Μαρινέλλα - Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια
()
About this ebook
Το άκουσα, το ξέχασα. Δεν το πήρα αψήφιστα, αλλά ήξερα πως είμαι ακατάλληλος για βιογράφος, εξαιτίας του ύφους που γράφω. Καλώς ή κακώς. Από αλλού ξεκινώ και αλλού βρίσκομαι, παρεμβαίνει το θυμικό μου, νευριάζω με τους ήρωές μου, κάνω αυτά που κάνω, ώστε να μη συμπεριλαμβάνομαι στους τρέχοντες κολοσσούς της λογοτεχνίας. Δεν παραληρώ για τα αποδεκτά «πολιτικώς ορθά» και de facto απυρόβλητα μείζονα θέματα.
Με τέτοιον χαρακτήρα πώς να αναλάβω μια Μαρινέλλα, με την οποία ναι μεν μας συνδέουν μερικές ενδιαφέρουσες δεκαετίες, αλλά δεν θα μου προέκυπταν φωτοστέφανα και θαυμαστικές κορόνες για τον μελωδικό κόσμο της νύχτας.
«Ξέρετε, εγώ…». Έφερνα αντιρρήσεις, ξέροντας τον χαρακτήρα μου. Η άλλη πλευρά επέμενε: «Κάνετε λάθος…». «Μα είμαι ολόκληρος ένα κινούμενο λάθος», απαντούσα. Τελικά, ο βιογράφος «εάλω»…
«Εσύ με ξέρεις» ― η Μαρινέλλα.
«Εγώ σ' αγαπώ, αλλά φοβάμαι ότι εσύ δεν με ξέρεις», απαντούσα.
Τσούλησε ένα διάστημα με «σε ξέρω», «δεν με ξέρεις», ώσπου να το πάρουμε απόφαση και να ξεκινήσουν τα μεσημεριανά συμπόσια εις μνήμην του Πλάτωνα και άλλων συγγενών ανάλογων συμποσιακών εμπειριών.
Έτσι προχωρήσαμε, φωτίζοντας με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη. Κι έγινε ένα βιβλίο που, χωρίς να είναι a priori βιογραφία, άρχισε να μοιάζει με μυθιστόρημα δικό μου.
Γ. Ξ.
Ό,τι αγαπώ και ψιθυρίζω είναι αυτό το λίγο που γνωρίζω...
Read more from Γιάννης Ξανθούλης
Δεσποινίς Πελαγία Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο τρένο με τις φράουλες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΖωή μέχρι χθες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟνειρεύτηκα τη Σανγκάη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related to Μαρινέλλα - Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια
Related ebooks
Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ: Μια Αριστοφάνεια παραβολή Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο: Μια ιστορία αληθινή σαν τη ζωή και το θάνατο... Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο παλτό μου, μαμά Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΆλλη θάλασσα εκεί Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣαν χειμωνιάτικη λιακάδα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΉθελα μόνο ένα αντίο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΚι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsDepeche mode Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ λάθος πλευρά Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ παραμάνα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑνθρώπων ιστορίες Rating: 2 out of 5 stars2/5Νίκος Καζαντζάκης, ο ασυμβίβαστος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜια νύχτα ακόμη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο αμπελι d'Armagnac Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι κουμπάροι 2.0 Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ έρωτας είναι παιχνίδι, μωρό μου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι Φόνοι του Νυχτολούλουδου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ Τέταρτος Κύκλος Rating: 4 out of 5 stars4/5Η σκλάβα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΆνθρωποι και Καράβια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι κάργιες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι Τρεις Φωτιές Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΚάποτε θα γράψω ένα βιβλίο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΒαρκάρισσα της χίμαιρας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΆγγελοι από στάχτη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο ποτάμι των χιλίων τυφλών Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜια γυναίκα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠάστα Σεράνο Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related categories
Reviews for Μαρινέλλα - Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια
0 ratings0 reviews
Book preview
Μαρινέλλα - Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια - Γιάννης Ξανθούλης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ηρωίδα του βιβλίου πάνω από μισό χρόνο καθόταν απέναντί μου σε ώρες μεσημεριανές, αν και είχαμε διαφορετικά βιολογικά ρολόγια. Εκείνη πρωινή, σχεδόν του χαράματος, εγώ στο παρά πέντε του μεσημεριού. Κατέβαινε από την Κηφισιά, όπου μένει, στο κέντρο της Αθήνας, στο σπίτι μου, δύο φορές την εβδομάδα και ανοίγαμε πανιά μετά από το φαγητό.
Παρέκαμπτα φιλότιμα τον «πρωινό» μου καφέ κι έπαιζα στο δικό της ρεπερτόριο. Το γευστικό ρεπερτόριο, όπου ευτυχώς συμπίπταμε. Ξεκινούσαμε από την κοινωνιολογική προσέγγιση του μενού και ξανοιγόμασταν στα εσώτερα μιας βιογραφίας που δεν ήταν ακριβώς μονόλογος. Ούτε βιογραφία, γιατί την αντιμετώπιζα μεν ως ιστορικό πρόσωπο, που όμως με τσιγκλούσε να θυμηθώ κι εγώ δικά μου παράλληλα γεγονότα, αν και έχουμε εννιά χρόνια διαφορά. Εκείνη το 1938, εγώ το 1947.
Και οι δυο προσφυγικής καταγωγής, βορειοελλαδίτες, που εμπιστευτήκαμε την ενήλικη ζωή μας στην Αθήνα. Καθένας από τη σκοπιά του, τα συναισθηματικά του εφόδια και με διαφορετικές περιπετειώδεις διαδρομές.
Έτσι μπήκα στο παιχνίδι να γράψω ένα βιβλίο για μια γυναίκα που όλοι γνωρίζουν, που όλοι υποψιαζόμουν ότι ήξεραν κάτι παραπάνω από μένα γι’ αυτήν, που όλοι αγάπησαν ή αδιαφόρησαν για τα τραγούδια της, που όλοι κάπου κάτι διάβασαν για τον πολυκύμαντο βίο της.
Ξεκινήσαμε να μιλάμε για ασήμαντα που τα αντιλαμβανόμουν σημαντικά, για ζωές άλλων που πέρασαν ξυστά από δίπλα μας αφήνοντας μια αύρα περιέργειας∙ περάσαμε σε θέματα όπου περισσότερο αποκαλυπτική ήταν η σιωπή τους∙ χαθήκαμε σε αναμνήσεις επώδυνων στιγμών, σε ιαματικές εμπνεύσεις που αποδείχθηκαν σωτήριες τη συγκεκριμένη στιγμή, σε ρίσκα και θανάτους που άφησαν δυνατό αποτύπωμα στην ψυχή, σε σχέσεις που προέκυπταν απρόσμενα, γεμάτες ένταση και λάθη, αλλά και σε απέραντα νεκροταφεία ερωτηματικών για τη σημασία της διάρκειας ― αν και εφόσον μπορούσε να εξηγηθεί κάτι τέτοιο στην περίπτωσή της.
Και πάντα το ερώτημα «Τι θα φάμε μεθαύριο;», καίριο ζήτημα των συναντήσεών μας αυτά τα μεσημέρια, που εν πολλοίς έβγαιναν από ατέλειωτες νύχτες ― με ό,τι συνεπάγεται μια τόσο μακρά νυκτόβια θητεία. Ε, τώρα πια ήταν ο καιρός των μεσημεριανών ωρών της.
Κι έτσι αρχίσαμε να συλλαβίζουμε μια ζωή που δεν απαντιέται εύκολα σε κοινούς θνητούς.
Γ.Ξ.
1
ΒΡΑΔΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΤΟΥ 1980, στο κέντρο «Νεράιδα» στο Καλαμάκι. Βρίσκομαι εκεί για να της πάρω συνέντευξη για την Ελευθεροτυπία. Εντολή της διεύθυνσης. Ψαρωμένος στα τραγουδιστικά αυτού του τύπου ―προφανώς κάτι με τρόμαζε εξαιτίας της κοσμικής της δημοφιλίας―, προετοιμασμένος ωστόσο να αντιμετωπίσω το θηρίο. Παίρνω μάλιστα για παραθάρρια μαζί μου κι έναν φίλο, περπατημένο στη νυχτερινή Αθήνα. Είχα τρακ, λες και πήγαινα για οντισιόν στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Να πω ότι ήμουν θαυμαστής των τραγουδιών της; Θα πω ψέματα. Σχεδόν τα αγνοούσα ― κι ό,τι ήξερα ήταν κομματιαστά, από τα ραδιόφωνα των ταξί, παρόλο που το όνομά της έπαιζε σε πολλά και διαφορετικά ταμπλό. Ο Μίνως Βολανάκης, για παράδειγμα, κορυφαίος σκηνοθέτης, ήθελε να ανεβάσει μαζί της την Κάρμεν του Μπιζέ, ο Κάρολος Κουν ενδιαφερόταν να της αναθέσει ρόλο κορυφαίας σε τραγωδία, όπως άκουγα. Άλλωστε ήδη το προσωνύμιό της ήταν συνυφασμένο κατά κάποιον τρόπο με τον Ευριπίδη. Δηλαδή Μαρινέλλα ίσον «Εκάβη του τραγουδιού».
Σημασία είχε πως βρισκόμουν ανήσυχος στην παραλιακή «Νεράιδα», κατάμεστη από ένα καλοντυμένο κοινό, αφού αποτελούσε σημείο αναφοράς στη διασκέδαση των Αθηναίων και όχι μόνο. Ψίθυροι, γέλια, ευχάριστη αναμονή, οι μουσικοί είχαν πάρει θέση, ενώ από τη θάλασσα με ανακούφιζε ένα αλμυρό αεράκι.
Καθίσαμε κάπου διακριτικά κι ύστερα… μα δεν υπάρχει ύστερα, γιατί σταμάτησε ο χρόνος. Αναβόσβησαν τα φώτα για να μας προετοιμάσουν πως θα μας επιτεθεί ―έτσι το ένιωθα―, η ορχήστρα ζωντάνεψε επικίνδυνα, κάνοντας εισαγωγή σε ρυθμό ντίσκο στο τραγούδι της Βέμπο «Σβήσε το φως»… κι ύστερα όρμησε στη σκηνή, διατάζοντας μέσα σε μια απόλυτα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα: «Σβήσε το φως κι έλα γείρε κοντά μου…»
Τολμώ να πω ότι το πήρα προσωπικά. Γνώριζα πως εκείνο τον καιρό μόλις είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος της με τραγούδια της θρυλικής Σοφίας, αλλά εδώ συνέβαιναν άλλα πράγματα. Το σοκ που υπέστην ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ηλεκτρική εκκένωση. Δεν μπόρεσα να μετρήσω τα λεπτά που ιερουργούσε σε ένα χιλιοακουσμένο τραγουδάκι. Θυμάμαι πως, όταν κατάλαβα ότι έπρεπε να χειροκροτήσω, έψαχνα να βρω τις παλάμες μου…
Κι ύστερα; Μα δεν υπάρχει ύστερα, γιατί τότε δεν γινόταν να φανταστώ πως, είκοσι χρόνια αργότερα, θα μας έδενε σχεδόν συγγενικά ένα άλλο «ύστερα». Το βιβλίο μου …ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, που, μεταφερμένο στη μικρή οθόνη, είχε πρωταγωνίστρια τη Μαρινέλλα.
Πάντως έως τότε έχουμε καιρό. Βρισκόμασταν στο 1980 και ήμασταν ακόμη πολύ νέοι με τα δεδομένα των γενεθλίων μας. Και εκείνη και εγώ. Ο παραπλανητικός ενεστώτας σε κάνει να μη σκέφτεσαι το «επέκεινα», για να το πω μια ιδέα πιο κομψά…
Το «Σβήσε το φως» έσβησε, δίνοντας τη σκυτάλη σε ένα μπουκέτο αστραπές με τραγούδια που δεν θυμάμαι. Το κοινό βέβαια έδειχνε μυημένο απόλυτα, σιγοτραγουδούσε, χειροκροτούσε, της πετούσε γαρδένιες, τη λάτρευε. Έτσι γνώρισα το «φαινόμενο Μαρινέλλα» ―ως φαινόμενο μου την περιέγραφαν―, που ήδη μετρούσε είκοσι τόσα χρόνια καριέρας, μιας καριέρας στρωμένης με δάφνες, πικροδάφνες, ροδοπέταλα κι αγκάθια. Εικαστικά τα αγκάθια έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι πολύ πιο περιπετειώδη και συναρπαστικά. Αυτό όμως το λες αργότερα κι όχι τη στιγμή που σε ματώνουν… Κι εκείνη είχε πείρα και από ρόδα μυρωμένα και από αγκάθια.
Εντύπωση μου έκανε πως τις εμπειρίες της ζωής της τις τοποθετούσε καλειδοσκοπικά όταν ερμήνευε τα τραγούδια της. Κάποιες φορές ήταν σαν να αποζητούσε αυτή τη θλίψη, για να τη μοιραστεί με τους ακροατές. Όμως την τελευταία στιγμή ψήλωνε απότομα, χωρίς να είναι ψηλή, σαν μετανιωμένη που επέτρεψε να φανεί αδύναμη. Και ψηλώνοντας έτσι, κατέληγε σε ένα θριαμβικό φινάλε. Γιατί η Μαρινέλλα, όπως σωστά επισήμαιναν πολλοί, ήταν κάτι παραπάνω από τα τραγούδια της. Ας ήταν κι αριστουργήματα…
Να μην παρασύρομαι. Αυτό έθεσα σαν βασικό όρο στον εαυτό μου, μπαίνοντας στον πειρασμό να συνδιαλλαγώ με τη ζωή της. Είναι θράσος και πρόκληση να βιογραφείς μια τέτοιας διάρκειας αστραπή. Οπότε ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, όπως την εισέπραξα στις πολλές κουβέντες μας.
Αφήνω την καλοκαιρινή βραδιά του 1980 ασφαλισμένη στη θέση της και απασφαλίζω την ιστορία των γεγονότων μιας γεμάτης ζωής…
Πρώτα, όμως, ας δούμε πώς αντιμετωπιζόταν το λαϊκό τραγούδι και συγκεκριμένα το είδος που υπηρετούσε το ζεύγος Καζαντζίδη-Μαρινέλλας στη μεταπολεμική Ελλάδα της «Ανασυγκρότησης», της εθνικοφροσύνης και του συγκινητικού ήθους του αναγνωστικού της πρώτης Δημοτικού, με τις εξαίσιες ζωγραφιές του Γραμματόπουλου «Λόλα, έλα Λόλα», «Έλλη, νά ένα μήλο», «Μήλα, Μίμη. Έλα, Μίμη, έλα», «Ντιν-νταν, ντιν-νταν», χτυπά η καμπάνα. Σήμερα είναι Κυριακή… Το θαυμαστό αναγνωστικό-αλφαβητάρι εξακολουθεί και σήμερα, που κυριαρχούν οι ψηφιακές συνειδήσεις, να γοητεύει τους παλαιότερους των ημερών, αφού απεικονίζει μια Ελλάδα που έζησαν γεμάτη στερεότυπα, τα οποία αποτελούσαν σίγουρο έδαφος σε καιρούς όπου κάθε υπέρβαση σκόνταφτε σε οδυνηρές συνέπειες. Η οικογένεια, τα ήθη και τα έθιμα, οι απλές, οι νομοτελειακές, όπως τις θεωρούσαμε, χαρές ζωγραφίστηκαν στο αλφαβητάρι του Κώστα Γραμματόπουλου σαν μοντέλο κανονικής ζωής ― κάτι που ίσχυε για κάμποσα χρόνια.
Έχω όμως την αίσθηση πως ήδη από τότε η Κυριακή Παπαδοπούλου ―χωρίς να το ξέρει, ίσως, απόλυτα― είχε επιλέξει, λόγω του ταμπεραμέντου της αλλά και της ανάγκης, να παρακάμψει το μεγαλύτερο οροπέδιο του μικροελλαδικού μας παραδείσου και της αβάσταχτης ελαφρότητας.
Γιατί; Γιατί έπρεπε να συλλαβίσει το δικό της αλφάβητο, βάζοντας συχνά το ωμέγα πριν από το άλφα και το βήτα…
2
…ΣΕ ΦΟΝΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ, ΘΑΛΑΣΣΙ Ή ΚΟΚΚΙΝΟ, τα τραγουδιστικά ντουέτα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έκαναν αισθητή, σεμνά και ταπεινά, την περιθωριακή παρουσία τους στα εξώφυλλα του περιοδικού Ντομινό… Όσο κι αν έλαμπαν στη λαϊκότροπη νύχτα, δεν τολμούσαν να φανταστούν πως κάποιο άλλο, σοβαρότερο περιοδικό, θα παρέκαμπτε τον μουσικό ρατσισμό της εποχής. Λαϊκοί ερμηνευτές με σπουδαίο φωνητικό μέταλλο, περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλείς, παρέμεναν περιορισμένοι στο συγκεκριμένο περιοδικό με τα φωτορομάντζα σε μαυροκόκκινη συνήθως εκτύπωση, φτηνό χαρτί και ανάλογη τιμή, για να ’ναι προσιτό σε κάθε βαλάντιο. Καμιά φορά τους φιλοξενούσε και το μικρής κυκλοφορίας και μεγέθους περιοδικό Τραγούδι, του οποίου την ύλη αποτελούσαν κυρίως στίχοι ελαφρών τραγουδιών και λίγων επιλεγμένων λαϊκών. Δύο φιλόξενες εξορίες, εντελώς εκτός της τρέχουσας καλλιτεχνικής ειδησεογραφίας.
Και εξόριστα δεν ήταν μόνο τα ζευγάρια των «λαϊκών», αλλά και πολύ γνωστές τραγουδίστριες, όπως η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Γιώτα Λύδια, η Άννα Χρυσάφη αλλά και παλαιότερες, όπως η θρυλική ερμηνεύτρια του Τσιτσάνη Μαρίκα Νίνου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Σωτηρία Μπέλλου και άλλες.
Μπορεί το όνομα του Καζαντζίδη να ακουγόταν παντού στις γειτονιές (και κατόπιν και της Μαρινέλλας, ως τραγουδιστικού ζευγαριού), αλλά από το ραδιόφωνο παρέμεναν αποκλεισμένοι. Μόνο από τις συχνότητες της ΥΕΝΕΔ μπορούσες να τους ακούσεις, την ώρα που ήταν αφιερωμένη σε «παραγγελιές» των ακροατών. Εκτός κι αν είχες τη δυνατότητα να αγοράσεις τις «πλάκες» τους ― πρώτα στις εβδομήντα οκτώ στροφές και αργότερα στα σαρανταπεντάρια. Κι όλα αυτά, μολονότι οι πάντες γνώριζαν πως η φωνή του Καζαντζίδη ζέσταινε τις καρδιές των νεοελλήνων, των απλών ανθρώπων, με τα σπαρακτικά ρεφρέν, ειδικά εκείνα που συνόδευαν σαν κατευόδιο τα πλήθη των μεταναστών που έφευγαν για τις φάμπρικες της Εσπερίας. Τραγούδια που παρέμεναν περιφρονημένα από τα ερτζιανά, για τους ανθρώπους του μόχθου αποτελούσαν κάτι σαν προσευχή:
Μανούλα, μην κλάψεις για μένα…
Ποτέ το παιδί σου δεν είδε χαρά
και φεύγει με πίκρα στα ξένα…
Τραγούδια της μοναξιάς, της απελπισίας, κάποια του έρωτα αλλά και μιας αχνής ελπίδας για επιστροφή, για κάτι καλύτερο.
Στα εξώφυλλα του περιοδικού Ντομινό, που κρέμονταν πιασμένα με μανταλάκια στα περίπτερα, πρωτόδα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 το μελαχρινό κορίτσι που, με μάτια πυρετικά, γεμάτα πίστη σε ένα αδιευκρίνιστο όραμα, ακουμπούσε φανερά ερωτευμένο στο στήθος του «μεγάλου» Στέλιου. Το όνομά της παρέπεμπε στο γαλλικό τραγούδι «Μαρινέλλα», του ξεχασμένου σήμερα Τίνο Ρόσι, όμως αυτό ήταν μια λεπτομέρεια για προσωπική χρήση.
Ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, όπως άκουγα, ήταν το πιο «καυτό» ζευγάρι του λαϊκού τραγουδιού, κουβαλώντας στοιχήματα απελπισίας και πόνου, γνήσια λαϊκού και βαρύ κι ασήκωτου κάποιες φορές ― με εξαιρέσεις μερικά γλεντζέδικα ή και πασίγνωστα δημοτικά, που χαλούσαν κόσμο όταν τα έπαιζαν οι μουσικάντηδες στα πανηγύρια για να ξεσκάει ο κοσμάκης… Τα τραγούδια αυτά δεν ανήκαν στη μελωδική πειθαρχία με τους σουρεάλ ή παραβατικών υπαινιγμών στίχους των ρεμπέτικων, που τόσο σθεναρά υπερασπίστηκε σε ανύποπτο χρόνο ο νεαρός τότε Μάνος Χατζιδάκις, μπροστά σε ένα κοινό κατάπληκτο από την τόλμη του να μιλήσει για «χασικλήδες» και «άσματα του τεκέ». Και με υλικό από τέτοια συγκλονιστικά τραγούδια ―όπως θα αναγνωρίζονταν αργότερα τα περιφρονημένα ρεμπέτικα― ο Χατζιδάκις δημιούργησε τις Έξι λαϊκές ζωγραφιές, έργο για πιάνο που χορογραφήθηκε από τη Ραλλού Μάνου.
Οι λαϊκοί τραγουδιστές, με προεξάρχοντα τον Καζαντζίδη, ακολούθησαν άλλες μουσικές οδούς στη μετεμφυλιακή εποχή. Πάντα όμως κυριαρχούσε το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς, η πενιά και η διπλοπενιά. Και, όπως διατείνονταν οι σπουδαγμένοι στα ωδεία, «μπουζούκι ίσον έγχορδο παράπτωμα». Ο Καζαντζίδης τραγουδούσε τη συντριβή των ταπεινών από αδικίες κατάφωρες σε κοινωνικό επίπεδο, κάνοντας ωστόσο πλαγίως και μια πολιτική κατάθεση. Πώς να μην ενοχλεί, λοιπόν, την εξουσία και τους εκάστοτε ισχυρούς, κι ας πετούσε ως κεραυνό εν αιθρία και μια «Μαντουμπάλα» ή μια συγγενική της «Ζιγκουάλα»;
Συνένοχη στην τεράστια επιτυχία των τραγουδιών αυτών και η Μαρινέλλα, που είχε καθιερωθεί πια ως το έτερον ήμισυ του Στέλιου. Όπως και να ’χει, όμως, στα τραγουδιστικά ζευγάρια πρωταγωνιστούσε ο άντρας τραγουδιστής. Στις κυρίες επιτρεπόταν μια βόλτα μόνο στο ρεφρέν, με κάποιες φωνητικές εξαιρέσεις.
«Δέκα χρόνια τραγουδούσα στην καρέκλα…» εξομολογείται η Μαρινέλλα στις πολλές συνεντεύξεις της. Η καρέκλα σήμαινε υπομονή και καλή αίσθηση στο σεγκόντο. Ενδεχομένως κι ένα πιάσιμο στη μέση. Πολύ περισσότερο, όταν το ζευγάρι ήταν και κάτι παραπάνω από καλλιτεχνικό ζευγάρι. Μετρημένα χαμόγελα, χαμηλά βλέμματα και ελεγχόμενος ενθουσιασμός.
Η Μαρινέλλα διέπρεψε σαν σεγκόντο στη βαρύτιμη φωνή του Καζαντζίδη, μαθαίνοντας πολλά στη δεκαετή θητεία της κοντά του. Και από την άψογη ορθοφωνικά εκφορά των στίχων του παρτενέρ της και από την καρέκλα, που, μετά τα δέκα «καθιστά» χρόνια, την εξόρκισε διά παντός.
Στα δημοφιλή καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής αυτής αναφέρω τον Πάνο Γαβαλά με τη Ρία Κούρτη, τον Στέλιο Περπινιάδη με τη Ρία Νόρμα, τον Τσιγγάνο Μανώλη Αγγελόπουλο με τις εκάστοτε «δεύτερες» φωνές του. Αλλά όταν ο Αγγελόπουλος έγινε ζευγάρι με μια κοπέλα εκτός των τσιγγάνικων ορίων, την όμορφη ξανθιά Αννούλα, ξεσηκώθηκε πόλεμος στη φυλή, με τους «πολεμικούς» ανταποκριτές του Ντομινό να αναλύουν λεπτομερώς τις μάχες που προκάλεσε το προκλητικό ειδύλλιο.
Όμως τίποτε από όλο αυτό το τραγουδιστικό δράμα δεν εισχώρησε στο αστικό τοπίο. Το εμπάργκο κρατούσε καλά. Εγώ μάθαινα λεπτομέρειες από τη μοδίστρα, που ερχόταν στο σπίτι να ράψει στη μητέρα μου. Ήξερε μάλιστα πολλά από τα λαϊκά τραγούδια που αγνοούσαμε, αφού η βελόνα του ραδιοφώνου μας ήταν σταθερά παρκαρισμένη στο Εθνικό Πρόγραμμα του ΕΙΡ. Μας τα διηγιόταν πατώντας ενδιάμεσα τα κλάματα… Τέτοια δράματα…
Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά. Δεν μπορούσες να αγνοήσεις το τεράστιο εκτόπισμά τους, τη φωνή που εκπροσωπούσε τόσους τρέχοντες καημούς της Ελλάδας. Υπερέβαιναν οποιονδήποτε ενδοιασμό και «ναι μεν αλλά». Η φωνή του Στέλιου για τον λαό αποτελούσε άσκηση ταπεινότητας και καημού. Μπορεί να ακουγόταν σαν αριστοτέχνης της λύπης, αλλά ήταν δικός τους, καταδικός τους άνθρωπος. Τότε απορούσα πώς είναι δυνατό να χωρέσεις τόσο βάσανο σε ένα τρίλεπτο τραγούδι. Κι όμως. Αργότερα κατάλαβα πόσο ευφορική μπορεί να γίνει η θλίψη των τραγουδιών, σε όποιο είδος κι αν ανήκουν.
Στη μεγάλη εξαίρεση, ως το 1960, βρισκόταν το ντουέτο Μανώλης Χιώτης-Μαίρη Λίντα. Έχοντας καθιερωθεί ως «αριστοκράτης του μπουζουκιού», ο σπουδαίος δεξιοτέχνης Χιώτης είχε ξεστρατίσει επιτυχώς από τους ομοτέχνους του «λαϊκούς». Και, επιπλέον, δεν καθόταν σε καρέκλα. Ούτε ο ίδιος ούτε η Μαίρη Λίντα, που ήταν η σολίστ, κάνοντας αυτοσχέδια χορευτικά. Όρθιοι τραγούδησαν μεγάλα σουξέ, καθιέρωσαν το «Χιώτης μάμπο» κι έγιναν φίρμες στον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο.
Θυμάμαι τον Χιώτη με άψογη τσάκιση στο παντελόνι, σκέτη λεπίδα, να συνοδεύει μειδιών τη Λίντα. Η συμμετοχή του λίγο μετά στη δωρική εκτέλεση του Επιτάφιου των Θεοδωράκη και Ρίτσου, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, θα είναι καθοριστική για το έργο. Η Μαίρη Λίντα θα τραγουδήσει και μια πιο λυρική εκδοχή του Επιτάφιου, όπως και πολλά ακόμα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεύοντας την «Απαγωγή», ένα μετριότατο κατά την εκτίμησή μου άσμα του Μίκη, στο τρίτο και τελευταίο Φεστιβάλ Τραγουδιού του ΕΙΡ, κερδίζει το πρώτο βραβείο. Μέχρι τότε τα πρώτα βραβεία του εν λόγω Φεστιβάλ πήγαιναν στον Μάνο Χατζιδάκι, που εκείνη την τελευταία χρονιά ήρθε δεύτερος, με το «Κουρασμένο παλικάρι», ερμηνευμένο από τη Νάνα Μούσχουρη.
Έξαλλη η αφεντιά μου, ως φανατικός θαυμαστής του Μάνου, θα ξοδέψω το πενιχρό χαρτζιλίκι μου των τριάντα δραχμών για να αγοράσω το σαρανταπεντάρι με το «Κουρασμένο παλικάρι» και τον «Κυρ Αντώνη», ερμηνευμένα από τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα. Η Μούσχουρη ανήκε σε άλλη εταιρεία και ήταν ήδη φευγάτη για τη διεθνή της καριέρα.
Για την ιστορία, σημειώνω πως ο Χατζιδάκις κυκλοφόρησε τα δύο αυτά τραγούδια και με τη φωνή της Νινής Ζαχά. Εγώ προτίμησα το ζεύγος Καζαντζίδη-Μαρινέλλας, κι ας μου άρεσε η φωνή της Ζαχά στα τραγούδια του Αττίκ. Σαν παιδί του ραδιοφώνου, ήξερα πολλά. Και, όπως έλεγε η μητέρα μου, «Αυτά θα σε καταστρέψουν. Οι Ζαχάδες και οι ζοχάδες…».
Ήμασταν ήδη στο 1961. Ο Μίκης Θεοδωράκης κάλπαζε, κυκλοφορώντας απανωτά τραγούδια, που αμέσως γίνονταν επιτυχίες. Στον κύκλο τραγουδιών Πολιτεία, ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα θα κάνουν τη διαφορά με το «Βράχο, βράχο τον καημό μου», που σε λίγο βρίσκεται στο στόμα όλης της Ελλάδας. Οι στίχοι του Δημήτρη Χριστοδούλου, Θεός σχωρέσ’ τον κι αυτόν.
Συζητάμε με τη Μαρινέλλα για εκείνα τα χρόνια κι απαριθμούμε απόντες και πάλι απόντες και ξανά απόντες. Τόσοι φευγάτοι άνθρωποι, που κάποτε περιστοίχιζαν την καθημερινότητά μας.
«Ελάχιστοι οι επιζώντες. Μόνο εγώ και η Λίντα μείναμε, άντε και κάνα δυο άλλοι…» λέει. «Και πώς να μη μου ’ρθουνε οι στίχοι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που τη συναντούσαμε μέρα παρά μέρα με τον Στέλιο. Τόσο ταλαντούχα και τόσο αυτοκαταστροφική με τον τζόγο… Άκου τι έγραψε η Ευτυχία:
»Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι
στη γη που περπατήσαν;
Πού πήγανε τόσες καρδιές
που κλάψαν κι αγαπήσαν…»
Πέφτει ανάμεσά μας σιωπή με τη θυμοσοφική σφήνα των στίχων της Ευτυχίας. Να σημειώσω ότι η Μαρινέλλα ερμήνευσε σαν θέμα τραγουδιού την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου, στα μέσα του ’70.
Για να μη νομίζει πως είμαι εντελώς άβρεχτος από την καταιγίδα Καζαντζίδη, της διηγούμαι πως το καλοκαίρι του 1962, παιδί στα δεκαπέντε μου, ανάρρωνα από μια σοβαρή πάθηση των νεφρών και τα βράδια καθόμουν να δροσιστώ στη μισοσκότεινη βεράντα του πατρικού μου. Στην Αλεξανδρούπολη αυτά. Εκεί έφταναν με το βραδινό αεράκι του νοτιά σπαράγματα από τραγούδια κάποιου τζουκ μποξ από μακριά. Τότε πρωτάκουσα το «Σαββατόβραδο», σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. «Σάββατο βράδυ είναι όμορφο, ίδιο Χριστός Ανέστη…» τραγουδούσε ο Καζαντζίδης με έναν αντρίκειο λυρικό τρόπο και μετά έμπαινε δυναμικά η Μαρινέλλα στο ρεφρέν, για τη δραματική ευχή «Αχ, να ’τανε η ζωή μας Σαββατόβραδο…». Τεράστιο φάλτσο να είμαι χατζιδακικός και να γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα με το «Σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη… Όμως ξεστρατίζω κι έχουμε μεγάλο δρόμο.
Πηγαίνουμε αμέσως στη Θεσσαλονίκη, να συναντήσουμε την Κυριακή, την Κική, σε χρόνια τρυφερά. Λοιπόν, εκεί, στη φτωχομάνα και πρωτεύουσα των προσφύγων, ζούσε ένα κοριτσάκι… που δεν πουλούσε σπίρτα ―ή μόνο σπίρτα, κύριε Άντερσεν― γιατί από μόνο του ήταν σπίρτο αναφτό. Σπίρτο, τρόπος του λέγειν, γιατί και αστραπή να το ονομάσω, θαρρώ πως δεν πέφτω έξω…
3
ΣΑΝ ΑΣΤΡΑΠΗ. Γεννήθηκε στη Σαλονίκη το 1938, παραμονές του μεγάλου μακελειού. Παιδική ηλικία μες στα τραύματα ―που ακόμη δεν πολυκαταλάβαινε―, μες στη φτώχεια ― που πότε γινόταν πανηγύρι και πότε αβάσταχτη πίκρα. Κι όμως… Πολλά τα «κι όμως». Όλη η ζωή της «κι όμως».
Κι όμως επέζησε σε κείνους τους χωματένιους δρόμους, που λάσπωναν στο πρώτο ψιχάλισμα. Δρόμοι της μεταπολεμικής πολιτείας, με τον Μυροβλήτη Αϊ-Δημήτρη παρήγορη σκιά των επιζώντων, με τις απουσίες των Εβραίων, που συνεχίζουν να στοιχειώνουν με τύψεις τη «νυφούλα του Θερμαϊκού», όπως καυχιόταν να την ονοματίζουν. Και, φυσικά, φτωχομάνα. Φτωχομάνα μεγάλης διάρκειας, όπως την τραγούδησε αργότερα η ίδια:
Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα,
εσύ που βγάζεις τα καλύτερα παιδιά…
Καλύτερα παιδιά, που όμως χρειάζονταν πρωτεΐνες, εμβόλια, βιταμίνες και αρκετά στρέμματα παπούτσια για να ορθοποδίσουν αξιοπρεπώς. Κι εκείνη παιδί ήταν. Καλύτερο ή χειρότερο, θα το έδειχνε ο χρόνος. Παιδί στερνοπούλι σε μια οικογένεια που μετρούσε και δύο φευγάτα αγγελάκια: τη Φανούλα (που ήταν δίδυμη με τον Θόδωρο) και τον Σταύρο. Τα άλλα τρία, ο Βασίλης, η Λούλα και η Κυριακή. Κυριακή μεν, αλλά με το πιο συνηθισμένο επίθετο της ελληνικής επικράτειας: Παπαδοπούλου. Όπως τα μπισκότα και όπως η δημοφιλής ραδιοφωνική εκπομπή που ακούγαμε στο σπίτι μας στα τέλη του ’50. «Οικογένεια Παπαδοπούλου». Αλλά ας μη βιαζόμαστε.
Στη μαυρόασπρη δεκαετία του ’40, οι χαρές δυσανάγνωστες. Μα, σαν προέκυπταν, τις μεταλάβαιναν με όλο τους το σώμα. Σώμα ισχνό, που ήθελαν να το αποκοιμίσουν, να ξεχάσει για πάντα τον φόβο των πολέμων, αφού, μετά τον Δεύτερο, καπάκι ήρθε κι ο Εμφύλιος.
Πώς ξορκίζεται ο φόβος; Ίσως με φαγητό, ίσως με έρωτα ― που έδειχνε και πιο βολικός. Αλλά εκείνη ήταν μικρή για έρωτες. Έτσι μένουμε στο φαγητό και στο τραγούδι. Τραγουδούσε, και η γιαγιά της την αποκαλούσε «μπουλμπούλι μου». Δηλαδή αηδόνι, στα τούρκικα. Γιατί η οικογένεια τουρκομερίτικη ήταν, από την Ανατολική Θράκη, Ραιδεστός, Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης. Στη Σελάνικ, Σαλονίκα ή Σαλονίκη δρόσισαν τα πνευμόνια τους με την ψυχράδα του Βαρδάρη και κούρνιασαν στην αγκαλιά της φτωχομάνας για τα καλά.
Σαν αστραπή
