Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Κριτική του καθαρού λόγου (Critique of pure reason - Greek edition)
Κριτική του καθαρού λόγου (Critique of pure reason - Greek edition)
Κριτική του καθαρού λόγου (Critique of pure reason - Greek edition)
Ebook1,059 pages7 hours

Κριτική του καθαρού λόγου (Critique of pure reason - Greek edition)

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Από τις τρεις Κριτικές του Kant που εθεμελίωσαν στα τέλη του 18ου αιώνα τη φιλοσοφική σκέψη σε νέες αρχές και άνοιξαν τους ορίζοντες για το μέγα κίνημα του Γερμανικού Ιδεαλισμού, της Κριτικής του καθαρού λόγου (1781Α, 1787Β), την Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και την Κριτική της κριτικής δυνάμεως (1790), η πρώτη Κριτική είναι ασφαλώς η πιο γνωστή αλλά και η λιγότερο δημοφιλής, γιατί ξεσκεπάζει βαθύτατα ριζωμένες γνωστικές προκαταλήψεις και αναγκάζει τη σκέψη ν’ ακολουθήσει νέους δρόμους που οδηγούν συχνά σ’ ένα αδιαπέραστο δάσος εννοιολογικών όρων και σχημάτων, για το οποίο χρειάζεται, χωρίς άλλο, ειδικός οδηγός και πλούσιος ερμηνευτικός υπομνηματισμός.
LanguageΕλληνικά
Release dateSep 13, 2023
ISBN9789600240870
Κριτική του καθαρού λόγου (Critique of pure reason - Greek edition)
Author

Immanuel Kant

Immanuel Kant was a German philosopher and is known as one of the foremost thinkers of Enlightenment. He is widely recognized for his contributions to metaphysics, epistemology, ethics, and aesthetics.

Related to Κριτική του καθαρού λόγου (Critique of pure reason - Greek edition)

Titles in the series (7)

View More

Related ebooks

Reviews for Κριτική του καθαρού λόγου (Critique of pure reason - Greek edition)

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Κριτική του καθαρού λόγου (Critique of pure reason - Greek edition) - Immanuel Kant

    ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ

    ΣΕΙΡΑ:

    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΕΙΡΑΣ: Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ

    Immanuel Kant

    Κριτική του καθαρού λόγου

    ISBN: 978-960-02-4087-0

    Copyright © 2023:          Εκδόσεις Παπαζήση Α.Ε.Β.Ε.

    Νικηταρά 2, & Εμμ. Μπενάκη, 106 78 Αθήνα

    Τηλ.: 210 38.22.496, 210 38.38.020

    Fax: 210 38.09.150

    site: www.papazissi.gr e-mail: papazisi@otenet.gr

    Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο χωρίς σχετική άδεια του Eκδότη.

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ

    ΜΟΤΤΟ

    Η ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΣΤΟ ΒΑΡΩΝΟ ΤΟΥ ZEDLITZ

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ Α ΚΑΙ Β ΕΚΔΟΣΗ

    Ι. Διαφορά της καθαρής και της εμπειρικής γνώσης

    II. Κατέχομε μερικές a priori γνώσεις και τέτοιες δεν λείπουν ποτέ ακόμα και από τον κοινό νου

    III. Η φιλοσοφία έχει ανάγκη μιας επιστήμης που να καθορίζει τη δυνατότητα, τις αρχές και την έκταση όλων των a priori γνώσεων

    ΙV. Περί της διαφοράς αναλυτικών και σύνθετων κρίσεων

    V. Σε όλες τις θεωρητικές επιστήμες του λόγου περιέχονται συνθετικές κρίσεις a priori που τους χρησιμεύουν ως αρχές

    VI. Το γενικό πρόβλημα του καθαρού λόγου

    VII. Η ιδέα και η διαίρεση μιας ειδικής επιστήμης με το όνομα κριτική του καθαρού λόγου

    I. ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΛΟΓΙΑ

    ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

    Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

    ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

    ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

    ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

    ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

    Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ

    Ι. Περί της λογικής καθόλου

    ΙΙ. Περί της υπερβατικής λογικής

    ΙΙΙ.Περί της διαιρέσης της Γενικής Λογικής σε Αναλυτική και Διαλεκτική

    IV. Περί της διαιρέσης της Υπερβατικής Λογικής σε Υπερβατική Αναλυτική και Διαλεκτική

    ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

    Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ

    ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

    Η ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ

    ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    Περί του μίτου που οδηγεί στην ανακάλυψη όλων των καθαρών εννοιών της νοήσης

    Πρώτο τμήμα: Περί της λογικής χρήσης του νου εν γένει

    Δεύτερο τμήμα: Περί της λογικής λειτουργίας της νοήσης ή κατηγοριών

    Τρίτο τμήμα: Περί των καθαρών εννοιών της νοήσης ή κατηγοριών

    ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    Περί της παραγωγής των καθαρών εννοιών του νου

    Πρώτο τμήμα: Περί των αρχών μιας υπερβατικής παραγωγής

    Δεύτερο τμήμα: Περί των a priori αρχών της δνατότητας

    Τρίτο τμήμα: Περί της αναφοράς του νου προς αντικείμενα εν γένει και της δυνατότητας να γνωσθούν αυτά a priori

    ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ

    H ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ

    ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    Περί της σχηματοποίησης των καθαρών εννοιών του νου

    ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    Σύστημα όλων των θεμελιωδών αρχών του καθαρού νου

    Πρώτο τμήμα: Η ανώτατη θεμελιώδης αρχή όλων των αναλυτικών κρίσεων

    Δεύτερο τμήμα: Η ανώτατη θεμελιώδης αρχή όλων των συνθετικών κρίσεων

    Τρίτο τμήμα: Συστηματική παρουσίαση όλων των θεμελιωδών αρχών του

    ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    Περί της αρχής της διάκρισης όλων των αντικειμένων εν γένει σε φαινόμενα και σε νοούμενα

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Περί της αμφισημίας των εννοιών του στοχασμού που προκύπτει από τη σύγχυση της εμπειρικής με την υπερβατική χρήση του νου

    ΠΙΝΑΚΕΣ

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΝΟΙΩΝ

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

    Πριν περίπου δέκα χρόνια, ακριβώς την εποχή κατά την οποίαν η Ελλάδα άρχισε να στροβιλίζεται στη δίνη μιας δεινής κρίσης, κατ’ αρχήν οικονομικής –αλλά όχι μόνον–, σκέφθηκα να προτείνω στις Εκδόσεις Παπαζήση ένα εκδοτικό εγχείρημα, διττής υφής, το οποίο, όμως, στο βάθος αποτελούσε κάτι το ενιαίο: την έκδοση της Επετηρίδας Φιλοσοφικής Έρευνας δια-ΛΟΓΟΣ, καθώς επίσης και την έκδοση μιας Φιλοσοφικής Σειράς με τον τίτλο «δια-ΛΟΓΟΣ/Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη». Από τότε μέχρι σήμερα, μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες γενικά αλλά και ειδικά για τον χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων, κυκλοφόρησαν εννέα τεύχη της Επετηρίδας (που περιλαμβάνουν περίπου 3.000 σελίδες φιλοσοφικής ύλης) και πενήντα τρία βιβλία της Σειράς.

    Επιχειρώντας έναν μικρό απολογισμό, τα αποτελέσματα, αυτά καθ’ εαυτά σε αριθμούς, θα μπορούσαν να εκτιμηθούν ως πολύ θετικά· πολύ περισσότερο, πάντως, θα έπρεπε να υπογραμμισθεί η ανταπόκριση μεγάλου μέρους της ελληνικής φιλοσοφικής κοινότητας στο προαναφερθέν διττό εκδοτικό εγχείρημα, εκδηλούμενη με την υποβολή άρθρων για δημοσίευση στην Επετηρίδα δια-ΛΟΓΟΣ και την αποστολή μονογραφιών προς έκδοση στην ομώνυμη Σειρά. Παράλληλα, θα όφειλε κάποιος να σημειώσει ότι το αναγνωστικό κοινό, του φιλοσοφικού πεδίου, αλλά και το ευρύτερο, αποτίμησε ως καρποφόρα και γόνιμη για την κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα την όλη αυτή προσπάθεια και την τίμησε με την γνώμη του και την προτίμησή του.

    Έτσι, λοιπόν, και ακριβώς για να διευρυνθεί το εκδοτικό αυτό εγχείρημα, αποφασίστηκε να συνδεθεί με το προ δεκαετιών εγχείρημα των Εκδόσεων Παπαζήση «Φιλοσοφία – Πηγές», που διηύθυνε ο αείμνηστος Καθηγητής Αναστάσιος Γιανναράς, και το οποίο τότε αποτέλεσε πραγματική τομή στον χώρο του φιλοσοφικού βιβλίου, καθώς για πρώτη φορά το ελληνικό κοινό είχε στη διάθεσή του σημαντικότατα φιλοσοφικά έργα, σε εγκυρότατη μετάφρασή τους.

    Πρόλαβαν, τη συγκεκριμένη εκείνη περίοδο, να εκδοθούν ένδεκα βιβλία – τα θυμίζουμε: Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Περί θείων ονομάτων· Ιωάννης Δαμασκηνός, Διαλεκτικά· René Descartes, Λόγος περί της μεθόδου· Immanuel Kant, Κριτική του καθαρού λόγου·Søren Kierkegaard, Η επανάληψη·Claude Lévi-Strauss, Άγρια σκέψη·Karl Marx, Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου·Jean-Paul Sartre, Το είναι και το μηδέν·Ferdinandde Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας·Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico-Philosophicus, και του ιδίου, Φιλοσοφικές έρευνες.

    Έχοντας, επομένως, ως εναρκτήριο βήμα την παρούσα επανέκδοση του εμβληματικού έργου του Kant, την Κριτική του καθαρού λόγου, με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Αναστασίου Γιανναρά, επιχειρούμε – με ορίζοντα αναφοράς μεσοπρόθεσμο: α) Την επανέκδοση, στο πλαίσιο της Σειράς «δια-ΛΟΓΟΣ / Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη», όλων των προαναφερθέντων βιβλίων της Σειράς «Φιλοσοφία – Πηγές» – εκτός από το προμνημονευθέν έργο του Sartre, του οποίου μέρος εκδόθηκε το 1978 και ολοκληρωμένο εκδόθηκε το 2007. β) Την μετάφραση και έκδοση των εξής έργων από τα προγραμματισμένα τότε να εκδοθούν: G.E. Moore, Principia Ethica, Friedrich Nietzsche, Η γενεαλογία της ηθικής, Baruch Spinoza, Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία.

    Καταλήγοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά –εν πρώτοις– τον εκδότη κ. Αλέξανδρο Παπαζήση, ο οποίος εξ αρχής υποστήριξε και συνεχίζει να υποστηρίζει με ζέση το όλο εκδοτικό αυτό εγχείρημα, όλους τους εργαζόμενους των εκδόσεων Παπαζήση με τους οποίους η συνεργασία μου είναι εξαιρετική, καθώς επίσης και τους συναδέλφους στον φιλοσοφικό χώρο, οι οποίοι εμπιστεύτηκαν τις προς έκδοσιν μελέτες τους στη Σειρά και πολύτροπα τη στήριξαν· τέλος, αλλά όχι βέβαια τελευταίους από άποψη σημασίας, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες των βιβλίων της Σειράς «δια-ΛΟΓΟΣ / Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη» γιατί αγάπησαν και εκτίμησαν την όλη αυτή προσπάθεια· σε αυτούς και σε αυτές, άλλωστε, απευθυνόταν και απευθύνεται η Σειρά – για τούτο και σε αυτούς / αυτές αφιερώνεται.

    Καθηγητής Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης

    Διευθυντής της Σειράς «δια-ΛΟΓΟΣ» /

    Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ

    Η σημασία της Κριτικής του Καθαρού Λόγου

    Από τις τρεις Κριτικές του Kant που εθεμελίωσαν στα τέλη του 18ου αιώνα τη φιλοσοφική σκέψη σε νέες αρχές και άνοιξαν τους ορίζοντες για το μέγα κίνημα του Γερμανικού Ιδεαλισμού, της Κριτικής του καθαρού λόγου (1781Α, 1787Β), την Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και την Κριτική της κριτικής δυνάμεως (1790), η πρώτη Κριτική είναι ασφαλώς η πιο γνωστή αλλά και η λιγότερο δημοφιλής, γιατί ξεσκεπάζει βαθύτατα ριζωμένες γνωστικές προκαταλήψεις και αναγκάζει τη σκέψη ν’ ακολουθήσει νέους δρόμους που οδηγούν συχνά σ’ ένα αδιαπέραστο δάσος εννοιολογικών όρων και σχημάτων, για το οποίο χρειάζεται, χωρίς άλλο, ειδικός οδηγός και πλούσιος ερμηνευτικός υπομνηματισμός.

    Και όμως, η Κριτική αυτή εισάγει τόσο μεθοδικά στα γνωσιολογικά, οντολογικά, κοσμολογικά και μεθοδολογικά θέματα, ώστε, παρ’ όλη τη σκοτεινότητα και την εξάρτησή της από το πνεύμα, τους όρους και την εννοιολογική γλώσσα της εποχής που γράφτηκε, να αποτελεί ακόμα και σήμερα άριστο μέσο φιλοσοφικού προσανατολισμού και άσφαλτο οδηγό στους δαιδαλώδεις δρόμους και στα αδιέξοδα που κατέληγε η φιλοσοφική σκέψη, κάθε φορά που θέλησε να αγνοήσει τις ανθρώπινες δυνατότητες και τα όριά τους.

    Η μεθοδικότητά της έγκειται στον ακοίμητο αυτοέλεγχο, στον κριτικό αυτοδιαφωτισμό των γνωστικών στοιχείων και προϋποθέσεων και στην αμείλικτη αυτοκριτική του λόγου στην καθαρή θεωρητική του χρήση. Δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή, αν ισχυριστούμε ότι από την Κριτική αυτή, χωρίς να υποτιμούμε και τις άλλες δυο, τροφοδοτήθηκαν και τροφοδοτούνται ολοένα πλήθος κριτικά ρεύματα του περασμένου και του τωρινού αιώνα και αντλούνται θεμελιώδη επιχειρήματα για τη σχέση της Φιλοσοφίας προς τη Μεταφυσική, τη Λογική, τη Διαλεκτική και τις επιστήμες (Φαινομενολογία, Θετικισμός, Κριτικός Ορθολογισμός, Επιστημολογία κλπ.).

    Η μετάφραση στα ελληνικά και ο προγραμματισμός της εκδόσεως της Κριτικής

    Γι’ αυτό δεν μπορεί κανένας ν’ αποκρύψει την απορία του, γιατί εκατόν ενενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια από τη δημοσίευση της Κριτικής δε δόθηκε στον τόπο μας μιας πλήρης μετάφρασή της από το γερμανικό πρωτότυπο και μάλιστα από την πρώτη και τη δεύτερη έκδοση με όλες τις παραλλαγές του ίδιου του Kantκαι τις κυριότερες γραφές των εκδοτών, όταν στις άλλες ευρωπαϊκές τουλάχιστο γλώσσες, αλλά και τις μη ευρωπαϊκές, οι μεταφράσεις του ίδιου έργου υπερβαίνουν και τις δυο και τρεις σε κάθε χώρα. Δεν είναι φυσικά εδώ ο κατάλληλος τόπος για να αναλυθούν οι λόγοι μιας τέτοιας καθυστερήσεως και να καταλογιστούν ακόμα, αν αυτό δεν αποτελή έκφραση υπεροψίας, και οι ηθικές και πνευματικές ευθύνες για μια τέτοια παράλειψη ή για μερικές αποτυχημένες ή ελλιπείς προσπάθειες στον τομέα αυτό¹. Εκείνο που επιβάλλεται να γίνη αυτή τη στιγμή και στον τόπο αυτό (hicethunc) είναι να πληρωθή το κενό όσο είναι δυνατό πιο γρήγορα και πιο συστηματικά, ώστε στα 1981 που συμπληρώνεται διακοσαετία από την πρώτη έκδοση (1781) να υπάρχη και στον τόπο μας πρώτα ο Θεός !πλήρης και όσο μπορεί πιο υπεύθυνη μετάφραση και αντίστοιχος φιλοσοφικός σχολιασμός του έργου. Η ανάγκη αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή στα φιλοσοφικά τμήματα των Φιλοσοφικών Σχολών, όπου η διδασκαλία της φιλοσοφίας πρέπει να βασίζεται στα κλασσικά κείμενη της φιλοσοφικής γραμματείας, για να μην ξεπέφτη στο φιλοσοφικό εγκυκλοπαιδισμό ή στην αοριστολογική γενίκευση.

    Η αυτοδιάρθρωση της Κριτικής σε τέσσερα βασικά αρχιτεκτονικά μέλη –τέσσερις μεγάλες ενότητες.

    Η συνείδηση των αναγκών και των ελλείψεων αυτών μας υποχρεώνει να αποδυθούμε σ’ ένα έργο φυσικά μακροπρόθεσμο που θα πραγματοποιηθή σταδιακά σε τέσσερις φάσεις με τμηματική παρουσίαση των οργανικών μερών της Κριτικής του Καθαρού Λόγου.

    Το πρώτο στάδιο, το τωρινό, περιλαμβάνει την πλήρη μετάφραση των δυο Προλόγων και των δυο Εισαγωγών, που προτάσσονται στην πρώτη και δεύτερη έκδοση και περιέχουν τις βασικές γνωσιολογικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις της Κριτικής, και της Υπερβατικής Αισθητικής που πραγματεύεται το πρόβλημα του χώρου και του χρόνου από την υπερβατική σκοπιά.

    Το δεύτερο στάδιο που θα ακολουθήση περιλαμβάνει μετάφραση του πρώτου Μέρους της Υπερβατικής Λογικής, δηλ. την Υπερβατική Αναλυτική που πραγματεύεται το πρόβλημα των κατηγοριών, ενώ στο τρίτο θα δοθή το δεύτερο μέρος της Υπερβατικής Λογικής, δηλ. η Υπερβατική Διαλεκτική, όπου η Κριτική αποκορυφώνεται στον έλεγχο των μεταφυσικών ιδεών. Και τα τρία αυτά μέρη αποτελούν την Υπερβατική Στοιχειολογία. Το τέταρτο στάδιο περιλαμβάνει τη μετάφραση της Υπερβατικής Μεθοδολογίας.

    Και τα τέσσερα αυτά στάδια θα συμπληρώνονται κάθε φορά με αντίστοιχο φιλοσοφικό σχολιασμό σε ξεχωριστούς τόμους.

    Η σταδιακή αυτή παρουσίαση θα μπορούσε να θεωρηθή ότι διασπά την ενότητα και τη συνεχή του έργου και όμως ο κίνδυνος αυτός ισχύει ελάχιστα για την Κριτική. Η αρχιτεκτονική άρθρωσή της, μολονότι αυστηρή και επιβλητική με το δίκιο της μπορεί να θεωρηθή ως το πιο αρχιτεκτονημένο έργο της φιλοσοφικής γραμματείας²–επιτρέπει, αν μη διευκολύνη τη χωριστή παρουσίαση των μελών χωρίς να διασπάται η ενότητα. Άλλωστε οι δυο Πρόλογοι και οι δυο Εισαγωγές, ιδιαίτερα ο δεύτερος Πρόλογος, αναφέρονται στην ολότητα του έργου και προδιαγράφουν πολύ καθαρά τις κεντρικές γραμμές του.

    Η διάταξη του κειμένου – Εκδόσεις που εχρησιμοποιήθησαν για τη μετάφραση

    Το κείμενο της Κριτικής του καθαρού λόγου μεταφράστηκε από την πρώτη και τη δεύτερη έκδοση με βάση τις κριτικές εκδόσεις των απάντων του Kant της Ακαδημίας του Βερολίνου³, του Ernst Cassirerκαι του Raymond Schmidt5. Η διαφορά της πρώτης εκδόσεως (Α) από τη δεύτερη (Β) χωρίς να ερευνούμε ακόμα την ουσία του πράγματος, αν δηλαδή το φιλοσοφικό βάρος πέφτη στην πρώτη ή τη δεύτερη έκδοσηέγκειται σε παραλλαγές, προσθήκες και παραλείψεις. Αυτές δηλώνονται τυπογραφικά με στοιχεία Λειψίας. Οι διαφορές της πρώτης (Α) εκδόσεως από τη δεύτερη (Β) αναγράφονται στις σημειώσεις με τα ίδια στοιχεία (Λειψίας).

    Ο αναγνώστης θα συναντήση ορισμένα σύμβολα, όπως παρενθέσεις, αγκύλες κλπ. Άλλα από αυτά ανήκουν στο κείμενο του Kantκαι άλλα ετέθησαν από μας. Αναλυτικότερα:

    Ό,τι περιέχεται μέσα σε ορθογώνιες αγκύλες [ ] είναι προσθήκη δική μας, για να διευκολύνουμε την κατανόηση του κειμένου.

    Ό,τι περιέχεται μέσα σε παρενθέσεις ( ), αυτό ανήκει στο κείμενο του Kant.

    Ο αστερίσκος * στις υποσημειώσεις δηλώνει κείμενο του Kant.

    Η πρώτη έκδοση της Κριτικής του καθαρού λόγου δηλώνεται με το στοιχείο Α, η δεύτερη με το στοιχείο Β. Α: σημαίνει γραφή της πρώτης εκδόσεως, Β: γραφή της δευτέρας εκδόσεως· οι ρωμαϊκοί και οι αραβικοί αριθμοί στο περιθώριο της σελίδας δηλώνουν την αρίθμηση σελίδων της πρώτης και δευτέρας εκδόσεως. Η παραπομπή σε χωρία της Κρ.τ.κ.λ. γίνεται βάσει της αριθμήσεως αυτής.

    Οι αραιώσεις στο κείμενο της Κριτικής προέρχονται από τον ίδιο τον Κάντ.

    Οι Σημειώσεις περιέχουν: α) διάφορες γραφές βάσει των εκδόσεων της Ακαδημίας του Βερολίνου, των Cassirer – Görland και Schmidt· β) όρους του γερμανικού κειμένου με σύντομες επεξηγήσεις και αναγωγές στην παραδοσιακή φιλοσοφική ορολογία· γ) σύντομες ερμηνευτικές παρατηρήσεις και εννοιολογικές διασαφήσεις.

    Η αναφορά «βλ. Σχόλια» σημαίνει το δεύτερο μέρος που περιέχει τον καθαυτό φιλοσοφικό σχολιασμό του παρόντος τόμου. Εκεί θα δοθούν επίσης τα κυριότερα ιστορικά στοιχεία που αφορούν τη γένεση της Κριτικής και οι σχετικές πληροφορίες για τους φιλοσόφους και επιστήμονες που μνημονεύονται σ’ αυτήν.

    Τα προβλήματα της ελληνικής μεταφράσεως

    Παρ’ όλες τι εγγενείς δυσκολίες του γερμανικού κειμένου καταβάλαμε ιδιαίτερη προσπάθεια να σεβαστούμε την ιδιομορφία του και να το αποδώσουμε όσο δυνατόν πιο πιστά. Ωστόσο πρέπει να ομολογήσουμε ότι το εγχείρημα αυτό μας επροβλημάτισε, ιδιαίτερα ως προς τη φύση και τις δυνατότητες της δημοτικής. Ενώ δηλαδή στη λογοτεχνική χρήση η δημοτική αναδείχτηκε και καθιερώθηκε ως το μοναδικό όργανο εκφράσεως, στην επιστημονική και ιδιαίτερα στη φιλοσοφική χρήση παρουσιάζει ακόμα μια φραστική και συντακτική δυσκαμψία που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή, όταν μεταφράζουμε κείμενα τόσο πυκνής εννοιολογικής υφής, όπως η Κριτική του καθαρού λόγου. Αν μάλιστα λάβη κανένας υπ’ όψη του και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο ίδιος ο Kantως προς τον τρόπο εκθέσεως και το βαθμό σαφήνειας που επιδίωξε να επιτύχη δυσκολίες που ομολογεί στους προλόγους του (A XVIII, BXXVIII) και προπαντός ότι η Κριτική δεν είναι δημοφιλής ούτε έχει ανάγκη να είναι, όπως γράφει ο ίδιος, τότε καταλαβαίνει κανένας πόσο σύνθετο και πολυδιάστατο είναι το πρόβλημα για τον Έλληνα μεταφραστή.

    Και όμως το πρόβλημα δε λύνεται με θεωρητικές δεοντολογίες και συνταγές παρά μόνο με τη συστηματική άσκηση της γλώσσας στο πεδίο του πιο αφηρημένου θεωρητικού λόγου και την ουσιαστική προώθησή της ως τα έσχατα όρια του εκφραστικού δυναμικού της. Το ότι μια τέτοια άσκηση δεν έγινε στο βαθμό και στην έκταση που έπρεπε, αυτό και μόνο εξηγεί πολλές από τις αδυναμίες που μας γίνονται τώρα συνειδητές. Ειδικότερα, τα προβλήματα που μας απασχόλησαν ήσαν προβλήματα συντάξεως και ορολογίας. Το μακροπερίοδο ύφος και ο υποτεταγμένος λόγος του Kant, γνώρισμα της εποχής του Barock, όπου ένα πλήθος δευτερεύουσες εξαρτημένες προτάσεις δημιουργεί στους ίδιους τους Γερμανούς μελετητές τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα, έπρεπε να αποδοθή σε μια γλώσσα αναλυτική που δεν αντέχει σε τόσο φόρτο και τέτοια περίπλοκη σύνδεση προτάσεων.

    Σύνταξη

    Η μεταφορά σε μικροπερίοδο ύφος θα ήταν ο μόνος τρόπος, για να λυθή το πρόβλημα, αλλά αυτό, αν εφαρμοζόταν συστηματικά, θα οδηγούσε σε συντακτικό κατακερματισμό και διαμελισμό που ελάχιστα θα απεικόνιζε το φιλοσοφικό ύφος της Κριτικής. Γι’ αυτό ακολουθήσαμε τη μέση οδό. Αποδώσαμε το μακροπερίοδο ύφος με μακροπερίοδο, όπου δεν εκινδύνευε να χαθή αμετάκλητα η σαφήνεια του λόγου και η κατανόηση της λογικής συνάφειας·ωστόσο δε διστάσαμε να παρεμβάλουμε αναλυτικές προσθήκες ανάμεσα σε συντακτικά μέλη που δεν παρουσίαζαν στη μετάφραση άμεση συνοχή. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, εκεί δηλαδή όπου η διατήρηση του μακροπερίοδου ύφους και του υποτεταγμένου λόγου θα οδηγούσε τη κατανόηση σε αδιέξοδο, καταφύγαμε στο μέσο της αναλύσεως σε μικρότερες προτάσεις.

    Ορολογία

    Ανάλογες δυσκολίες αντιμετωπίσαμε και με την απόδοση των έναρθρων μετοχικών και απαρεμφατικών όρων που χρησιμοποιεί συχνά η γερμανική γλώσσα, ιδιαίτερα η φιλοσοφική. Γιατί η έναρθρη μετοχή και το έναρθρο απαρέμφατο αποτελούν από την εποχή των προσωκρατικών τα γλωσσικά στοιχεία που επιτρέπουν την αφαίρεση και τη γενίκευση γνωρίσματα θεμελιώδη της φιλοσοφικής διανοήσεως: λ.χ. το ον, το γιγνώσκειν, το νοείν, ενώ η χρήση των τύπων αυτών ελάχιστα διατηρήθηκε στη δημοτική, αν εξαιρέσουμε τις μέσες μετοχές λ.χ. ο διψασμένος κλπ. Παρ’ όλα αυτά εχρησιμοποιήσαμε τέτοιους τύπους, που έχουν καθιερωθή από τη φιλοσοφική παράδοση ως τεχνικοί όροι (termini technici). Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίσαμε και τις δυσκολίες στη χρήση των εμπρόθετων προσδιορισμών που αποκρυσταλλώθηκαν σε φιλοσοφικούς όρους. Έτσι π.χ. δεν εδιστάσαμε να χρησιμοποιήσουμε εμπρόθετες εκφράσεις, όπως εν + δοτική και κατά + αιτιατική (εν χρόνω, κατ’ αναγκαιότητα, κατ’ αφαίρεση) ή εκ + γενική (εξ επαγωγής), όπου το επέβαλλε η σαφήνεια του λόγου και η διατήρηση της πάγιας ορολογίας.

    Τα παραπάνω στοιχεία δε διαταράσσουν, κατά τη γνώμη μας, τη γλωσσική ομοιογένεια ούτε πρέπει να θεωρούνται παραχωρήσεις στην καθαρεύουσα, γιατί αυτά δεν αποτελούν αποκλειστικό κτήμα της, αλλά ανήκουν στη μακραίωνη παράδοση που δημιουργήθηκε και πριν από την ίδια. Από την αστείρευτη αυτή δεξαμενή της ενιαίας ελληνικής φιλοσοφικής παραδόσεως έχει το δικαίωμα και το καθήκον να αντλή και η δημοτική τους όρους που της χρειάζονται και να τους προσαρμόζη στο τυπικό της, αν θέλουμε πραγματικά να δυναμώσουμε και να πλουτίσουμε το εννοιολογικό λεξιλόγιό της.

    Συνοψίζοντας τις παραπάνω σκέψεις σε δυο τρεις προτάσεις, θα λέγαμε ότι δεν επιτρέπεται να μεταφράζουμε το βασικό θεωρητικό έργο του Kant, που αποτελεί κριτική των όρων δυνατότητας και των προϋποθέσεων της ανθρώπινης γνώσεως, χωρίς να χρησιμοποιούμε κριτικά και έλλογα τις δυνατότητες της γλώσσας στην οποία το μεταφράζουμε.

    Ως προς την ορθογραφία ακολουθήσαμε τον εκδότη κ. Βίκτωρα Παπαζήση για την προθυμία του να εντάξη στη σειρά «Φιλοσοφία Πηγές» ολόκληρο το πρόγραμμά μας παρουσιάσεως της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, των σχετικών φιλοσοφικών υπομνημάτων και των λοιπών έργων που θα ακολουθήσουν.

    Ιδιαίτερες ευχαριστίες εκφράζω στους επιστημονικούς μου συνεργάτες κ. Νικόλαο Χρόνη και κ. Μιχαήλ Δημητρακόπουλο, για τη φροντίδα που έδειξαν στην παρακολούθηση των τυπογραφικών εργασιών και για τη συμβολή τους στην άρτια εμφάνιση του παρόντος τόμου. Για τον ίδιο λόγο ευχαριστώ επίσης τον κ. Νικόλαο Γιανναδάκη, που έχει την επιμέλεια της σειρά «Φιλοσοφία Πηγές».

    Αθήνα, Δεκέμβρης 1976

    Αναστάσιος Γιανναράς

    Τακτικός Καθηγητής

    της Ιστορίας της Φιλοσοφίας

    στο Πανεπιστήμιο Αθηνών


    1. Βλ. Kant, Κριτική του άδολου λογισμού. Μέρος πρώτο. Μετάφρασμα Γ. Μαρκέτη και Α. Πάλλη. Αθήναι 1904. Ανατύπωση του ίδιου κειμένου στον τόμο: Λέκα Αρβανίτη Μαλλιαρού (ψευδώνυμο του Αλεξ. Πάλλη), Κούφια Καρύδια, Λίβερπουλ 1915, σσ.263 κ. εξ, Δεύτερη πιστή ανατύπωση από την έκδοση του 1904 στις εκδόσεις Ηριδανός: Εμμάνουελ Κάντ. Μετάφρασμα: Γ. Μαρκέτη και Α. Πάλλη. Κριτική του άδολου λογισμού. Αθήνα χ. χρ. Η μετάφραση αυτή περιλαμβάνει μόνο την Εισαγωγή και την Υπερβατική Αισθητική.

    Εξαίρεση αποτελεί η μετάφραση του Χ. Γιερού (Βλ. ImmanuelKant, Προλεγόμενα εις πάσαν μέλλουσαν Μεταφυσικήν ήτις δύναται να παρουσιάζεται ως επιστήμη. Μετάφρασις – Εισαγωγή – Σχόλια Χ. Γιερού, Αθήναι, χ.χρ.), που θα ήταν ευτύχημα αν είχε γίνει και στην Κριτική του καθαρού λόγου έστω και σε καθαρεύουσα.

    Για λόγους απλής βιβλιογραφικής ενημερώσεως αναφέρουμε ακόμα: Immanuel Kant, Κριτική του Καθαρού Λόγου. Μετάφραση Γρηγ. Λιόνη, Επιμέλεια Μ. Μετρινού, Εκδόσεις Αναγνωστίδη, χ.χρ. Τη σχετική με την Κριτική του καθαρού λόγου ξένη και ελληνική βιβλιογραφία θα παραθέσουμε στον τόμο των Σχολίων που θα ακολουθήση. Εδώ περιοριζόμαστε μόνο στην απολύτως απαραίτητη βιβλιογραφία που σχετίζεται άμεσα με τη μετάφραση.

    2. Για την υπερβολική αρχιτεκτονική της επιτιμήθηκε ιδιαίτερο από το Schopenhauer. Βλ. Α. Schopenhauer, Kritik der Kantischen Philosophie, εις Arthur Schopenhauer, Sämtliche Werke, Hrsg. Von Arthur Hübscher, 2, Wiesbaden 1966, σ. 507. Βλ. επίσης Kant. Kr. d.r. V., A 707, B 739, όπου εξηγεί ο ίδιος ότι αντιμετωπίζει το «σύνολο της καθαρής γνώσεως» ως ένα οικοδόμημα (Gebäude). Βλ. επίσης Αρχιτεκτονική του καθαρού λόγου Α 832, Β 860.

    3. Im. Kant, Kritik der reinen Vernunft (1. Aufl). Hrsg. B. Erdmann. Εις Kant’s Werke, Hrsg. von der königlich Preussischen Akademie der Wissenschaften. Bd. IV. Berlin 1903. Kritik der reinenVernunft (2. Aufl). Hrsg. B. Erdmann. Στηνίδιαέκδοση. Bd. III. Berlin 1904.

    4. Im. Kant, Kritik der reinen Vernunft. Hrsg. von E. Cassirer – Al. Görland. Berlin 1923.

    5. Im. Kant, Kritik der reinen Vernunft. Hrsg. R. Schmidt Leipzig 1926, Hamburg 1967. (Philosophische Bibliothek Felix Meiner, Band 37a).

    6. Βλ. σ. 59 (B XXXIV).

    7. Ο Γερμανός εκδότης R. Schmidt (σ. VII) παρατηρεί εύστοχα «όποιος παραπονιέται για τη μακροπερίοδη και μη ευσύνοπτη [περίπλοκη] σύνταξη των καντιανών περιόδων ανακαλύπτει πολλές φορές ξαφνικά, ότι οι περίοδοι αυτές δεν παρουσιάζονται στο πρωτότυπο τόσο δύσκολες και ασαφείς. Ο λόγος βρίσκεται στη χαρακτηριστική για τον Kant και με συνέπεια τηρούμενη στίξη, που μπορεί να μην είναι πάντα γραμματικά ορθή σύμφωνα με το πνεύμα μας, ωστόσο διαρθρώνει τις προτάσεις του σύμφωνα μ’ ένα ρυθμό σκέψεως γεμάτο νόημα». Σ’ αυτό το ρυθμό σκέψεως αποδώσαμε κι εμείς ιδιαίτερη σημασία.

    8. Ξένες μεταφράσεις που ελάβαμε υπ’ όψη είναι οι ακόλουθες:

    α. Emmanuel Kant, Critique de la raison pure. Traduction française avec notre par A. Tremesaygues et B. Pacaud. Nouvelle edition avec une préface de Ch. Serrus. Paris 1950 (Bibliothèque de philosophie contemporaine fondée par Felix Alcan).

    β. Immanuel Kant’s Critique of pure reason, translated by Norman Kemp Smith. London 1963 (αέκδοση 1929).

    γ. Emmanuel Kant, Critique de la raison pure. Préfaces et introduction. Texte original avec la traduction en regard par J. Barniet P. ARchambaut. Avant – propos de R. Verneaux. Paris 1973 (Bibliothèque philosophique bilingue).

    δ. Kant, La raison pure. Entraits de la Critique choisis et présentés par Florence Khodoss. Paris 197410 (Collection Sup).

    Το εσώφυλλο από τη δεύτερη έκδοση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου σε φωτογραφία από αντίτυπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.

    BACO DE VERULAMIO (B II)

    Instauratio magna. Praefatio.

    De nobis ipsis silemus: De re autem, quae agitur, petimus: ut homines eam non Opinionem, sed Opus esse cogitent; ac pro certo habeant, non Sectae nos alicuius, aut Placiti, sed utilitatis et amplitudinis humanae fundamenta moliri. Deinde ut suis commodis aequi… in commune consulant... et ipsi in partem veniant. Praeterea ut bene sperent, neque Instaurationem nostrum ut quiddam infinitum et ultra mortale fingant, et animo concipiant; quum revera sit infiniti erroris finis et terminus legitimus⁹.

    ΒΑΚΩΝ ΒΑΡΩΝΟΣ ΤΟΥ VERULAM

    Μεγάλη Ανακαίνιση. Πρόλογος

    Ως προς το πρόσωπό μου σιωπώ. Ως προς το πράγμα όμως, για το οποίο πρόκειται εδώ, παρακαλώ τους ανθρώπους να μην τα θεωρείσουν ως απλή έκφραση γνώμης, αλλά ως έργο, και να είναι βέβαιοι ότι δε θέτει τα θεμέλια κάποιας φιλοσοφικής αιρέσεως ή δοξασίας αλλά της ανθρώπινης ευημερίας και δύναμης γενικά. Είθε λοιπόν ο καθένας να θεραπεύει· προς το δικό του συμφέρον… το γενικό… και να συμμετέχει ο ίδιος σ’ αυτό. Τέλος εύχομαι να αισιοδοξούν οι άνθρωποι και να μην πλάθουν και παρασταίνουν στη φαντασία τους την Ανακαίνισή μας σαν κάτι το άπειρο και το υπεράνθρωπο, γιατί αυτή πραγματικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα το τέρμα και το αληθινό πέρας απέραντης πλάνης.

    (A IV) Προς την Αυτού Εξοχότητα (B III) τον Υπουργό του βασιλέως [Της Πρωσσίας] Βαρώνο του Zedlitz

    Αυθέντα! (B V)

    Το να συμβάλλει κανένας στην ανάπτυξη των επιστημών όσο του το επιτρέπουν οι δυνάμεις του, αυτό σημαίνει ότι εργάζεται προς το συμφέρον της Εξοχότητός Σας· γιατί αυτό είναι με εκείνες στενότατα συνδεδεμένο όχι μονάχα εξαιτίας του υψηλού αξιώματος του προστάτη, αλλά και εξαιτίας της βαθύτερης σχέσεως που έχει προς αυτές ως φίλος και φωτισμένος γνώστης των. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιώ το μόνο μέσο που βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο στη διάθεσή μου, για να διατρανώσω την ευγνωμοσύνει μου για την ευμενή εμπιστοσύνη, με την οποία με τιμά η Εξοχότητά σας, θεωρώντας με άξιο να συμβάλλω (A V) κατά κάποιο τρόπο στην πραγμάτωση των προθέσεών Της.

    Στην ίδια ευμενή προσοχή, με την οποία η Εξοχότητά Σας (B VI) ετίμησε την πρώτη έκδοση του έργου αυτού, αφιερώνω τώρα και τη δεύτερη και μαζί με αυτή¹⁰ Της εμπιστεύομαι (A VI) όλα τα θέματα που αφορούν τη φιλολογική σταδιοδρομία μου, διατελώντας με βαθύτατο σεβασμό της Εξοχότητός Σας ταπεινότατος και ευπειθέστατος θεράπων

    Königsberg 23 Απριλίου 1787¹¹ Immanuel Kant


    9. Προσθήκη της εκδόσεως Β. Τα αποσιωπητικά δηλώνουν συντμήσεις του Kant στο κείμενο του Βάκωνα. Το κείμενο του Βάκωνα βρίσκεται στο έργο: Francisci De Verulamio, Instauratio Magna (1620), βλ. The Works of Francis Bacon, Ed. J. Spedding, R.L. Ellis, D.D Heath, Vol I., London 1858, Stuttgart 1963, σσ. 132-133.

    10. Στη θέση της πρότασης: «Στην ίδια ευμενή… μαζί με αυτή» υπάρχει στην Α’ έκδοση: «Σε όποιον μετριάζει τις επιθυμίες του για να (A V) βρει χαρά στον καθαρό θεωρητικό βίο, σ’ αυτόν η επιδοκιμασία ενός φωτισμένου και έγκυρου κριτή αποτελεί ρωμαλέα ενθάρρυνση στις προσπάθειές του, που η ωφέλειά τους είναι μεγάλη, μολονότι μακρινή και γι’ αυτό εντελώς αθέατη από το κοινό μάτι.

    Σ’ έναν Τέτοιο κριτή και στην ευμενή προσοχή Του αφιερώνω το σύγγραμμα αυτό, και στην προστασία Του».

    11. A: Königsberg, 29 Μαρτίου 1781.

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ¹² (Α VII)

    Ο ανθρώπινος λόγος¹³ έχει σε ένα ορισμένο είδος των γνώσεων του αυτή την ξεχωριστή μοίρα: να ενοχλείται από φορτικά ερωτήματα που δεν μπορεί να τα αποφύγει· γιατί τα ερωτήματα αυτά του τα υπαγορεύει η ίδια του η φύση χωρίς όμως και να μπορεί να τους δώσει απάντηση, επειδή υπερβαίνουν κάθε δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου.

    Στην αμηχανία αυτή πέφτει [ο λόγος] χωρίς δική του υπαιτιότητα· ξεκινά από θεμελιώδεις αρχές που η χρήσει τους είναι αναπόφευκτη στο χώρο της εμπειρίας και επαρκώς εγγυημένη από αυτή. Με τη βοήθειά τους αίρεται ολοένα πιο ψηλά (όπως άλλωστε το συνεπάγεται η φύση του) προς όρους όλο και απώτερους. Επειδή όμως αντιλαμβάνεται (A VIII) ότι με τον τρόπο αυτό το έργο του πρέπει να μένει παντοτινά ανολοκλήρωτο, μια και τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν ποτέ τέλος, γι’ αυτό αναγκάζεται να προσφεύγει σε θεμελιώδεις αρχές που υπερβαίνουν κάθε δυνατή χρήσει εμπειρίας και που ωστόσο φαίνονται τόσο αξιόπιστες, ώστε να συμφωνεί μαζί τους και ο κοινός ανθρώπινος νους. Με αυτόν όμως τον τρόπο βυθίζεται σε τέτοιο σκοτάδι και τέτοιες αντιφάσεις, απ’ όπου βέβαια μπορεί να συμπεράνει ο ίδιος ότι κάπου βαθιά πρέπει να βρίσκονται κρυμμένες πλάνες, που δεν μπορεί όμως να τις ξεσκεπάσει, γιατί οι θεμελιώδεις αρχές που χρησιμοποιεί, καθώς χωρούν πέρα από τα όρια κάθε εμπειρίας, δεν αναγνωρίζουν πια κανένα έλεγχο¹⁴ της εμπειρίας. Το πεδίο όλων αυτών των ατέρμονων διαμαχών ονομάζεται Μεταφυσική.

    Ήταν μια εποχή όπου αυτή [η Μεταφυσική] είχε το όνομα βασίλισσα όλων των επιστημών, και, αν εκλάβη κανένας την πρόθεση ως πράξη, τότε αυτή [η Μεταφυσική] άξιζε πραγματικά τον τίτλο αυτό λόγω της εξαιρετικής σημασίας του αντικειμένου της. Τώρα όμως ο συρμός της εποχής μας υπαγορεύει να της δείχνουμε κάθε περιφρόνηση, και η ευγενική δέσποινα, απόβλητη και εγκαταλειμμένη, ολοφύρεται (A IΧ) σαν την Εκάβη· modo maxima rerum, tot generis natisque potens nunc trahor exul, inops¹⁵– Ovid. Metam¹⁶.

    Αρχικά, όσο η Μεταφυσική βρισκόταν στην εξουσία των Δογματικών, ασκούσε κυριαρχία δεσποτική. Αλλά, καθώς η νομοθεσία της διατηρούσε ακόμα τα ίχνη της παλιάς βαρβαρότητας, εκφυλιζόταν [η Μεταφυσική] σιγά σιγά λόγω εσωτερικών διενέξεων και έπεφτε σε πλήρη αναρχία, και οι Σκεπτικοί, ένα είδος νομάδες, που αποστρέφονται τη μόνιμη εγκατάσταση σε μια γη, συνέτριβαν από καιρό σε καιρό τον κοινωνικό δεσμό. Αλλά επειδή αυτοί ήσαν ευτυχώς λιγοστοί, γι’ αυτό δεν μπορούσαν να εμποδίσουν [τους Δογματικούς], παρ’ όλο που από αυτούς έλειπε η συμφωνία για ένα ενιαίο σχέδιο, ν’ ανασυνδέσουν τον παλιό δεσμό. Δημιουργήθηκε βέβαια κάποτε στους νεώτερους χρόνους, η απατηλή εντύπωση ότι τάχα επρόκειτο με μια φυσιολογία του ανθρώπινου λογικού (από τον περίφημο Locke) να τεθεί τέρμα σε όλες αυτές τις διαμάχες και να κριθεί οριστικά η νομιμότητα των αξιώσεων εκείνων· διαπιστώθηκε όμως ότι παρ’ όλο που η προέλευση εκείνης της αυτοτιτλοφορούμενης βασίλισσας γενεαλογήθηκε από τους κόλπους της κοινής ταπεινής εμπειρίας και που γι’ αυτό ακριβώς θα έπρεπε δικαιολογημένα να αμφισβητηθεί η αλαζονική αξίωσή της, ωστόσο, επειδή ακριβώς η γενεαλογία αυτή της αποδόθηκε ψεύτικα, αυτή [η βασίλισσα] εξακολούθησε να επιμένη πάντα στις αξιώσεις της, έτσι ώστε τα (Α Χ) πάντα να ξανακυλήσουν στον απαρχαιωμένο σκωληκόβρωτο δογματισμό και κατά συνέπεια στην περιφρόνηση, απ’ όπου μερικοί ήθελαν να ανασύρουν την επιστήμη. Τώρα όμως, αφού δοκιμάστηκαν μάταια όλοι (όπως πιστεύουν)οι δρόμοι, επικρατεί κόρος και απόλυτη ακηδία, που αποτελούν τη μητέρα του χάους και της νύχτας στις επιστήμες αλλά συνάμα και την πηγή, τουλάχιστο το προανάκρουσμα ενός κοντινού μετασχηματισμού και ξαναγεννημού τους, ύστερα από το σκοτάδι, τη σύγχυση και τη στειρότητα όπου τις έρριξε ένας παρεξηγημένος ζήλος.

    Είναι δηλαδή ματαιοπονία να προσποιείται κανένας αδιαφορία ως προς τέτοιες ζητήσεις που το αντικείμενο τους δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την ανθρώπινη φύση. Έπειτα όσο και αν οι δήθεν αδιάφοροι εννοούν να μεταμφιέζονται αλλάζοντας τη γλώσσα της Σχολής και δίνοντάς της τόνο δημώδη, οι ίδιοι ξαναπέφτουν αναπότρεπτα σε μεταφυσικούς ισχυρισμούς παρ’ όλη την υποκριτική περιφρόνηση που τους έδειχναν. Ωστόσο η αδιαφορία αυτή, καθώς εκδηλώνεται μέσα ακριβώς στην άνθηση όλων των επιστημών και θίγει μάλιστα εκείνη την επιστήμη¹⁷, που τις γνώσεις (A XI) της θα τις περιφρονούσε κανένας πολύ λιγότερο από κάθε άλλης, αν μπορούσε να τις κατακτήσει, είναι ένα φαινόμενο που αξίζει προσοχή και στοχασμό. Αυτή είναι πρόδηλα το αποτέλεσμα όχι της ελαφρόνοιας αλλά της ώριμης κριτικής δύναμης* ενός αιώνα που δεν βαυκαλίζεται πια με φαινομενική γνώση. Ακόμα είναι μια έντονη παρακίνηση στο λόγο να αναλάβει ξανά το πιο επίπονο έργο του, δηλαδή την αυτογνωσία και να εγκαταστήσει ένα δικαστήριο που να του εξασφαλίζει από τη μια μεριά τις νόμιμες διεκδικήσεις (A XII) του, αλλά και να μπορεί αντίθετα να αποκρούει κάθε αβάσιμη αξίωσή του όχι με δυναμικές ετυμηγορίες, αλλά σύμφωνα με νόμους αιώνιους και ακίνητους – και αυτό το δικαστήριο δεν είναι παρά αυτούσια η Κριτική του καθαρού λόγου.

    Με τον τίτλο όμως αυτό δεν εννοώ μια κριτική των βιβλίων και των συστημάτων, αλλά την κριτική της νοητικής δύναμης γενικά, αναφορικά προς όλες τις γνώσης, προς τις οποίες είναι δυνατό να τείνει [η δύναμη] αυτή¹⁸ ανεξάρτητα από κάθε είδος εμπειρίας, άρα την κρίσει και απόφανση ως προς τη δυνατότητα ή μη δυνατότητα μιας Μεταφυσικής γενικά, όπως και τον καθορισμό τόσο των πηγών όσο και της έκτασης και των ορίων της [Μεταφυσικής]· και όλα αυτά βέβαια βάσει αρχών¹⁹.

    Το δρόμο λοιπόν αυτό, τον μοναδικό που είχε μείνει ελεύθερος, τον ακολούθησα και κολακεύομαι να πιστεύω ότι μ’ αυτόν πέτυχα να παραμερίσω όλες τις πλάνες που είχαν ως τώρα οδηγήσει το λόγο σε αυτοδιχασμό. Δε λοξοδρόμησα για να αποφύγω τα ερωτήματά του με τη δικαιολογία της αδυναμίας του ανθρώπινου λόγου· αντίθετα τα εξειδίκευσα [καθόρισα] πλήρως σύμφωνα με αρχές και ανεκάλυψα το ακριβές σημείο της αυτοπαρεξηγήσεως του λόγου, τα έλυσα (A XIII) δίνοντας σ’ αυτόν πλήρη ικανοποίηση. Δεν έδωσα βέβαια την απάντηση που θα μπορούσε να περιμένει η έξαλλη γνωστική περιέργεια των δογματικών, γιατί αυτή δε θα μπορούσε να ικανοποιηθεί διαφορετικά παρά μονάχα με μαγικά τεχνάσματα, στα οποία εγώ δεν είμαι έμπειρος. Άλλωστε δεν απέβλεπε σ’ αυτόν τον στόχο ο φυσικός προορισμός του λόγου μας: το καθήκον της φιλοσοφίας ήταν να διαλύσει την αυταπάτη που προήλθε από παρεξήγηση, έστω και αν αυτό επρόκειτο να στοιχίσει το χαμό μιας πολυτίμητης και αγαπημένης χίμαιρας. Στην απασχόληση αυτή η μεγάλη μου έγνοια ήταν η διεξοδική διαπραγμάτευση και δεν διστάζω να πω ότι δεν υπάρχει ούτ’ ένα μεταφυσικό πρόβλημα που να μην βρίσκει εδώ το κλειδί της λύσης του. Πραγματικά ο καθαρός λόγος αποτελεί μια τόσο τέλεια ενότητα, ώστε αν η αρχή του δεν επαρκούσε για τη λύση έστω και ενός από όλα αυτά τα προβλήματα που του επιβάλλονται από την ίδια του τη φύση, θα μπορούσε κανένας να την απορρίψει οπωσδήποτε, γιατί τότε αυτή [η αρχή] δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε κανένα από τα άλλα προβλήματα με πλήρη εμπιστοσύνη.

    Νομίζω πως μιλώντας έτσι διακρίνω στο πρόσωπο του αναγνώστη (A XIV) να διαγράφεται μια δυσφορία ανάμικτη με περιφρόνηση, που, καθώς φαίνεται, προκαλούν αυτές οι τόσο αλαζονικές και ελάχιστα μετριόφρονες απαιτήσεις, και όμως αυτές είναι ασύγκριτα πιο μετριοπαθείς από εκείνες του συντάκτη του πιο κοινού προγράμματος που κολακεύεται λ.χ. να πιστέυει ότι απέδειξε την απλή φύση της ψυχής ή την αναγκαιότητα μιας πρώτης χρονικής αρχής του κοσμικού σύμπαντος. Γιατί αυτός [ο συντάκτης] επαγγέλλεται ότι θα διευρύνει την ανθρώπινη γνώση πέρα από όλα τα όρια της δυνατής εμπειρίας, πράγμα που εγώ ομολογώ πως υπερβαίνει ολοκληρωτικά την δύναμή μου· αντί όλων αυτών εγώ ασχολούμαι αποκλειστικά με το λόγο τον ίδιο και με τον καθαρό λογισμό του και δεν έχω ανάγκη να πάω μακριά για να αποκτήσω σαφή γνώση του, γιατί τον βρίσκω μέσα μου και γιατί η κοινή λογική με διδάσκει πως μπορεί κανένας να καταγράψει ένα προς ένα με τρόπο απλό και συστηματικό τα απλά ενεργήματά του. Όλο το ζήτημα είναι να μάθω τι μπορώ να ελπίζω ότι θα πετύχω με αυτόν, αν τύχει και μου αφαιρεθεί κάθε υλικό και κάθε συμπαράσταση από μέρους της εμπειρίας.

    Αυτά ως προς τη ζητούμενη πληρότητα στην επιδίωξη καθενός σκοπού χωριστά και ως προς τη διεξοδικότητα στην επιδίωξη όλων των σκοπών μαζί, που στην πραγματοποίησή τους μας υπαγορεύει όχι μια οποιαδήποτε πρόθεση, αλλά η ίδια η φύση της γνώσης, που αποτελεί την ύλη της κριτικής μας έρευνας.

    (A XV) Υπάρχουν ακόμα δύο σημεία αναφερόμενα στη μορφή της έρευνας αυτής, η βεβαιότητα και η σαφήνεια, που πρέπει να τεθούν δικαιωματικά ως ουσιώδη αιτήματα στο συγγραφέα που αποτολμά ένα τόσο ολισθηρό εγχείρημα.

    Ως προς τη βεβαιότητα, να ποια είναι η δικαστική απόφαση που απάγγειλα ο ίδιος στον εαυτό μου: ότι στο είδος αυτών των θεωρήσεων δεν επιτρέπεται με κανένα τρόπο το νομίζειν²⁰ και ότι εδώ το καθετί που και μόνο δείχνει να μοιάζει με υπόθεση, αποτελεί εμπόρευμα απαγορευμένο που δεν επιτρέπεται να πουλιέται ούτε και στην πιο ευτελή τιμή, μα που πρέπει να κατάσχεται μόλις αποκαλυφθεί. Γιατί κάθε γνώση που πρόκειται να εδραιωθεί εκ των προτέρων²¹διαδηλώνει μόνη της ότι θέλει να θεωρείται ως απόλυτα αναγκαία· πολύ περισσότερο [το διαδηλώνει] κάθε καθορισμός όλων των καθαρών a priori γνώσεων που πρόκειται να αποτελέσει το γνώμονα και συνεπώς το πρότυπο κάθε αποδεικτικής (φιλοσοφικής) βεβαιότητας. Αν βέβαια, ως προς το σημείο τούτο, πέτυχα αυτό που ανέλαβα να πραγματοποιήσω, το αφήνω ολότελα στην κρίσει του αναγνώστη, γιατί στο συγγραφέα δεν αρμόζει τίποτε άλλο παρά να εκθέτει λόγους και όχι να εκφέρει κρίσει για την εντύπωση που προκαλούν [οι λόγοι] στους δικαστές του. Αλλά για να μην τύχει και προκαλέσει κάτι, έστω και άθελα, το αδυνάτισμα των επιχειρημάτων (A XVI) του, ας του επιτραπεί [του συγγραφέα] να επισημάνει ο ίδιος τα μέρη εκείνα που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή σε κάποια δυσπιστία, αν και αναφέρονται μονάχα στο δευτερεύοντα σκοπό [του έργου], για να προλάβει έγκαιρα την επίδραση που θα μπορούσε να ασκήσει στο σημείο αυτό ο παραμικρός ενδοιασμός του αναγνώστη στην κρίσει του ως προς τον κύριο σκοπό του έργου.

    Δε γνωρίζω μελέτες που να είναι πιο σημαντικές για τη διερεύνηση της δύναμης που ονομάζουν διάνοια-νόηση²² και συνάμα για τον καθορισμό των κανόνων και τον ορίων της χρήσεώς της από αυτές που έκαμα στο δεύτερο κεφάλαιο της Υπερβατικής Αναλυτικής με τον τίτλο «Παραγωγή των καθαρών εννοιών της νόησης». Είναι αυτές που μου στοίχισαν και τον περισσότερο μόχθο, που ελπίζω να μην πήγε χαμένος. Η μελέτη αυτή όμως, που προχωρεί σε βάθος, περιλαμβάνει δύο μέρη. Το ένα αναφέρεται σε αντικείμενα της καθαρής νόησης και αποβλέπει στο να εκθέσει το αντικειμενικό κύρος των a priori εννοιών της και να τις κάνει κατανοητές· γι’ αυτό ακριβώς και εντάσσεται ουσιαστικά στο πλαίσιο των σκοπών μου. Το άλλο επιδιώκει να μελετήσει την καθαρή νόηση αυτή καθαυτή ως προς τη (A XVII) δυνατότητα και τις γνωστικές δυνάμεις στις οποίες στηρίζεται, άρα από σκοπιά υποκειμενική. Η έρευνα αυτή έχει μεγάλη σημασία για τον κύριο σκοπό του έργου μου και όμως δεν υπάγεται ουσιαστικά σ’ αυτόν [τον κύριο σκοπό]· γιατί το κύριο πρόβλημα παραμένει τούτο: τι και πόσο μπορούν η διάνοια-νόηση και ο λόγος να γνωρίσουν ανεξάρτητα από κάθε είδος εμπειρίας και όχι: πως είναι δυνατή η δύναμη του νοείν καθαυτή. Επειδή το τελευταίο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ανίχνευση της αιτίας ενός δεδομένου αιτιατού και κατά τούτο είναι σα να έχει κάποιο υποθετικό χαρακτήρα (παρ’ όλο που το πράγμα είναι διαφορετικό, όπως θα δείξω σε άλλη ευκαιρία), γι’ αυτό φαίνεται σα να είναι εδώ ο τόπος, όπου μου επιτρέπεται να κάνω χρήσει του νομίζειν, αλλά όπου και ο αναγνώστης πρέπει να είναι ελεύθερος να νομίζει διαφορετικά. Αναφορικά προς αυτό πρέπει να κάνω στον αναγνώστη την ακόλουθη προληπτική υπόμνηση: σε περίπτωση που η υποκειμενική μου παραγωγή δεν του δημιουργεί την πλήρη βεβαιότητα που αναμένω, δε παύει η αντικειμενική παραγωγή, που αποτελεί και τον κύριο σκοπό των ερευνών μου, να διατηρεί όλη την ισχύ της. Αυτό θα μπορούσε να διαπιστωθεί αρκετά από όσα λέγονται στις σελίδες 92-93²³.

    Τέλος ως προς τη σαφήνεια ο αναγνώστης έχει δικαίωμα να απαιτήσει πρώτα τη συλλογιστική (λογική²⁴) σαφήνεια, που προκύπτει από έννοιες, και ύστερα μια ενορατική (αισθητική²⁵) σαφήνεια (Α XVIII) που προκύπτει από εποπτείες δηλ. από παραδείγματα ή διασαφήσεις με συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για το πρώτο αίτημα έχω φροντίσει αρκετά. Αυτό άλλωστε αφορούσε την ουσία του προγράμματός μου· αλλά αυτό ήταν και η συμπτωματική αιτία που δεν μπόρεσα να ικανοποιήσω το δεύτερο, το όχι βέβαια τόσο αυστηρό, άλλα πάντως νόμιμο αίτημα. Σε όλη την πορεία της εργασίας μου δεν μπορούσα να καταλήξω σε απόφαση ως προς τον τρόπο που πρέπει να το αντιμετωπίσω. Τις διασαφήσεις και τα παραδείγματα τα θεωρούσα πάντα αναγκαία και αυτά εισέρεαν πραγματικά στο πρώτο σχεδίασμα της εργασίας μου στον οικείο τόπο. Αλλά γρήγορα κατάλαβα το μέγεθος του εγχειρήματός μου και το πλήθος των αντικειμένων με τα οποία θα έπρεπε να ασχοληθώ, και διαπιστώνοντας ότι αυτά και μόνο [τα αντικείμενα] εκτιθέμενα κατά τρόπο στεγνό και καθαρά σχολαστικό θα έδιναν αρκετά μεγάλη έκταση στο έργο, έκρινα ασύμφορο να το εξογκώσω ακόμα περισσότερο με παραδείγματα και διασαφήσεις, που είναι αναγκαία μόνον από άποψη εκλαϊκευτική, αφού μάλιστα η εργασία αυτή δε θα μπορούσε να είναι κατάλληλη για λαϊκή χρήσει και αφού οι καθαυτό γνώστες της επιστήμης δε χρειάζονται τέτοια βοήθεια, που πάντα βέβαια είναι ευπρόσδεκτη, αλλά που εδώ θα μπορούσε μάλιστα να είναι κάπως ασύμφωνη προς τον σκοπό του έργου. Ο αβάς Terrasson λέγει (Α XIΧ) βέβαια αν μετρήσει κανένας την έκταση ενός βιβλίου όχι σύμφωνα με τον αριθμό των σελίδων αλλά σύμφωνα με το χρόνο που χρειάζεται να το κατανοήσει, τότε θα μπορούσε να πει για κάμποσα βιβλία ότι θα ήσαν πολύ πιο σύντομα, αν δεν ήσαν [κιόλας] τόσο σύντομα. Όμως από μιαν άλλη πλευρά, όταν αποβλέπει κανένας στο να κάνει καταληπτό ένα πολύ εκτεταμένο σύνολο καθαρά θεωρητικής γνώσης, που ωστόσο κρατιέται σε συνοχή από μιαν ενιαία αρχή, τότε θα μπορούσε εξίσου με το δίκιο του να πει: πολλά βιβλία θα ήσαν πολύ πιο σαφή, αν δεν ήθελαν να είναι τόσο σαφή. Γιατί τα βοηθητικά μέσα που χρησιμοποιούνται για τη σαφήνεια μπορεί βέβαια να λείπουν²⁶ στα μέρη αλλά συχνά περισπούν την προσοχή ως προς το όλον, καθώς δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να αποκτήσει γρήγορα την εποπτεία του όλου και συγκαλύπτουν ή καθιστούν αγνώριστη με τα ζωηρά χρώματά τους την άρθρωση ή τη δομή των μελών του συστήματος, πράγματα τόσο απαραίτητα για την εκτίμηση της ενότητας και της στερεότητάς του.

    Νομίζω πως το να ενώσει ο αναγνώστης τις προσπάθειές του με τις προσπάθειες του συγγραφέα, τούτο μπορεί να αποτελέσει γι’ αυτόν [τον αναγνώστη] όχι μικρό θέλγητρο, όταν πρόθεση του συγγραφέα είναι να φέρει σε πέρας ακέρια αλλά και πάγια ένα τόσο μεγάλο και σημαντικό έργο σύμφωνα με το προδιαγραμμένο σχέδιο. Η Μεταφυσική λοιπόν, σύμφωνα με το εννοιολογικό περιεχόμενο που θα της δώσουμε εδώ, είναι η μόνη από όλες τις επιστήμες που μπορεί να επαγγέλλεται μια τέτοια τελείωση και μάλιστα σε βραχύ χρόνο και με λίγες αλλά συνενωμένες προσπάθειες, έτσι ώστε να μην απομείνει τίποτε άλλο για τους απογόνους παρά να διευθετήσουν το όλο με τρόπο διδακτικό σύμφωνα με τις δικές της απόψεις, χωρίς και να μπορούν να αυξήσουν στο παραμικρό το περιεχόμενο. Γιατί [η Μεταφυσική] δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απογραφή όλων των γνώσεων που κατέχουμε μέσω του καθαρού λόγου, ταξινομημένων συστηματικά. Εδώ δεν μπορεί να μας ξεφύγη τίποτε, γιατί ό,τι ο λόγος γεννά εντελώς από μέσα του δεν μπορεί να μείνει κρυμμένο, αλλά αυτόματα ο ίδιος ο λόγος το φέρνει σε φως από τη στιγμή που έχει κανένας ανακαλύψει την κοινή του αρχή [του δημιουργήματος του λόγου]. Η τέλεια ενότητα των γνώσεων αυτού του είδους, που απορέουν μάλιστα από εντελώς καθαρές έννοιες, χωρίς να μπορεί κάτι το εμπειρικό ή έστω μια μερική εποπτεία, που θα οδηγούσε σε μια ορισμένη εμπειρία, να ασκήσει επάνω τους κάποια επίδραση με σκοπό τη διεύρυνση ή την αύξησή τους, αυτή [η τέλεια ενότητα] καθιστά²⁷την απόλυτη ολότητα όχι μόνο εφικτή αλλά και αναγκαία. Tecum habita et noris, quam sit tibi curta supellex²⁸, Persius²⁹.

    Ένα τέτοια σύστημα του καθαρού (θεωρητικού) λόγου (A XXI) ελπίζω να δώσω ο ίδιος με τον τίτλο «Μεταφυσική της φύσης»³⁰, που δεν θα έχει ούτε τη μισή έκταση, ωστόσο θα είναι ασύγκριτα πιο πλούσιο σε περιεχόμενο απ’ ό,τι αυτή εδώ η Κριτική, που ήταν πρώτα πρώτα αναγκασμένα να εκθέσει τις πηγές και τους όρους της δυνατότητάς της [της Μεταφυσικής] και να καθαρίσει και να εξομαλύνει ένα έδαφος γεμάτο από αγκάθια. Εδώ [στην Κριτική] περιμένω από τον αναγνώστη να έχει την υπομονή και την αμεροληψία ενός δικαστή, εκεί όμως [στο Σύστημα) την προθυμία³¹ και την συμπαράσταση ενός συμβοηθού· γιατί με όση πληρότητα και αν εκτίθενται στην Κριτική όλες οι αρχές που χρησιμεύουν ως βάση στο Σύστημα, ωστόσο η πλατιά ανάπτυξη του

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1