ζητά να χαμηλώσει τη φωνή του και να μην κάνει χαρακτηρισμούς, ο Σωτήρης φουντώνει ακόμα χειρότερα ώσπου, στο τέλος, τον βγάζει έξω απ` το γραφείο, για να περιμένει εκεί, αν ήθελε, και δεν του επιτρέπει να δει τον Άρη.

    Επιβλήθηκε τελικά η τάξη, έγινε σχετική ησυχία παρά την κοσμοσυρροή που υπάρχει στο γραφείο και στον διάδρομο απ` έξω, μα είναι άγνωστο αν ο Σωτήρης παρέμεινε εκεί ή προτίμησε να πάει για ύπνο, καθώς δεν ακούγεται καθόλου πια. Παρ’ όλα αυτά, η ηρεμία είναι φαινομενική αφού, μέσα στο κρατητήριο, υπάρχει ένταση μεταξύ των δύο, κι ας μην υψώνουν τη φωνή.

    «Πώς την έχει δει ο θείος σου… υπεράνω; Σιγά μην πέσει, πες του… εγώ αλήτης, και υψηλή κοινωνία ποιος, ο Σωτηράκης, άσε, ρε, τώρα…»

    «Ούτε σπίτι δεν μπορώ να πάω, όπως έγιναν, μίλα και πες τους για τη μηχανή.»

    «Τι θες τώρα κι εσύ; Τώρα δε γίνεται τίποτ` άλλο, μες στη νύχτα να πάρω τον υπουργό; Τι νομίζεις, Σωτηράκης είναι… να τον ενοχλούν για ψήλου πήδημα;»

    Κι αρχίζει πάλι να μεγαλοπιάνεται ο Τόλης, ως συνήθως. Έχει, λέει, υψηλές γνωριμίες στο κυβερνών κόμμα, ανθρώπους που δίνουν λύσεις στα δύσκολα μ` ένα τους τηλεφώνημα. Τώρα μάλιστα, θα μπουν σε δράση τα μεγάλα μέσα και καθαρίσαμε. Ο υπουργός θα ενδιαφερθεί, προσωπικά, για τον δικό του άνθρωπο, τον Τόλη, αγωνιστή με προσφορά αναμφισβήτητη στο κόμμα. Μ` ένα τηλεφώνημα δίνει διαταγές στον αρχηγό της αστυνομίας κι εκείνος, με τη σειρά του, στους ιεραρχικά κατώτερους, κι έτσι «θα καθαρίσει» ο Τόλης, και όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τον Άρη.

    Όλα αυτά το πρωί όμως, αφού θα ενημερωθεί ο πατέρας του, όταν θα γυρίσει στο σπίτι, μετά το νυχτοκάματο στα μπουζούκια, μια που εκείνος ξέρει τι πρέπει να κάνει, ειδοποιεί τον υπουργό, και το πολύ σε μια ώρα θα είναι και οι δυο ελεύθεροι. Όλα είναι θέμα χρόνου, ας έρθει μόνο το πρωί, για να είναι και η ώρα κατάλληλη, να μην ενοχληθεί ο υπουργός νυχτιάτικα.

    Αργότερα, το πολυπόθητο ξημέρωμα αρχίζει ν` αχνοφαίνεται απ` το παράθυρο. Με το πέρασμα της νύχτας ήρθε κι άλλος κόσμος στο κρατητήριο και κάποιοι απ` αυτούς, τους νεοφερμένους, είναι καθισμένοι στον διπλανό πάγκο. Τώρα ο Τόλης δεν μπορεί να λέει και πολλά για τα μέσα που διαθέτει και για το πώς λειτουργεί το σύστημα, φροντίζοντας τους δικούς του ανθρώπους, και πώς «καθαρίζει» κανείς, ακόμα και για πολύ πιο σοβαρά αδικήματα, αρκεί να έχει τον κατάλληλο άνθρωπο στο κόμμα. Αυτά δε λέγονται μπροστά στους άγνωστους συγκρατούμενους, άσε που, μαζί μ’ αυτούς, ήρθε και η κούραση απ` την όλη ταλαιπωρία κι έχει αρχίσει να καταβάλει τον Τόλη που, μάταια, αντιστέκεται στον ύπνο.

    Μόνο ο Άρης ξαγρυπνά τώρα, απλωμένος στο τσιμεντένιο του κάθισμα κι ακουμπισμένος στον τοίχο, ακριβώς κάτω απ` το παράθυρο, με το ένα του πόδι να πατάει στον πάγκο και τ` άλλο τεντωμένο μπροστά, με το τακούνι του στο δάπεδο. Λεπτοκαμωμένος αυτός, πιάνει κάθε τόσο κι από ένα τσιγάρο απ` το πακέτο με τον «ΑΣΣΟ», που σε λίγο θα έχει αδειάσει. Το δεξί χέρι του, πότε ακουμπισμένο πάνω στο λυγισμένο του πόδι και πότε να περνά τα μακριά του δάχτυλα μέσα απ` τα κατάμαυρα, ολόισια, μαλλιά του με τη χωρίστρα τους αριστερά, που αφήνουν πάντα ένα τσουλούφι να πέφτει προς τη δεξιά πλευρά του μετώπου. Τα μεγάλα μάτια του, κατάμαυρα κι αυτά, ίδια με της συχωρεμένης της Σοφίας, της μάνας του, τώρα είναι καρφωμένα χαμηλά, στο παπούτσι του, που ακουμπά στο δάπεδο. Οι σκέψεις του επώδυνες, χτυπούν σαν κεραυνοί, κάθε λίγο και λογαριάζουν από μόνες τους τι καλά που ήταν, αλλά και τι τον περιμένει από δω και πέρα.

    Οι μορφασμοί στο, οβάλ, πρόσωπο όλο και το παραμορφώνουν, συνοφρυώνοντας τα μεγάλα ζυγωματικά και ανεβάζοντάς τα προς τις κόγχες των ματιών. Τα λεπτά του χείλη πιέζουν με δύναμη το ένα τ` άλλο λες και θέλει να πνίξει μέσα του μια κραυγή απόγνωσης, που είναι έτοιμη να βγει. Όλα τούτα τα καμώματα, συσπάσεις και μορφασμοί, ανεξέλεγκτα και εντελώς αυθόρμητα κάνουν τη μύτη του να δείχνει πιο μεγάλη και πιο στραβή, απ` όσο στ` αλήθεια είναι. Αυτή του η μύτη μοιάζει πολύ με του Τάκη, του πατέρα του, μεγαλύτερη απ` όσο θα `θελε ο Άρης και με μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά. Μαλλιά, μύτη και παράστημα είναι όσα έχει ο Άρης απ’ τον πατέρα του που ήταν, ή ακόμα είναι μόνο ένας Θεός ξέρει, ψηλός κι αδύνατος με μεγάλα άκρα και ωραίες αναλογίες.

    Έτσι και ο Άρης, καμιά δεκαριά πόντους πιο ψηλός από τον Τόλη, που αναδεύεται πάλι δίπλα και μια μισοξυπνάει μια ξανακοιμάται. Πήρε κάμποσα απ` τον Τάκη ο Άρης, το μπόι, τις αναλογίες, τα μακριά του δάχτυλα, όχι όμως να πάρει και τα ελαττώματά του, αυτό δε θα το επιτρέψει στον εαυτό του, ποτέ, ό,τι κι αν γίνει. Ο Τάκης δεν πρόκειται να εμφανιστεί, μια και θα συλληφθεί με το πρώτο αφού, μετά απ` τα κυνηγητά με την αστυνομία και τα μέσα-έξω στη φυλακή, είναι πλέον, απ’ το 1981, καταζητούμενος παραχαράκτης χαρτονομισμάτων.

    Αν μπορούσε, αν του δινόταν η ευκαιρία κάποτε, ο Άρης θ` άλλαζε αυτή τη μύτη, που του φαίνεται αταίριαστη μα, πάνω απ’ όλα, δε θ` ακολουθούσε τον Τόλη φτάνοντας μέχρι εδώ που βρίσκεται. Μα βλέπεις, δυστυχώς, ο χρόνος δε γυρίζει πίσω, αλλά ορμά ασυγκράτητος, κι όλο μπροστά, όπως και τώρα, που έχει από ώρα ξημερώσει και, όπως όλα δείχνουν, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Θα κοντεύει εννέα και δε φαίνεται να προλαβαίνει για τη δουλειά, ακόμα και αν έφευγε αμέσως, μια και θα `πρεπε να βρει ταξί με το πρώτο, για να πάει απ` το σπίτι, να κάνει ένα μπάνιο και ν’ αλλάξει οπωσδήποτε τα ρούχα του, μια που έχουν πνιγεί στη βρωμιά και στη σκόνη, και μετά να τρέξει ως το μαγαζί, με άλλο ταξί. Πάντως, στις δέκα πρέπει να βρίσκεται στην Αχαρνών, στην καφετέρια που δουλεύει, έτοιμος στο πόστο του για την πρωινή βάρδια.

    Εν τω μεταξύ, ξύπνησε και ο Τόλης, σηκώθηκε να ξεμουδιάσει λίγο, κι έχει αρχίσει να τεντώνεται, όσο μπορεί, με τα χέρια στην ανάταση και να κόβει βόλτες μες στο κρατητήριο ενώ ετοιμάζεται ν` ανάψει ένα ακόμα Marlboro, την ώρα που ακούγεται ένας θόρυβος στη σιδερένια πόρτα. Το μικρό παραθυράκι της ανοίγει και κάποιος αστυνομικός φωνάζει.

    «Παπαγεωργίου… πού είσαι;»

    «Εδώ» του κάνει ο Άρης πηγαίνοντας προς την πόρτα.

    «Έλα… ήρθε ο παππούς σου να σε δει, σε περιμένει.»

    Κεφάλαιο 2

    Καθώς η πόρτα ξεκλειδώνει, ο Άρης συνειδητοποιεί ότι είχε ξεχάσει εντελώς για τον παππού και τη γιαγιά του, που τους περίμεναν από χτες στου Σωτήρη. Ο παππούς τον περιμένει στον διάδρομο και, μόλις τον αντικρίζει, ορμάει να τον αγκαλιάσει όλο λαχτάρα και στοργή, με τους δυο τους να φαίνονται πολύ χαρούμενοι. Πηγαίνουν να καθίσουν, έχοντας κοντά τους διαρκώς τον αστυνομικό που παρακολουθεί τον Άρη, αν και κάπως πιο διακριτικά τώρα, σε λίγο μεγαλύτερη απόσταση από πριν, και πάντα προς το μέρος της εξόδου.

    «Τι έγινε, ρε λεβέντη; Κοτζάμ άντρας έγινες…» λέει ο Μάρκος καθώς η ματιά του ψαχουλεύει τον Άρη από πάνω ως κάτω, εξετάζοντας αν είναι ακέραιος και αβλαβής.

    «Τι να γίνει, παππούλη μου, δεν τα βλέπεις;» κάνει κι ο Άρης κατεβάζοντας το κεφάλι.

    «Τα βλέπω, μα δε θα το βάλουμε και κάτω. Τι κάνεις πες μου πρώτα, είσαι καλά, και τ` άλλα διορθώνονται», και κάνει να του πιάσει τα χέρια ο παππούς, αλλά το όργανο της τάξης επεμβαίνει αμέσως.

    «Παρακαλώ, όχι επαφές… δεν επιτρέπονται για τους κρατούμενους», κάνει στον Μάρκο.

    «Ποιους κρατούμενους, παλληκάρι μου; Ετούτος είν` έτοιμος… θα πάρει δρόμο από δω, σε λίγο φεύγουμε…» αντιδρά ο παππούς, πληροφορώντας ταυτόχρονα τον Άρη ότι η ελευθερία του πλησιάζει.

    «Όταν φύγετε, όχι εδώ μέσα. Δεν είπα τίποτα πριν, με τις αγκαλιές… να μη βρω και τον μπελά μου στο τέλος», επιμένει ο αστυνομικός.

    «Εντάξει, έχεις κι εσύ τη δουλειά σου να κάνεις, μη σε βασανίσουμε τελευταία ώρα… έχουμε καιρό εμείς…» λέει ο Μάρκος γυρίζοντας στον Άρη, που τον κοιτάζει έκπληκτος, αδημονώντας να μάθει περισσότερα.

    «Τι έγινε;» μόλις που πρόλαβε να πει, πριν τον καλέσουν στο γραφείο, όπου κάποιος αξιωματικός του ανακοινώνει ότι είναι ελεύθερος.

    Μες στη χαρά του, δε σκέφτεται καν τον Τόλη, του τον υπενθυμίζει όμως ο αστυνομικός, καθώς κάνει κι άλλες ανακοινώσεις με ύφος υπηρεσιακό, χωρίς καμιά διάθεση να συμμεριστεί τη χαρά του Άρη.

    «Η μηχανή, ευτυχώς για σένα, δεν είναι κλεμμένη. Ο ιδιοκτήτης της εντοπίστηκε κι επιβεβαίωσε το φίλο σου… μέσα…» του λέει, κάνοντας νεύμα με το κεφάλι προς το κρατητήριο. «Θα σου επιστραφούν τα προσωπικά σου αντικείμενα και είσαι ελεύθερος. Ο άλλος θα παραμείνει και θα οδηγηθεί στο αυτόφωρο. Αυτό να το θυμάσαι, βλέπεις τι μπορεί να πάθεις έτσι, από μια ανοησία. Πρόσεχε τις παρέες σου λοιπόν, και φρόντισε να μη σε ξαναφέρουν εδώ…»

    Ο Άρης είναι στον δρόμο πλέον, μαζί με τον παππού, αναζητώντας επειγόντως ένα τηλέφωνο, για να πάρει στη δουλειά του, καθώς η ώρα πήγε ήδη έντεκα παρά δέκα. Αρπάζει τ` ακουστικό στο πρώτο περίπτερο που συναντούν ενώ, ταυτόχρονα, ετοιμάζει δικαιολογίες και συγγνώμες για την αργοπορία του. Όμως, είναι να μη συμβεί το κακό αφού, όπως λένε, συνήθως δεν έρχεται μόνο του, μα το ακολουθούν πολλά άλλα, ίδια και χειρότερα απ` το πρώτο. Στο τηλέφωνο απαντά το αφεντικό του Άρη που, αν και συνηθίζει να εμφανίζεται μετά τις δώδεκα, σήμερα είναι εκεί από νωρίς και έτσι το πλήγμα έρχεται άμεσο, απόλυτο, και με συνοπτική διαδικασία, «χωρίς άλλη κουβέντα, απόλυση.»

    Βλέπει ο Μάρκος την αλλαγή του, λες και είναι άλλος άνθρωπος απ` τη μια στιγμή στην άλλη, έμεινε άγαλμα για λίγο, με τ` ακουστικό στο χέρι, και με το ζόρι βγαίνουνε τα λόγια του, αδυνατώντας να εξηγήσει τι συμβαίνει. Τον βρήκανε απανωτά οι δυσκολίες, τον έπιασαν απροετοίμαστο, ανίκανο να αντιδράσει, με όλο του το είναι παραδομένο στην, μέχρι χτες, ευτυχία του. Αυτή σκέφτεται, που τη χάνει, και σε αυτή θέλει να μείνει, καμιά διάθεση δεν έχει για αλλαγές και αναστάτωση, και ειδικά τώρα που έχει βάλει τη ζωή του σε μια τάξη. Πήρε την αναποδιά κατάκαρδα, μια που το ξέρει πως θα του χαλάσει τη βολή του, πάνω που την είχε βρει, και άντε τώρα να τον συνεφέρεις, που είναι λες κι έγινε μια έκρηξη μες στ` αυτί του την ώρα που του ανακοινώθηκε η απόλυση, σαν να `σκασε μια βόμβα, ίδια μ` εκείνες που φυτεύουν, πότε δω και πότε κει, οι τρομοκράτες και όσοι βάλθηκαν να διορθώσουνε τον κόσμο με τους σκοτωμούς.

    «Έλα, πάμε στο σπίτι τώρα… να πλυθείς, να ξεκουραστείς, και βλέπουμε, κάτι θα γίνει… περιμένει και η γιαγιά σου να σε δει…»

    «Ναι, ας πάμε να δω και τη γιαγιά, αλλά στο σπίτι

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1