Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Καινοτομία και Παράδοση
Καινοτομία και Παράδοση
Καινοτομία και Παράδοση
Ebook296 pages3 hours

Καινοτομία και Παράδοση

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

“Ὅσο καὶ ἂν ἀλλάζουν κοινωνικά, οἰκονομικὰ καὶ πολιτισμικὰ οἱ καιροί, ὁ ἄνθρωπος παραμένει οὐσιαστικὰ ὁ ἴδιος μὲ ἀμαυρωμένο τὸ κατ’ εἰκόνα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτοπροσδιορισθεῖ θετικὰ ἐνώπιον τοῦ δημιουργοῦ καὶ σωτήρα Θεοῦ χάνει τὴν γραμμὴ πλεύσης, ἀποπροσανατολίζεται καὶ βαδίζει ἀλλότριες καὶ ἐπικίνδυνες ὁδούς. Καὶ γιὰ αὐτὸν ἰσχύει τελικὰ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ψαλμωδός, «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. 48,13).” (Από τον πρόλογο του βιβλίου)
LanguageΕλληνικά
Release dateMar 12, 2022
ISBN9786185314521
Καινοτομία και Παράδοση

Read more from Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Related to Καινοτομία και Παράδοση

Related ebooks

Reviews for Καινοτομία και Παράδοση

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Καινοτομία και Παράδοση - Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτη τὴν τάση γιὰ γνώση, γιὰ δημιουργία, γιὰ ἀνακάλυψη καὶ βίωση κάποιου καινούργιου, κάποιου «καινοῦ». Αὐτὸ διαφαίνεται σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια δραστηριότητά του· στὸ ἐπάγγελμα, στὴν τέχνη, στὴν ἐπιστήμη, στὴν διανόηση, στὸν τρόπο τῆς ζωῆς του. Εἶναι ὅμως ὅλα ὅσα κατορθώνει ἢ ὅσα κατακτᾶ στὴν πραγματικότητα «καινά» ἢ μήπως ἀποδεικνύονται τελικῶς κενά;

    «Οὐδὲν καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον», λέει ὁ Ἐκκλησιαστής (Ἐκκλ. 1,9). Τὸ καινὸ δὲν εἶναι ἡ ὁποιαδήποτε νέα φιλοσοφικὴ θεωρία ἢ ἡ νέα διανοητικὴ δημιουργία ποὺ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀνθρώπινη διάνοια, οὔτε ἡ καινή, ἡ νέα ἐφεύρεση καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ ἐπίτευγμα τῆς τεχνολογίας ποὺ μπορεῖ νὰ φέρει ἄνεση καὶ ἐξυπηρέτηση στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἢ γενικὰ στὴν ὑλικὴ καὶ διανοητική του ὑπόσταση, ἀλλὰ καινὸ μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει, νὰ ζωοποιήσει ὅλον τὸν ἄνθρωπο.

    Τὸ ἀληθινὰ καινὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ζωή του δὲν βρίσκεται «ὑπὸ τὸν ἥλιον»· δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸν κτιστὸ κόσμο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη ἢ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ δημιούργησε τὸν κόσμο, αὐτὴ τὸν συντηρεῖ καὶ αὐτὴ τὸν ὁδηγεῖ στὴν τελείωσή του. Μὲ αὐτὴν προικίστηκε  ὁ πρωτόπλαστος κατὰ τὴν δημιουργία του, τὴν ἔχασε κατόπιν μὲ τὴν πτώση. Ἡ σάρκωση ὅμως τοῦ Θεοῦ Λόγου μὲ ὅλη τὴν κοσμοσωτήρια οἰκονομία Του, δηλαδὴ τὴν διδαχή, τὰ πάθη, τὴν σταύρωση, τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή Του ὁδήγησαν στὴν Πεντηκοστή, στὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πλέον σκηνώνει μὲ ἕναν τελειότερο καὶ μονιμότερο τρόπο στὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου. «Τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον εἶναι ὁ Χριστός», τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καὶ ὅποιος κοινωνεῖ μὲ τὸν Χριστὸ γίνεται καὶ αὐτὸς καινός, «καινὴ κτίσις» (Β΄ Κορ. 5,17).

    Ὅσο καὶ ἂν ἀλλάζουν κοινωνικά, οἰκονομικὰ καὶ πολιτισμικὰ οἱ καιροί, ὁ ἄνθρωπος παραμένει οὐσιαστικὰ ὁ ἴδιος μὲ ἀμαυρωμένο τὸ κατ’ εἰκόνα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτοπροσδιορισθεῖ θετικὰ ἐνώπιον τοῦ δημιουργοῦ καὶ σωτήρα Θεοῦ χάνει τὴν γραμμὴ πλεύσης, ἀποπροσανατολίζεται καὶ βαδίζει ἀλλότριες καὶ ἐπικίνδυνες ὁδούς. Καὶ γιὰ αὐτὸν ἰσχύει τελικὰ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ψαλμωδός, «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. 48,13).

    Ἡ νεωτερικότητα, ποὺ θεοποίησε τὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὀρθολογικοποίησε τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὸν Θεό, ἔφερε μία ἀνατροπὴ στὸν τρόπο τῆς ζωῆς, στὰ πρότυπα ζωῆς ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Ὁ βαθὺς καὶ εὐφυέστατος σύγχρονος φιλόσοφος Charles Taylor στὴν ἐμβριθῆ μελέτη του μὲ τίτλο Πηγὲς τοῦ Ἑαυτοῦ, ἔχει βγάλει ἕνα πολὺ ἀξιόλογο συμπέρασμα, ὅτι «ἡ ἐπιβολὴ τοῦ νεωτερικοῦ ἀτόμου ἔχει γεννήσει μία ἐσφαλμένη κατανόηση τοῦ ἑαυτοῦ». Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει πλέον τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Στὴν συνέχεια ἡ μετανεωτερικότητα κονιορτοποίησε κάθε ἀξία, κάθε θεσμό, ὥστε πλέον νὰ μὴν ὁμιλοῦμε μόνο γιὰ ἐσφαλμένη κατανόηση τοῦ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ γιὰ πλήρη διάλυσή του, ἡ ὁποία φανερώνει παντελῆ ἄγνοια τῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργημένου «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Ὁ ἑαυτός, ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἔχει πλέον σαπίσει, ἔχει νεκρωθεῖ. Ἴσως ὅμως ἀπὸ αὐτὴν τὴν σήψη, ἀπὸ αὐτὴν τὴν νέκρωση νὰ βγεῖ κάτι καλό. «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει» (Ἰωάν. 12,24).

    Θὰ ἔπρεπε τὸ ἄκρως ζητούμενο ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἡ εὕρεση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιατὶ οὐσιαστικὰ αὐτὸς εἶναι ὁ κρύφιος πόθος τῆς καρδίας κάθε ἀνθρώπου. Ἡ θεία Χάρις ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο, νοηματοδοτεῖ τὴν ζωή του, τὸν ὁλοκληρώνει, τὸν τελειοποιεῖ, τὸν ἀφθαρτοποιεῖ. Ἡ θεία Χάρις προσβλέπει στὸν ἁμαρτωλό, στὸν ἄσωτο μὲ μητρικὴ συμπάθεια. Ὁ ἄνθρωπος σὲ ὅποιο βάθος ἁμαρτωλότητος καὶ ἂν καταπέσει ἡ θεία Χάρις μπορεῖ νὰ τὸν ἀνακαινίσει, ἂν βέβαια καὶ αὐτὸς συνεργήσει μὲ τὴν ἐλεύθερη προαίρεσή του. Δὲν ὑπάρχει ἀπόγνωση, ἀπελπισία, μοναξιὰ γιὰ τὸν ἀνακαινισμένο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο, ἀλλὰ μόνο εἰρήνη, ἐλπίδα, χαρά, φῶς, ἀγάπη. Μπορεῖ νὰ ζεῖ μὲ θλίψεις, μὲ δοκιμασίες, νὰ σηκώνει τὸν σταυρό του, ὅμως ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δίνει τέτοια χαρὰ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ καθίσταται «πεπληρωμένη» καὶ ἀ­να­φαίρετη.

    Δὲν νοεῖται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θέωσή του, δίχως τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ συγκροτεῖ καὶ ζωοποιεῖ τὴν Ἐκκλησία, βιώνεται καὶ διαφυλάσσεται στὴν Παράδοσή της. Ἡ Παράδοση δὲν εἶναι ἡ ἁπλὴ παραδοχὴ τοῦ παρελθόντος, οὔτε κἂν ἡ συντήρησή του στὸ παρόν. Ἡ Παράδοση συνυφαίνεται μὲ τὴν ζωή, τὴν σύγχρονη κάθε φορὰ ζωή. Παράδοση εἶναι νὰ παραλαμβάνεις καὶ νὰ μεταδίδεις. Αὐτὸ ποὺ παρέλαβαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, «ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα, καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» (Α΄ Ἰωάν. 1,1), αὐτὸ παρέδωσαν στοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ κοινωνήσουν μέσω αὐτῶν μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης. Στὴν ζωὴ τῆς παραδόσεως καὶ μεταδόσεως ὑπάρχει ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ποὺ παρατείνεται στοὺς αἰῶνες.

    Οἱ Πατέρες, οἱ φορεῖς τῆς Παραδόσεως, δὲν γνώρισαν διανοητικὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ «ἔπαθαν τὰ θεῖα» γιὰ αὐτὸ καὶ καινοτόμησαν σὲ κάθε ἐποχή. Οἱ Πατέρες δὲν ἦταν συντηρητικοὶ ἢ φονταμενταλιστές, ἀλλὰ ἄνθρωποι ποὺ βίωναν τὴν Παράδοση, τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ εἶχαν συνεχῶς τὴν θεία ἔμπνευση ὥστε νὰ προβάλλουν ἀνόθευτο τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἐποχή τους, πάντοτε ἐπίκαιρο καὶ καινό. Ἡ Παράδοση, ἡ ἀληθινὴ Παράδοση, ὄχι ἡ παραδοσιαρχία μὲ τὴν προσκόλληση στοὺς τύπους καὶ στὸ γράμμα τοῦ νόμου, εἶναι πάντα καινοτόμος.

    Μὲ πολλὴ χαρὰ συμπεριλαμβάνουμε στὶς ἐκδόσεις τῆς Μονῆς μας καὶ τὸ νέο αὐτὸ βιβλίο τοῦ σεβαστοῦ καὶ ἀγαπητοῦ μας καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Μαντζαρίδου καὶ εὐχόμεθα σὲ ὅλους τοὺς ἀναγνῶστες νὰ ἀνακαινισθοῦν μέσω τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ «ἐνδυθοῦν τὸν καινὸν ἄνθρωπον, τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα» (βλ. Ἐφεσ. 4,24).

    Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς

    Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου

    ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

    Ὁ διάλογος τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας μὲ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα δὲν εἶναι μόνο χρήσιμος ἀλλὰ καὶ ἀπαραίτητος. Ἀκριβέστερα, ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴν φύση τῆς θεολογίας ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιτακτικὲς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται σὲ ἐνδοομολογιακὸ ἢ καὶ διομολογικὸ διάλογο, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ ἐπικοινωνεῖ καὶ νὰ διαλέγεται διαρκῶς μὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἄλλωστε ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει οἰκουμενικὸ χαρακτήρα, καὶ ὅπως ἀναγράφεται στὸ Συνοδικό της, «τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν».

    Ἡ ταυτότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι οἰκουμενική. Καὶ ἡ θεολογία της διατηρεῖ τὴν ταυτότητά της καὶ παραμένει ὀρθόδοξη, ὅταν εἶναι οἰκουμενική. Ἡ οἰ­κουμενικότητα δὲν ἀποτελεῖ ἐπιδίωξη ἀλλὰ ἔκφραση τῆς καθολικότητας. Καὶ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι οἰκουμενική, ὄχι ὅταν ἀναζητεῖ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἁπλῶς τὴν ἐπικαλεῖται, ἀλλὰ ὅταν τὴν ζεῖ καὶ τὴν ἐκφράζει. Ὅπως τὸ ἀνθρωπολογικὸ ἰδεῶδες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ἡ παγκοσμιότητα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ θέωσή του ὡς προσώπου ποὺ ἀγκαλιάζει μὲ ἀγάπη ὁλόκληρο τὸν κόσμο, καὶ ὄχι ἡ παγκοσμιοποίηση, δηλαδὴ ἡ μαζοποίηση καὶ ἀριθμοποίησή του, ἔτσι καὶ τὸ ἰδεῶδες τῆς θεολογίας της εἶ­ναι ἡ οἰκουμενικότητα καὶ ὄχι ἡ οἰκουμενοποίησή της, δηλαδὴ ἡ σχετικοποίησή της μέσα στὸ πλαίσιο κά­ποιου δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ.

    Ἡ οἰκουμενικότητα, ὅπως καὶ ἡ παγκοσμιότητα, ὑπηρετεῖ τὴν καθολικότητα. Καὶ ἡ καθολικότητα φανερώνει πληρότητα, δηλαδὴ ἁπλότητα καὶ ἀπουσία ἀνάγκης κάποιας συμπληρώσεως. Μολονότι ὅμως ἡ καθολικότητα δὲν ἔχει ἀνάγκη συμπληρώσεως, χρειάζεται νὰ σαρκώνεται διαρκῶς μέσα στὴν ἱστορία καὶ νὰ μὴν ἀγκυλώνεται σὲ καταστάσεις ποὺ ἀγνοοῦν τὸ ἑκάστοτε παρόν. Παράδοση δὲν εἶναι ἡ ἔστω καὶ σωστὴ συντήρηση τῆς ζωῆς τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ ἡ πιστὴ πρόσληψη καὶ φανέρωσή της στὸ ἑκάστοτε παρόν.

    Ἡ ἱστορία σήμερα ἐκδιπλώνεται μὲ ταχύτατους ρυθμούς. Οἱ ἀλλεπάλληλες ἀλλαγὲς στὴν ζωὴ καὶ τὸν πολιτισμὸ προσλαμβάνουν ὄχι μόνο ἐπαναστατικὴ ἀλλὰ καὶ καταιγιστικὴ μορφή. Πῶς μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ ἡ ταυτότητα τῆς παραδόσεως μέσα στὶς καταιγιστικὲς ἀλλαγὲς καὶ ἡ ἁπλότητά της μέσα στὶς ἀσυνάρτητες πολλαπλότητες; Πῶς μπορεῖ νὰ μὴν ἀλλοιωθεῖ μέσα στὶς ἀλλεπάλληλες μεταβολὲς καὶ νὰ σαρκωθεῖ μέσα στὶς τόσες καινοτομίες;

    Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ καινοτομία δὲν εἶναι κάτι ξένο ἢ ἄσχετο πρὸς τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἀντιθέτως μάλιστα εἶναι τὸ κύριο γνώρισμά της. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία θεμελιώνεται στὴν καινοτομία καὶ διατυπώνεται στὸν κόσμο ὡς καινοτομία. Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό, ἐφόσον ἡ κατεξοχὴν καινοτομία προκλήθηκε στὸν κόσμο μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου. Ἡ καινοτομία ὡς τομὴ ἢ ἄνοιγμα καινῆς ὁδοῦ, τῆς ὁδοῦ τοῦ Λόγου, ἀνήκει στὴν φύση τῆς θεολογίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς «χῶρος» φανερώσεως τῆς καινοτομίας προβάλλεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ «χῶρος» τῆς σαρκώσεως, ἡ Παναγία, στὸ πρόσωπο τῆς ὁποίας «καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος»¹, δηλαδὴ τὰ πάντα. Καὶ ὅλες οἱ αὐθεντικὲς καινοτομίες γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ζωή του στηρίχθηκαν καὶ μποροῦν νὰ στηρίζονται πάντοτε στὴν ἀλήθεια τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ καινοποιεῖ τὰ πάντα².

    Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κράτησαν ἀδιάσπαστη τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση σὲ κρίσιμες περιόδους, καινοτόμησαν μὲ τὴν θεολογία τους καὶ κατηγορήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους τους ὡς καινοτόμοι καὶ νεωτεριστές (Μέγας Ἀθανάσιος, Συμεὼν Νέος Θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμᾶς). Αὐτοὶ ὅμως δὲν περιορίστηκαν στὴν συντήρηση ὅσων παρέλαβαν, ἀλλὰ βίωσαν τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, «ἔπαθαν τὰ θεῖα» καὶ καινοτόμησαν, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν ἁπλὸ καὶ ἀνόθευτο τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας.

    Ἡ ἁπλότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ δεδομένο καὶ ὄχι ζητούμενο· δὲν κατορθώνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ βιωθεῖ προσωπικὰ καὶ συλλογικά. Τὸ δεδομένο τῆς ἁπλότητας ὑπάρχει στὸν Θεὸ καὶ σαρκώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παραμένει «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»³. Δὲν χρειάζεται συμπλήρωση ἢ ἀλλαγή, ἀλλὰ βιωματικὴ πρόσληψη καὶ μετάδοση. Ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ παρατείνεται εὐχαριστιακὰ μέσα στὴν ἱστορία. Καὶ ὁ πιστὸς συμμετέχει στὴν παράταση αὐτήν, ὅταν ζεῖ καὶ συνεργεῖ στὴν ἐσχατολογική της προοπτικὴ μὲ ἁπλὸ ὀφθαλμὸ καὶ καθαρὴ καρδιά.

    «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. Ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται»⁴. Ὅπως ὁ αἰσθητὸς ὀφθαλμὸς φωτίζει τὸ σῶμα, ἔτσι ὁ νοερὸς ὀφθαλμός, ὁ νοῦς, φωτίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς τὴν ἁπλότητα τοῦ νοῦ ἢ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς δὲν μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἡ ἁπλότητα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ βιωθεῖ ὅμως ἡ ἁπλότητα αὐτή, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ἁπλός, «καθολικός», ὅπως «καθολικὸ» εἶναι καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὸ ὁποῖο ἀνήκει, δὲν πρέπει νὰ παραμείνει καθόλου ἀδρανής, ἀλλὰ νὰ συντονίζεται διαρκῶς μὲ τὸ σῶμα αὐτό, λειτουργώντας ὡς μέλος καὶ παρέχοντας τὴν μαρτυρία του στὸ περιβάλλον του.

    Ἡ θεία ἁπλότητα, ὅπως καὶ ἡ πληρότητα, δὲν ἐπιβάλλεται, ἀλλὰ προσφέρεται στὸν κόσμο. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνεται καὶ τὴν προσλαμβάνει, δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν ἐπιβάλει στοὺς ἄλλους. Τὸ πρῶτο ποὺ αἰσθάνεται γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ὁ ἀπόλυτος σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τους. Ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς δὲν σέβεται ἁπλῶς τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὴν προτάσσει καὶ τὴν στηρίζει. Ἡ φαλκίδευση τῆς ἐλευθερίας, ποὺ παρατηρεῖται μάλιστα καὶ μέσα στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, παραβιάζει βάναυσα τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα. Ἀκυρώνει ἀπροκάλυπτα τὴν μεγάλη ἀνατροπὴ ποὺ εἰσήγαγε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο: «Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτως δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος»⁵.

    Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βεβαιώνουν ὅτι ἐκεῖνο ποὺ προσελκύει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καθιστᾶ μεθεκτὴ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ταπείνωση. Αὐτὴ κάνει τοὺς πιστοὺς κοινωνοὺς καὶ τῶν γνωρισμάτων τῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ἐνσωματώνονται· τῆς ἑνότητας, τῆς ἁγιότητας, τῆς καθολικότητας καὶ αὐτῆς τῆς ἀποστολικότητας. Τὰ γνωρίσματα αὐτά, ποὺ ὑπάρχουν ὡς δεδομένα στὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, προβάλλουν καὶ ὡς ζητούμενα τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν μελῶν της.

    Ὅπως ὅμως ὅλα τὰ δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καὶ τὸ δεδομένο τῆς καθολικότητας, ποὺ συνοψίζεται στὴν ἁπλότητα, προβάλλει καὶ ὡς ζητούμενο στὰ πρόσωπα καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, καὶ πρωτίστως βέβαια τῶν ταγῶν της. Γιὰ νὰ διατηρεῖται ἡ ἁπλότητα τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν πολλαπλότητα τῆς ἱστορίας καὶ τὴν πολυδιάσπαση τῶν ἀνθρώπων, πρέπει περιφρουρεῖται καὶ νὰ ἐπιδιώκεται διαρκῶς ὡς ζητούμενο. Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν παραμορφώνεται ἡ ταυτότητά της μέσα σὲ ἀλλεπάλληλους ἐκσυγχρονισμοὺς καὶ μεταρρυθμίσεις, πρέπει νὰ ἐνεργοποιεῖται διαρκῶς ὁ ἀπροσμέτρητος δυναμισμός της γιὰ σωστὲς καινοτομίες· καινοτομίες ποὺ κυοφοροῦνται ἀθόρυβα μέσα στὴν ἡσυχία, ὅπως αὐτὴ βιώθηκε στὸν ὀρθόδοξο μοναχιμό.

    Ἡ αὐθεντικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ ἀνεξάντλητη πηγὴ καινοτομίας. Μετὰ ἀπὸ παρέλευση δύο ὁλόκληρων χιλιετιῶν, μπορεῖ ἄνετα νὰ λεχθεῖ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς παρέμεινε σὲ μακροκοινωνικὸ ἐπίπεδο οὐσιαστικὰ ἀναξιοποίητος ἀπὸ τὸν κόσμο. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι σὲ θέση νὰ δημιουργήσει ριζικὲς ἀλλαγὲς καὶ νὰ προκαλέσει οὐσιαστικὲς καινοτομίες στὴν ἀνθρώπινη ζωή. Μπορεῖ νὰ μεταμορφώσει πραγματικὰ καὶ νὰ ἀνυψώσει οὐσιαστικὰ τὴν ὑποβαθμισμένη ποιότητά της. Αὐτὰ ὅμως ἀπαιτοῦν κόπο καὶ ἔμπνευση, ἐνῶ ταυτόχρονα συνεπάγονται ἀσκητικὴ διάθεση καὶ αὐταπάρνηση. Τὸ «πῦρ» τοῦ Εὐαγγελίου φοβίζει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πρόσληψη καὶ ἡ μετάδοσή του ἔχουν βαρὺ κόστος. Γι’ αὐτὸ ἀκόμα καὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ Εὐαγγελίου τοποθετοῦνται συνήθως σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας ἀπὸ τὸ «πῦρ» ποὺ διακρίνουν μέσα του.

    Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του ὡς «ὁδό», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωή⁶. Ὁ περιορισμὸς τῆς ποιότητας ζωῆς σὲ ἐπιμέρους παράγοντές της συρρικνώνει καὶ τελικὰ ὑποδουλώνει τὴν ζωὴ στοὺς παράγοντες αὐτούς. Αὐτὸ συνέβη στὴν ἐποχή μας μὲ τὴν οἰκονομία, ποὺ ἀποσυνδέθηκε οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν ζωή, αὐτονομήθηκε καὶ προβλήθηκε ὡς μέτρο προσδιορισμοῦ τῆς ποιότητάς της. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος προσδιορίζει τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς του μὲ τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, παύει νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του ὡς φυσιολογικὸ ἄνθρωπο· τὸν βλέπει ὡς παραγωγικὴ καὶ ὡς καταναλωτικὴ μονάδα, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὶς βιολογικὲς ἀνάγκες καὶ λειτουργίες του.

    Ὁ διάλογος τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας μὲ τὸν σύγχρονο κόσμο καὶ τὰ προβλήματά του περνάει μέσα ἀπὸ τὴν νεωτερικότητα καὶ τὴν μετανεωτερικότητα. Ἔχει νὰ ἐξετάσει ἕνα πλῆθος συμβατικῶν καινοτομιῶν καὶ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ ποικίλες παγιωμένες καταστάσεις, ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἐρήμην ἢ καὶ σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ παραμέληση, καὶ πολὺ περισσότερο ἡ ἀποφυγὴ τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν φύση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ φανερώνει κοινωνικὴ ἀδιαφορία καὶ θεολογικὴ ἀνωριμότητα τῶν ἐκπροσώπων της. Ἀλλὰ καὶ ἡ διεξαγωγὴ τοῦ διαλόγου ἐπιβάλλει μελέτη τῶν προβλημάτων, ἀμοιβαία κατανόηση, εἰλικρίνεια καὶ ὑπευθυνότητα, ποὺ δὲν ὑπάρχουν σήμερα σὲ ἐπάρκεια. Οἱ προχειρότητες, οἱ σκοπιμότητες, ἡ ὑποκρισία καὶ οἱ ἀνειλικρινεῖς μεθοδεύσεις μόνο δημιουργικὸ διάλογο δὲν ἐπιτρέπουν.

    Ὁ Χριστὸς προσφέρεται στὸν κόσμο ὄχι συσχηματιζόμενος μὲ αὐτόν, ἀλλὰ προσλαμβάνοντας καὶ ἀνακαινίζοντάς τον στὸ σῶμα του· προσλαμβάνοντάς τον μὲ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσή του καὶ ἀνακαινίζοντάς τον μὲ τὸ σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο σῶμα του. Ἡ ἐκκοσμίκευση, ποὺ ἀποστρέφεται τὴν σταύρωση καὶ ἀπιστεῖ στὴν ἀνάσταση, δὲν ἀποτελεῖ κανονικὴ ἐξέλιξη τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ μερικοὺς νεώτερους θεολόγους, ἀλλὰ ἀντικανονικὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὸ γράμμα του. Ἡ σύσταση γιὰ ἀποφυγὴ τοῦ «συσχηματισμοῦ» μὲ τὸν κόσμο καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου εἶναι ρητή: «... καὶ μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν»⁷. Ἀλλὰ καὶ ἡ σύγχρονη «μεταεκκοσμίκευση», ποὺ ἀναγνωρίζει στὴν θρησκεία οὐσιαστικὴ σπουδαιότητα γιὰ τὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ ζωή, δὲν μεταβάλλει τὴν θεολογικὴ βαρύτητα τοῦ κινδύνου τῆς ἐκκοσμικεύσεως.

    Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι παραδοσιακή. Σκοπός της δὲν εἶναι νὰ δέχεται καὶ νὰ συντηρεῖ, ἀλλὰ νὰ παραλαμβάνει καὶ νὰ μεταδίδει διαρκῶς μέσα στὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο τὸ μέγα «τῆς εὐσεβείας μυστήριον»: «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι... ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»⁸. Ἡ βίωση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς καινοτομεῖ τὴν καθημερινὴ πεζότητα καὶ δημιουργεῖ οὐσιαστικὸ νόημα καὶ ἀνυπέρβλητη ποιότητα ζωῆς. Καὶ ὅπως ἡ οἰκονομικὴ ζωὴ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κόπο καὶ ἐργασία, ἔτσι καὶ περισσότερο ἀκόμα ἡ ὅλη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖ ἀπὸ αὐτὸν κόπο καὶ ἐργασία, καὶ μάλιστα σὲ ἕνα ὑψηλότερο καὶ κατεξοχὴν ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, τὸ πνευματικό, ποὺ συχνὰ παραθεωρεῖται.

    Ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μεταδίδεται στὸν κόσμο μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο, προφορικὸ ἢ γραπτό. Ὁ ἀνθρώπινος ὅμως λόγος εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του πεπερασμένος καὶ σχετικός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ἡ μετάδοση τῆς καθολικῆς ἀλήθειας μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο περιορίζεται καὶ σχετικοποιεῖται. Ἡ πληρότητα τῆς μετοχῆς στὴν ἀλήθεια προϋποθέτει τὴν ἀναγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν πηγὴ τῆς ἀλήθειας. Καὶ πηγὴ τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας δὲν εἶναι κάποια ἱερὰ κείμενα ἢ βιβλία γραμμένα μὲ ἀνθρώπινο λόγο, ἀλλὰ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά του. Καὶ ὅπου δὲν διατηρεῖται ἡ ζωντανὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὴν πηγὴ τῆς ἀλήθειας, ἀκολουθεῖ ὡς συνέπεια ὁ παραμερισμὸς ἢ ἡ συντηρητικὴ διαφύλαξή της. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοση δὲν εἶναι πηγὲς τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἀλλὰ κτιστοὶ φορεῖς ἢ ὑπομνήματά της. Εἶναι κτιστοὶ φορεῖς ἢ ὑπομνήματα τῆς ἔνθεης ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πραγματικὴ προσέγγιση καὶ οἰκείωσή τους δὲν κατορθώνεται διανοητικά, ἀλλὰ συντελεῖται βιωματικὰ μέσα στὴν «κοινωνία τῆς θεώσεως», τὴν Ἐκκλησία.

    Ἡ οἰκείωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι δυνατὴ μὲ ἐπιμέρους προσπάθειες ἢ ἱκανότητες τοῦ διασπασμένου ἀνθρώπου, μὲ τὴν λογικὴ ἢ τὴν φαντασία του, ὅσο χρήσιμες καὶ ἂν φαίνονται ἢ εἶναι αὐτές. Ἡ οἰκείωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας γίνεται δυνατὴ μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προϋποθέτει μὲ τὴν σειρά της τὴν ἑνοποίηση ἢ τὴν «ἁπλοποίησή» του. Καὶ αὐτὸ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἕνωσή του μὲ τὴν καρδιά. Ἐδῶ πρόκειται βέβαια γιὰ μακρὰ ἀσκητικὴ διαδικασία, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν χάρη τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε οἱ αὐθεντικοὶ ἑρμηνευτὲς καὶ μάρτυρες τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι οἱ ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι ἀλλὰ οἱ ἅγιοι. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ μὲ καθολικὴ ἀγάπη καὶ καθαρὴ καρδιὰ στρέφονται πρὸς τὸν Θεό.

    Ὁ μόνιμος πειρασμὸς τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας βρίσκεται στὴν παρεμβολὴ τῆς φαντασίας. Ἡ θεολογία πολλῶν ἐπιφανῶν θεολόγων, ποὺ θεωρεῖται μάλιστα καὶ ὡς «δημιουργική», χαρακτηρίζεται συνήθως ἀπὸ τὴν προσπάθεια λογικῆς ἑρμηνείας τοῦ μυστηρίου τῆς Θεότητος καὶ συνδέεται μοιραίως μὲ τὴν φαντασία⁹. Μιὰ τέτοια ὅμως θεολογία μπορεῖ πράγματι νὰ εἶναι «δημιουργική», ὄχι ὅμως γιατὶ προσεγγίζει καὶ προβάλλει δημιουργικὰ τὸν Θεό, «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ ὁποίου

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1