Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Χρόνος και Άνθρωπος
Χρόνος και Άνθρωπος
Χρόνος και Άνθρωπος
Ebook209 pages3 hours

Χρόνος και Άνθρωπος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

“Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σπαταλᾶ τὸν χρόνο του. Δὲν τὸν ἀξιοποιεῖ σωστὰ καὶ γι' αὐτὸ πιέζεται καὶ ἀγχώνεται. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κινεῖται ὑπερβολικά, κινεῖται μὲ διαρκὴ ἐπιτάχυνση. Ἔτσι ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὶς μεταβολὲς ποὺ γίνονται στὴν ζωή. Ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάποια στάση καὶ ἀνάπαυση. Νὰ ἡσυχάσει γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του. Μόνο ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀξιοποιεῖ σωστὰ τὸν χρόνο του καὶ βρίσκει τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό του μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὅταν ἐκείνη τὴν μεγάλη ἡμέρα στὰ ἔσχατα ἀκούσει τὸ «χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Ἀποκ. 10,6) δὲν θὰ ἀγχωθεῖ, ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ μεγάλο πόθο θὰ πεῖ «ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. 22,20). Γιατὶ γνωρίζει ὅτι τότε θὰ ἐγκολπωθεῖ μόνιμα τὴν αἰωνιότητα, θὰ εἰσέλθει στὴν ἀσάλευτη αἰώνια ζωή.” (Από τον πρόλογο του βιβλίου)
LanguageΕλληνικά
Release dateMar 12, 2022
ISBN9786185314606
Χρόνος και Άνθρωπος

Read more from Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Related to Χρόνος και Άνθρωπος

Related ebooks

Reviews for Χρόνος και Άνθρωπος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Χρόνος και Άνθρωπος - Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Ὅλοι καταλαβαίνουμε τί εἶναι ὁ χρόνος, ἀλλὰ ἀδυνατοῦμε νὰ τὸν ὁρίσουμε. Ὁ χρόνος συνδέεται μὲ τὸν χῶρο, τὴν κίνηση, τὴν δραστηριότητα, τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοὶ τὸν βλέπουν ἀπὸ μία ἀρνητικὴ ὀπτικὴ γωνία. Ὁ χρόνος συνιστᾶ ἀπειλὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Εἶναι ἐχθρός του, ποὺ πρέπει νὰ τὸν σκοτώσει; Εἶναι ἄσκοπη καὶ ἄχαρη πλήξη καὶ ἀηδία; Ἢ μήπως εἶναι χρῆμα γιὰ νὰ τὸν θησαυρίσει; Ὁ χρόνος δὲν εἶναι αὐθύπαρκτος. Δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ τὸν κόσμο.

    Ὁ Χριστὸς ἦλθε ἐν χρόνῳ ἐπὶ τῆς γῆς. Εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ ὁ Κύριος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. Ἡ παρουσία Του στὴν γῆ ἦταν τόσο σημαντικὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε μιλοῦμε γιὰ πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστὸν περίοδο. Ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει καὶ εὐλογεῖ τὸν χρόνο. Τὸ Ἀπολυτίκο τῆς Ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου, δηλαδὴ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἀρχίζει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ὁ πάσης δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, Κύριε…».

    Ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸ πρότυπο τῆς ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς δίδαξε νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο μας μὲ τὴν ἀγαθοεργία, τὴν ἄσκηση, τὴν προσευχή, τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, τὴν μυστηριακὴ ζωὴ καὶ τὴν θεία Λατρεία. Στὴν θεία Λατρεία ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται, γιατὶ καὶ ὁ χρόνος ἐξαγιάζεται, γίνεται λειτουργικὸς χρόνος. Μὲ τὶς κινητὲς καὶ τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς δίνονται μοναδικὲς εὐκαιρίες στοὺς πιστοὺς γιὰ τὸν ἁγιασμό τους. Ζώντας ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνεται μέτοχος τῆς θείας ζωῆς. Ἡ ἄκτιστη ζωὴ τοῦ Θεοῦ γίνεται καὶ δική του ζωή.

    Ὁ χριστιανὸς δὲν ἀποστρέφεται τὸν χρόνο, τὸν χῶρο, τὴν ὕλη καὶ τὴν ἱστορία. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρησιμοποιεῖ σωστὰ καὶ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ ἐντάσσει στὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητος καὶ γεύεται ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή του τὴν αἰωνιότητα. Ἔχει αἴσθηση τῆς αἰωνιότητος. Δὲν τὴν βλέπει ὡς μία φιλοσοφικὴ ἰδέα. Ἡ αἴσθηση τῆς αἰωνιότητος δὲν ἐξηγεῖται λογικά. Εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς νίκης κατὰ τοῦ θανάτου. Εἶναι ἡ αἴσθηση ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐμπάθεια, τόσο περισσότερη πείρα ἀποκτᾶ τῆς δικῆς του ἀθανασίας. Βιώνει τὴν προσωπική του Ἀνάσταση ὡς μία βεβαίωση γιὰ τὴν μετάβασή του ἀπὸ τὸν χρόνο στὴν αἰωνιότητα, «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (᾽Ιωάν. 5,24). Βιώνει τὴν αἰωνιότητα μέσα στὸν χρόνο. Τὸ «νῦν» μεταμορφώνεται σὲ «ἀεί». Ἔτσι δημιουργεῖται μία ὀργανικὴ καὶ δυναμικὴ σχέση μεταξὺ χρόνου καὶ αἰωνιότητος. Ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ζεῖ ταυτόχρονα καὶ στὰ δύο αὐτὰ ἐπίπεδα, πράγμα παράδοξο ἀλλὰ ἐφικτό.

    Ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς μας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς τόνιζε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι τὸ πολυτιμότερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ πρέπει νὰ τὸν ἀξιοποιήσουμε μὲ τὴν μετάνοιά μας. Κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου τὴν ἔβλεπε ὡς εὐκαιρία καὶ καιρὸ μετανοίας. Προέτρεπε ἐμᾶς τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν, νὰ βάλουμε «ἀρχὴ μετανοίας». Δὲν ἀπέλπιζε κανέναν ἄνθρωπο σὲ ὅποιο βάθος ἁμαρτωλότητος καὶ ἂν εἶχε καταπέσει, ἀρκεῖ νὰ ἄρχιζε τὴν μετάνοιά του, νὰ κέρδιζε τὸν χρόνο του μὲ τὴν μετάνοια. Στὶς διδαχές του μᾶς συμβούλευε νὰ ζοῦμε μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ μεταμορφώνουμε τὸν χρόνο ἀπὸ «μόριο φθορᾶς» σὲ μέγεθος πνευματικῆς ἀναβαθμίσεως καὶ τελειώσεως. Λυπόταν πολύ, ὅταν μάθαινε γιὰ γνωστούς μας λαϊκοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ μοναχοὺς ὅτι σπαταλοῦσαν ἄσκοπα τὸν χρόνο τους.

    Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σπαταλᾶ τὸν χρόνο του. Δὲν τὸν ἀξιοποιεῖ σωστὰ καὶ γι' αὐτὸ πιέζεται καὶ ἀγχώνεται. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κινεῖται ὑπερβολικά, κινεῖται μὲ διαρκὴ ἐπιτάχυνση. Ἔτσι ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὶς μεταβολὲς ποὺ γίνονται στὴν ζωή. Ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάποια στάση καὶ ἀνάπαυση. Νὰ ἡσυχάσει γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του. Μόνο ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀξιοποιεῖ σωστὰ τὸν χρόνο του καὶ βρίσκει τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό του μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὅταν ἐκείνη τὴν μεγάλη ἡμέρα στὰ ἔσχατα ἀκούσει τὸ «χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Ἀποκ. 10,6) δὲν θὰ ἀγχωθεῖ, ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ μεγάλο πόθο θὰ πεῖ «ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. 22,20). Γιατὶ γνωρίζει ὅτι τότε θὰ ἐγκολπωθεῖ μόνιμα τὴν αἰωνιότητα, θὰ εἰσέλθει στὴν ἀσάλευτη αἰώνια ζωή.

    Εὐχαριστοῦμε τὸν ἀγαπητὸ καὶ σεβαστό μας ὁμότιμο καθηγητὴ κ. Γεώργιο Μαντζαρίδη καὶ εὐχαρίστως συμπεριλαμβάνουμε καὶ τὸ παρὸν βιβλίο του στὶς ἐκδόσεις τῆς Μονῆς μας. Ὁ γραπτὸς ἀλλὰ καὶ ὁ προφορικὸς λόγος τοῦ κ. καθηγητοῦ εἶναι λόγος θεολογικός, Πατερικός, συνθετικὸς καὶ δημιουργεῖ μία ἀσφάλεια στὸν ἀναγνώστη καὶ ἀκροατή. Δὲν φοβᾶσαι μήπως παρεκκλίνει στὰ ἄκρα, κάτι ποὺ γίνεται ἀπὸ πολλοὺς θεολόγους στὶς ἡμέρες μας, οἱ ὁποῖοι λησμονοῦν ὅτι «τὸ θεολογεῖν ἐστὶ σχοινοβατεῖν». Τὸν θεωροῦμε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐμβριθέστερους καὶ ἀκριβεῖς ἀκαδημαϊκοὺς σύγχρονους θεολόγους, ποὺ ἐναρμονίζουν τὴν Πατερικὴ Παράδοση μὲ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα.

    Ζοῦμε πράγματι σὲ μία πολὺ δύσκολη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία κυριαρχεῖ τὸ παράλογο μὲ ὅλη τὴν ἔντασή του σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ζοῦμε μὲ προσοχὴ καὶ νήψη «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» (Ἐφεσ. 5,16). Νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο μας μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, ὥστε νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὴν αἰωνιότητα, τὸ τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν.

    Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς

    Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου

    ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

    Ὁ χρόνος ἀπασχόλησε καὶ ἀπασχολεῖ ζωηρὰ ὄχι μόνο τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ τὴν καλλιτεχνική, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁπλὴ λαϊκὴ σκέψη. Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό, γιατὶ ὁ χρόνος διέπει τὴν ζωὴ καὶ τὴν ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Διέπει τὴν φύση καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Διέπει ἀκόμα κάθε ἔννοια καὶ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου γι’ αὐτόν.

    Ὁ κόσμος ὑπάρχει ἐν χρόνῳ. Καὶ ὁ ἄνθρωπος γεννιέται μέσα στὸν χρόνο, ἀναπτύσσεται καὶ τελικὰ ἀφανίζεται μέσα σὲ αὐτόν. Παράλληλα ὁ χρόνος παραμένει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀσύλληπτος καὶ ἀπροσπέλαστος. Ὅλοι τὸν θεωροῦν γνωστὸ καὶ αὐτονόητο. Κανένας ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἑρμηνεύσει ἢ νὰ περιγράψει τὴν φύση του.

    Ὁ χρόνος ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπι-νης ζωῆς. Καὶ ἡ ἀλήθεια αὐτὴ συμβαδίζει μὲ τὴν φθο-ρὰ καὶ τὸν θάνατο. Χωρὶς τὴν συναίσθηση καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς καταστάσεως αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος μένει ξένος πρὸς τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς του.

    Τὸ πρόβλημα τῆς σωστῆς τοποθετήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν ζωὴ εἶναι πρόβλημα σωστῆς τοποθετήσεως στὸν χρόνο. Καὶ ἡ σωστὴ τοποθέτηση στὸν χρόνο προϋποθέτει τὴν προσέγγιση καὶ διερεύνηση τῶν δυνατοτήτων καὶ τῶν προοπτικῶν ποὺ προσφέρονται μέσα σὲ αὐτόν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκλωβίζεται μέσα στὸν χρόνο καὶ δὲν διακρίνει τίποτε πέρα ἀπὸ αὐτόν, εἶναι φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται ἀσφυξία καὶ ἀγωνία.

    Ἡ ἐπιθυμία προσεγγίσεως καὶ διερευνήσεως τῆς προβληματικῆς τοῦ χρόνου μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς χριστιανικῆς θεολογίας ὁδήγησε στὴν συγγραφὴ τοῦ παρόντος βιβλίου. Ἡ παρέλευση εἰκοσιπέντε χρόνων ἀπὸ τὴν πρώτη ἔκδοσή του ποὺ ἔχει πρὸ ἐτῶν ἐξαντληθεῖ, δὲν μείωσε τὴν ἐπικαιρότητά του, ἀλλὰ ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ βελτίωση καὶ ἀνανέωσή του.

    Τὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν περιορίζεται στὴν ἐπανέκδοση τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου, ἀλλὰ τὸ βελτιώνει καὶ τὸ ἐκσυγχρονίζει. Θερμὲς εὐχαριστίες ἐκφράζω πρὸς τὴν Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, καὶ ἰδιαιτέρως πρὸς τὸν Καθηγούμενό της Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη πατέρα Ἐφραὶμ γιὰ τὴν συμπερίληψη καὶ τοῦ βιβλίου μου αὐτοῦ στὶς ἐκδόσεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

    Ν. Τένεδος 23.4.2017

    ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ

    1. Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

    Ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει τὸν χρόνο ὡς αὐτονόητο παράγοντα τῆς ζωῆς καὶ νομίζει ὅτι τὸν γνωρίζει. Ὅταν ὅμως συμβεῖ νὰ διερωτηθεῖ γιὰ τὴν φύση του καὶ θελήσει νὰ τὴν προσδιορίσει, διαπιστώνει τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀδυναμία του. Αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο σὲ προσωπικὸ ἀλλὰ καὶ σὲ πανανθρώπινο ἐπίπεδο. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ζοῦσαν τὸν χρόνο ὡς αὐτονόητο δεδομένο, χωρὶς νὰ πολυπραγμονοῦν γιὰ τὴν ταυτότητά του. Οἱ προσωκρατικοὶ φιλόσοφοι, ὅταν ἀναφέρονται στὸν χρόνο, δὲν προχωροῦν σὲ βαθύτερη ἀνάλυση ἢ διερεύνησή του. Ὅταν ὅμως ἄρχισε νὰ δημιουργεῖται ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ χρόνου, διαπιστώθηκε τὸ ἀδιέξοδο στὴν προσπάθεια τοῦ προσδιορισμοῦ της, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει ὣς σήμερα.

    Στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικό, ὅπως καὶ γενικότερα στὸν ἐξωβιβλικὸ κόσμο, ἐπικρατοῦσε ἡ κυκλικὴ θεώρηση τοῦ χρόνου. Ἡ θεώρηση αὐτὴ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν κοσμολογία καὶ εἰδικότερα μὲ τὴν παραδοχὴ τῆς αἰωνιότητας τῆς ὕλης. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν ὁ κόσμος δὲν ξεκινάει ἀπὸ κάποια ἀρχὴ οὔτε κατευθύνεται πρὸς κάποιο τέλος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει σὲ τελικὴ ἀνάλυση καμία πραγματικὴ πρωτολογία οὔτε ἐσχατολογία. Ἡ ἀρχὴ συμπίπτει μὲ τὸ τέλος καὶ τὸ τέλος εἶναι μιὰ καινούργια ἀρχή. Ὁ χρόνος εἶναι ἕνας κύκλος. Καὶ ὡς κύκλος περιορίζεται στὸν ἑαυτό του. Ὅλα τὰ πράγματα ἐπανέρχονται ἢ ἀνακυκλώνονται. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται. Ἡ μόνη διαφοροποίηση ποὺ ἐπισημαίνεται ἐδῶ εἶναι ὅτι ἄλλοι δέχονταν ὅτι κατὰ τὴν ἀνακύκληση ἐπανέρχονται τὰ ἴδια ἀκριβῶς πράγματα (Πυθαγόρειοι), καὶ ἄλλοι ὅτι καταστρέφονται τὰ παλιὰ καὶ ξαναγίνονται καινούργια στὴν θέση τους (Ἡράκλειτος, Ἐμπεδοκλῆς κ.ἄ.).

    Ὁ Πλάτων θεωρεῖ τὸν χρόνο ὡς κινητὴ εἰκόνα τῆς αἰωνιότητας: «Εἰκὼ δ’ ἐπενόει κινητόν τινα αἰῶνος ποιῆσαι, καὶ διακοσμῶν ἅμα οὐρανὸν ποιεῖ μένοντος αἰῶνος ἐν ἑνὶ κατ’ ἀριθμὸν ἰοῦσαν αἰώνιον εἰκόνα, τοῦτον ὃν δὴ χρόνον ὠνομάκαμεν»¹. Ὁ χρόνος, παρατηρεῖ ὁ Πλάτων, δὲν ὑπῆρχε πάντοτε, ἀλλὰ δημιουργήθηκε μαζὶ μὲ τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτό, ἂν κάποτε καταλυθεῖ ὁ οὐρανός, θὰ καταλυθεῖ μαζί του καὶ ὁ χρόνος². Ὁ χρόνος κινεῖται κυκλικὰ καὶ ἐκφράζεται ἀριθμητικά³.

    Μὲ τὸν Πλάτωνα κλείνει ἡ προκαταρκτικὴ περίοδος τῆς θεωρήσεως τοῦ χρόνου, γιὰ νὰ ἀρχίσει στὴν συνέχεια ἡ συστηματικὴ διερεύνησή του μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, ποὺ ἐπηρέασε καὶ ὁλόκληρη τὴν μετέπειτα ἀνθρώπινη σκέψη.

    Τὸ πρῶτο ποὺ ἐπιχειρεῖ ὁ Ἀριστοτέλης κατὰ τὴν διερεύνηση τοῦ χρόνου εἶναι νὰ διαπιστώσει, ἂν ὑπάρχει ἢ ὄχι: «Πότερον τῶν ὄντων ἐστὶν ἢ τῶν μὴ ὄντων»⁴; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ φαίνεται νὰ εἶναι ἀρνητική. Καὶ πραγματικά, ὁ χρόνος ἀποτελεῖ ἄθροισμα δύο ἀνύπαρκτων μερῶν: τοῦ παρελθόντος, τὸ ὁποῖο «γέγονε καὶ οὐκ ἔστιν», καὶ τοῦ μέλλοντος τὸ ὁποῖο «μέλλει καὶ οὔπω ἔστιν»⁵. Ἀλλὰ τὸ ἄθροισμα δύο ἀνύπαρκτων μερῶν εἶναι ἐπίσης ἀνύπαρκτο.

    Βέβαια ἐκτὸς ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον ὑπάρχει καὶ τὸ παρόν, ἢ τὸ νῦν. Ἀλλὰ τὸ νῦν, ποὺ ἐκλαμβάνεται κατὰ κάποιον τρόπον ὡς τρίτο μέρος τοῦ χρόνου, δὲν μπορεῖ κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη νὰ θεωρηθεῖ ὡς χρόνος, γιατὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ ἔπρεπε καὶ αὐτὸ νὰ ἔχει παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον. Τὸ νῦν εἶναι ἡ ἄχρονη ἐκείνη στιγμή, ἀπὸ τὴν ὁποία διέρχεται τὸ μέλλον, γιὰ νὰ γίνει παρελθόν.

    Τί εἶναι λοιπὸν ὁ χρόνος καὶ ποιά εἶναι ἡ φύση του;

    Ἀναζητώντας ὁ Ἀριστοτέλης κάποια ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπὸ τὴν προγενέστερη φιλοσοφικὴ παράδοση παρατηρεῖ ὅτι συζητήσιμη εἶναι μόνο ἡ πλατωνικὴ ἄποψη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ χρόνος εἶναι κίνηση. Ἀλλὰ καὶ πάλι παρατηρεῖ ὅτι ὁ χρόνος, ὅσο καὶ ἂν συνδέεται μὲ τὴν κίνηση, δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ αὐτήν. Ὅπως ἐπιγραμματικὰ σημειώνει, «οὔτε κίνησις οὔτε ἄνευ κινήσεως ὁ χρόνος ἐστίν»⁶. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸν χρόνο μαζὶ μὲ τὴν κίνηση. Ἢ μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ τὸν χρόνο χωρὶς κίνηση. Ὡς κίνηση ὅμως δὲν πρέπει νὰ νοηθεῖ μόνο ἡ μεταβολὴ θέσεως μέσα στὸν χῶρο, ἀλλὰ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη μεταβολή. Ἔτσι καὶ μιὰ ψυχικὴ μεταβολὴ δίνει τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου⁷. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐπισημαίνει ὁ Ἀριστοτέλης καὶ τὸν λεγόμενο ψυχολογικὸ χρόνο, ποὺ ἀναλύθηκε εὐρύτερα στὴν πατερικὴ παράδοση καὶ τὴν νεώτερη φιλοσοφία.

    Ὅπως κάθε κίνηση δημιουργεῖ τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου, ἔτσι καὶ κάθε αἴσθηση τοῦ χρόνου δημιουργεῖ τὴν ἔννοια τῆς κινήσεως. Κι ἐπειδὴ ὁ χρόνος δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν κίνηση, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς κάτι ποὺ ἀνήκει σὲ αὐτήν. Ὁ χρόνος, συμπεραίνει τελικὰ ὁ Ἀριστοτέλης, εἶναι «ἀριθμὸς κινήσεως κατὰ τὸ πρότερον καὶ ὕστερον»⁸. Κι ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς σημαίνει καὶ τὸ ἀριθμούμενο καὶ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἀριθμοῦμε, διευκρινίζει ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι ὁ χρόνος εἶναι «τὸ ἀριθμούμενον καὶ οὐχ ᾧ ἀριθμοῦμεν»⁹.

    Οἱ διάφορες ἐπιμέρους κινήσεις καὶ χρονικὲς διάρκειες ἑνοποιοῦνται στὸ νῦν. Τὸ νῦν δὲν εἶναι χρόνος οὔτε μόριο τοῦ χρόνου, ἀλλὰ ἡ ἄχρονη τομὴ τοῦ χρόνου. Ἂν ἦταν γνωστὸς ὁ διαφορικὸς λογισμός, θὰ ἦταν ἴσως δυνατὸ στὸν Ἀριστοτέλη νὰ δεῖ καὶ ἀπὸ μία ἄλλη ὀπτικὴ γωνία τὸ νῦν καὶ τὴν θέση του μέσα στὸν χρόνο. Καὶ ὅμως ὁ Ἀριστοτέλης δὲν παραλείπει νὰ σημειώσει ὅτι οὔτε χωρὶς τὸν χρόνο θὰ μποροῦσε νὰ νοηθεῖ τὸ νῦν οὔτε χωρὶς τὸ νῦν ὁ χρόνος¹⁰.

    Ὁ χρόνος, παρατηρεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, εἶναι αἴτιος φθορᾶς. Καὶ εἶναι αἴτιος φθορᾶς, γιατὶ εἶναι ἀριθμὸς κινήσεως. Ἡ κίνηση ὅμως «ἐξίστησι τὸ ὑπάρχον»¹¹, δηλαδὴ μεταβάλλει τὴν ὑπαρκτικὴ κατάσταση. Ἔτσι ὅλα τὰ φθαρτὰ ὄντα ὑπάρχουν ἐν χρόνῳ. Καὶ ὁ χρόνος ὑπάρχει, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπορεῖ νὰ μετρήσει τὸν μετρητή. Ἔτσι ὁ χρόνος ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς¹².

    Τέλος ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεῖ τὴν ἔννοια τοῦ καιροῦ. Ὁ καιρὸς δὲν εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν χρόνο. Καιρὸς εἶναι ὁ κατάλληλος γιὰ κάτι χρόνος¹³. Γιὰ κάθε πρόσωπο, ὅπως καὶ γιὰ κάθε πράγμα, ὑπάρχει συνήθως καὶ κάποιος κατάλληλος καιρός. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ χρόνος δὲν ἔχει κανένα καιρό, γιατὶ δὲν ἀναμένεται κάτι ποὺ θὰ ἐκπληρώσει τὸ νόημα τοῦ χρόνου, ἀφοῦ τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο.

    Οἱ νεοπλατωνικοί, ὅπως καὶ ὁ Πλάτων, συνδέουν τὸν χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα. Εἰδικότερα ὁ Πλωτίνος, ποὺ ἔζησε τὸν τρίτο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν σύγχρονος μὲ τὸν Ὠριγένη, παρατηρεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1