Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ιστορία της Αγάπης του Θεού
Ιστορία της Αγάπης του Θεού
Ιστορία της Αγάπης του Θεού
Ebook429 pages6 hours

Ιστορία της Αγάπης του Θεού

Rating: 4 out of 5 stars

4/5

()

Read preview

About this ebook

Τὸ παρὸν βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπὸ ὁμιλίες καὶ συνεντεύξεις τοῦ ἀγαπητοῦ μας π. Νικολάου Λουδοβίκου, στὶς ὁποῖες μαρτυρεῖται αὐτὴ ἡ εἴσοδος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία, καὶ ἐκφράζουμε τὴν ἰδιαίτερη χαρά μας ποὺ τὸ συμπεριλαμβάνουμε στὶς ἐκδόσεις τῆς Μονῆς μας. Εὐχόμαστε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότεροι ἄνθρωποι νὰ κάνουν δεκτικὲς τὶς καρδιές τους, ὥστε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσέλθει στὴν ζωή τους σὲ κάποια ἱστορικὴ στιγμή, ἡ ὁποία νὰ γίνει ἀφετηρία καινῆς ζωῆς μέσα στὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν χαρά, τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.

LanguageΕλληνικά
PublisherPemptousia
Release dateOct 4, 2019
ISBN9786185314422
Ιστορία της Αγάπης του Θεού

Related to Ιστορία της Αγάπης του Θεού

Related ebooks

Reviews for Ιστορία της Αγάπης του Θεού

Rating: 4 out of 5 stars
4/5

2 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ιστορία της Αγάπης του Θεού - π. Νικόλαος Λουδοβίκος

    βιβλίου

    Πρόλογος

    Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι φιλοσοφία, ἰδεολογία, μία ἀνωτέρα δύναμις ἢ κάτι τρίτο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶναι κάτι ξένο πρὸς αὐτόν. Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀνέκφραστη ἀγάπη δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ γίνει κάποτε μέτοχος τῆς αἰώνιας μακαριότητος καὶ δόξας Του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ ὅτι θὰ τὸν «ἐνδυθεῖ»· θὰ ἐνσαρκωθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐν χρόνῳ.

    Τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ κένωση τοῦ προαιωνίου Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν ἐνδο-Τριαδικὴ ζωή Του καὶ ἡ εἴσοδός Του στὴν γήινη ἱστορία καὶ πραγματικότητα. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξα Αὐτοῦ» (Ἰωάν. 1,14). Ὁ Θεὸς Λόγος δὲν ἦλθε ἁπλὰ στὴν γῆ, ἀλλὰ ἔλαβε τὴν δική μας σάρκα, τὸν δικό μας νοῦ, τὴν δική μας καρδιά, τὸ δικό μας σῶμα, τὴν δική μας ψυχή. Ἔγινε ἕνας τέλειος ἄνθρωπος, μὲ ὅλα τὰ φυσικὰ ἰδιώματα τοῦ ἀνθρώπου, δίχως βέβαια τὴν πείρα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Χριστὸς ἔζησε ταπεινά, κρυφά, ἀδόξως ἐπὶ γῆς, ὅμως στὴν Μεταμόρφωση ἐφανέρωσε τὴν δόξα Του στοὺς προκρίτους μαθητές Του. Ἡ θέα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μία ἁπλὴ θέα, ἀλλὰ μετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, βίωση τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, τῆς θείας Χάριτος. Τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεοειδές, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεκτικὸς τῆς θεοποιοῦ Χάριτος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἀνεξάντλητο μυστήριο, ὅπως καὶ ὁ Θεὸς βέβαια εἶναι ἕνα ἀνεξάντλητο μυστήριο. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴν προσφυὴ ἔκφραση τοῦ π. Νικολάου Λουδοβίκου, εἶναι τὸ «ἀποφατικῶς ἀπροσδιόριστο καὶ ἐσχατολογικῶς γιγνόμενο».

    «Οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα Αὐτὸν καθὼς ἐστιν» (Α΄ Ἰωάν. 3,2). Τελικὰ αὐτὴ εἶναι ἡ «μεγάλη βουλή» τοῦ Θεοῦ, ἡ δημιουργία τῆς θεανθρωπίνης οἰκογενείας· μὲ τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα, τὴν Παναγία ὡς Μητέρα, τὸν Χριστό, τὸν Μονογενῆ Υἱό, τὸν Πρωτότοκο πάσης τῆς κτίσεως ὡς Ἀδελφό, καὶ ὅλους ἐμᾶς ποὺ θὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν κλήση τῆς ἀγάπης Του ὡς τέκνα Του. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν. 1,12). Ὁ ἄνθρωπος μετὰ παρρησίας μπορεῖ νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα, ἀφοῦ τὸν ἔχει ζήσει πρῶτα ὡς Πατέρα, γιατὶ «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 3,16). Περισσότερες ἐξηγήσεις δὲν μποροῦν νὰ δοθοῦν· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀναίτια, ἀνερμήνευτη, ἀνεξήγητη.

    Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἄπειρη, ἀνέκφραστη ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸν γεμίζει μὲ ὅλες τὶς δωρεές Του, τὶς εὐεργεσίες Του, τὰ χαρίσματά Του, τοῦ προσφέρει ὅλη τὴν ζωή Του, ὅλη τὴν ἀρετή Του, τὴν πραότητα, τὴν ταπείνωση, τὴν χαρά, τὴν ἀγάπη, τὴν σοφία, τὴν ἀθανασία, τὸ φῶς, τὴν μακαριότητα, τὴν δόξα, τὴν αἰωνιότητα, τὴν «ὑπὲρ νοῦν, διάνοιαν καὶ αἴσθησιν» υἱοθεσία Του.

    Ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκρινόμενος μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μιμεῖται κατόπιν καὶ αὐτὸς τὴν κενωτικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀρχίζει νὰ κενώνει τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν συνάνθρωπο, τὸν ἄλλο, ἀκόμη καὶ τὸν ἐχθρό του. Ἡ θυσιαστικὴ αὐτὴ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὸ τεκμήριο γιὰ τὴν ἐνέργεια καὶ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντὸς τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου. «Mείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15,13), πόσο μᾶλλον ἂν τὸ κάνει κάποιος αὐτὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς!

    Ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὴν προσωπική μας ζωὴ ἀλλάζει τὴν σκέψη, τοὺς λογισμούς, τὶς ἐπιθυμίες, τὴν συνείδησή μας, ὅλο τὸ εἶναι μας. Ἱστορικὰ πατοῦμε στὴν γῆ, ζοῦμε ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε ἐκ τοῦ κόσμου. Ὁ προσανατολισμός μας εἶναι ἐσχατολογικός, τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς μας εἶναι Χριστοκεντρικό, ζοῦμε ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ βιώνεται ὁ Χριστός.

    Τὸ παρὸν βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπὸ ὁμιλίες καὶ συνεντεύξεις τοῦ ἀγαπητοῦ μας π. Νικολάου Λουδοβίκου, στὶς ὁποῖες μαρτυρεῖται αὐτὴ ἡ εἴσοδος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία, καὶ ἐκφράζουμε τὴν ἰδιαίτερη χαρά μας ποὺ τὸ συμπεριλαμβάνουμε στὶς ἐκδόσεις τῆς Μονῆς μας.

    Εὐχόμαστε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότεροι ἄνθρωποι νὰ κάνουν δεκτικὲς τὶς καρδιές τους, ὥστε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσέλθει στὴν ζωή τους σὲ κάποια ἱστορικὴ στιγμή, ἡ ὁποία νὰ γίνει ἀφετηρία καινῆς ζωῆς μέσα στὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν χαρά, τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.

    Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς

    Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου

    Προοίμιο

    Ἡ αὐθεντικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε πάντοτε καρπὸς τῆς χάριτος τῆς Θεοκοινωνίας, δηλαδὴ τῆς Χριστοκοινωνίας, τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνήκουστου μυστηρίου τῆς Θεανθρωπίας, τὸ ὁποῖο φιλάνθρωπα διαφυλάσσει στὰ σπλάχνα της ἡ Ἐκκλησία, μέσῳ τῆς ζωντανῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός της. Εἶναι καρπὸς τῆς μεταβολῆς τοῦ κτιστοῦ σὲ κατὰ χάριν ἄκτιστο, τῆς ἀφθαρσίας ὡς Χριστοποίησης, ποὺ ξεκινᾶ ἐμπειρικὰ ἐδῶ καὶ τώρα, μέσα ἀπὸ πλῆθος δοκιμασιῶν, τρόμων καὶ πτώσεων, μαζὶ μὲ ὑπερφυεῖς συναντιλήψεις καὶ αὐτοφανερώσεις τῆς θείας ἀγάπης, τῆς ὁποίας μία καὶ μόνον σταγόνα ἀρκεῖ γιὰ νὰ γιάνει ὅλους τοὺς τρόμους καὶ ὅλους τοὺς πόνους τοῦ ἀνθρώπου.

    Ἀλλὰ εἶναι ἀπροσμέτρητα ταπεινὴ αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ τρέφει δωρεὰν ὅλο μας τὸ εἶναι, «ὅλην τὴν ἡμετέραν οὐσίαν», καταπῶς ἔλεγε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Οὔτε ποὺ καταφέρνει κανεὶς οὔτε ποὺ προλαβαίνει νὰ μετρήσει «τὰς ἀνεξαριθμήτους σωστικὰς ἐπινοίας», τὰ ἐφευρήματα τῆς παντεχνήμονος αὐτῆς ἀγάπης, ποὺ λατρεύει νὰ κρύβεται καὶ νὰ ἰᾶται καὶ νὰ πληροφορεῖ καὶ νὰ βεβαιώνει τὴν πιὸ ἀναπάντεχη καὶ πιὸ προσφιλὴ ἀπὸ ὅλες τὶς ἀλήθειες: «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί…». Μᾶς συγκλονίζει ἀκόμη περισσότερο ἔτσι ποὺ κρύβεται, ποὺ αὐτοαφανίζεται, ποὺ παραγνωρίζεται, ποὺ ἀφήνεται νὰ παραθεωρεῖται, ποὺ ἀναχωρεῖ εὐγενικὰ διαρκῶς: στ’ ἀλήθεια, αὐτὸς ὁ ἀπίστευτα εὐαίσθητος καὶ ποιητὴς Θεὸς χρειάζεται εὐαίσθητους καὶ ἀνιάτως τετρωμένους ἐραστές, γιὰ νὰ σταθεῖ λίγο, νὰ Τὸν καταλάβουν. Μόνον στὸ κατόπι αὐτῶν τῶν εὐαίσθητων ἐραστῶν τοῦ Θεοῦ, παλαιῶν, συγχρόνων καὶ ζώντων, ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὲς καὶ Ἀποστόλους μέχρι τὶς σημερινὲς ἁγιασμένες καὶ ἁγιαζόμενες ἐκκλησιαστικὲς ὑπάρξεις, ταπεινὲς ἢ περιφανεῖς, σ’ ὅλο τὸ φάσμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν διακονημάτων ἢ χαρισμάτων, μποροῦμε νὰ ἀναπνεύσουμε τὴν ζωογόνο χάρη τῆς θεολογίας, ἡ ὁποία ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνακινεῖ στὶς ψυχές μας τὰ σπέρματα τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀναζητεῖ αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό Του μέσα μας.

    Ἡ φιλία, ἡ εὐγνωμοσύνη, τὸ φιλότιμο πρὸς αὐτὸν τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ὄχι ὡς ἕνα ἐκστατικὸ καὶ ἀδιάφορο «κινοῦν ἀκίνητον», ἀλλὰ ὡς τό, κατὰ Καβάσιλα, «κατάλυμα τῶν ἀνθρωπίνων ἐρώτων», μεταβάλλει ἄρδην ὅλο τὸ σύμπαν σὲ συν-ἐνεργητικὴ κοινωνία διαλογικῆς ἀμοιβαιότητας –ἔκπληξη μιᾶς συνάντησης ποὺ ξεπερνᾶ τὰ πιὸ τολμηρὰ ὄνειρα ὁποιασδήποτε ἀνθρώπινης φιλοσοφίας, ὅπως αὐτὸ διαγράφεται μέσα στοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα τῶν μετόχων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, παλαιῶν καὶ νεωτέρων. Μιᾶς συνάντησης πού, ἀκόμη καὶ μέσα στὶς παλινδρομήσεις καὶ τοὺς κραδασμοὺς τῆς ἀνθρώπινης προαίρεσης, μαρτυρεῖ συγκινητικὰ τὴν ἀλήθεια τῆς ἤδη ἔναρξης τῆς «ἐντὸς ἡμῶν» Βασιλείας, ποὺ ἀντανακλᾶ εὐφρόσυνα μέσα μας τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἱστορίας δηλαδὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

    Ὀφείλω ἰδιαίτερες χάριτες στὸν ἔκπαλαι σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό μου Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, π. Ἐφραίμ, γιὰ τὴν εὐγενή του πρόταση νὰ ἐκδοθεῖ τὸ βιβλίο αὐτὸ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία παράγει, στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες, ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν εὐεργεσιῶν πρὸς ὁλόκληρη τὴν ἀνὰ τὸν κόσμο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο, τὸ βιβλίο μου αὐτὸ ἀντιπροσωπεύει κάτι τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ἀκαδημαϊκά μου προηγούμενα βιβλία καὶ ἀπευθύνεται σὲ ἕνα κοινὸ εὐρύτερο. Ἀποτελεῖται ἀπὸ διδασκαλίες, ὁμιλίες καὶ διαλέξεις σὲ ἀνοικτὰ ἀκροατήρια, καθὼς καὶ συνεντεύξεις, οἱ ὁποῖες ὅλες ἔτυχαν μικρῆς ἐπεξεργασίας πρὸς δημοσίευση. Ἡ ἀμεσότητα τοῦ προφορικοῦ λόγου διασώζεται βέβαια σὲ κάθε περίπτωση. Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ὁμιλίες, τὸ ἀντικείμενό τους ὑπῆρξαν σημαντικὲς καινοδιαθηκικὲς περικοπές, καθὼς ὁ συγγραφέας συντάσσεται πλήρως μὲ τὴν θεμελιώδη Πατερικὴ θέση πὼς ἡ κύρια πηγὴ γιὰ κάθε σοβαρὴ συζήτηση περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἀκριβῶς ἡ Καινὴ Διαθήκη. Νὰ εὐχαριστήσω ἐπίσης τοὺς φοιτητὲς ποὺ πραγματοποίησαν τὴν πρώτη καταγραφὴ τοῦ προφορικοῦ λόγου, ἐπὶ πλεῖον δὲ τὸν περισσοτέρως κοπιάσαντα Διονύση Σαμπαζιώτη, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἐπίσης τὸν κόπο νὰ ὑπομνηματίσει ὅσα ἀπὸ τὰ ἀκολουθοῦντα κείμενα εἶναι ὑπομνηματισμένα. Εὐχαριστῶ βεβαίως καὶ τὸν π. Ἀδριανό, ὄχι μόνον γιὰ τὴν μακρὰ ὑπομονή του μὲ τὸ χειρόγραφό μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν θεολογικὴ προσοχὴ μὲ τὴν ὁποία ἀγαπᾶ νὰ εἰσδύει στὰ ἐνδότερα τῶν θεολογικῶν μου κειμένων.

    Ὅσον ἀφορᾶ στὴν θεολογία, αὐτὴ χαρίζεται πλήρως, τὸ γνωρίζουμε, μόνον σ’αὐτοὺς τοὺς «λειτουργούς» της πού, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τῆς ἀφιερώνονται «ἱερουργικῶς» (Ρωμ. 15,16). Καὶ ὁ δρόμος πρὸς τὴν ἱερουργικὴ αὐ-τὴ ἀφιέρωση εἶναι κοπιώδης καὶ ἀτέλεστος…

    π. Νικόλαος Λουδοβῖκος

    12 Ἰουλίου 2015

    Πρώτη μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν

    Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου

    Εἰσαγωγή: Φιλία καὶ εὐγνωμοσύνη

    μέσα στὸν Οἶκο τοῦ Πατρὸς

    Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, διότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνος Του. Ἐν Χριστῷ γνωρίζουμε τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ αὐτὸ γίνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Πνευματικὴ ζωὴ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ μόνη της. Πραγματοποιεῖται μόνον ὡς εἴσοδος στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, ὁτιδήποτε συμβαίνει μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε πνευματικὴ ζωή. Στὴν Ἐκκλησία εἰσερχόμαστε ὁλόκληροι, ὅλος αὐτὸς ὁ περιεκτικὸς μικρόκοσμος, ὅλη ἡ ἀπειρία τῆς θείας εἰκόνας ποὺ εἴμαστε, μὲ τὸ Βάπτισμα, τὴν ἐν Χριστῷ υἱοθεσία αὐτὴ καὶ ἀνάληψη τῆς εἰκόνας ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, ποὺ τῆς διανοίγει τὰ βάθη καὶ τὸν πλοῦτο τῆς θείας ζωῆς στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ὁλόκληροι βαπτιζόμαστε, χριόμαστε μὲ αἰώνια χαρίσματα, καὶ ἔτσι εἰσερχόμεθα δωρεὰν στὸν Οἶκο τοῦ Πατρός.

    Ἂς τὸ δοῦμε αὐτὸ μὲ ἕνα παράδειγμα. Φανταστεῖτε ὅτι ἔχετε πολὺ ἀγαπημένο φίλο τὸν γιὸ ἑνὸς βασιλιά. Δὲν ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ βασιλεῖς πιά, ἀλλὰ φανταστεῖτε ἕναν ὑπέρτατο ἄρχοντα, μὲ τοῦ ὁποίου τὸν γιὸ ἔχετε μεγάλη φιλία. Καὶ κάποια στιγμὴ τὸ παιδὶ αὐτό, μέσα ἀπὸ τὴν σχέση σας αὐτή, ἀποφασίζει ὅτι τὸ σπίτι τοῦ πατέρα του μπορεῖ νὰ γίνει καὶ δικό σας σπίτι. Σᾶς καλεῖ στὸ σπίτι του ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ τελικὰ σᾶς ἀναγγέλλει: «Τὸ σπίτι μου εἶναι καὶ δικό σου. Ὁ πατέρας μου εἶναι καὶ δικός σου πατέρας». Ὁ πατέρας, λόγῳ τῆς μεγάλης του ἀγάπης πρὸς τὸν γιό, δέχεται εὐχαρίστως, καὶ πρὸς χάρη του, νὰ βλέπει τοὺς ἀγαπητοὺς τοῦ φυσικοῦ του τέκνου ὡς δικά του παιδιὰ καὶ υἱοθετημένους ἀκολούθους τοῦ παιδιοῦ του. Αὐτὴ ἡ κλήση, ἔτσι ὅπως μᾶς ἀπευθύνεται, μᾶς δίνει μίαν εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ συμβαίνει μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Βάπτισμα. Μᾶς καλεῖ ὡς υἱοθετημένους ἀδελφούς του ὁ Χριστὸς στὸν Οἶκο τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

    Ναί, ἀλλά, ὅταν μποῦμε σὲ ἕνα τέτοιο βασιλικὸ σπίτι, ἐσεῖς κι ἐγὼ δὲν γνωρίζουμε πῶς φέρονται ἐκεῖ. Ὑπάρχει ἕνα ὁλόκληρο πρωτόκολλο. Στὰ ἀνάκτορα, στοὺς βασιλικοὺς οἴκους πάντα ἴσχυε ἕνα πρωτόκολλο. Χρειάζονται συγκεκριμένοι τρόποι, συγκεκριμένες συμπεριφορές. Μέσα στὸ σπίτι αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε μὲ τὰ λασπωμένα μας παπούτσια. Πρέπει, λοιπόν, κάποιος νὰ μᾶς μάθει τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους κανεὶς μπορεῖ νὰ συμπεριφέρεται μέσα στὸ σπίτι αὐτό, στὴν Ἐκκλησία τώρα δηλαδή, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλληγορία ποὺ συνεχίζουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε. Ἀναθέτει λοιπὸν ὁ Πατέρας στὸν πιὸ ἔμπιστό του στὸ παλάτι νὰ μᾶς μάθει τοὺς τρόπους τῆς νέας μας ζωῆς. Αὐτὸς ποὺ μᾶς μαθαίνει τοὺς τρόπους αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καὶ τὴν ἰδιαίτερη διακονία μας –τὰ χαρίσματά μας– μέσα στὸν βασιλικὸ οἶκο εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἔτσι λοιπὸν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει νὰ αἰσθανθοῦμε, νὰ ὑπάρξουμε, νὰ ἐνσωματωθοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅπου ὁ Χριστός, ὡς ἀδελφός, πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς, μᾶς εἰσάγει. Ὁ ἴδιος μᾶς ἀποκαλύπτει πὼς μᾶς θεωρεῖ ἀδελφούς, φίλους, ὅμαιμους, καὶ διάγει ὡς πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς στὸν Οἶκο τοῦ Πατρός, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

    Δὲν εἶναι φυσιολογικὸ νὰ εἴμαστε ἐμεῖς παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, διότι εἴμαστε ποιήματα τοῦ Θεοῦ, ἔργα τοῦ Θεοῦ. Κι ἐσεῖς κι ἐγὼ ὀνομάζουμε παιδιὰ τὰ φυσικά μας μόνον παιδιά. Ἄλλα πράγματα, τὰ ὁποῖα φτιάχνουμε, τὰ ὁποῖα κατασκευάζουμε, τὰ λέμε ἔργα μας. Λοιπόν, τὰ ἔργα μας δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ὀνομάζουν πατέρα. Μόνο τὰ παιδιά μου μποροῦν νὰ μὲ ποῦν πατέρα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει πολλὴ ἀγάπη αὐτὸς ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐπιτρέπει καὶ στὰ ἔργα του, διὰ τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν ὀνομάζουν Πατέρα. Δὲν εἶναι λοιπὸν αὐτονόητο νὰ ἀποκαλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα. Αὐτὸ γίνεται μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ χάριν λοιπὸν καὶ ὄχι κατὰ φύσιν ὀνομαζόμαστε κι ἐμεῖς παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὸ Βάπτισμα γινόμαστε πραγματικὰ αἰώνια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, μὲ μιὰ αἰώνια σχέση, ποὺ ἔχει μιὰ ἀρχὴ μέσα στὸν χρόνο καὶ δὲν τελειώνει ποτέ. Ἐδῶ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ πνευματικὴ ζωὴ χωρὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.

    Πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι βίωση τῆς υἱότητάς μου ἐν Χριστῷ. Εἶμαι υἱός. Ὄχι ἕνα χαμένο πλάσμα μέσα στὴν ἱστορία. Ὄχι ἕνα τυχαῖο βιολογικὸ ὄν, τὸ ὁποῖο περιφέρεται μέσα στὸν χωροχρόνο μέχρι νὰ πεθάνει, ἀλλὰ ἕνα αἰώνιο καὶ ἀνεπανάληπτο παιδὶ ἑνὸς αἰωνίου ἀγαπητικοῦ Πατρός. Γιὰ μᾶς λοιπὸν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ὀργανικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, ἀφοῦ γιὰ μᾶς ἡ Ἐκκλησία, πολὺ περιεκτικά, εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τὰ μέλη. Εἶναι ἡ ἄμπελος ὁ Χριστὸς κι ἐμεῖς τὰ κλήματα. Γιατί, ξέρετε, οἱ Πατέρες ἔχουν ἀποφύγει νὰ δώσουν τὸν ὁρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μὲ εἰκόνες σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη. Γιατί δὲν ὑπάρχει ὁρισμός; Γιατὶ στὴν πραγματικότητα ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὅλα ὅσα ἔχει κάνει ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας μέχρι τὸ τέλος καὶ ὅσα θὰ κάνει στὴν αἰωνιότητα –εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν κόσμο. Ἐκκλησία εἶναι ἡ δεξίωση τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργία ἀκόμα, διότι ὁ Θεὸς προαιωνίως μᾶς ἀγαπᾶ, κάτι ποὺ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ὀνόμαζε «προαγάπησιν» τῆς δημιουργίας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, λένε οἱ Πατέρες, προαιωνίως ὑπάρχει στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὡς κατὰ χάρη ἄναρχος, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Προαιωνίως, λοιπόν, προἀγαπημένα ὅλα ὅσα ἦρθαν στὸ φῶς μὲ τὴν δημιουργία, καὶ ὅλα ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου, προκειμένου νὰ τελειοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ δημιουργία. Διότι πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι, ὅταν εἶπε ὁ Θεός, στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ἐκεῖνο τὸ «ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καλὰ λίαν», δὲν ἐννοεῖ ὁ Θεὸς καλὰ λίαν στὴν καταβολὴ τους ἁπλῶς, ἐννοεῖ κυρίως ὅτι θὰ εἶναι τέλεια στὸ τέλος. Ὑπάρχει ἕνα μυστήριο ἐδῶ. Στὸ τέλος θὰ μάθουμε πόσο λαμπρὴ καὶ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ θὰ δοῦμε πόσο λαμπρὴ εἶναι καὶ ἡ δημιουργία καὶ τί μεγάλο εἶναι τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. «Ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα». Τώρα, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γνωρίζουμε λίγα μόνον πράγματα «ἐν ἐσόπτρῳ καὶ ἐν αἰνίγματι». Βλέπουμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὰ θαύματά Του σὲ μᾶς. Τότε ὅμως, λέγει, θὰ δοῦμε τὸν Θεὸ «πρόσωπο πρὸς πρόσωπο» –τότε, στὰ ἔσχατα, θὰ δοῦμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ κόσμου. Ὅταν λοιπὸν λέμε ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται Πατέρας μας ἐν Χριστῷ, δὲν ἐννοοῦμε κάτι ἐξωτερικό, ἀλλὰ κάτι βαθιὰ ἐσωτερικό, δηλαδὴ κάτι τὸ ὁποῖο ἀλλάζει κι ἐμένα τὸν ἴδιο, μὲ ἀλλάζει βαθύτατα. Διότι ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ ἔχω ἕναν βιολογικὸ πατέρα καὶ μόνον, κι ἄλλο πράγμα νὰ εἶναι πατέρας ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος μὲ ὁδηγεῖ σὲ ὁμοίωση καὶ κοινωνία μαζί Του. Καταλαβαίνετε λοιπὸν πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε πνευματικὴ ζωὴ ἤ, καλύτερα, ἐν Χριστῷ ζωή; Εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτὴ τὴν μεγάλη κλήση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, ὡς Πατέρας καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς Δημιουργός, μὲ καλεῖ διὰ τοῦ Χριστοῦ κατ’ ὄνομα: «τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ ἕκαστον κατ’ ὄνομα καὶ ἐκβάλλει αὐτὰ» –τὰ βγάζει ἔξω– «καὶ ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται» –καὶ πάει μπροστά τους καὶ τὰ ὁδηγεῖ προσωπικὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ ὄχι κάποιος ἄλλος. Αὐτὸ τὸ μυστήριο, τὸ νὰ ἀκολουθῶ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ποὺ μοῦ ἀνοίγει δρόμο προπορευόμενος ὡς ἄνθρωπος μέσα στὴν ἱστορία, αὐτὸ ὀνομάζεται ἐν Χριστῷ ζωή. Καὶ δὲν συμβαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα ἀφηρημένα, συμβαίνει μὲ συγκεκριμένο τρόπο.

    Μιλήσαμε προηγουμένως γιὰ τὸ Βάπτισμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ κλήση, δηλαδὴ ἡ ἐν Χριστῷ υἱοθεσία ὑπὸ τοῦ Πατρός. Ἀκολουθεῖ τὸ Χρίσμα, ποὺ μᾶς δίνει μιὰ συγκεκριμένη ταυτότητα, δηλαδὴ ἕνα χάρισμα. Μὲ τὸ Χρίσμα γίνομαι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος, μέσω τοῦ χαρίσματός μου. Αὐτὸ εἶναι χάρισμα διακονίας μέσα στὴν Ἐκκλησία, μέσα στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα. Καὶ ἀκολουθεῖ τὸ τρίτο «μυστήριο τῆς ἐνσωματώσεως» στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὁρολογία Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, στὸ ὁποῖο ὁλοκληρώνονται τὰ ἄλλα δύο, ἡ θεία Εὐχαριστία: κάθε τόσο προσφέρεται ὁ Χριστὸς σὲ μένα ὡς βρῶσις καὶ ὡς πόσις. Δὲν μοῦ δίνει πιὰ ἐντολές, μοῦ δίνει τὸν ἑαυτό Του. Θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ δίνει μόνο ἐντολές, ὅπως συνέβαινε στὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τέτοια ἀγάπη. Δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ἕναν τέτοιο Θεό. Δὲν τὸν φανταστήκαμε ποτέ. Εἶναι ἀποκάλυψη ποὺ ὁλοκληρώνει κάθε ἄλλη ὁ Θεὸς τοῦ Χριστοῦ. Οὐδέποτε θὰ βρεῖτε, σὲ καμιὰ θρησκεία, ἕναν τέτοιο Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖ ἕνα ὂν τὸ ὁποῖο δεσπόζει, ἐπιτάσσει, τυραννεῖ. Καὶ κάνουμε θυσίες γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσουμε. Παράδειγμα ἡ ἀρχαία πολυθεΐα. Ὁ ἕνας θεὸς διαπληκτίζεται μὲ τὸν ἄλλον, καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ τοὺς ἱκανοποιήσουμε ὅλους, καὶ βέβαια ἔχουμε πάντα πρόβλημα μὲ κάποιον θεό. Ὁ θεὸς στέκεται στὴ μιὰ ἄκρη, ὁ ἄνθρωπος στὴν ἄλλη. Τὸ χάσμα εἶναι μέγα καὶ ἀγεφύρωτο. Ἐδῶ ὅμως ὁ Θεὸς κατέρχεται οὐσιωδῶς πρὸς τὸν ἄνθρωπο, καὶ δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ κατέλθει, ἀλλὰ μὲ καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ μὲ ἐνσωματώνει ὡς υἱὸ κατὰ χάρη στὸ Σῶμα Του, τὸν οἶκο τοῦ Πατρός, τὴν Ἐκκλησία. «Ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαὶ εἰσί». Ὑπάρχουν ἐνδιαιτήματα γιὰ τὸν καθένα. Ὁ καθένας ἔχει τὸν τόπο του, ὡς αἰώνια ἀγαπητὸς καὶ ἀνεπανάληπτος υἱός. Αὐτὸ ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τώρα μέσα στὴν Ἐκκλησία τῶν χαρισματούχων, ποὺ εἴμαστε ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἐμεῖς. Καὶ δὲν μοῦ δίνει ἁπλὰ ἐντολές, ἀλλὰ μοῦ προσφέρει πρώτιστα, μὲ τρόπο ὑλικὸ καὶ αἰσθητό, ἀγάπη, Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, τὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύση Του, τὴν οὐσία, τὴν θεανθρώπινη ὕπαρξή Του τὴν ἴδια, δηλαδὴ τὸν ἑαυτό Του. Τὴν θεωμένη καὶ ἀναστημένη ἀνθρωπότητα. Οἱ ἐντολὲς ὑπάρχουν γιὰ τὴν περίπτωση πού, εὐγνωμονώντας γιὰ τὶς πολλαπλὲς εὐεργεσίες, θελήσω νὰ συμφωνήσω καὶ μὲ τοὺς τρόπους Του, μιὰ καὶ οἱ ἐντολές, ὅπως ἐκφράζονται γιὰ παράδειγμα στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ἀποτελοῦν περιγραφὲς τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ζεῖ καὶ συμπεριφέρεται –μοῦ προτείνει δηλαδὴ νὰ κάνω μόνον ὅ,τι ὁ ἴδιος ἤδη κάνει, καὶ μάλιστα ὡς ἄνθρωπος. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μὲ τιμᾶ βαθύτατα. Μὲ τιμᾶ προσωπικά. Γιατί μὲ τιμᾶ; Μόνον ἐπειδὴ μὲ ἀγαπᾶ σὰν Πατέρας. Ἀνεξήγητο γιὰ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἠθική. Ξέρετε, ὑπάρχει μόνο μία ἐρώτηση ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε στὸν Θεὸ στὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαντήσει. Εἶναι ἡ ἐρώτηση τοῦ γιατὶ μᾶς ἀγαπᾶ. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ἐλεύθερα ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνως πιθανὴ αἰτία ἀγάπης. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ταυτίζει μὲ τὴν πτώση μας. Δὲν μᾶς ταυτίζει μὲ τὴν ἁμαρτία μας. Δὲν μᾶς ταυτίζει μὲ τὴν δραπέτευσή μας ἀπ’ τὸν οἶκο τοῦ Πατρός.

    Θυμάστε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ ὁ λεγόμενος ἄσωτος υἱὸς ἀναγγέλλει στὸν πατέρα τὴν ἐπιθυμία του νὰ φύγει ἀπὸ τὸν πατρικὸν οἶκο, παίρνοντας μαζὶ καὶ τὸ ἀναλογοῦν μερίδιο τῆς πατρικῆς περιουσίας. Δὲν τὸν ἐμποδίζει ὁ πατέρας, δὲν τοῦ θυμίζει τὴν ἀγάπη του, δὲν τοῦ ζητᾶ νὰ μείνει. Ἀγαπᾶ μόνον γιατὶ διάλεξε νὰ ἀγαπᾶ. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι. Εἶναι μιὰ ἐλεύθερη ἀγάπη, ἡ ὁποία ὑπάρχει στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἀΐδια. Καὶ φεύγει ὁ ἄσωτος υἱὸς καὶ σκορπᾶ τὰ πάντα «ζῶν ἀσώτως». Καὶ κάποια στιγμὴ ἔρχεται «εἰς ἑαυτόν», ἀλλὰ καὶ πάλι ὅμως δὲν σκέπτεται πόσο πλήγωσε τὸν πατέρα, δὲν σκέπτεται ὅτι σκότωσε μέσα του τὸν πατέρα του γιὰ νὰ φύγει, ἀλλὰ σκέπτεται τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχασε, καὶ λιγότερο τὴν ἀπώλεια τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα καὶ τὸν πόνο ποὺ τοῦ προκάλεσε –δηλαδὴ ἰδιοτελῶς ἐπιστρέφει καὶ πάλι. Παρὰ ταῦτα ὁ πατέρας δὲν τὸν ἐγκαλεῖ, δὲν τὸν δικάζει, δὲν τὸν προσβάλλει, παρὰ τὸν ἀγκαλιάζει, τοῦ προσφέρει τὴν «στολὴν τὴν πρώτην», τὸ δακτυλίδι τῆς βαθιᾶς κοινωνίας μαζί του, καὶ ἀναγγέλλει μεγάλη γιορτὴ γιὰ τὴν ἐπιστροφή του, μόνο καὶ μόνο γιατὶ ἐπέστρεψε, μιὰς καὶ δὲν ὑπάρχει στὸ εὐαγγελικὸ κείμενο καμμιὰ ἔνδειξη πὼς ἡ ὑπαρξιακή του ἀλλαγὴ εἶναι τόσο βαθιὰ ποὺ δὲν θὰ ὑποτροπιάσει ξανά. Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ εἶναι ὑπερφυσική, δὲν καταλαβαίνουμε γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἔτσι. Τὸ ἐξίσου δραματικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ ἄλλος γιός, ὁ μεγάλος. Ἔρχεται καὶ λέγει στὸν πατέρα: ἐγὼ σὲ δουλεύω τόσα χρόνια καὶ δὲν μοῦ ἔδωσες οὔτε ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ γλεντήσω μὲ τοὺς φίλους μου. Οὔτε ὁ μεγάλος ὁ γιὸς ἔχει σχέση ἀγάπης μὲ τὸν πατέρα. Οὔτε αὐτὸς καταλαβαίνει τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα, καὶ αὐτὸ εἶναι τραγικό. Τρίτο γιὸ δὲν ἔχει ὁ πατέρας. Δηλαδή, ὁ ἕνας γιὸς εἶναι ἄσωτος καὶ ὁ ἄλλος εἶναι φαρισαῖος καὶ ὑποκριτής. Τρίτος δὲν ὑπάρχει. Τί δράμα! Πόσο μόνος εἶναι ὁ πατέρας! Τὸ δράμα του εἶναι ὅτι ἔχει δύο γιοὺς καὶ κανένας δὲν καταλαβαίνει ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας, τὸ βάθος καὶ τὸ μεγαλεῖο της σοφῆς του ἀγαθότητας.

    Πνευματικὴ ζωὴ εἶναι νὰ καταλάβουμε, ὅσο καλύτερα γίνεται, ποιὸς εἶναι ὁ Πατέρας. Γι’ αὐτὸ λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ θεμελιώνεται στὴν ἀνθρώπινη εὐγνωμοσύνη, ἢ, ὅπως ἀγαποῦσε νὰ ἐπαναλαμβάνει ὁ ὅσιος πατὴρ Παΐσιος, πάνω στὸ φιλότιμο. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἀτελείωτη σειρὰ εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ: μὲ δημιουργεῖ ἀπὸ τὸ μηδέν, μοῦ παραστέκεται, ἐγὼ πέφτω, Αὐτὸς μὲ σηκώνει, μὲ σώζει, ἐγὼ ξαναπέφτω, δὲν καταλαβαίνω καὶ ἀρνοῦμαι νὰ καταλάβω, ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ ξανά, καὶ συνεχῶς μοῦ προσφέρει ὄχι κάτι λιγότερο, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό Του, ὑποδεχόμενός με συνεχῶς στὸν ἐπίγειο οἶκο τοῦ Πατρός, μέσω τῆς χάρης τῶν Μυστηρίων. Καὶ ἀκριβῶς ὅταν ἀρχίσω νὰ τὸ καταλαβαίνω αὐτό, τότε καὶ μόνο τότε, ἀπὸ φιλότιμο, ἀπὸ φιλία καὶ εὐγνωμοσύνη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, ἀρχίζω κι ἐγὼ νὰ ἀνταποκρίνομαι. Καὶ ἐπειδὴ ἀγαπήθηκα τόσο πολὺ δωρεάν, ἀρχίζω κι ἐγὼ νὰ ἀγαπῶ τοὺς ἄλλους λίγο δωρεάν. Κι ἐπειδὴ ἐλεήθηκα τόσο πολὺ δωρεάν, ἀρχίζω κι ἐγὼ νὰ ἐλεῶ λίγο δωρεάν. Ἂν δὲν γίνει ἔτσι τὸ πράγμα, δὲν θὰ ἀλλάξω ποτέ. Γι’ αὐτὸ ξέρει ὁ Θεὸς τὴν ἀδυναμία μου καὶ κοιτάζει νὰ μοῦ δώσει ποταμοὺς ἀγάπης μὲ κάθε εὐκαιρία μιᾶς στροφῆς μου, ἔστω πρόσκαιρης, πρὸς Αὐτόν. Ἀκόμα καὶ οἱ πειρασμοί, τί εἶναι οἱ πειρασμοί; Οἱ πειρασμοὶ εἶναι καὶ αὐτοὶ τρόποι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὅταν ἐγὼ δὲν καταλαβαίνω τὴν ἀγάπη Του, μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει ἡ Πρόνοιά Του νὰ ἀποσυρθεῖ γιὰ λίγο γιὰ νὰ φανοῦν κάποιες συνέπειες τῶν λαθεμένων μου ἐπιλογῶν (μιὰς καὶ ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ –«Θεὸς οὐ κολάζει», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό), μήπως καὶ καταλάβω.

    Πνευματικὴ ζωὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ζωή. Πνευματικὴ ζωὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ ἐκκλησιοποίησή μας, ἡ μεταβολή μας σὲ ἐκκλησιαστικές, εὐχαριστιακὲς καὶ δοξολογικὲς ὑπάρξεις ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ θεολογία ἐπίσης ἀπηχεῖ αὐτὸ ποὺ γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ παράγεται ἀπὸ αὐτό. Δὲν εἶναι ἡ θεολογία μιὰ ἁπλῶς διανοητικὴ δραστηριότητα, τὴν ὁποία μόνο λίγοι μποροῦν νὰ ἐπιχειρήσουν. Τὸ πῶς θὰ ἀνάψεις τὸ καντήλι στὸν ναό, πῶς θὰ μπεῖς, πῶς θὰ προσεύχεσαι, πῶς θὰ πάρεις εὐχή, τὸ πῶς θὰ φᾶς, θὰ ντυθεῖς, θὰ ἐργαστεῖς, θὰ ἀγαπήσεις καὶ θὰ πονέσεις –μία ὁλόκληρη στάση ζωῆς εἶναι ἡ θεολογία, ἐκφράζοντας μὲ ἔννοιες μόνον ὅ,τι χωρᾶ σ’αὐτὲς καὶ ἀφήνοντας ἔξω ἕναν τεράστιο πλοῦτο ἀνείπωτων θείων πραγμάτων. Ἀπὸ ποιόν παίρνεις εὐχὴ στὴν Ἐκκλησία; Ἀπὸ κάποιον ποὺ ἀποκαλεῖς, πατέρα, καὶ δὲν εἶναι ὁ βιολογικός σου πατέρας. Καὶ ποιόν λὲς ἀδελφὸ καὶ ποιά λὲς ἀδελφή; Κάποιον καὶ κάποια ποὺ δὲν εἶναι βιολογικὸς ἀδελφὸς καὶ βιολογικὴ ἀδελφή. Τί σημαίνει αὐτό; Νέου εἴδους σχέσεις ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἰσχύουν. Αὐτὲς εἶναι οἱ σχέσεις τοῦ οἴκου τοῦ Πατρός, οἱ ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις. Ἐδῶ πλέον καινούργια πράγματα, καινούργιοι ὁρίζοντες ἀνοίγονται. Δὲν εἶναι πιὰ ὁ διπλανός μου ὁ ἀπόμακρος συνάνθρωπος, εἶναι ἕνας αἰώνιος ἀδελφὸς καὶ μία αἰώνια ἀδελφή, καὶ ἀνοίγομαι σ’ αὐτὸν καὶ ἀνοίγεται σὲ μένα.

    Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ παπὰς μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει. Ξέρετε γιατί δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὁ παπὰς μόνος του; Δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθει ὁ παπὰς στὸν ναὸ καὶ νὰ κάνει προσκομιδὴ καὶ νὰ πεῖ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἐὰν δὲν εἶναι κάτω κάποιος ἀπὸ σᾶς νὰ πεῖ «Ἀμήν», ἔστω ἕνας. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ ἐκπροσωπεῖ τὰ ὑπόλοιπα χαρίσματα ἀπὸ κάτω; Δὲν ὑπάρχει καὶ παπάς. Εἴμαστε ἀλληλένδετοι, εἴμαστε μέλη ἑνὸς σώματος. Δηλαδή, μόνο ἐμένα κάλεσε στὸ Βάπτισμα ὁ Χριστός; Ἔχει κάποιο νόημα ἡ δική μου ἱερωσύνη ἢ ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ ἐπισκόπου σας χωρὶς ἐσᾶς; Δὲν εἶναι ἁπλῶς δομὴ ἡ Ἐκκλησία, μιὰ ἱεραρχικὴ δομή, ὅπως νομίζουνε πολλοί, οἱ ὁποῖοι δὲν καταλαβαίνουν, γιατὶ δὲν ζοῦν βιωματικὰ τὴν Ἐκκλησία. Νομίζουν, λοιπόν, ὅτι εἶναι κάτι σὰν ἕνα πολιτικὸ κόμμα, μία ὀργάνωση ποὺ μοιάζει μὲ πυραμίδα. Ἕνας κάθεται στὴν κορυφὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ κάτω. Ἂν θέλετε, εἶναι πυραμίδα, ἀλλὰ ἡ πυραμίδα εἶναι ἀνάποδα. Αὐτὸς ποὺ εἶναι πρῶτος εἶναι ἀπὸ κάτω. Βαστάζει αὐτοὺς ποὺ εἶναι πάνω. Καὶ ἀλίμονο στὸν πρεσβύτερο ἢ στὸν ἐπίσκοπο ποὺ νομίζει ὅτι κάθεται στὶς πλάτες κάποιων ποὺ εἶναι δῆθεν ἀπὸ κάτω.

    Ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ποιός ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ ἄλλου; Αὐτὸς τῶν μαθητῶν ἢ οἱ μαθητὲς τὰ δικά Του; Ἦταν ὁ πρῶτος Διάκονος. Ποιός ἦταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶπε: «Θέλετε πραγματικὰ νὰ εἶστε πρῶτοι»; Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιὰν εὐπρέπεια, μιὰν ἀξία, ἀλλὰ εἶναι μία παρεξήγηση τὸ νὰ θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἀξία του γιὰ νὰ πετύχει τὴν ὑποταγὴ τῶν ἄλλων. «Πρῶτος θὰ εἶσαι ἐπειδὴ εἶσαι ἔσχατος». Τί θεία καὶ ὑπερφυὴς εἰρωνία! Εἶσαι πρῶτος ἐπειδὴ εἶσαι ἔσχατος, πρῶτος εἶναι αὐτὸς ποὺ χάνει, δηλαδὴ παραδίδει οἰκειοθελῶς τὸ πρωτεῖο. Στὴν Ἐκκλησία πρῶτος εἶναι αὐτὸς ποὺ ξεκινάει τὴν κένωση, αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀπὸ κάτω, αὐτὸς ὁ ὁποῖος βαστάζει, ὄχι αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει.

    Γι’ αὐτὸ καὶ βλέπουμε στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Γάμου τὸ κείμενο ἀπὸ τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ (κεφ. 5) νὰ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ὁ ἀνὴρ ἐστι κεφαλὴ τῆς γυναικός, ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας». Ὡς ἐδῶ τὰ πράγματα μοιάζουν ἴσως λίγο μὲ αὐτὰ ποὺ ξέραμε πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστό. Κάποιος εἶναι πιὸ δυνατὸς καὶ κάποιος εἶναι πιὸ ἀδύναμος καὶ εἶναι ἀπὸ κάτω. Ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Συνεχίζει τὸ κείμενο καὶ λέει: Ποιά εἶναι ἡ μόνη ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν Ἐκκλησία; Τὸ μόνο ποὺ ἔκανε εἶναι νὰ θυσιαστεῖ: «ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς […] ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος». Συνέχεια μᾶς ὑπηρετεῖ, μᾶς διακονεῖ, μᾶς περιποιεῖται, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, ἀφοῦ ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του. Ἑπομένως, ἀφοῦ εἶσαι ἡ κεφαλή, λέει στὸν ἄνδρα, πρέπει νὰ θυσιάζεσαι γιὰ τὴν γυναίκα. Εἶσαι ὁ πρῶτος μόνον ἐπειδὴ εἶσαι ὁ πρῶτος ποὺ ξεκινάει τὴν κένωση, τὴν ταπείνωση. Γιατί; Γιατὶ ὁ ἄνδρας εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ τὴν γυναίκα, συνεπῶς αὐτὸς πρῶτος πρέπει νὰ ξεκινήσει τὴν κένωση. Ὁ ἰσχυρότερος εἶναι ἡ κεφαλή, ἐπειδὴ εἶναι ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος ταπεινώνεται. Στὴν συνέχεια ἀκολουθεῖ ἄφοβα καὶ ὁ ἄλλος. Αὐτὸ τὸ πράγμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι μιὰ βαθιὰ μίμηση διακονίας καὶ κένωσης.

    Ὡστόσο, λέμε πὼς στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει μία ἱεραρχία. Πράγματι, πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι στὴν ἱστορία τῆς θεολογίας περὶ Ἐκκλησίας ἡ εἰκόνα τῆς ἱεραρχίας ἔχει τὴν ἀξία της. Ὑπῆρξαν κάποιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι θέλησαν νὰ ὁρίσουν ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱεραρχικὴ δομή, ἔτσι ὅπως τὴν βλέπουμε, ἢ τὸ ὑπαρξιακὸ μέρος; Ποιὸς ὑπερέχει, αὐτὸς ποὺ εἶναι στὴν κορυφὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πρεσβύτερος καὶ ὁ ἐπίσκοπος, ἢ ὁ ἅγιος; Καὶ ὑπῆρξαν κάποιοι οἱ ὁποῖοι μᾶς μπέρδεψαν λίγο στὰ θέματα αὐτά. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ὠριγένης, ὁ ὁποῖος καταδικάστηκε στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καὶ ποὺ ὑποστήριξε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος δὲν ἔχει καὶ τόση ἀξία, ἀξία ἔχει ὁ γνωστικός, δηλαδὴ ὁ ἅγιος, δηλαδὴ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε ἐπίσης ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ μιὰ παρεμφερὴ προσέγγιση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διδάσκει ὅτι ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἀλήθεια εἶναι τὸ νὰ παρακολουθοῦμε νοερῶς τὸν Χριστὸ νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τοὺς οὐρανούς, στὴν Ἀνάληψη, ἄσαρκος, ὑποδεικνύοντας, τρόπον τινά, τὴν ἐγκατάλειψη τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑπάρχει τὸ καθίδρυμα γιὰ τοὺς πολλούς, ἡ ἱδρυματικὴ πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τοὺς Πατέρες, βέβαια, ἡ Ἀνάληψη εἶναι ὁ δοξασμὸς καὶ ἡ ἀφθαρτοποίηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, καὶ ὄχι ἡ περιφρόνησή του, πλὴν ὅμως αὐτὲς οἱ διδασκαλίες ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία θεολογικὰ ἐπὶ αἰῶνες, μέχρι ποὺ ἦρθαν κάποιοι μεγάλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, καὶ κυρίως ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (5°, 6° καὶ 7° αἰώνα), καὶ μᾶς ἔδωσαν μιὰ λαμπρὴ ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας. Ναὶ μὲν εἶναι δομή, ναὶ μέν, λέγει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, αὐτὴ ἡ δομὴ εἰκονίζει τὴν οὐράνια μάλιστα ἱεραρχία, ὅμως ὑπάρχει καὶ τὸ ὑπαρξιακὸ μέρος, τὸ πνευματικό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀδιάσπαστο ἀπὸ τὸ πρῶτο. Δηλαδή, εἶσαι ἐπίσκοπος, πρέπει νὰ ἔχεις τὴν πνευματικότητα τοῦ ἐπισκόπου. Εἶσαι πρεσβύτερος, πρέπει νὰ ἔχεις τὴν πνευματικότητα τοῦ πρεσβυτέρου. Εἶσαι διάκονος, πρέπει νὰ ἔχεις τὴν πνευματικότητα τοῦ διακόνου. Εἶσαι ψάλτης, εἶσαι λαϊκός... Ὑπάρχουν ἄπειρα χαρίσματα. Πρέπει δηλαδὴ κάθε χάρισμα μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι τέτοιο, παράγοντας τοὺς καρπούς του. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς ἕνα γεγονὸς δεδομένο. Ἀλλὰ εἶναι κάτι ποὺ ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ ποὺ φανερώνεται συνεχῶς ἀπὸ μᾶς. Δὲν εἶναι ἁπλῶς, δηλαδή, ἡ πράξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου. Λέγει λοιπὸν ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μιὰ ἐκλεπτυσμένη καὶ σπουδαία θεολογικὴ μορφή, ὅτι Ἐκκλησία καὶ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ μέν, ἀλλὰ ὑπάρχει μιὰ διαδικασία μιμήσεως, ἡ ὁποία φέρνει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὴν Ἐκκλησία. Μίμησις ἐδῶ σημαίνει μετοχή. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα; Κάθε μέλος τοῦ Χριστοῦ, ἂν θεωρήσουμε τὸν Χριστὸ σὰν ἕνα σῶμα, εἶναι καὶ μιὰ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μία ἐνέργεια συγκεκριμένη τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο. Ὅταν ἐγὼ ἐνσωματώνομαι, μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στὸ σῶμα Του, ἐνσωματώνομαι σὲ ἕνα ἰδιαίτερο μέλος, ἤ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἢ χάρισμα τοῦ σώματος. Πολὺ σημαντικὸ αὐτό. Δὲν εἴμαστε δηλαδὴ ὅλοι πόδι, δὲν εἴμαστε ὅλοι χέρι, δὲν εἴμαστε ὅλοι στῆθος, δὲν εἴμαστε ὅλοι στόμα. Κάθε μέλος ἐκπροσωπεῖ καὶ ἕνα χάρισμα, δηλαδὴ μίμηση, ποὺ σημαίνει μετοχὴ μίας εἰδικῆς ἄκτιστης ἐνέργειας, ἡ ὁποία ἑνώνεται μὲ τὴν δική μου ἐνέργεια καὶ γίνομαι κι ἐγὼ Χριστοειδής. Κάθε χάρισμα εἶναι μετοχὴ σὲ ἕνα μέλος ἤ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ καὶ καθένας ἀπὸ μᾶς μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ μὲ τὸ Χρίσμα ἔχει ἕνα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1