Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο
Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο
Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο
Ebook760 pages9 hours

Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το καλοστημένο σύστημα των δεκατεσσάρων πόλεων της Ενότητας Ειρήνης έχει λύσει σχεδόν όλα τα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και βιοποριστικά προβλήματα. Εκτός από ένα.

Τις μεταλλάξεις.

Οι μεταλλάξεις είναι όντα που, λόγω του γονιδίου Ρ5, έχουν αποκτήσει συγκεκριμένες ηλεκτρομαγνητικές ικανότητες. Είναι πλάσματα που μπορούν να ανάβουν λάμπες με την αφή τους και να ελέγχουν από απόσταση μικρά και μεγάλα, μεταλλικά αντικείμενα. Ιστορικά γεγονότα και αμέτρητες επιστημονικές έρευνες μιλούν για τον απόλυτο κίνδυνο που είναι αναγκαίο να απαλειφθεί.

Οι μεταλλάξεις πρέπει να πεθάνουν.

Είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Οι μεταλλάξεις μοιάζουν με ανθρώπους, συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι και μιλούν σαν άνθρωποι. Δεν παύουν, όμως, να είναι η συντριπτική μειοψηφία, όντα ασταθή, λάθη της φύσης, με μοναδικό σκοπό να φέρουν την καταστροφή.

Ή μήπως δεν είναι;

Τι είναι οι μεταλλάξεις; Πόσες υπάρχουν; Αποτελούν πραγματικό κίνδυνο;

Η Αιμιλία είναι μία μετάλλαξη που κρύβεται από τον κόσμο. Πιστεύει πως είναι ένα γενετικό τέρας και έχει μία παράλογη επιθυμία: θέλει να ζήσει.

Ο Ορφέας είναι επίσης μετάλλαξη. Ξέρει τα μυστικά πίσω από το γονίδιο Ρ5. Μαζί με μία ομάδα, που κρύβεται στις σκιές, προσπαθεί να αποκαλύψει την αλήθεια.

Μία κοινωνία που τρέφεται από την τρομοκρατία και τον φόβο...
Καλώς ήρθατε στην Ενότητα Ειρήνης!

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 26, 2023
ISBN9789606263378
Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο

Related to Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο

Related ebooks

Related categories

Reviews for Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο - Ναταλία Βαϊοπούλου

    metallaxicover.jpg

    τίτλος συγγράματος: Μετάλλαξη, Βιβλίο 1ο

    συγγραφέας: Ναταλία Βαϊοπούλου

    έκδοση ebook: Σεπτέμβριος 2020

    isbn: 978-960-626-337-8

    διεύθυνση έκδοσης: Βαλάντης Ναγκολούδης

    atelier: Αντώνης Καραναύτης, Γιάνννης Ερμείδης, Λυδία Χατζήμαρκου

    φιλολογική επιμέλεια: Ζωή Τσούρα

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Η Ναταλία Βαϊοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1994. Από μικρή έδειξε ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και κυρίως για το είδος του φανταστικού. Μεγαλώνοντας, λάτρεψε τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας και τα δυστοπικά μυθιστορήματα, καθώς συνήθως προβληματίζονται με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τεχνολογίας, κοινωνίας και εξουσίας. Γράφει από νεαρή ηλικία και έχει συνεργαστεί με το λογοτεχνικό blog Moonlight Tales. Είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε θέματα διακρίσεων και ρατσισμού. Στόχος της με τη συγγραφή είναι να μεταδώσει τις ανησυχίες της για τα κοινωνικά ζητήματα στους αναγνώστες.

    Σημείωμα Συγγραφέα

    Αν μου έλεγε κάποιος, όταν ήμουν 10 χρονών, πως, όταν μεγαλώσω, θα γίνω συγγραφέας, θα γελούσα! Θα του έλεγα πως εγώ βαριέμαι να γράψω μία έκθεση για το σχολείο, πόσο μάλλον ένα ολόκληρο βιβλίο! Παρά ταύτα, είχα μία ιδιαίτερη αγάπη στη λογοτεχνία. Διάβαζα πολύ, χανόμουν σε ασυνήθιστους κόσμους και στο μυαλό μου σχημάτιζα πολλές, διαφορετικές ιστορίες. Έτσι, στην ηλικία των 13 άρχισα να γράφω.

    Στην αρχή, δεν είχα ιδέα πώς να αποτυπώσω τις σκέψεις μου σε χαρτί. Είχα ωραίες εικόνες στο κεφάλι μου και διαλόγους γεμάτους ενδιαφέρον. Αλλά όταν κρατούσα το μολύβι στα χέρια μου, οι λέξεις έχαναν τη μαγεία που ήθελα να έχουν. Κάπως έτσι ανακάλυψα ότι η λογοτεχνία ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τις σχολικές εκθέσεις.

    Άρχισα να διαβάζω τα βιβλία που έφταναν στα χέρια μου με προσοχή. Έβλεπα τον τρόπο με τον οποίο οι αγαπημένοι μου συγγραφείς μετέδιδαν αυτά που είχαν στο μυαλό τους και τα παρουσίαζαν σαν εικόνες γεμάτες πλοκή και συναίσθημα. Βυθίστηκα στην καινούργια μου ασχολία και σύντομα ανακάλυψα πως δεν μου αρέσει απλώς, αλλά πως για μένα ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν μία απόλυτη μορφή έκφρασης και ελευθερίας που με βοηθούσε να μιλήσω για όσα δεν μπορούσα να πω στην καθημερινότητά μου. Έβρισκα τον εαυτό μου να επιστρέφει στη συγγραφή, ακόμα και όταν οι ίδιες οι σελίδες που είχα γράψει, δεν μου είχαν φερθεί ευγενικά.

    Έτσι, κατάλαβα πως αυτό ήταν κάτι που ήθελα να κάνω στη ζωή μου.

    Μέσα από τις λέξεις μπορούσα να αναδείξω τους προβληματισμούς μου και να μπω σε μία διαδικασία συζήτησης με τον εαυτό μου. Πρώτα απ’ όλα, να επιλύσω τα δικά μου προβλήματα και έπειτα να κατανοήσω τις δυσκολίες των χαρακτήρων που εγώ είχα σχεδιάσει. Να δω πώς τις αντιμετωπίζουν, πώς αυτές τους έχουν διαμορφώσει και ποιες είναι οι ρίζες τους. Να δω τον κόσμο σαν να είμαι ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος και να σκεφτώ με ποιους κανόνες θα όριζα τη συμπεριφορά και την ηθική μου.

    Σήμερα, ελπίζω πως μέσα από αυτή την ιστορία, θα κάνετε και εσείς το ίδιο.

    Η Μετάλλαξη μιλάει για πολλά. Τα δύο βασικά συναισθήματα που βιώνουν οι πρωταγωνιστές είναι ο φόβος και η οργή. Πιστεύω πως η παρουσία αυτών των δύο έχει βασικό ρόλο στην κοινωνία και πως, αν δεν μάθουμε να αναγνωρίζουμε την ύπαρξή τους και πώς επηρεάζουν τη σκέψη μας, δεν θα μπορέσουμε να δούμε τον κόσμο με καθαρή ματιά. Το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να θαφτούμε στην εσωτερική μας διαμάχη και κατά συνέπεια να αποξενωθούμε από τους ανθρώπους γύρω μας.

    Το «πώς» θα ερμηνεύσετε τις καταστάσεις που θα διαβάσετε στη συνέχεια, είναι στο δικό σας χέρι. Αυτή, άλλωστε, είναι και η γοητεία της λογοτεχνίας.

    Με εκτίμηση

    Ναταλία Βαϊοπούλου

    Πρόλογος

    Μετάλλαξη: 1. (βιολ.) Αλλαγή ιδιότητας του οργανισμού, η οποία κατόπιν μεταβιβάζεται κληρονομικά. 

    2. Μεταλλαγή.

    3. Αυτός που είναι γενετικά ανώμαλος λόγω του γονιδίου Ρ5.

    Είναι αρνητικός όρος.

    Το χέρι της απλώθηκε σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να ακουμπήσει τις λέξεις που ξεχύνονταν στο οπτικό της πεδίο. Απογοητευμένη, επέστρεψε την παλάμη της στη γυάλινη επιφάνεια του θρανίου της. Δεν μπορούσε να τις αγγίξει, καθώς οι λέξεις προβάλλονταν απευθείας στο οπτικό της νεύρο.

    Τα δάχτυλά της ψηλάφισαν την επιφάνεια από καουτσούκ που αποτελούσε την εξωτερική πλευρά του ακουστικού της, μετακινώντας τον τρισδιάστατο, μικρό κέρσορα των φακών της. Ένα πλατύ, ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με τη λεζάντα «Αναζήτηση» φωτίστηκε με απαλό, μπλε χρώμα. Πληκτρολόγησε τη λέξη «μετάλλαξη».

    Ασυναίσθητα, κοίταξε την ημερομηνία που εμφανιζόταν πάνω δεξιά στην εικόνα.

    Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 786

    Ένας κόμπος σχηματίστηκε στον λαιμό της.

    Πάτησε το μικρό βελάκι δεξιά, ξεκινώντας την αναζήτηση στο διαδίκτυο. Βρέθηκαν πάνω από 3.490.000 αποτελέσματα.

    Το πρώτο λήμμα που εμφανίστηκε ήταν ένα επιστημονικό άρθρο. Είχε αναρτηθεί πριν από 5 μήνες.

    22 Απριλίου 786, 14:02

    Μεταλλάξεις: Γιατί αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις πόλεις.

    Μετάλλαξη: Είναι ένας όρος που όλοι έχουμε ακούσει. Ένας κίνδυνος που παραμονεύει σε κάθε πόλη, ανεξάρτητα από το μέγεθος και το γεωγραφικό της στίγμα.

    Αλλά τι είναι στην πραγματικότητα μία Μετάλλαξη και τι είναι αυτό που την κάνει τόσο επικίνδυνη για το περιβάλλον και τους ανθρώπους γύρω της;

    Αυτήν ακριβώς την ερώτηση κάναμε στον Ιωάννη Κυριακίδη (Νευρολόγο στο 1ο Κρατικό Νοσοκομείο Ιπποκράτιδας), ο οποίος, με πάνω από 30 χρόνια εμπειρία στον χώρο, μας έδωσε την άποψή του: «Για να κατανοήσουμε πλήρως τους λόγους για τους οποίους μία μετάλλαξη αποτελεί τόσο μεγάλο κίνδυνο, πρέπει πρώτα να αναλύσουμε το τι ακριβώς είναι μία μετάλλαξη. Ως Μετάλλαξη χαρακτηρίζεται κάποιος, ο οποίος, λόγω του γονιδίου Ρ5, εμφανίζει ιδιότητες όπως:

    Έλεγχο σιδηρούχων μετάλλων από απόσταση.

    Διακοπή της κίνησης των ηλεκτρονίων σε μαγνήτες. (Διακοπή ηλεκτρομαγνητικής ιδιότητας).

    Ηλεκτρική φόρτιση μικρής έντασης σε αντικείμενα ή στον περιβάλλοντα χώρο.

    Έλεγχο ροής ηλεκτρικών φορτίων σε ηλεκτρικά αντικείμενα που βρίσκονται σε λειτουργία.

    »Είναι άτομα που επηρεάζουν σημαντικά το περιβάλλον γύρω τους, χωρίς οι ίδιοι να έχουν επαρκή έλεγχο των ικανοτήτων τους. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται αλλού», τόνισε με στόμφο, ενώ συγχρόνως εμφάνισε μία μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου μετάλλαξης και τη συνέκρινε με αυτή ενός ανθρώπου. Με το στυλό λέιζερ μας έδειξε το κομμάτι του εγκεφάλου που αποτελεί την αμυγδαλή και στους δύο ασθενείς. «Όπως μπορείτε να διακρίνετε στις δύο εικόνες, το κομμάτι του εγκεφάλου που αποτελεί την αμυγδαλή της μετάλλαξης, είναι αρκετές φορές μεγαλύτερο από αυτό ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανισόρροπη πνευματική κατάσταση των ατόμων που έχουν γεννηθεί με το συγκεκριμένο γονίδιο. Τα συναισθήματα που νιώθουν οι μεταλλάξεις είναι σε μεγάλο βαθμό μεγεθυμένα και αυτό είναι αρνητικό, καθώς οι αντιδράσεις τους στις καταστάσεις, που είναι βασισμένες σε αυτά τα συναισθήματα, ξεπερνούν κατά πολύ τις φυσιολογικές. Γι’ αυτό, άλλωστε, πριν καταδικαστούν σε θάνατο, ήταν αρκετές οι φορές που είχαν διαπράξει εγκλήματα πάθους».

    Έκλεισε τη συνέντευξη, δίνοντάς μας τα συμπεράσματά του. «Οι Μεταλλάξεις είναι άτομα τα οποία έχουν έναν ευρύ έλεγχο του περιβάλλοντός τους, χωρίς, όμως, να μπορούν να το διαχειριστούν. Σε πλήρως τεχνολογικά εξελιγμένα περιβάλλοντα, όπως αυτά των 14 πόλεων, η ύπαρξή τους μπορεί να αποβεί μοιραία και επικίνδυνη. Άλλωστε τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 391 αποτελούν τη μεγαλύτερη απόδειξη».

    Αναστέναξε. Πόσες φορές είχε βρεθεί στο διαδίκτυο, διαβάζοντας παρόμοια επιστημονικά άρθρα που μιλούσαν για τις μεταλλάξεις; Και όλα υποστήριζαν το ίδιο αναμφισβήτητο συμπέρασμα. Οι μεταλλάξεις αποτελούσαν τεράστιο κίνδυνο. Και για την ασφάλεια των πολιτών μέσα στις πόλεις, η θανάτωσή τους ήταν αναγκαία.

    Έσβησε τη λέξη «μετάλλαξη» από το πλαίσιο αναζήτησης και την αντικατέστησε με το «Σεπτέμβριος 391».

    «ΤΡΑΓΩΔΙΑ» ήταν η πρώτη λέξη που αντίκρισε το οπτικό της νεύρο.

    Το άρθρο μιλούσε για την έκρηξη του Πυρηνικού εργοστασίου τη χρονιά 391. Πάτησε για να διαβάσει ολόκληρο το κείμενο.

    30 Σεπτεμβρίου 391

    ΤΡΑΓΩΔΙΑ! Χιλιάδες οι νεκροί στην Πυρήνις. Πυρηνικό εργοστάσιο εξερράγη!

    Μία λευκή λάμψη είδαν οι κάτοικοι αλλά δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Η κόλαση που τους περίμενε ήταν έξω από τη σφαίρα της φαντασίας. Κτήρια, το ένα με το άλλο, μετατρέπονταν σε σκόνη και οι άνθρωποι θάβονταν κάτω από τα ίδια τους τα σπίτια. Η λέξη «Βοήθεια» ήταν η μοναδική που ηχούσε πίσω από τα σύννεφα βρόμας και καπνού. Η προσπάθεια των κατοίκων να ξεφύγουν, ήταν μάταιη.

    Αυτό ήταν το σκηνικό που περιέγραψαν οι ελάχιστοι επιζώντες από την έκρηξη που συνέβη σε ένα από τα τρία πυρηνικά εργοστάσια της πόλης, σήμερα τα χαράματα. Οι νεκροί υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τους 10.000 ενώ οι ελάχιστοι τραυματίες νοσηλεύονται σε νοσοκομεία κοντινών πόλεων. Οι περισσότεροι βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση.

    Οι έρευνες των αρχών κατέληξαν πως για την έκρηξη ευθύνεται ένας θαυματοποιός, ο οποίος δούλευε στον τομέα συντήρησης του εργοστασίου. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι αναφέρουν πως δεν πρόκειται για λάθος στη συντήρηση. «Η συντήρηση του εργοστασίου ήταν άριστη, οι δείκτες, όμως, έδειχναν νούμερα που απείχαν κατά πολύ από τα πραγματικά. Ο Ξενοφών Αλεξάκης, ένας θαυματοποιός που δούλευε στον τομέα συντήρησης, άθελά του πείραξε τους δείκτες και στην προσπάθεια να διορθώσουν το εικονικό πρόβλημα που πίστευαν ότι είχε προκύψει, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά», ανέφεραν συνοπτικά οι αρχές της Υδωρίας, που έσπευσαν στη βοήθεια της πόλης.

    Ακόμα ένα περιστατικό που βαραίνει τους… «θαυματοποιούς».

    Θαυματοποιοί, σωστά… Αυτό ήταν το όνομα που είχαν δώσει τότε στις Μεταλλάξεις, σκέφτηκε από μέσα της. Το άρθρο συνεχιζόταν, καταδικάζοντας τους θαυματοποιούς για διάφορα εγκλήματα που είχαν διαπράξει στο παρελθόν, αλλά δεν συνέχισε το διάβασμα. Δύο άρθρα και ήδη ένιωθε τις τρίχες στη ραχοκοκαλιά της να ανασηκώνονται μία-μία.

    Ένα τελευταίο… σκέφτηκε, σφίγγοντας τα δόντια της. Με γοργές κινήσεις, άλλαξε το «Σεπτέμβριος 391» με το «θαυματοποιός».

    Τα αποτελέσματα που εμφανίστηκαν αυτή τη φορά ήταν λιγότερα από 10.000. Τα τελευταία 400 χρόνια, κανείς δεν αποκαλούσε έτσι τις Μεταλλάξεις. Ήταν ένας ξεχασμένος όρος.

    Άνοιξε το πρώτο αποτέλεσμα, το οποίο είχε τίτλο «ΠΑΙΔΙ ΘΑΥΜΑ».

    2 Φεβρουαρίου 292

    ΠΑΔΙ ΘΑΥΜΑ εμφανίστηκε στην Τιτάνια. Δωδεκάχρονος ανάβει λάμπες με την αφή!

    Ακούγεται σαν τίτλος από μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, όμως, είναι πραγματικότητα. Μιλάμε για τον νεαρό Αργύρη Παπανικολάου, ο οποίος πρωταγωνιστεί σε ένα βίντεο που είχε δημοσιεύσει η οικογένειά του και μέσα σε ελάχιστες ώρες ξεπέρασε τις 1.000.000 προβολές. Μία λάμπα ανάβει μόνο και μόνο με το άγγιγμα του παιδιού.

    Το συγκεκριμένο ταλέντο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ηλικία των 5, με βάση τα λεγόμενα του στενού οικογενειακού κύκλου του παιδιού. Ο πατέρας του μικρού Αργύρη του είχε δώσει να κρατήσει μία μικρή λάμπα αλλά δευτερόλεπτα αργότερα έμεινε έκπληκτος, όταν αντίκρισε την πρωτόγνωρη ικανότητα του γιου του που φώναζε περιχαρής για αυτό το κατόρθωμα. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή.

    «Οι ικανότητές του δεν περιορίζονται στο να ανάβει λάμπες», αναφέρει η περήφανη μητέρα του παιδιού, καθώς ένα δεύτερο βίντεο, που ανέβηκε λίγες ώρες μετά το πρώτο, δείχνει πεντακάθαρα τον Αργύρη, όπου πάνω από την παλάμη του αιωρείται ένας μικρός, μεταλλικός βόλος. «Δεν ξέρω πώς το κάνει, αλλά κάθε φορά που του δίνουμε ένα μεταλλικό αντικείμενο, μπορεί και το κάνει να πετάει με αυτόν τον τρόπο!»

    Το γεγονός έχει ενθουσιάσει και προβληματίσει την επιστημονική κοινότητα. «Είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο!» επισημαίνουν οι ερευνητές του νευρολογικού τμήματος του 1ου Κρατικού νοσοκομείου Ιπποκράτιδας. «Το παιδί συμπεριφέρεται σαν ζωντανός ηλεκτρομαγνήτης. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ότι μπορεί και ελέγχει με μεγάλη ακρίβεια τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία που δημιουργεί».

    Όχι αρκετά μεγάλη, όμως… συλλογίστηκε.

    Το άρθρο έκλεινε με το βίντεο του νεαρού παιδιού.

    Ο νεαρός Αργύρης βρισκόταν σε ένα όμορφο, φωτεινό δωμάτιο, που από τη διακόσμηση έμοιαζε να είναι η κρεβατοκάμαρά του. Πίσω του υπήρχε το κρεβάτι του, στολισμένο με πολύχρωμα σεντόνια, και δίπλα του ένα μικρό γραφείο. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με πόστερ από ταινίες της εποχής αλλά και διάφορα ράφια που συνοδεύονταν από πολυάριθμα επιτραπέζια παιχνίδια και φιγούρες δράσης.

    Ένας ενθουσιασμένος άντρας, γύρω στα σαράντα, στεκόταν δίπλα στο παιδί και χαιρετούσε. Το παιδί μιμήθηκε τις κινήσεις του πατέρα του, κοιτώντας διστακτικά την κάμερα. Ο άντρας έβγαλε από την τσέπη του έναν μικρό, γυάλινο γλόμπο, τον έδωσε στο αγόρι και εκείνο έσφιξε το μεταλλικό κομμάτι του στα δάχτυλά του.

    Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, μία σθεναρή λάμψη άρχισε να εμφανίζεται πίσω από το γυαλί. Το φως δυνάμωνε ταχύτατα, με αποτέλεσμα η έντασή του να τυφλώνει τον θεατή. Εκεί τελείωνε και το βίντεο που δεν διαρκούσε πάνω από 20 δευτερόλεπτα.

    Αυτή ήταν η πρώτη αναφορά μετάλλαξης. Αυτό ήταν το βίντεο που σηματοδοτούσε μία νέα εποχή τρόμου για την Ενότητα Ειρήνης.

    Γύρισε στο κεντρικό μενού των φακών της. Ένιωθε ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι.

    Αυτό το βίντεο είχε προβληθεί για πρώτη φορά σε μία εποχή που οι πόλεις ήταν ασφαλείς από κάθε κίνδυνο. Τότε κανείς δεν φανταζόταν τον τρόμο που θα προκαλούσαν μετά από 500 χρόνια αυτά τα ιδιαίτερα άτομα. Τότε ήταν απλώς θαύματα της γενετικής, γι’ αυτό κιόλας τους είχε δοθεί ο τίτλος «θαυματοποιός». Αλλά ο ξεχασμένος αυτός τίτλος δεν υπήρχε πια. Είχε δώσει τη θέση του στον όρο «Μετάλλαξη» και αν ανήκες μέσα σε αυτές, ήσουν καταζητούμενος από τις αρχές των δεκατεσσάρων πόλεων της Ενότητας Ειρήνης και τους κατοίκους της.

    Ήσουν κάτι λιγότερο από άνθρωπος…

    Ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσεις, ήταν να κρυφτείς. Έπρεπε να προσποιηθείς πως έμοιαζες με τους υπόλοιπους, να δείχνεις ότι τρέμεις τις μεταλλάξεις και πάνω απ’ όλα να μην μιλήσεις και δείξεις σε κανέναν τι είσαι στην πραγματικότητα. Να είσαι ό,τι ήταν και οι υπόλοιποι.

    Αυτή τη ζωή ήταν αναγκασμένη να ζει η Αιμιλία, όντας μετάλλαξη.

    1.

    Έκτακτη Ανάγκη

    Για τα σχολεία, η 29η Σεπτεμβρίου ήταν μία απλή μέρα, όπως όλες οι υπόλοιπες. Δεν ήταν αργία, ούτε υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο πρόγραμμα για τους μαθητές που παρακολουθούσαν τα μαθήματά τους. Η ζωή, παιδιών και ενηλίκων, κυλούσε αρμονικά, όπως πάντα. Αλλά μέσα σε λίγη ώρα, η 29η Σεπτεμβρίου του 786 θα άλλαζε τελείως τον ρυθμό, ειδικά των κατοίκων της Ωκεανίας.

    Και η αρχή θα γινόταν από το σχολείο της Αιμιλίας.

    Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν πρόδιδε τον πανικό που θα επικρατούσε στην πόλη της μετά από λίγες ώρες. Οι μαθητές καθόντουσαν βαριεστημένοι στα θρανία τους, περιμένοντας να ακούσουν το σήμα για το πεντάλεπτο διάλειμμα. Η ώρα πλησίαζε δύο το μεσημέρι και οι ήδη εξαντλημένοι μαθητές είχαν άλλες δύο ώρες μέχρι να σχολάσουν.

    Η Αιμιλία καθόταν και εκείνη ήσυχη στο θρανίο της, χωρίς να δίνει σημασία στον καθηγητή των μαθηματικών που εξηγούσε ένα δύσκολο πρόβλημα. Θλιμμένη, κοιτούσε έξω από το παράθυρό της τον τεράστιο, γυάλινο θόλο του κεντρικού αμφιθεάτρου. Ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά. Το μόνο που ήθελε ήταν να περάσουν οι δύο ώρες που απέμεναν και να γυρίσει σπίτι της στο μοναχικό της δωμάτιο.

    Έριξε μία ματιά στο ρολόι που δέσποζε στην επιφάνεια εργασίας των φακών επαφής της. Έγραφε 13:55. Από λεπτό σε λεπτό θα χτυπούσε το κουδούνι και οι μαθητές θα έβγαιναν για το πεντάλεπτο διάλειμμα που ανυπομονούσαν να απολαύσουν.

    Αλλά αντί για το κουδούνι του σχολείου, ένας άλλος ήχος, εξίσου διαπεραστικός, ήχησε στον 4ο τομέα.

    Ιουιουιουιου! Η σειρήνας έκτακτης ανάγκης άρχισε να τσιρίζει, τινάζοντας όλα τα παιδιά από τα καθίσματά τους.

    Η φωνή της διευθύντριας τομέα ακούστηκε από τα μεγάφωνα. «Όλοι οι μαθητές του 4ου τομέα να συγκεντρωθούν στο αμφιθέατρο! Δεν πρόκειται για άσκηση! Επαναλαμβάνω, δεν πρόκειται για άσκηση!» Ο πανικός της ήταν φανερός, παρόλο που κατέβαλλε τεράστιες προσπάθειες να ακουστεί ψύχραιμη.

    Μέσα σε δευτερόλεπτα, η ηρεμία που επικρατούσε ως τώρα στις αίθουσες, μετατράπηκε σε κύμα φασαρίας και αναστάτωσης. Οι μαθητές πετάγονταν από τις θέσεις τους, άλλοι φωνάζοντας και άλλοι κουβεντιάζοντας ζωηρά. Οι καθηγητές προσπαθούσαν –χωρίς επιτυχία, είναι η αλήθεια– να κατευνάσουν τα πνεύματα, πασχίζοντας να βάλουν τα παιδιά σε σειρά και να τα οδηγήσουν ήρεμα στο αμφιθέατρο.

    Στην αίθουσα, όπου παρακολουθούσε μάθημα η Αιμιλία, κυριαρχούσε μία παρόμοια κατάσταση. Οι μαθητές κάθε άλλο παρά ήσυχοι ήταν και ο πανικός που επικρατούσε στην τάξη των μαθηματικών μεγεθυνόταν με κάθε λεπτό που περνούσε. Άλλωστε, όσο πιο μεγάλοι σε ηλικία ήταν οι μαθητές τόσο πιο δύσκολα άκουγαν τον καθηγητή, όταν προσπαθούσε να βάλει μία σειρά. Και εκείνη ήταν στη δωδέκατη τάξη, την τελευταία του σχολείου.

    «Ησυχία!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε ο μαθηματικός. Ήταν ένας άντρας γύρω στα εξήντα πέντε. Στα άσπρα, κοντά μαλλιά του φαινόταν μία μικρή αραίωση ενώ είχε και λιγοστά καλοσχηματισμένα γένια γύρω από την περιοχή του στόματος.

    Οι φωνές μειώθηκαν αλλά η οχλοβοή δεν σταμάτησε. Ο μαθηματικός έβγαλε από την τσέπη του πουκάμισου τον ψηφιακό μαρκαδόρο που χρησιμοποιούσε για να γράφει στον ηλεκτρονικό πίνακα αφής και πάτησε το μικρό, κόκκινο κουμπί που υπήρχε στη βάση του. Ένας έντονος, τσιριχτός ήχος απλώθηκε στην αίθουσα, σημάδι πως ο καθηγητής είχε εκνευριστεί.

    Οι φωνές σίγασαν απότομα.

    «Είπα ησυχία!» Γύρισε τον μαρκαδόρο πίσω στην τσέπη. «Γνωρίζετε το πρωτόκολλο σε τέτοιες καταστάσεις!»

    Ο τρισδιάστατος πίνακας αφής φωτίστηκε, δείχνοντας μία κάτοψη της αίθουσας των μαθηματικών. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ακολούθησαν οι διάφανες οθόνες των θρανίων, που σε καθεμία είχε εμφανιστεί ένας αριθμός από το 1 έως το 20, όσα ακριβώς ήταν και τα θρανία.

    Η Αιμιλία ήταν το νούμερο 14.

    «Με τη σειρά από το 1», είπε με έμφαση ο καθηγητής, «ακολουθείτε τη γραμμή ασφαλείας που υπάρχει στο έδαφος μέχρι και οι είκοσι από εσάς να έχετε στήσει μία ουρά που να ξεκινάει από την είσοδο της αίθουσας. Περιμένουμε να εκκενωθούν πρώτα το κτήριο των εργαστηρίων και τα κτήρια της δέκατης και ενδέκατης τάξης και μετά ακολουθούμε εμείς που είμαστε στη δωδέκατη. Βρισκόμαστε στην αίθουσα 9, άρα θα πρέπει να περιμένουμε να εκκενωθούν οι πρώτες 8 αίθουσες και μετά είναι η σειρά μας. Και επειδή θα πάρει κάποιον χρόνο, έτσι και ακούσω ψίθυρο, θα πάρετε ποινή. Και κανείς τελειόφοιτος δεν θέλει ποινή να στριφογυρίζει στο προφίλ του για την πρακτική!»

    Η ποινή ήταν ένας συχνός εκβιασμός των καθηγητών των τελευταίων τάξεων. Δεν ήταν κάτι τόσο τρομαχτικό όσο την έκανε το όνομά της να ακούγεται. Συνήθως, όταν έπαιρνες ποινή, έπρεπε να μείνεις μία ή δύο ώρες παραπάνω μετά τη λήξη του σχολείου και να κάνεις κάποια εθελοντική εργασία, όπως η περιποίηση του κήπου ή ο καθαρισμός των σχολικών εγκαταστάσεων. Σε πολύ ακραίες καταστάσεις, μπορούσε να μειωθεί ένα ποσοστό από τους πόντους που έπαιρναν οι μαθητές για τις μετακινήσεις και τις προσωπικές τους αγορές.

    Αλλά για τους μαθητές της δωδέκατης τάξης, για τους οποίους ακολουθούσε η τριετής πρακτική στο επάγγελμα που είχαν επιλέξει, η ποινή μπορούσε να αποβεί βάσανο. Οι εργοδότες αντιμετώπιζαν όσους είχαν ποινή στο τελευταίο έτος του σχολείου σαν ανίκανους και χρειαζόταν να καταβάλλουν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια για να διεκδικήσουν αναγνώριση. Και ειδικά στην πόλη της Ωκεανίας, όπου ζούσε η Αιμιλία.

    Η Ωκεανία ήταν η μοναδική πόλη από την Ενότητα Ειρήνης που έβλεπε σε θάλασσα, πράγμα που την έκανε έναν σχετικά δημοφιλή προορισμό διακοπών για τους κατοίκους των άλλων πόλεων. Φημιζόταν ιδιαίτερα για το φαγητό της και τα παραδοσιακά εδέσματά της που είχαν βάση το ψάρι και τα θαλασσινά. Ο κύριος τομέας παραγωγής της εξαρτιόταν και αυτός από τη θάλασσα. Αλάτι, ψάρι, όστρακα και μαλάκια, όλα αυτά παράγονταν αποκλειστικά στην Ωκεανία. Επίσης, κατασκευάζονταν πλοία και υποβρύχια, που, όμως, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο στα όρια της Ωκεανίας.

    Αλλά ακριβώς αυτός ο τομέας παραγωγής ήταν που έκανε την πολιτεία να είναι τόσο σκληρή για τους εργαζομένους της. Αν και ήταν ένας τομέας που προσέφερε πολλά στην Ενότητα Ειρήνης, δεν ήταν τόσο βασικός όσο οι τομείς παραγωγής άλλων πόλεων, όπως της Ιπποκράτιδας που παρήγε χημικά και φάρμακα ή της Υδωρίας που είχε το εργοστάσιο παραγωγής νερού. Επίσης, αν και το ψάρι ήταν πολύ σημαντικό για τη διατροφή, δεν ήταν τόσο δημοφιλές όσο το κρέας που παρήγε η Φιλοζώη ή τα πουλερικά της Αγγελούπολης. Το κόστος του ήταν αρκετά μεγαλύτερο και αυτό έκανε πολύ κόσμο να μην το διαλέγει. Τέλος, δεν ήταν λίγοι οι άνθρωποι που το αποστρέφονταν λόγω της δυσοσμίας που ανέδιδε.

    Έτσι, για να καλύψει αυτό το κενό, η Ωκεανία είχε ένα πολύ οργανωμένο σύστημα παραγωγής και ήταν ιδιαίτερα αυστηρή με τους εργαζομένους της. Και αυτό ακριβώς το περιβάλλον θα έπρεπε από το επόμενο έτος να αντιμετωπίσουν οι μαθητές της δωδέκατης τάξης, αφού θα ήταν η νέα γενιά της παραγωγής.

    Δεν χωρούσε ποινή στο προφίλ τους.

    Πήρε ελάχιστη ώρα για τους μαθητές να στηθούν στη γραμμή ασφαλείας. Η απειλή που είχε εκτοξεύσει ο καθηγητής των μαθηματικών, είχε αποφέρει καρπούς, καθώς μέσα στην αίθουσα δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο οι κοφτές ανάσες των μαθητών που, ανήσυχοι, περίμεναν να έρθει η σειρά τους για να εγκαταλείψουν την τάξη.

    Λίγα λεπτά αργότερα, ο μαθηματικός έδωσε το σινιάλο στους μαθητές να προχωρήσουν και τα παιδιά με γοργό, ρυθμικό βήμα άρχισαν να κατευθύνονται προς την έξοδο του κτηρίου.

    Το κτήριο της δωδέκατης τάξης είχε συνολικά 30 αίθουσες, αν και δεν ήταν όλες γεμάτες. Δεν θα έπαιρνε πολλή ώρα μέχρι να αδειάσει και αυτό το κτήριο, συγκεντρώνοντας όλους τους μαθητές του 4ου τομέα στο αμφιθέατρο Νο4.

    Τα σχολεία της Ενότητας Ειρήνης είχαν μία πολύ συγκεκριμένη δομή. Όλα τους ήταν συγκροτήματα κτηρίων που αποτελούνταν από τέσσερις τομείς, οι οποίοι χώριζαν το σχολείο σε τέσσερις ηλικιακές ομάδες. Ο πρώτος τομέας ξεκινούσε από τους νέους μαθητές που έμπαιναν στο σχολείο, δηλαδή από την ηλικία των έξι, οι οποίοι φοιτούσαν στην πρώτη τάξη. Έμεναν στον τομέα 1 μέχρι να τελειώσουν τον τρίτο χρόνο του σχολείου και μετά, στον τέταρτο, οδηγούνταν στον τομέα 2 που φοιτούσε η τέταρτη, η πέμπτη και η έκτη τάξη. Με την ίδια ακριβώς λογική, μεταφέρονταν στον 3ο και τον 4ο τομέα.

    Κάθε τομέας δούλευε ξεχωριστά. Είχε τα δικά του κτήρια, τη δικιά του αυλή, τις δικές του αθλητικές εγκαταστάσεις, το δικό του αμφιθέατρο και τη δικιά του γραμματεία με τον δικό της διευθυντή. Δούλευε εν μέρει ξεχωριστά από τους άλλους τομείς, όμως, ήταν απαραίτητο να δίνει λόγο στην κεντρική γραμματεία του σχολείου και τον γενικό διευθυντή.

    Ο καυτός ήλιος του Σεπτεμβρίου χτύπησε την Αιμιλία στα μάτια, τυφλώνοντάς τη για μερικά δευτερόλεπτα.

    Πέρα από την τάξη των μαθηματικών, η αυλή του 4ου τομέα ήταν έρημη. Μόλις συνήθισε το φως, τα μάτια της έπεσαν στο κτήριο των εργαστηρίων που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τα τρία κτήρια των τάξεων. Τα ηλιακά πάνελ που είχε στην οροφή, αντανακλούσαν το φως, ενώ πίσω από τα τεράστια, διάφανα παράθυρά του δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε ψυχή. Γύρω του, εκεί που τελείωνε το τσιμεντένιο έδαφος της αυλής, υπήρχαν μερικοί καταπράσινοι θάμνοι που έδιναν ζωντάνια στο κατά τ’ άλλα άδειο τοπίο.

    Δεξιά των εργαστηρίων υπήρχε ένας διάδρομος που οδηγούσε στο κεντρικό αμφιθέατρο του σχολείου, το οποίο ήταν κλειστό. Το κεντρικό αμφιθέατρο άνοιγε μόνο σε μεγάλες εκδηλώσεις που έκανε το σχολείο κατά καιρούς. Η τελευταία φορά που είχε ανοίξει ήταν τον Μάιο και είχε φιλοξενήσει το ετήσιο Φεστιβάλ Τεχνολογίας της Ωκεανίας.

    Η ησυχία της αυλής άρχισε να χάνεται, δίνοντας τη θέση της σε μία σιγανή βοή, η οποία εντεινόταν όσο πλησίαζαν το αμφιθέατρο. Όταν πέρασαν τη γραμματεία, είχε γίνει αρκετά ενοχλητική, ώστε να κάνει την Αιμιλία να μορφάσει. Δεν της άρεσε ποτέ η φασαρία και ο κόσμος.

    Μπήκαν στο γεμάτο αμφιθέατρο και αντίκρισαν τους ταραγμένους μαθητές των υπόλοιπων τάξεων που συζητούσαν έντονα μεταξύ τους. Κάθισαν εκεί που τους υπέδειξε ο καθηγητής, ο οποίος στεκόταν όρθιος στην αρχή της σειράς όπου είχαν καθίσει οι μαθητές.

    Η Αιμιλία κάθισε μαζεμένη, με τα πόδια της κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο και τα χέρια της κοντά στο στομάχι της.

    Άρχισε να παρατηρεί το αμφιθέατρο.

    Ήταν ένας σχετικά μεγάλος, κυκλικός χώρος. Τα καθίσματα, φτιαγμένα από ένα μουντό μπλε, συνθετικό ύφασμα, ήταν βαλμένα ημικυκλικά, σχηματίζοντας μισοφέγγαρα που μεγάλωναν όσο οι σειρές απομακρύνονταν από το κέντρο. Στην οροφή υπήρχε ένας μεγάλος, γυάλινος θόλος, ο οποίος είχε ψηφιακά φίλτρα που έλεγχαν την ένταση του φωτός που διείσδυε στην αίθουσα. Στη σκηνή μπορούσε να διακρίνει μία ημικυκλική οθόνη που έγραφε:

    4ος Τομέας

    Σχολείο Βορείου Συγκροτήματος

    Ωκεανία

    Από κάτω, είχε το σήμα της Ωκεανίας, με το μαύρο φόντο και τα τρία μικρά κύματα.

    Η Ωκεανία είχε δύο σχολεία. Το σχολείο του Βορείου Συγκροτήματος, στο οποίο φοιτούσε η Αιμιλία, και το σχολείο του Νοτίου συγκροτήματος. Τα δύο σχολεία είχαν παρόμοια δομή, όλα τα σχολεία της Ενότητας Ειρήνης. Η μοναδική τους διαφορά ήταν πως το ένα φιλοξενούσε το Φεστιβάλ Τεχνολογίας που πραγματοποιούνταν τον Μάιο, λίγο πριν τη λήξη του σχολείου, ενώ το άλλο φιλοξενούσε το Φεστιβάλ Αθλητισμού που διεξαγόταν τον Ιούνιο, μετά το πέρας του σχολικού έτους.

    Ήταν τα δύο μεγαλύτερα Φεστιβάλ μετά το Φεστιβάλ Ενότητας.

    Στην Αιμιλία είχε γίνει πρόταση να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Αθλητισμού. Οι επιδόσεις της στη γυμναστική, ειδικότερα στον στίβο, ήταν άριστες και η ίδια λάτρευε να κινεί το σώμα της και να νιώθει την αδρεναλίνη στις φλέβες της. Όμως, είχε εγκαταλείψει το όνειρό της να γίνει αθλήτρια. Όντας μετάλλαξη, η Αιμιλία επεδίωκε να συγκεντρώνει όσο λιγότερη προσοχή γινόταν πάνω της και ένα στάδιο γεμάτο κόσμο ήταν ακριβώς αυτό που φοβόταν να έρθει αντιμέτωπη. Είχε πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το «ήσυχο» επάγγελμα του προγραμματιστή, αφού δεν είχε ιδιαίτερη επαφή με κόσμο. Έτσι, είχε αρνηθεί την πρόταση του γυμναστή της.

    Το πολύβουο αμφιθέατρο της θύμισε τα γεμάτα κόσμο στάδια που έβλεπε συχνά στην τηλεόραση όταν παρακολουθούσε πρωταθλήματα.

    Ένιωσε ένα τράνταγμα στο δεξί της χέρι. Ένα καστανό, όμορφο αγόρι είχε μόλις καθίσει στη διπλανή θέση.

    Η Αιμιλία μαζεύτηκε στα αριστερά του καθίσματός της, σε μία προσπάθεια να απομακρυνθεί από το αγόρι. Δεν ήθελε επαφές μαζί του.

    Ο λόγος ήταν πολύ απλός. Ήταν ο Ορφέας Πετρής, ο γιος μίας μετάλλαξης που είχε καταδικαστεί πριν χρόνια από τις αρχές της Ωκεανίας.

    Κανένας δεν ήθελε να έχει πάρε-δώσε με τον γιο μίας μετάλλαξης που είχε καταδικαστεί, ούτε η ίδια η Αιμιλία που ήταν μετάλλαξη. Ήταν συμμαθητές στα μισά μαθήματα που παρακολουθούσε και είχε έρθει αμέτρητες φορές αντιμέτωπη με τη σκληρή συμπεριφορά μαθητών και καθηγητών εναντίον του. Ακούγονταν πολλά γύρω από το όνομά του. Η Αιμιλία, όμως, γνώριζε πως το μεγαλύτερο μέρος ήταν μυθοπλασίες των μαθητών που έτρεμαν τις μεταλλάξεις. Το γεγονός και μόνο ότι είχε άμεση συγγένεια με μία μετάλλαξη, τον μετέτρεπε σε μαύρο πρόβατο, όχι μόνο στο πλαίσιο του σχολείου, αλλά και ολόκληρης της Ωκεανίας.

    Δεν αντιπαθούσε τον Ορφέα. Αντιθέτως, τον έβλεπε σαν ένα πολύ έξυπνο και ικανό παιδί που, όμως, ήταν πολύ άτυχο. Αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν της είχε δημιουργήσει την ανάγκη να τον γνωρίσει καλύτερα. Αναγνώριζε πως δεν έφταιγε εκείνος, παρόλα αυτά, ο Ορφέας για την Αιμιλία σήμαινε μπελάδες.

    Το αγόρι δεν της έδωσε σημασία και συνέχισε χαλαρό να παίζει με το ακουστικό των φακών του. Μάλλον έβλεπε κάτι στο ίντερνετ.

    Η Αιμιλία αισθάνθηκε τώρα ένα σκούντημα στον αριστερό της ώμο.

    Ένα ξανθό κορίτσι την κοιτούσε γεμάτο περιέργεια και ανησυχία. «Τι πιστεύεις ότι συμβαίνει;» ρώτησε ανυπόμονα.

    «Κάποια παιδιά λένε πως κάτι συνέβη στο εργαστήριο. Είχαν ένα επικίνδυνο πείραμα στη χημεία σήμερα με κάτι οξέα», πετάχτηκε ένα καστανό κορίτσι από δίπλα της.

    Το ξανθό κορίτσι την κοίταξε γεμάτη αμφιβολία. «Δεν νομίζω», είπε, χωρίς να αφήσει την Αιμιλία να αρθρώσει λέξη. Έδειξε προς την πλευρά που κάθονταν οι μαθητές των εργαστηρίων. «Είναι όλοι τους αρτιμελείς. Και επίσης, αν είχε συμβεί κάτι στο εργαστήριο, δεν θα ήταν τόσο έρημο όταν περάσαμε από μπροστά του. Αιμιλία, τι λες;» είπε, γυρνώντας ξανά προς το μέρος της.

    Η Αιμιλία ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχω ιδέα», η φωνή της ίσα που ακούστηκε.

    Αλλά το ξανθό κορίτσι, αν και εκείνο ήταν που την είχε ρωτήσει, δεν της έδωσε σημασία. Τα μάτια της καρφώθηκαν στον Ορφέα που καθόταν δίπλα της και τον κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο αποστροφή και αηδία.

    Η Αρετή και η Σοφία ήταν δύο παιδικές φίλες της Αιμιλίας. Για την ακρίβεια, ήταν οι δύο μόνες φίλες που είχε στη ζωή της. Ζούσαν στην ίδια γειτονιά από μικρές και η μητέρα της Αιμιλίας, στην προσπάθεια να κοινωνικοποιήσει το εσωστρεφές παιδί της, τις καλούσε συχνά στο σπίτι τους. Από τα νεαρά χρόνια της Αιμιλίας, η μητέρα της έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να της βρει φίλους, αφού ήταν κλειστός χαρακτήρας.

    Θα μπορούσε να πει κανείς πως εν μέρει τα είχε καταφέρει. Αν και οι δύο κοπέλες ήταν πολύ διαφορετικές από εκείνη στη συμπεριφορά και στη σκέψη, μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί μία ιδιόμορφη φιλία.

    Η Αρετή και Σοφία μιλούσαν και η Αιμιλία τις παρακολουθούσε.

    Αλλά οι δύο κοπέλες δεν έπαυαν να είναι δύο απλοί άνθρωποι με έναν σχετικά απλό τρόπο σκέψης. Πράγμα που, βέβαια, τις οδηγούσε στο να τρέμουν τις μεταλλάξεις όσο τίποτα. Επομένως, η Αιμιλία, αν και αγαπούσε τις δύο φίλες της που της έκαναν παρέα εδώ και χρόνια, κρατούσε μία απόσταση ασφαλείας.

    Ήταν δύο άνθρωποι που της θύμιζαν ότι το χάσμα μεταξύ μετάλλαξης και ανθρώπων ήταν αγεφύρωτο. Και αυτό το γεγονός ήταν κάτι που συχνά, ενώ έκαναν παρέα και ήταν μαζί τους, της προκαλούσε μεγαλύτερη θλίψη και μοναξιά απ’ ό,τι όταν ήταν ολομόναχη στο δωμάτιό της.

    Η Αιμιλία ένιωσε να σηκώνονται οι τρίχες στη ραχοκοκαλιά της, κοιτάζοντας το φαρμακερό βλέμμα της φίλης της.

    Το αγόρι έριξε μία ματιά προς το μέρος της Αρετής αλλά έπειτα, εξίσου αδιάφορο, συνέχισε να ασχολείται με αυτό που παρακολουθούσε στους φακούς του.

    Η Αρετή έφερε το χέρι της γύρω από τους ώμους της Αιμιλίας και την τράβηξε προς το μέρος της. «Ξέρω πως είναι στα μαθηματικά μαζί μας αλλά ήταν ανάγκη να κάτσει δίπλα σου;»

    Αυτόματα, από το μυαλό της Αιμιλίας πέρασε η σκέψη του μαθηματικού που είχε υποδείξει στα παιδιά τις θέσεις που έπρεπε να κάτσουν στο αμφιθέατρο.

    «Αρετή, σκάσε! Θα σε ακούσει!» πετάχτηκε από δίπλα της η Σοφία και το βλέμμα της έδειχνε την ανησυχία και τον φόβο της.

    «Γιατί; Πρώτη φορά τ’ ακούει;» είπε η Αρετή σιγανά αλλά με έμφαση. «Με ρώτησε εμένα κανείς αν θέλω να έχω συμμαθητή τον γιο μιας μετάλλαξης;»

    Ο Ορφέας αυτή τη φορά έδειξε να ενοχλείται αλλά, ακριβώς όπως προηγουμένως, δεν ασχολήθηκε. Σταμάτησε να παίζει με το ακουστικό του και στερέωσε τον αγκώνα του στο χερούλι του καθίσματος, ρίχνοντας πάνω στο χέρι του το βάρος του κεφαλιού του, σαν σημάδι βαρεμάρας.

    Ένα νέο ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική στήλη της Αιμιλίας. Η Αρετή συμπεριφερόταν έτσι στον γιο της μετάλλαξης, αγνοώντας πλήρως ότι έχει το χέρι της γύρω από μία άλλη μετάλλαξη. Δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί πόσο μεγάλη τραγική ειρωνεία ήταν!

    Με μαλακές κινήσεις, τράβηξε το χέρι της Αρετής και το έφερε στο χερούλι της πολυθρόνας.

    «Μην ανησυχείς, είμαι εντάξει», είπε ήρεμα και ευγενικά. Τίποτα δεν πρόδιδε την πικρία και τη στεναχώρια που ένιωθε, ακούγοντας τις λέξεις της Αρετής.

    Το κορίτσι την κοίταξε ανήσυχη, έτοιμη να αντιδράσει στην κίνηση Αιμιλίας. Όμως, δεν πρόλαβε, καθώς τα φίλτρα του γυάλινου θόλου συσκότισαν τον χώρο, στρέφοντας την προσοχή όλων των μαθητών στη σκηνή του αμφιθεάτρου.

    Πάνω στη σκηνή στέκονταν ένας άντρας και μία γυναίκα. Η Αιμιλία αναγνώρισε αμέσως τη διευθύντρια του τομέα 4 αλλά της πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβει ποιος ήταν ο ηλικιωμένος άντρας δίπλα της. Η Σοφία τη διαφώτισε.

    «Αυτός δεν είναι ο γενικός διευθυντής του σχολείου;» ρώτησε σιγανά.

    «Ναι, αυτός είναι», είπε η Αρετή, εξίσου περίεργη με τη Σοφία. «Τον αναγνωρίζω από τα κακόγουστα παπούτσια που φοράει. Κάθε φορά που τον βλέπω, τα ίδια φοράει. Νόμιζα ότι οι γενικοί διευθυντές βγάζουν αρκετούς πόντους για να τυπώνουν πιο εμφανίσιμα ζευγάρια».

    Η Σοφία τη διέκοψε. «Αρετή, άσε τα παπούτσια του. Κάτι συμβαίνει! Κοίτα πίσω τους!»

    Λίγο μέτρα πιο πίσω, ήταν τρεις γεροδεμένοι άντρες και μία γυναίκα. Φορούσαν μαύρες στολές με το σήμα της Ωκεανίας στη δεξιά πλευρά του στήθους. Ο λαιμός τους στολιζόταν από ασημένια περιλαίμια, που χρησίμευαν ως συσκευές τηλεπικοινωνίας.

    Αστυνομία! σκέφτηκε από μέσα της η Αιμιλία. Το σώμα της ασυναίσθητα μαζεύτηκε ακόμα περισσότερο. Φοβόταν την αστυνομία όσο τίποτε.

    Το επάγγελμα του αστυνομικού ήταν ένα από τα πιο αξιοσέβαστα και περιζήτητα επαγγέλματα στην Ενότητα Ειρήνης. Αποτελούσαν το 2% του συνολικού πληθυσμού και η επιλογή τους γινόταν από της αρχές της κάθε πόλης. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα επαγγέλματα, δεν μπορούσαν να το δηλώσουν σαν επάγγελμα στην αίτηση που έκαναν οι μαθητές της ενδέκατης τάξης πριν την επιλογή των μαθημάτων. Οι εκλεκτοί μελλοντικοί αστυνομικοί διαλέγονταν από το πολιταρχείο. Μετά τη λήξη της δωδέκατης τάξης, λάμβαναν ένα μέιλ που ζητούσε την άμεση παρουσίασή τους, η οποία σημειωτέον ήταν υποχρεωτική. Τα κριτήρια επιλογής τους ήταν πιο αυστηρά από τα υπόλοιπα επαγγέλματα αλλά το πολιταρχείο δεν ανέλυε ποτέ ποια ήταν αυτά. Αυτό συνέβαινε για να μην γεννιούνται αισθήματα κατωτερότητας στους κατοίκους. Η τιμή του να ανήκεις στο σώμα ασφαλείας ήταν τεράστια από μόνη της και η Ενότητα Ειρήνης είχε κρίνει πως θα δημιουργούσε διακρίσεις ανάμεσα στους μαθητές, αν γνώριζαν εξαρχής ότι κάποιοι ήταν υποψήφιοι να μπουν στο σώμα.

    Ο Ορφέας έδειξε να αντιδρά στη θέα των αστυνομικών. Σήκωσε το κεφάλι του, ισιώνοντας την πλάτη του, δείχνοντας την προσήλωσή του στη σκηνή.

    «Ησυχία, παρακαλώ!» Η φωνή της διευθύντριας του τομέα 4 ήχησε από τα μεγάφωνα του αμφιθεάτρου. Το ακουστικό των φακών της είχε συνδεθεί με τα συστήματα της αίθουσας και χρησίμευε ως μικρόφωνο. Ακουγόταν ακόμα πιο ταραγμένη απ’ όταν ανακοίνωσε στα μεγάφωνα τη συγκέντρωση των μαθητών στο αμφιθέατρο.

    Τα παιδιά συνέχιζαν να συζητούν μεταξύ τους, αν και οι φωνές τους ήταν σε μικρότερη ένταση.

    Ο γενικός διευθυντής, που μέχρι εκείνη την ώρα στεκόταν ήρεμα στη θέση του, έκανε σήμα στη διευθύντρια του τομέα να σταθεί πίσω του. Εκείνη υπάκουσε στον προϊστάμενό της, έχοντας μία έκφραση δυσαρέσκειας που υποδήλωνε πως δεν της άρεσε η υπόδειξη.

    Ο ηλικιωμένος άντρας άρχισε να χτυπά παλαμάκια με έναν μονότονο τρόπο, αποσπώντας την προσοχή των μαθητών. «Παιδιά, ησυχάστε λίγο!» είπε με ψύχραιμη φωνή.

    Τα πνεύματα μέσα στην αίθουσα ηρέμησαν, δίνοντας τη θέση τους σε μία απόκοσμη ησυχία που έσπαγε μόνο από τις διάφορες νευρικές κινήσεις των παιδιών. Όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους στη σκηνή και στον γενικό διευθυντή, ο οποίος, αν και δεν προδιδόταν από τη φωνή του, έμοιαζε εξίσου ταραγμένος με την υφιστάμενή του.

    Ο γενικός διευθυντής ήταν ένας άντρας γύρω στα 75 και παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, είχε πλούσια, λευκά μαλλιά και μουστάκι. Το σώμα του ήταν αρκετά κοκκαλιάρικο, πράγμα που έκανε το ακριβό κουστούμι που φορούσε, να δείχνει σαν να είχε τοποθετηθεί σε σκιάχτρο. Δεν ήταν πολύ ψηλός, αλλά έβγαζε έναν αέρα εξουσίας, κερδίζοντας έτσι τον σεβασμό των μαθητών.

    Ο κοκκαλιάρης άντρας προχώρησε μερικά βήματα μπροστά. «Σήμερα είναι μία πολύ δύσκολη μέρα για όλους μας. Ο λόγος είναι ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία πολύ επικίνδυνη κατάσταση και θέλω να τη διαχειριστείτε ψύχραιμα».

    Ανήσυχοι ψίθυροι άρχισαν να ακούγονται από όλο τον χώρο. Οι μαθητές έδειχναν ακόμα πιο ταραγμένοι από πριν. Όλο το σκηνικό ήταν ασυνήθιστο. Οι περισσότεροι μαθητές έβλεπαν τον γενικό διευθυντή μόνο μία φορά τον χρόνο, στην έναρξη του σχολικού έτους, καθώς τα οποιαδήποτε προβλήματα που προέκυπταν ανά καιρούς, αναλαμβάνονταν από τη διευθύντρια τομέα. Όμως, τώρα, ο γενικός διευθυντής ξαφνικά είχε έρθει μέχρι το δικό τους αμφιθέατρο και μιλούσε για μία επικίνδυνη κατάσταση.

    Η έντονη οχλοβοή κατέκλυσε για ακόμα μία φορά τον χώρο, ενόσω οι μαθητές συζητούσαν μεταξύ τους, έχοντας μία και μοναδική απορία. Τι θα μπορούσε να είναι τόσο φοβερό ώστε να εμφανιστεί ο γενικός διευθυντής αυτοπροσώπως;

    Από το μυαλό της Αιμιλίας πέρασε μία σκέψη.

    Μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να είναι τόσο επικίνδυνο ώστε να συνδυάζει τη σειρήνα έκτακτης ανάγκης, τον γενικό διευθυντή, το πρωτόκολλο ασφαλείας και την αστυνομία. Αυτό ήταν και ο μεγαλύτερος φόβος της.

    Κοίταξε τη μικρή οθόνη του παλμογράφου που ήταν τοποθετημένος στον καρπό του αριστερού της χεριού. Το απαλό μπλε της οθόνης είχε μετατραπεί σε κίτρινο, ένδειξη πως οι καρδιακοί της παλμοί είχαν σημαντική αύξηση.

    «Ανάμεσά σας υπάρχει μια μετάλλαξη».

    Το κίτρινο χρώμα της μικρής οθόνης έδωσε τη θέση του σε ένα έντονο κόκκινο και έπειτα άρχισε να αναβοσβήνει με ένταση. Με μία γρήγορη κίνηση, την κάλυψε με το δεξί της χέρι.

    Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, όλο της το σώμα είχε αρχίσει να τρέμει και ένιωθε τον λαιμό και το στομάχι της να σφίγγονται απότομα. Η ανάσα της έγινε κοφτή, το δέρμα της έκαιγε, ενώ σταγόνες κρύου ιδρώτα έρρεαν στον σβέρκο και την πλάτη της. Το αμφιθέατρο γύριζε, δημιουργώντας της μία έντονη τάση εμετού, στην οποία δεν επέτρεπε στον εαυτό της να ενδώσει.

    Βρισκόταν σε κρίση πανικού.

    Οι σκέψεις της ήταν ανακατωμένες.

    Δεν μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο! Δεν ήταν δυνατόν να είχαν ανακαλύψει πως ήταν μετάλλαξη! Ήταν προσεκτική, ειδικά όταν ήταν στο σχολείο! Ποτέ δεν έπαιζε με μαγνήτες και μεταλλικά αντικείμενα. Ποτέ δεν άγγιζε πρίζες ή καλώδια και ποτέ δεν πλησίαζε ευαίσθητα μηχανήματα που θα μπορούσε να βραχυκυκλώσει.

    Πάντα προσπαθούσε να μην κινεί τα βλέμματα. Πάντα έμενε ήσυχη στο θρανίο της, χωρίς να λέει ή να κάνει κάτι προκλητικό. Δεν μιλούσε με πολλούς ανθρώπους και κανείς δεν έκανε τον κόπο να ασχοληθεί μαζί της. Για τους συμμαθητές της και τους καθηγητές της ήταν αόρατη, και αυτό ακριβώς επεδίωκε και η ίδια.

    Αλλά μέσα σε μία αίθουσα που κάθονταν 1.500 μαθητές, δεν είχε ελπίδα. Μόλις ένας, μέσα στους 10.000 ανθρώπους, γεννιόταν μετάλλαξη.

    Οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος της. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, θα άκουγε το όνομά της και οι τέσσερις αστυνομικοί που στέκονταν πάνω στη σκηνή, θα την ακινητοποιούσαν και θα την οδηγούσαν στο πολιταρχείο, όπου θα ζούσε τις τελευταίες ώρες της ζωής της.

    Ξαφνικά ένιωσε όλα τα βλέμματα του αμφιθεάτρου κολλημένα πάνω της. Ίσα που άκουγε τις φωνές και τους λυγμούς των διαφόρων μαθητών μέσα στον χώρο, οι οποίοι είχαν τρομοκρατηθεί μόνο και μόνο στο άκουσμα του όρου μετάλλαξη.

    Πώς; Πώς γνώριζαν ότι ήταν μετάλλαξη;

    Τα μάτια της έπεσαν πάνω στην Αρετή, έτοιμα να αντικρίσουν ένα βλέμμα τρόμου και φρίκης στο πρόσωπό της. Και ακριβώς αυτό είδε.

    Αλλά αυτό το βλέμμα δεν ήταν στραμμένο πάνω της. Ήταν στραμμένο στον Ορφέα που καθόταν ακριβώς δίπλα της. Τον γιο της καταδικασμένης μετάλλαξης.

    Ξανακοίταξε το πλήθος, συνειδητοποιώντας πως κανένας δεν κοιτούσε εκείνη στην πραγματικότητα. Ο διπλανός της είχε μαζέψει όλα τα εχθρικά βλέμματα πάνω του. Εκείνη ήταν αόρατη όπως πάντα.

    Σωστά… σκέφτηκε από μέσα της, ενώ ο φόβος συνέχιζε να την κατατρώει. Είχε σχεδόν ξεχάσει ότι ένα στα δύο παιδιά που αποκτούσε μία μετάλλαξη, έβγαινε και αυτό μετάλλαξη. Συνήθως, βέβαια, οι μεταλλάξεις βρίσκονταν αντιμέτωπες με το εκτελεστικό απόσπασμα, πριν προλάβουν να αποκτήσουν παιδιά, αλλά η μητέρα του Ορφέα ήταν μία από τις λίγες εξαιρέσεις. Όπως άλλωστε ήταν και ο πατέρας της Αιμιλίας.

    Ο Ορφέας ήταν η μοναδική της ελπίδα. Ευχόταν όσο τίποτα να ακούσει το όνομά του αντί το δικό της.

    Ξανακοίταξε το αγόρι. Ένιωσε ένα ακόμα πιο έντονο σφίξιμο όταν είδε την έκφρασή του. Στο πρόσωπό του δεν έβλεπε ούτε ίχνος φόβου, αλλά έβλεπε ένα άλλο εξίσου δυνατό συναίσθημα.

    Οργή.

    Τα σπινθηροβόλα μάτια του έπεσαν πάνω σε εκείνη και την Αρετή, κάνοντας το τρέμουλο της Αιμιλίας να σταματήσει. Ο φόβος είχε κατακτήσει όλο της το σώμα, αφήνοντάς την παράλυτη. Μια μετάλλαξη ένιωθε πάντα φόβο, αυτό το είχε μάθει απ’ την προσωπική της εμπειρία.

    Εντούτοις, αυτό ήταν ακριβώς το τελευταίο πράγμα που έδειχνε να αισθάνεται ο Ορφέας.

    Οι σφυγμοί της αυξήθηκαν και άλλο. Μαζί με τη φασαρία, στην οποία, όμως, δεν έδινε προσοχή, άκουγε το αίμα να σφυροκοπάει με δύναμη στο κρανίο της. Θα πέθαινε! Ήταν η τελευταία μέρα που θα έβλεπε το φως του ηλίου!

    Από το μυαλό της πέρασαν τα γεμάτα φρίκη μάτια της μητέρας της καθώς θα συνειδητοποιούσε πως η κόρη της ήταν μετάλλαξη. Το ηττημένο πρόσωπο του πατέρα της, καθώς θα μάθαινε πως η κόρη του είχε συλληφθεί και θα οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τέλος, το κατατρομαγμένο πρόσωπο της αδερφής της, που μέσα σε μία μέρα το μέλλον της θα διαλυόταν διά παντός, λόγω της άμεσης συγγένειας που είχε μαζί της.

    Τα μάτια της έτσουζαν. Ένιωθε τα καυτά δάκρυα, έτοιμα να κυλήσουν στο πρόσωπό της.

    Είχε έρθει το τέλος. Κάλυψε τα αφτιά της, δεν ήθελε να ακούσει το όνομά της.

    «Μιχάλης Θεοδοσίου». Οι λέξεις ίσα που άγγιξαν το τύμπανό της.

    Ξαφνικά όλα τα βλέμματα αποσύρθηκαν από τον Ορφέα και κατευθύνθηκαν προς τις θέσεις της δέκατης τάξης.

    Τι συνέβη; απόρησε από μέσα της. Κανένας δεν κοιτούσε προς το μέρος της. Το βλέμμα της άρχισε να κινείται με ταχύτητα, αναλύοντας τον χώρο και τις κινήσεις των παιδιών.

    Είδε μερικούς μαθητές να έχουν σηκωθεί όρθιοι. Τρομαγμένοι, προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από μία συγκεκριμένη θέση, στην οποία καθόταν ένα κοντό, στρουμπουλό αγόρι με καστανές μπούκλες.

    Το πρόσωπό του ήταν παγωμένο και ανέκφραστο. Τα μάτια του στριφογύριζαν, παρακολουθώντας τους μαθητές γύρω του που τον κοιτούσαν με φρίκη, ενώ ταυτόχρονα μερικοί από αυτούς τσίριζαν τρομοκρατημένοι.

    Πήρε μερικά δευτερόλεπτα στην Αιμιλία για να συνειδητοποιήσει πως η μετάλλαξη για την οποία μιλούσε ο διευθυντής, αφορούσε το αγόρι με τις μπούκλες και όχι την ίδια. Έριξε μία κλεφτή ματιά στον Ορφέα.

    Η έκφραση της οργής που είχε στο πρόσωπό του, είχε ποτιστεί με μία γερή δόση έκπληξης. Οι κλειδώσεις του είχαν αποκτήσει ένα άσπρο χρώμα καθώς έσφιγγε με δύναμη το αριστερό του χέρι και κοιτούσε τον μαθητή της δέκατης τάξης που είχε προκαλέσει τρόμο στους μαθητές του 4ου τομέα.

    Με αργές κινήσεις, η Αιμιλία κατέβασε τα χέρια από τα αφτιά της. Πρόσεξε πως η οθόνη του μικρού παλμογράφου είχε ξαναποκτήσει εκείνο το απαλό κίτρινο που είχε πριν από λίγο. Συνέχιζε να έχει ταχυκαρδία αλλά η κρίση πανικού είχε περάσει.

    Όμως, δεν έδωσε σημασία.

    Όντως υπήρχε άλλη μία μετάλλαξη στο αμφιθέατρο. Ο διευθυντής δεν μιλούσε για την ίδια. Είχε καταφέρει να κρύψει την παρουσία της και την ιδιότητά της ως μετάλλαξη.

    Όλη η πίεση που είχε υποστεί όλο αυτόν τον καιρό, δεν ήταν χαμένος κόπος. Κανένας δεν γνώριζε την αλήθεια. Θα ζούσε. Ένιωθε ανακούφιση…

    Το βλέμμα της επέστρεψε στον μαθητή της δέκατης τάξης. Το αγόρι ήταν παγωμένο στη θέση του. Ίσα που πρόλαβε να δει τη μετακίνηση των ματιών του προς τα αριστερά των μαθητών της δέκατης τάξης.

    Ξαφνικά σηκώθηκε και προτού προλάβει κανείς να αντιδράσει, άρχισε να τρέχει προς την έξοδο κινδύνου, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν ποδοπατούσε τους μαθητές που ήταν στο πέρασμά του. Οι ποδοπατημένοι μαθητές ούρλιαζαν ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκλαιγαν με λυγμούς από το σοκ. Το αγόρι, όμως, συνέχιζε απτόητο να τρέχει προς τον στόχο του, που δεν ήταν άλλος από την έξοδο κινδύνου.

    Οι αστυνομικοί έτρεξαν με ταχύτητα προς το μέρος του. Λίγο προτού φτάσει στον στόχο του, η γυναίκα της ομάδας τον ακινητοποίησε, κολλώντας το σώμα και το πρόσωπό του στο πέτρινο έδαφος. Στεκόταν από πάνω του, τραβώντας το χέρι του πίσω από την πλάτη του, σε μία στάση που έδειχνε, το λιγότερο, οδυνηρή.

    Τα μάτια του αγοριού έδειχναν κατακόκκινα. Ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια, άνοιξε το στόμα του για φωνάξει.

    «Οι μεταλλάξεις…»

    Η αστυνομικός βούλωσε το στόμα του με το χέρι της. Πλέον, το μόνο που ακουγόταν από το αγόρι ήταν ένα συνονθύλευμα μουγκρητών και λυγμών ενώ από τα μάτια του είχαν αρχίσει να τρέχουν δάκρυα που πότιζαν το χέρι της γυναίκας που τον κρατούσε.

    Ένας συνάδελφος της γυναίκας έβγαλε από την τσέπη της στολής του ένα ζευγάρι χειροπέδες, σχεδιασμένες ειδικά για μεταλλάξεις, και ένα φίμωτρο. Με γοργές κινήσεις, φόρεσε και τα δύο στο αγόρι και μετά το σήκωσε όρθιο βίαια.

    Οι χειροπέδες ήταν ένα ενιαίο κομμάτι που κάλυπτε και τα δύο χέρια και έσφιγγαν τους καρπούς, ώστε η μετάλλαξη να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ικανότητές της. Η Αιμιλία είχε διαβάσει κάπου πως η τοποθέτησή τους ήταν οδυνηρή, επειδή έσφιγγαν τόσο πολύ τους καρπούς και μούδιαζαν τα χέρια, αχρηστεύοντάς τα προσωρινά.

    Η Αιμιλία κοίταζε χαμένη το θέαμα που ξεδιπλωνόταν μπροστά της. Η νεαρή μετάλλαξη βογκούσε και έκλαιγε, την ώρα που οι τέσσερις αστυνομικοί την κατεύθυναν προς την κεντρική έξοδο του αμφιθέατρου, από εκεί που είχαν μπει πριν από λίγο οι μαθητές.

    Ήταν ευτυχής που δεν ήταν εκείνη που θα οδηγούνταν στο πολιταρχείο και μετά για εκτέλεση. Αλλά από την άλλη, κάθε δευτερόλεπτο και με κάθε κίνηση των αστυνομικών και του αγοριού, έβλεπε τον εαυτό της στη θέση του. Ένιωθε τυχερή αλλά συγχρόνως ένα μείγμα τρόμου, λύπης και ανακούφισης ανακάτευαν το στομάχι της. Για ένα δευτερόλεπτο, ένιωσε να αηδιάζει με τον εαυτό της για το μικρό πταίσμα χαράς που είχε αισθανθεί στο άκουσμα του ονόματος του νεαρού παιδιού που υπέφερε μπροστά της.

    Άλλωστε, γνώριζε πως, όπως είχαν βρει πως ο νεαρός μαθητής ήταν μετάλλαξη, έτσι κάποια στιγμή θα μπορούσαν να ανακαλύψουν και εκείνη. Και η μοίρα της δεν θα ήταν διαφορετική από αυτό που αντίκριζε τώρα.

    Ήξερε πως το θέαμα που παρακολουθούσε εκείνη τη στιγμή, θα τη στοίχειωνε κάθε βράδυ.

    Οι αστυνομικοί, μαζί με τη νεαρή μετάλλαξη, εξαφανίστηκαν πίσω από την έξοδο.

    Οι τρομαγμένοι μαθητές άρχισαν να μιλούν έντονα μεταξύ τους, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δεν είχαν σταματήσει να κλαίνε. Ειδικά στην πλευρά της δέκατης τάξης επικρατούσε πανικός και οι καθηγητές προσπαθούσαν να κατευνάσουν τα πνεύματα, αν και οι ίδιοι δεν βρίσκονταν σε καλύτερη συναισθηματική κατάσταση.

    Ο γενικός διευθυντής μαζί με τη διευθύντρια του τομέα 4, φανερά ανακουφισμένοι, έκαναν νοήματα ο ένας στον άλλον.

    Ο ηλικιωμένος άντρας στάθηκε για ακόμα μία φορά μπροστά από την υφιστάμενή του. «Θα ακολουθήσει εκκένωση ολόκληρου του σχολικού συγκροτήματος με βάση το πρωτόκολλο ασφαλείας. Παρακαλώ τους καθηγητές να οδηγήσουν τους μαθητές προς την έξοδο κινδύνου και μετά να με ακολουθήσουν στον τομέα 3 ώστε να βοηθήσουν με την εκκένωση. Οι μαθητές είναι ελεύθεροι να γυρίσουν στα σπίτια τους», είπε και μετά απενεργοποίησε το ακουστικό του.

    Η Αιμιλία ήταν παγωμένη στη θέση της καθώς παρακολουθούσε τη σταδιακή εκκένωση του κτίσματος και τους μαθητές, μεταξύ των οποίων υπήρχαν μερικοί που είχαν βρει κάποιου είδους ευχαρίστηση στην κατάσταση που επικρατούσε. Ήταν αρκετά αναίσθητοι ώστε να μην επηρεαστούν από το θέαμα που μόλις είχε διαδραματιστεί. Το μόνο που σκέφτονταν ήταν πως θα γυρνούσαν στο σπίτι τους νωρίτερα. Αλλά δεν έπαυαν να υπάρχουν και εκείνοι που έκλαιγαν από το σοκ και τον τρόμο και ανυπομονούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, που τα έβλεπαν σαν ασφαλή καταφύγια.

    Μέσα σε αυτά τα άτομα, ανήκαν και οι δύο φίλες της, η Αρετή και η Σοφία. Αν και δεν ήταν από τα παιδιά που έκλαιγαν, ήταν φανερό πως φοβόντουσαν. Για εκείνες ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν μετάλλαξη και δεν υπήρχε κάτι πιο σοκαριστικό στο μυαλό τους.

    Για ακόμα μία φορά, η Αιμιλία αισθάνθηκε τη θλίψη να την κυριεύει. Το θέαμα των δύο κοριτσιών που τρομοκρατημένα ανυπομονούσαν να επιστρέψουν σπίτι, ήταν σαν αλάτι σε μία πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ.

    Ξαφνικά, ένιωσε ένα τράνταγμα στα δεξιά της. Το βλέμμα της κατευθύνθηκε στον Ορφέα, του οποίου η σφιγμένη γροθιά είχε προσγειωθεί με δύναμη στο χερούλι του καθίσματός του. Για ένα δευτερόλεπτο, πίστεψε ότι είχε ακούσει μία γερή βρισιά να βγαίνει από το στόμα του.

    Έριξε το παγωμένο βλέμμα του πάνω της, κάνοντάς τη για δεύτερη φορά να μαζέψει το σώμα της στα αριστερά του καθίσματός της.

    Και τότε το συνειδητοποίησε. Στο πρόσωπο του Ορφέα, πέρα από οργή, έβλεπε και μίσος.

    2.

    Είδηση ΣΟΚ!

    Η πόλη της Ωκεανίας ήταν ένατη σε τάξη μεγέθους από τις δεκατέσσερις πόλεις της Ενότητας Ειρήνης. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τους 80.000 κατοίκους, πράγμα που δικαιολογούσε τις σπανιότατες συλλήψεις μεταλλάξεων που συνέβαιναν ανά μερικά χρόνια.

    Για την ακρίβεια, η τελευταία σύλληψη που είχε συμβεί πριν τον Μιχάλη Θεοδοσίου, ήταν η Ρωξάνη Πετρή, η μητέρα του Ορφέα Πετρή, η οποία είχε συλληφθεί πριν από περίπου 10 χρόνια.

    Δεν ήταν κάτι παράλογο για τους κατοίκους της Ωκεανίας. Άλλωστε, οι μεταλλάξεις μέσα στην πόλη δεν θα έπρεπε να ξεπερνούν τις 10. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία που γνώριζαν και δεδομένων των προσπαθειών που είχε καταβάλει η Ενότητα Ειρήνης ώστε να τις περιορίσει, θα έπρεπε να είναι ακόμα λιγότερες. Επίσης, ήξεραν πάρα πολύ καλά πως οι εναπομείνασες, ζωντανές μεταλλάξεις δεν θα παραδίδονταν οικειοθελώς στις αρχές της πόλης.

    Επομένως, η σύλληψη της νεαρής μετάλλαξης το μεσημέρι εκείνης της μέρας ήταν μία μεγάλη επιτυχία για τις αρχές της Ωκεανίας.

    Όμως, η ύπαρξη της μετάλλαξης και μόνο, προκαλούσε ταραχή και τρόμο. Εξάλλου, οι κάτοικοι ζούσαν με την ελπίδα πως το πρόβλημα των μεταλλάξεων είχε αντιμετωπιστεί πλήρως από τις αρχές και πως η Ωκεανία, που ανήκε στις μικρές πόλεις της Ενότητας Ειρήνης, είχε σχεδόν εξαλείψει αυτό το φαινόμενο.

    Έτσι, η σύλληψη του νεαρού Μιχάλη ανάγκασε τους κατοίκους να κλειστούν στα σπίτια τους.

    Όταν βγήκε ανακοίνωση πως είχε βρεθεί μία μετάλλαξη σε ένα από τα δύο σχολεία της Ωκεανίας, άρχισε να επικρατεί πανικός. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων είχε παρατήσει το πόστο στις θέσεις εργασίας του και είχε γυρίσει στα σπίτια τους. Οι πανικόβλητοι γονείς περίμεναν να εκκενωθεί το σχολείο και τα παιδιά τους να επιστρέψουν στην προστασία τους, ενώ, την ίδια στιγμή, χαμός επικρατούσε στους δρόμους, μέχρι οι άνθρωποι να κλειδαμπαρωθούν στις κατοικίες τους.

    Οι περισσότεροι θα έβγαιναν έξω τα ξημερώματα της επομένης, μετά την ανακοίνωση της εκτέλεσης του παιδιού με το γονίδιο Ρ5.

    Ήταν η

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1