Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Πνεύμα των Θυατείρων: Η τριακονταετής υπηρεσία του χαρισματικού  Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας  κ. Γρηγορίου
Το Πνεύμα των Θυατείρων: Η τριακονταετής υπηρεσία του χαρισματικού  Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας  κ. Γρηγορίου
Το Πνεύμα των Θυατείρων: Η τριακονταετής υπηρεσία του χαρισματικού  Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας  κ. Γρηγορίου
Ebook842 pages9 hours

Το Πνεύμα των Θυατείρων: Η τριακονταετής υπηρεσία του χαρισματικού Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ. Γρηγορίου

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το ανά χείρας βιβλίο αναφέρεται στη ζωή και τη μακροχρόνια δράση του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Γρηγορίου Θεοχάρους με την ευκαιρία συμπλήρωσης τριάντα χρόνων αφ’ ότου εξελέγη ως Αρχιεπίσκοπος. Παράλληλα όμως δίδεται και μια συνοπτική περιγραφή της ίδιας της Ελληνικής Ορθόδοξης αυτής Αρχιεπισκοπής. Συγκεκριμένα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας διαβιούν σήμερα γύρω στις 300 χιλιάδες Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, οι οποίοι υπάγονται εκκλησιαστικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Για τον σκοπό, λοιπόν, αυτόν ιδρύθηκε ήδη από το 1922 η εν λόγω Αρχιεπισκοπή, το δε Πατριαρχείο εκλέγει και διορίζει ως εκπρόσωπό του έναν Αρχιεπίσκοπο για τις θρησκευτικές ανάγκες του Ποιμνίου αυτού, στο οποίο εντάσσονται αυτοβούλως και Ορθόδοξοι Χριστιανοί από άλλες εθνότητες. Ο νυν Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος Θεοχάρους εξελέγη στις 16 Απριλίου 1988 και έχει διοικήσει την Αρχιεπισκοπή από τότε με πολύ μεγάλη επιτυχία, έχοντας ως βοηθούς του τον Άγγλο Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστο Ware, δύο Επισκόπους, τους Κυανέων Χρυσόστομο Μαυρογιαννόπουλο και Τροπαίου Αθανάσιο Θεοχάρους, αλλά και 125 Κληρικούς και Διακόνους, μεταξύ των οποίων 40 περίπου είναι Άγγλοι. Όλοι αυτοί υπηρετούν σε ισάριθμους Ελληνορθόδοξους Ναούς και οργανωμένες Κοινότητες.

LanguageΕλληνικά
Release dateMay 10, 2018
ISBN9781912322688
Το Πνεύμα των Θυατείρων: Η τριακονταετής υπηρεσία του χαρισματικού  Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας  κ. Γρηγορίου

Related to Το Πνεύμα των Θυατείρων

Related ebooks

Related categories

Reviews for Το Πνεύμα των Θυατείρων

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Πνεύμα των Θυατείρων - Χάρης Μεττής

    σημείωμα

    Εισαγωγή

    Η διακονία ενός Αρχιερέως σε μία από τις πιο σπουδαίες επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να αναλάβει οποιοσδήποτε Κληρικός φέρων τον τρίτο βαθμό της Ιερωσύνης. Η Μεγάλη Βρετανία, μεστή από τραχείες συνθήκες και ιδιαίτερο προφίλ Ελλήνων μεταναστών, εξ Ελλάδος και Κύπρου, αλλά και γεμάτη από Ορθοδόξους όλων των Εθνών, αποτελεί ένα πεδίο διακονίας γεμάτο προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες για ουσιαστική προσφορά.

    Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και εν προκειμένω του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με την τοπική φιλοξενούσα Αγγλικανική Εκκλησία, την Ρωμαιοκαθολική, τις άλλες Χριστιανικές ομολογίες, όπως επίσης και με τις άλλες Θρησκείες στο σύνολό τους, αποτελεί όχι απλώς ένα μεγάλο στοίχημα, αλλά κι έναν σχεδόν ανυπέρβλητο σκοπό που ίσως μόνο στο έδαφος της Γηραιάς Αλβιώνος επιτελείται με τόση επιτυχία μέχρι σήμερα. Ο αριθμός των πόλεων που φιλοξενούν Ελληνορθόδοξες Κοινότητες, εντός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, ξεπερνά στο σύνολο τις Κοινότητες της λοιπής Δυτικής Ευρώπης. Τα δε τελευταία τριάντα χρόνια, δεκάδες Εκκλησίες, με τις συν αυταίς Κοινότητες, δημιουργήθηκαν και αυτοσυντηρούνται σε μία σχεδόν τέλεια ισορροπία.

    Για να επιτευχθούν όμως όλοι αυτοί οι άθλοι, συν την Ποιμαντική Διακονία ενός πολυπληθούς ποιμνίου ποικίλης σύστασης, χρειαζόταν ένα πνεύμα ισχυρό, μια μορφή ηγετική, χαρισματική και πάνω απ’ όλα γεμάτη Αγάπη Χριστού και Χάρη Αγίου Πνεύματος. Μία μορφή Αρχιερέως που θα επαύξανε και θα αναβάθμιζε υπομονετικά κι επιμελώς το έργο των προκατόχων του, θα επιδιόρθωνε τις ατέλειες και θα οδηγούσε με αρετή, τόλμη και, ας μου επιτραπεί ο όρος, αγιότητα, την Επαρχία αυτή σε ένα αέναο και αειθαλές μέλλον. Και όλα αυτά, συν πολλές περισσότερες αρετές, ο Θεός οικονόμησε να συγκεντρωθούν στο πρόσωπο του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ. Γρηγορίου.

    Η Αποκαλυπτική αρχαία πόλις των Θυατείρων αναβιώνει, συνυφασμένη στη ραχοκοκαλιά της Μεγάλης Βρετανίας, μία ακμή ακραιφνώς Ορθόδοξη και μία αύξουσα, με γεωμετρική πρόοδο, υιοθέτηση και κυρίως υλοποίηση διαχρονικών αξιών, χριστών ηθών και μεγαλεπήβολης πανανθρώπινης πνευματικότητας.

    Το δύσκολο έργο της εξιστόρησης όλων των σπουδαίων γεγονότων και κύριων σημείων της τριακονταετούς Αρχιερατικής Διακονίας του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ. Γρηγορίου, μόνο ένας έμπειρος ιστορικός θα μπορούσε να αναλάβει. Ένας ιστορικός, ο οποίος όχι μόνο έζησε από κοντά όλο αυτό το θεάρεστο έργο, αλλά και ένας ιστορικός ο οποίος θα μπορούσε να ακριβολογεί, με αντικειμενικότητα και διαύγεια πνεύματος, σε ό,τι αφορά την αλήθεια των γεγονότων και την ουσία του πνεύματος της Αρχιερωσύνης.

    Η Ελλάδα ως Έθνος, στην μακρόχρονη και τρισένδοξη ιστορία της, γνώρισε σπουδαίους ιστορικούς. Μέσα στο έργο τους, από τον Ηρόδοτο μέχρι τον Θουκυδίδη, από τον Ξενοφώντα μέχρι τον Πλούταρχο, και πιο σύγχρονα τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, συναντά κανείς όχι απλώς την περιγραφή γεγονότων, αλλά και όλα εκείνα τα στοιχεία, τις λεπτομέρειες και τα σημεία που σκιαγραφούν και απεικονίζουν το σύνολο της ιστορίας ενός Έθνους, του ήθους, του πολιτισμού και της ιδιοσυγκρασίας του.

    Ο Άρχων Διδάσκαλος του Οικουμενικού Θρόνου, κ. Χάρης Μεττής, με αυτήν την πολιτιστική κληρονομιά της έννοιας του ιστοριογράφου να βαραίνει την πέννα του, καλλιγραφεί την προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου με αριστοτεχνική επιδεξιότητα, αποδίδοντας μια ρεαλιστική απεικόνιση και όχι κάποια προφίλ ή ανφάς καρικατούρα, μηρυκασμό και αναμόχλευση ήδη γνωστών τοις πάσι γεγονότων. Το παρόν βιβλίο πρόκειται για ένα αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα ερευνών και κόπου, ένα έπος, όχι σε μέγεθος αλλά σε αξία, μέσα από το οποίο ξεπηδά η ουσία και η πλήρης αλήθεια για τη ζωή και την τριακονταετή, μέχρι σήμερα, δράση του «Πνεύματος των Θυατείρων». Έρχου και ίδε.

    Πρεσβ. Σάββας-Δαυίδ Βασιλειάδης, Μάϊος 2018

    Ανασκόπηση της σταδιοδρομίας

    του Αρχιεπισκόπου Γρηγορίου

    ΟΣεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μ. Βρετανίας Γρηγόριος δεν ήταν καθόλου άγνωστος στην πολυπληθή Παροικία της Μ. Βρετανίας αλλά και στους Εκκλησιαστικούς κύκλους της διεθνούς Ορθοδοξίας και των λοιπών Εκκλησιών, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο πήρε την ιστορική και οπωσδήποτε από όλους τους Ομογενείς αναμενόμενη απόφαση να εκθρονίσει τον Αρχιεπίσκοπο Μεθόδιο Φούγια και να εκλέξει στη θέση του τον τότε Επίσκοπο Τροπαίου Γρηγόριο. Για δε την Ομογένεια της Μεγάλης Βρετανίας ο νέος Αρχιεπίσκοπος υπήρξε κατά γενική ομολογία η πιο σοφή και, βέβαια, επιτυχημένη εκλογή, όπως έχει, άλλωστε, καταδειχθεί από την εν γένει δημιουργική δραστηριότητά του στα διατρέξαντα ήδη τριάντα συναπτά έτη της Αρχιερατείας του.

    Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, για να παρακολουθήσουμε την ανοδική πορεία του μέχρι τη σημερινή του θέση, μια πορεία που θυμίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα πραγματικό Συναξάρι Αγίων και Οσίων της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας μας.

    Το ιστορικό της Ελληνοκυπριακής παρουσίας στη Μεγάλη Βρετανία, όπως επίσης και του Ναού των Αγίων Πάντων Λονδίνου και όχι μόνο, αλλά και της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας στην ολότητά της, θα ήταν οπωσδήποτε λειψό αν δεν καταγραφόταν η επί εξήντα σχεδόν μέχρι σήμερα συνεχή έτη προσφοράς του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Γρηγορίου προς την Εκκλησία και την Ομογένεια που ζει και προοδεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Και αρχικά μεν ως Αρχιμανδρίτης και Ιερατικώς Προϊστάμενος του Ναού των Αγίων Πάντων (1959-1970), στη δε συνέχεια ως Πρωτοσύγκελος και ακολούθως ως Επίσκοπος Τροπαίου (1970-1979) και ουσιαστικά και, μάλιστα, πανθομολογουμένως το δεξί χέρι του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Αθηναγόρα Β΄ Κοκκινάκη, ο Γρηγόριος συνέβαλε όσο ελάχιστοι στην όντως ραγδαιότατη επέκταση του έργου και της οργανωτικής δομής και διαχρονικής εμβέλειας της μεγάλης αυτής Επαρχίας του Οικουμενικού. Και τούτο γιατί η υπηρεσία του στον Ναό αρχικά ως Εφημερίου και στη συνέχεια ως Προϊσταμένου και, ταυτόχρονα Πρωτοσύγκελου της Αρχιεπισκοπής, όχι μονάχα διάρκεσε για περισσότερα από δέκα χρόνια, αλλά κυρίως γιατί επί των ημερών της εκεί διακονίας του η Κοινότητα των Αγίων Πάντων είχε πρωτοστατήσει στην κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των Ελληνικών Σχολείων που βρίσκονταν υπό την άμεση δικαιοδοσία του Ναού και με τον ίδιο, μάλιστα, ως έναν από τους δασκάλους που υπηρετούσαν στις τάξεις των Σχολείων του Ναού.

    Παράλληλα, όμως, και αυτό χάρη στην εν συνεχεία σοφή και, θα έλεγα, προφητική απόφαση του αείμνηστου Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα Β΄ Κοκκινάκη να δεχθεί εισήγησή μου, ως Γραμματέας και Σύμβουλός του που ήμουν τότε, και να του αναθέσει τον υπεύθυνο ρόλο του Πρωτοσύγκελου της Αρχιεπισκοπής, συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία, με δικές του οπωσδήποτε εισηγήσεις, πρωτοβουλίες κι ενέργειες, πλείστων όσων τοπικών Ελληνικών Ορθοδόξων Κοινοτήτων και Ενοριών όχι μονάχα στο Λονδίνο, αλλά και στην Επαρχία. Την δε εισήγησή μου εκείνη, δηλαδή να προτιμήσει, για πρώτη φορά μέχρι τη στιγμή εκείνη, έναν Ελληνοκύπριο για την υπεύθυνη εκείνη θέση, την βάσισα αφ’ ενός στο γεγονός ότι η μέγιστη πλέον πλειοψηφία του Ποιμνίου ήταν Ελληνοκύπριοι και αφ’ ετέρου επειδή γνώριζα ότι ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος θα με έβγαζε, όπως λέμε, «ασπροπρόσωπο». Και πράγματι: Τόσο ως Πρωτοσύγκελος όσο και ως Επίσκοπος Τροπαίου, η συνολική συμβολή του στην ανοδική πορεία της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων υπήρξε ανυπολόγιστης σημασίας, Τα όσα, λοιπόν, ακολουθούν αποτελούν μικρή μόνο αναφορά στο πολυσχιδές και όντως αξιολογώτατο έργο του Αρχιεπισκόπου Γρηγορίου, γραμμένα μάλιστα από κάποιον που είχε το εξαιρετικό προνόμιο να συνεργαστεί μαζί του ήδη από το 1960 τόσο στα Σχολεία που λειτουργούσαν τότε κάτω από την κηδεμονία των Αγίων Πάντων, όσο και αργότερα και προπάντων την τελευταία τριακονταετία, αφ’ ότου δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον επέλεξε ως Αρχιεπίσκοπο της Βιβλικής αυτής Επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, στις 16 Απριλίου 1988.

    Επισκόπηση της ζωής και της σταδιοδρομίας του

    Γεννήθηκε στο σημερινό Τουρκοκρατούμενο χωριό Μαραθόβουνος. της Επαρχίας Αμμοχώστου Κύπρου, στις 28 Οκτωβρίου 1928. Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί της πολυμελούς οικογένειας του γεωργού και οικοδόμου Θεοχάρη Χατζηττοφή και της Μαρίας (το γένος Κυριάκου Κόρονου από την Αγκαστίνα). Μετά δε τη συμπλήρωση των εγκυκλίων μαθημάτων στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του, ο δωδεκαετής Γρηγόριος μπήκε μαθητευόμενος στο υποδηματοποιείο του επ’ αδελφή γαμπρού του, Ανδρέα Ορθοδόξου, όπου και εργάστηκε για τα επόμενα 8 σχεδόν χρόνια.

    Σε ηλικία, όμως, 20 σχεδόν χρονών πήρε την πρώτη μεγάλη απόφαση της ζωής, η οποία επέπρωτο να προλειάνει το έδαφος για την μελλοντική σταδιοδρομία του: Εγκαταλείπει για πάντα το επάγγελμα του υποδηματοποιού για να φοιτήσει σε Σχολή Μέσης Παιδείας. Εγγράφεται δε, το 1949, στην Ανωτέρα Εμπορική Σχολή Λευκονοίκου, η οποία ήταν τότε πεντατάξια, γενόμενος δεκτός στη δεύτερη και όχι στην πρώτη τάξη. Το 1951, όμως, μετεγγράφεται στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας, το οποίο, κατά γενική ομολογία, ήταν ένα από τα καλύτερα Γυμνάσια του Ελληνισμού. Αλλά και πάλι, προκειμένου να γίνει δεκτός σε μια τέτοια ηλικία, έπρεπε προηγουμένως να είχε κάνει Μοναχός. Πήρε ανενδοίαστα και τελεσίδικα την δεύτερη και οπωσδήποτε πλέον βαρύνουσα για το μέλλον του απόφαση κι έγινε Μοναχός. Χειροτονήθηκε Διάκονος (την Κυριακή της Πεντηκοστής, 24 Ιουνίου 1953) από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ΄. Μετά την ολοκλήρωση της φοίτησής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1954, μετέβη για σπουδές στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά δε το πέρας των πανεπιστημιακών του σπουδών, τον Απρίλιο του 1959, διορίζεται αρχικά Διάκονος και στη συνέχεια Εφημέριος στον Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων Λονδίνου,

    Ευθύς μετά την άφιξή του στο Λονδίνο χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο από τον Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων Αθηναγόρα Α΄ Καββάδα, την Κυριακή των Βαΐων, 26 Απριλίου 1959. Το 1964 διορίζεται, από τον Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων Αθηναγόρα Β΄ Κοκκινάκη, Πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων. Στις 26 Νοεμβρίου 1970 εκλέγεται Επίσκοπος από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, και στις 12 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους χειροτονείται Επίσκοπος Τροπαίου, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων Αθηναγόρα Κοκκινάκη. Την επομένη της χειροτονίας του αναλαμβάνει την επιστασία, οργάνωση και διοίκηση των Ιερών Ναών Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του ομωνύμου Αγίου της Κοινότητος Αποστόλου Βαρνάβα στο Wood Green του Βορείου Λονδίνου.

    Το Σάββατο, όμως, 16 Απριλίου 1988, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, σε έκτακτη συνεδρία της, υπό την προεδρία του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου A΄ (1972-1991), εξέλεξε παμψηφεί στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, και μάλιστα εν πλήρει αγνοία του, τον Επίσκοπο Τροπαίου Γρηγόριο εις διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Μεθοδίου Φούγια (1979-1988), τον οποίο έπαυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο Φούγια σε έκτακτη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου το Σάββατο, 16 Απριλίου 1988 και την ίδια ημέρα εξέλεξε παμψηφεί τον μέχρι τότε Επίσκοπο Τροπαίου Γρηγόριο. Να σημειώσουμε, μάλιστα, παρεμπιπτόντως εδώ ότι την εκλογή του αυτή τόσο πολύ την αγνοούσε (το σχετικό τηλεγράφημα από το Πατριαρχείο έφτασε στην Κοινότητα του Αποστόλου Βαρνάβα το πρωί της Δευτέρας, 19ης Απριλίου), ώστε την Κυριακή, 17 Απριλίου 1988, ο νεοεκλεγείς Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος μνημόνευσε στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ως Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων τον ήδη παυθέντα Μεθόδιο. Ο δε γράφων, ο οποίος πληροφορήθηκα τα της εκλογής από σχετικό τηλεφώνημα ήδη από το απόγευμα της ίδιας ημέρας της εκλογής του, δηλαδή το Σάββατο, μπόρεσα και του μετέφερα την είδηση μόλις αργά το απόγευμα της Κυριακής.

    Ο νεοεκλεγείς τότε Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος δεν ήταν, βέβαια, καθόλου άγνωστος τόσο στην πολυπληθή Ομογένεια της Μ. Βρετανίας όσο επίσης και στους Εκκλησιαστικούς κύκλους της διεθνούς Ορθοδοξίας και των λοιπών Εκκλησιών. Για τη Μεγάλη Βρετανία, πάντως, υπήρξε, κατά γενική ομολογία, μια λίαν επιτυχημένη εκλογή, όπως έχει, άλλωστε, καταδειχθεί από την εν γένει δραστηριότητά του στη διάρκεια των μέχρι σήμερα τριάντα ετών της Αρχιερατείας του.

    Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, για να παρακολουθήσουμε την ανοδική αυτή πορεία του Αρχιεπισκόπου Γρηγορίου στη σημερινή του θέση, μια πορεία δε και δημιουργική δραστηριότητα, η οποία θυμίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα πραγματικό Συναξάρι Αγίων και Οσίων της Εκκλησίας μας.

    Η παιδική ηλικία

    του Γρηγόρη Θεοχάρους Χατζηττοφή

    Γεννήθηκε, όπως είπα, στο σημερινό τουρκοκρατούμενο χωριό Μαραθόβουνος της Επαρχίας Αμμοχώστου στις 28 Οκτωβρίου 1928, ημέρα Σάββατο (τον εγγράψανε στα Βιβλία της Κοινότητάς -όπως συνέβαινε τότε συχνά πυκνά στα μικρά χωριά της Κύπρου- την ημέρα που βαφτίστηκε, 2 Ιανουαρίου 1929 (όπως, για παράδειγμα, ο γράφων, ο οποίος γεννήθηκα στις 23 Ιανουαρίου αλλά με γράψανε στις 27 Μαρτίου). Νονός του ήταν ο Χρήστος Ταπεινός, υποδηματοποιός, στενός φίλος του πατέρα του Γρηγορίου, Θεοχάρη Χατζηττοφή. Μαζί δε με τον νονό του ο Γρηγόριος, που ήταν και ο μοναδικός του βαφτιστικός, διατήρησε άριστες σχέσεις.

    Ο Γρηγόριος ήταν το τελευταίο από τα εννιά παιδιά του Θεοχάρη Χατζηττοφή και της συζύγου του Μαρίας, το γένος Κόρονου: 4 αδερφές και πέντε αγόρια. Ο Θεοχάρης ήταν οικοδόμος το επάγγελμα, πασίγνωστος στα γειτονικά χωριά του Μαραθόβουνου ως «ο μαστρο-Θεοχάρης ο κτίστης». Τέτοια ήταν, μάλιστα, η ικανότητα, η τιμιότητα και η ειλικρίνειά του στη δουλειά του, που ακόμα και οι Τούρκοι της περιοχής τον προτιμούσαν για να τους φτιάξει τα σπίτια τους, με τους οποίους και διατηρούσε άριστες σχέσεις, γι’ αυτό και μιλούσε την τουρκική απταίστως.

    Η δεκαετία του 1930, μέσα στην οποία ο Γρηγόριος πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, χαρακτηρίζεται από δύο κυρίως μεγάλα γεγονότα της Κύπρου: Την αποτυχημένη απελευθερωτική εξέγερση των Ελληνοκυπρίων στις 21 Οκτωβρίου 1931, και την τρομερή ανομβρία, η οποία είχε πραγματικά παραλύσει την Κυπριακή οικονομία, πράγμα που οδήγησε στην ουσιαστική χρεοκοπία όλους σχεδόν τους γεωργούς και όχι μόνο της Μεγαλονήσου και ανάγκασε τότε χιλιάδες Κυπρίους να ξενιτευτούν σ’ αναζήτηση καλύτερης τύχης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

    Για τον Γρηγόριο, όμως, η αρχή τής δεκαετίας αυτής υπήρξε ακόμη πιο οδυνηρή, επειδή σε ηλικία τριών μόλις ετών έχασε τον πατέρα του: Πέθανε από κρυολόγημα τον Ιούνιο του 1932, με μονάχα δύο από τα εννιά παιδιά του αποκατεστημένα. Συγκεκριμένα, είχαν ήδη συνάψει γάμο ένας γιός του (ο Κυριάκος, πατέρας του σημερινού Επισκόπου Τροπαίου και Πρωτοσυγκέλου της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων Αθανασίου Θεοχάρους), και μια κόρη του, η Μαργαρίτα). Ο δε πρεσβύτερος γιος του, ο Γιάννης, είχε ήδη μεταναστεύσει στην Αυστραλία προτού γεννηθεί ο Γρηγόριος. Έτσι, η χήρα Μαρία ήταν υποχρεωμένη τώρα ν’ αναθρέψει έξι παιδιά, τον Χριστόφορο, την Κακούλα, τον Παναγιώτη, την Ειρήνη, την Ελένη και το αποσπόρι της, τον Γρηγόριο.

    Ο Χριστόφορος, όμως, ήταν ήδη 19 χρονών όταν πέθανε ο πατέρας τους κι έτσι πήρε τη θέση του αρχηγού της οικογένειας. «Ήταν σαν πατέρας μας», λέει ο Γρηγόριος, γι’ αυτό και νυμφεύτηκε «μεγάλος» (32 χρονών). Την αδελφή του την Ελένη την πήρε για να την μεγαλώσει η θεία της, η αδελφή της Μαρίας, η Θεογνωσία, η οποία ήταν παντρεμένη στο γειτονικό χωριό Αγκαστίνα, ενώ τον Κυριάκο τον είχαν αναθρέψει οι νονοί του, Στυλιανός και Ανδριανή Χατζητζύρκαλλου, οι οποίοι δεν είχαν παιδιά, γι’ αυτό και τον κατέστησαν κληρονόμο τους. Ανάθρεψαν δε, επίσης, και την αδελφή του την Ελένη.

    Το οικογενειακό δέντρο του Αρχιεπισκόπου Γρηγορίου θα ήταν πολύ δύσκολο να καταγραφεί λεπτομερώς. Ο πατέρας του είχε τέσσερα αδέρφια, από τα οποία ο ένας, ο Γρηγόρης, είχε μεταναστεύσει και νυμφεύτηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, αλλά με την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 χάθηκαν εντελώς τα ίχνη του, θύμα προφανώς και αυτός της θηριωδίας των αιμοχαρών οργάνων του Κεμάλ Ατατούρκ. Η μητέρα του Θεοχάρη, η οποία καταγόταν από τη Μια Μηλιά της Λευκωσίας, πέθανε όταν αυτός ήταν πολύ μικρός, γι’ αυτό και δεν είναι γνωστοί οι συγγενείς του από τη Μια Μηλιά. Η μητέρα του Αρχιεπισκόπου, η Μαρία, η οποία καταγόταν από την Αγκαστίνα, ήταν ένα από τα οχτώ παιδιά της πολυμελούς οικογένειας του Κυριάκου και της Ειρήνης Κόρονου, από τα οποία ένας, ο Γρηγόριος, είχε παντρευτεί στην Πεντάγεια και απέκτησε δέκα παιδιά, πέθανε δε πρόσφυγας στη Λεμεσό σε ηλικία εκατόν περίπου ετών όταν ο ομώνυμος ανεψιός του είχε γίνει πια Αρχιεπίσκοπος.

    Ο Θεοχάρης, ο πατέρας του Αρχιεπισκόπου Γρηγορίου, είχε νυμφευτεί δύο φορές. Από την πρώτη του σύζυγο, την Κακούλα (πέθανε μετά που γέννησε το τρίτο της παιδί, τον Κυριάκο), είχε αποκτήσει τρία παιδιά: τον Γιάννη (μετανάστευσε, όπως είπα, στην Αυστραλία, όπου και νυμφεύτηκε Μαραθοβουνιώτισσα και απέκτησε μαζί της οκτώ παιδιά, απεβίωσε δε και ενταφιάστηκε εκεί), την Μαργαρίτα (παντρεύτηκε τον Λοΐζο Γιαννόπουλο, κι απέκτησαν πέντε γιούς), και τον Κυριάκο (νυμφεύτηκε την Ελισάβετ Κωστή Καραλουκά, με την οποία απέκτησε οχτώ παιδιά). Από τον δεύτερο δε γάμο του με τη Μαρία (την μητέρα του Αρχιεπισκόπου) απέκτησε άλλα έξι παιδιά: τον Χριστόφορο (νυμφεύτηκε την Ουρανία από την Αγκαστίνα και απέκτησαν 4 γιούς (ο ένας, ο Θεοχάρης, είναι αγνοούμενος, τον απήγαγαν οι Τούρκοι από το σπίτι του τον Αύγουστο του 1974, ήταν φοιτητής της Κτηνιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), την Κακούλα (παντρεύτηκε τον Αντρέα Ορθοδόξου Τσιανάκκα και απέκτησαν πέντε παιδιά), την Ειρήνη (παντρεύτηκε τον Γεώργιο Αντώνη Γιώρκα και απέκτησαν 9 παιδιά). την Ελένη (παντρεύτηκε τον Χριστόδουλο Χατζηκυριάκου Σώζον και απέκτησαν έξι παιδιά), και τέλος τον Γρηγόριο. τον σημερινό Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας.

    Ο Γρηγόριος. μόλις τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του Μαραθόβουνου, μπήκε, στα έντεκα-δώδεκα χρόνια του, μαθητευόμενος («τσιράκι») στο υποδηματοποιείο του Αντρέα Ορθοδόξου Τσιανάκκα (ήταν γαμπρός του από την αδερφή του την Κακούλα) κι έμεινε μαζί του οκτώ χρόνια. Έγινε, μάλιστα, τόσο τέλειος τεχνίτης-υποδηματοποιός. ώστε στο τέλος ο γαμπρός του τον έκανε συνεταίρο στο μαγαζί του.

    Η δουλειά, όμως, του υποδηματοποιού, κυρίως σ’ ένα αγροτικό χωριό της Κύπρου την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Μεγαλόνησο και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήταν δυνατό να εξασφαλίζει όλα τα αναγκαία προς το ζην. Γι’ αυτό κι αναγκαζόταν ο Γρηγόριος να δουλεύει και στα χωράφια τους, που ο μακαρίτης ο πατέρας του είχε κατορθώσει ν’ αγοράσει χάρη στην τέχνη της οικοδομής, όπως επίσης και να βόσκει τα πρόβατά τους βοηθώντας τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Χριστόφορο, και την οικογένειά τους. Αλλά και κάτι άλλο ακόμα: Όταν ήταν η εποχή που μαζεύονταν από τους μεγαλεμπόρους τα πορτοκάλια στην Αμμόχωστο για εξαγωγή ή για την εγχώρια κατανάλωση, ο νεαρός Γρηγόριος, μαζί με τριάντα-σαράντα άλλους εργάτες από τον Μαραθόβουνο, μεταφέρονταν από ειδικούς εργοδότες στους διάφορους πλούσιους πορτοκαλεώνες του Βαρωσιού (Αμμοχώστου) και, για 10-15 μέρες συνέχεια, εργαζότανε σκληρά προκειμένου να συμπληρώσει τα κατά τα άλλα πενιχρότατα ετήσια εισοδήματά του.

    Για τη δουλειά του, όμως, αυτή στο μάζεμα των πορτοκαλιών, ο Γρηγόριος νοιώθει ακόμα και σήμερα κάποια υπερηφάνεια: «Από απλόν εργάτη στην αρχή, με προβίβασαν σε μεταφορέα των πορτοκαλιών στο λιμάνι. Έπαιρνα τότε σχετικά πολλά λεφτά. Κάποτε, μάλιστα, και δύο λίρες την ημέρα! Μια χρονιά, μάλιστα, έφερα πίσω στο χωριό το τεράστιο -για την εποχή εκείνη- ποσό των τριάντα λιρών! Ήταν μεγάλη υπόθεση ένα τέτοιο ποσό την εποχή εκείνη! Στο Βαρώσι, επίσης, μας φιλοξενούσαν σε ωραία σπίτια, μας τάϊζαν και μας πότιζαν. Έτσι μπορούσα κι έκανα μεγάλες οικονομίες».

    Μαθητής στην Εμπορική Σχολή Λευκονοίκου

    Στο χωριό, όμως, ο Γρηγόριος, και παρ’ όλο που διέθετε τον πιο πολύ χρόνο του σε τέτοιες απαιτητικές και πολύ κουραστικές δουλειές, δεν έπαψε ποτέ να σκέφτεται το μέλλον του και να προπαρασκευάζεται μελετώντας από μόνος του συνεχώς σχολικά και άλλα βιβλία. Έτσι, σε ηλικία 19 ετών -μια ηλικία που οι πλείστοι συνομήλικοί του είχαν ήδη παντρευτεί ή μεταναστεύσει- κι αφού μπόρεσε και οικονόμησε αρκετά χρήματα για να καλύπτει τα δίδακτρα, το νοίκι και την διατροφή του στη σχετικά γειτονική κωμόπολη του Λευκονοίκου, πήρε τη μεγάλη απόφαση και πήγε στα γραφεία της εκεί Ανωτέρας Εμπορικής Σχολής, η οποία ήταν τότε πεντατάξια, με διευθυντή της τότε τον καθηγητή μαθηματικών Δημήτριο Βολονάκη.

    «Είχα τότε μουστάκι και, βέβαια, ήμουν αρκετά ψηλός για να με βάλουν στην Πρώτη Τάξη της Σχολής», μου διηγείται με το γνωστό χαμόγελό του ο Γρηγόριος. Του σύστησε, λοιπόν, ο Βολονάκης να προπαρασκευαστεί στα βασικά μαθήματα της Πρώτης Τάξης της Δευτεροβάθμιας εκείνης Σχολής, προθυμοποιήθηκε δε, μάλιστα, ο ίδιος να τον διδάξει Μαθηματικά, Φυσική και Γεωγραφία. Επίσης ο Χιώτης φιλόλογος Γεώργιος Φεγγουδάκης ανέλαβε να τον διδάξει Αρχαία και Νέα Ελληνικά, και Ιστορία. Έτσι, μετά την αναγκαία εκείνη προπαρασκευή, έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις, πέτυχε κι έγινε δεκτός στη Δεύτερη Τάξη, το Σχολικό Έτος 1949-1950.

    Ήταν, όμως, ήδη 20 χρονών όταν άρχισε μαθήματα στην Εμπορική Σχολή Λευκονοίκου. Ο δε Διευθυντής Βολονάκης τον υποχρέωσε να ξυρίσει και το μουστάκι και τα μαλλιά του (όπως και όλοι οι άλλοι συμμαθητές του) και να φοράει το σχολικό πηλήκιο, που του το δώρισε, μάλιστα, ο ίδιος. Προτού, όμως, περιβληθεί την υποχρεωτική αυτή αμφίεση, τον πρόσεξε ο κοντούλης Αντρόνικος Παλλήκαρος από τη Γύψου, ο οποίος είχε τελειώσει την Πρώτη Τάξη και θα φοιτούσε στη Δεύτερη. Είδε, λοιπόν, τον Γρηγόριο, τον πλησίασε και του λέει: «Θκειέ (θείε), θέλεις ν’ αγοράσεις τα βιβλία μου για το γιο σου;» Και ο Γρηγόριος, βέβαια, αγόρασε μεν τα βιβλία από τον Αντρόνικο, αλλά όχι για τον υποτιθέμενο και ανύπαρκτο, βέβαια, γιο του, αλλά για τον ίδιο! Και ο Αντρόνικος αυτός, ο οποίος για πολλά μετέπειτα χρόνια υπήρξε Πρόεδρος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος του Αγίου Χαραλάμπους στην πόλη Luton της Αγγλίας. Συνδεότανε δε πολύ φιλικά με τον παλιό του εκείνο συμμαθητή και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μ. Βρετανίας Γρηγόριο, ο οποίος, μάλιστα, και τον στεφάνωσε στον Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων Λονδίνου. Όμως κάθε φορά που ο Αρχιεπίσκοπος τού θύμιζε γελώντας την παιδική εκείνη γκάφα του, ο Αντρόνικος το φυσούσε και δεν κρύωνε!

    Στο Λευκόνοικο, ο μεγαλούτσικος τότε Γρηγόριος είχε παλαιά «δούναι και λαβείν» και αλησμόνητες εμπειρίες. Είχε ξαναπάει εκεί μόλις είχε αποφοιτήσει από το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του, αλλά όχι για αναψυχή. «Από το χωριό μου είχα μέχρι τότε απομακρυνθεί μόνο τρείς φορές, και τούτο όταν πήγαινα στο Βαρώσι να δουλέψω για το μάζεμα των πορτοκαλιών». Η πρώτη, λοιπόν, φορά που πήγε στο Λευκόνοικο ήταν επειδή αρρώστησε από τύφο και παραλίγο να πεθάνει. Ο αδελφός του ο Χριστόφορος, μάλιστα, πλήρωσε τότε το υπέρογκο για την εποχή εκείνη ποσό των πέντε λιρών για να τον μεταφέρει στο εκεί Νοσοκομείο με ταξί. «Πότε θα μου τα ξεπληρώσεις αυτά;» τον ρώτησε αστειευόμενος. Και, χρόνια αργότερα, όταν τ’ αδέρφια είχαν αποφασίσει να διαμοιραστούν την περιουσία του πατέρα τους, ο Γρηγόριος δεν είχε λησμονήσει τις πέντε εκείνες λίρες, αλλά και την τόσο μεγάλη υποχρέωση που είχαν όλα τ’ αδέρφια προς τον Χριστόφορο, και του τις ανταπέδωσε στο πολλαπλάσιο.

    Τα χρήματα που είχε εξοικονομήσει δουλεύοντας στο μάζεμα των πορτοκαλιών ή στην κατασκευή παπουτσιών (τα εισοδήματα από τη γεωργία και τη κτηνοτροφία μόλις που αρκούσαν για να επιβιώσει η πολυμελής οικογένεια) ο 20ετής δευτεροτάξιος μαθητής Γρηγόριος τα βρήκε πολύ χρήσιμα στο Λευκόνοικο και υστερότερα στη Λευκωσία. Φάνηκε, πάντως, αρκετά τυχερός στο πρώτο του εκείνο «πέταγμα προς τα ύψη». Κατ’ αρχήν, ο γιατρός Χρήστος Μιχαλόπουλος, ο οποίος είχε αναλάβει την περίθαλψή του όταν αρρώστησε με τύφο, έτυχε να είναι και Πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας της Ανωτέρας Σχολής Λευκονοίκου. Και αυτό διευκόλυνε πολύ τον εικοσαετή Γρηγόριο να γίνει δεκτός ως μαθητής εκεί, παρ’ όλη την σχετικά προχωρημένη ηλικία του. Την δε ευεργεσία εκείνη που δέχτηκε από τον γιατρό Μιχαλόπουλο δεν την λησμόνησε ποτέ ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος, ο οποίος ποικιλότροπα εκφράστηκε με τα πιο θερμά λόγια όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του υπερήλικα πια εκείνου πρώην ευεργέτη του.

    Και δεν ήταν μόνο η ιατρική περίθαλψη και το γεγονός της αποδοχής της αίτησης του Γρηγόριου να φοιτήσει στη Σχολή, την οποία του είχε προσφέρει ο γιατρός Μιχαλόπουλος, αλλά επίσης και το ότι με δική του οπωσδήποτε έγκριση τον απάλλαξαν τον Γρηγόριο από τα περισσότερα ετήσια υποχρεωτικά δίδακτρα, επειδή αποδείχτηκε, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, άριστος στις επιδόσεις του και πολύ μελετηρός. Αλλά και πολύ ήσυχος και καθώς πρέπει μαθητής. Σ’ αυτό συνέτεινε όχι μόνο το ότι ο ίδιος είχε αποφασίσει εξ ιδίας βουλήσεως και ώριμης σκέψης να φοιτήσει σε Σχολή Μέσης Παιδείας, αλλά και το γεγονός ότι στο χωριό του είχε αναμιχθεί ενεργώς στη διοργάνωση και κανονική λειτουργία του Θρησκευτικού Συλλόγου της Ο.Χ.Ε.Ν. (Ορθόδοξη Χριστιανική Ένωση Νέων), της οποίας ήταν και ο Πρόεδρος. Η ενασχόλησή του, μάλιστα, στον εθελοντικό αυτόν τομέα τον βοήθησε πολύ να καταστεί γνώστης της νοοτροπίας και της ψυχολογίας των νέων κι έτσι να γίνεται αποδεκτός στους κύκλους των παιδιών και της νεολαίας έστω και αν ήταν ο ίδιος συγκριτικά πολύ μεγαλύτερος τους στην ηλικία, στο ύψος του σώματος και στην ωριμότητα της σκέψης. Με τον μικροσκοπικό τότε, για παράδειγμα, Ανδρόνικο Παλλήκαρο (ήταν τόσο κοντός που όταν ερχόταν από το χωριό του, την Γύψου -απέχει 2-3 μίλια από το Λευκόνοικο- με ποδήλατο, δεν μπορούσε να καθίσει στη σέλα, αλλά ποδηλατούσε με το ένα πόδι περασμένο μέσα από τον σκελετό του ποδηλάτου), ο διπλάσιος σχεδόν στο ύψος, τότε, Γρηγόριος διατηρούσε -και διατήρησε έκτοτε, όπως είπαμε, μέχρι τον θάνατο του Αντρόνικου, μια πολύ στενή φιλία.

    Στο Λευκόνοικο φοίτησε για δύο μόνο χρόνια (1949-50 και 1950-51) με Γυμνασιάρχες, τον πρώτο χρόνο, τον Δημήτριο Βολονάκη και, τον δεύτερο, τον Γεώργιο Μουρούζη. «Ωραία χρόνια και πολύ δημιουργικά», τονίζει με έμφαση ο Γρηγόριος. Όμως, η Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου ήταν τότε, όπως είπαμε, πεντατάξια, ο δε Γρηγόριος είχε την ανέλπιστη τύχη ότι την χρονιά ακριβώς εκείνη που συμπλήρωσε αυτός την φοίτησή του στην τρίτη τάξη, η Σχολή αναγνωρίστηκε επίσημα από την Ελληνική Κυβέρνηση ως Σχολή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ώστε οι μαθητές που φοιτούσαν εκεί θα μπορούσα να μετεγγραφούν σε άλλα εξατάξια Γυμνάσια. Το δε καλύτερο Γυμνάσιο της Κύπρου τότε ήταν, βέβαια, το Παγκύπριο στη Λευκωσία, με Γυμνασιάρχη τον Κωνσταντίνο Σπυριδάκη, Γενικό Υποδιευθυντή τον Θεόκλητο Σοφοκλέους και καθηγητές που συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον στη γνώση, την επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση, στο συγγραφικό τους έργο, και την βαθύτατη αγάπη και φροντίδα τους για την Ελληνική Νεολαία της Μεγαλονήσου. Διδασκαλικό, δηλαδή, προσωπικό, τους οποίους είχα κι εγώ την τύχη να έχω στη διάρκεια της εκεί εξαετούς φοίτησής μου (1947-1953) (Σπυριδάκης, Σοφοκλέους, Χαραλάμπους, Πέτσας, Κοκόνης, Ωριγένης, Ζαμπάς, Ευαγγελίδης, Παπαχαραλάμπους, Κιτρομηλίδης, Ν. Κρανιδιώτης, Παπαχρυσοστόμου, Μερεμέτης, Πετρίδης, Κόκοτας, Ζαννετίδης, Χατζηστεφάνου,κ.ά.).

    Μαθητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας

    Μεταβαίνει, λοιπόν, ο Γρηγόριος στη Λευκωσία, εγγράφεται στο Παγκύπριο Γυμνάσιο (στην τέταρτη τάξη) και διαμένει ως φιλοξενούμενος στο σπίτι του αδελφού του, του Παναγιώτη, στην Έγκωμη Λευκωσίας. Τόσο δε ο αδελφός του εκείνος, όσο και η νύφη του, η Δέσποινα, τον περιποιούνταν σαν δικό τους παιδί, παρόλο που είχαν οι ίδιοι άλλα πέντε δικά τους παιδιά. «Δεν μου ζήτησαν ποτέ χρήματα για νοίκι ή φαγητό. Άλλωστε πού θα τα ’βρισκα να τους δώσω! Υπήρξαν και οι δυο τους πολύ καλοί μαζί μου», μου λέει με συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη ο Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος. «Και όχι μόνο μαζί μου, αλλά και με όλα τα άλλα αδέρφια μας. Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ξεπληρώσουμε τις υποχρεώσεις και την ευγνωμοσύνη μας απέναντι στον Παναγιώτη και τη Δέσποινα».

    Από το χωριό του μέχρι το Λευκόνοικο, ο Γρηγόριος πήγαινε συνήθως με γαϊδούρι. Το γαϊδούρι του αυτό το πήγε, το 1949, στην εμποροπανήγυρη του Αγίου Γεωργίου του Κοντού στη Λάρνακα και το πούλησε. Ήταν δε τότε ακριβώς που ο Γρηγόριος πρωτοσυνάντησε τον τότε Μητροπολίτη Κιτίου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ΄. Αργότερα, και λίγο προτού εγγραφεί στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, τον συνέστησε στον Μακάριο ο τότε Διάκονος και παιδικός φίλος του Μακαρίου, Άνθιμος Κυριακίδης, όταν πια ο Μακάριος είχε γίνει Αρχιεπίσκοπος. Κι αυτό επειδή, σύμφωνα με την επικρατούσα παράδοση του Σχολείου, για να γίνει κάποιος σχετικά προχωρημένης ηλικίας δεκτός στο Παγκύπριο, όπως ήταν ήδη ο Γρηγόριος, έπρεπε προηγουμένως να φορέσει ράσο. «Τον επισκέφθηκα, λοιπόν, τον Μακάριο στην Αρχιεπισκοπή και ζήτησα και πήρα την άδεια και την ευχή ρασοφορίας (αρχές Σεπτεμβρίου 1951). Και ακολούθως, όταν ο Μακάριος θα τελούσε την Θεία Λειτουργία στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Έγκωμη Λευκωσίας, με ειδοποίησε, μέσω του Πρωτοσυγκέλου της Αρχιεπισκοπής Καλλίνικου Κυκκώτη, ότι θα με έκειρε μοναχό εκεί. Πράγμα που έγινε. Γι’ αυτό, λοιπόν, και το καλοκαίρι του 1952 το πέρασα στη Μονή Σταυροβουνίου κοντά στη Λάρνακα».

    Η διαμονή του Γρηγορίου στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου συνέπεσε με τον θάνατο του Ηγουμένου της Μονής Διονυσίου και την εκλογή στη θέση αυτή του Γερμανού από το χωριό Αυγόρου Αμμοχώστου (σκοτώθηκε αργότερα σε ηλικία 80 χρονών όταν έπεσε κάτω από το τρακτέρ που οδηγούσε). Ο Γερμανός είχε στοιχειώδη μόνο μόρφωση και γι’ αυτό του έγραψε τον ενθρονιστήριο λόγο ο Γρηγόριος. Όμως ο εν λόγω Ηγούμενος ήτανε πολύ οικονόμος κι εργατικότατος κι έτσι συνετέλεσε πολύ όχι μόνο στην απόκτηση για την Μονή αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων, αλλά και στην προσοδοφόρο καλλιέργεια των κτημάτων που βρίσκονταν γύρω από τη Μονή.

    Ο Γρηγόριος χειροτονείται Διάκονος

    Στη συνέχεια ο Μακάριος χειροτόνησε τον Γρηγόριο σε Διάκονο, την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1953, στον Ιερό Ναό Αγίου Σάββα Λευκωσίας, όπου και υπηρέτησε, πράγμα που του επέτρεψε και πάλι να κάνει οικονομίες για να μεταβεί, μόλις απεφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1954, στην Ελλάδα και να εγγραφεί στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι εμπειρίες του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας, όπως μου είπε, δεν ήταν και τόσο εντυπωσιακές, ενώ στο Λευκόνοικο, ακριβώς επειδή ήταν ο μόνος «ηλικιωμένος» μαθητής, αλλά και επειδή το Σχολείο εκεί ήταν αριθμητικά πολύ μικρό σε σύγκριση με το Παγκύπριο Γυμνάσιο, αλλά επίσης με επαρχιώτικη ατμόσφαιρα, ένοιωθε κανείς εκεί λες και ανήκε σε μια δική του οικογένεια. Θυμάται, μάλιστα, αρκετούς από τους τότε συμμαθητές και συμμαθήτριες του (η Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου ήτανε μικτή), όπως, για παράδειγμα, τον Οδυσσέα Καραγιώργη, τον Αντρέα Τσαγκαρίδη (έμενε μαζί με τον Γρηγόριο στο ίδιο δωμάτιο), την φιλόλογο και ποιήτρια Κυριακούλα Σούγλη-Παρασκευά, τον Πιερή Ζαρμά (διάσημο τενόρο), τον θεολόγο και αγωνιστή της ΕΟΚΑ Φώτη Παπαφώτη κ.ά.

    Το Παγκύπριο Γυμνάσιο, αντίθετα, και μάλιστα εκείνο των Αρρένων, είχε τόσο πολλούς μαθητές και κα0ηγητές, ώστε ο μαθητής έχανε εκεί σχεδόν ολοκληρωτικά την προσωπικότητά του και γινόταν ένα απλό νούμερο. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν στην τάξη που φοιτούσε υπήρχαν πολλοί αρκετά ευκατάστατοι Λευκωσιάτες-Πρωτευουσιάνοι μαθητές, μεταξύ των οποίων οι γνωστοί για την μετέπειτα σταδιοδρομία τους Ανδρέας Χριστοφίδης, Δημοσθένης Σεβέρης, Άρης Χαραλαμπίδης, Ανδρέας Παπαβασιλείου, Χάρης Φεσσάς, Χρήστος Κολιός, Θεόδωρος Στυλιανού, Ανδρέας Λοής, Νεοκλής Κουγιάλης, Πέτρος Πετρίδης, κ.ά. Άλλωστε, στο Παγκύπριο Γυμνάσιο φοιτούσαν και άλλοι «ηλικιωμένοι» ιερωμένοι μαθητές: Ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄ (δεν τον είχε προλάβει εκεί ο Γρηγόριος), ο Νικηφόρος Κυκκώτης, ο Γεώργιος Κυκκώτης. Άλλος πολύ γνωστός ιερωμένος και συμμαθητής, επίσης, του Γρηγορίου ήταν ο Αρχιμανδρίτης κι επιτυχημένος λογοτέχνης Λεόντιος Χατζηκώστας-Κκολής (με τον οποίο, μάλιστα, ο Γρηγόριος υπηρέτησε αργότερα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στον Ναό των Αγίων Πάντων Λονδίνου).

    Στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, πάντως, το οποίο, όπως είπα, αποτελούσε τότε ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτήρια του απανταχού της γης Ελληνισμού, ο Ιερομόναχος και στη συνέχεια Διάκονος Γρηγόριος βρήκε το πνευματικό εκείνο κλίμα, το οποίο θα τον επηρέαζε μόνιμα στις κατοπινές του μελέτες, επιδιώξεις και όνειρά του. Με καθηγητές των Αρχαίων και Νέων Ελληνικών τον Κόκοτα, τον Σοφοκλέους και τον Σπυριδάκη, στα Λατινικά τον ευγενέστατο Ζαννετίδη, στην Ιστορία τον πρώην Πρόεδρο και Ιδρυτή (μαζί με τους Ιερόθεο Κυκκώτη και Παρθένιο Κυρμίτση) του Ναού και της Κοινότητος των Αγίων Πάντων Λονδίνου Χριστάκη Χαραλάμπους, τον Ευαγγελίδη, τον Πετρίδη και τον Χατζηστεφάνου, στη Φιλοσοφία τον Μερεμέτη, στα Θρησκευτικά τον ΙΙέτσα, κ.λπ., οι μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου, τότε, καταρτίζονταν τόσο τέλεια ώστε να διακρίνονται άνετα είτε απεφάσιζαν να γίνουν υπάλληλοι κι επιχειρηματίες, είτε, όπως στην περίπτωση του Γρηγορίου, προτιμούσαν να σπουδάσουν σε Πανεπιστήμια στην Ελλάδα και σε άλλες Χώρες στην Ευρώπη και στην Αμερική.

    Για να μεταβεί, όμως, κανείς στο Εξωτερικό για σπουδές χρειαζόταν οπωσδήποτε όχι μόνο την έφεσή του προς μόρφωση, αλλά και πολλά χρήματα. Και οι μεν Ιερομόναχοι Κυκκώτες διέθεταν σταθερό επίδομα που προσέφερε στους υποτρόφους της η πλουσιώτατη Ιερά Μονή Κύκκου. Άλλωστε ο Ηγούμενος της Ιεράς αυτής Μονής ενθάρρυνε κι επιχορηγούσε αδρότατα τους μοναχούς του για να μεταβούν στο Εξωτερικό για σπουδές. Αυτό, όμως, δεν γινότανε και με την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, στην οποία είχε ενταχθεί ως Μοναχός ο Γρηγόριος. Αναγκάστηκε, λοιπόν, και χρησιμοποίησε πάλι τις οικονομίες του και κάποια σχετική ενίσχυση από τα αδέλφια του. Έτσι, λοιπόν, τον βρίσκουμε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1954.

    Φοιτητής της Θεολογικής Σχολής

    του Πανεπιστημίου Αθηνών

    Στην αρχή ο Γρηγόριος βρήκε ένα μικρό δωμάτιο στο τέρμα Αχαρνών, με συγκάτοικό του τον ομοχώριό του φοιτητή Θεόδωρο Στυλιανού, με νοίκι 275 δραχμές το μήνα. Προσλήφθηκε, επίσης, ως Διάκονος στον ημιτελή, τότε, Ναό Αγίου Ανδρέα στα Άνω Πετράλωνα, με μισθό 450 δραχμές τον μήνα, οπότε του έμεναν στο χέρι, για τη διατροφή και τα βιβλία του, 175 δραχμές τον μήνα! Και ούτε υπήρχαν, βέβαια, καθόλου «τυχερά» ως Διάκονος σ’ εκείνον τον Ναό. Γι’ αυτό και συμπλήρωνε τα απαραίτητα έξοδά του από το ποσό των εξήντα λιρών που είχε πάρει μαζί του από την Κύπρο, αλλά και από μικροποσά που θα του έστελναν τα αδέλφια του από τα υστερήματά τους.

    Στα Πετράλωνα και στην Αχαρνών έμεινε λιγότερο από έναν χρόνο, αφού μπόρεσε και μετατέθηκε στον Ναό της Αγίας Σοφίας Ψυχικού, όπου τώρα είχε πιο υποφερτές απολαβές. Μετακομίζει, λοιπόν, σ’ ένα σπίτι στους Αμπελοκήπους (Ξηρομέρου 28), στο οποίο έμεναν και άλλοι Κύπριοι φοιτητές, μεταξύ των οποίων και ο πρώην Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κύκκου Διονύσιος Κυκκώτης. Το σπίτι αυτό ανήκε σε μια γριά πρόσφυγα από την Μικρά Ασία (Αϊδίνιο), η οποία, κατά τύχη, γνώριζε τον θείο του, τον Γρηγόριο (τον «μάστρο-Γρηγόρη»), ο οποίος, όπως είπαμε, είχε χαθεί μαζί με τόσες άλλες χιλιάδες Έλληνες στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.

    Στην Αθήνα, ο φοιτητής και Διάκονος Γρηγόριος έμεινε συνεχώς από το 1954 μέχρι το τέλος του 1958, οπότε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του και πήρε το πτυχίο του (πήγε μονάχα στην Κύπρο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα για να παραστεί στους γάμους της ανιψιάς του, Στέλλας. Για διακοπές, όμως, ή για να επισκεφθεί τους δικούς του, δεν είχε πάει ποτέ, αφού ένα τέτοιο ταξίδι θα σήμαινε έξοδα, τα οποία πολύ δύσκολα θα μπορούσε ύστερα να τα αναπληρώσει. Αλλά τον ελεύθερο χρόνο του (στις διακοπές, δηλαδή, που το Πανεπιστήμιο ήταν κλειστό), ο Γρηγόριος τον διέθετε για διεύρυνση των γνώσεών του, μελετώντας με πραγματικό πάθος όχι μόνο τα ειδικά θεολογικά και θρησκευτικά συγγράμματα, αλλά και φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία και λογοτεχνία, ώστε να αποκτήσει μια όσο το δυνατό πιο σφαιρική αντίληψη της Ελληνικής, αλλά και της ανά τους αιώνες παγκόσμιας πολιτιστικής πορείας και δημιουργίας. Παρακολουθούσε, για παράδειγμα, όλες τις διαλέξεις των «Φίλων του Λαού» (ένα είδος σημερινού ανοιχτού Πανεπιστημίου), όπως επίσης και κάθε πνευματική και πολιτιστική εκδήλωση, στην οποία μετείχαν οι μεγαλύτερες τότε και διασημότερες προσωπικότητες της νεοελληνικής διανόησης.

    Η ζωή, πάντως, εκείνη της συνεχούς εργασίας, χωρίς τον κίνδυνο υπερκόπωσης, του ήταν γνωστή από τα παιδικά του χρόνια (και τον χαρακτηρίζει ακόμη και μέχρι σήμερα). Στο χωριό του, για παράδειγμα, από πολύ μικρός, όταν ακόμη πήγαινε στο Δημοτικό Σχολείο του Μαραθόβουνου, θα δούλευε, όπως είδαμε, στα χωράφια της οικογένειάς του (ήταν άριστος ζευγολάτης). Πότιζε, θέριζε, μάζευε ελιές, βοσκούσε τα πρόβατά τους και, όταν δούλευε με τον επ’ αδελφή γαμπρό του στο υποδηματοποιείο τους, είδαμε ότι εποχιακά πήγαινε και στην Αμμόχωστο για να δουλέψει ως εργάτης στο μάζεμα και το εμπόριο των πορτοκαλιών.

    Το ίδιο γινόταν και όταν πήγαινε τόσο στην Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου, όσο και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο: Τα καλοκαίρια και τις διακοπές δούλευε οπουδήποτε, προκειμένου υα εξοικονομήσει τα δίδακτρά του και τα άλλα καθημερινά έξοδα (νοίκι, φαγητό και βιβλία, στο Λευκόνοικο) που θα του επέτρεπαν να σπουδάσει. Και ας μην ξεχνάμε ότι στην Κύπρο επί Αγγλοκρατίας μορφώνονταν μόνο όσοι είτε είχαν την οικονομική άνεση, είτε όταν κατόρθωναν να εξασφαλίσουν κάποιο είδος υποτροφίας χάρη στην επίδοσή τους στα μαθήματα. Οι άποροι, όμως, τότε μονάχα κατόρθωναν να σπουδάσουν αν ήταν προικισμένοι με πολύ μυαλό και όρεξη και αποφασιστικότητα. Και ο Γρηγόριος δεν διέθετε μεν χρήματα, αλλά διέθετε όλα τα άλλα προσόντα. Μαζί δε με αυτά, είχε αφ’ ενός την μικρή έστω οικονομική υποστήριξη των αδελφών του, αφ’ ετέρου δε την περιβολή του ράσου, το οποίο του επέτρεψε πρώτα απ’ όλα να φοιτήσει στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στη συνέχεια να προσληφθεί ως Διάκονος σε Ναό των Αθηνών κι έτσι να καλύπτει αξιόλογο μέρος των απαραιτήτων εξόδων ενός πανεπιστημιακού φοιτητή.

    Μετανάστης στην Αγγλία

    Όταν, λοιπόν, πήρε το Πτυχίο Θεολογίας, ό Γρηγόριος αποφασίζει να επισκεφθεί την μητέρα του και τους λοιπούς συγγενείς του στην Κύπρο. Έτσι, για ένα μήνα, στις αρχές του 1959, μένει κοντά τους και μετά επιστρέφει στην Αθήνα όπου και αποφασίζεται η μελλοντική πορεία της ζωής και της σταδιοδρομίας του: Ένας από τούς γείτονές του στην Αθήνα (στους Αμπελοκήπους) ήταν κάποιος Κύπριος Αρχιμανδρίτης ονόματι Ελπίδιος Χασάπης από το χωριό Κάτω Μονή της Κύπρου.

    Ο Ελπίδιος αυτός, όταν τον πρωτογνώρισε ο Γρηγόριος, ήταν Εφημέριος του Νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός», το οποίο βρισκόταν όχι πολύ μακριά από το σπίτι όπου διέμενε. Γνωρίστηκαν, φίλεψαν, και όταν αργότερα ο Ελπίδιος διορίστηκε Εφημέριος στον Ναό των Αγίων Πάντων Λονδίνου (όπου εργάστηκε για 17 μήνες), ο Γρηγόριος είτε τον κατευόδωνε στον σιδηροδρομικό σταθμό (τότε δεν υπήρχε ακόμα η πολυτέλεια των ταξιδίων με αεροπλάνο), είτε τον υποδεχόταν εκεί οσάκις γύρναγε για διακοπές στην Αθήνα. Όταν, όμως, ο Ελπίδιος απεφάσισε να εγκαταλείψει το Λονδίνο, είχε προτείνει στην Εκκλησιαστική Επιτροπή των Αγίων Πάντων ως αντικαταστάτες του τόσο τον Γρηγόριο, όσο και τον Λεόντιο Χατζηκώστα (γνωστότερον ως Κκολή). Πρόεδρος τότε της Εκκλησιαστικής Επιτροπής των Αγίων Πάντων ήταν ο Λεωνίδας Παναγίδης. Μια πρόταση, η οποία κι έγινε αμέσως αποδεκτή. Πείσθηκαν δε και οι δύο αυτοί Ιερωμένοι, Λεόντιος και ο Γρηγόριος, να μεταβούν στο Λονδίνο και να αναλάβουν διακονία στον Ναό των Αγίων Πάντων.

    Στο Λονδίνο, ο Γρηγόριος έφτασε, μαζί με τον Λεόντιο, στις 6 Απριλίου του 1959. Στο καράβι από τον Πειραιά συνταξίδευε και ο επιχειρηματίας Παναγιώτης Μιχαηλίδης, ο οποίος χειροτονήθηκε πολύ αργότερα Ιερέας στην Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην πόλη Bristol της Αγγλίας με το όνομα Λουκάς. Στο δε λιμάνι του Dover, η Εκκλησιαστική Επιτροπή των Αγίων Πάντων είχε στείλει, για να παραλάβει τους δύο νέους κληρικούς του Ναού, τον Γεώργιο Καραπατέα, ο οποίος ήταν επίσης μέλος της Επιτροπής μαζί με τους Σαλάτα, Τσεριώτη, Σταύρο Πετρίδη κ.ά. Ήταν επίσης εκεί και ο ομοχώριος του Γρηγορίου, ο Κυριάκος Κάϊλος, ένας από τους πρώτους Κυπρίους μετανάστες στο Λονδίνο.

    Βοηθός Ιερέας

    στο Ναό των Αγίων Πάντων Λονδίνου

    Κατά την άφιξή τους στους Αγίους Πάντες, τους περίμεναν ο Αρχιμανδρίτης Ελπίδιος Κασάπης και όλα τα Μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Ενεποίησε δε πολύ μεγάλη εντύπωση στους νεοαφιχθέντες κληρικούς το γεγονός ότι βρήκαν εκεί και πλούσιο Ελληνικό φαγητό. Διορίστηκε τότε ως Ιερατικώς Προϊστάμενος του Ναού ο Λεόντιος (ήταν ήδη Ιερέας) με βοηθό του τον Γρηγόριο, που ήταν ακόμη Διάκονος. Την δεύτερη, όμως, Κυριακή μετά την άφιξή τους, και συγκεκριμένα στις 19 Απριλίου 1959, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Αθηναγόρας Α΄ Καββάδας (1950-1962) πήρε μαζί του τον Διάκονο Γρηγόριο για να τελέσουν τα εγκαίνια του Ιερού Ναού Αποστόλου Ανδρέα στο γειτονικό ΚΕΝΤΙSH ΤΟWN. Στις δε 26 Απριλίου 1959, Κυριακή των Βαΐων, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηναγόρας τέλεσε την Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων (ο οποίος Ναός, σημειωτέον, απειλείτο τότε από τους Άγγλους με κατάσχεση), οπότε και χειροτόνησε τον Διάκονο Γρηγόριο σε Πρεσβύτερο. Να υπενθυμίσουμε εδώ παρεκβατικά ότι την εποχή εκείνη στην περιοχή του Μείζονος Λονδίνου υπήρχαν μόνο τρεις Ελληνορθόδοξοι Ναοί: Της Αγίας Σοφίας Bayswater (είχε ανεγερθεί εκ θεμελίων, από τους Έλληνες του 19ου αιώνα, το 1877), των Αγίων Πάντων Camden Town (είχε παραχωρηθεί στους Ελληνοκυπρίους «προσωρινά» το 1948), και του Αποστόλου Ανδρέα Kentish Town (είχε παραχωρηθεί με το σκεπτικό από μέρους τόσο των Άγγλων όσο και του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα Καββάδα ότι θα αντικαθιστούσε, και πολύ σύντομα, μάλιστα, τον Ναό των Αγίων Πάντων).

    Ευθύς μετά την άφιξη του Γρηγορίου και του Λεοντίου στο Λονδίνο και την ανάληψη καθηκόντων τους στους Αγίους Πάντες, επέστρεψε στην Αθήνα ο Αρχιμανδρίτης Ελπίδιος Κασάπης, Έφυγε, επίσης, και ο Ιερέας Κυριακός, ο οποίος καταγόταν από τη Λάρνακα. Έτσι, οι δύο νεοδιορισθέντες Ελληνοκύπριοι και Αρχιμανδρίτες πλέον, ο Λεόντιος και ο Γρηγόριος, με την απαραίτητη, βέβαια, συνεργασία των Επιτρόπων του Ναού, επιδόθηκαν σε ένα τεράστιο έργο επέκτασης και αναβάθμισης της θρησκευτικής και της εκπαιδευτικής δραστηριότητας του Ναού και της Κοινότητος των Αγίων Πάντων. Ο οποίος, κακά τα ψέματα, είχε καταστεί ήδη από την ημέρα της ίδρυσής της, η ανεπίσημη. αλλά στην πραγματικότητα η ουσιαστική Μητρόπολη των Ελληνοκυπρίων Ορθοδόξων Χριστιανών, και όχι μόνο, του Λονδίνου αλλά και της επαρχίας, των οποίων ο αριθμός είχε αρχίσει να αυξάνεται πολύ ραγδαία ήδη κατά την διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ, φούντωσε δε ακόμη περισσότερο αμέσως μετά την υπογραφή των περιβόητων Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και την μαζική μετανάστευση προς την Αγγλία χιλιάδων Ελληνοκυπρίων.

    Τον Οκτώβριο, όμως, του 1960 φεύγει μόνιμα από την Αγγλία ο Αρχιμανδρίτης Λεόντιος Χατζηκώστας-Κκολής κι έτσι παραμένει στους Αγίους Πάντες, ως Ιερατικώς Προϊστάμενος πλέον, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, εκλήθη δε να υπηρετήσει ως βοηθός του στο Ναό ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Παπαδόπουλος. Κανένας, όμως, τότε, αλλά και για τριάντα σχεδόν χρόνια πιο ύστερα, δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο ταπεινόφρων αλλά εργατικότατος Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Θεοχάρους Χατζηττοφής (το τελευταίο τελικά το εγκατέλειψε), ο λιγομίλητος, ο καλοσυνάτος, ο παρήγορος των φτωχών και των κατατρεγμένων, ο αφοσιωμένος στο καθήκον του και στην ιερή του αποστολή, ο πρώην υποδηματοποιός και γεωργός και τσοπανόπουλο κι εργάτης, ένας άσημος χωριάτης από τον Μαραθόβουνο της Κύπρου, θα εκλεγόταν -κάπως καθυστερημένα, θα πρέπει να ομολογήσουμε, όμως επάξια και μάλιστα με αποκλειστική πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως- στην υψηλή και τόσο επίζηλη θέση του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας.

    Ιερατικώς Προϊστάμενος

    της Κοινότητος Αγίων Πάντων Λονδίνου

    Ο Ιερός Ναός και η ομώνυμη Κοινότητα των Αγίων Πάντων Λονδίνου εισερχόταν ήδη, όταν ανέλαβε υπηρεσία ως Προϊστάμενός της ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, στη δεύτερη δεκαετία ζωής και δράσης, με ένα έργο αξιόλογο τόσο στον θρησκευτικό, όσο προπάντων -για τους Ελληνοκυπρίους μετανάστες- στον καθαρά εθνικό τομέα. Ευρισκόμενος ο Ναός των Αγίων Πάντων στην καρδιά, τότε, της Ελληνοκυπριακής Παροικίας του Λονδίνου, στην περιοχή του Camden Town ή την «Μικρή Κύπρο», όπως την αποκαλούσαν τότε, με κάποια δόση μισαλλοδοξίας, οι Άγγλοι, είχε αποτελέσει το Κέντρο και τον χορηγό όλων σχεδόν των Εθνικών εκδηλώσεων των Ελληνοκυπρίων που ζούσαν στην Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια του τιτάνιου απελευθερωτικού αγώνα της θρυλικής ΕΟΚΑ (1955-1959). Ο Ναός αυτός, και η ομώνυμη Κοινότητα των Αγίων Πάντων, είχε ιδρυθεί, ως γνωστόν, για τις θρησκευτικές και όχι μόνο ανάγκες των Ελληνοκυπρίων του Λονδίνου, το 1948 και, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Γρηγόριος στον Πρόλογο του Αναμνηστικού Λευκώματος που εκδόθηκε το 1968 με την ευκαιρία των εορτασμών για την εικοσαετηρίδα του Ναού, «η ίδρυσις και η λειτουργία του Ιερού Ναού Αγίων Πάντων εις το Λονδίνον κατά το 1948, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον, αποτελεί το σημαντικώτερον γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής της Ομογένειας εν Αγγλία». Προσυπογράφουμε δε την αποτίμηση αυτή γιατί ο μόνος, τότε, Ορθόδοξος Ελληνικός Ναός της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο ήταν εντελώς αδύνατο να ικανοποιήσει πλήρως τις πολλαπλές και συνεχώς αυξανόμενες θρησκευτικές, έστω, ανάγκες των χιλιάδων Ελλήνων Ορθοδόξων Νεομεταναστών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν Ελληνοκύπριοι. Και την δυσκολία εκείνη φιλοδοξούσε -και πράγματι το πέτυχε και μάλιστα με το παραπάνω- να επιλύσει ο Ναός και η ομώνυμη Κοινότητα των Αγίων Πάντων Λονδίνου, «η Εκκλησία των Κυπρίων», όπως την αποκαλούσαν τόσο οι Ελλαδίτες ομογενείς -με κάποια δόση χλευασμού, βέβαια-, αλλά κυρίως οι Ελληνοκύπριοι μετανάστες με υπερηφάνεια.

    Όταν, όμως, ανέλαβε ως Προϊστάμενος του Ναού ο Γρηγόριος, οι Αρχές της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ως ιδιοκτήτες που ήταν του οικήματος του Ναού, ζητούσαν επίμονα την επιστροφή του. Ήταν, τότε, η εποχή του μεγάλου αντικυπριακού ρεύματος, ιδίως λόγω του πρόσφατου απελευθερωτικού κινήματος της ΕΟΚΑ (ένας μάλιστα από τους Ιερείς που υπηρετούσαν στους Αγίους Πάντες, ο τότε Αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Επίσκοπος Αμαθούντος της Κύπρου Καλλίνικος Μαχαιριώτης, είχε εξορισθεί από τους Άγγλους τον Ιούνιο του 1956 με την κατηγορία ότι επιστράτευε στην Αγγλία αγωνιστές για ν’ αναλάβουν ένοπλη δράση στην Κύπρο!). Γι’ αυτό, άλλωστε, και ιδρύθηκε ο σχεδόν παραπλήσιος Ναός του Αποστόλου Ανδρέα στην περιοχή Kentish Town του Λονδίνου. Διάχυτη, όμως, είναι η πεποίθηση πολλών, και τότε και σήμερα, ότι τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηναγόρας Α΄ Καββάδας, όσο κυρίως και ο Βοηθός Επίσκοπός του και Προϊστάμενος του Ναού της Αγίας Σοφίας Λονδίνου, Ιάκωβος Βίρβος, αποσκοπούσαν, στην πραγματικότητα, στην αποδυνάμωση της Κοινότητος των Αγίων Πάντων, μια κατηγορία, όμως, που πολύ δυσκολεύεται κανείς να την πιστέψει. Όπως δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε και την κατηγορία εναντίον του Βίρβου ότι αποκαλούσε χλευαστικά τους Κυπρίους «κοπρίους».

    Πάντως, αν ο Ναός των Αγίων Πάντων τελικά δεν επιστράφηκε στους Αγγλικανούς ιδιοκτήτες του -όπως ήταν, άλλωστε, οι γραπτές συμφωνίες- αλλά τελικά αγοράσθηκε από την ομώνυμη Κοινότητα και παραμένει για πάντα στα χέρια των Ελληνορθοδόξων, τούτο οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον Γρηγόριο, ο οποίος, σε στενότατη συνεργασία με τους Εκκλησιαστικούς Επιτρόπους, αλλά επίσης κι επειδή, όπως είπαμε, είχε επιλεγεί από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα Β΄ Κοκκινάκη και διορίστηκε Πρωτοσύγκελος και στενός συνεργάτης της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων, ανέλαβε μια πραγματική και πείσμονα εκστρατεία στο θέμα αυτό, επιστρατεύοντας όλη την υπομονή και την επιμονή που τον διακρίνουν πάντοτε.

    Το επίκεντρο των δραστηριοτήτων

    του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Θεοχάρους

    Μια από τις μεγαλύτερες και τις πλέον μακροπρόθεσμες προσφορές της Κοινότητος και του Ναού των Αγίων Πάντων Λονδίνου, όπου ο Γρηγόριος έπαιξε ηγετικό ρόλο, ήταν αναμφίβολα στο θέμα των Ελληνικών Παροικιακών Σχολείων. Όταν, βέβαια, ο Γρηγόριος είχε αναλάβει υπηρεσία στον Ναό, λειτουργούσαν ήδη τέτοια Παροικιακά Σχολεία, τα οποία οργανώνονταν κι επιχορηγούνταν αποκλειστικά από τον ίδιο το Ναό. Όμως, μετά το 1960, ακριβώς επειδή οι χιλιάδες των νέων μεταναστών από την Κύπρο άρχισαν πια να εξαπλώνονται οε όλα σχεδόν τα σημεία του αχανούς Λονδίνου, δημιουργήθηκε άμεσο κι επείγον θέμα ίδρυσης, επάνδρωσης και κανονικής λειτουργίας παραρτημάτων των κεντρικών Σχολείων των Αγίων Πάντων και σε άλλες περιοχές. Και τα Σχολεία αυτά, τα οποία δημιούργησε τότε ο Γρηγόριος με τους συνεργάτες του, επέπρωτο να αποτελέσουν, με τη σειρά τους, τις κυριώτερες εστίες και ζωντανούς πυρήνες για τη μετέπειτα δημιουργία νέων Κοινοτήτων.

    Τον Οκτώβριο του 1961, και αφού για δύο περίπου χρόνια υπηρέτησαν διάφοροι περαστικοί Κληρικοί, μεταξύ των οποίων και ο έγγαμος Ιερέας Βασίλειος Καλογήρου από το χωριό Τόχνη της Κύπρου, ο οποίος όμως στη συνέχεια προσλήφθηκε να υπηρετήσει την Κοινότητα Αγίου Νικολάου Liverpool, η Εκκλησιαστική Επιτροπή διόρισε επίσημα, ως δεύτερον Ιερέα στον Ναό, τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Παπαδόπουλο, ο οποίος, όμως απεχώρησε από την υπηρεσία του στους Αγίους Πάντες στις 7 Ιανουαρίου 1963 για να επιστρέψει στην Κύπρο όπου είχε εκλεγεί Ηγούμενος στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου. Επέστρεψε, όμως, ξανά στην Αγγλία και υπηρέτησε διαδοχικά στις Κοινότητες Παμμεγίστων Ταξιαρχών Margate, Αποστόλου Βαρνάβα Wood Green και, τελικά και μόνιμα πια, στην Κοινότητα Τριών Ιεραρχών Leeds. Μετά δε την αναχώρηση του Σωφρονίου, υπηρέτησε για αρκετά χρόνια ο έγγαμος Ιερέας Παντελεήμων Στεφανής (ήταν Ελλαδίτης και είχε υπηρετήσει παλαιότερα στον Ναό της Αγίας Ειρήνης στο κέντρο της Αθήνας -εκεί όπου υπηρέτησε, μαζί του, ως Διάκονος, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος Γ΄). Ο Γρηγόριος, όμως, υπήρξε πάντοτε η κινητήρια δύναμη, γιατί ως Κύπριος που ήταν και, μάλιστα, από χωριό, μιλούσε στις καρδιές του Εκκλησιάσματός του και τους εμψύχωνε σε έργα ιεραποστολής και εθνικοθρησκευτικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητας, με μόνιμο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του την Νεολαία, την Ελληνοπρεπή Παιδεία και την Φιλανθρωπία.

    Πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων

    και Μ. Βρετανίας

    Το γεγονός αυτό δεν διέφυγε της προσοχής του πρόσφατα μεν αναλαβόντος τα ηνία της Μητροπόλεως, τότε, Θυατείρων, αλλά πανέξυπνου κι εμπειρότατου Μητροπολίτη Αθηναγόρα Β΄ Κοκκινάκη, ο οποίος προερχόταν εκκλησιαστικά από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής με τον τίτλο του Επισκόπου Ελέας και με έδρα του τον Καναδά, διαδέχθηκε δε τον αποβιώσαντα Αθηναγόρα Α΄ Καββάδα στον Θρόνο της Μητροπόλεως και στη συνέχεια Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας. (Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηναγόρας Α΄ Καββάδας είχε πεθάνει το 1962, οπότε και η Αρχιεπισκοπή Θυατείρων μετονομάζεται και πάλιν σε Μητρόπολη). Ο δε Αθηναγόρας Κοκκινάκης εξελέγη μεν Μητροπολίτης Θυατείρων στις 10 Δεκεμβρίου 1963, αλλά στο Λονδίνο αφίχθηκε μόλις την 1η Φεβρουαρίου 1964. Όμως στον σιδηροδρομικό σταθμό του WATERLOO τον υποδέχθηκαν πολύ λίγοι άνθρωποι, ανάμεσα σ’ αυτούς ο Ιερατικώς Προϊστάμενος των Αγίων Πάντων Γρηγόριος και ο γράφων ως εκπρόσωπος τότε της Κυπριακής Αδελφότητος Λονδίνου, της οποίας ήμουνα τότε ο Οργανωτικός Γραμματεύς. Δεν ήταν δε, πιστεύω, τυχαίο το γεγονός ότι μόλις μερικές ημέρες αργότερα ο νέος αυτός Προκαθήμενος της Μητροπόλεως, και από του 1968 Αρχιεπισκοπής, Θυατείρων επιστράτευσε αρχικά τον γράφοντα και στη συνέχεια των Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο ως βοηθούς και στενούς συνεργάτες του.

    Η Μητρόπολη Θυατείρων, όταν ανέλαβε ως Προκαθήμενός της ο Αθηναγόρας Β΄ Κοκκινάκης, υπήρχαν στο Λονδίνο μόνο τέσσερις Ελληνικοί Ορθόδοξοι Ναοί: Της Αγίας Σοφίας BAYSWATER, των Αγίων Πάντων CAMDEN TOWN, του Αποστόλου Ανδρέα KENTISH TOWN και η σχετικά αρτισύστατη Κοινότητα Γενεσίου της Θεοτόκου στην περιοχή CAMBERWELL του Νοτίου Λονδίνου. Σημειωτέον δε ενταύθα ότι από τους Ναούς αυτούς ο μεν της Αγίας Σοφίας είχε ακολουθήσει σαφώς αρνητική στάση απέναντί του Αθηναγόρα Β΄ Κοκκινάκη (κάτι που δυστυχώς επαναλήφθηκε αργότερα, όταν αποπέμφθηκε ο Μεθόδιος Φούγιας και στη θέση του εξελέγη ο Γρηγόριος ενώ εκείνοι προτιμούσαν να παραμείνει ο Μεθόδιος). Στην δε περίπτωση του Αθηναγόρα Β΄, τα Μέλη τότε του Αδελφάτου του Ναού ανέμεναν, ή μάλλον επιδίωκαν φανατικά την εκλογή στον Θρόνο των Θυατείρων του Αρχιερατικώς Προϊσταμένου τους Επισκόπου Απαμείας και αργότερα Τιτουλάριου Μητροπολίτη Χριστουπόλεως Ιάκωβου Βίρβου. Οι δε Ναοί του Αποστόλου Ανδρέα και του Γενεσίου της Θεοτόκου ήταν ακόμη σχετικά αρτισύστατοι (ο πρώτος ιδρύθηκε τον Νοέμβριο 1957 επί Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα Α΄ Καββάδα, ο δε δεύτερος τον Δεκέμβριο 1962 επί Τοποτηρητείας του Επισκόπου Απαμείας Ιακώβου Βίρβου. Στην περίπτωση, όμως, του Ναού Γενεσίου της Θεοτόκου, την πρωτοβουλία είχε και πάλι ο Ναός των Αγίων Πάντων, όταν ένας από τους δασκάλους που υπηρετούσαν τότε, όπως και ο γράφων, στο παράρτημα των Σχολείων της Κοινότητος Αγίων Πάντων στην περιοχή του Camberwell Νοτίου Λονδίνου, ο Ανδρέας Χατζηγεωργίου από το χωριό Φιλιά Μόρφου, όχι μόνο εισηγήθηκε επιτυχώς στην Επιτροπή των Αγίων Πάντων να πείσει τον Επίσκοπο Απαμείας Ιάκωβο Βίρβο στο θέμα της ίδρυσης της νέας αυτής Κοινότητος, αλλά υπήρξε, μάλιστα, και ο πρώτος Πρόεδρος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της.

    Παρέμενε, λοιπόν, ο Ναός των Αγίων Πάντων ως το ουσιαστικό και παντοδύναμο Κέντρο των νεομεταναστών, προς τον οποίο ο Αθηναγόρας Β΄ Κοκκινάκης, ύστερα από εισηγήσεις των στενών του συμβούλων, απευθύνθηκε για ενεργό συμπαράσταση στον πραγματικά τιτάνιο, όπως είπαμε, αγώνα του ν’ αναδιοργανώσει και να αξιοποιήσει, όσο τούτο ήταν δυνατό, αλλά και όσο έπρεπε, τη δυναμικότητα και την βαθύτατη θρησκευτικότητα του πολυπληθούς ευσεβούς και φιλογενούς Ποιμνίου του. Είναι δε προς πλήρη έπαινο του τότε Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινότητος των Αγίων Πάντων το γεγονός ότι ενεθάρρυνε και υποστήριξε ανενδοίαστα τον Ιερατικώς Προϊστάμενό του να διακονήσει ως Πρωτοσύγκελος του νέου Προκαθημένου της Μητροπόλεως Θυατείρων και να αποδειχθεί ως ο στενότερος συνεργάτης και σύμβουλός του. Να προσθέσω δε και τούτη την σχετική με το θέμα αυτό λεπτομέρεια: Όταν του έκανα την εισήγηση να διορίσει Κύπριο Πρωτοσύγκελο αν ήθελε να βάλει κάποια τάξη στην σχεδόν διαλυμένη τότε υπηρεσία στην Μητρόπολη, αρχικά μου απάντησε ότι θα μου απαντούσε σε μια περίπου εβδομάδα. Σε δυο, όμως, ημέρες

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1