Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ
Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ
Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ
Ebook92 pages1 hour

Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο συγγραφέας αφηγείται τις μάχες στην Αμμόχωστο στην Κύπρο το 1974, όπως τις έζησε ως στρατιώτης, πάντα στην πρώτη γραμμή, από την έναρξη των εχθροπραξιών, την κατάληψη της πόλης, το στήσιμο της γραμμής πυρός στην Δερύνεια, μέχρι την περίφραξη της πόλης από τους Τούρκους.

Τα γεγονότα συνοδεύονται από τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τους φόβους του δεκαεννιάχρονου τότε συγγραφέα. Στην αφήγηση εμπλέκεται ο μύθος των Κουάξ, των βατράχων της πόλης που τραγουδούσαν κάθε νύχτα και που περιμένουν τους κατοίκους να επιστρέψουν, να ανοίξουν τις κάνουλες με το νερό, να γεμίσουν οι δεξαμενές στα περιβόλια και να ποτιστούν τα δέντρα, ώστε να μπορέσουν τα βατράχια να ξανατραγουδήσουν για να ξαναζωντανέψει η πόλη.

LanguageΕλληνικά
Release dateOct 9, 2023
ISBN9789606271601
Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ

Related to Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ

Related ebooks

Reviews for Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ - Φάνος Χριστοφόρου

    aixmalotoscover.jpg

    τίτλος συγγράματος: Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ

    συγγραφέας: Φάνος Χριστοφόρου

    έκδοση ebook: Μάιος 2020

    isbn: 978-960-626-375-0

    atelier: Αντώνης Καραναύτης, Γιάνννης Ερμείδης, Λυδία Χατζήμαρκου

    Εκδόσεις iWrite

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Φάνος Χριστοφόρου γεννήθηκε στην Λευκωσία το έτος 1955. Έζησε και µεγάλωσε στην Αµµόχωστο της Κύπρου µέχρι τα δεκαεννιά του χρόνια που η πόλη πάρθηκε από τους Τούρκους. Φοίτησε στο ιστορικό Α’ Γυµνάσιο Αρρένων Αµµοχώστου και στην Νοµική Σχολή Αθηνών. Μετά την εισβολή εγκαταστάθηκε µόνιµα ως πρόσφυγας και έζησε στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως Δικηγόρος. Είναι παντρεµένος µε δυο παιδιά και µια εγγονή.

    Πρόλογος

    Ολα τα περιστατικά που αναφέρονται στο βιβλίο είναι πραγματικά και θα θυμίσουν σε όσους από τους αναγνώστες ήταν παρόντες τα γεγονότα που ζήσαμε.

    Για όλα τα αναφερόμενα πρόσωπα υπάρχει όνομα και επώνυμο, το οποίο όμως δεν αναγράφεται τηρουμένης της ανωνυμίας, εκτός από τα ονοματεπώνυμα των πεσόντων, που υποχρέωσή μου είναι η αναγραφή τους, ώστε η μνήμη τους να μείνει ανεξίτηλα γραμμένη βαθιά μέσα μας.

    Κατά τη διάρκεια των συμβάντων δεν είχα αίσθηση του χρόνου. Δεν θυμόμουν και δεν θυμάμαι ούτε μέρες ούτε ώρες, μόνο τη διάκριση της ημέρας από τη νύχτα, πολλές φορές δε ούτε την ακριβή χρονολογική σειρά των συμβάντων, τα οποία είναι διάσπαρτα μέσα μου.

    Ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων από τους συμπολεμιστές μου για τυχόν παραλείψεις μου ή για κάτι που ξέχασα. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι ακόμα και αν θυμάμαι, δεν μπορούν να αναφέρονται τέτοιες λεπτομέρειες κατά τρόπο που να είναι κουραστικές για τον αναγνώστη που δεν έζησε τα γεγονότα.

    Δεν είχα ποτέ πρόθεση να γράψω βιβλίο για όσα ζήσαμε στην εισβολή, αντίθετα, με πολύ μεγάλη προσπάθεια κατάφερα για δεκαετίες να ξεχάσω όλα όσα έγιναν για να μπορέσω ανεπηρέαστος να προχωρήσω στη ζωή. Φαίνεται όμως πως, όσο πλησιάζει το τέλος, η επίδραση των όσων συνέβησαν δεν έχει πια σημασία και σαν ηφαίστειο εξερράγη η μνήμη μου λόγω της συμπίεσης που δέχτηκε τόσες δεκαετίες.

    Είκοσι Ιουλίου 2016, βλέπω ζωντανό όνειρο ότι είμαι μέσα στο λαντ-ρόβερ και πάω στην πρώτη γραμμή, έχω τα ίδια αισθήματα με τότε. Ξυπνώ απότομα, συλλογιέμαι, παίρνω στυλό και χαρτί και γράφω σημειώσεις ανάκατες για ό,τι θυμάμαι και δεν σταματώ μέχρι τέλος Αυγούστου. Αρχές Σεπτεμβρίου αρχίζω να γράφω το βιβλίο και, ενώ υπολόγιζα ότι θα χρειαζόταν ένας περίπου χρόνος γράψιμο, μέσα σε έναν μήνα το γράφω. Είναι απίστευτο, τα δάκτυλα έγραφαν στον υπολογιστή ασταμάτητα και το βιβλίο γράφτηκε χωρίς δεύτερη ανάγνωση. Θα έπρεπε να είχαν γραφτεί όλα εδώ και πάρα πολλά χρόνια και περίμεναν συμπιεσμένα να αποσυμπιεστούν, να εκραγούν και να βγουν στην επιφάνεια.

    Μεγάλη επίδραση πρέπει να δέχτηκα από συμπολίτες μου, από συμμαθητές μου και άλλους πολλούς, που δημιούργησαν ομάδες και μέσα από το facebook καθημερινά αναφέρονται στην πόλη, περιγράφουν γεγονότα, αναρτούν φωτογραφίες και κυρίως εκφράζουν τον πόθο για επιστροφή στην πόλη. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι μόνος, δεν έχω εμμονές, δεν μου έχει σαλέψει, είμαστε πολλοί, είμαστε χιλιάδες, μετά είδα ότι δεν είμαστε μόνο όσοι μεγαλώσαμε στην πόλη, είναι και άλλοι που έχουν κάνει ομάδες στο facebook, από άλλες πόλεις, από χωριά, είμαστε δεκάδες χιλιάδες.

    Όλα αυτά φαίνεται, σε συνδυασμό με τη συγκριμένη ημέρα της 20ης Ιουλίου, επετείου της εισβολής και της συμπτωματικής απόπειρας πραξικοπήματος στην Τουρκία, οδήγησαν την καρδιά μου και το χέρι μου στη συγγραφή του παρόντος.

    Ο μύθος των Κουάξ που συνοδεύει τα πραγματικά περιστατικά μπορεί να είναι μια έμπνευση της στιγμής, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι μια πολύ πιο μεγάλη πραγματικότητα από την ίδια την πραγματικότητα, που εκφράζει τον πόθο για επιστροφή του κάθε πρόσφυγα.

    Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ

    Η πόλη μου είχε πάνω-κάτω πενήντα χιλιάδες κατοίκους. Εγωιστής που είναι ο άνθρωπος… Κατοίκους εννοεί μόνο τους όμοιούς του, μόνο ανθρώπους, σαν να μην υπάρχουν άλλα πλάσματα πάνω σ’ αυτή τη γη, κανείς δεν κινείται ούτε υπάρχει γύρω του, μόνο αυτός και οι όμοιοί του, κέντρο του κόσμου ο εαυτός του. Δεν μέτρησε ποτέ τους άλλους συμπολίτες του που ήταν πιότεροι απ’ αυτόν, αλλά και να ήθελε να τους μετρήσει δεν ήταν κατορθωτό γιατί ήταν χιλιάδες, ήταν μιλιούνια, ήταν αμέτρητοι, όλοι, αρσενικοί και θηλυκοί, μικροί και μεγάλοι, μα όλοι τους καλλιτέχνες από γεννησιμιού τους, μεγάλοι τραγουδιστάδες, βαρύτονοι, τενόροι, μέσοι, υψίφωνοι, τραγουδούσαν σε όλες τις κλίμακες. Και το πιο εκπληκτικό: για στίχους είχαν μόνο μια λέξη, ούτε καν δεύτερη, με μια λέξη τραγουδούσαν τόσο εκφραστικά και τέλεια, κουάξ-κουάξ-κουάξ, και το ακόμα πιο εκπληκτικό: χωρίς μαέστρο, από μόνοι τους, με απόλυτο συντονισμό και χωρίς καμιά παραφωνία.

    Στη μια πλευρά οι δαντελένιες παραλίες της πόλης μου με τη χρυσαφένια, λεπτή σαν σκόνη άμμο τους, η άλλη πλευρά της περίκλειστη από περιβόλια με πορτοκάλια, λεμόνια, μανταρίνια, περγαμόντο, γκρέιπφρουτ και όλων των ειδών τα ξινά. Από την ανατολή ο αέρας ήταν γεμάτος αλάτι και φρεσκάδα και από τη δύση μυρωδάτος από λεμονανθούς, και ανάμεσα στα περιβόλια δεξαμενές με νερό, εκατοντάδες διάσπαρτες δεξαμενές, που κάθε τόσο άνοιγαν οι κάνουλές τους και με το νερό που έτρεχε μέσα από τ’ αυλάκια ποτιζόντουσαν τα δένδρα και μέσα στα νερά πλατσούριζαν και κολυμπούσαν τα βατράχια, όλη τη μέρα δροσιζόντουσαν. Μα αργά τη νύχτα έβγαιναν έξω από το νερό, έπαιρνε τη θέση του το καθένα γύρω από τη δεξαμενή και απευθείας, με απόλυτο συντονισμό, άρχιζαν το μονολεκτικό τραγούδι, κουάξ-κουάξ. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη πόλη που το βράδυ το φιλί στην παραλία, ο έρωτας στο δωμάτιο με τα ανοικτά παράθυρα, ο καφές στην καφετέρια, η μπύρα στην μπυραρία, ο γλυκός ύπνος, τα όνειρα, να συνοδεύονται με εκατοντάδες κοάσματα, όλων των μουσικών κλειδιών, όλων των κλιμάκων, που ακόμα και ο Απόλλωνας θα ζήλευε, κουάξ-κουάξ. Αγαπημένα μου βατράχια, πόσο μου λείπετε, πόσο σας πεθυμώ, πόσες φορές το βράδυ όταν στριφογυρίζω στο

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1