Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Εκκλησιολογία και Ύπαρξη
Εκκλησιολογία και Ύπαρξη
Εκκλησιολογία και Ύπαρξη
Ebook226 pages2 hours

Εκκλησιολογία και Ύπαρξη

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η θεμελίωση της Εκκλησιολογίας όλου του θεολογικού οικοδομήματος της εν Χριστώ ζωής για τον βυζαντινό Πατέρα της Εκκλησίας μας Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, βρίσκεται και αναπτύσσεται πάνω στους άξονες της Χριστολογίας και Πνευματολογίας.
Το ξεκίνημα, βασική αρχή, για να εισαχθεί ο πιστός στην Εκκλησία είναι το Βάπτισμα. Είναι αυτό το οποίο εισάγει όλο τον άνθρωπο στο σώμα Του. Είναι το μυστήριο που ενδύει τον πιστό, τον Χριστοποιεί, τον χαριτώνει, μαζί με όλες τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, προσθέτοντας τον στο εσχατολογικό σώμα της Εκκλησίας, για να μπορεί να γεύεται την Βασιλεία του Θεού.
Για να κατορθώσει να φτάσει ο πιστός σε αυτή την πληρότητα, την τελείωση, την ολοκλήρωση, ο Άγιος θεωρεί ότι αυτό επιτελείται μόνο με την θεία Ευχαριστία. Άλλωστε αυτό είναι το Α και το Ω σύμφωνα με την Εκκλησιολογία του Καβάσιλα, αυτό είναι το ένα και μοναδικό μυστήριο και το διαλαλεί συνεχώς, δηλαδή ότι «Σημαίνεται ἡ ᾿Εκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις». Ταυτίζει επομένως την Εκκλησία, το «σώμα και αίμα Χριστού», με την ευχαριστιριακή «βρώσι και πόσι» (Ιω. 6,55) και διακηρύττει ότι η Εκκλησία δια της θείας μεταλήψεως ανανεώνει συνεχώς την ταυτότητά της, την ενότητά της με τον Χριστό, εκεί όπου και φανερώνεται ως το «Κυριακόν σώμα Του». Ο Χριστός ως Κεφαλή του σώματος, είναι Αυτός που δίνει σε όλη την ανθρώπινη ύπαρξη τη θεοποιό και μεταμορφωτική Του Χάρη, με τη συνέργεια πάντα του Αγίου Πνεύματος και την τελειοποιεί σε εν Χριστώ Ύπαρξη.
Αυτή λοιπόν η πλήρης ένωση κτιστού-Άκτιστου, δεν συντρίβει τα όρια του χώρου και του χρόνου, αλλά αντιθέτως τη μεταλλάσσει, τη μεταποιεί και την εισάγει στην Αναστάσιμη άφθαρτη διάσταση της εν Χριστώ ζωής. Η μυστηριακή αυτή, ανασυγκροτημένη και ξαναδομημένη κτίση για τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα είναι η Εκκλησία των εσχάτων. Είναι η μεταμορφωμένη Εκκλησία, η οποία δεν είναι πλέον μια στατική κατάσταση ή όπως την κατανόησαν μερικοί ως ένα ιερό καθίδρυμα που δρα μέσα στον κόσμο, αλλά είναι μια ζώσα Εκκλησία η οποία έχει καινούργιες διαστάσεις, νέες λειτουργίες και προπάντων σε αυτήν φανερώνεται η ζωή του σώματος του Αναστάντος Χριστού, φανερώνεται η Βασιλεία Του. Έτσι τα πάντα μπορούν εφεξής να συγκροτηθούν μέσα σε όλη την Ύπαρξη, μέσα σε όλη την κτίση, με τρόπο καινό, δηλαδή με τρόπο Θεανθρώπινο. Ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος όλης της δημιουργίας. Είναι η ρίζα, η Άμπελος, και εμείς τα κλήματα κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, Αυτός ο Θεάνθρωπος, ο ενσαρκωμένος Χριστός, όπου μαζί με τη χορηγία, με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, γίνονται η αιτία ώστε η κτιστή και χοϊκή ύπαρξη, να θεμελιωθεί εν Χριστώ στους κόλπους της Εκκλησίας, μιας Εκκλησίας που μοναδικός της στόχος είναι, να αγιάζει, να ανακαινίζει και να μεταποιεί, το φθαρτό σε άφθαρτο, το γήινο σε ουράνιο, το θνητό σε αθάνατο.
LanguageΕλληνικά
Release dateJul 16, 2019
ISBN9788834157121
Εκκλησιολογία και Ύπαρξη

Related to Εκκλησιολογία και Ύπαρξη

Related ebooks

Reviews for Εκκλησιολογία και Ύπαρξη

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Εκκλησιολογία και Ύπαρξη - π. Χρήστος Καραφουλίδης

    Βιβλιογραφία

    Εισαγωγή

    Ο Νικόλαος Καβάσιλας γεννήθηκε γύρω στα 1322 στη δεύτερη πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τη Θεσσαλονίκη. Η οικογένειά του πιθανώς προερχόταν από την Ήπειρο, μια περιοχή που κατά τον 14ο αιώνα ανέδειξε μεγάλες μορφές. Το πατρικό του όνομα ήταν Χαμαετός, αυτό όμως παρά την επισημότητα του υποχώρησε έναντι του μητρικού Καβάσιλα, το οποίο εξύψωσε και τίμησε και ο αδελφός της μητέρας του, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Νείλος Καβάσιλας.

    Αν και ο Νικόλαος από τη φύση του υπήρξε προικισμένη μορφή, εντούτοις ήταν εμφανής από οποιονδήποτε η οξυδέρκεια του νου του, η αγάπη προς το κάλλος, ο μειλίχιος και ήρεμος χαρακτήρας του και η σφοδρή ερωτική έφεση που είχε προς την τελειότητα. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Θεσσαλονίκη υπό την καθοδήγηση του θείου του Νείλου Καβάσιλα, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Γρηγορίου Παλαμά. Υπήρξε επίσης μαθητής του Αγίου Ισιδώρου και του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου.

    Από το 1335 έως το 1342 πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει. Την περίοδο αυτή μέσα από τις επιστολές, ομιλίες και κώδικες που εξέδωσε, αναδεικνύεται ένας νέος με συγγραφικό ταλέντο, με αγάπη στους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς, με γνώσεις νομικής και αστρονομίας, κ.ά., ασχέτως αν οι ιστοριογράφοι της εποχής τον αγνοούσαν. Η πορεία της ζωής του υπήρξε ουσιώδης για όλα τα πεπραγμένα της εποχής. Δεν γνωρίζουμε αν έγινε κληρικός ή μοναχός, διότι πάντα ήθελε να είναι αφανής και άγνωστος, γι’ αυτό κρυβόταν και παρέμενε αθόρυβος κατά σάρκα. Η πνευματική του όμως φήμη και ακτινοβολία ήταν στους μετέπειτα αιώνες όπως θα δούμε επιβλητική και γόνιμη.

    Μερικά από τα έργα που εξέδωσε είναι «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», «Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας», Θεομητορικοί λόγοι «Εἰς τήν Γέννησην», «Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν», «Εἰς τήν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου», «Εὐχή εἰς τό Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Μονογενήν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί Λόγον», «Ἐγκώμιον εἰς τόν ἔνδοξόν του Χριστοῦ μεγαλομάρτυρα καί θαυματουργόν καί μυροβλήτην Δημήτριον», «Κατά τῶν τοῦ Γρήγορα ληρημάτων λόγος», «Λόγος κατά τῶν τοκιζόντων», «Λόγος εἰς τά ἅγια καί σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», «Λόγος εἰς τήν ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», «Σημασία εἰς τήν ὅρασιν τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ» καί «Πανηγυρικός εἰς τόν Ἅγιον Νικόλαον».

    Αργότερα ο Νικόλαος Καβάσιλας αποφάσισε να ασχοληθεί έντονα με τα κοινά. Επηρέασε αποφασιστικά με την ειρηνοποιό και φωτισμένη στάση του τα πολιτικά και εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής του, χωρίς φυσικά να εμπλέκεται στις έντονες διαμάχες της περιόδου αυτής, διότι ο 14ος αιώνας για το Βυζάντιο υπήρξε εποχή κρίσιμη, και δεν ήταν μόνο η αιμορραγία που είχαν προξενήσει στην αυτοκρατορία οι σταυροφορίες και η κατά το μεγαλύτερο διάστημα του 13ου αι. λατινική κατοχή, αλλά και οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι του 14ου αι., όπως και η διαρκώς αυξανόμενη παλίρροια του Ισλάμ, που δημιούργησαν πολιτικό και οικονομικό χάος και ένα ισχυρό αίσθημα ανασφάλειας στην ψυχή του λαού.

    Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, κινήθηκαν με ιδιαίτερη ένταση προς κάθε κατεύθυνση, πιστεύοντας ότι θα έβγαιναν μόνοι τους από την κρίση και ότι με αυτόν τον τρόπο θα πετύχαιναν τη σωτηρία της κοινωνίας τους. Παρόμοια φαινόμενα υπήρξαν και στη Θεσσαλονίκη με τους γνωστούς Ζηλωτές οι οποίοι δημιούργησαν πολλά προβλήματα, φθάνοντας σε σημείο να αιματοκυλίσουν ακόμα και την πόλη. Η αιτία και η αφορμή για τις εμφύλιες αυτές διαμάχες ήταν, ότι το κακό βρισκόταν στην κοινωνική αδικία. Πολλοί διανοούμενοι πίστεψαν πως η καλλιέργεια των ανθρωπιστικών αξιών θα μπορούσε να φέρει την ισορροπία, κάτι που φάνηκε ουτοπία όπως θα δούμε στη συνέχεια.

    Υπήρχαν όμως και οι μοναχοί που προσπαθούσαν με μεγάλη αφοσίωση, ζήλο και προσευχή να αναδείξουν στους ανθρώπους, ότι η σωτηρία τους υπάρχει μόνο κοντά στον Θεό. Κοντά σε αυτούς ήταν και αρκετοί από τους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς υπεύθυνους, οι οποίοι πίστευαν ότι το μοναδικό στήριγμα της αυτοκρατορίας ήταν η Δύση και εργάζονταν με επιμονή για να πετύχουν την ένωση μαζί της. Υπήρξαν όμως και άλλοι οι οποίοι είχαν στήριγμα το λαό και θεωρούσαν ότι η κρίση ήταν αποτέλεσμα του κλονισμού της πίστεώς τους. Όλες αυτές οι έντονες διαμάχες ανάμεσα σε απόψεις και καταστάσεις έγιναν αιτία να βαρύνουν το κλίμα και την κρίση και να φθάσουν σε σημείο εμφύλιων συρράξεων.

    Πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι η εποχή είχε αυξημένη κίνηση των γραμμάτων και της εν γένει διανόησης και μια ιδιαίτερη προτίμηση στη λογική των πραγμάτων. Και αυτό φαινόταν κυρίως στη γραμμή που έδιναν γνωστοί αριστοτελίζοντες της Ανατολής, οι οποίοι επιχειρούσαν να έλθουν όλο και πιο κοντά για να ενισχυθούν και να απορροφηθούν από το ισχυρό Δυτικό ρεύμα που υπήρχε.

    Η αλήθεια είναι ότι η εποχή ήταν δύσκολη και ο Νικόλαος Καβάσιλας ζούσε σε ένα περιβάλλον με πολλά προβλήματα που ζητούσε λύσεις και απαντήσεις σε θέματα πολιτικά, κοινωνικά και θεολογικά. Ωστόσο με το ισχυρό του πνεύμα ο Καβάσιλας έκανε πολεμική χωρίς πόλεμο, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα και έδινε λύσεις με τον καλύτερο τρόπο.

    Ένα από τα προβλήματα αυτά όπως είπαμε, ήταν και οι Ζηλωτές, οι οποίοι δημιουργούσαν διαμάχες και αναταραχές, εξαιτίας της εκμετάλλευσης των φτωχών από τη μεριά της κοινωνικής τάξης των ευγενών. Η αντίδραση του Καβάσιλα στο θέμα αυτό ήταν άμεση και αποτελεσματική, ασχέτως του γεγονότος ότι και ο ίδιος ανήκε στις τάξεις των ευγενών. Έγραψε πραγματείες εμφανίζοντας ένα γενναίο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να γίνει πρότυπο μιας πνευματικής και ενεργούς συμμετοχής, για να καταδείξει σε όλους την προσπάθεια που έκανε ώστε να επικρατήσει η κοινωνική δικαιοσύνη. Υπερασπίστηκε ανοικτά τους φτωχούς και καταδίκασε με περίσσιο θάρρος την εκμετάλλευση τους, αντιτάχθηκε όμως και στις πράξεις των Ζηλωτών, λέγοντας τους ότι και η κατάλυση της κοινωνίας ήταν αδικία. Ο Καβάσιλας βλέποντας το πρόβλημα, ήθελε να το ξεριζώσει από τη ρίζα, ήθελε να ταυτίσει την κοινωνική δικαιοσύνη που δίδασκε, με την εικόνα της δικαιοσύνης και της αγάπης του Θεού, ήθελε να κάνει την παγκόσμια τάξη και αρμονία μέσα στην οποία δημιούργησε ο Θεός την κτίση, να λειτουργεί και να ζει εν Χριστώ. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη ως εικόνα, καλούνταν να λειτουργεί αντίστοιχα και να διακρατεί αυτή την τάξη και την αρμονία. Το έκανε αυτό γιατί και η δικαιοσύνη του Θεού είχε ως περιεχόμενο της τη φιλανθρωπία και τη φιλευσπλαχνία και λειτουργούσε ως τέτοια. Αυτή η φιλανθρωπία και φιλευσπλαχνία έπρεπε να υπάρχει και στη φύση και τη λειτουργικότητα της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αν επιθυμούσε την τελείωση της εν Χριστώ.

    Αυτές ήταν οι σχέσεις του Καβάσιλα με τους διανοούμενους της εποχής του και η ανάμειξη και η συμμετοχή που είχε στους κύκλους τους. Κατευθύνθηκε προς αυτούς γιατί αγαπούσε τα γράμματα και τη μόρφωση, είχε γοητευτεί από τις αξίες και τις δυνατότητες που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Μαζί του είχε προσκολληθεί και ο στενός του φίλος ο Κυδώνης, αφού και αυτός είχε τα ίδια ενδιαφέροντα. Παρακολουθούσαν και οι δυο την πορεία της μετάφρασης της Sunna Contra Gentiles του Θωμά Ακινάτη. Με τον Κυδώνη όμως αργότερα χώρισαν πολιτικά και θεολογικά. Ο λόγος ήταν ότι ο Κυδώνης τάχθηκε υπέρ του Παλαιολόγου, υπέρ της ενώσεως με τον πάπα και κατά του ησυχασμού, ενώ ο Καβάσιλας τάχθηκε με τον Παλαμά, τον ησυχασμό και πολιτικά με τον Κατακουζηνό.

    Ο Καβάσιλας αν και έλαβε μέρος στις αναζητήσεις των ανθρωπιστών της εποχής του και ενώ έβλεπε ότι οι διανοούμενοι είχαν δίκιο θέλοντας να καταξιώσουν τον άνθρωπο, εντούτοις δεν συμμεριζόταν τις προτεινόμενες από αυτούς λύσεις. Διαφωνούσε στην ουσία της θεωρίας τους, γιατί ο ίδιος πίστευε ότι ο άνθρωπος καταξιώνεται αληθινά μόνο αν η ύπαρξή του ολοκληρωθεί εν Χριστώ, πράγμα που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τόσο οι άλλοι διανοούμενοι, όσο και ο φίλος του ο Κυδώνης. Όλες αυτές οι θεολογικές προσεγγίσεις έγιναν αιτία και αφορμή να απομακρυνθούν οι φίλοι μεταξύ τους.

    Συνεχίζοντας όμως τις προκλήσεις τους οι ανθρωπιστές, ταρακούνησαν και άλλο τη βάση της διδασκαλίας του Καβάσιλα, γιατί οι θεωρίες τους οδήγησαν μερικούς να εναντιωθούν με ριζικότητα, απέναντι στον ορθόδοξο ησυχασμό που ανθούσε τον 14ο αιώνα και ήταν σε ιδιαίτερη φάση, τόσο σε ότι αφορά την επίδραση του στην Εκκλησία, όσο και στον εσωτερικό του δυναμισμό.

    Ο ησυχασμός ήταν το θεολογικό κίνημα, που ανέτρεψε τα δεδομένα της εποχής. Ξεκίνησε με τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος ζούσε και ασκήτευε στο Άγιο Όρος και βίωνε ο ίδιος την ύπαρξη του Θεού με ένα διαφορετικό, αλλά ορθό τρόπο. Όσοι ακολούθησαν τη διδασκαλία του, μπορούσαν να φθάσουν στη θέωση, γιατί ενοποιούσαν με ψυχοσωματική μέθοδο τη νοερά προσευχή, λάμπρυναν με αρετές την ύπαρξή τους, κατόρθωναν να γίνουν δέκτες της θείας χάριτος και μπορούσαν να ατενίζουν με τα σαρκικά μάτια την άκτιστη δόξα του Θεού. Σε αυτή τη θέα και δόξα καλούνταν να φθάσουν και να γευθούν οι πιστοί, κάτι που δεν αποδέχθηκαν και δεν θεώρησαν απαραίτητο πολλοί λόγιοι του 14ου αιώνος, αλλά και ο αντιησυχαστής Βαρλαάμ, που ήταν ο κυριότερος αντίπαλος της θεολογίας του Παλαμά. Αυτό το θέμα αποτέλεσε αφορμή για διαμάχες από το γεννημένο στη Δύση Βαρλαάμ, ο οποίος αντέδρασε και χλεύασε, τη συγκεκριμένη μορφή και τεχνική του ησυχασμού και με ιταμό τρόπο χαρακτήριζε τους μοναχούς «ομφαλοσκόπους». Έτσι μαζί με την τεχνική αρνήθηκε και την αξία, του να μπορεί ο πιστός να κατορθώσει να φθάσει στη θέωση. Η στιγμή ήταν κρίσιμη και ο κίνδυνος διπλός. Γιατί κινδύνευε κανείς ή υπερασπιζόμενος την ουσία, να συνδέσει με αυτή κατά τρόπο απόλυτο και τη μορφή και να περιορίσει έτσι την καθολικότητα της εν Χριστώ ζωής, ή υπερασπιζόμενος την ποικιλία των μορφών, να σχετικοποιήσει την ουσία, οπότε αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να οδηγηθεί κανείς στην πλάνη, στην αίρεση. Αυτό δηλαδή που έπαθε ο Βαρλαάμ.

    Ο Καβάσιλας μπροστά σε αυτή την παρέκκλιση, αν και του είχαν καταλογίσει μερικοί ότι δεν στήριζε τις θέσεις του Παλαμά εντούτοις κατέθεσε ένα έργο το «κατά των του Γρηγορά ληρημάτων» στο οποίο και υποστήριζε τον ησυχαστή διδάσκαλο. Ουσιαστικά μπορούμε να πούμε ότι ο Καβάσιλας δεν έπαιρνε μέρος σ’ όλη αυτή την ησυχαστική διαμάχη, ούτε έκανε αναφορά για τη φύση του θαβωρίου φωτός ή για τη διάκριση ουσίας και ενεργειών ή για τον άκτιστο χαρακτήρα των θείων ενεργειών ή ακόμη για τα προβλήματα της απλότητας του Θεού (πλην του έργου που προαναφέραμε). Αν και υποστηρικτής των ησυχαστών, εντούτοις διατηρούσε μια αυτοτέλεια και όλες οι θεμελιώδεις αρχές τους δεν τον απασχολούσαν στα έργα που έχει γράψει. Μερικοί ερευνητές και συγγραφείς αναφέρουν ότι στα έργα του Καβάσιλα παρατήρησαν μερικές διαφοροποιήσεις από τη διδασκαλία των ησυχαστών. Αυτό ίσως συνέβαινε διότι υποστήριζε ο Καβάσιλας, ότι δεν ήταν απαραίτητο ένας χριστιανός για να φθάσει στη θέωση, στον αγιασμό και στην εν Χριστώ ζωή, να καταφύγει σε ερημικούς τόπους και να αλλάξει τον καθημερινό τρόπο διαβίωσής του, ούτε απαιτούνταν ιδιαίτερες διαδικασίες στην προσευχή, για να βιώσει ο άνθρωπος την εν Χριστώ ζωή. Διότι την εν Χριστώ ζωή μπορούσαν να την βιώσουν άπαντες, χωρίς να είναι προνόμιο μόνο ορισμένων εκλεκτών μοναχών και ασκητών. Έλεγε ότι δεν υπήρχε καμιά δυσκολία στο να τη βιώσουν όλοι στην παρούσα ζωή, αρκούσε μόνο να τους διακατέχει η καθαρότητα του νου και της καρδιάς και να είναι πληρωμένοι από αγάπη.

    Στην πραγματικότητα ο Καβάσιλας δεχόταν την ουσία και το θεολογικό νόημα του ησυχασμού, διότι γι’ αυτόν το οντολογικό θεμέλιο της θεωρίας και της θέας ήταν ο Χριστός και κοινός δρόμος για την εμπειρία αυτή ήταν τα μυστήρια της Εκκλησίας. Αποδεχόταν, λοιπόν, σχετικώς τη μορφή του ησυχασμού, αφού δεχόταν τα διάφορα στάδια της εν Χριστώ πνευματικής ζωής. Δεν μελετούσε το καθένα με σχολαστικό τρόπο, αλλά μελετούσε τη βίωση της ζωής αυτής. Με αυτόν τον δημιουργικό τρόπο πρωτοστάτησε στη διοχέτευση του ησυχασμού μέσα στον κόσμο ως αναγέννηση της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής και έθεσε τις βάσεις για έναν ορθόδοξο χριστοκεντρικό ανθρωπισμό και μια κοινωνική πνευματικότητα.

    Μέσα από την εργασία μας θα καταδείξουμε ότι αυτές οι θέσεις του Καβάσιλα δεν συνιστούσαν επί της ουσίας καμιά διαφοροποίηση ή μετατόπιση απέναντι στους ησυχαστές, διότι τα θεμέλια για τη μυστική θεολογία της εν Χριστώ ζωής που ήθελε ο Καβάσιλας να φανερώσει, θα δούμε παρακάτω, ότι στηρίζονταν πρωτίστως στη Χριστολογία και στην Εκκλησιολογία.

    Την Εκκλησιολογία ο Καβάσιλας την οριοθέτησε με βάση και θεμέλιο τα μυστήρια, τα οποία φανέρωναν και εξεικόνιζαν την εν Χριστώ ζωή. Με χαρακτηριστικά λόγια ανέφερε «σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὔχ ἐν συμβόλοις…»¹, όπου γι’ αυτόν περιείχε το σπουδαιότερο θεολογικό λόγο και αποτελούσε τη βάση της Εκκλησίας με κέντρο της τον Χριστό, που ήταν η εσχατολογική αλήθεια όλων των υπάρξεων. Η Εκκλησιολογία του ήταν Τριαδοκεντρική, Προσωποκεντρική, ήταν σαφώς μυστηριακή, όπου μπορούσε και φανερωνόταν και μετείχε ξεχωριστά το κάθε ένα από τα Τρία Πρόσωπα, κατέχοντας ιδιαίτερη θέση και ρόλο μέσα στην ιστορική πορεία της ενσάρκωσης της θείας οικονομίας, ώστε να μπορέσει να τελεσιουργηθεί το ιστορικό δράμα της τελείωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και ολόκληρης της δημιουργίας.

    Ο Καβάσιλας καταδείκνυε στο έργο του ότι η Εκκλησία δεν ήταν μέσα στον κόσμο απλώς μια κιβωτός και ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ κόσμου και Εκκλησίας, διότι η κτιστή φύση της Εκκλησίας ήταν ο κόσμος. Το ισχυριζόταν αυτό γιατί με την κτίση που προσέλαβε με την ενσάρκωση του ο Λόγος, διέλυσε την αμαρτία και πραγματοποιήθηκε ο σκοπός για τον οποίο είχε δημιουργηθεί αρχικά η κτίση. Ο Χριστός δεν σταματά προεκτείνεται μέσα στο χρόνο και ο κόσμος προσλαμβάνεται. Για τον Καβάσιλα, Εκκλησιολογία και ανθρωπολογία είχαν την ίδια βάση, δηλαδή, το Τριαδικό, το Χριστολογικό δόγμα, που εξαιτίας της Θεοτόκου και με την ελεύθερη γνώμη της, ο Λόγος σαρκώθηκε, με συνέπεια η θεολογία να ιερουργείται και να θεμελιώνεται στη ζωή των πιστών. Η υποστατική ένωση των δυο φύσεων του Χριστού έκανε τους ανθρώπους κατά χάρη κοινωνούς στην εν Τριάδι απρόσιτη ζωή και ο τρόπος υπάρξεως του εν Τριάδι Θεού, αποτελούσε μυστική οργάνωση του κατ’ εικόνα Είναι του καθενός. Έτσι ο πιστός μετέχοντας γίνεται σύμμορφος, γνωρίζεται, ενχριστώνεται και απολαμβάνει, την κατά φύση λειτουργία και ελευθερία, ως Εκκλησία, ως πρόσωπο, ως αγάπη. Διότι κατά τον Καβάσιλα Εκκλησία είναι ο Χριστός, είναι το ζωντανό ιστορικό σώμα Του, όπου κάθε βαπτισμένο μέλος την ανακεφαλαιώνει, γίνεται εν σμικρώ Εκκλησία.

    Συνεχίζοντας τη θεολογική θεμελίωση της

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1