Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Οι Ντέβα
Οι Ντέβα
Οι Ντέβα
Ebook510 pages3 hours

Οι Ντέβα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Στο μυθιστόρημα Οι Ντέβα, που σημαίνει φύλακες-άγγελοι στα σανσκριτικά, ο συγγραφέας δίνει ένα από τα ωραιότερα βιβλία στη νεοελληνική γλώσσα για τη σχέση των ανθρώπων με τα ζώα. Πρόκειται για ιστορίες με κατοικίδια, που μοιράζονται σταθερά τη ζωή μιας οικογένειας: τα δυο παιδιά του Πέτρου Αρχοντίδη από μικρή ηλικία ανακαλύπτουν ότι έχουν ιδιότητες «ντέβα». Θα αναλάβουν να φροντίσουν και να θεραπεύσουν σκύλους και γάτες της γειτονιάς και του σπιτιού με απαράμιλλο ζήλο, αναπτύσσοντας βαθύτερη επικοινωνία με τους τετράποδους συγκατοίκους τους. Συγκινητικές ιστορίες, σκυλίσιες, γατίσιες και ανθρώπινες, διανθίζονται με οξυδερκείς παρατηρήσεις για τον κοινωνικό ρατσισμό, και συντροφεύουν ανάλογες ιστορίες των μεγάλων φιλόζωων της ελληνικής λογοτεχνίας, του Ροΐδη, του Μητσάκη, του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του Νίκου Καββαδία, του Ε.Χ. Γονατά, της Ζυράννας Ζατέλη.


ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, Ομότιμη καθηγήτρια Α.Π.Θ. | Athens Review of books

LanguageΕλληνικά
Release dateApr 9, 2020
ISBN9789925573349
Οι Ντέβα

Read more from Πάνος Ιωαννίδης

Related to Οι Ντέβα

Related ebooks

Related categories

Reviews for Οι Ντέβα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Οι Ντέβα - Πάνος Ιωαννίδης

    2014

    ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

    Στη δεύτερη αυτή έκδοση του μυθιστορήματος Οι Ντέβα, που μαζί με τα μυθιστορήματα Αμερική ’62: De Profundis, και Κοάζινος, αποτελούν την τριλογία Πέτρος Αρχοντίδης, αντικατέστησα τα ονόματα των κεντρικών ηρώων της πρώτης του έκδοσης (Αρμίδα 2006), με τα ονοματεπώνυμα που φέρουν στα άλλα δυο μυθιστορήματα της τριλογίας.

    ΜΕΡΟΣ Ι - Τα χρόνια της τρυφερότητας, της ανακάλυψης και του ονείρου

    ΑΡΙΑΔΝΗ

    Τα παιδιά μου, την Ελίνα και τον Αλέξανδρο, θα μπορούσα, ποιητική αδεία, να τα ονομάσω ντέβα των γατιών. Κι όχι των γατιών μονάχα. Τα κατοικίδια όλα, ιδιαίτερα όσα είναι εγκαταλειμμένα, πεινασμένα, άρρωστα ή κυνηγημένα, κερδίζουνε αμέσως την προσοχή και την αγάπη τους και τίθενται υπό την προστασία τους, που κάποτε είναι τόσο μεγάλη και ασφυκτική που καταντάει τυραννική.

    Αυτή τους τη ντεβαϊκή ζωοφιλία τα δυο παιδιά τη φέρανε μαζί τους, εκ γενετής· ήταν ένα γονίδιο ισχυρό που εκδηλώθηκε απ’ τα νηπιακά τους χρόνια κι έπαιξε ρόλο καθοριστικό στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς τους.

    Όμως, ας δούμε πρώτα τι σημαίνει ο όρος «Ντέβα». Είναι λέξη σανσκριτική, που στη γλώσσα μας μπορεί ν’ αποδοθεί σαν προστάτης άγγελος. Σύμφωνα με τις δοξασίες της Ανατολής οι Ντέβα εποπτεύουν, προστατεύουν, καθοδηγούν και ωθούν προς εξέλιξη τα όντα του τρίτου βασιλείου της φύσης, του ζωικού.

    Σύμφωνα με τις ίδιες δοξασίες, Ντέβα υπάρχουνε και για το δεύτερο, το φυτικό βασίλειο· φύλακες άγγελοι για άνθη, δέντρα, βότανα, το ταπεινό χορτάρι, κ.ο.κ. Σ’ αυτό μας το αφήγημα δεν θ’ ασχοληθούμε, δυστυχώς, μ’ αυτούς τους ευφάνταστους, πράους Ντέβα, ούτε με τους συνανθρώπους μας που εξευγενίζονται συντρέχοντάς τους στο έργο τους. Μια άλλη φορά ίσως, αν τα πάμε καλά με τους σκληροτράχηλους αδελφούς τους του ζωικού βασιλείου και τους εν σαρκί θεράποντές τους.

    Εμείς όλοι πάλι, που στριμωγμένοι πάνω στην τέταρτη εξελικτική βαθμίδα, αυτοκαλούμαστε «άνθρωποι» και καυχόμαστε πως είμαστε η κορωνίδα της δημιουργίας, πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού (!), είμαστε σίγουρα οι ντέβα του εαυτούλη μας…

    Και τι ντέβα!

    Εν πάση περιπτώσει, αν όντως υπάρχουν κι εργάζονται σε μιαν άλλη διάσταση οι οντότητες αυτές, η απονομή σε κοινούς θνητούς ενός τόσο μεγάλου τίτλου είναι ασέβεια που δεν θα κάνω. Γι’ αυτό κι επαναλαμβάνω πως χαρακτηρίζοντας έτσι τα παιδιά μου και τους ομοίους τους κάνω μια τολμηρή μεταφορά για να υπογραμμίσω την πίστη μου στην ύπαρξη ατόμων με χαρίσματα και ροπές που μοιάζουν ή θυμίζουν τις ντεβαϊκές.

    Μιλάω μ’ άλλα λόγια για ντέβα με «ν» μικρό· για άτομα που διαφέρουν απ’ τη μάζα των κοινών ανθρώπων μόνο ως προς τον βαθμό σεβασμού που αισθάνονται για το ζωικό βασίλειο, που είναι πολύ μεγαλύτερος του συνήθους· όπως είναι και οι προσπάθειες που καταβάλλουν για να γνωρίσουν, να προστατεύσουν, να εκπαιδεύσουν ή ν’ αποκαταστήσουν μιας μορφής επικοινωνία με τους επίγειους, πτερωτούς, ενάλιους ή αμφίβιους κατοίκους του.

    Ό,τι, ωστόσο, πρώτιστα χαρακτηρίζει τους ανθρωποντέβα είναι η ένταση της αγάπης που αισθάνονται για τον κόσμο των ζώων γενικά, ή για κάποιες ομάδες ή μονάδες του, που ενίοτε φτάνει στα όρια της υπερβολής και γίνεται πάθος, συχνά μη ελεγχόμενο· κάποτε και νοσηρό· μιας αγάπης που εντέλει υπερτονίζει κάποιες ιδιότητες και ταλέντα που φέρνουν μαζί τους τα άτομα αυτά ή τ’ αποχτούν καθ’ οδόν.

    Όπως έχω κιόλας πει, τις όποιες ντεβαϊκές ιδιότητες διαθέτουν, η Ελίνα κι ο Αλέξανδρος τις εκδήλωσαν σε πολύ τρυφερές ηλικίες· η Ελίνα από τότε που ήτανε τεσσάρων κι ο Αλέξανδρος γύρω στα έξι. Μάλιστα τις εξωτερίκευσαν με τέτοια φυσικότητα, που έδωσε στην ιδιαιτερότητα της συμπεριφοράς τους και στην ανεξήγητη επίδραση που ασκούσαν σε κάποια ζωντανά, την εντύπωση ενός κοινού, συνηθισμένου φαινομένου.

    Το άλλο αξιοπερίεργο σ’ όλη αυτή την υπόθεση είναι πως, αντίθετα με τα παιδιά μας, ούτε η γυναίκα μου Όλια, ούτε γω, ήμασταν προικισμένοι με ανάλογες ιδιότητες. Θα μπορούσα μάλιστα να πω πως ανάμεσα σε μας τους δυο και τα κατοικίδια υπέβοσκε ανέκαθεν μια, πότε φανερή και πότε ανεκδήλωτη, αντιπαλότητα.

    Κι εξηγώ το γιατί και πώς προέκυψε.

    Η Όλια, απ’ τα παιδικά της χρόνια, κρατούσε αποστάσεις από πουλιά και ζώα. Στα πρώτα χρόνια μετά το γάμο μας δεν την είδα να πλησιάζει, να μιλάει, να χαϊδεύει, ούτε καν ν’ αγγίζει κατοικίδια σε συγγενικά ή φιλικά μας σπίτια. Ούτε διανοήθηκε ποτέ να επιτρέψει την είσοδο στο δικό μας σπίτι, σε σκυλί, γατί ή πτερωτό. Όταν γινόταν λόγος γι’ αυτό το θέμα έλεγε πως, χωρίς να ’χει οτιδήποτε εναντίον των ζώων, αποφεύγει τη συνάφεια μαζί τους γιατί το δέρμα της είν’ εξαιρετικά ευαίσθητο κι οι μύκητες κι οι άλλοι μικροοργανισμοί της γούνας και του σάλιου τους της προκαλούνε αλλεργίες κι εξανθήματα. Στο παρελθόν, μου έλεγε, ταλαιπωρήθηκε πολύ και για μεγάλες περιόδους από μυκητιάσεις κι έκτοτε αποφεύγει την επαφή, ει δυνατόν και τη γειτνίαση, με ζώα και πουλιά. Παρ’ όλ’ αυτά, την έχω ακούσει να τονίζει πως αυτή η στάση της διόλου δεν σημαίνει πως αγαπάει τα ζώα λιγότερο απ’ τους αυτοτιτλοφορούμενους ζωόφιλους· την αλήθεια της δήλωσής της αυτής την εξακρίβωσα εμπειρικά αργότερα, όταν οι συγκυρίες, μάλλον για να κυριολεκτήσω, η φορτική επιμονή των παιδιών μας έπεισε τη μητέρα τους να επιτρέψει τη συγκατοίκησή μας με κάποια κατοικίδια. Η Όλια, είναι αλήθεια, τα γνοιαζόταν, μεριμνούσε για την ευημερία αυτών των ζωντανών, αλλά πάντοτε από απόσταση ασφαλείας.

    «Ναι», έλεγε, «να ’χουμε τα ζωάκια σπίτι μας, αλλ’ όχι, αδελφέ, στην αγκαλιά μας, στα κρεβάτια μας, στα έπιπλά μας».

    Αντίθετα με την Όλια, η μητέρα της, η κ. Αλκυόνη, έκανε ακριβώς ό,τι απέφευγε η μεγάλη της κόρη· το ίδιο κι η δευτερότοκη αδελφή της Όλιας, η Λήδα· οι δυο τους χαϊδολογούσαν, ψείριζαν, έδιναν ονόματα στα γατιά τους, τους μιλούσαν, έπαιζαν μαζί τους. Φρόντιζαν επίσης κι αρκετά άλλα ζωντανά στο περιβόλι που έζωνε το σπίτι τους: κότες, περιστέρια, πάπιες και κουνέλια.

    Όσο για την πιο μικρή κόρη της οικογένειας, τη Σοφία, ήταν κατ’ ουσίαν αδιάφορη για τα ζώα, αν και ακολουθούσε μιμητικά τις προτιμήσεις της Λήδας.

    Ο πατέρας της Όλιας, απ’ την άλλη, ο κ. Αλέξανδρος Θεοχάρους, ενώ αντιπαθούσε τις γάτες της γυναίκας του και των δυο κοριτσιών του, υπεραγαπούσε τον Τόμπυ, το σκυλί του. Έλεγε επίσης ότι αγαπούσε τις πάπιες και τις κότες:

    «Αλλά ξηροψημένες. Επίσης, τους κόνικλους και τους λαγωούς, στυφάδο».

    Ξετρελαμένη με τον Τόμπυ ήταν κι η γατοπαθιασμένη Λήδα, που καθώς θα δούμε πίστευε ακράδαντα πως το σκυλί αυτό, σε μελλοντική ενσάρκωσή του, θα ενανθρωπιζόταν…

    Πολύ περισσότερα για τις ιδιότυπες κι ενδιαφέρουσες σχέσεις της οικογένειας Θεοχάρους με τα κατοικίδια, επιφυλάσσομαι να διηγηθώ αργότερα.

    Έρχομαι τώρα στις δικές μου δοσοληψίες με το ζωικό βασίλειο.

    Όπως ήδη ανέφερα, δεν ήτανε καθόλου αρμονικές. Όχι γιατί έτρεφα έμφυτη αντιπάθεια ή φοβία για τα ζώα, αλλά, λόγω μιας σειράς συγκυριών που οδήγησαν σ’ εντάσεις τις σχέσεις μου με κάποια συγκεκριμένα τετράποδα και πουλιά και στη σταδιακή αποξένωσή μου απ’ τα μη ανθρωπόμορφα έμβια. Το δε αξιοπερίεργο είναι πως αιτία των εντάσεων αυτών, που σημειώθηκαν στα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια, ήταν η παροιμιώδης ζωοφιλία του πατέρα μου· κυρίως όμως ο τρόπος που εκδηλωνόταν.

    Ο πατέρας μου, Αντώνης Αρχοντίδης, του Αγαμέμνονα και της Σεβάσμιας, μικρασιατικής καταγωγής, που όλοι, ακόμα κι η μητέρα μου, τον φώναζαν, χωρίς να του κακοφαίνεται, «Παχύ», ήταν υπάλληλος των κυπριακών σιδηροδρόμων. Μεταξύ 1946 και 1950, υπηρετούσε σαν σταθμάρχης στο σιδηροδρομικό σταθμό της κωμόπολης Μόρφου, που ήτανε το διοικητικό κέντρο μιας αγροτικής περιοχής στη βορειοδυτική Κύπρο. Τότε ακριβώς εκδηλώθηκε η όψιμη αγάπη του για τα ζώα, καρπός μιας φιλίας μ’ ένα συνάδελφό του που γνώριζε, ή ισχυριζόταν πως γνώριζε, όλα όσα πρέπει να ξέρει κάθε ξύπνιος άνθρωπος για τα οικόσιτα. Του συνάδελφού του αυτού, που ήτανε πανύψηλος, δυο μέτρα και κάτι, ξερακιανός, μαυριδερός, με σγουρά μαλλιά κι ανάριο μούσι, χοντρά χείλη και τεράστιο διασκελισμό, ο πατέρας τού κόλλησε το παρατσούκλι Χαϊλέ Σελασιέ. Το πραγματικό του όνομα, που με τον καιρό επισκιάστηκε απ’ το παρανόμι και ξεχάστηκε, ήταν κ. Γιώρκος. Το επίθετο δεν το άκουσα ποτέ. Ο Χαϊλέ Σελασιέ, που εκτός των άλλων επαγγελλόταν τον πρακτικό κτηνίατρο και τον μεταπράτη ζώων, ήταν αυτός που μύησε τον πατέρα μου στα μυστικά του ζωικού βασιλείου. Κι αυτός πάλι, παρά τις έντονες ενστάσεις της μητέρας μου, του πούλησε όλα σχεδόν τα ζώα, τα πουλιά και τα πουλερικά της συλλογής του.

    Τι εντυπωσιακή συλλογή, όμως, ήταν εκείνη!

    Σε μια έκταση τετρακοσίων περίπου τετραγωνικών συνωστίζονταν ένας περιστερώνας για κοινά περιστέρια κι ένας δεύτερος για ορνιθοπερίστερα, «ορνιθοπέζουνα» τα ονόμαζε ο Χαϊλέ Σελασιέ· ένα κοτέτσι για κότες κοινές κι ένα για μινιόν κοτούλες Κίνας· κλουβιά με πέρδικες, φιλικουτούνια[1], καναρίνια, παπαγάλους· ένας περιφραγμένος χώρος για κουνέλια και κατά περιόδους πρόσθετα κλουβιά για ινδικά χοιρίδια ή κοινά γουρούνια· μέχρι και μια κατσίκα εγκατέστησε ο πατέρας στην αυλή, για να μας δίνει δυο ή τρία κατσικάκια το χρόνο για τον πασχαλινό οβελία και τις άλλες γαστριμαργικές μας απολαύσεις σε μέρες μεγάλων θρησκευτικών εορτών και για μήνες το θρεπτικότατο γάλα της. Την κατσίκα αυτή, που επίσης του την προμήθευσε ο Χαϊλέ Σελασιέ, παινεύοντας την ευγονία και τ’ ανεξάντλητα μαστάρια της, ο πατέρας τη βάφτισε Αριάδνη. Του άρεσε να δίνει στα ζώα και στα πουλιά του ονόματα γνωστών και συγγενών μας, είτε γιατί τους αντιπαθούσε και πίστευε, με την αφέλεια και την παιδικότητα που τον χαρακτήριζαν, πως με τον τρόπο αυτό τους εκδικιόταν, είτε γιατί φυσιογνωμικά ή λόγω χαρακτήρα και συμπεριφοράς, του θύμιζαν τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Αριάδνη ήταν η πρωτότοκη αδελφή του, που έφτιαχνε με τα μαλλιά της ένα κότσο εντυπωσιακό, που του θύμιζε τα στριφτά κέρατα της κατσίκας του. Αλλά και γιατί η χήρα αδελφή του γκρίνιαζε για το κάθε τι, όπως κι η δύστροπη κατσίκα μας, που συνηθισμένη να ζει σε κοπάδι και να σουλατσάρει ελεύθερη στην ύπαιθρο, τη στενάχωρη αυλή μας την έβλεπε, και με το δίκιο της, σαν φυλακή.

    Η κατσίκα Αριάδνη, στα δέκα μου, κατάντησε για μένα σωστός εφιάλτης. Κι αυτό, γιατί ο πατέρας, εκτός από πολύ χοντρός, ήτανε τεμπέλης μέγας και υπναράς, με αποτέλεσμα να φορτώνει σε μένα και στις αδελφές μου όλες τις δουλειές που σχετίζονταν με την περιποίηση των ζωντανών της συλλογής του. Η χειρότερη ήτανε το άρμεγμα της Αριάδνης, που ναι μεν δεν το ’κανα εγώ, ήμουνα όμως επιφορτισμένος με τα δυσκολότερα που προηγούνταν κι έπονταν.

    Θα τα διηγηθώ, αφού πρώτα περιγράψω το σκηνικό και τις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή η απλή για τον υπόλοιπο κόσμο δουλειά, για μας κατάντησε πολύπλοκη κι επικίνδυνη αγγαρεία.

    Αρχίζω με το πρωινό ξύπνημα του πατέρα, που ήτανε ανέκαθεν ένα απ’ τα σοβαρά προβλήματα της μάνας μου. Πρόβλημα καθημερινό· το χειμώνα, λόγω του κρύου, το καλοκαίρι λόγω της ζέστης και της δυσφορίας που προκαλούσε σ’ ένα άτομο φορτωμένο σαράντα και βάλε παραπανίσια κιλά. Πρόβλημα όμως και το φθινόπωρο και την άνοιξη, λόγω της γλυκύτητας του ύπνου μέσα σε κλιματικές συνθήκες τέλειες.

    Απ’ τις εφτά το πρωί αρχίζανε οι παραινέσεις της μητέρας:

    «Νάκη μου, σήκω να χαρείς, τα παιδιά ετοιμάστηκαν, περιμένουν το γάλα τους. Πρέπει ν’ αρμέξεις την Αριάδνη. Τα μαστάρια της θα σκάσουν, μόλις και τα σηκών’ η κακομοίρα. Πρέπει να με πας και μένα στη δουλειά μου, δεν θέλω ν’ αργήσω, θα φωνάζει πάλι ο κ. Σαββάκης».

    Η Κερυνιώτισσα μητέρα μου, Βασιλική Κ. Καρμιώτη, πρωτότοκη κόρη της Μικρασιάτισσας γιαγιάς μου Ροδοθέας, κοινώς Ροδούς και του Κωστή Καρμιώτη, που καταγόταν απ’ το γειτονικό στην Κερύνεια χωριό Κάρμι, ήτανε δασκάλα, διορισμένη στο χωριό Κατωκοπιά, μερικά χιλιόμετρα απ’ τη Μόρφου. Ο πατέρας, με περισσή προθυμία, προσφέρθηκε να την πηγαίνει στο σχολειό της με το μηχανάκι του. Επειδή όμως, για τους λόγους που είδαμε, σπάνια σηκωνόταν στην ώρα του, η μητέρα υποχρεωνόταν, καθημερινά σχεδόν, να ξεκινάει για την Κατωκοπιά και να διανύει την απόσταση πεζή, ακολουθώντας τη σιδηροτροχιά Μόρφου - Λευκωσίας. Άλλοτε πάλι, έφθανε μεν στο σχολειό καβάλα στο θορυβώδες μηχανάκι του πατέρα, που την προλάβαινε κάπου στη μέση της διαδρομής, αλλά και πάλι με καθυστέρηση· αποτέλεσμα, να εισπράττει τη γκρίνια του διευθυντή της.

    Να σκιτσάρω όμως και το σκηνικό όπου γινόταν το απίθανο άρμεγμα. Δεν ήταν ούτε η αυλή μας, ούτε κάποιο υπόστεγο, ούτε καν ένας άλλος χώρος στο ισόγειο του πετρόχτιστου κυβερνητικού διώροφου, που παραχωρούσε δωρεάν στον εκάστοτε σταθμάρχη η Αρχή Σιδηροδρόμων και που περιλάμβανε μια κουζίνα, ένα πλυσταριό, κι αντί του συνηθισμένου λουτρού, ένα τούρκικο χαμάμ. Το άρμεγμα γινόταν στο κύριο υπνοδωμάτιο του σπιτιού, στο ανώι, όπου οδηγούσε μια εξωτερική ασκεπής σκάλα, με οξεία κλίση, που έκανε την ανάβαση δύσκολη, ιδίως το χειμώνα, μέσα στη βροχή και τους βοριάδες.

    Το ανώι αποτελούσαν δυο υπνοδωμάτια, ένα για τους γονείς μας κι ένα για μας τα παιδιά. Τα υπνοδωμάτια χώριζαν ένα χολ κι ένα τρίτο δωμάτιο, που η μητέρα κατάφερε, περισσότερο με την καλαισθησία και τη φαντασία της και πολύ λιγότερο με τα μεταχειρισμένα έπιπλα που της αγόρασε σ’ ένα πλειστηριασμό του αγγλικού στρατού ο πατέρας, να το μετατρέψει σ’ ευπρόσωπο σαλονάκι.

    Λοιπόν, θα επαναλάβω, ελπίζοντας να γίνω πιστευτός, πως το πρωινό άρμεγμα γινόταν, μετά τη ριψοκίνδυνη ανάβαση της Αριάδνης και τη συνήθως καταστροφική διέλευσή της από το σαλόνι, στο υπνοδωμάτιο των γονιών μας!

    Έχοντας περιγράψει τις συνθήκες, την ατμόσφαιρα, καθώς και το χώρο όπου γινόταν το «γάλεμα», έτσι λέμε το άρμεγμα στην Κύπρο, καιρός να περιγράψουμε και την πρωτότυπη ιεροτελεστία.

    Όπως ήδη είπα, η της Αριάδνης ανάβαση ήτανε δικό μου καθήκον. Για να φέρω σε πέρας τον άθλο αυτό, γιατί περί άθλου επρόκειτο, έπρεπε, είτε να σπρώχνω το ζώο μ’ όλη μου τη δύναμη από πίσω, απ’ τα καπούλια, ή να το τραβάω απ’ τα κέρατα πάνω σε δεκαπέντε στενά, φθαρμένα κι ολισθηρά σκαλοπάτια. Καθείς μπορεί να φανταστεί τι βάσανο ήταν αυτό και για μένα και για το δύσμοιρο το ζώο. Εν πάση περιπτώσει, με πολλή προσπάθεια, και συχνά με τη βοήθεια της μητέρας ή της μεγάλης μου αδελφής, της Αυγής, η Αριάδνη εισέβαλλε μπεμπερίζοντας στο σαλόνι· από κει την αναγκάζαμε να προχωρήσει στο υπνοδωμάτιο, που σίγουρα το ’βλεπε σαν αίθουσα βασανιστηρίων. Κρατώντας την αγκαλιά, ένα χέρι στο λαιμό κι ένα τυλιγμένο γύρω στην κοιλιά, την έσπρωχνα με όση δύναμη διέθετα και την τοποθετούσα πλάι και παράλληλα στο κρεβάτι, όπου ήτανε κουκουλωμένος ο πατέρας. Ακούγοντας τον σαματά και το σείστρο της κατσίκας ο πατέρας, ενοχλημένος, μασούσε ένα «πάλε γάλεμα;» κι αναδυόταν μερικώς απ’ τα κλινοσκεπάσματα, άπλωνε τα χέρια, εντόπιζε, ψαχουλεύοντας στα τυφλά, τα μαστάρια της Αριάδνης κι άρχιζε να τα ζουλάει· το γάλα του πρωινού μας, από αστοχία του αρμεχτή, κυρίως όμως λόγω της περίεργης στάσης απ’ την οποία έκανε ό,τι η υπόλοιπη ανθρωπότητα κάνει καθιστά, τιναζόταν το μισό σε μια πλαστική κούπα, που ήτανε καθήκον της Αυγής να φέρνει απ’ την κουζίνα και το άλλο μισό στο κιλίμι ή στα μάρμαρα του δαπέδου, σχηματίζοντας άσπρα ποταμάκια. Αυτά, ήτανε καθήκον της μικρότερης αδελφής μου, της Ροδούλας, να τα μαζέψει με σφουγγαρίστρα ή πανί.

    Η ακαταστασία κι η αναστάτωση μεγάλωναν όταν, μαζί με την Αριάδνη, ανέβαιναν στο ανώι και τα δυο ή τρία μικρά της που άρχιζαν να χοροπηδούνε παιχνιδιάρικα εδώ κι εκεί εξερευνώντας τα δωμάτια ή προσπαθώντας να χώσουν στο στόμα τους τις θηλές της μάνας τους, που τις ταλαιπωρούσανε τ’ αδέξια χέρια του πατέρα.

    Κάπου εδώ τελειώνει η περιγραφή της πρώτης πράξης του πρωινού χάπενινγκ. Η δεύτερη επικεντρώνεται στο μαρτύριο της κατάβασης. Η ήδη ταλαιπωρημένη Αριάδνη, στη βιασύνη της να δραπετεύσει απ’ το υπνοδωμάτιο, ψάχνοντας εκνευρισμένη για την έξοδο, αναποδογύριζε μικροέπιπλα και μπιμπελό στο συνεχόμενο σαλόνι, είτε ορμούσε εξαγριωμένη στο δικό μας δωμάτιο και κουτουλούσε εκδικητικά τις αδελφές μου, που συνήθως εκείνη την ώρα ντύνονταν ή χτενίζονταν. Με τη βοήθεια της μητέρας τη γράπωνα απ’ το πέτσινο περιλαίμιο ή τα περήφανα κέρατα, την έσερνα στο κεφαλόσκαλο και την τσιγκλούσα να κατέβει. Πολύ συχνά, από βιασύνη, συγχυζόταν, έχανε το βηματισμό της πάνω στη σκάλα, τα λεπτά της ποδάρια μπερδεύονταν και κουτρουβαλούσε κλαίγοντας σπαραχτικά, όλο παράπονα και κατάρες. Άλλοτε πάλι, έχοντας από προηγούμενες εμπειρίες, επίγνωση των κινδύνων της κατάβασης, πάταγε φρένο στο κεφαλόσκαλο και κοίταγε με πανικό, ίσως και με ίλιγγο, τα δεκαπέντε σκαλοπάτια που έχασκαν μπροστά της. Τι να κάνουμε, υποχρεωνόμασταν και πάλι να καταφύγουμε στη βία· την τραβούσαμε, ένας απ’ τα κέρατα, άλλος απ’ την ουρά, η μικρή Ροδούλα της γαργάλαγε την κοιλιά ή της έστριβε τις ευαίσθητες θηλές, με αποτέλεσμα και πάλι την ανώμαλη πτώση.

    Σε μια τέτοια δραματική προσγείωση η άτυχη Αριάδνη έσπασε τα μπροστινά της ποδάρια. Τη θεραπεία, με νάρθηκες και γιατροσόφια, ανέλαβε, ποιος άλλος, ο ντέβα Χαϊλέ Σελασιέ. Δυστυχώς, αν και προσπάθησε πολύ, δεν τα κατάφερε να τη γιατρέψει. Το ζώο ήταν καταδικασμένο να ψοφήσει μέσα σε φοβερούς πόνους και αγωνία. Ο πατέρας ήταν απαρηγόρητος· η Αριάδνη ήταν η μεγάλη του αγάπη. Κάλεσε εσπευσμένα τον κτηνίατρο του επαρχιακού Γεωργικού Τμήματος για δεύτερη γνώμη. Ο γιατρός επιβεβαίωσε την ετυμηγορία του Χαϊλέ Σελασιέ. Τίποτα δεν μπορούσε να σώσει την Αριάδνη.

    Εκών άκων, ο κακομοίρης ο πατέρας μου, το χώνεψε· έδιωξε εμάς, τα παιδιά, απ’ το σπίτι κι έδωσε οδηγίες στο βοηθό του να τη λυτρώσει απ’ το μαρτύριο:

    «Φίλε μου, Χαϊλέ, θέλω να τη σφάξεις όσο πιο ανώδυνα είναι δυνατό», τον παρακάλεσε.

    Οι λέξεις βγήκαν απ’ τα χείλη του τραυλές, παραποιημένες απ’ τα γοερά αναφιλητά του.

    Το χτύπημα γι’ αυτόν τον λιπόψυχο άνθρωπο ήταν δυσβάσταχτο. Γιατί συνέπεσε, εκείνες τις μέρες, να πάρει μιαν ανεπιθύμητη μετάθεση στα κεντρικά της Λευκωσίας. Έτσι, ταυτόχρονα με το χαμό της Αριάδνης, ήρθανε η εκρίζωση κι η μετακίνησή μας στην πρωτεύουσα, που τον υποχρέωναν να ξεχάσει οριστικά τη ραχατλίδικη ζωή στην επαρχία, κι έτι χειρότερο, ν’ απαλλαγεί τα πιο πολλά απ’ τα ζωντανά και τα πουλιά που ’χε μαζέψει.

    Ο Χαϊλέ Σελασιέ έσφαξε την κατσίκα, όχι όμως ανώδυνα, μας εκμυστηρεύτηκε, χρόνια μετά, η μητέρα.

    «Όλ’ η γειτονιά, μέχρι τον άη Μάμα, άκουσε τις στριγγλιές της άτυχης Αριαδνούς μας. Και δώστου ο ευαίσθητος Παχύς μου να κλαίει απ’ την άλλη…»

    ***

    Το άρμεγμα της Αριάδνης κι όσα τράβηξα εξαιτίας του δεν ήτανε η μόνη παιδική μου εμπειρία, που σημάδεψε τη σχέση μου με τα τετράποδα κι ενστάλαξε μέσα μου το περίεργο κράμα συμπάθειας κι εχθρότητας που κουβαλάω μέχρι σήμερα. Σε κείνη την περίοδο της ζωής μας στη Μόρφου ζήσαμε πολλά κι αξιομνημόνευτα. Για να μη μακρηγορήσω, θα διηγηθώ ένα μονάχα περιστατικό ακόμα, που μου ’χει μείνει αξέχαστο.

    Ο πατέρας μου παρότι, όπως τόνισα, αγαπούσε πολύ τα ζωντανά του και φρόντιζε να ’χουνε πάντα μπόλικη τροφή και παστρικά κλουβιά, δεν ήταν διατεθειμένος να λερώσει για τις δουλειές αυτές τα φορτωμένα δαχτυλίδια χέρια του, με τα μακριά, περιποιημένα σαν του Λιμπεράτσε, δάχτυλα. Δεν τον είδαμε ποτέ ν’ ανασκουμπώνεται, να τυλίγει τα ρεβέρ στα μπατζάκια του και να καθαρίζει τα κοτέτσια, τους περιστερώνες, το κλουβί των κουνελιών. Την αγγαρεία αυτή τη φόρτωσε σε μένα και στις αδελφές μου.

    Κάθε φορά που ήταν η σειρά μου για φασίνα, τα μαλλιά, τα χέρια μου, τα ρούχα μου πασαλείβονταν κουτσουλιές και λάσπες. Για να ξεβρομίσω και να ευπρεπιστώ για το σχολείο, κλεινόμουν στο χαμάμ, και πνιγμένος σ’ ατμούς ζεματιστούς, έδινα διέξοδο στα νεύρα μου τραγουδώντας στη διαπασών ή βγάζοντας, όπως ο Ταρζάν, λαρυγγισμούς που προκαλούσανε τα γέλια της μητέρας και των κοριτσιών μέσα στην κουζίνα: «Πάλ’ επουρπουλεύτηκεν ο γιος μου», σχολίαζε η μητέρα. Στην τοπική διάλεκτο το ρήμα «πουρπουλεύκουμαι» σημαίνει πασαλείβομαι με ακαθαρσίες. Είχε δίκιο! Οι άναρθρες κορόνες ήταν η ηχηρή, πλην μάταιη, διαμαρτυρία μου.

    Το περιστατικό που θα διηγηθώ έγινε ένα πρωινό, που ήταν η σειρά μου να μαζέψω το θηριοτροφείο. Κατέβηκα, θυμάμαι, στην αυλή πολύ πρωί. Άρχισα απ’ τα κοτέτσια· ξέπλυνα στα γρήγορα τις κουτσουλιές με μάνικα, καταβρέχοντας εκδικητικά και τις κοινές, μα και τις κότες ράτσας· στη συνέχεια γιόμισα τα τάιστρα των περιστερώνων σπόρια, ράντισα και φροκάλισα το κονικλοτροφείο, που ήτανε στρωμένο κουράδες και σάπια

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1