Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Άφησα την καρδιά μου στη Χώρα του Ποτέ: Περιπέτειες στη Χώρα του Ποτέ, #1
Άφησα την καρδιά μου στη Χώρα του Ποτέ: Περιπέτειες στη Χώρα του Ποτέ, #1
Άφησα την καρδιά μου στη Χώρα του Ποτέ: Περιπέτειες στη Χώρα του Ποτέ, #1
Ebook324 pages6 hours

Άφησα την καρδιά μου στη Χώρα του Ποτέ: Περιπέτειες στη Χώρα του Ποτέ, #1

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Στη Χώρα του Ποτέ συμβαίνει κάτι παράξενο...

Η Αντζελίνα Μακφάρλαντ τρελαίνεται για παραμύθια αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα «πέσει» μέσα σε ένα από αυτά. Κυριολεκτικά να πέσει! Ποιο είναι το ιπτάμενο αγόρι που την έσωσε; Γιατί δεν θέλει να μεγαλώσει;

Απεγνωσμένη να αποδράσει από το καταραμένο νησί, η Αντζελίνα συναντάει έναν άκαρδο και ατρόμητο πειρατή. Ο Χούκ την αιχμαλωτίζει και την κρατάει όμηρό του στο Τζόλι Ρότζερ προκειμένου να δελεάσει το ιπτάμενο αγόρι να βγει από την κρυψώνα του.

Είναι ο Χούκ ο άκαρδος άνδρας για τον οποίο έχει ακούσει τόσα αρνητικά; Όσο περισσότερο χρόνο περνάει μόνη μαζί του, η Αντζελίνα αναρωτιέται ποιος είναι στ’ αλήθεια ο κακός της ιστορίας…και ποιος δεν είναι.

LanguageΕλληνικά
PublisherAnna Katmore
Release dateJun 4, 2020
ISBN9781071550991
Άφησα την καρδιά μου στη Χώρα του Ποτέ: Περιπέτειες στη Χώρα του Ποτέ, #1
Author

Anna Katmore

“I’m writing stories because I can’t breathe without.”At six years old, Anna Katmore told everyone she wanted to be an author after she discovered her mother's typewriter on a rainy afternoon. She could just see herself typing away on that magical thing for the rest of her life.In 2012, she finished her first young adult romance “Play With Me” and decided to take the leap into self-publishing. When the book hit #1 on Amazon’s bestseller lists within the first week after publication, Anna knew it was the best decision she could have made.Today, she lives in an enchanted world of her own, where she combines storytelling with teaching, and she never tires of bringing a little bit of magic into the lives of her beloved readers, too.Anna’s favorite quote and something she lives by:If your dreams don't scare you, they aren't big enough.

Related to Άφησα την καρδιά μου στη Χώρα του Ποτέ

Titles in the series (1)

View More

Related ebooks

Reviews for Άφησα την καρδιά μου στη Χώρα του Ποτέ

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Άφησα την καρδιά μου στη Χώρα του Ποτέ - Anna Katmore

    Περιεχόμενα:

    Κεφάλαιο 1

    Κεφάλαιο 2

    Κεφάλαιο 3

    Κεφάλαιο 4

    Κεφάλαιο 5

    Κεφάλαιο 6

    Κεφάλαιο 7

    Κεφάλαιο 8

    Κεφάλαιο 9

    Κεφάλαιο 10

    Κεφάλαιο 11

    Κεφάλαιο 12

    Κεφάλαιο 13

    Κεφάλαιο 14

    Κεφάλαιο 15

    Κεφάλαιο 16

    Κεφάλαιο 17

    Κεφάλαιο 18

    Κεφάλαιο 19

    Κεφάλαιο 20

    Κεφάλαιο 21

    Κεφάλαιο 22

    Κεφάλαιο 23

    Τρεις μήνες αργότερα...

    Λίστα αναπαραγωγής

    Κεφάλαιο 1

    Αντζελίνα

    ΈΝΑ ΚΟΥΒΑΡΙ από πυρόξανθα μαλλιά κουλουριάστηκε στο κρεβάτι μου χαζογελώντας. «Έιντζελ! Έιντζελ σταμάτα! Θα κατουρηθώ πάνω μου!»

    Σταμάτησα αμέσως να γαργαλάω τη μικρή μου αδερφή, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και την πήρα αγκαλιά ρίχνοντάς της το βλέμμα αν-το-κάνεις-αυτό-θα-σου-ξεμαλλιάσω-το-αρκουδάκι. Ξέρει ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αλλά η απειλή και μόνο έχει αποτέλεσμα κάθε φορά.

    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο η πανομοιότυπη εκδοχή του πεντάχρονου που έχω στην αγκαλιά μου. Μόνο που αυτή φοράει το μοβ νεραϊδένιο της φόρεμα με τα διχτυωτά φτερά που είναι ραμμένα στην πλάτη. Η μικρούλα στριφογυρίζει με νεύρα και αναρωτιέμαι αν πέρασε το προηγούμενο μισάωρο στο πάτωμα παίζοντας με τις κούκλες της.

    Κουνάει ζωηρά μπροστά στο πρόσωπό μου το λαμπερό ροζ νεραϊδένιο της ραβδί που έχει ένα αστέρι στην κορυφή. «Γιατί η Παουλίνα τσιρίζει πάλι λες και πήρε φωτιά το σπίτι της Μπάρμπι;»

    Το σπίτι της Μπάρμπι δεν κάηκε... ολοσχερώς. Πήρε φωτιά πριν λίγες εβδομάδες όταν ανάψαμε μερικά κεριά την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο μπαμπάς έριξε μια κουβέρτα - το αγαπημένο κασμιρένιο κουβερλί της μαμάς - πάνω στο ξύλινο σπίτι και έσβησε τις φλόγες. Το σπίτι σώθηκε αλλά η δυτική του πλευρά χρειάστηκε αποκατάσταση και οι αδερφές μου με ζάλισαν να βάψω τους τοίχους του σαλονιού σε έντονο ροζ για να καλυφθούν τα σημεία που κάηκαν.

    «Τσιρίζει γιατί ο άσχημος Κάπτεν Χούκ κυνηγάει μετά μανίας ξανά τις όμορφες, μικρές πριγκίπισσες», είπα μέσα από τα δόντια μου, πριν βάλω την Παουλίνα στο κρεβάτι μου και αρχίσω να κυνηγάω την φασαριόζα Μπρίτνι Ρενέ η οποία τρέχει με φόρα προς τον διάδρομο για να σωθεί φορώντας τα λούστρινα, μπορντό, δερμάτινα παπούτσια της.

    Κατάφερα να την πιάσω πριν προλάβει να φτάσει στο δωμάτιο των γονιών μας και μου κλείσει, χωρίς αμφιβολία, με δύναμη την πόρτα στα μούτρα. Τυλίγοντας το ένα χέρι γύρω από το μικροσκοπικό της σώμα, την άρπαξα και βουτήξαμε μαζί στο πελώριο κρεβάτι το οποίο θα είναι άδειο απόψε γιατί οι γονείς μας θα πάνε σε άλλη μία φιλανθρωπική οργάνωση, κάτι που κάνουν σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο. Λύγισα το δάχτυλό μου για να μοιάζει σαν τον γάντζο ενός αδίστακτου πειρατή, «Είμαι ο καπετάνιος όλων των πειρατών και θα σε πετσοκόψω με τον γάντζο μου από την κοιλιά σου έως την μύτη σου», είπα με βαθιά και βροντερή φωνή.

    Η Μπρίτνι Ρενέ έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο μου και χαχάνισε. Μόλις άρχισα να την γαργαλάω, ξέσπασε στα γέλια σαν ένα ηφαίστειο που εκρήγνυται.

    Δεν υπάρχει τίποτα άλλο σε αυτόν τον κόσμο που να με χαροποιεί περισσότερο από το γέλιο των διδύμων. Η ανέμελη στάση τους στη ζωή με ξεσηκώνει κάθε φορά, είτε πρόκειται για την προετοιμασία της αποφοίτησής μου από το λύκειο στα μέσα της σχολικής χρονιάς η οποία θα γίνει σε λίγους μήνες είτε πρόκειται για τις φορές που βοηθάω την κυρία Λίντα στις δουλειές του σπιτιού.

    Στους γονείς μου δεν αρέσει που βοηθάω την ηλικιωμένη οικιακή βοηθό μας σε δουλειές της κουζίνας «Τα κορίτσια που κατάγονται από μια καλή οικογένεια δεν λερώνουν τα χέρια τους» με αυτά τα λόγια με μεγάλωσαν. Δεν με άφηναν να παίζω στα χώματα μαζί με τα άλλα παιδιά ούτε με άφηναν να φοράω σκισμένα τζιν με φούτερ ή να ακούω ροκ μουσική στο δωμάτιό μου χωρίς να φοράω ακουστικά.

    Όταν έφυγε η νταντά των κοριτσιών την περασμένη άνοιξη και οι γονείς μου δυσκολεύονταν να βρουν μια αντικαταστάτρια που ήταν εξίσου καλή, άδραξα την ευκαιρία για μια αλλαγή. Προσφέρθηκα να προσέχω τα κορίτσια τα σαββατοκύριακα αν οι γονείς μου με άφηναν να φοράω κανονικά ρούχα και όχι φαρδιές μπλούζες, ταγέρ ή κλασικά φορέματα, τουλάχιστον μέσα στο σπίτι και όταν δεν περιμέναμε επισκέπτες για πρωτοκλασάτα δείπνα. Το σιχαίνομαι όταν ντύνομαι σαν μυστικοσύμβουλος της βασίλισσας.

    Η μαμά συμφώνησε μετά από μια μεγάλη συζήτηση γεμάτη αναστεναγμούς. Ο μπαμπάς επέμενε να συνεχίσουν να ψάχνουν για νέα νταντά αλλά όταν οι δίδυμες τον κοίταξαν με το γλυκό, κουταβίσιο βλέμμα τους υπέκυψε κι αυτός. Κανείς σε αυτήν την οικογένεια δεν μπορεί να αντισταθεί στο εκφραστικό βλέμμα της Παουλίνα ή της Μπρίτνι Ρενέ ειδικά όταν χρησιμοποιούν την μαγική λέξη «σε παρακαλώ».

    Η προϋπόθεση που έθεσε ο μπαμπάς μου για να με αφήσει να φορέσω τα ρούχα που θέλω εγώ μέσα στο σπίτι ήταν να συναντηθώ με τον Τζάσπερ Αλένσικ, τον γιο του συνεταίρου του, ο οποίος προφανώς σχετίζεται με τη βασιλική οικογένεια με κάποιον περίεργο τρόπο. Συμφώνησα αλλά αργότερα γείωσα απότομα τον μπαμπά όταν του είπα ότι η συμφωνία μας είναι: Θα βγω με τον τύπο μόνο αν μου αρέσει τουλάχιστον σε ποσοστό εξήντα πέντε τοις εκατό, κάτι που δεν ισχύει.

    Ο Τζάσπερ Αλένσικ είναι κόπανος. Είναι ψηλός, αδύνατος και έχει τα λαδωμένα μαύρα μαλλιά του σε πλαϊνή χωρίστρα. Πίνει τοματοχυμό με κάθε γεύμα ο οποίος βγαίνει από τη μύτη του κάνοντάς τον να ξεσπάει σε γέλια με κάτι που δεν είναι καθόλου αστείο, όπως τα γελοία άρθρα των Financial Times.

    Μετά από μια μεγάλη σχολική μέρα στο Λονδίνο, μου αρέσει να πίνω γάλα με γεύση φράουλας μαζί με τις τηγανιτές μου πατάτες όταν προλαβαίνω να πεταχτώ στο Burger King, αλλά ποτέ δεν το βγάζω από την μύτη μου με ή χωρίς γέλια.

    Συνήθως δεν έχουμε γάλα με γεύση φράουλας στο σπίτι γιατί δεν αρέσει πολύ στον μπαμπά, επίσης δεν τρώμε τηγανητές πατάτες. Έχουν νουθετήσει την κυρία Λίντα να μας σερβίρει φαγητά όπως αστακό, φιλέτο κοτόπουλο και μερικές φορές ακόμα και χαβιάρι με το ψωμί του τοστ. Η Μπρίτνι Ρενέ και η Παουλίνα επιτρέπεται να μην φάνε το ορεκτικό από αυγά ψαριού αλλά εγώ από την πρώτη στιγμή που έκλεισα τα δώδεκα, μου ανακοινώθηκε ότι πρέπει να συνηθίσω την απαίσια γεύση αυτού του πράγματος για να μην ντροπιάσω ξανά τους γονείς μου φτύνοντας το στο πιάτο μου μπροστά στους καλεσμένους μας. Ναι, κάποιες φορές είναι εξαντλητικό να είσαι το πρωτότοκο παιδί στην οικεία του Τζόρτζ ΜακΦάρλαντ.

    Σήκωσα την Μπρίτνι Ρενέ κρατώντας την από την μέση, «Τώρα πρέπει να ξαναστρώσεις το κρεβάτι τους», είπε αυτή και ανέμισε το ραβδί της σε μένα.

    Την υπάκουσα. Η κυρία Λίντα στρώνει τα κρεβάτια των κοριτσιών τουλάχιστον πέντε φορές την ημέρα για να είναι ευχαριστημένοι οι γονείς μου αφού έχουν κόλλημα με το συγύρισμα. Εγώ στρώνω μόνη μου το κρεβάτι μου κάθε πρωί και προσπαθώ να το διατηρήσω έτσι μέχρι το βράδυ, αλλά αυτό δεν συμβαίνει συχνά οπότε το ξαναστρώνω όσο συχνά στρώνει και η κυρία Λίντα των κοριτσιών. Οι τρέλες και τα παιχνίδια με τις αδερφές μου στο κρεβάτι των γονιών μας δεν επιτρέπεται και αυτό είναι ένας απαράβατος κανόνας. Δεν μας επιτρέπεται καν να μπαίνουμε σε αυτό το δωμάτιο. Αλλά ο Τζόρτζ και η Μέρι λείπουν, οπότε ποιος θα μας σταματήσει από το να μετατρέψουμε την έπαυλη σε παιδική χαρά.

    Τράβηξα τις άκρες από τα σεντόνια και τις ίσιωσα με τις παλάμες μου μέχρι να είναι ξανά αψεγάδιαστες και απόλυτα λείες. Η μικρή ζουζουνονεράιδα με άφησε ήσυχη και μάλλον πήγε στο δωμάτιό της για να συνεχίσει το πάρτι τσαγιού με τις κούκλες της. Μόλις έσβησα το φως στο δωμάτιο και βγήκα στον ατέλειωτο, στρωμένο με μοκέτες, διάδρομο, η Παουλίνα πήδηξε μέσα στην αγκαλιά μου. Την σήκωσα πάνω και αναρωτήθηκα γιατί έχει αυτό το πελώριο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της που μοιάζει σαν κλόουν σε παιδικό πάρτι. Συνήθως σημαίνει ότι έχει κάποια φαεινή ιδέα... ή ότι η κυρία Λίντα έφερε κρυφά στο σπίτι των ΜακΦάρλαντ σπιτικά μπισκότα, όπως έγινε σήμερα το απόγευμα.

    «Τι συμβαίνει, μικρό μου κουνελάκι;» την ρώτησα και πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τα μακρυά, ίσια της μαλλιά που είναι πυκνά σαν χόρτα.

    «Σου έχω μια έκπληξη».

    Ωωωχχ. Στην τελευταία της έκπληξη μου έβαψε μια τούφα μαλλιών πράσινα. Ευτυχώς που οι δακτυλομπογιές δεν είναι μόνιμη βαφή μαλλιών. Έκρυψα την γκριμάτσα μου πίσω από ένα ψεύτικο χαμόγελο «Τέλεια! Για να δούμε».

    «Είναι ένα τατουάζ».

    «Γαμώτο!»

    Η Παουλίνα κάλυψε αμέσως το στόμα της με τα μικροσκοπικά της χεράκια και πήρε μια βαθιά ανάσα σοκαρισμένη αλλά δεν με νοιάζει. Οι γονείς μου δεν είναι εδώ για να με στείλουν τιμωρία στο δωμάτιό μου επειδή έβρισα. Με μια μικρή αίσθηση πανικού, άφησα κάτω την αδερφή μου, έσκυψα μπροστά της και σήκωσα τα μανίκια από το κόκκινο φούτερ με το πάντα, ένα τη φορά, ελέγχοντας τα χέρια της για οποιαδήποτε φιγούρα.

    Αυτή χαχάνισε «Όχι για μένα, χαζούλα».

    Ουφ! Η μαμά θα με σκότωνε.

    «Είναι το όνομά σου οπότε εσύ πρέπει να το κάνεις», με ενημέρωσε η Παουλίνα και το πιγούνι μου άγγιξε το στέρνο μου.

    «Τι;»

    Άπλωσε το χέρι της και άνοιξε την χούφτα της. Στην παλάμη της βρίσκεται ένα χάρτινο απόκομμα με τη λέξη Έιντζελ γραμμένη πάνω του. Μόνο οι δίδυμες με λένε έτσι και είναι η μοναδική λέξη που ξέρουν να γράφουν μέχρι στιγμής. Μετά από αίτημά τους έπρεπε να τις διδάξω, μέσα σε μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο μόνος, χαριτωμένος λόγος για τον οποίο με φωνάζουν Έιντζελ είναι ότι δεν θα μπορούσαν να προφέρουν σωστά το Αντζελίνα μόλις αρχίσουν να μιλάνε. Διαφορετικά θα ήταν εντελώς γελοίο να με φωνάζουν Έιντζελ. Σοβαρά, δεν έχω καμία σχέση με άγγελο. Δεν κληρονόμησα τις αγγελικές, ξανθιές μπούκλες της μαμάς αλλά τα κατάμαυρα μαλλιά του μπαμπά, τα οποία έχω κόψει σε κοντό καρέ. Το χρώμα της επιδερμίδας μου είναι χλωμό και τα σκούρα καστανά μάτια μου ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο πρόσωπό μου.

    Πήρα το απόκομμα από το χέρι της αδερφής μου και το κοίταξα προσεχτικά. Είναι ένα από αυτά τα τατουάζ που βρίσκεις στα περιοδικά με πριγκίπισσες της Disney. Τα γράμματα είναι καλλιγραφικά και σε μοβ χρώμα και από κάτω υπάρχει μια αχνή σειρά από μικρά αστέρια. Τέλεια... και πού θέλει να το βάλω ακριβώς; Στο μέτωπό για να με κατσαδιάσουν το πρωί οι γονείς μου;

    Λες και είναι μέσα στο μυαλό μου, η Παουλίνα ανασήκωσε τους ώμους της και είπε «Μπορούμε να το βάλουμε στη μέσα πλευρά του μπράτσου σου. Φοράς συνέχεια μαύρα πουλόβερ, η μαμά δεν θα το δει».

    Ποιος θα μπορούσε να πει όχι σε ένα τόσο γλυκό πρόσωπο που έχει σχήμα καρδιάς; Αναστέναξα βαθιά και έβαλα μια υπενθύμιση στο μυαλό μου να το βγάλω με νερό αύριο το πρωί πριν κατέβω για πρωινό. «Εντάξει... ας το κάνουμε».

    Τη συνόδευσα στο μπάνιο στο τέλος του διαδρόμου. Το φως άναψε αμέσως μόλις ανοίξαμε την πόρτα και αντανακλάται παντού στα λαμπερά πλακάκια σε χρώμα ροδακινί και λευκό. Κάθισα στην άκρη της οβάλ λευκής μπανιέρας και παρατηρώ τον μικρό και πολυάσχολο νάνο καθώς βγάζει το σκαμνί κάτω από το νιπτήρα για να ανέβει πάνω του και να φτάσει τη βρύση. Έπειτα, φέρνει ένα βρεγμένο πανί και το πιέζει με ελαφρές κινήσεις στο χέρι μου ενώ περιμένω υπομονετικά.

    Όταν τελείωσε και ακτινοβολούσε από χαρά, εμφανίστηκε η ζουζουνονεράιδα στην πόρτα, «Τι κάνετε εσείς οι δύο εδώ;» ρώτησε και έβαλε αυταρχικά τις μικρές μπουνιές της στους γοφούς της. Επιτέλους μια φορά που δεν έφερε το ραβδί της.

    «Έκανα τατουάζ το όνομα της Έιντζελ στο μπράτσο της», την ενημέρωσε η Παουλίνα.

    «Αλήθεια;» Η Μπρίτνι Ρενέ αρχίζει να χορεύει μπροστά μας και χειροκρότησε όταν είδε το αποτέλεσμα. «Αχ είναι τόσο όμορφο! Δεν πρέπει να πλύνεις ξανά το χέρι σου και πρέπει να το αφήσεις εκεί για πάντα».

    «Γιατί; Για να χρησιμοποιώ το μπράτσο μου σαν σκονάκι σε περίπτωση που ξεχάσω το όνομά μου;»

    Η Παουλίνα πήρε μια έκφραση απορίας, «Τι είναι τσκονάκι;»

    «Είναι κάτι που έχεις σε... αχ άστο ξέχνα το». Καλύτερα να αλλάξω το θέμα και να σώσω τον εαυτό μου από άλλη μία ανάκριση τύπου τι και γιατί που πάντα μου προκαλεί πονοκέφαλο. Κάτω, το ψηλό ρολόι του παππού χτύπησε όταν πήγε οχτώ η ώρα, «Ώρα για ύπνο κορίτσια».

    Οι δίδυμες χαμογελούν επειδή κάθε φορά που είμαστε μόνες στο σπίτι, αρχίζει η ίδια διαδικασία για να πάνε για ύπνο. Η καθεμία πιάνει θέση στο κρεβάτι της Παουλίνας, η Μπρίτνι Ρενέ φέρνει ένα βιβλίο και εγώ το διαβάζω. Αυτό το κάνουμε πριν από τα υπόλοιπα, όπως το βούρτσισμα των δοντιών και τις πιτζάμες, μιας και η Μπρίτνι Ρενέ θέλει να φοράει την στολή της μέχρι το τελευταίο λεπτό.

    Απλώθηκα στο κρεβάτι και ακούμπησα στο κεφαλάρι, άφησα τις αδερφές μου να βολευτούν δίπλα μου, η καθεμιά στην μεριά της, και άνοιξα το βιβλίο που μου έφερε η Μπρίτνι Ρενέ. Είναι ο Πίτερ Πάν. Δεν εκπλήσσομαι. Είναι το αγαπημένο τους και τους το διαβάζω κάθε δεύτερη νύχτα. Οι δίδυμες συλλαβίζουν κάθε γραμμή καθώς εγώ διαβάζω.

    Έχοντας τα κορίτσια κολλημένα πάνω μου, αρχίζω να ζεσταίνομαι στο ήδη ζεστό δωμάτιο. Βγάζω το φούτερ μου και το πετάω στην άκρη του κρεβατιού, έπειτα συνεχίζω την ανάγνωση.

    «Ο πειρατής πήρε τα παιδιά στο πελώριο πλοίο του, το Τζόλι Ρότζερ», είπαμε ταυτόχρονα και οι τρεις μας με τον ίδιο δραματικό τόνο στη φωνή μας, «Τα έδεσε στο κατάρτι στη μέση του καραβιού και γέλασε μπροστά στα φοβισμένα πρόσωπά τους. Το βρώμικο πλήρωμα ζητωκραύγασε τον καπετάνιο τους, ο καθένας άρχισε να ανεμίζει μια σημαία. Γιατί όλοι ήξεραν, ότι σήμερα είναι η ημέρα που ο Πίτερ Παν θα χάσει τη μάχη».

    «Ωχ, όχι», κλαψούρισε η Παουλίνα μόλις πήρα μια ανάσα και γύρισα τη σελίδα, «Τι θα γίνει αν ο άσχημος Κάπτεν Χούκ τον πιάσει αυτή τη φορά;»

    Αποστρέφω το αγανακτισμένο βλέμμα μου. Ξέρει πολύ καλά πώς τελειώνει το παραμύθι. Αλλά κάθε φορά που το διαβάζουμε, είναι τόσο απορροφημένη στο παραμύθι που ο φόβος της είναι πραγματικός και σφίγγει τα μικροσκοπικά χεράκια της σε γροθιές.

    Άφησα τα κορίτσια να κοιτάξουν για λίγο τις εικόνες πριν ανακαλύψουμε μαζί το τέλος και ανασάνουμε με ανακούφιση, κι εγώ μαζί με αυτές. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Ενδεχομένως λόγω της άκρως κολλητικής χαράς των διδύμων κάθε φορά που διαβάζω το παραμύθι για τον Πίτερ Παν.

    Έκλεισα το βιβλίο και το ακούμπησα στο κομοδίνο της Παουλίνας. Σίγουρα θα το διαβάσουμε πάλι αύριο το βράδυ. Τα κορίτσια ξέρουν τι θα ακολουθήσει και, χωρίς παράπονα, πήγαν στο μπάνιο για να βουρτσίσουν τα δόντια τους. Ενώ είναι στο μπάνιο, άνοιξα τις γαλλικές πόρτες που οδηγούν σε ένα ημικυκλικό βικτοριανό μπαλκόνι. Στο φως του φεγγαριού, οι νιφάδες του χιονιού που πέφτουν σιγά σιγά προς τα κάτω μοιάζουν με μια ρομαντική βροχή αστεριών.

    Με περικυκλώνει ένα κρύο αεράκι. Ανατριχιάζω και το κρύο διαπερνάει τα γυμνά μου μπράτσα, τότε θυμήθηκα ότι οι γαλλικές πόρτες στο δωμάτιό μου είναι ανοιχτές εδώ και δύο ώρες. Έκλεισα τις πόρτες αφήνοντας το κρύο έξω από το δωμάτιο των αδερφών μου και πάω στο δικό μου δωμάτιο. Έχει παγωνιά εδώ μέσα αλλά προτού κλείσω τις γαλλικές πόρτες, δεν μπορώ να αντισταθώ στις νιφάδες χιονιού που χορεύουν ρυθμικά και βγαίνω έξω. Σέρνω τα πόδια μου πάνω στο λεπτό στρώμα χιονιού στο τσιμεντένιο μπαλκόνι ανοίγοντας ένα μονοπάτι με τα παπούτσια του τένις.

    Τα χέρια μου αγκάλιασαν τα μαρμάρινα κάγκελα, γέρνω το κεφάλι μου προς τα πάνω και πιάνω με το στόμα μου μερικές νιφάδες χιονιού. Οι νιφάδες έλιωσαν στη γλώσσα μου και πολλές πέφτουν στο πρόσωπό μου και μπερδεύονται με τις βλεφαρίδες μου. Είναι η αγαπημένη μου εποχή του χρόνου. Όλα είναι ήρεμα και γαλήνια έξω. Κοίταξα κάτω στον κήπο μας και φαντάστηκα ένα ελάφι να βγαίνει πίσω από τα δέντρα, αλλά δεν έγινε τίποτα. Μένουμε λίγο πιο έξω από το Λονδίνο. Δεν έχουμε τη βαβούρα της πόλης εδώ αλλά είμαστε αρκετά μακρυά από το δάσος για να δούμε κάποιο ελάφι ή κάποιο κουνέλι να τρέχει.

    «Έιντζελ!»

    Με το στόμα μου ακόμα ανοιχτό και την γλώσσα μου να πασχίζει να πιάσει περισσότερο χιόνι, γύρισα από την άλλη και βρήκα την ζουζουνονεράιδα έξω στο μπαλκόνι της Παουλίνας. Μας χωρίζουν μόνο τρία μέτρα και η κορυφή της φλαμουριάς που είναι φυτεμένη κοντά στο σπίτι και ανάμεσα από τα μπαλκόνια μας. Ισιώνω την πλάτη μου και ρωτάω «Τι συμβαίνει;»

    «Ξέχασες το φούτερ σου», μου απαντάει και άπλωσε τα μικροσκοπικά χεράκια της για να μου δώσει το μαύρο μου φούτερ.

    «Πέταξέ το!» περπάτησα μέχρι την αριστερή μεριά του μπαλκονιού μου και άπλωσα τα χέρια μου για να πιάσω το φούτερ μου που μοιάζει με μια υφασμάτινη μπάλα. Αλλά το σημάδι της είναι τόσο άστοχο όσο και το γούστο της μητέρας μου στη μουσική, έτσι το φούτερ προσγειώθηκε στην κορυφή του δέντρου. «Ωχ, όχι» αναστέναξα και σκύβω μπροστά στα κάγκελα όσο πιο έξω μπορούσα αλλά δεν υπάρχει πιθανότητα να πιάσω το φούτερ. Έχει εγκλωβιστεί μέσα στα πυκνά κλαδιά.

    Είναι μόνο μερικά εκατοστά μακρυά από μένα, έτσι κρατιέμαι από την πρόσοψη του σπιτιού και σκαρφαλώνω στο φαρδύ, μαρμάρινο κάγκελο. Τώρα μπορώ να σκύψω λίγο πιο έξω και μπόρεσα επιτέλους να πιάσω το ένα μανίκι. Το κρατάω σφιχτά στα δάχτυλά μου και θέλω να κατέβω από το κάγκελο αλλά γλιστράει από το χιόνι, έτσι γλίστρησα κι εγώ. Μια τσιριχτή στριγκλιά ξεπήδησε από τον λαιμό μου καθώς προσπαθώ μετά μανίας να ανακτήσω την ισορροπία μου. Προσεύχομαι ότι με κάποιο τρόπο θα προσγειωθώ στο μπαλκόνι μου. Αλλά μόλις είδα την σοκαρισμένη έκφραση στο πρόσωπο της Μπρίτνι Ρενέ καθώς πέφτω κάτω, κατάλαβα ότι αυτό θα πονέσει.

    Κεφάλαιο 2

    Αντζελίνα

    ΣΥΝΕΧΙΖΩ ΝΑ ΠΕΦΤΩ, τσιρίζω, ουρλιάζω. Ο κρύος άνεμος με μεταφέρει μέσα σε έναν ανεμοστρόβιλο με μεγάλη ταχύτητα. Άνοιξα τα μάτια μου τα οποία για κάποιο λόγο είχα κλειστά μέχρι τώρα. Δεν υπάρχει τίποτα γύρω μου... πραγματικά, τίποτα. Κοιτάζω έναν πεντακάθαρο, μπλε καλοκαιρινό ουρανό. Ο πανικός συσσωρεύεται στο στήθος μου. Ακόμα πέφτω, πού ακριβώς είμαι;

    Στο δεξί μου χέρι κρατώ σφιχτά το μανίκι από ένα μαύρο φούτερ το οποίο κυματίζει πάνω από το κεφάλι μου σαν ένα μπαλόνι γεμάτο με ήλιο. Δεν κάνει τίποτα για να κόψει την ταχύτητα. Τότε επανέρχεται η μνήμη μου. Ωχ, το μπαλκόνι! Έχασα την ισορροπία μου. Θα έπρεπε να είχα προσγειωθεί στο έδαφος και να έχω σπάσει κάθε μικρό οστό στο σώμα μου... Οπότε, γιατί δεν έχω προσγειωθεί;

    Γύρισα από την άλλη και κοίταξα προς τα κάτω. Αφράτα σύννεφα επιπλέουν από κάτω μου. Μπορώ να δω τη σκιά μου να ζωγραφίζεται πάνω στη λευκή, πουπουλένια μάζα καθώς πλησιάζω και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα περνώ από μέσα της.

    Η κραυγή μου ξεθωριάζει και τη θέση της παίρνει ένα τρομαγμένο κλαψούρισμα. Καθώς βγαίνω από τα σύννεφα, μπόρεσα επιτέλους να δω έδαφος. Πυκνούς καταπράσινους λόφους, μια πυκνωτή ζούγκλα και στο βάθος πολύχρωμα σπίτια που πλαισιώνουν ένα παλιό λιμάνι. Το νησί στο οποίο κατευθύνομαι με ταχύτητα έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Δεν υπάρχει τίποτα από κάτω για να σταματήσει την πτώση μου.

    Αυτό που συμβαίνει είναι τρελό. Ο κόσμος δεν πέφτει έτσι απλά από τον ουρανό. Τραβώ με δύναμη το φούτερ στο στήθος μου και το αγκαλιάζω σφιχτά με τρεμάμενα χέρια. Ω Θεέ μου, σε λίγα λεπτά θα γίνω χαλκομανία στο έδαφος.

    Πέφτω με πολύ μεγάλη ταχύτητα στη ζούγκλα. Το γαλάζιο νερό της Καραϊβικής που περιβάλλει το νησί απομακρύνεται από τον ορίζοντά μου. Από κάτω μου υπάρχουν μόνο δέντρα και θάμνοι. Ένα ψηλότερο δέντρο ξεχωρίζει από ένα μικρό κενό και έχασα την πλατιά κορυφή του για λίγα μέτρα.

    Καθώς περνάω μέσα από τις κορυφές των κλαδιών, βλέπω ένα πρόσωπο ανάμεσα στα φύλλα. Ο άνθρωπος που με είδε, ρίχτηκε γρήγορα μπροστά και σταμάτησε στο τέρμα του μεγαλύτερου κλαδιού. Ω Θεέ μου, είναι ένα αγόρι που φοράει ένα καταπράσινο μπλουζάκι και ένα καφέ δερμάτινο παντελόνι που μοιάζει με τα κλαδιά του δέντρου. Ακολουθεί με το έκπληκτο βλέμμα του την πτώση μου και στη συνέχεια κάνοντας τα χέρια του σαν χωνί φώναξε: «Προσοχή! Βρέχει κορίτσια σήμερα!»

    Μου πήρε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω ότι δεν μιλάει σε μένα αλλά σε μια ομάδα αγοριών που βρίσκονται στο έδαφος και που πρόκειται να συνθλίψω σε λίγα δευτερόλεπτα. Όλα τους ανασήκωσαν τα κεφάλια τους και με κοίταξαν σοκαρισμένα... και μόλις συνέβη το πιο παράξενο πράγμα. Από το πουθενά, το καθένα τους έβγαλε και άνοιξε από μια μαύρη ομπρέλα και τις τέντωσαν λες και εγώ θα πέσω πάνω τους και θα πεταχτώ προς τα πάνω όπως η βροχή.

    ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΑ;

    Πλησιάζοντας προς το τέλος μου, φωνάζω με όση δύναμη έχει απομείνει στους πνεύμονές μου. Αλλά ακριβώς λίγο πριν προσγειωθώ, κάτι με άρπαξε και με σήκωσε ψηλά. Είναι ο τύπος με το πράσινο μπλουζάκι και μόλις με έσωσε, «Ουφ, κοπελιά! Τσιρίζεις σαν ένα γουρούνι που το πάνε για σφαγή. Σε πειράζει να σταματήσεις να τσιρίζεις;» μού είπε κάνοντας μια γκριμάτσα και με αγκάλιασε σφιχτά ακουμπώντας το στήθος του στο δικό

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1