Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο
Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο
Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο
Ebook171 pages2 hours

Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο αποτελεί ένα μυθιστόρημα φαντασίας, που αφορά σε ονειρικά ταξίδια μέσα στο χρόνο και την περίεργη σύνδεσή τους με την πραγματικότητα. Ο κεντρικός χαρακτήρας Τηλέμαχος Ανδρόνικος είναι ένας μικροαστός 33 ετών, υπέρβαρος, που δουλεύει ως τραπεζικός υπάλληλος. Μόλις πληροφορείται ότι πάσχει από καρκίνο και έχει μόνο έξι μήνες ζωής, αποξενώνεται και βρίσκει διέξοδο στον περίπλοκο μηχανισμό των ονείρων. Βιώνει ονειρικές μετενσαρκώσεις σε προκατακλυσμιαίες εποχές, στην αρχαία Ελλάδα, την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, την πολιορκία του Μεσολογγίου, τη γαλλική επανάσταση, το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ακόμα και σε άλλες διαστάσεις. Κοινός άξονας των περιπλανήσεών του είναι ένας σκοτεινός βάλτος, που μοιάζει να αποτελεί μια κακόβουλη έμψυχη οντότητα, και ένας μαυροντυμένος άντρας με εξωγήινες μυστικιστικές δυνάμεις, που τον καταδιώκει στο πέρασμα των αιώνων. Σύντομα η πραγματικότητα αρχίζει να συγχέεται με τις περιηγήσεις της συνείδησής του κατά τη διάρκεια του ύπνου, βάζοντας σε δοκιμασία τη διατήρηση των λογικών του. Το μοναδικό πρόσωπο που φαίνεται να τον πιστεύει είναι μια άγνωστη, μυστηριώδης, όμορφη γυναίκα, η οποία γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσο δείχνει. Σε κάθε του μετεμψύχωση αποκτά εντελώς διαφορετικές εμπειρίες, που μοιάζουν πλήρως ασύνδετες μεταξύ τους, αλλά όλες μαζί αποτελούν το κλειδί, που στο τέλος θα ξεκλειδώσει τη μεγάλη αλήθεια.
LanguageΕλληνικά
PublisherPublishdrive
Release dateOct 11, 2012
ISBN9781909550179
Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο

Related to Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο

Related ebooks

Reviews for Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τηλεμάχεια στο Χωροχρόνο - Δημήτρης Παπαδημητρίου

    Δ.Π.

    Κεφάλαιο 1:

    Η πρώτη συνάντηση με τον μαυροντυμένο ιερέα.

    Το σφύριγμα του αέρα ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων έχει ασυνήθιστα την ίδια ακριβώς ένταση, χωρίς ούτε να δυναμώνει ούτε να ασθενεί. Το τοπίο πάντα απαράλλαχτο. Τόσο γνώριμο, αν και τόσο εξώκοσμο. Ο Βάλτος. Σκοτεινά Δέντρα πάνω σε μια λευκή άμμο, που ταιριάζει σε εξωτική αμμουδιά και όχι σε αυτό το φρικιαστικό τοπίο, όπου το σκοτάδι και η ομίχλη σε συνδυασμό με το ημίφως του φεγγαριού συνθέτουν την ίδια πάντα μελαγχολική ατμόσφαιρα. Ο άντρας φορώντας τον ίδιο, όπως κάθε φορά, σκούρο μανδύα και καλύπτοντας το κεφάλι του με μαύρη κουκούλα, όπως οι καθολικοί μοναχοί, διασχίζει διστακτικά μέσα στο βάλτο, το ασυνήθιστα λαμπυρίζοντα, λευκό μονοπάτι από πέτρες.

    Ξαφνικά ακούγονται παράσιτα στη διαπασών. «Εφιάλτης!» σκέφτεται, καθώς ξυπνάει και σηκώνεται γρήγορα από το κρεβάτι, για να κλείσει το ενοχλητικό ξυπνητήρι-ραδιόφωνο. 6:30 η ώρα και πρέπει να ετοιμαστεί γρήγορα, καθώς σβήνονται οι αναμνήσεις του εφιάλτη, που μόλις είδε και αρχίζει να κατακλύζεται από τις καθημερινές ψυχοκτόνες σκέψεις.

    Ο άντρας ονομάζεται Τηλέμαχος Ανδρόνικος. Αν και το όνομά του είναι αρχαίο ελληνικό, μεγαλοπρεπές, παρμένο από το ομηρικό έπος, ο ίδιος δεν είναι τόσο μεγαλοπρεπής, αφού πρόκειται για ένα μικροαστό 33 ετών, υπέρβαρο που δουλεύει ως τραπεζικός υπάλληλος. Μια δουλειά την οποία σιχαίνεται και νιώθει να του τρώει τα σωθικά σαν μια ανίατη αρρώστια. Ούτε που κατάλαβε πώς πέρασε ο καιρός. Πώς από πιτσιρικάς με όρεξη για ζωή και όνειρα κατάντησε ένας απομονωμένος δύστροπος μεσήλικας, που του έλλειπαν τα μαλλιά, που ήταν 133 κιλά και έδειχνε σε χειρότερη φόρμα από τον ίδιο του τον πατέρα.

    Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο μπάνιο και ρίχνει παγωμένο νερό στο πρόσωπό του, για να ξυπνήσει. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη νιώθει πως βλέπει έναν ξένο. Κάποιον που του μοιάζει, αλλά είναι η άσχημη εκδοχή του εαυτού του. Τα μόνα που αναγνωρίζει σαν δικά του είναι τα μαύρα μάτια του και το βλέμμα του. Αν και πιο σκοτεινό, όσο περνάει ο καιρός είναι πάντα το ίδιο. Κρύβει κάτι βαθύτερο, αδιευκρίνιστο. Όμως είναι εκεί.

    Βαριεστημένα κατευθύνεται προς τη δουλειά του. Γρήγορα, χωρίς να το καταλάβει, βρίσκεται καθισμένος στην καρέκλα πίσω από το ταμείο μετρώντας αποκαμωμένος λεφτά στη μηχανή μετρήματος, αντιμετωπίζοντας μια ουρά από κόσμο, ενώ το μυαλό του ταξιδεύει σε άλλες σκέψεις. 'Όπως τι θα γινόταν, αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές τις σωστές στιγμές. Ξαφνικά ένας οξύς πόνος τον πιάνει στο κεφάλι και στο στήθος και όλα σκοτεινιάζουν, καθώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό του να σωριάζεται ανήμπορος στο πάτωμα.

    Μετά από μπερδεμένες εικόνες από δόρατα, σπαθιά, ερήμους το τοπίο ξεκαθαρίζει. Ο Βάλτος! Τo θαμνώδες εφιαλτικό έδαφος, που περιβάλλεται με μια διαρκώς κινούμενη ομίχλη, τον φοβίζει και τον γοητεύει ταυτόχρονα. Και αυτή τη φορά στο βάθος διακρίνεται μια μορφή σαν ένα είδος σκοτεινού μοναχού να βαδίζει αργά το λευκό μονοπάτι.

    «Κύριε Ανδρόνικε είστε καλά;» Ο Τηλέμαχος ανοίγει τα μάτια του. Ένας πόνος στο κεφάλι και στο στήθος τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Απ' ότι αντιλαμβάνεται βρίσκεται σε νοσοκομείο, καθώς βλέπει από πάνω του ένα γιατρό και μια νοσοκόμα. «Τι συμβαίνει;» ρωτάει.

    Γιατρός: «Λιποθυμήσατε. Σας έφεραν με ασθενοφόρο. Φοβάμαι σας έχω δυσάρεστα νέα».

    Τηλέμαχος: «Τι νέα; Τι εννοείτε;»

    Γιατρός: «Καλύτερα ηρεμήστε πρώτα και μετά περάστε από το γραφείο μου».

    Τα νέα είναι όντως δυσάρεστα: Καρκίνος του εντέρου. Έξι μήνες ζωής με δύο χρόνια το περισσότερο, αν πάει στους κορυφαίους γιατρούς. «Μην ανησυχείτε πάνω από όλα κουράγιο» ξεστομίζει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να φανεί πειστικός ο γιατρός. «Η επιστήμη προχωρεί με γρήγορους ρυθμούς και πολλές φορές γίνονται και θαύματα. Έχω δει αρκετές φορές πλήρεις αναρρώσεις στην εικοσιπεντάχρονη θητεία μου στην ιατρική που αντιτίθονταν στα προγνωστικά». «Παρηγοριές του κώλου» σκέφτεται ο Τηλέμαχος, ωστόσο δεν μιλάει καθόλου. Ακολουθεί η βάναυσα βαρετή διαδικασία του εξιτηρίου, που συμπεριέχει τη φαρμακευτική αγωγή με την ημερομηνία επανεξέτασης για περαιτέρω εξετάσεις και την έκδοση παραπεμπτικού για χημειοθεραπείες. Μετά τις τυπικές διατυπώσεις, αφού πληροφόρησε τους κοντινούς του, βρίσκεται σπίτι μόνος να πίνει ουίσκι και να τρώει πίτσα, αντίθετα με τις συμβουλές του γιατρού, κοιτάζοντας αφηρημένα μια παρωχημένη, χιλιοπαιγμένη σεναριακά χολιγουντιανή ταινία στην τηλεόραση. Το περίεργο είναι ότι δεν έχει κλάψει ακόμη. Ίσως δεν το έχει συνειδητοποιήσει . Ίσως είναι άρνηση ή ελπίζει σε κάτι. Ούτε ο ίδιος ξέρει. Πάντως δεν αισθάνεται άσχημα. Το αντίθετο! Νιώθει υγιής και τρώει με μεγάλη όρεξη και βουλιμία και κατεβάζει το ουίσκι, σαν να γιορτάζει την πρωτοχρονιά!

    Προσπαθεί να φανταστεί πώς θα είναι η κηδεία του. Μόνο η οικογένεια του θα πονέσει πραγματικά. Θα έρθουν ένα σωρό γνωστοί, που θα υποβάλλουν τα συλλυπητήρια τους και θα προβληματιστούν κατά πόσο θα είναι πρέπον να πάνε σε κάποιο πάρτι το βράδι. Αν όντως πεθάνει σε έξι μήνες θα είναι ακόμα 33.Τα χρόνια του Χριστού! «Σημαδιακό!» αναφωνεί και ένα πικρό χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη του. Δεν πιστεύει ούτε στην χριστιανική ούτε σε κάποια άλλη θρησκεία. Πολύ περισσότερο δεν πιστεύει στα σημάδια. Ό,τι έχει σχέση με σημάδια, προφητείες, θρησκευτικές υποδείξεις και δόγματα τα θεωρεί όλα γελοιότητες, αρνητικά κατάλοιπα στην παγκόσμια σκέψη από τον σκοταδισμό του Μεσαίωνα, που αναπαράγονται και εμπλουτίζονται κατά ένα περίεργα ασύνδετο τρόπο μέχρι και σήμερα.

    Παλεύει να θυμηθεί να σκεφτεί τι καλό έχει ζήσει ως τώρα και λίγα πράγματα του έρχονται στο μυαλό. Η ευτυχία και η τύχη δεν ήταν ποτέ το φόρτε του! Μια καταπιεσμένη εφηβεία και μετεφηβεία στην απομόνωση. Αποξενωμένος, σχεδόν αντικοινωνικός, Πάντα αφανής, χαμηλών τόνων και παραγκωνισμένος. ΄Οσον αφορά τα ερωτικά του, μετά τις τρεις τραγωδίες του Οιδίποδα, η δική του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στο «τοπ φάιβ», σκέφτεται και πάλι ένα θλιμμένο χαμόγελο διαγράφεται αχνά στα χείλη του.

    Χαμένος στις σκέψεις του τα μάτια του βαραίνουν: Όταν τα ανοίγει, βρίσκεται σε ένα κάστρο, πιθανόν την εποχή της αναγέννησης. Κρατά ένα δίσκο και σερβίρει κάποιους ευγενείς, που μοιάζουν σαν να βγήκαν από κάποιο πίνακα των Βερσαλλιών, ενώ κάποιοι φρουροί με πανοπλίες και ελαφρύ οπλισμό βρίσκονται στο βάθος. Τα ρουθούνια του πνίγονται από μυρωδιά μούχλας και η πλάτη του σφίγγεται από την υγρασία. Πριν ακόμα αποκτήσει πλήρη αντίληψη του χώρου οι φωνές, που θυμίζουν γαλλικά με απαρχαιωμένη προφορά, αρχίζουν να μπερδεύονται και να μη βγάζουν νόημα. Τα πάντα σκοτεινιάζουν. Το σκότος φωτίζει στιγμιαία ένας κεραυνός και εμφανίζεται ο Βάλτος. Πάντα γνώριμος και αλλόκοσμος.

    Αμέσως, ξυπνάει μπροστά στην τηλεόραση. Έχει την εντύπωση ότι έζησε κάτι σπουδαίο, ουσιώδες και δυνατό. Όμως δε μπορεί να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς ονειρεύτηκε. Έχει την ανικανοποίητη ανάγκη να θυμηθεί, αλλά δε μπορεί. «Γιατί δε μπορώ να θυμηθώ;» αναρωτιέται μεγαλόφωνα, σαν να ήταν κάποιος μαζί του, πιέζοντας με τα δάχτυλά του δυνατά τους κροτάφους του. Και άλλες φόρες ένιωθε την ανάγκη να θυμηθεί τα όνειρά του, αλλά τα τελευταία χρόνια η επιθυμία του αυτή μεγάλωνε.

    Τα μάτια του ασυναίσθητα γλιστράνε σε μια φωτογραφία γυρισμένη ανάποδα. Ξεχνάει το ότι ήθελε να θυμηθεί το όνειρο του και μελαγχολεί. Δε χρειάζεται να σηκώσει τη φωτογραφία, για να δει ποιος είναι. Άλλωστε ο ίδιος την αναποδογύρισε. Είναι η Πηνελόπη: η πρώην του. Εδώ και τρία χρόνια είναι χωρισμένοι μετά από εφτά χρόνια δεσμού. Ήταν πολύ ερωτευμένος. Θυμάται που αστειευόταν μαζί της, που τον ίδιο τον έλεγαν Τηλέμαχο και εκείνη Πηνελόπη. Στην Οδύσσεια γιος και μητέρα, ενώ αυτοί στη ζωή ήταν ζευγάρι. Όμως η δική του Πηνελόπη διέφερε πολύ από την Πηνελόπη της Οδύσσειας. «Αντί να είναι στον αργαλιώ πιστή στον άντρα της, αρέσκοταν να διευρύνει το πεδίο των ερωτικών της εμπειριών μέσα από νέες γνωριμίες» αναλογίζεται με το χαρακτηριστικό του πικρό χαμόγελο. Αθέλητα επαναφέρει στη μνήμη του πόσο πόνεσε, όταν έμαθε για τις κατά συρροή απιστίες της, αφού την είχε ήδη αρραβωνιαστεί. Τότε ήταν ακόμη λεπτός, είχε ακόμη τα μαλλιά του και προπαντός όρεξη για ζωή. Το σπουδαιότερο χαμογελούσε συχνά. Μετά από το πλήγμα που δέχτηκε από την Πηνελόπη λύγισε. Άρχισε να τρώει ασταμάτητα, να πίνει, απομονώθηκε. Τα μαλλιά του έπεσαν σα φθινοπωρινά φύλλα και το πρόσωπό του γέρασε απότομα. Αγρίεψε. Θυμάται εκείνη που του είχε πει «θα σε αγαπάω για πάντα» με δάκρυα στα μάτια και ένα ύφος γεμάτο ειλικρίνεια. «Ναι θα μ΄ αγαπάς. Εμένα και άλλους πενήντα, όλους μαζί ταυτόχρονα!» σιγοψιθυρίζει κοιτάζοντας το πίσω μέρος της φωτογραφίας και τα χείλη του σχηματίζουν κάτι που πάει να μοιάσει με χαμόγελο.

    Κοιτάζει την ώρα. Πέντε το πρωί. Βγαίνει έξω. Στη Θεσσαλονίκη πάντα υπάρχει κόσμος στους κεντρικούς δρόμους. Αλλά ο Τηλέμαχος θέλει απομόνωση. Ούτε κόσμο ούτε αμάξια. Διασχίζει την Εγνατία, στρίβει ευθεία πάνω και περνώντας το υπουργείο Μακεδονίας εισέρχεται στην Άνω Πόλη. Περπατάει σε κάτι σοκάκια σε φτωχογειτονιές που μένουν οι Τούρκοι και μουσουλμάνοι μετανάστες. Απόλυτη ερημιά επικρατεί και ο ουρανός αρχίζει να παίρνει το γκρίζο χρώμα του ξημερώματος. Χαμογελάει. Ό,τι του χρειαζόταν. Ξεχνάει για λίγο πως βρέθηκε εκεί. Αποβάλλει από τη σκέψη του την αρρώστια του, τα πεταμένα χρόνια του και νιώθει σα να ζει ένα από τα όνειρά του που πάντα ξεχνάει και όμως μέσα του πιστεύει ότι κρύβουν κάτι ξεχωριστό. Τις σκέψεις του διακόπτουν βαριά βήματα από μπότες που ακούγονται πίσω του. Γυρνάει και βλέπει ένα τύπο ντυμένο στα μαύρα με κολάρο καθολικού ιερέα και ένα περίεργο μαύρο καπέλο. Το ντύσιμό του θύμιζε το Μέριν από την ταινία «Εξορκιστής». Στην αρχή τρομάζει, αλλά σκέφτεται «ούτως ή άλλως τελειωμένη υπόθεση είμαι. Τι τώρα τι μετά» και το ένα του μάγουλο συσπάται ελαφρά σαν μια αποτυχημένη προσπάθεια να χαμογελάσει. Ο μαυροντυμένος άντρας τον πλησιάζει. Έχει σκυμμένο το κεφάλι του και το μόνο που φαίνεται είναι το πάνω μέρος από το καπέλο του κρύβοντας το πρόσωπό του και με μια ανατριχιαστική γερασμένη φωνή ψιθυρίζει «Γεια σου Τηλέμαχε ».

    Τηλέμαχος: «Πώς Ξέρεις το όνομά μου;»

    Μαυροντυμένος: «Ξέρω πολύ περισσότερα Τηλέμαχε».

    Τηλέμαχος: «Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω».

    Μαυροντυμένος: «Θα καταλάβεις πολύ σύντομα Τηλέμαχε. Πρόσεχε τα κρυστάλλινα παράθυρα.»

    Τηλέμαχος: «Ποια κρυστάλλινα παράθυρα; Τι λες; Κοίτα μείνε μακριά μου αλλιώς θα σε χτυπήσω. Έχω ήδη αρκετά προβλήματα. Πρόσεξε μην ξεσπάσω πάνω σου».

    Ο μαυροντυμένος, που μοιάζει με καθολικό ιερέα, έχει ακόμη το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από τη σκιά του καπέλου του και γελώντας δυνατά φωνάζει: «Σύντομα θα καταλάβεις Τηλέμαχε. Καλή αντάμωση στο λευκό μονοπάτι».

    Τηλέμαχος: «Ποιο λευκό μονοπάτι;».

    Μαυροντυμένος: «Το λευκό μονοπάτι στο Βάλτο».

    Ο Τηλέμαχος ανοίγει διάπλατα τα μάτια του και μένει ακίνητος με την έκπληξη εμφανώς διαγραμμένη στο πρόσωπό του. Ο άγνωστος άντρας απομακρύνεται. «Πώς στο διάβολο ξέρει για το Βάλτο;» σκέφτεται .Ένας πόνος στο στομάχι έρχεται απροειδοποίητα. Ο Τηλέμαχος απομακρύνεται με ένα περπάτημα που θυμίζει αργό τρέξιμο και κατευθύνεται σπίτι του.

    Κεφάλαιο 2:

    Η Διέξοδος στα ονειρικά ταξίδια.

    Ήδη έχει περάσει μια βδομάδα από τότε που έμαθε για την αρρώστια του. Προτιμά να μην το σκέφτεται. Παραιτήθηκε από την ανυπόφορα βαρετή και ψυχοκτόνα δουλειά στην τράπεζα. Παίρνει ενίοτε και σχεδόν αφηρημένα τα φάρμακά του, ένα σωρό χάπια αντιόξινα και παυσίπονα με περίπλοκα ξένα ονόματα. Η

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1