Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου
Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου
Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου
Ebook224 pages2 hours

Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Στο βιβλίο αυτό, ο αναγνώστης θα γνωρίσει το ιστορικό της θαυματουργού αναγλύφου εικόνας του Αρχαγγέλου και το κτίσιμο του νυν υπάρχοντος Ιερού Ναού μέσα από τη ζωντανή παράδοση του τόπου. Θα αναγνώσει με κατάνυξη λεπτομερή περιγραφή μερικών θαυμάτων του Αρχαγγέλου, τα οποία συνεκλόνισαν το Πανελλήνιο. Ακόμη θα πάρει δύναμη και κουράγιο, διαπιστώνοντας, για μια ακόμη φορά, την ευεργετική παρουσία των Αγίων του Θεού στις δύσκολες στιγμές εκείνων που με πόνο ψυχής και πίστη μεγάλη προστρέχουν στην προστασία τους.
LanguageΕλληνικά
Release dateJun 12, 2019
ISBN9788834136775
Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου

Related to Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου

Titles in the series (2)

View More

Related ebooks

Reviews for Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου - Ευστράτιος Δήσσος

    έπραξαν.

    Πρόλογος

    Ανταποκρινόμενος στη ζωηρά επιθυμία των ευσεβών προσκυνητών, που καθημερινώς επισκέπτονται τον Ιερό μας Ναό για να προσκυνήσουν και να θαυμάσουν τη θαυματουργό ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, και με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων της εορτής των εγκαινίων του Ιερού μας Ναού, τολμώ την έκδοση του παρόντος τόμου.

    Εις τα φύλλα του τόμου αυτού θα γνωρίσει ο αγαπητός αναγνώστης το «ιστορικό»¹ της θαυματουργού αναγλύφου εικόνος του Αρχαγγέλου και το κτίσιμο του νυν υπάρχοντος Ιερού Ναού μέσα από τη ζωντανή παράδοση του τόπου. Θα αναγνώσει με κατάνυξη λεπτομερή περιγραφή μερικών θαυμάτων του Αρχαγγέλου, τα οποία συνεκλόνισαν το Πανελλήνιο. Ακόμη θα πάρει δύναμη και κουράγιο, διαπιστώνοντας, για μια ακόμη φορά, την ευεργετική παρουσία των Αγίων του Θεού στις δύσκολες στιγμές εκείνων που με πόνο ψυχής και πίστη μεγάλη προστρέχουν στην προστασία των.

    Πρωτ. Ευστράτιος Δήσσος

    «ΙΣΤΟΡΙΚΟ» έχει τεθεί στον τίτλο του παρόντος Τόμου διά λόγους τεχνικούς, διότι η έννοια της λέξης «Ιστορικό» προϋποθέτει ιστορικές μαρτυρίες και στη δική μας περίπτωση οι μαρτυρίες χάνονται στα βάθη των αιώνων. Έχουμε όμως τη ζώσα προφορική παράδοση, που με θαυμαστή καθαρότητα και ζηλευτή σαφήνεια διατηρήθηκε μέσω των αιώνων μέχρι σήμερα. Αυτή ακριβώς την παράδοση καταχωρώ στο δοκίμιο αυτό όσον αφορά το κτίσιμο του Ναού και την ιστόρηση της αναγλύφου εικόνος.

    Η ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ

    Ο Ιερός Ναός του Μεγάλου μας Ταξιάρχη πανηγυρίζει τη μεγάλη του παλλεσβιακή πανήγυρη τη δεύτερη Κυριακή του Πάσχα, την Κυριακή των Μυροφόρων. Τούτο συμβαίνει διότι την ημέρα αυτή εορτάζεται η ημέρα των εγκαινίων του Ναού Του, πέμπτου κατά σειρά επί των παλαιών θεμελίων του αρχικού. Η Πανήγυρη των εγκαινίων επικράτησε της εορτής των Ταξιαρχών, 8 Νοεμβρίου, διότι η εποχή αυτή -άνοιξη- προσφέρεται για εορταστικές εκδηλώσεις.

    Τα εγκαίνια του Ναού έγιναν στις 8 Μαΐου 1888 υπό του τότε Μητροπολίτου Μηθύμνης κυρού Νικηφόρου Γλυκά. Έκτοτε η ημέρα αυτή, που συνέπεσε να είναι η Κυριακή των Μυροφόρων, καθιερώθηκε ως ημέρα εορτής και πανήγυρης του Ιερού Ναού των Ταξιαρχών. Και η πανήγυρη αυτή δεν άργησε να ξεπεράσει τα όρια της τοπικής γιορτής και να πάρει πολύ σύντομα το χρώμα της παλλεσβιακής και στις ημέρες μας πανελλήνιας.

    Εφέτος οι γλυκόλαλες καμπάνες του Ναού θα σκορπίσουν εντονότερα τα αργυρόηχα μηνύματά τους σ’ όλον τον χριστιανικό κόσμο της Πατρίδος μας για να τον καλέσουν σε έναν ένθερμο πανηγυρισμό. Το Ιερό προσκύνημα θα ντυθεί την πιο ακριβή του φορεσιά και θα δώσει με τη λάμψη του ασυνήθιστη μεγαλοπρέπεια και ζωή σε ό,τι αναπνέει και κινείται γύρω του. Ο Ναός θ’ ανοίξει τις δαφνοστόλιστες πύλες του για να δεχθεί τις χιλιάδες των προσκυνητών, που από κάθε γωνιά της όμορφης Πατρίδας μας θα έλθουν να προσφέρουν τα δώρα της ψυχής τους, την ευλάβεια, τη λατρεία, την ευγνωμοσύνη εμπρός στην ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου. Και όλα αυτά γιατί εφέτος ο Ιερός μας Ναός θα εορτάσει με μεγάλη μεγαλοπρέπεια την εκατοστή επέτειο των εγκαινίων Του.

    Η χαρά, όπως και κάθε χρόνο στη μεγάλη πανήγυρη, θα έλθει να στήσει τον θρόνο της στον ιερό χώρο του συγκροτήματος του Ναού με της ελπίδας και της πίστης τα φτερά και θα ζωντανέψουν σκηνές θρησκευτικού ενθουσιασμού και πραγματικής λατρείας, όμοιες μ’ αυτές που από αμνημονεύτους χρόνους άρχιζαν να ταράζουν και να ανασκαλεύουν τη μνήμη και τη θύμηση κάθε πιστού, καθώς δεν έπαψαν περιοδικά και κάθε χρόνο με την ίδια πάντα θέρμη να επαναλαμβάνονται.

    Οι σκηνές αυτές και οι εικόνες, ζωγραφισμένες απ’ της αληθινής της πίστης τα έντονα χρώματα και απ’ της ευλαβικής γεμάτης ειλικρίνειας ψυχής τούς χτύπους και παλμούς, δείχνουν ολοκάθαρα πως μέσα στον Ναό αυτόν τον ιερό κατοικεί ένα φως παράδοξο, σίγουρα Θεϊκό, με μια ακτινοβολία που ξεπερνά τα στενά όρια του όμορφου της Λέσβου νησιού και απλώνεται αξεθώριαστη και δυνατή σε κάθε απόμακρη ελληνική γωνιά.

    Θαρρεί κανείς πως τέτοιες μέρες ένα αστέρι μαγικό, όμοιο μ’ αυτό που οδήγησε τους Μάγους προς τη Φάτνη, καρφώνεται επάνω στον Ναό μες τον ουράνιο θόλο και οδηγεί κάθε πιστό που έχει τη δύναμη και τη χάρη να το βλέπει προς το Ιερό αυτό κατοικητήριο του Μεγάλου Ταξιάρχη.

    Θαρρεί ακόμα πως η φωνή, που απόκοσμη και μυστική βγαίνει και τώρα απ’ το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα, ξεχύνεται σαν ψαλμός χερουβικός σ’ ολόκληρο του ουρανού το δώμα και μεταδίδεται παντού και αντηχεί χαρμόσυνα μες την καρδιά κάθε πιστού. Και αυτός, αν δεν το ’χει σαν όνειρο και σαν λαχτάρα μυστική, σαν τάμα ανεκπλήρωτο σε μια δύσκολη της ζωής στιγμή, σαν μακρινός προσκυνητής έρχεται εδώ να γευθεί μια σταγόνα της χαράς, ένα κομμάτι ελπίδας στο συμπόσιο αυτό της Θείας καλοσύνης.

    Άνθρωποι απ’ όλα τα στρώματα, άνθρωποι κάθε λογής και κάθε ηλικίας, αδύναμοι και δυνατοί, ακόμα πλούσιοι και φτωχοί, νησιώτες και στεριανοί, πιστοί που χτυπήθηκαν πολύ σκληρά κι αλύπητα απ’ της ζωής τα βέλη, μα ευτυχισμένοι στη ζωή, συρρέουν για λόγους διάφορους μα με την ίδια της πίστεως τη θέρμη προς την πηγή τη ζωοφόρο, που εδώ πάντα αναβλύζει.

    Σκηνές και εικόνες ανέκφραστου λυρισμού ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια καθενός που έχει τη δύναμη την ψυχική να παρατηρεί και να ξαναζεί ό,τι στον άλλον συμβαίνει, καθώς απ’ όλους τους δρόμους προχωρούν προς την κολυμβήθρα αυτή του Σιλωάμ, πεζή ή με τροχοφόρα, που λες συναγωνίζονται ποιο θα φέρει πρώτο τον επιβάτη τον δικό του.

    Μικρά, μικρά πολύχρωμα ανθρώπινα ρυάκια ρέουν προς τη θάλασσα αυτή της μεγαλοψυχίας και της χριστιανικής αγαθοσύνης, για να αποθέσουν σ’ αυτήν κάθε πόνο που πληγώνει την καρδιά τους, κάθε θλίψη, ψυχική ή σωματική αρρώστια, να καταπνίξουν κάθε αμάρτημα κι έτσι ξάλαφροι και δυνατοί να συνεχίσουν λυτρωμένοι τον αδυσώπητο αγώνα της ζωής.

    Σκηνές ένθεου λυρισμού, που όσο κι αν προσπάθησε κι όσο αν προσπαθήσει δεν θα κατορθώσει να καταστρέψει η βαριά μηχανή του σημερινού αμφίβολου τεχνικού πολιτισμού, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσει να καταπατήσει και να μαδήσει το ανθολούλουδο της ελπίδας που φυτρώνει αμάραντο μέσα στον κήπο του Θεού και προς το οποίο απλώνουν χαρούμενα τα χέρια τους όλοι οι πονεμένοι. Τεράστιες αποστάσεις εκμηδενίζονται μπροστά στη βαθιά και ακλόνητη πίστη προς του Αγίου μας τη χάρη που φέρνουν μαζί τους οι πιστοί και γι’ αυτό πατούν ανάλαφρα, γελούν χαριτωμένα και ελπίζουν ασταμάτητα στη Θεϊκή βοήθεια.

    Δεν είναι λίγοι και αυτοί που διασχίζουν θάλασσες ταμένοι από καιρό, αδιαφορώντας αν θα φιλά την πρύμνη τους κακόβουλο το κύμα ή αν μέσα στ’ άρμενα τ’ αγέρι το σφοδρό δεν πνέει πρίμα, γιατί πιστεύουν δυνατά πως ο Άγιος που τους τραβά έχει τη δύναμη και τα στοιχειά τα φυσικά σαν τις ψυχές να γαληνεύει. Φθάνουν θαλασσοδαρμένοι και θυμίζουν όλους εκείνους που τους χρόνους τους παλιούς άφηναν τα ιερά απέναντί μας χώματα της Αιολίδας γης, όπου ποτέ δεν έπαυσε Ελληνικά να τραγουδά τ’ αγέρι, και με μια αρμάδα από σκαριά που τα οδηγούσε ένα σκαρί, που είχε -όπως λέγεται- σα ακρώπορο του Ταξιάρχη τη μορφή και έμπαινε στη θάλασσα πάντα τέτοια μέρα, έρχονταν με το Νότο ή το Βοριά να δείξουν την πίστη τη βαθιά σαν σε δικό τους Άγιο.

    Μα και σκηνές που συγκινούν θαρρώ δεν είναι λίγες και σου πληγώνουν την καρδιά. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με δάκρυα ενοχής και εξαγνισμού στα όμορφά τους μάτια ή ενός πόνου μυστικού και αθέατου στους άλλους, γονατιστοί και ευλαβικά, με ματωμένα πόδια, αλλά και με υπομονή έρχονται να μοσχοβοληθούν από τη θεία πνοή κι από την ευωδιά που ανάβει μπροστά στα πόδια τους η ίδια η δική τους λατρεία.

    Μητέρες, έχοντας στους ώμους τους τα τρυφερά τους βλαστάρια, βάρη αγαπημένα, ξυπόλητες και με τα χέρια τους δεμένα πίσω, προχωρούν ευλαβικά και με σπαραγμό ψυχής σε μια ατέλειωτη σειρά, ανάμεσα από ένα πλήθος που θαυμάζει χωρίς καθόλου να απορεί, γιατί γνωρίζει τη δύναμη της χάρης που χύνεται πάνω στον πιστό που πάει το τάμα του να κάνει.

    Παιδιά από τη φύση αδικημένα, παλικάρια απ’ την ίδια πληγωμένα, σκορπώντας ρίγη συγκινήσεως, σέρνονται με μια θλίψη στην ψυχή, όμως και με κατάνυξη πολλή κι ακούραστη ελπίδα μέσα στα στήθη πως θα ευδοκήσει ο Άγιος και κείνα την υπόλοιπη ζωή τους να χαρούν. Είναι η πιο δυνατή στιγμή που η πίστη αβίαστα ανθίζει και ένα χρώμα, μια ομορφιά μες τις καρδιές σκορπίζει.

    Και όλοι αυτοί οι πιστοί, όλοι οι πονεμένοι δεν έρχονται έτσι απλά και μ’ αδειανά τα χέρια. Χρυσά κοσμήματα ενδεικτικά πλατιάς ευγνωμοσύνης, αγαπημένα τάματα, κανδήλια και εικόνες, σαν μια αναγνώριση της Θεϊκής βοήθειας, ακόμη και απαρχές της χρονιάς σαν μια ευχαριστία για τη μεγάλη σοδειά και ζώα παντοειδή και τέλεια, είναι προσφορά ευλαβική μιας άμετρης λατρείας.

    Όλα αυτά συγκινούν ιδιαίτερα τον Μανταμαδιώτη και μυστικόπαθα τον Άγιό του λατρεύει και ετοιμάζεται τον κάθε ξένο να δεχθεί, ό,τι περνά από το χέρι του μ’ απλοχεριά να του δώσει, σαν μια δική του προσφορά προς τον Προστάτη του Άγιο.

    Η Α΄ ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ

    (Αρβιθένιο Πανηγύρι)

    Το παράξενο και άγνωστο σε πολλούς πανηγύρι, καποτεσινό, ξεχασμένο από πολλά χρόνια, ίσως από το 1888, το γιόρταζαν οι Μανταμαδιώτες την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

    Ήταν ένα πανηγύρι απλό, γεμάτο χριστιανική αγάπη και ειλικρίνεια, που ένωνε στο ίδιο σημείο τις ψυχές των πιστών. Εκεί που συναντούσαν τον Άγιό μας. Τότε η Εκκλησία γιόρταζε τα εγκαίνια του προηγουμένου Ναού και, επειδή ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή, πρόσφερε σ’ αυτό ρεβίθια σαρακοστιανά με λάδι και φιλοξενούσε μ’ αυτά τους προσκυνητές.

    Γινόταν η Εκκλησία σπίτι και οι πιστοί μια οικογένεια, φαμίλια αδελφωμένη μέσα απ’ το ίδιο λιτό φαγητό, που έδειχνε όμως τον πλούτο της ψυχής, της πίστης τη θερμότητα και δίδασκε πως η νηστεία είναι θεία θέληση που ξεπηδά μες απ’ την ίδια την απλόχερη αγάπη.

    Οι ευάριθμοι, από τα γύρω χωριά, φιλοξενούμενοι, ευσεβείς, φιλέορτοι και φιλακόλουθοι, το στρώνανε στην ευρύχωρη αυλή του Ναού που ήταν ιδιαίτερα περιποιημένη εκείνη τη μέρα και φιλόκαλα στολισμένη πανηγυρικά με φυσικά κλωνάρια, όχι με κορδέλες παρδαλές και χτυπητές. Η Φύση ήταν ακόμη δύναμη σαν την ίδια έκφραση του Θείου, δεν είχε παραγκωνιστεί από το τεχνικό και αβέβαιο.

    Ο Μανταμάδος, πάντα φιλόξενος και φιλότιμος, φιλοξενούσε τους ξένους του προσκομίζοντας και από τα σπίτια του τα σαρακοστιανά σπιτίσια παρασκευάσματα, την ελιά τη διαλεχτή, σοδειά πλούσια και απαραίτητη και πικάντικη, την ξιδάτη ελιά την τσακιστή, το κρεμμύδι το ντόπιο το στρογγυλό και το τουρσί το ποικιλόκαρπο, τον ταραμά τον υδρόφιλο, μπόλικο και φτηνό τότε και γνήσιο. Δεν έλειπαν και τα θαλασσινά, όσα μπορούσαν να βρεθούν, με μπόλικο νερό καλοπλυμένα που τα στόλιζαν στο τραπέζι.

    Το μπρούσκο κρασί, το ντόπιο, της Πεδής, του πλουτοφόρου μικροκάμπου, που σαν κέρβερος τον φύλαγε και φυλάγει ακόμα ο ψαροτρόφος ποταμός, ο πολυτραγουδισμένος και γραφικός σαν βόας ξαπλωμένος με την πλατιά του κοίτη, τα σαν ταψιά ψωμιά, φουσκωμένα, καπερά και μυρωδάτα, ξεροψημένα και βαριά από το σιτάρι του αγροτικού μόχθου τους, απ’ τη σοδειά τη μπερεκετλήδικια, βαλμένη στο κατώγι του αγροτικού σπιτιού του Μανταμάδου, στόλιζαν το τραπέζι, πραγματικά ήρεμο με της φύσης τα γνήσια γεννήματα, χωρίς θυσίες κακόμοιρων θυμάτων. Και τα γλυκίσματα, σπιτίσια όλα, του ταψιού, καμώματα του φούρνου του σπιτίσιου που σ’ αυτόν φούρνιζαν οι ίδιοι τα ψωμιά και τις σοδειές τους, ήταν πλούσιο επιδόρπιο σε ένα φτωχό Γιορτάσι.

    Τα γαϊδουράκια του χωριού τα αργοπόρητα, που πήγαιναν πάντα σιγά, συγκοινωνία της εποχής αυτής της βλογημένης, γραφικά θαρρείς και αυτά χαρούμενα καθώς φορτωμένα βάδιζαν με τα σπιτίσια τα καλά για την αναίμακτη τραπεζαρία της αυλής του Ναού, πρόσφεραν πρόθυμα τις υπηρεσίες τους. Οι άνθρωποι της φύσης γιόρταζαν τη φύση με τα αγαθά της, τα παράγωγα της Μάνας γης τα αναίμακτα. «Βίβα Νατούρα», φώναζαν μεταξύ τους υψώνοντας με το δεξί τους χέρι το ξεχειλισμένο από μπρούσκο κρασί κύπελλο. Έτσι το πανηγύρι τούτο το έκτακτο και παράξενο πήρε το όνομα από

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1