Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Και μου απόμειναν οι αναμνήσεις
Και μου απόμειναν οι αναμνήσεις
Και μου απόμειναν οι αναμνήσεις
Ebook731 pages9 hours

Και μου απόμειναν οι αναμνήσεις

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η λέξη ανάμνηση αναφέρεται σε γεγονότα και βιώματα από το παρελθόν μας τα οποία, σε ανύποπτες στιγμές ή εξαιτίας συγκεριμένων συγκυριών, ανακαλούνται στη μνήμη μας. Οι άνθρωποι της γενιάς μου, της γενιάς των παιδιών της κατοχής και της μεταπολεμικής περιόδου είναι γεμάτοι από πολύμορφες αναμνήσεις και ανάμεικτα συναισθήματα χαρμολύπης. Η δική μου γενιά έχει περάσει πολλά, έχει βιώσει συνθήκες αντίξοες για το σώμα και για το πνεύμα, έχει όμως και το προνόμιο να είναι μια γενιά γεμάτη από αυθεντικά ανθρώπινα βιώματα, από ανθρώπινες αξίες και από έναν πλούσιο και βαθιά σφυρηλατημένο συναισθηματικό και πνευματικό κόσμο. Οι αναμνήσεις της γενιάς μου καταγράφηκαν στο ατομικό και συλλογικό DNA μας και μας ακολουθούν μέχρι σήμερα, σε μια εποχή επικίνδυνων προκλήσεων αλλά και ευκαιριών προόδου. Οι αναμνήσεις αυτές έχουν κατά κανόνα ένα γλυκόπικρο στοιχείο. Μας κρατούν συντροφιά άλλοτε ως μέρος ενός οδυνηρού και πονεμένου παρελθόντος και άλλοτε ως ένα σημείο σύνδεσης με την νοσταλγία και την γλύκα εκείνης της άλλης εποχής.

Σκοπός τους βιβλίου αυτού είναι η αυθεντική και χωρίς γλωσσική επεξεργασία δημοσίευση κειμένων μου σχετικών με τις αναμνήσεις της γενιάς μου, ιδωμένες μέσα από την δική μου ματιά στο διάβα της ζωής και ψηλαφώντας τα χνάρια των προγόνων μας στην μάνα γη, την Ήπειρο. Όσοι έχουν μέσα τους τα σχετικά βιώματα ίσως ταυτιστούν και νιώσουν την εξιστόρηση των αναμνήσεων αυτών να τους αγγίζει. Όσοι πάλι νεώτεροι δεν έχουν τα βιώματα της παλιότερης γενιάς εύχομαι να καταφέρουν να ανακαλύψουν στα κείμενα μου λίγη απλότητα και ανθρωπιά και να τα κρατήσουν στην καρδιά τους ως παρακαταθήκη για τα χρόνια που έρχονται, ενσωματώνοντας με τρόπο μοναδικό τις διαχρονικές ανθρώπινες αξίες των αναμνήσεων αυτών στην δική τους αυθεντική μαγιά.

Χρήστος Στέφ. Ευαγγέλου

LanguageΕλληνικά
Release dateFeb 17, 2021
ISBN9781005107963
Και μου απόμειναν οι αναμνήσεις
Author

Χρήστος Ευαγγέλου

Ο πατέρας μου στο καπάκι της «καρσέλας» [του μπαούλου], την μόνη που άφησαν άδεια και δεν έσπασαν οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες όταν έφυγαν, έχει γράψει τις «μερομηνίες γεννήσεως των παιδιών του και των εγγονών». Συγγνώμη μας άφησαν και τα... καρφιά στους τοίχους. Για μένα λοιπόν γράφει ότι: «Το παιδί μου ο Χρήστος γεννήθηκε στας 13 Ιουλίου ημέρα Πέμπτη στους Παξούς στο σχολείο του Γάι το 1944». Όταν γυρίσαμε στην Πλαταριά έγραψαν ως ημερομηνία γεννήσεως 18 Μάη 1943 και ως «γεννηθείς εις Πλαταριάν Θεσπρωτίας» και αυτό λαμβάνεται... υπ'όψι.Τελείωσα το.... νηπιαγωγείο, με νηπιαγωγό την Βασιλική Πανδή-Ρίζου, το δημοτικό με δασκάλους κατά σειρά: Βασιλική Μυλωνά [Διευθυντής Σχολείου ο Θωμάς Πορφυρίου], Δημήτριο Μελά και Τζιάσιο Αριστοφάνη και το εξατάξιο Γυμνάσιο Ηγουμενίτσας. Μετά από εξετάσεις φοίτησα ένα χρόνο στην Πάντειο Ανώτατη Σχολή. Την άφησα γιατί είχε πολλά...θεωρητικά μαθήματα και συγχρόνως ήμουν υποχρεωμένος να δουλεύω. Πήγα στην Σιβιτανίδειο Τεχνική Σχολή Εργοδηγών Δομικών Έργων η οποία ήταν νυχτερινή τετραετούς φοιτήσεως και έτσι είχα τη δυνατότητα να σπουδάζω και να δουλεύω για να ζω και να βοηθώ τους γονείς μου. Δούλεψα ως εργάτης στις οικοδομές, ως επιπλοποιός και τον περισσότερο καιρό ως μπογιατζής....ως ελαφριά δουλειά. Υπηρέτησα στη Αεροπορία ως Χειριστής Ραντάρ και.... δακτυλογράφος στον Άραξο-Λευκάδα και Υμηττό....μόλις 28 μήνες χωρίς καμία μέρα φυλακή.Το 1970 προσλαμβάνομαι στον Ο.Τ.Ε ως εργοδηγός Δομικών Έργων. Εργαζόμενος στον Ο.Τ.Ε. πήρα το πτυχίο της Ανώτερης Σχολής Εκπαιδευτικών Τεχνολόγων Μηχανικών [Α.Σ.Ε.ΤΕ.Μ Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε] κατεύθυνσης Δομικών έργων, μια και το μεράκι μου ήταν να γίνω δάσκαλος. Και πράγματι δίδαξα για αρκετά χρόνια στις Τεχνικές Σχολές. Συνεχίζω τις σπουδές μου και πήρα το Πτυχίο του Πολιτικού Μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Αναγνωρίστηκαν τα πτυχία μου στον Ο. Τ. Ε από τον οποίο πήρα σύνταξη το 2000. Στο μεταξύ η Ανωτέρα Σχολή Εκπαιδευτικών Τεχνολόγων Μηχανικών της ΣΕΛΕΤΕ αναγνωρίστηκε ως Ανωτάτη.Είμαι παντρεμένος με την Ελένη Σαριτζόγλου. Έχουμε δύο παιδιά, τον Στέφανο και την Πηνελόπη.

Related to Και μου απόμειναν οι αναμνήσεις

Related ebooks

Reviews for Και μου απόμειναν οι αναμνήσεις

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Και μου απόμειναν οι αναμνήσεις - Χρήστος Ευαγγέλου

    Κεφάλαιο 1: Περίοδος 1991-2000

    ΓΙΑ ΟΣΕΣ ΜΕΡΕΣ ΘΑ ΗΜΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟ

    Αδύνατη, χλωμή, με απλά και καθαρά ρούχα, καταπονημένη, μεσόκοπη ή και νεότερη. Στεκόταν δίπλα στην εικόνα της Παναγίας. Είχε προσκυνήσει πριν, αλλά δεν έφυγε. Χωρίς να εμποδίζει τους άλλους προσκυνητές στεκόταν ακόμη, και άλλο, έτσι σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, σαν να ήταν μόνη. Κοιτούσε αφηρημένη την εικόνα, προς την εικόνα. Δεν ενοχλούσε κανέναν. Και κανένας δεν έδειχνε να ενοχλείται από την παρουσία της στη θέση αυτή. Προσευχόταν ακόμη. Έτσι σαν να συνέχιζε την προσευχή της ή σαν να ζητούσε, να περίμενε τη Θεία Χάρη Της μέσα στο ναό. Προσευχόταν. Γιατί; Για ποιον; Για το γιο, για την κόρη, τη μάνα, πατέρα, αδελφό, τον άντρα, φίλο; Για αρρώστια ανίατη δική της, δικού της; Ήταν αδελφή; Ήταν κόρη; Ήταν μάνα; Ήταν γιαγιά;

    Ό,τι και να ήταν, ήταν ένας άνθρωπος που πονά, που πονούσε και έψαχνε μία χαραμάδα, μία διέξοδο, λίγο νερό στη χούφτα, λίγο φως, ένα παράθυρο. Και άντε να τα βρεις. Στο πιοτό; Στο ναρκωτικό; Στο Θεό; Στην αυτοκτονία ως ριζική λύση, ως μοναδική θεραπεία; Μήπως οι γιατροί δεν μπορούσαν πια να βοηθήσουν και σήκωσαν τα χέρια; Και τότε τι κάνεις; Ποιανού πόρτα χτυπάς; Μένει ο Θεός, αυτό που λέμε Θεός. Η καταφυγή στην πίστη, στο Θεό, είναι το μοναδικό σοκάκι που μπορείς να…περπατήσεις, να ανακουφιστείς. Δίκιο είχε ο φιλόσοφος που λέει πως Και αν δεν υπήρχε Θεός, έπρεπε να τον εφεύρουμε.

    Καθόμουν, κάθισα σε μία γωνιά παράμερα. Και παρακολουθούσα. Άρρωστοι, ηλικιωμένοι, απόμαχοι της ζωής, άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, άνθρωποι φαινομενικά υγιείς. Όπιο του λαού λένε τη θρησκεία μερικοί. Και λοιπόν; Φθάνει που μπορείς, που νομίζεις πως λυτρώνεσαι. Και η λύτρωση εκ βαθέων, αποκτημένη από τις δικές σου δυνάμεις, χωρίς φάρμακα και ίσως οριστική για όσους είναι θρησκευόμενα άτομα. Δεν έφυγα, δεν έφευγα. Είχε μάλιστα σουρουπώσει. Ατέλειωτη ουρά. Συνέχιζαν να περνούν από την εικόνα με κατάνυξη, με υπομονή, με καρτερία, αδιαμαρτύρητα, λες και δεν ήθελαν να φύγουν ποτέ από τον ιερό χώρο του ναού.

    Ξαφνικά χτύπησαν οι καμπάνες του Εσπερινού. Άρχισε ο Εσπερινός. Αποθέωση. Ψαλμωδίες που σε συνεπαίρνουν. Μουσική πανδαισία, μουσική Θεού. Γνήσια, γάργαρη βυζαντινή μουσική που θυμίζει έντονα τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου. Που να πάω, πώς να φύγω. Εσπερινός απέριττος, μεγαλοπρεπής. Στεκόμουν συγκινημένος, βουρκωμένος. Τα καντήλια, τα κεριά, οι λαμπάδες-τάματα όσο το μπόι τους, η ατμόσφαιρα του σούρουπου, η ησυχία, η ηρεμία, ο χώρος του ναού σε απομονώνουν. Νιώθεις πως σταματά ο χρόνος, είναι σαν να μη σκέπτεσαι τίποτε και όλα μαζί, απομονώνεσαι. Ξεφεύγεις, είσαι αλλού, μακριά από τα καθημερινά προβλήματα, το άγχος, τις αγωνίες, έτσι σαν να αναβαθμίζεσαι, σαν να σου παίρνει κάποιος τα βάρη από τους ώμους, την καρδιά σου, την ύπαρξή σου. Έμεινα ως το τέλος. Βγήκα ανάλαφρος ή τουλάχιστον έτσι ένιωσα. Έφυγα αισιόδοξος με την απόφαση-υπόσχεση να πηγαίνω κάθε βράδυ στον εσπερινό για όσες μέρες θα ήμουν στην Τήνο. Πριν περάσω την πόρτα του ναού γύρισα το κεφάλι στην εικόνα της Παναγίας. Η μαυροφορεμένη κυρία στεκόταν εκεί με το κεφάλι σκυφτό, με τα χέρια σταυρωμένα…………

    [Από τις σημειώσεις μου στην Τήνο 1972]

    [ΤΟΛΜΗΦ.539/30-7-2009-ΥΣΤΕΡΝΙΩΤΙΚΑ Φ.52/Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2000]

    Κεφάλαιο 2: Περίοδος 2001-2005

    ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΗΜΕΡΕΣ

    Στην Αθήνα, χιόνια, πάγος κρύο και στον τόπο μας αλκυονίδες ημέρες. Ήλιος σχεδόν... καλοκαιρινός, πεντακάθαρος ουρανός, γλυκιά και όμορφη η θάλασσα. Μια πρόκληση, για τις λίγες ημέρες που είχα στη διάθεσή μου και μια ευκαιρία να γυρίσω τον τόπο μου και τον κόσμο μου.

    Αυτός ο τόπος και ο κόσμος είναι η Πλαταριά και η Ηγουμενίτσα, που τις αποχωρίστηκα δεκαοκτώ χρονών το 1962-63. Από τότε έρχομαι τακτικά, τρεις φορές το χρόνο, και εκεί βέβαια θα γυρίσω οριστικά όταν τελειώσει το ταξίδι μου. Μοίρασα, λοιπόν, τον χρόνο μου, τις ημέρες. Σήμερα στην Πλαταριά είπα, αύριο στην Ηγουμενίτσα.

    Στην Πλαταριά πήρα τον ανήφορο για το παλιό χωριό, όπως τότε. Ερημιά και εγκατάλειψη. Σάπιες οι πόρτες, ανοικτά παράθυρα, πεσμένες στέγες, χόρτα, ραγισμένες αυλές. Πήγα σπίτι – σπίτι. Ξέρω σε ποιον ανήκει το καθένα. Μπήκα μέσα, μίλησα, συζήτησα με όλους. Ένιωθα σαν να έμπαινα σε εκκλησία κάθε φορά. Κάθε γκρεμισμένο σπίτι και εκκλησία. Μνήμες, αναμνήσεις που μου έφερναν δάκρυα. Περπάτησα όλα τα σοκάκια, ακούμπησα στα κορμιά όσων δέντρων υπάρχουν ακόμη, κάθισα στα πεζούλια, στάθηκα στις δυο μικρές πλατείες το Γκούρι και το Μπρέγκου. Με τις φωτογραφίες που κάθε φορά βγάζω προσπαθώ να κρατήσω ό,τι μπορώ. Δεν αρκεί όμως. Το ποτάμι της φθοράς δεν γυρίζει πίσω. Και εγώ ανήμπορος απλά το παρακολουθώ. Αυτό μου απόμεινε. Και μου φθάνει.

    Στην Ηγουμενίτσα πήγα στο χώρο του κατεδαφισμένου κατεδαφισμένο Γυμνάσιο στα Πλατάνια, στο Χάνι του Φίλιππα, στο Κάστρο, στην παλιά Λαϊκή, πέρασα από το εστιατόριο του Τσόγκα, από το βιβλιοπωλείο του Αμπλα και άφησα τελευταίο το Διοικητήριο, το κτίριο της Νομαρχίας.

    Μπήκα από την πίσω πόρτα, κατέβηκα τα σκαλιά και βρέθηκα στην κεντρική είσοδο προς το λιμάνι. Ήλιος, ήλιος κυρίαρχος του κόλπου. Έβαλα το χέρι μου αντηλιά και έκανα ένα γύρω με τα μάτια μου. Μεγάλο το λιμάνι, πλατύ, ανοικτό και οι εργασίες για την ολοκλήρωση του να συνεχίζονται. Αυτοκίνητα μικρά, μεγάλα, επιβατικά, φορτηγά, μικρά, μεγάλα για Κέρκυρα, Πάτρα, Ιταλία, σωστό πανδαιμόνιο. Και... .. πάνω από ανθρώπους αυτοκίνητα, πλοία να πετούν οι γλάροι και να ψάχνουν τροφή. Που να βρεθεί η τροφή στο λιμάνι.

    Πρόοδος, σκέφτηκα. Σύνδεση με την Ευρώπη, η αρχή της Εγνατίας οδού. Αξιοποίηση της περιοχής, να πέσει χρήμα και στη Θεσπρωτία, να δουλέψει ο κόσμος, να μειωθεί η ανεργία, μονολογούσα, ξαφνιασμένος από την μεγάλη αλλαγή που γινόταν πιο αισθητή από ψηλά. Είχα μπροστά μου το παρόν. Ένα παρόν ξένο για μένα, αφού λείπω τόσα χρόνια από τον τόπο.

    Και ξαφνικά, ασυναίσθητα, σαν κάποιος να μου έκλεισε τα μάτια με ένα πάτημα κουμπιού, ήλθε μπροστά μου το δικό μου παρόν, το δικό μου λιμάνι των Γυμνασιακών χρόνων. Και παρέμεινα έτσι με κλειστά μάτια βλέποντας… Να το παλιό λιμάνι, είπα δυνατά. Να ο μόλος που έδεναν τα καΐκια της Κέρκυρας, της Πλαταριάς, του Μούρτου. Η Μακρίνα, ο Άγιος Ιωάννης, η Μαρία, ο Μιχαήλος.

    Μικρά καΐκια, πιο μεγάλα, ακόμη μεγαλύτερα καΐκια, ταπεινά με γερό ξύλινο σκαρί με όμορφα χρώματα. Από τα χωριά έφερναν τους ανθρώπους για δουλείες στην Ηγουμενίτσα. Στα παιδιά του γυμνασίου της Πλαταριάς οι γονείς μας κάθε μέρα έστελναν φαγητό. Σαν τελειώναμε το μάθημα, τρέχοντας σχεδόν, πηγαίναμε στο μόλο στο καΐκι να πάρουμε το κουσί (το δοχείο) με το φαγητό μέσα στον τορβά, να πάμε στο δωμάτιο να το αδειάσουμε γρήγορα-γρήγορα στο πιάτο και να το φυλάξουμε στην καναβέτα (ξύλινο κιβώτιο) και να το επιστρέψουμε άδειο, ώστε να το ξαναστείλουν αύριο. Και αυτό γινόταν έξι χρόνια για κάθε γυμνασιόπαιδο.

    Δίπλα, πιο πέρα από τα επιβατικά καΐκια, ήταν τα ψαράδικα. Δεξιά η παραλία ελεύθερη μέχρι το Δρεπάνο. Αριστερά η παραλία μέχρι το Λαδοχώρι. Το ξενοδοχείο Ακταίον ήταν το τελευταίο κτίριο.

    Και κοντά στο μυαλό η Τέζα. Ένα μεγάλο ορθογώνιο στέγαστρο από σκυρόδερμα με ψηλές και χοντρές κολώνες που χρησιμοποιείτο ως προσωρινός αποθηκευτικός χώρος διαφόρων προϊόντων, τα οποία ξεφόρτωναν οι αχθοφόροι μεταφέροντας το φορτίο στην πλάτη τους. Στη συνέχεια με κάρα με άλογα τα μετέφεραν στις αποθήκες των εμπόρων. Στο νου μου έρχεται ο πατέρας Κατσέλης με τα παιδιά του, ο Σταύρος Κομίνης από το Λαδοχώρι και ορισμένοι άλλοι που είχαν χειροκίνητα καρότσια των οποίων θυμάμαι καθαρά τα χαρακτηριστικά τους και μου διαφεύγουν τα ονόματα.

    Ήταν τόπος συνάντησης η Τέζα και προστάτευε τους επιβάτες από τη βροχή και τον ήλιο καθώς περίμεναν μέχρι να έλθει η ώρα να φύγουν με τα καΐκια, αλλά και ως προσωρινός αποθηκευτικός χώρος.

    Να τώρα μπαίνει η Μακρίνα και άρα η ώρα είναι δύο. Να αραγμένα τα καΐκια της Πλαταριάς και του Μούρτου, με αναμμένες τις μηχανές έτοιμα να φύγουν... .είπα δυνατά. Ήμουν στον κόσμο μου. Είχα γυρίσει πίσω. Πολύ πίσω πριν σαράντα χρόνια περίπου.

    Μόνος μιλάς κύριε είπε η ηλικιωμένη κυρία που πέρασε δίπλα μου έτσι σαν σκιά. Γύρισα ξαφνιασμένος. Ντράπηκα, προς στιγμή, μετά χαμογέλασα με ικανοποίηση. Η κυρία μπήκε στο Διοικητήριο ενώ εγώ έστεκα στην ίδια θέση.

    Έμεινα λίγο ακόμη. Μετά πήρα τα σκαλοπάτια για το παλιό λιμάνι. Να πάω εκεί, είπα, που ήταν ακριβώς η Τέζα. Είχα προσδιορίσει από ψηλά την θέση της. Έκαιγε ο ήλιος. Ας πάω να προφυλαχτώ από τον ήλιο και να περιμένω ώσπου να φύγει το καΐκι για την Πλαταριά. Και προχώρησα.

    Με αυτές τις σκέψεις και αφηρημένος καθώς ήμουν κόντεψε να με χτυπήσει ένα αυτοκίνητο. Σωστά ο οδηγός φώναξε δυνατά την….γνωστή λέξη και με χαιρέτησε με... .ανοιχτή παλάμη.

    Σίγουρα υπάρχουν φωτογραφίες της Τέζας, του παλιού λιμανιού, του παλιού Γυμνασίου, των πλατανιών, των παλιών καταστημάτων, της Γράβας, των παλιών σπιτιών. Άραγε έχει ξεκινήσει κανείς να τις μαζέψει, να τις σώσει; Ή μήπως έχει αρχίσει αυτή η εργασία; Μακάρι.

    [ΕΓΝΑΤΙΑ Φ 242/6-2-2002-ΤΟΛΜΗ Φ 466/21-2-2008"]

    ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΕΛΕΤΩΝ

    Άνοιξε, λέει, γραφείο τελετών στην Πλαταριά. Έξω, μακριά στον κάμπο. Ο υπεύθυνος του γραφείου, λέει, θα παίρνει τον δικό σου άνθρωπο, θα τον ντύνει, θα τον στολίζει και θα τον παραδίδει στην εκκλησία. Λουλούδια, κόλλυβα, ψωμάκια, πλαστικά κυπελάκια και κουταλάκια είναι δουλειά του γραφείου. Σύγχρονες, μοντέρνες αντιλήψεις. Οι συγγενείς δεν έρχονται σπίτι. Πάνε απευθείας στην εκκλησία. Περιμένουν έξω στα πεζούλια. Τελειώνει η νεκρώσιμη ακολουθία, λέει κάποιος λίγα καλά λόγια για τον νεκρό και ο παπάς αναγγέλλει ότι η οικογένεια θα προσφέρει καφέ στο καφενείο του….. Μετά βάζουν πάλι το νεκρό στο αυτοκίνητο και πηγαίνουν για ταφή... Μαζί του απόμειναν μόνο οι δικοί του άνθρωποι. Οι άλλοι, οι πολλοί έφυγαν ή πηγαίνουν στο καφενείο και πίνουν το δικό τους καφέ, ώσπου να γυρίσουν από την ταφή. Ο λάκκος είναι στις υποχρεώσεις του γραφείου. Δεν κάνεις τίποτε εσύ για τον άνθρωπό σου. Απλά πληρώνεις. Απομένουν τα μνημόσυνα, τα οποία αναλαμβάνει και αυτά το γραφείο. Εσύ απλά πάλι πληρώνεις.

    Είναι ευκολία τα γραφεία τελετών είπε ένας νέος κύριος. Είναι βάρβαρο να μπαίνει ο νεκρός στο σπίτι και να μένει όλη νύχτα ανάμεσά μας συμπλήρωσε ο άλλος. Ψεύτικα τα μοιρολόγια των γυναικών είπε ο τρίτος της συντροφιάς. Δεν ξέρω μπορεί να έχουν δίκιο σκέφτηκα. Καρφώθηκαν στο μυαλό μου οι λέξεις βάρβαρο, ευκολία και ψεύτικο μοιρολόι. Γιατί είναι ευκολία αναρωτήθηκα.. Να μην περιποιηθείς, να μην φροντίσεις τον άνθρωπό σου και μάλιστα για τελευταία φορά; Ο νεκρός είναι η μάνα σου, ο πατέρας σου, δικός σου άνθρωπος. Πως να τον εμπιστευθείς σε ξένα χέρια; Είναι σαν να τον εγκαταλείπεις την ύστατη στιγμή. Το θεωρώ ιεροσυλία, αχαριστία. Γιατί είναι βάρβαρο να μείνει για τελευταία φορά στο σπίτι του ο άνθρωπός σου; Τον χάνεις οριστικά, για πάντα, τον έχεις κοντά σου για τελευταία βραδιά. Πως να τον στείλεις σε κάποιο θάλαμο, σε κάποιο ψυγείο; Δεν πιστεύεις πως έχασες τον άνθρωπό σου, δεν θέλεις να το πιστέψεις, νιώθεις πως είναι ακόμη ζωντανός, σου φαίνεται σαν ψέμα. Γιατί είναι ψεύτικα τα μοιρολόγια των γυναικών;. Το κλάμα, το μοιρολόγι της μάνας που έχασε το παιδί της είναι ψεύτικο; Η γυναίκα που έχασε το σύντροφό της είναι ψεύτικο; Η γυναίκα, η μάνα μεγαλώνει τα παιδιά, τους ανθρώπους μέσα στο κορμί της, στα σπλάχνα της και μόνο αυτή νιώθει τι θα πει θάνατος, χωρισμός χωρίς επιστροφή.

    Με τα ερωτήματα αυτά έκανα σύγκριση με τους θανάτους, τις κηδείες στα παιδικά μου χρόνια... Με το πένθιμο κτύπημα της καμπάνας σταματούσαν όλοι τις δουλειές. Έτρεχαν στο σπίτι του νεκρού. Έπρεπε να περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες για να τον θάψουν. Ειδοποιούσαν τους συγγενείς στα άλλα χωριά πηγαίνοντας με τα πόδια ή τα άλογα. Οι γυναίκες του χωριού άναβαν το φούρνο, μαγείρευαν για τους συγγενείς. Όλη τη νύχτα έμεναν γύρω από τον νεκρό. Έλεγαν για τον τρόπο που πέθανε, για τις τελευταίες του στιγμές, ιστορίες για την ζωή του, έτσι σαν ένα απολογισμό του έργου του, της ζωής του.

    Οι άνδρες πιο ψύχραιμοι έπιναν ούζο και καφέ και δεν έκλαιγαν μπροστά στις γυναίκες, μπροστά στους άλλους… Και όμως έλεγαν πως πάνε προς νερού τους έξω στο αποχωρητήριο και έκλαιγαν κρυφά με λυγμούς. Ξεσπούσαν και επέστρεφαν με στεγνά μάτια. Η μάνα, η αδελφή, η γυναίκα έκλαιγαν γοερά με συρτή φωνή πέφτοντας πάνω στο νεκρό κορμί. Άλλο το κλάμα του άντρα και άλλο της γυναίκας. Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου αυτά τα μοιρολόγια που σου σπάραζαν την καρδιά σου, την ψυχή σου. Και πως να κρατηθείς, πως να μην κλάψεις. Ήταν πόνος μεγάλος, ήταν σπαραγμός, απόγνωση.

    Το στάρι το έβραζαν οι γυναίκες και από πάνω έβαζαν λίγη ζάχαρη. Η πιο ψύχραιμη αναλάμβανε το ντύσιμο του νεκρού αφού έδιωχναν έξω από το μοναδικό δωμάτιο τα παιδιά, και τις έγκυες γυναίκες. Η αποκορύφωση του πόνου και του σπαραγμού ήταν η ώρα, η στιγμή που έβγαζαν το νεκρό από το σπίτι για να πάνε στην εκκλησία. Φεύγει από το σπίτι του οριστικώς. Δεν μπορώ να ξεχάσω τις σκηνές που είδα, που έζησα, έστω και από μακριά, έστω και κρυφά. Το νεκρό ακολουθούσε όλο το χωριό. Ακόμη πιο συνταρακτική ήταν η στιγμή του κατεβάσματος του νεκρού στον τάφο. Απόλυτη σιωπή, βουβό κλάμα, η ψαλμωδία του παπά και οι κραυγές της μάνας, της αδελφής, της γυναίκας.

    Μερικές φορές ο φίλος είχε το κουράγιο, τη δύναμη να τραγουδήσει το αγαπημένο τραγούδι του νεκρού, το τραγούδι που τραγουδούσαν μαζί στο γάμο, στο πανηγύρι, τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο τζάκι, στη βάτρα. Όταν ο νεκρός συνοδευόταν και από βιολιά, ντόπιους οργανοπαίχτες και έπαιζαν το τραγούδι του νεκρού και μοιρολόγια ηπειρώτικα, μα το Θεό, έκλαιγαν και οι πέτρες… Μετά την ταφή επέστρεφαν όλοι στο άδειο από νεκρό σπίτι. Για πολλές ημέρες οι συγχωριανοί πήγαιναν τα βράδια για παρηγοριά, για παρέα στην οικογένεια. Καταλαβαίνεις το θάνατο του ανθρώπου σου από τη στιγμή που θα φύγουν οι συγγενείς και θα μείνεις μόνος και βλέπεις ότι δεν έρχεται σπίτι, έλεγε ο πατέρας μου. Δύσκολες είναι και οι νύχτες που είσαι μόνος και αναγκαστικά σκέπτεσαι συνεχώς τον άνθρωπό σου και περιμένεις να έλθει, συμπλήρωνε.

    Ανεξίτηλες στη μνήμη μου οι νεκρές όψεις, τα νεκρά πρόσωπα γειτόνων, συγχωριανών μου. Χάιδεψα, ασπάστηκα νεκρό, στάθηκα μπροστά του και ομολογώ πως δεν πληγώθηκα, πως ήταν μια σπουδαία εμπειρία. Αυτοί οι άνθρωποι έγιναν πιο οικείοι, δικοί μου άνθρωποι, τους θυμάμαι έντονα με κάθε λεπτομέρεια των χαρακτηριστικών τους. Ίσως συμφιλιώθηκα με τον θάνατο. Ίσως αντικρίζοντας τόσο νωρίς το θάνατο αντιλήφθηκα τη δύναμή του. Έμαθα ότι υπάρχει τέλος με το θάνατο και αυτό με σημάδεψε, με δίδαξε να γίνω πιο ανεκτικός, να αντιληφθώ τη ματαιότητα του κόσμου και να ζήσω βλέποντας τη ζωή από άλλη οπτική γωνία.

    Ίσως δεν ήταν σωστό που τόσο νωρίς υπήρχε αυτή η συμμετοχή στο θάνατο. Ίσως να είναι καλύτερα με τα γραφεία τελετών. Εξάλλου είναι μία καλή επιχείρηση, αφού η ζωή είναι αναλώσιμη και ο θάνατος δεν σταματά... Ίσως. Έχουν αλλάξει τόσα πολλά, έχουν χαλαρώσει τόσο οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Τρέχουμε, τρέχουμε, δεν έχουμε χρόνο. Ίσως να έχουμε συμφιλιωθεί περισσότερο με το θάνατο και να μην μας κάνει τόσο εντύπωση... Χάθηκε το δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ των μελών της οικογένειας, οπότε βλέπουμε εντελώς φυσιολογικό να ασχοληθεί με την ταφή του ανθρώπου μας ο ειδικός, το γραφείο τελετών. Εμείς απλά θα πληρώσουμε...

    Μακάβριες σκέψεις θα μου πείτε. Και έχετε δίκιο. Όμως είναι καταστάσεις τις οποίες έχουμε ζήσει εμείς οι παλαιότεροι, έχουν καλά χαραχθεί στην ψυχή μας. Η απώλεια του ανθρώπου μας ήταν πιο δυνατή, πιο αισθητή γιατί η κοινωνία ήταν μικρή, κλειστή. Η γέννα, ο γάμος, η ονομαστική εορτή, ο θάνατος ήταν τα γεγονότα που μας έφερναν κοντά και διέκοπταν τη σκληρή καθημερινή βιοπάλη. Σήμερα όλα είναι τόσο διαφορετικά. Επόμενο ήταν να αλλάξει και ο τρόπος ταφής των νεκρών. Ήταν επόμενο.

    ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΗ Φ.9489/28-11-2003

    ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΑΡΙΑ

    Τότε που ήμουν παιδί. Τότε… Τότε που είχε αμυγδαλιές στο παλιό χωριό της Πλαταριάς. Τότε που κάθε κήπος ή πιο σωστά που κάθε νοικοκύρης είχε τις αμυγδαλιές του για τα αμύγδαλα της οικογένειας. Τους ξηρούς καρπούς του χειμώνα. Ξεγελούσες τα παιδιά με μία χούφτα αμύγδαλα. Τα βάζαμε στην τσέπη και τρέχαμε να βρούμε τόπο, να βρούμε πέτρες να τα σπάσουμε και τρέχα πάλι να πάρουμε το καρβέλι από τη σκάφη και να κόψει η μάνα μία φέτα ψωμί για τη φάμε με τα αμύγδαλα. Και ήταν τόσο, τόσο νόστιμα. Δεν τα τρώγαμε σκέτα. Κάναμε οικονομία. Ήταν ένα σοβαρό εισόδημα, μετά το λάδι και τις ελιές. Αν μάλιστα η σοδειά δεν ήταν καλή ούτε στις ελιές και τα βερεσέδια ήταν πολλά δεν κρατούσαν οι γονείς αμύγδαλα ούτε….για τα παιδιά ή πιο σωστά κρατούσε η μάνα μία δύο ποδιές κρυφά δήθεν… από τον πατέρα. Πώς θα ξεγελούσε τα παιδιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Μερικές φορές ο έμπορας δεν τα έπαιρνε γιατί είχαν μεγάλη ψίχα ήταν…χοντροκόκαλα και έμεναν απούλητα, οπότε εμείς τα παιδιά είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι.

    Θεέ μου, θυμάμαι, τότε που άνθιζαν, πανάθεμα τες, ήταν όλο το χωριό περίσσεια όμορφο. Ζωγραφικός πίνακας μεγάλος, πολύ μεγάλος με το βουνό Ζουμπρί από πάνω, τη θάλασσα και τον κάμπο στο κάτω μέρος, δεξιά το λάκκο του Τζιάλου και αριστερά το λάκκο του Τσέκουρη καθώς κοιτούσες από τον κάμπο. Μικρά πέτρινα και ταπεινά τα σπίτια μας, μεγάλο βαμβακένιο σύννεφο ακουμπισμένο στο χώμα η κάθε ανθισμένη αμυγδαλιά στόλιζε τις αυλές, τους κήπους. Μύριζε το χωριό από το άρωμα τους, γέμιζε το χωριό από μέλισσες που έψαχναν λουλούδι το λουλούδι κάθε αμυγδαλιάς. Πλησίαζες και άκουγες το γλυκό, απαλό βόμβο των φτερών λες και δεν δούλευαν αλλά έπαιζαν μουσική ή τραγουδούσαν δουλεύοντας. Μένεις έκπληκτος από την εργατικότητά τους, την υπομονή τους και την προσοχή τους να μην κακό στα άνθη της αμυγδαλιάς.

    Μετά από λίγες, τόσες ίσως όσο χρειάζονταν οι μέλισσες να μαζέψουν τη γύρη, τα πέταλα άρχιζαν να πέφτουν, έτσι σαν νιφάδες χιονιού. Έμεναν τα κοτσάνια με το ροζ-κόκκινο του αίματος που θα γινόταν αμύγδαλα, που ήταν ο καρπός. Σιγά –σιγά όμως… φύτρωναν τα φύλλα με αυτό το γνήσιο σκούρο πράσινο. Εκεί που ήταν τα άσπρα σύννεφα, τις ημέρες που ήταν τα λουλούδια, κάθονταν τώρα πράσινα μπαλόνια. Και το χωριό λες και ήταν άλλος ζωγραφικός πίνακας, άλλου ζωγράφου που προτιμούσε το πράσινο αντί του λευκού.

    Αυτές τις αλλαγές του άσπρου και του πράσινου των αμυγδαλιών τις παρακολουθούσα από την αμμουδιά που πήγαινα για αυτό ακριβώς το λόγο. Καθόμουν με τις ώρες και κοιτούσα –κοιτούσα βάζοντας αντηλιά το δεξί μου χέρι, τα δυο μου χέρια όταν είχε ήλιο. Με την παρουσία του, με τις ακτίνες του έκανε ακόμη πιο όμορφο το τοπίο, το χωριό όλο. Θεέ μου πόσο μου άρεσε, πόσο με ηρεμούσε. Είχα την αίσθηση πως μόνο Θείο χέρι θα μπορούσε να τον φτιάξει….

    Δεν σταματούσε όμως εδώ η έννοια μας για τις αμυγδαλιές. Μέρα τη μέρα, εβδομάδα την εβδομάδα μεγάλωναν οι καρποί. Εμείς τα παιδιά παρακολουθούσαμε… Περιμέναμε να μεγαλώσουν τόσο ώστε να μπορούμε να τα τρώμε ωμά. Τα λέγαμε τσίγαλα. Ήταν ένα είδος φρούτου. Προτιμούσαμε εκείνα τα τσίγαλα που ξέραμε ότι γινόταν καρπός αφράτος. Ήταν μαλακά και... πιο νόστιμα. Τα κόβαμε, γεμίζαμε τις τσέπες και τα τρώγαμε ένα-ένα. Με το δεξί…. σκούπισμα στο παντελόνι να φύγει το γνούδι, δάγκωμα στην άκρη να κόψουμε την ουρά και… το δαγκωμένο το ακουμπούσαμε στο αλάτι που είχαμε στη παλάμη του αριστερού χεριού. Αλάτι χοντρό που το είχαμε κοπανίσει, αλλά... και πάλι χοντρό ήταν. Οι γονείς μάς παρότρυναν να κάνουμε οικονομία γιατί τα αφράτα ήταν πολύ ακριβά και δεν συνέφερε να τρώμε ωμά.

    Όμως δεν τα τρώγαμε μόνο εμείς τα παιδιά. Ήταν και τα κοράκια ή γκαΐλες όπως τις λέγαμε. Προτιμούσαν και αυτές τα. ..αφράτα και μάλιστα όχι μόνο τόσο ως τσίγαλα, αλλά κυρίως ώριμο καρπό. Ήταν καταπληκτικό με τι ευκολία τα έκοβαν από το κλαδί και με το ράμφος τους χτυπούσαν το μαλακό περίβλημα και έτρωγαν την ψίχα. Από κοντά και οι καρακάξες. Παραμόνευαν πότε το κοράκι, πότε η καρακάξα. Έκαναν μεγάλη ζημία. Την ίδια περίοδο όμως ωρίμαζαν και τα σύκα. Και εκείνα τα πελέκαγαν. Μας στερούσαν το καλοκαιρινό μας φρούτο, αλλά και τις συκομαίδες για το χειμώνα. Ήταν... καταστροφή. Οπότε; Οπότε με τη σειρά, βάρδιες... φυλάγαμε τις αφράτες αμυγδαλιές και τις συκιές. Μόλις πλησίαζαν τις διώχναμε με φωνές και με πέτρες ή με ένα μεγάλο καλάμι. Είχαμε δύο αφράτες αμυγδαλιές δίπλα από το καλύβι των βοδιών και δύο συκιές. Μία την λέγαμε τσαπέλα γιατί μπορούσαμε να ξεράνουμε τα σύκα της ολόκληρα και την άλλη μπουκούκι γιατί είχε κόκκινη σάρκα και κάναμε συκομαΐδες. Αργότερα βρήκαμε το... κόλπο. Ο αδελφός μου ο Βαγγέλης με το μονόκανο σκότωσε τέσσερα κοράκια. Μετά κάθε σκοτωμένο κοράκι το δέσαμε καλά σε ξεχωριστό ξύλο μήκους δύο μέτρων περίπου. Στη συνέχεια σε κάθε δέντρο δέσαμε από ένα ξύλο με το κοράκι. Το καταπληκτικό είναι ότι στην αρχή που πλησίασαν φώναζαν εξαγριωμένα, ανήσυχα και δεν έτρωγαν. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση… Γιατί αντιδρούσαν έτσι; Καταλάβαιναν λοιπόν και τα πουλιά το μεγάλο κακό, το θάνατο των συντρόφων τους; Το περίεργο ήταν πως όσο περνούσαν οι μέρες άρχισαν να βρωμάνε και εξαφανίστηκαν τα κοράκια. Γλιτώσαμε τα αμύγδαλα, τα σύκα και τις σκοπιές.

    Με τα αμύγδαλα παίζαμε….. αμύγδαλα. Κάναμε μία γούρνα. Σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων τραβούσαμε μία γραμμή με ένα ξύλο στο χώμα. Καθένας μας είχε τον κούκο. Ήταν ένα μεγάλο αμύγδαλο και όσο γινόταν πλακουτσό δηλαδή μικρού πάχους για… να γλιστράει. Παίζαμε από δύο μέχρι τέσσερις. Βάζαμε μέσα στη γούρνα όσα αμύγδαλα συμφωνούσαμε, έτσι σαν μπάγκα θα λέγαμε σήμερα. Μετά από κλήρο ρίχναμε με τη σειρά τον κούκο προς την γραμμή. Καθένας στεκόταν όρθιος σε στάση προσοχής σε δέκα πόντους από τη γούρνα και χωρίς να σκύβει πετούσε τον κούκο και προσπαθούσε να το στείλει όσο γινόταν πιο κοντά στη γραμμή. Ρίχναμε όλοι. Ανάλογα με την απόσταση του... κούκου του καθενός από τη γραμμή ο πρώτος έριχνε τον κούκο του προς τη γούρνα με τα αμύγδαλα προσπαθώντας να τον ρίξει μέσα. Αν το έριχνε ήταν ο νικητής και έπαιρνε τα αμύγδαλα, τα κέρδιζε. Αν δεν τα κατάφερνε έριχναν με τη σειρά οι άλλοι και όποιος το έριχνε πρώτος σταματούσε το παιγνίδι. Στην περίπτωση που δεν μπόρεσε κανένας και οι κούκοι ήταν σε διάφορες αποστάσεις τότε ο πρώτος έσκυβε, καθάριζε την απόσταση του κούκου του από τη γούρνα και τον χτυπούσε με το δάχτυλο του, το δείχτη ή τον μέσο. Αν το έριχνε στη γούρνα ήταν ο νικητής. Αν δε το πετύχαινε, συνέχιζε ο δεύτερος που έκανε το ίδιο κ.λ.π μέχρι να τα καταφέρει κάποιος. Αν πάλι και τη δεύτερη φορά δεν καθόταν ο κούκος, ξανά ο πρώτος. Παίζαμε ώρες αρκετές και πολλές μέρες τα καλοκαίρια. Ήταν το καζίνο μας. Κάναμε και συνεταιρισμούς, είχαμε και αψιμαχίες και σπρωξίματα και μαλώματα. Η μεγάλη μας αγωνία ήταν να βρούμε καλό κούκο. Και όλες τις ατυχίες τις αποδίδαμε σε αυτόν. Αν πάλι κερδίζαμε δεν τον αλλάζαμε με τίποτε εκτός και η προσφορά ήταν δελεαστική δηλαδή πάνω από είκοσι αμύγδαλα. Για να τον αλλάξουμε την ώρα του παιγνιδιού έπρεπε να συμφωνήσουν οι υπόλοιποι, εκτός και είχε γίνει εξ αρχής συμφωνία πως μπορούμε η δεν μπορούμε να αλλάξουμε... .κούκους.

    Μέσα στο χωριό υπήρχαν πολλές αμυγδαλιές. Στην οικογένειά μας η σοδειά έφθανε μέχρι και 500 οκάδες. Μπορούσαμε να ξεχρεώσουμε, τον μπακάλη τον Χαρίλο και την Αγροτική Τράπεζα…

    Τα χρόνια πέρασαν. Δεν ξέρω πως έγινε και οι αμυγδαλιές ξεράθηκαν. Και έχω την αίσθηση ότι ξεράθηκαν από τότε που έφυγαν και οι άνθρωποι, οι νοικοκυραίοι. Και σαν ξεράθηκαν τις έκοψαν. Γυμνώθηκε ο τόπος. Ξεράθηκαν και οι δικές μου αμυγδαλιές. Και τις κόψαμε. Και λοιπόν; Έχει απομείνει ένα κομμάτι του κορμιού τους…που εξέχει από το χώμα, μια και ευτυχώς δεν έχουν κοπεί σύρριζα. Θεέ μου τις θυμάμαι όλες. Που ήταν η κάθε μια. Τη μορφή, το σχήμα, το βάρος των αμυγδάλων της. Ποια ήταν ψηλή, ποια κοντή, πόσο χρονών ήταν, ποιος τη φύτεψε, πόσες οκάδες αμύγδαλα έκαναν στις σοδειές. Στον ίσκιο τους έπαιξα. Έκοψα τα λουλούδια τους στα πρώτα μου σκιρτήματα. Που να τα δώσω όμως; Πώς να τολμήσω. Έκοψα τα κλαδιά τους να δώσω στα αγαπημένα μου κατσικάκια. Έκανα κούνια στα κλαδιά τους. Μάζεψα τα αμύγδαλά τους, ως τσίγαλα και χλωρά, λίγο πριν ανοίξει το περίβλημα με την άσπρη σαν γάλα ψίχα τους, τίναξα, καθάρισα τα τσόφλια τους, τα άπλωσα στον ήλιο, πούλησα στον νονό μου τον μπακάλη. Κάθε μία είχε το όνομά της. Καθένας στην οικογένεια είχε και την αμυγδαλιά του… Η αμυγδαλιά του Μπάρμπα Θανάση. Η αμυγδαλιά της Χαλ-Φώτας [Θεία Φωτεινή αδελφή του πατέρα μου]. Η αμυγδαλιά του Βαγγέλη [αδελφού του πατέρα μου]. Η αμυγδαλιά του Γιώργου, αδελφού μου που πέθανε σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. Δίπλα τού είχαν αφιερώσει και μία ελιά, η ελιά του Γιώργου. Υπάρχει και έτσι τη λέμε ακόμη. Ήταν μεγάλες και πρέπει να τις είχε φυτέψει ο παππούς ο Χρήστος. Η αμυγδαλιά του Χρήστου [δική μου]. Η φαρμοκόρα που είχε... ολίγον πικρά αμύγδαλα. Οι αμυγδαλιές στη Λιοφάτα [ονομασία τμήματος του κήπου] που ήταν νεότερες, φυτεμένες από τον πατέρα μου.

    Κάθε φορά που πηγαίνω στο χωριό πρώτη μου δουλειά είναι να πάω στο πατρικό με τις αμυγδαλιές και τις συκιές. Κάθομαι κάπου στη μέση, κλείνω τα μάτια και να όλα μπροστά μου όπως ήταν τότε…πηγαίνω μετά…. στο μνήμα της κάθε μιας. Ό,τι έχει απομείνει το έχω βγάλει φωτογραφία. Εκτός από τις φωτογραφίες έχω φυλάξει και από ένα κομμάτι από το ξύλο τους. Έτσι να υπάρχει…

    Αλλά τι λέω, τι γράφω. Τα σπίτια μας, οι κήποι μας, οι αυλές μας, τα καλύβια μας έγιναν, γίνονται πανάκριβα οικόπεδα. Είναι το τίμημα της… προόδου. Δηλαδή να μείνουμε στα παλιά, θα πει κάποιος. Όχι βέβαια… Σιγά –σιγά δημιουργείται μία άλλη Πλαταριά. Το πρόβλημα είναι δικό μου που έχω μείνει, μεγάλε, κολλημένος με την ΠΛΑΤΑΡΙΑ ΜΟΥ. Και με πονάει πολύ, πάρα πολύ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΠΙΑ. Και ακριβώς αυτός ο πόνος για αυτήν με κρατάει ζωντανό και μπορώ και γράφω. Γιατί εγώ επιμένω να θυμάμαι και μακάρι να το αντέξω τόσο παρελθόν. Αποκαρδιωτικό; Δειλία; Διέξοδος; Δεν ξέρω. Ίσως το καθένα χωριστά και όλα μαζί.

    [ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΟΙ ΑΝΤΊΛΑΛΟΙ Φ.926/31-1-2005], [ΤΟΛΜΗ Φ.467/28-2-2008]

    ΕΙΔΑ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΜΟΥ

    Η μάνα με περίμενε στην αυλόπορτα του σπιτιού εδώ στην Αθήνα. Ξαφνιάστηκα όταν τη είδα το πρωί, καθώς έφευγα για την δουλειά. Πως βρέθηκες εδώ, πως ήλθες από την Πλαταριά, την ρώτησα. Τόσες φορές την είχα παρακαλέσει να έλθει αλλά δεν το αποφάσιζε. Δεν ήλθε ούτε στους αρραβώνες, ούτε στο γάμο μου, ούτε στους γιατρούς για την καρδιά της.

    Ήταν με το μαύρο μαντήλι, την καφέ ποδιά, το σκούρο καφέ φουστάνι, τις μακριές καφέ κάλτσες μέχρι το γόνατο τις οποίες έδενε με κλωστή άλλου χρώματος. Είχε ριχτό στους ώμους της το πράσινο σακάκι του Νίκου που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Ήταν το σακάκι τού παιδιού, τού πρώτου της παιδιού. Είχε ίσως την αίσθηση πως ήταν συνεχώς κοντά της, αφού φορούσε δικό του ρούχο, αλλά είχε κιόλας βολευτεί από το κρύο. Το σακάκι ήταν σε καλή κατάσταση. Απλά είχε φαγωθεί στα μανίκια και τριφτεί στους αγκώνες και το παιδί δεν μπορούσε να το φορέσει άλλο στο γραφείο. Πως να αγοράσει καινούργιο. Στο χωριό όλοι οι γονείς φορούσαν τα ρούχα των παιδιών αφού τα μπάλωναν.

    Δεν είχε αλλάξει καθόλου στα χαρακτηριστικά της. Ίδια ακριβώς η μάνα μου όπως πριν φύγει. Στεκόταν κάτω από την ελιά που η ίδια είχε κάνει δώρο στους αρραβώνες μου.

    Έλα μέσα της είπα, μπορώ να πάω αργότερα στη δουλειά μου. Όχι, μου είπε. Όχι εγώ δεν κάνει να μπω πια στο σπίτι σου. Να πας στη δουλειά σου. Ήλθα μόνο για σένα. Σε πόνεσα και δεν ήλθες τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Ανήσυχος είναι και ο πατέρας σου. Ήλθα να σε δω και να σου πω να προσέχεις εδώ στην Αθήνα με τα πολλά αυτοκίνητα. Μην ανησυχείς της είπα. Να φιλήσεις τα παιδιά. Από την γιαγιά να τους πεις. Και από τον παππού. Τον Στέφανο τον γνώρισα, τον θυμάμαι. Την Πηνελόπη δεν την πρόλαβα. Γεννήθηκε όταν έφυγα. Να τα φωνάξω της είπα. Όχι δεν κάνει να με δουν και να τα δω τα παιδιά. Πήγε να φύγει. Θέλησα να την αγκαλιάσω, να την φιλήσω. Όχι- όχι είπε, μη με αγγίζεις. Πως θα γυρίσεις μόνη σου σπίτι της είπα. Μη νοιάζεσαι θα φθάσω στο σπίτι μου. Εξάλλου από τότε που έφυγα δεν είμαι άρρωστη πια. Δεν με πονάει τίποτε, δεν έχω αγκούσα, τρώω κανονικά, δεν παίρνω φάρμακα. Εκεί δεν έχουμε γιατρούς και νοσοκομεία.

    Αυτά είπε και απομακρύνθηκε η μάνα. Πήρε τον κατήφορο της οδού Πλαστήρα. Στάθηκα ακίνητος, εμβρόντητος, απορημένος για την ξαφνική επίσκεψη της μάνας. Ένιωσα ντροπή αφού έχω τόσο καιρό να πάω κοντά της να ανάψω το καντήλι της. Στεκόμουν εκεί αμίλητος μέχρι που έστριψε στην οδό Κιλκίς και την έχασα από τα μάτια μου.

    Και ενώ στεκόμουν εκεί ακούω την Ελένη από το μπαλκόνι να με ρωτά με ποιον μιλάω. Η μάνα μου της είπα και προχώρησα. Ποια μάνα άκουσα που με ρωτούσε, καθώς όλο και απομακρυνόμουν. Πήγαινα για τη στάση του λεωφορείου. Ακριβώς στη διασταύρωση με την οδό Αρκαδίου ερχόταν ένα αυτοκίνητο το οποίο δεν πρόσεξα και φρενάρισε δυνατά, στρίγγλισαν οι ρόδες. Βλαστημούσε ο οδηγός, φώναζε. Είχε βγάλει το κεφάλι από το παράθυρο. Σε έξαλλη κατάσταση μου είπε: Που έχεις το μυαλό σου ρε μαλάκα πρωί-πρωί;. Στη μάνα μου του είπα. Ποια μάνα σου ρε βλάκα που κόντεψα να σε σκοτώσω και θα μου έκλεινες το σπίτι. Στη νεκρή μάνα μου, του είπα πάλι σιγανά και φοβισμένα. Τι λέει ο άνθρωπος πρωί-πρωί. Άκου τη νεκρή μάνα. Τρελάθηκες φαίνεται είπε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα του αυτοκινήτου. Από τις φωνές του, από την παρουσία της μάνας, από την παρουσία των γειτόνων που μαζεύτηκαν, από την αγωνία μου ξύπνησα.

    Η ώρα ήταν περίπου τέσσερις. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω αέρα. Ήταν πολύ έντονη η παρουσία της μάνας μου. Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο που νόμιζα ότι η μάνα μου ήταν κάπου στο σπίτι ζωντανή. Γύρισα στο σαλόνι. Έμεινα πολλή ώρα. Κάποια στιγμή ξύπνησε η Ελένη. Ήλθε κοντά μου χωρίς να μου μιλήσει. Ή μάνα της είπα, η μάνα ήλθε εδώ έξω και δεν μπήκε μέσα... Ηρέμησε μου είπε, ηρέμησε. Χάσαμε τους γονείς Ελένη, της είπα, είμαστε οι μεγάλοι ορφανοί. Έχουμε τα παιδιά, είπε, είμαστε γονείς και κούρνιασε δίπλα μου. Αυτό δεν μας εμποδίζει να τους θυμούμαστε και εμείς τους γονείς μας και να μη γινόμαστε παιδιά και να τους αναζητούμε.

    Άντε να πάμε για ύπνο είπε. Μέχρι το πρωί δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Είχα γίνει παιδί και ήμουν με τους γονείς μου. Η Ελένη κοιμήθηκε πάλι.

    ΤΟΛΜΗ Φ.355/15-12-2005- ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ Φ.972/6-2-2006

    ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΑΛΩΝΙ

    [Β΄ Πανελλήνιο Βραβείο Διηγήματος Φυσιολατρικού Συνδέσμου Πατρών]

    Το αλώνι ήταν κοντά στο σπίτι. Υπερυψωμένο με φόντο το Ιόνιο. Φαινόταν καθαρά ο Κάβος και η Κέρκυρα. Μεγάλο, γεροδεμένο, περήφανο αλώνι με μεγάλες χοντρές ακανόνιστες πλάκες στρωμένο και πεζούλι γύρω-γύρω φτιαγμένο από μερακλήδες μαστόρους. Στο κέντρο το ξύλο στο οποίο έδεναν τις τριχιές των αλόγων. Το στάρι δεμένο σε δεμάτια το κουβαλούσαν οι ίδιοι οι αγωγιάτες από την Κέτα ή τον κάμπο. Οι ίδιοι έκαναν και την τοποθέτηση των δεματιών και άρχιζε το αλώνισμα. Στο κέντρο και γύρω από το ξύλο ο αγωγιάτης να φωνάζει πότε με το άγριο, πότε με τη γλύκα τα άλογα στο όνομά τους, να χτυπά στον αέρα το καμιτσίκι και ο ήχος τους να περνά δίπλα από τα τεντωμένα αυτιά τους.

    Γύριζαν-γύριζαν αδιαμαρτύρητα και με τα πατήματά τους, με τα πέταλά τους το στάρι λεφτερωνόταν από τα δεμάτια. Που και που ακουγόταν και ο μεταλλικός ήχος του πετάλου όταν έβρισκε την πλάκα με κίνδυνο να γλιστρήσει το άλογο. Ο ιδρώτας όλο και περισσότερο απλωνόταν στα κορμιά και κάπου-κάπου ξεφυσούσαν λες από νεύρα για τον αγωγιάτη ή για να διώξουν τη σκόνη από τα ρουθούνια τους.

    Γνωστοί οι αγωγιάτες, αυστηροί, ολιγόλογοι. Φορούσαν πάνινο καπέλο με γείσο και κάτω από το καπέλο ένα μαντίλι που εξείχε προς το σβέρκο για να προστατεύει από τον ήλιο ή αν δεν είχαν μαντίλι φορούσαν το καπέλο ανάποδα δηλαδή με το γείσο προς το σβέρκο.

    Εμείς, μικρά παιδιά, θέλαμε πολύ να μας φωνάξουν κοντά τους και, εκεί ανάμεσα από τα πόδια τους, να μας δώσουν τα καμιτσίκι και να κάνουμε για λίγο τον αγωγιάτη. Ποιος να μας προσέξει. Δεν ήταν δουλειές για παιδιά. Έτσι μας απόμενε απλά να παρακολουθούμε όλες τις εργασίες του αλωνίσματος.

    Όταν έκριναν ότι τα άλογα έκαναν τη δουλειά τους τα έβγαζαν από το αλώνι, σκέπαζαν τις ιδρωμένες πλάτες τους με τσουβάλια και τα άφηναν να περάσει λίγη ώρα για να τους δώσουν νερό και τροφή.

    Σειρά είχε το λίχνισμα με το μεγάλο ξύλινο πιρούνι, το τρικούλι για να διώξουν τα χοντρά άχυρα. Πετούσαν ψηλά με κλίση, κόντρα, προς τον δυτικό άνεμο λίγο- λίγο τα πατημένα άχυρα για να πέσει το στάρι στις πλάκες και το άχυρο να το παρασύρει ο αέρας προς ανατολάς. Όλο το χοντρό άχυρο μαζευόταν έξω από το αλώνι, μετά το πεζούλι σε μεγάλο σωρό ύψους πάνω από δύο μέτρα. Μετά πάλι λίχνισμα με το ξύλινο φτυάρι [λιοπάτα] για να φύγουν και τα ψιλά άχυρα, να καθαρίσει καλύτερα. Έτσι σιγά-σιγά απόμενε η ψίχα, η ψυχή των σταχυών, ο καρπός, το γέννημα, ο κόπος, το χρυσάφι στη χούφτα του γεωργού, το ψωμί της χρονιάς για την οικογένειά του. Απόμενε να γεμίσουν τα σακιά και να τα φορτωθούν οι γυναίκες για το σπίτι. Από όσα στάχυα δεν είχε φύγει το στάρι τα μάζευαν για τις κότες.

    Μετά από δύο-τρεις ημέρες έπρεπε να κουβαλήσουν και το άχυρο στο καλύβι ή να το στοιβάξουν στο στύλο για τα βόδια και τα άλλα ζώα για τροφή το χειμώνα.

    Και εμείς τα παιδιά περιμέναμε να παίξουμε στο άχυρο πριν το πάρουν. Παίρναμε λοιπόν φόρα από τις πλάκες του αλωνιού και πηδούσαμε στο σωρό του άχυρου, λες και ήταν θάλασσα, αχυρένια θάλασσα. Ένας-ένας με τη σειρά, ποιος θα πηδήσει πιο ψηλά και πιο μακριά. Πηγαίναμε σούρουπο σαν βασίλευε ο ήλιος, σχεδόν κρυφά, για να μην μας πάρουν χαμπάρι. Βρομούσαμε το άχυρο και δεν το έτρωγαν τα ζώα. Ιδρωμένοι λοιπόν, με άχυρα στα μαλλιά, στα ρούχα, στις τσέπες και με κόκκινα μάτια από τις σκόνες, το μπουχό, τρέχαμε στις μανάδες μας που πάντα ήξεραν να συγχωρούν.

    Ήταν καλοκαίρι του 1952-1953. Ήμουν 9-10χρονών.Ειχαμε καλή σοδιά στα στάρια. Ήταν σειρά μας να αλωνίσουμε. Από το πρωί όλα πήγαιναν καλά αφού φύσαγε αρκετά. Το απόγευμα έκοψε ο αέρας και οι αγωγιάτες δεν μπορούσαν να λιχνίσουν. Θα περιμένουμε μέχρι αύριο, είπε ο πατέρας. Απόψε θα κοιμηθώ στο αλώνι δίπλα στο στάρι. Φοβάμαι μην φάνε τα ζώα το γέννημα. Πήρε την πιο παλιά ψάθα, το κιλίμι και το μαξιλάρι. Πήρε και την μπούκλιζα [φλασκί] με νερό. Με πιάνει κόμπος καμιά φορά τη νύχτα και πνίγομαι έλεγε.

    Να κοιμηθώ και εγώ μαζί σου; είπα στον πατέρα. Καλοκάγαθος άνθρωπος, πράος δεν μου το αρνήθηκε. Να βάλεις κανένα μακρύ παντελόνι από τα δικά μου για να μη κρυώνεις και μακρύ πουκάμισο για τυχόν κουνούπια και το μαξιλάρι σου. Έλα θα έχω και παρέα, είπε. Ενθουσιάστηκα. Ένιωσα άντρας . Θα φύλαγα το στάρι στο αλώνι μαζί με τον πατέρα. Θα κοιμόμουν πρώτη φορά έξω από το σπίτι. Γρήγορα –γρήγορα βρήκα μακρύ παντελόνι και πουκάμισο με μακριά μανίκια και τον ακολούθησα. Είχε αστροφεγγιά. Γαλανό της φωτιάς όλος ο ουρανός. Έκανε ψύχρα. Είχε κουνούπια. Για να διώξουμε τα φίδια θα τσακίσω ένα σκόρδο. Έρχονται στα άχυρα για ποντίκια μου είπε. Στρώσαμε και πλαγιάσαμε. Ανάσκελα που ήμουν όλος ο ουρανός ήταν δικός μου. Δεξιά μου το βουνό Ζουμπρί, αριστερά μου ο Βραχωνάς. Προς το κεφάλι μου η Φασκομηλιά, η Σκορπιώνα, ο Αργυρότοπος, το Κούτσι, η ανατολή και προς τα πόδια μου ο Κάβος, το Ιόνιο, η Κέρκυρα, η δύση, το ηλιοβασίλεμα. Τα μάτια γέμισαν δάκρυα από το γαλάζιο του ουρανού, από το αγιάζι της νύχτας, από τη συναισθηματική φόρτιση. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ήθελα να κρατώ το κεφάλι μου έξω από το κιλίμι, να κοιτάζω, να βλέπω αλλά δεν με άφηναν τα κουνούπια.

    Ο πατέρας κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως και άρχιζε να ροχαλίζει. Όλη την ημέρα στο πόδι, όλη την ημέρα στον ήλιο, ήταν κατάκοπος. Πάντα κοιμόταν αμέσως μόλις πλάγιαζε, λες και δεν είχε σκοτούρες και βάσανα. Είναι το δώρο που μου έχει κάνει ο Θεός, έλεγε, και γελούσε. Προσπαθούσα να ξεχαστώ, να κάνω κάτι ώσπου να με πάρει ο ύπνος. Να μετρήσω τα αστέρια είπα. Έφτασα μέχρι τα εκατό. Σταμάτησα ξαφνικά. Σκέφτηκα πως ή μάνα έλεγε να μη μετράμε τα αστέρια γιατί θα βγάλουμε αστέρια στα χέρια, κάτι σαν... ελιά. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Στα άχυρα που ήταν σε απόσταση είκοσι περίπου μέτρων άκουγα φωνές, φωνούλες από μικρά σκυλάκια. Τρόμαξα. Άκουγα και βήματα ζώου που περπατούσε στα άχυρα. Μετά σταμάτησαν τα σκυλάκια. Κάποια σκύλα θα γέννησε στα άχυρα, είπα, και στεναχωριόμουν γιατί αύριο το βράδυ δεν θα μπορούσαμε να παίξουμε στα άχυρα. Μακριά από γεννημένη σκύλα μας έλεγαν οι γονείς μας. Υπερασπίζεται πολύ τα μικρά της και μπορεί να σε ξεσκίσει. Η ώρα περνούσε και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ανασηκώθηκα για να υπολογίσω που περίπου είχε γεννήσει η σκύλα, ποια σκύλα ήταν. Ήξερα όλα τα σκυλιά του χωριού αρσενικά και θηλυκά με τα ονόματά τους. Ο τεμπέλης ο Γκούσιος του Θωμά Ληγόρη, η άγρια Τσιαπάρω της Σάνας κλπ.

    Η σκύλα ήταν μέσα στα άχυρα. Ακουγόταν μόνο σουρσίματα και η ανάσα της. Ξαναξάπλωσα. Έβαλα το κεφάλι μέσα. Αδύνατο να με πάρει ο ύπνος, είχα αγριέψει. Ξαφνικά δεξιά μας ακούω σε μικρή απόσταση το θόρυβο δυνατής όσφρησης ζώου που κάτι ψάχνει, που ακολουθεί τη μυρουδιά, το τορό. Ακουγόταν ευδιάκριτα, καθαρά στην σιγαλιά της νύχτας η όσφρηση του ζώου. Ανασήκωσα ελάχιστα το κιλίμι. Ανατρίχιασα. Λίγο έλειψε να βάλω τις φωνές. Έμοιαζε με μεγάλο γερό, γεροδεμένο σκύλο. Είχε σταχτί χρώμα, λαμπερά μάτια. Από όσα μου είχε διηγηθεί ο πατέρας, τις νύχτες του χειμώνα για τους λύκους, έπρεπε να ήταν λύκος. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Μπορεί να επιτεθεί και στους ανθρώπους όταν πεινάει πολύ είχε πει. Στη σκέψη αυτή σκούντησα τον πατέρα ελαφρά με το πόδι κάτω από το κιλίμι και κόλλησα το κορμί μου στο δικό του. Ξύπνα, εδώ γύρω πρέπει να είναι λύκος του είπα όσο μπορούσα πιο σιγά. Αντέδρασε ψύχραιμα. Σήκωσε λίγο το κεφάλι από το κιλίμι για να βεβαιωθεί. Σαν να κοίταζε με το ένα μάτι, λοξά και με το κεφάλι μού έκανε νόημα πως ήταν πράγματι λύκος. Έφερε το στόμα του στο αυτί και μου είπε σιγά, ψιθυριστά: Μη φοβάσαι, μη κινείσαι, μη μιλάς. Κάτι ψάχνει. Κάπου εδώ έχει κάποιο ζώο και θέλει να το φάει. Με το δάκτυλό μου του έκανα νόημα ότι κάτι θέλω να του πω. Έφερε το αυτί του κοντά: Έχει γεννήσει σκύλα στα άχυρα του είπα. Κούνησε το κεφάλι και είπε: Ας περιμένουμε. Ο λύκος έκανε ένα γύρω από εμάς, μύρισε το κιλίμι. Είχε κοπεί η ανάσα μου. Με σκεπασμένα τα κεφάλια, ολόκληροι κάτω από το κιλίμι περιμέναμε τι θα κάνει ο λύκος. Οι στιγμές ήταν μεγάλες, ατέλειωτες. Είχα ιδρώσει. Είχα βάλει τα πόδια μου ανάμεσα στα πόδια του πατέρα μου. Μου έπιασε το μπράτσο και το έσφιγγε δυνατά. Άγιε Σπυρίδωνα βοήθησε και θα σου ανάψω μία λαμπάδα ίσια με το μπόι του παιδιού ψέλλισε.

    Ο λύκος δεν στάθηκε σε μας. Προχώρησε προς τα άχυρα. Ακουγόταν τα βήματα και η όσφρησή του. Και ξαφνικά άρχισε η πάλη, η μάχη του λύκου και της μάνας σκύλας. Αγώνας μέσα στα άχυρα, δαγκώματα, τούμπες, ένα κουβάρι τα δύο ζώα πάλευαν απεγνωσμένα. Όλα αυτά ακούγονταν πότε πιο κοντά, πότε πιο μακριά, πότε στην επιφάνεια, πότε πιο βαθιά ανάλογα σε πιο βάθος του άχυρου ήταν τα κορμιά τους. Εμείς τι να κάνουμε, πως να βοηθήσουμε; Απλά παρακολουθούσαμε κάτω από το κιλίμι.

    Μετά από δέκα λεπτά περίπου σιωπή. Ακουγόταν μόνο ή σκύλα που βογκούσε ανήμπορη και έκλαιγε γοερά για τα παιδιά της, όπως κάνει κάθε μάνα που χάνει τα παιδιά της. Ακούστηκαν και τα βήματα του λύκου μέσα στα άχερα. Φαίνεται πως βρήκε και έφαγε τα σκυλάκια. Μετά ακούστηκαν πηδήματα, σάλτα κατά το βουνό, έτσι σαν να τον κυνηγούσαν. Πήρε τον ανήφορο κατά το βουνό το Ζουμπρί.

    Έφυγε είπε ο πατέρας. Βγάλαμε τα κεφάλια έξω. Τα βογκητά της σκύλας ακούγονταν καθαρά. Να πάμε στη σκύλα είπα στον πατέρα. Όχι μου είπε. Μπορεί να επιτεθεί σε εμάς. Είναι αγριεμένη. Κάτσε να περιμένουμε να ξημερώσει. Που να κοιμηθούμε. Μέχρι να ξημερώσει μου έλεγε ιστορίες για λύκους: Είναι επικίνδυνοι όταν είναι κοπάδι και είναι νύχτα. Όταν συναντούν κοπάδι από γελάδια αυτά αρχίζουν να μουγκρίζουν και κάνουν κύκλο. Μέσα στον κύκλο σπρώχνουν τα μοσχάρια, ενώ τα ανήμπορα τα γερασμένα πηγαίνουν από μόνα τους για να προστατευθούν. Κάθε ζώο έχει το κεφάλι του, τα κέρατά του προς τα έξω και τα πισινά του προς τα μέσα. Όπου λοιπόν και να επιτεθεί ο λύκος βρίσκει κέρατα. Σε κάθε βόδι που πλησιάζει ο λύκος του ορμάει για να το χτυπήσει με τα κέρατα χωρίς όμως να απομακρύνεται πολύ από τον κύκλο και προλάβουν οι άλλοι λύκοι και το απομονώσουν. Μου φάνηκαν ατέλειωτες οι ώρες, ατέλειωτη η νύχτα παρόλο που έφυγε ο λύκος" και δεν κινδυνεύαμε.

    Με τα χάραγμα σηκωθήκαμε. Πλησιάσαμε προς τα άχυρα. Η σκύλα είχε ψοφήσει. Τα άχυρα ήταν άνω κάτω από την πάλη. Υπήρχαν σταγόνες από το αίμα των κουταβιών. Ο πατέρας έριξε μία ματιά γύρω. Έκανε το σταυρό του. Δόξα το Θεό γλιτώσαμε. Την Κυριακή στη χάρη του Αγίου Σπυρίδωνα θα ανάψω ένα κεράκι. Την λαμπάδα που του έταξα θα την πάω ο ίδιος στην Κέρκυρα.

    Μαζέψαμε το κιλίμι, την ψάθα, τα μαξιλάρια τα οποία πήρε ο πατέρας και τράβηξε για το σπίτι. Εγώ ακολουθούσα κρατώντας το παντελόνι του πατέρα που φορούσα και το ανασήκωνα γιατί σερνόταν. Είπαμε στη μάνα όσα έγιναν τη νύχτα. Άκουσα τη σκύλα, αλλά δεν πήγε ο νους σε λύκο. Και σου έχω πει να μην κάνεις αλώνι την Παρασκευή. Δεν μου πηγαίνει, το έχω σε κακό. Πάντα κάτι παθαίνουμε. Πήρες και το παιδί κοντά, είπε η μάνα. Το ήξερα, το ξέρω γυναίκα, αλλά ο αγωγιάτης κανονίζει. Έπεσε Παρασκευή, τι να κάνω; είπε ο πατέρας. Θα ανάψω το καντήλι στη χάρη της , είπε η μάνα. Θρησκευόμενοι, απλοί άνθρωποι, όχι θρησκόληπτοι είχαν βρει ή έτσι νόμιζαν τη διέξοδο, τη χαραμάδα στις δύσκολες στιγμές. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν;

    Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, έχει και συνέχεια. Μετά από λίγη ώρα μάθαμε ότι εκατό περίπου μέτρα από το αλώνι ο λύκος είχε φάει τη γομάρα του Τάση Πέτρου. Τη βρήκαν το πρωί να στέκεται περίεργα όρθια, έτσι σαν βαλσαμωμένη. Ήταν μια γαϊδούρα μεγαλόσωμη, γεροδεμένη και ψηλή, έτσι σαν μουλάρι. Από τα δύο πισινά της πόδια είχε κόψει τα μπούτια της και έτρεχαν αίματα. Ωστόσο ήταν ζωντανή, βογκούσε, αλλά ήταν ακόμη ζωντανή. Την περιποιήθηκαν με τους πρακτικούς τρόπους που ήξεραν, σαν να ήταν άνθρωπός τους και την έκαναν καλά και έζησε πολλά χρόνια.

    Τα χρόνια περνούσαν. Όσο ήμουν στο χωριό και στις μικρές τάξεις του Γυμνασίου έπαιζα με τα άλλα παιδιά στο αλώνι, στα άχυρα. Σαν έφυγα στην Αθήνα και ερχόμουν στο χωριό πήγαινα στο αλώνι και κλείνοντας τα μάτια ζούσα κάθε φορά όσα έγιναν εκείνη τη νύχτα με το λύκο. Εδώ και μερικά χρόνια το αλώνι δεν υπάρχει. Κάποιοι βάρβαροι έβγαλαν τις πλάκες, πήραν τις πλάκες και τις πέτρες από τα γύρω πεζούλια για να στρώσουν την αυλή τους, για να φτιάξουν ξερολιθιά στον κήπο τους. Έχει απομείνει ένας υπερυψωμένος χωμάτινος όγκος. Έγινε ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Για μένα το αλώνι υπάρχει, είναι εκεί. Το έχω κρατήσει στην ψυχή μου και σε φωτογραφίες. Από τότε που το βρήκα γυμνό, ξεδοντιασμένο δεν ξαναπήγα, δεν ξαναπέρασα, δεν ξαναπηγαίνω, δεν ξαναπερνώ. Δεν το αντέχω.

    Την ιστορία αυτή τη θυμήθηκα όταν είδα ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση για τους λύκους. Θυμάμαι ακόμη πως την είχα διηγηθεί στα παιδιά και την είχα γράψει σε μία κασέτα μαγνητοφώνου με την ένδειξη Ένας λύκος στο αλώνι. Θα ψάξω να την βρω, να την ακούσω πάλι. Θέλω να την αφήσω στα δικά μου παιδιά να την έχουν. Ίσως κάποτε την ακούσουν τα δικά τους παιδιά. Αν δημοσιευθεί στην εφημερίδα θα την κρατήσω για να τη διαβάσουν όταν μάθουν γράμματα. Θα είναι μία ιστορία του παππού με τη φωνή του και την γραφή του.

    ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ [Φ.869/17-11-2003]- ΤΟΛΜΗ [Φ.403/23-11-2006]

    ΕΝΑΣ ΚΟΤΣΥΦΑΣ ΣΤΗΝ... ΑΘΗΝΑ

    Ο κότσυφας έγινε μόνιμος κάτοικος του ανοικτού φωταγωγού, εδώ δίπλα από το παράθυρο του γραφείου. Μοιάζει με αγκαλιά που έχουν φτιάξει με τις πλάτες τους οι γύρω πολυκατοικίες. Έχει δέντρα, έχει λουλούδια και θάμνους, έχει βρύση για πότισμα. Είναι ένας μικρός κήπος στην καρδιά της Αθήνας. Με ξεκουράζει ευχάριστα πανάθεμά τον. Μαχαίρι είναι η απότομη φωνή του, μαχαιριά ήχου, έτσι σαν ηχητική αστραπή καθώς επιστρέφει με φούρια από κάποιο άλλο δέντρο άλλης γειτονιάς.

    Μακάρι να μείνει εδώ. Να βρει κοτσυφίνα, να φτιάξει φωλιά, να κάνει κοτσυφόπουλα. Μακάρι χίλιες φορές. Και όμως, αν μπορούσα να τον πιάσω, θα τον οδηγούσα έξω στα βουνά, στα δάση, στις ελιές, στην εξοχή μακριά από την πόλη-θάνατο. Γιατί εκεί είναι ταμένο να ζει, εκεί του πρέπει. Και πως άραγε βρέθηκε εδώ, πως εγκλωβίστηκε. Έτσι και τα πουλιά σαν και εμάς δεν μπορούν να φύγουν; Μα αυτά έχουν φτερά. Μπορούν να πετάξουν. Τι το ψάχνω. Είμαι τυχερός που έχω εδώ δίπλα από το παράθυρο μου, γείτονά μου έναν ολόμαυρο κότσυφα με κίτρινη μύτη. Είναι όμορφος, αλλά έγκλειστος, φυλακισμένος κότσυφας. Ο καθένας στην δική του φυλακή, λοιπόν, αγαπημένε μου κότσυφα..

    Τον αγάπησα τούτον τον κότσυφα. Δεν πρέπει να τον χάσω, πρέπει να τον κρατήσω σκέφτηκα. Παραμόνεψα αρκετές φορές και κατάφερα να τον βγάλω φωτογραφία κάποια στιγμή που στάθηκε στο κάγκελο του απέναντι μπαλκονιού. Έγραψα και την φωνή του στο μαγνητόφωνο. Ήταν πιο απλό. Μπορώ λοιπόν να τον βλέπω και να τον ακούω . Αυτό όμως δεν φθάνει. Είναι για μετά, όταν θα φύγει, όταν δεν θα υπάρχει. Έχω ανάγκη την ζωντανή παρουσία του συνεχώς. Όταν ακούω τη φωνή του ανοίγω αμέσως το παράθυρο. Θέλω να τον ακούω εκ του φυσικού, έτσι σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που επικοινωνούμε.

    Βγάζω το κεφάλι έξω προς τον φωταγωγό, σκύβω, κοιτάζω δεξιά- αριστερά, προσπαθώ να εντοπίσω το σημείο που βρίσκεται. Και στο ψάξιμο μου αυτό οι αναμνήσεις έρχονται, έτσι σαν λευκά πουλιά που φτερουγίζουν γύρω μου, ένα-ένα, όλα μαζί και η καρδιά μου φτερουγίζει μαζί τους και το μυαλό μου σταματά. Αφήνομαι, φεύγω μαζί τους, γυρίζω πίσω στα κοτσύφια. ..των παιδικών μου χρόνων αδιαφορώντας για τον κότσυφα του ανοικτού φωταγωγού.... .για τον Αθηναίο κότσυφα.

    Είχαμε πολλά κοτσύφια στο χωριό. Χαλούσε ο κόσμος κατά τις αρχές Δεκεμβρίου, όταν οι ελιές είχαν γίνει όλες.....μαυρομάτες και ώριμες...Καθαρίζαμε τον χώρο κάτω από τα ελαιόδεντρα για να μαζεύουμε εύκολα και γρήγορα τον καρπό. Εκείνα πλησίαζαν δειλά και φοβισμένα για κάποια ελιά, σκουλήκια και έντομα. Τα άρπαζαν, έτσι σαν το κλέφτη, και έφευγαν φωνάζοντας δυνατά και χαρούμενα, λες και μας κορόιδεψαν, μας ξεγέλασαν και ξέφυγαν παίρνοντας. ..ένα σπυρί ελιάς. ..από τις ελιές μας. Με εντυπωσίαζε πολύ η δυνατή και απότομη φωνή τους, το απότομο πέταγμα και το μαύρο φτέρωμα με την κίτρινη μύτη...Να είχα τα φτερά τους έλεγα.. Να είχα τις φτερούγες τους...

    Όσοι είχαν ντουφέκι κυνηγητικό τα κτυπούσαν. Υπήρχαν και τσίχλες [κίχλες], αλλά αυτές ήταν πιο γρήγορες, πιο έξυπνες και δύσκολα τις σκότωναν. Εμείς στο σπίτι δεν είχαμε όπλο. Ο αδελφός μου ο Βαγγέλης, όμως, είχε βρει τον τρόπο να πιάνει περισσότερα και από τους κυνηγούς.... Είχε τις δικές του παγίδες με. ..αγκίστρια, λες και τα κοτσύφια ήταν ψάρια....Θυμάμαι πολύ καλά την κατασκευή των παγίδων αυτών και τον τρόπο στησίματος γιατί με έπαιρνε μαζί του και έμαθα καλά την. ..τέχνη.

    Έκοβε μικρά ξύλα από αγριελιά σε μήκος μιας μεγάλης πιθαμής [είκοσι εκατοστά περίπου] με διάμετρο ένα εκατοστό. Στην μία άκρη έκανε περιμετρικά μία εγκοπή όπου έδενε το ένα άκρο του ψιλού νάιλον[πετονιά] ή την μεταξωτή κλωστή. Το άλλο άκρο του ξύλου το έκανε αιχμηρό με το μαχαίρι για να το χώνει στο χώμα. Το μήκος του νάιλον ή της κλωστής ήταν περίπου τριάντα εκατοστά. Στο ελεύθερο άκρο έδενε το πιο μικρό αγκίστρι που υπήρχε, της ψείρας, όπως το λέγαμε, για να μπορεί να το καταπίνει πουλί.

    Τα σκουλήκια τα βρίσκαμε κάτω από τις πλάκες, όπου υπήρχε υγρός τόπος. Πηγαίναμε στους μπαξέδες, που ήταν κοντά στη βρύση του χωριού ή και στους κήπους. Σκάβαμε κάτω από το δέντρο, ώστε το πουλί να δει το σκαμμένο χώμα. Τα σκουλήκια έπρεπε να είναι ζωντανά και να κινούνται για να εντοπιστούν αμέσως. Το πουλί κατάπινε το σκουλήκι μαζί με το αγκίστρι. Σηκωνόμαστε πρωί, χαράματα για το στήσιμο των παγίδων. Μετά πηγαίναμε λίγο πριν έλθουν οι χωριανοί για να μαζέψουν τις ελιές. Τις καθημερινές έπιανε ο Βαγγέλης, γιατί είχα σχολείο, και εγώ έπιανα τις Κυριακές και γιορτές. Ο Βαγγέλης έπιανε πολλά. Τα ξεπουπούλιαζε κιόλας και τα έφερνε έτοιμα στη μάνα. Ήταν πολύ σημαντικό γεγονός για την οικογένεια. Μαγειρεμένα με πιλάφι τρώγαμε όλοι μεσημέρι -βράδυ. Το ρύζι μύριζε κρέας, νοστίμιζε το φαγητό. Δεν μπορώ να ξεχάσω την νοστιμιά εκείνου του πιλαφιού με κοτσύφια. Ειδικά η τσίκνα, που έπιανε η κατσαρόλα στο πάτο της, ήταν νοστιμότατη και η μάνα έδινε από μία κουταλιά στον καθένα!

    Μερικοί έστηναν τις παγίδες κοντά σε σπίτια, που ήταν κοντά σε ελαιόδεντρα. Εκεί όμως πήγαιναν και οι κότες για βοσκή. Έτσι μερικές φορές αντί για κοτσύφια έπιαναν κότες τις οποίες, αν προλάβαιναν ζωντανές, τους έκοβαν επιτόπου το κεφάλι και τις πήγαιναν στα σπίτια τους. Ποιος να το καταλάβει. Είχε πολλές αλεπούδες και λέγαμε πως την μαύρη κότα την έφαγε η αλεπού χθες. Όμως, κάποια φορά, μια κότα έκοψε το νάιλον και ήλθε σπίτι με το αγκίστρι στο στόμα και αποκαλύφθηκε η απάτη. Το νέο διαδόθηκε σε όλο το χωριό και από τότε ησύχασαν οι κότες αλλά και τα κοτσύφια του κοντινού ελαιώνα. Αν η κότα είχε ψοφήσει δεν την έτρωγαν. Έκοβαν την κλωστή και αφαιρούσαν, αν μπορούσαν και το αγκίστρι. Την μετέφεραν σε άλλο μέρος και ήταν σίγουρο ότι η αλεπού θα εξαφάνιζε το. ..θύμα, ακόμα και την ημέρα. Πάλι λοιπόν δεν μπορούσε να υπάρχει υποψία.

    Τα χρόνια πέρασαν. Ο Βαγγέλης αγόρασε μονόκανο όπλο, πήρε σκύλο, τον Μόσχο. Κυνηγούσε λαγούς, κοτσύφια, αγριοπερίστερα, αλεπούδες. Πήγαινα και εγώ τα σαββατοκύριακα. Άλλο είδος κυνηγίου. Δεν συμμετείχα, απλά ακολουθούσα, κουβαλούσα τα. ..τρόφιμα και τα. ..θηράματα. Εντόπιζε τον κότσυφα σε ποιο δέντρο ήταν. Πήγαινε σιγά-σιγά, σημάδευε, πατούσε σκανδάλη, μπαμ και κάτω ο κότσυφας διάτρητος από τα σκάγια. Καμία σχέση με τις παγίδες που ήταν. ..ιεροτελεστία. Να βρεις και να κόψεις τις βέργες από την αγριελιά, να βρεις νάιλον ή μεταξωτή κλωστή

    Να την κόψεις κομμάτια, να ετοιμάσεις τα ξυλαράκια, να δέσεις καλά τα αγκίστρια της ψείρας, να βρεις φρέσκα,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1