Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο: Μια ιστορία αληθινή σαν τη ζωή και το θάνατο...
()
About this ebook
Κι έτσι γνώρισα τους χίλιους εαυτούς της. Τη Ζαχαρώ με τα κόκκινα, που βγήκε αφύλαχτη στη ζωή και την κατασπαράξανε λύκοι και κυνηγοί. Την Τρελοζαχαρώ, που τίναξε στον αέρα τη ζωή της σαν τη στάχτη του Σαντέ της για έναν έρωτα. Τη Ζαχαρώ την κόρη, που πικραινόταν όταν ξέχασε η μητέρα της το όνομά της. Τη Ζαχαρώ τη μάνα, που μύριζε το ζιπουνάκι της κόρης της για να μπορεί να αντέχει την απουσία της. Τη Ζαχαρώ τη δανεική σ' όποιον άντρα τής έδινε το αντίτιμο του κορμιού της. Τη Ζαχαρώ την τρομαγμένη κάθε φορά που κατέβαινε η πετούγια της κάμαράς της στο μισοσκόταδο.
Τη Ζαχαρώ τη γυναίκα, εντέλει, που έκανε όνειρα αιρετικά για το φύλο της και κατάφερε να γίνει πεταλούδα, έστω και με φτερούγες τσακισμένες, σε έναν κόσμο που οι γυναίκες ήτανε καταδικασμένες να μείνουν για πάντα κάμπιες...
Μια ζωή σκληρή όσο οι προκαταλήψεις…
Πικρή σαν το άφιλτρο Σαντέ…
Φλογερή σαν το λικέρ τριαντάφυλλο…
Για να μη μου λείψει ποτές, έμαθα και να το φτιάνω. Ρόδα κομμένα ξημερώματα από εκατόφυλλη τριανταφυλλιά, γιατί τότες μοσχοβολούνε περισσότερο, τσίπουρο ή κονιάκ κατά τα γούστα του καθενού, ψαλίδισμα στην άσπρη άκρια των ροδοπέταλων που πικρίζει και άφθονη ζάχαρη. Τρεις μήνες σφραγισμένο στο μπουκάλι για ν' αποστάξει το αιθέριο έλαιο κι έπειτα το πίνεις και ανασταίνεσαι. Κάθε απόγεμα, το λοιπόν, είχα έτοιμο στο δίσκο το γλυκό του κουταλιού, τον καϊμακλίδικο ελληνικό με τις πολλές φουσκάλες για να γιομίζει η τσέπη μας παράδες και πότε πότε παγωτάκι ή υποβρύχιο. Και ανελλιπώς το λικεράκι για να μεθώ τις πίκρες μας.
Read more from Πασχαλία Τραυλού
Ήθελα μόνο ένα αντίο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ φόνισσα των μυρμηγκιών Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι ασυγχώρητες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΈστω μια φορά Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο υπόγειο στην οδό Ήρας 12 Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ ιέρεια με το τατουάζ Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ γιατρίνα: Η ιστορία της αληθινή… Το αποτύπωμά της ανεξίτηλο… Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Μήδεια δεν χόρεψε ποτέ Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related to Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο
Related ebooks
Άγγελοι από στάχτη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΚι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΚόντρα στο κύμα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣτο ακρογιάλι της ουτοπίας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι Φόνοι του Νυχτολούλουδου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ φλόγα μέσα μας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ γιατρίνα: Η ιστορία της αληθινή… Το αποτύπωμά της ανεξίτηλο… Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜια νύχτα ακόμη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑέναη Μάχη - Η Πτώση Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ: Μια Αριστοφάνεια παραβολή Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ σπηλιά του νοτιά: Βασισμένο σε αληθινή ιστορία Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι Τρεις Φωτιές Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ έρωτας είναι παιχνίδι, μωρό μου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο όνειρό μου ήταν πάντα ένα μοβ ποδήλατο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣαν χειμωνιάτικη λιακάδα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ προσευχή της μάντισσας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤα Όμορφα Τοπία της Κόλασης Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΚρασί από τα χείλη σου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΘα ξανάρθουν τα χελιδόνια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜαργκώ: Ένα συναρπαστικό παιχνίδι πεπρωμένου… Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΔεσποινίς Πελαγία Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ ορμή του ταύρου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑν ήταν όλα... αλλιώς Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑόρατος μάρτυρας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ λευκός ελέφαντας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠάστα Σεράνο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΡιζιμιό Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο πάθος του Κριστιάν ή φωνές από τη χαράδρα Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related categories
Reviews for Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο
0 ratings0 reviews
Book preview
Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο - Πασχαλία Τραυλού
Αντί προλόγου
Είναι κάποια βιβλία που γράφονται επειδή και οι ίδιοι οι συγγραφείς έχουν την ανάγκη να γυρίσουν στο παρελθόν και να αγγίξουν στιγμές φυλαγμένες με ιδιαίτερο σεβασμό και νοσταλγία στη μνήμη τους. Παιδί ακόμη θυμάμαι, στη γενέτειρά μου, την Τρίπολη, τις γυναίκες να κάθονται τα απόβραδα στα πεζούλια για να πλέξουν, να κεντήσουν και να κουτσομπολέψουν, ξεθυμαίνοντας θυμούς, καημούς και μαράζια. Αμέτρητες οι ιστορίες που ξεδιπλώνονταν παραστατικά και αβίαστα απ’ τις αφηγήσεις εκείνων των γυναικών που ήξεραν να μετατρέπουν σε απολαυστικό παραμύθι το πάθημα και το μάθημα.
Μια απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν και η κυρα-Θοδώρα ή αλλιώς Τσουρίνα, όπως ήταν το παρατσούκλι της, δίχως να έχει διαρρεύσει ο λόγος που της το είχαν αποδώσει. Ανεπανάληπτο το αφηγηματικό της ταλέντο. Όταν άρχιζε να μοιράζεται βιώματα και ακούσματα, παρατούσα αυτοστιγμεί το παιχνίδι κι έτρεχα να καθίσω δίπλα της κρεμασμένη απ’ τα χείλη της. Κι έκλεβα... Κι έκλεβα λόγια και αφηγήματα και τα παράχωνα στην κασέλα της λογοτεχνικής διαστροφής μου, πιστεύοντας πως κάποτε θα αποτελούσαν χρήσιμο υλικό. Γιατί όλοι οι άνθρωποι κρύβουμε σε μια αόρατη κασέλα την προίκα της ζήσης μας. Και η προίκα ετούτη δεν είναι παρά οι αναμνήσεις, οι πληγές και οι εμπειρίες μας... Το παρελθόν μας δηλαδή.
Και όχι μόνο έκλεβα ιστορίες, αλλά κυρίως απομνημόνευα ασυναίσθητα εκείνο το ανεπανάληπτο μοτίβο αφήγησης, το εντελώς αφτιασίδωτο, το αυθόρμητο, το τσαλακωμένο, το πηγαίο, το γεμάτο λάθη συντακτικά και ιδιωματισμούς, που σημάδευε απευθείας στην καρδιά. Και το ζήλευα... Αυτή η γυναίκα αποτέλεσε, λοιπόν, το εκμαγείο για τη δική μου ηρωίδα και συνάμα η δική της αφηγηματική τεχνική και οι δικές της ιστορίες λειτούργησαν ως έναυσμα για το ύφος και τη γλώσσα αυτού του βιβλίου.
Το συγγραφικό μου στοίχημα μεγάλο, καθώς αυτή τη φορά τόλμησα να «γίνω» η ηρωίδα μου, να τη φορέσω «κατασάρκι», να την υποδυθώ στο έπακρο και να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο σε πρώτο πρόσωπο, υιοθετώντας μια αφήγηση-παγίδα, μιας και ως συγγραφέας πρέπει να βγω ολωσδιόλου απ’ τη δική μου υπόσταση και να ανέβω στο σανίδι του πρώτου προσώπου. Πόσο δύσκολο είναι στ’ αλήθεια να ξεχάσεις τον εαυτό σου και να μπεις σ’ έναν ρόλο όταν δεν είσαι ηθοποιός; Ή μήπως οι συγγραφείς είμαστε εντέλει κρυφοθεατρίνοι και φλερτάρουμε μ’ αυτή την τέχνη γράφοντας; Άραγε η ενσυναίσθησή μου στο θέμα της βίας κατά των γυναικών να είναι αυτή που με ώθησε να υιοθετήσω την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, για να μιλήσω εμφατικά για ένα πρόβλημα που εκδηλώνεται σε κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή, αφήνοντας στις συνειδήσεις ίχνη ανεξίτηλα;
Όπως και να ’χει το θέμα, ετούτη τη φορά ο αγαπημένος μου φίλος και σπάνιος θεατρικός συγγραφέας μας Γιώργος Χασάπογλου μου επισήμανε όταν διάβασε το προηγούμενο βιβλίο μου, τη Γιατρίνα, πως είμαι έτοιμη να πάψω να περιγράφω απλώς και να ζήσω μέσα απ’ την πένα μου, να νιώσω τον παλμό της δημιουργίας, γιατί μόνο έτσι γράφεται η αυθεντική λογοτεχνία. Τώρα, αν πέτυχε το πείραμα ή όχι το αφήνω στην κρίση σας.
Καλή ανάγνωση.
Ζαχαρώ
«Ίσως να ’ταν αλλιώτικη η ζωή μου αν εκείνη τη μέρα δεν πήγαινα να ράψω το κόκκινο, γιορτινό μου φουστάνι. Όσο παράλογο κι αν σου ακούγεται, σ’ ετούτο το τσιτάκι ρίχνω όλη την ευθύνη για όσα έζησα και για όσα δεν έζησα στα ενενήντα και βάλε χρόνια που κουβαλάω στη ράχη μου, κι ας καταριούνται οι άλλοι τη μοίρα ή το Θεό για τα βάσανά τους. Εμένα δε μου το σβήνεις μήτε μ’ εγχείρηση απ’ το νου πως τούτο το ρούχο όρισε τη ζωή μου. Και όχι μόνο τη δική μου, μα και της κόρης και της εγγόνας μου».
Η κυρα-Ζαχαρώ σύρθηκε στηριγμένη στο μπαστούνι της ως την κασέλα, εκεί που τα απομεσήμερα ξεκούραζε το κοκαλάκι της σκεπασμένη με τη λευκή, νυφιάτικη βελέντζα της προίκας της που είχε το δέντρο της ζωής στη μέση και δυο πουλιά αντικριστά σαν να φιλιούνταν πάνω στα καταπράσινα κλαδιά του, σωστό έργο τέχνης, καμωμένη με μεράκι στον αργαλειό.
Μπορεί η αρθρίτιδα να είχε παραμορφώσει τα άλλοτε κοντυλογραμμένα της δάχτυλα και το ελαφρύ εγκεφαλικό που είχε περάσει να της είχε προκαλέσει ένα στράβωμα και μια τρεμούλα μόνιμη στο σαγόνι της, μα στα πόδια ακόμη ήταν άπιαστη. Σαν σουσουράδα περνοδιάβαινε απ’ τη μια κάμαρα στην άλλη επινοώντας ασταμάτητα δουλειές, λες και απέφευγε να επιστρέψει στα περασμένα ή να μείνει έστω για λίγο ο νους της σε αδράνεια. Ως τα στερνά της παρέμενε αρχοντογυναίκα, με παράστημα χορεύτριας και μέση δαχτυλίδι, εικόνα φινετσάτη και εύγλωττη, που έδειχνε πως η εμφάνισή της ήταν για κείνη πάντα κάτι πολύτιμο. Αν αληθεύει πως η ψυχή του ανθρώπου αποκαλύπτεται από το γέλιο του, η καρδιά της συνέχιζε να έχει δροσιά κοριτσίστικη και αντιστεκόταν με πείσμα στον οδοστρωτήρα της ηλικίας και των εμπειριών που μαραίνουν τα φυλλοκάρδια του ανθρώπου. Όσα κι αν είχε περάσει στη ζήση της, κάτω δεν το έβαζε και συνέχιζε να διεκδικεί την ευτυχία.
Όπου ευτυχία ένα ζαχαρωτό που μασουλούσε βουλιμικά παρά το ζάχαρο, αδιαφορώντας για τις συνέπειες∙ ένα τσιγαράκι Σαντέ, άφιλτρο, που μ’ έκανε πάντα να αναρωτιέμαι πού στο δαίμονα έβρισκε ακόμη αυτή τη μάρκα, μιας και είχε καταργηθεί από το ’16∙ το δάκρυ που έσταζε πότε πότε όταν άνοιγε ολομόναχη την κασέλα της και έμενε ενώπιος ενωπίω με τη ζωή που έζησε κι εκείνη που δε θέλησε, ή δεν μπόρεσε, να ζήσει∙ το λικέρ τριαντάφυλλο που έπινε κάθε απόβραδο σε κρασοπότηρο κοντόχοντρο από φτηνό γυαλάκι∙ το «δόξα την Παναγία» για όσα απόλαυσε ως το μεδούλι της και το «δε βαριέσαι» για όσα γέμιζαν άλλοτε συννεφιές και αστραπόβροντα την ψυχή της. Ευτυχία ήταν για κείνη ακόμη και η βρισιά που έβγαινε χορταστική απ’ τα χείλη της δίχως να ανέχεται από κανέναν λογοκρισία, έχοντας πορευτεί στη ζωή με μπούσουλα μια ηθική κομμένη και ραμμένη στο χαρακτήρα της.
«Ούτε μικρό παιδί, κυρία Ζαχαρώ, τέτοια καρδιά!» της έλεγε ο καρδιολόγος που την επισκεπτόταν καλού-κακού κάθε εβδομάδα. Περιβόλι η ψυχή της με ορτανσίες, νυχτολούλουδα, αγιόκλημα, τριανταφυλλιές κι ένα άλλο λουλούδι σπάνιο, που το λένε «αγάπη». Ζάχαρη και μέλι μαζί. Όνομα και πράγμα αυτή η γυναίκα. Η αισιοδοξία προσωποποιημένη. Η χαρά της ζωής με την καλή της την κουβέντα, το τραγουδάκι πάντα στα χείλη και τη βρισιά τη λεβέντικη που έβγαινε χαριτωμένη απ’ τα κατάβαθά της. Και μ’ ένα γέλιο γάργαρο και δυνατό σαν καταρράκτης που αντηχούσε στο σπίτι και ξέπλενε κάθε λεκέ από πόνο, θυμό ή πίκρα.
«Ούλοι είμαστε φυλακισμένοι κι ας μην το ξέρουμε. Μα ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που διαλέγουν το κελί τους. Που το στολίζουν και το φτιάνουν κατά πώς λαχταράει η καρδιά τους. Όχι εκείνοι που αναγκάζονται να ζουν σε φυλακές που τους έφτιασαν άλλοι. Κι εγώ τη φυλακή μου τη διάλεξα». Σοφή η κουβέντα της πάντα, πασπαλισμένη με διδάγματα, διατυπωμένη άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με εκείνο το απόσταγμα του πόνου που γίνεται πυξίδα και σε οδηγεί στο ξέφωτο.
Το πρώτο πράγμα που μου είχε κάνει εντύπωση όταν της χτύπησα το κουδούνι με το ενοικιαστήριο στο χέρι ήταν η γλάστρα με το βασιλικό στο κατώφλι, που άπλωνε στο κλιμακοστάσιο μια υπέροχη μοσχοβολιά, κι έπειτα τα γατίσια, σπιρτόζικα μάτια της πλαισιωμένα από ψιλές ρυτίδες, που είχαν μιαν αλλιώτικη φινέτσα. Βλέμμα κοφτερό. Μάτια που άστραφταν σα να ήταν καμωμένα από κρύσταλλο, βιτρίνες της ψυχής της ολοκάθαρες όπου ήταν παραταγμένες σαν πανάκριβα εκθέματα όλες οι εμπειρίες της.
Έπειτα ο επάργυρος δίσκος, το πιατελάκι το παλιομοδίτικο από πορσελάνη ακριβή, το γλυκό του κουταλιού το περασμένο απ’ τον ασβέστη, το κρυστάλλινο ποτήρι με το νερό, το λικέρ τριαντάφυλλο, τα πασουμάκια τα αεικίνητα που διέτρεχαν με σβελτάδα τη διαδρομή απ’ το σαλόνι ως την κουζίνα και αντίστροφα συνέθεσαν το σκηνικό μιας οικειότητας που με μαγνήτισε. Ήθελα να μείνω κοντά σ’ αυτή τη γυναίκα. Ας μην την είχα γνωρίσει ως τότε, ας ήμασταν δυο ξένες σε μια μεγαλούπολη. Λαχταρούσα να τρυπώσω στις εμπειρίες της, να εντοπίσω τα κοινά και τις διαφορές μας, να μάθω απ’ τα λάθη της, να ανακαλύψω μέσα απ’ τη ζωή της τι ήταν εκείνο που της έδινε τόσο τσαγανό ως το τέλος της. Από τότε ιδίως που άρχισε να ξετυλίγει τον εαυτό της και να ραίνει τις συζητήσεις μας με το αλατοπίπερο της αθυροστομίας η περιέργεια κορυφώθηκε.
«Ου να μου χαθεί η ασίζα, ο διαβολόσπορος, το φρόκαλο, η καύλα η όρθια... Αλλά κι εκείνο το κουμάσι, ο μαλάκας, ο αποβλακωμένος, ο δείξας, ο πήξας, ο...» Τέτοια λόγια ξεστόμιζε, γριά γυναίκα, που με έκαναν να κοκκινίζω, δίνοντας το στίγμα όχι μονάχα ενός χαρακτήρα ατίθασου, αλλά ενός ανθρώπου χωρίς τα στεγανά των προσχημάτων και τα στερεότυπα που ορίζουν το φέρσιμο των θηλυκών. Δαντέλα περίτεχνη οι βωμολοχίες που ξεμύτιζαν απ’ το στόμα της, τρενάκι μακρύ με βαγόνια αράδα και στο τέλος, καθώς ανέβαζε ένταση και παλμούς, την έπιανε κι ένας βήχας που την τράνταζε σύγκορμη και μου έκοβε τα ήπατα.
«Άει μειξοπαρθένα, κι εσύ! Μορφωμένη, υποτίθεται, και από πάνω παντρεμένη και χωρισμένη και Θεός ξέρει πόσους θα δοκίμασες πριν το γάμο και σε πιάνουν τάχαμ’ οι ντροπές απ’ τα λόγια», μου είπε μόλις με είδε να γουρλώνω τα μάτια στο άκουσμα της πρώτης της βρισιάς.
Με τον καιρό συνήθισα αυτό το χούι και εστίαζα στην ουσία και όχι στους τρόπους της. Την παρατηρούσα με το δέος του αστρονόμου που θαμπώνεται απ’ την αρμονία των αστεριών. Ένα άστρο σπάνιο και η Ζαχαρώ, μια γυναίκα ιδιαίτερη, που ήθελα να την ανακαλύψω, μιας και ήδη την είχα αγαπήσει για την καλοσύνη, τις συμβουλές και το μπρίο της.
«Το παν είναι να μην το βάνεις κάτω. Να σφίγγεις τα δόντια και να λες θα περάσει και τούτο. Μόνο έτσι θα ξεδοντιάζεις το διάβολο, όποια φάτσα κι αν έχει. Δυνατός είναι όποιος διαολοσκορπίζεται και κατορθώνει να ξαναμαζεύει κόκκο κόκκο την ψυχή του».
Έλεγε κι άλλα πολλά παρόμοια. Η ευφράδεια ήταν το φόρτε της. Είχε μια πειθώ, μα μια πειθώ... Όταν της το επέτρεπε ο τσιγαρόβηχας, βέβαια, και όταν δεν είχε τις κλειστές της. Γιατί υπήρχαν και αυτές οι στιγμές, που όφειλα να τις σεβαστώ και να παριστάνω την αόρατη μες στο σπίτι της, να μην ταράζω στιγμή την περισυλλογή που τη μεταμόρφωνε σ’ ένα απόμακρο, μαρμάρινο και συνάμα ευέξαπτο και εύθραυστο πλάσμα. Μια μόνιμη αντίφαση το φέρσιμο και η ζωή της.
«Διαλυμένα πια τα πνεμόνια μου… Ογδόντα χρόνια καπνίστρια, τι περίμενες; Καλά τα ’παθα, που πάει να πει. Αλλά το φχαριστήθηκα κιόλας το θεριακλίδικο το τσιγαράκι μου. Μ’ έκαμε να νιώθω πως είχα εγώ το πάνω χέρι στα στραβά και τα ανάποδα που μου λάχαιναν. Στενοχωριόμουνα; Άναβα ένα να σκεπάσει η πίκρα της νικοτίνης εκείνη της ψυχής. Ομοιοπαθητική, που λένε. Χαιρόμουνα; Το κάπνιζα έτσι, δώρο στον εαυτό μου για να φαρδύνει κι άλλο η χαρά. Και να τα τώρα να μην μπορώ να κλείσω μάτι απ’ το τράνταγμα και να ’μαι καραντίνα σα να ’χω λέπρα. Πληρώνω τους σεβντάδες και τις χαρές. Κατάλαβες; Μα δεν πειράζει. Χαλάλι σ’ όλα. Έζησα. Ποιοι άλλοι καπνιστές μπορούν να φτάσουν τα ενενήντα; Ως και το Χάρο τον ξεγέλασα, όσο να πεις. Ίσως να ’ναι θεριακλής και του λόγου του και να κατέχει από καλό χαρμάνι. Σέρτικα να μου βάνετε στην κάσα να του πάω πεσκέσι, να τονε καλοπιάσω σαν έρθει η ώρα μου».
Έφτυνε, ωστόσο, τον κόρφο της. Τη λάτρευε τη ζωή. Μα για το παρελθόν της δεν έβγαζε άχνα τους πέντε μήνες που τη συναναστράφηκα αφότου δέχτηκε να μου νοικιάσει το πάνω πάτωμα. «Ψάχνω νοικάρισσα για να μη γίνει το σπίτι μου ρημαδιό απ’ την κλεισούρα. Να έχω κοντά μου έναν άνθρωπο να λέω μια κουβέντα και να με τρέξει στους γιατρούς αν μου έρθει κάνας ταμπλάς, κούφια η ώρα», όπως ήταν η ακριβής της διατύπωση. «Τα σπίτια μαραζώνουν όταν δεν τα χαϊδεύει χέρι ανθρώπου».
«Και οι άνθρωποι, κυρία Ζαχαρώ, μαραζώνουν όταν μένουν αχάιδευτοι. Και οι άνθρωποι...» της είχα απαντήσει, έχοντας υποστεί στο πετσί μου την απουσία της τρυφερότητας τόσο, που με έπιανα ασυναίσθητα να χαϊδεύω από μόνη μου πότε πότε το μπράτσο μου.
«Πονεμένη και του λόγου σου... Κάποιον άντρα παντρεύτηκες για να σ’ αλλάζει τη λάμπα και στο φινάλε σου άλλαξε τα φώτα», έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα απ’ το παρουσιαστικό και την ατάκα μου και έκλεισε το χέρι μου στην απαλή της χούφτα. Ήμουν χλωμή σαν πεθαμένη τότε, η υπόταση στα τάρταρα, ο αιματοκρίτης τα ίδια, συνέπειες της στενοχώριας που με θέριζε χειρότερα κι από αρρώστια, και ήταν φυσικό να διαβάσει στην όψη μου πως κάτι με σιγότρωγε.
Πονεμένη, λοιπόν, και του λόγου μου... Είχε δίκιο. Φυσιογνωμίστρια ανεπανάληπτη η κυρα-Ζαχαρώ. Εκείνο μάλιστα το και της φράσης της φάνταξε σαν φεγγίτης απ’ όπου διέκρινα τη σκιά που τύλιγε ετούτη τη δοτική και πρόσχαρη γέρικη ύπαρξη. Και του λόγου της, λοιπόν, πονεμένη ήταν, παρά τα γέλια, παρά τη φλυαρία, παρά τα εκτονωτικά της βρομόλογα, που τα είπε σαφώς με φειδώ και αυτοέλεγχο στην πρώτη μας γνωριμία, αλλά δεν άργησε να τα αμολάει ελεύθερα σα χαρταετούς για να βγάζει το άχτι της και να αλαφρώνει από τα συναισθήματα που τη βάραιναν.
«Μη θαρρείς, φάρμακο είναι και η βρισιά. Μην ακούς που λένε ότι είναι λόγια του διαβόλου. Και ο Άγιος Πέτρος έβριζε για τα σκισμένα δίχτυα του όταν αντάμωσε με τον Χριστό. Κι εκείνος γέλασε και τον διάλεξε για μαθητή του, γιατί είχε αγνή καρδιά. Μήτε πιπέρι του έβανε στο στόμα μήτε τον απείλησε πως θα τον στείλει στην Κόλαση, όπως μας τριβελίζουν τη σήμερον οι τραγοπαπάδες τ’ αφτιά. Μόνο αγάπη του έδωκε, και για τούτο το Χριστούλη τον σέβουμαι. Λεβέντης ήτανε».
Τώρα τι ίσχυε και τι δεν ίσχυε από αυτή την ιστορία ούτε το ξέρει κανείς ούτε και θα το μάθει ποτέ. Σίγουρα, όμως, ήταν ένας βολικός ισχυρισμός για να συνεχίζει η κυρα-Ζαχαρώ απτόητη το βρισίδι. Τα άγια, όμως, δεν τα ακουμπούσε. Υπήρχαν και όρια. Και ας δήλωνε άθεη πότε πότε, με ευλάβεια όμως θρησκευτική.
Πάντως, ο πρώτος λιτός μας διάλογος που άφησε να φανεί πως και οι δυο μας ήμασταν πλάσματα βασανισμένα στάθηκε εντέλει αρκετός για τη συμφωνία μας. Μια συμφωνία δίχως συμβόλαιο, για να «μη βάνουμε συνεταίρο την εφορία», αλλά με μπέσα και ειλικρίνεια. «Φιλοξενούμενη θα πεις ότι είσαι άμα σε πλευρίσει και σου κάμει ερωτήσεις κάνας χαρτογιακάς», μου έκανε την εξήγηση, κουνώντας μου σα δασκάλα το δάχτυλο. «Και όχι μόνο στον έφορα, αλλά και στους γειτόνους. Είναι κάτι ζεβζέκηδες και δαύτοι άλλο πράμα! Θέλω το νοίκι στην ώρα του και έναν καφέ μαζί σου κάθε απογεματάκι στις έξι νταν». Αυτές ήταν οι οδηγίες προς ναυτιλλομένους, τις οποίες αποδέχτηκα ασυζητητί, σειώντας υποτακτικά το κεφάλι μόλις άκουσα τη γενναιόδωρη έκπτωση που μου έκανε, μιας και δε θα κόβαμε απόδειξη, ή επειδή με συμπάθησε. Και τώρα που το σκέφτομαι πιο καθαρά, μάλλον το δεύτερο βάρυνε περισσότερο στο μυαλό της.
Κοψοχρονιά, λοιπόν, μου είχε νοικιάσει το σπίτι, σωστό παλάτι με τα όλα του, εκατόν είκοσι τετραγωνικά, με τις βεραντάρες του και τις δωματιάρες του, τζακούζι, ηλιακό και φυσικό αέριο, ευάερο και ευήλιο στην οδό Μάρκου Ευγενικού στα Εξάρχεια, μες στο κέντρο, που με βόλευε για τη δουλειά μου, επιπλωμένο κιόλας, μιας και δεν ήθελα κανένα από τα έπιπλα που συντρόφεψαν την παλιά μου ζωή, όπως ισχυρίστηκα σ’ εκείνη.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δε μου είχε μείνει ούτε σκαμνί. Τα είχα πουλήσει όλα μισοτιμής σ’ έναν παλιατζή για να επιβιώσω μέχρι να βρω δουλειά, αφού την ίδια περίοδο με το διαζύγιο μου έκατσε και η απόλυση απ’ το κανάλι. Απόμεινα μόνη, διαλυμένη και άφραγκη ανάμεσα στους καναπέδες και τις καρέκλες με απλήρωτα τρία νοίκια, με τις φωτογραφίες μιας δήθεν ευτυχίας να με περιγελούν και με τη διάψευση της εμπιστοσύνης που έδειξα στον άντρα μου καρφωμένη στην καρδιά μου σα σπασμένο γυαλί. Γιατί απ’ τη μια στιγμή στην άλλη δεν είδα απλώς τον άνθρωπό μου να γίνεται ξένος μα εχθρός. Άραγε, τι να ’ναι αυτό που προκαλεί μια τέτοια μοχθηρή αμνησία ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπήθηκαν κάποτε; Ευτυχώς που στη Ζαχαρώ δε χρειάστηκε να δώσω εξηγήσεις και να σκαλίζω ανοιχτές πληγές. Ίσως να διάβασε τα πάντα στο τεφτέρι των ματιών μου κι ερωτήσεις δεν έκανε.
Με τον καιρό, η συμπάθεια ανάμεσά μας γιγαντώθηκε τόσο, που έτρεχα πρόθυμα για τα φάρμακα και τα ψώνια της και ανυπομονούσα για τα απογεύματα της στοργής και της χαλάρωσης που μου πρόσφερε, για τα γλυκά και τα μαγειρευτά της που ήταν μούρλια, για τις κοινότοπες, παλιομοδίτικες συμβουλές της και για τις ευρηματικές βρισιές της, που ήταν μάλλον μεταδοτικές και μου κόλλησε το μικρόβιο να βρίζω για να εκτονώνομαι.
«Έλα, πες το, μην ντρέπεσαι. Δε σε ακούει κανείς παρά μονάχα εγώ. Μαλάκα! Δυνατά και καθαρά. Πες το. Έτσι, να γεμίζει το στόμα σου. Πώς αλλιώς θα αντέξεις τόση μιζέρια ολόγυρά σου;» τα δωρεάν της μαθήματα.
Κούρνιαζα κι εγώ κοντά της έπειτα από την εξάντληση και το τρεχαλητό στην εφημερίδα που με είχαν πρόσφατα προσλάβει, απολάμβανα το κανάκεμα, τα αστεία, το φαγοπότι της και δεν το κούναγα ρούπι μέχρι που νύσταζα. Ήμουν ερείπιο και με αναστύλωσε. Ήμουν ναυαγισμένη και μ’ έβγαλε εκείνη στη στεριά. Ήμουνα μόνη κι ένιωσα πως μπορούσα να στηριχτώ στο γέρικο χέρι της.
«Πάλι δε θα βγεις, βρε αποχαυνωμένη; Πώς θα γνωρίσεις τον επόμενο έτσι που είσαι κλειδαμπαρωμένη εδώ μέσα με μια γριά; Χρειάζονται, μαθές, και οι άντρες. Είναι χρήσιμα εργαλεία αν καταφέρεις να τους φέρνεις βόλτα», προσπαθούσε να με ξεκουνήσει, αλλά εγώ ανένδοτη, προτιμούσα το ασφαλές μου καβούκι.
Δεν της απαντούσα, μα ξάπλωνα στα πόδια της, κι αυτή μου χάιδευε τα μαλλιά. Τέτοια οικειότητα αναπτύξαμε. Η φιλία μου μαζί της φάνταζε σαν πολυθρόνα βολική και χουχουλιάρικη. Χουζούρευε η ψυχή μου και ξεκουραζόταν απ’ τις μπόρες που είχε περάσει. Δε με καταπίεζε, δε με ζόριζε, δε με όριζε, δε με έπνιγε με μια αιχμηρή αγάπη. Αντίθετα, με γιατροπόρευε. Φτερούγα έγινε για μένα. Σπηλίτσα απάνεμη να κρυφτώ και να συνέλθω απ’ το μπουρίνι που με χτύπησε. Χαμηλό το μίσθωμα, κιμπάρικη η καλοσύνη της, και οι συμβουλές της πλουσιοπάροχες. Συναρμολόγησε τη διαλυμένη ψυχολογία μου και ας μην ήξερε λεπτομέρειες για το γκρέμισμα της ζωής που είχα χτίσει. Κι ας μην ήξερε όσα της έκρυβα, μιας και το μάτι της ήταν αστρίτης ως τα εκατό της και διάβαζε με τη μία τους ανθρώπους.
Έτσι, ούτε εκείνη με ρώτησε ποτέ για τα σκοτάδια που με θέριζαν ούτε εγώ τόλμησα να ρωτήσω τι καταχώνιαζε μες στην κασέλα της, κι ας μ’ έτρωγε η περιέργεια.
Κάστρο απόρθητο εκείνη η κασέλα. Την ψυχή της, το σπίτι της και το φαΐ της τα μοιραζόταν, μα το μυστικό της ποτέ. Το κλειδί του λουκέτου το φορούσε κατάστηθα σα φυλακτό και δεν το έβγαζε από πάνω της. Ποιον ακριβοθώρητο θησαυρό της να προστάτευε άραγε;
Πέντε ολόκληρους μήνες όλο αναβάλλαμε για αργότερα τις εκ βαθέων εξομολογήσεις μας, προτιμώντας το παρόν, το γέλιο, το ανέμελο καφεδάκι και το κουτσομπολιό, που ώρες ώρες είχε μια δύναμη ιαματική, αφού ξεχνιόμασταν με τις έγνοιες των άλλων και φάνταζαν ελαφρότερες οι δικές μας. Δυο μοναξιές πάνω κάτω, λοιπόν, αντάμωναν κάθε μέρα στις έξι το απόγευμα και συνέθεταν μία και μόνη, πιο υποφερτή, ιδιάζουσα μοναξιά και περνούσαμε ζάχαρη. Επί ποινή εξώσεως, μάλιστα, αν αθετούσα αυτή τη δέσμευση.
Πιστές στον άγραφο νόμο της φιλίας μας, πίναμε το καφεδάκι μας, που με τον καιρό έγινε και κρασάκι και λικεράκι, ενίοτε και τσιπουράκι, παρότι εγώ δεν το σήκωνα, και η κυρα-Ζαχαρώ μ’ έκανε χάζι όταν κοκκίνιζαν σαν του βρικόλακα τα μάτια μου και ξεραινόμουν στο βήχα. Κι όταν πίναμε, γινόταν στρόφιγγα η ψυχή μας και την ανοιγοκλείναμε ανάλογα με τα κέφια μας. Μιλούσαμε όσο και όποτε το ’χαμε ανάγκη. Άλλοτε μας έπιανε λογοδιάρροια και περνούσαμε το απόγευμα αμπελοφιλοσοφώντας και άλλοτε χουζουρεύαμε στη σιωπή, εκείνη κεντώντας ή πλέκοντας, κι εγώ γράφοντας ή διαβάζοντας.
«Τι λέει ευτούνο που διαβάζεις;» με ρωτούσε πότε πότε, δίχως να της καίγεται στ’ αλήθεια καρφί, αλλά έτσι για να κρατήσει επαφή και να με σώσει από τη βασανιστική μου εσωστρέφεια. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι η τετραπέρατη γερόντισσα είχε αντιληφθεί πως ψηλαφούσα τις πληγές μου και επέστρεφα στα περασμένα και οδυνηρά όταν παρίστανα πως μελετούσα.
Για να αποφύγω το νυστέρι της ματιάς της, συχνά της αφηγιόμουν κάποια ιστορία που είχα διαβάσει ή επινοούσα επιτόπου. Πολύ της άρεσε όταν γινόμουν παραμυθού. Σταματούσε το κέντημα και αφοσιωνόταν στα λόγια μου χαϊδεύοντας τη γάτα της, τη Φρειδερίκη, φιλοβασιλική καθώς δήλωνε από τα γεννοφάσκια της, αφού «η Βασιλεία έχει μια αίγλη, βρε παιδάκι μου, μια μαγεία βγαλμένη απ’ τα παραμύθια, όχι σαν τους ξενέρωτους με τη γραβάτα ή τα σακίδια στη ράχη που κυβερνάνε τώρα», όπως η ίδια το ανέλυε με στόμφο αντίστοιχα βασιλικό.
Όσο περνούσε ο καιρός, εμπλούτιζα το ψυχικό της πορτρέτο. Ήταν μια λίγο ιδιόρρυθμη, αθυρόστομη, αλλά καλοσυνάτη γυναίκα. Και ανοιχτοχέρα. Είχε, βέβαια, και τον τρόπο της. Κομπόδεμα στην τράπεζα, πέντε διαμερίσματα που τα νοίκιαζε, το δίπατο που μέναμε, δυο ταξί στην πιάτσα με Πακιστανούς οδηγούς που μιλούσαν σπαστά τα ελληνικά, με αποτέλεσμα να τους λες να σε πάνε στα Ιλίσια και να τραβούν ντουγρού για τα Λιόσια, αλλά δεν τους άλλαζε. Στην ουσία τους εκμεταλλευόταν, αφού της έδιναν τη μερίδα του λέοντος από την είσπραξη. Απαιτούσε ένα υπέρογκο μίσθωμα, και εκείνοι όφειλαν να της το παρέχουν σε βάρος της δικής τους τσέπης σε περίπτωση που δεν το έβγαζαν. Μεγάλη η χάρη τους που τους διέθετε τα ταξί της και εξασφάλιζε δουλειά σε δυο ξένους και όχι σε Έλληνες. Αυτό ήταν το επιχείρημά της. Κι ας ήξερε κατά βάθος πως μες στην κρίση κανείς Ρωμιός δε θα της έδινε τέτοιο ενοίκιο, αλλά αυτό δεν τη συνέφερε να το πει. Ούτε εγώ, βέβαια, της έφερνα αντίλογο. Το ήθελα το σπίτι και μου άρεσαν η παρέα και οι συμβουλές της, άρα απέφευγα να έρθω σε ρήξη γι’ αυτό το ζήτημα αφού οι ανάγκες μας ταίριαζαν.
«Ό,τι κι αν συμβεί στη ζωή σου, εσύ έχεις το μαχαίρι, εσύ και το πεπόνι. Του λόγου σου αποφασίζεις προς τα πού θα τραβήξεις και πώς θα πορευτείς...» Δεν τη ρώταγα, βέβαια, τι θα συμβεί αν το μαχαίρι δεν είναι ακονισμένο ή αν σου βγει ξυλάγγουρο το πεπόνι.
«Και μην ξεχάσεις ποτέ πως στους άντρες αρέσουν τα κόκκινα», μου πέταγε στο τέλος και μια πικάντικη συμβουλή, ξεκάρφωτη και ασύνδετη με τις άλλες, την οποία απέδιδα στην άνοια που ρημάζει το λογικό των γερόντων και τους βάζει στο στόμα λόγια που, αν ήταν στα συγκαλά τους, δε θα τα ξεστόμιζαν ποτέ.
Ως τότε ήξερα, βέβαια, μόνο τη φωνή της την μπάσα από το τσιγάρο, το άρωμά της, που μου θύμιζε κάτι ρετρό, τις νουθεσίες και τα ευρηματικά της βρομόλογα, που τα συνήθισα και άρχισαν να μου αρέσουν, τα μάτια της, που ήταν γατίσια κι άστραφταν σα λαμπριάτικα φαναράκια, τα απαλά της χέρια, που μου έδιναν απλόχερα στοργή, και τα ακριβά, πολύχρωμα φουστάνια της με το εκλεπτυσμένο γούστο, το αταίριαστο με το χοντροκομμένο της λεξιλόγιο. Ήξερα ακόμη πως της άρεσαν οι δαντέλες και πως είχε το χούι να παρατηρεί τον κόσμο πίσω απ’ το πλεκτό της κουρτινάκι, να κόβει φυσιογνωμίες και να φτιάχνει στη στιγμή πορτρέτα ψυχών. Γνώριζα ακόμη και λίγες πληροφορίες ληξιαρχικού ενδιαφέροντος που η ίδια θέλησε να μου αποκαλύψει, αν και μου έκρυψε στην αρχή κάποια χρονάκια. Έμαθα, λοιπόν, τα βασικά και τα ανώδυνα της ζωής της. Πως γεννήθηκε το 1923 στο χωριό Γκουλέμα Ρέκα, όπως το αποκαλούσαν παλιά οι ντόπιοι, στο Μέγα Ρέμα, όπως αναφερόταν στα χαρτιά λίγο πριν απ’ τον πόλεμο, στο Ροδοχώρι Ημαθίας, όπως μετονομάστηκε μετά την Κατοχή.
Μου είπε, επιπρόσθετα, πως έφυγε από εκεί στα δεκαπέντε της και πως έριξε μαύρη πέτρα πίσω της δίχως ποτέ να μου αναφέρει το λόγο. Πως είχε μια αδερφή για την οποία απέφευγε να μιλήσει. Πως μισούσε τα χωράφια και τις αγροτικές δουλειές και φρόντιζε να έχει πάντα βελούδινο δέρμα. Πως ήταν κοκέτα απ’ τα γεννοφάσκια της και ότι ακόμη και κοντά στα εκατό κάθε πρωί φορούσε το άρωμα και τα κοσμήματά της, χτένιζε με επιμέλεια τα σπαστά της μαλλιά κι έβαζε ένα πολυκαιρισμένο κοκκινάδι στα χείλη της, απομεινάρι μιας εποχής που αρνιόταν ακόμη και τώρα να απαρνηθεί.
Ήξερα επίσης πως αγαπούσε το πλέξιμο. Και το τραγούδι. Χιλιόμετρα δαντέλας είχαν βγει απ’ τα χέρια της, και η φωνή της ανάσταινε ως και νεκρούς. Έπλεκε και τραγουδούσε. Σεμεδάκια σκέπαζαν και νανούριζαν τα μυστικά στιγμιότυπα της ζωής της, πλεκτά κουρτινάκια έκρυβαν το βιος της πίσω από τα τζάμια, πλεγμένο απ’ τα χέρια της και το σάλι που έριχνε στους ώμους της κάθε απόβραδο στημένη στην τηλεόραση. Δε θυμιάτιζε και δε λιβάνιζε όπως άλλες γυναίκες της ηλικίας της. Στην εκκλησία πήγαινε στη χάση και στη φέξη και ποτέ Κυριακές. Τη φράση Θεέ μου δεν την άκουσα ποτέ απ’ τα χείλη της. Μόνο Χριστέ μου και Παναγιά μου ψέλλιζε κάπου κάπου, μιας και «αυτοί οι δύο περπάτησαν πάνω στ’ αγκάθια της γης, κλάψανε κι ένιωσαν στο πετσί τους τι σημαίνει πόνος ανθρωπινός. Ενώ ο Άλλος, ο Μεγάλος, παιχνίδια μας έχει τους δύσμοιρους για να περνάει την ώρα Του και να κάμει το κέφι Του».
Άναβε το κεράκι της, λοιπόν, έκανε βουβά την προσευχή της σε όποιον έκρινε η ίδια, και αυτό ήταν όλο. Λιτή και δωρική η λατρεία της. Αυτοσχέδια η πίστη που ημέρευε την καρδιά της και την τηρούσε ή την απαρνιόταν κατά πώς τη βόλευε. Και ο Θεός να φύλαγε όποιον τολμούσε να βλάψει τα αδέσποτα σκυλιά και τους κεραμιδόγατους στη γειτονιά. Άνοιγε το στόμα της και κατέβαζε βόρβορο, κάνοντας τους διαβάτες να κοκκινίζουν. Έτσι ήταν πάντα η Ζαχαρώ, γυναίκα του Νέστορα Κούβαρη και κόρη του Νώντα και της Αλκμήνης Αλεξανδρή. Αρνί του Θεού, αλλά αλίμονο σε όποιον έθιγε τα ιερά και τα όσιά της. Τότε έπαιρνε ο διάολος όποιον βρισκόταν μπροστά της.
«Μη σε παρασέρνει αυτό που βλέπεις. Οι ανθρώποι είναι σα βαλίτσες με δυο πάτους. Ανάλογα με την περίσταση βγαίνει στην επιφάνεια άλλοτε ο καλός και άλλοτε ο σκάρτος τους εαυτός», μου είπε μια φορά μεταξύ λουκουμιού, καφέ και λικέρ τριαντάφυλλου. Γιατί το λικέρ τριαντάφυλλο δεν έλειπε ποτέ απ’ το δίσκο και απ’ το σπιτικό της.
«Εγώ, πάλι, νομίζω πως μοιάζουμε με τις μπάμπουσκες», της πέταξα την παιχνιδιάρικη σκέψη μου, χαρίζοντάς της μια στα γενέθλιά της για να καταλάβει τι εννοούσα.
Γούρλωσε τα μάτια, την περιεργάστηκε σαν παιδί και μου γέλασε. «Σα να ’χεις δίκιο. Σε τούτα τα κουκλιά μοιάζουνε και οι γενιές. Έτσι γεννιέται η μια γυναίκα από την άλλη, μα κουβαλάει μέσα της όλη την πίκρα και τη γνώση απ’ τη γιαγιά, την προγιαγιά και τη μάνα της. Κι ούλοι μας έχουμε όσους εαυτούς χάραξε εντός μας η ζήση μας».
Πώς να ήταν ο άλλος ή οι άλλοι εαυτοί της κυρα-Ζαχαρώς; αναρωτιόμουν. Κάτι μου έλεγε πως πίσω απ’ την εικόνα που έβλεπα κρυβόταν και μια άλλη, αθέατη, λουφαγμένη στις ψυχικές κατακόμβες της, εκεί που είναι κρυμμένα πάντα τα μυστικά των ανθρώπων. Ιστορίες, ξεκάρφωτα λόγια, ασύνδετες θλίψεις, αχ και βαχ το σούρουπο, ανερμήνευτα ψυχοπλακώματα στα καλά καθούμενα. Όλα τους διάσπαρτες ψηφίδες της ύπαρξής της που έπρεπε να τις βάλω σε μια σειρά.
Το βασικό πάντως είναι ότι εγώ και εκείνη φτιάχναμε την αλλόκοτη συνισταμένη δυο εποχών και η καθεμιά μας έκρυβε από τη συγκάτοικο την αλήθεια της. Ίσως γιατί ντρεπόμασταν, ίσως γιατί πιστεύαμε πως απείχαν οι ηλικίες και οι εμπειρίες μας και αδυνατούσε η μία να έρθει στη θέση της άλλης. Ήμασταν, επομένως, δυο ασφαλείς υποκρισίες, δυο πλάσματα που παριστάναμε πως όλα ήταν καλά γελώντας και πίνοντας το καφεδάκι μας στο στενό μπαλκόνι του ακάλυπτου, πιάνοντας κουβέντα για άσχετα πράγματα και όχι για εκείνα που θα θέλαμε να ανοιχτούμε. Λέγαμε για τον καινούριο αγαπητικό της διπλανής –απεχθανόταν ως το τέλος τη λέξη γκόμενος–, για τα κακόγουστα εσώρουχα που άπλωνε στα σύρματα η απέναντι – ένα είναι το χρώμα της πουτανιάς, πάει και τέλειωσε, το κόκκινο το γυαλιστερό του σατέν, γι’ αυτό της έφαγε τον άντρα η λεγάμενη δυο στενά παρακάτω, βρακιά ήταν ευτούνα που φόραγε; Γραφείο Ρόιτερ η κυρα-Ζαχαρώ, που έστηνε το παρατηρητήριο πίσω απ’ το κουρτινάκι της κουζίνας και έφτιαχνε φάκελο σε όλη τη γειτονιά. Ούτε κουνούπι δεν της ξέφευγε. Κι όταν έβλεπε κάτι ύποπτο, καλούσε πάραυτα τους αρμόδιους.
«Ναι. Το 100 εκεί; Εδώ γίνεται καβγάς τρικούβερτος. Βαράει ο τάδε τη γυναίκα του. Τρεχάτε και κόψτε του τα χέρια απ’ τις μασχάλες του παλιομασκαρά!» υπερασπιζόταν σχεδόν εμμονικά το φύλο της και απεχθανόταν τη βία χειρότερα κι απ’ το θάνατο. «Το κορμί σου είναι δικό σου και σου ανήκει. Βάνε φωτιά και κάφ’ το μονάχη σου. Άναψε ένα φιτίλι και λαμπάδιασε. Μα άλλον ποτέ μην αφήκεις να σ’ αγγίξει αν δεν το θες. Και σ’ το λέω τούτο εγώ, που άφηκα καν και καν να με ακουμπήσουν».
«Καν και καν να μ’ ακουμπήσουν...» Χρειάστηκε καιρός για να μου ομολογήσει τι σήμαιναν αυτά τα λόγια, και της τον έδωσα. Τα απογεύματα, λοιπόν, κανονίζαμε τα ψώνια της εβδομάδας, το φαΐ που θα μαγείρευε την επομένη, μιας και με είχε πάρει σχεδόν οικότροφο και την ένοιαζε πάντα αν θα έτρωγα αυτό που θα έφτιαχνε, και κουβεντιάζαμε για το άρθρο που έπρεπε να γράψω εγώ για την εφημερίδα – κατά κάποιον τρόπο μαγείρεμα ήταν κι αυτό και ήθελε πάντα να λέει τη γνώμη της και να προσθέτει μια πρέζα απ’ την πικάντικη σοφία της. Είχε τη διάθεση, μάλιστα, να της διαβάζω ό,τι έγραφα. Αυστηρός κριτής. Τσεκούρι δίκοπο. Την αλήθεια την έλεγε κατάμουτρα δίχως γαρνιτούρες και κομψότητες, και όποιος άντεχε.
«Τα λόγια σου είναι ξύλινα, βρε αφορεσμένο. Δεν ξυπνούν, μήτε ματώνουν την καρδιά. Ξώφαλτσα περνούν από δίπλα της. Σα σφαίρες άστοχες. Πεθαμένο το κείμενο. Άψυχο. Δίχως σφυγμό. Δε σπαρταράει, βρε παιδί μου. Η γραφή μοιάζει στην πόρνη, κι είναι άχρηστη αν δε σ’ ανάβει και δεν ξέρει πώς να σε φτάνει σ’ οργασμό. Γράφ’ το όπως θα σου το πω να νοστιμέψει», με πρόσταζε και άρχιζε να υπαγορεύει, σα να ήμουν η γραμματέας της. «Να γράφεις όσα στοχάζεσαι έτσι που να νομίζει ο άλλος πως οι λέξεις σου λικνίζουνται σα χανούμισσες. Πως κουνούν τα πέπλα και χτυπούν το ντέφι και του τάζουν κρεβάτι αξέχαστο. Να νομίζει πως ανασαίνουνε και ξεκολλούνε απ’ το χαρτί για να του πιάσουν κουβέντα. Στο χέρι σου είναι να τον μαργιολέψεις και να γυρεύει τα γραπτά σου σαν όπιο, ή να σε διαβάζει λες και παίρνει μουρουνόλαδο. Οι λέξεις, όπως και η ζωή, θέλουν την πουτανιά τους για να αξίζουν τα φράγκα που θα στάξει ο άλλος για να διαβάσει τον κόπο σου», μου εξηγούσε.
Αυτή η λέξη πια –πουτανιά– καραμέλα στα χείλη της, τόσο που με ενοχλούσε ώρες ώρες να την ακούω απ’ το στόμα γριάς γυναίκας, αλλά ποτέ δεν της το έλεγα. Όπως κι εκείνη δε μου έλεγε ότι την ενοχλούσε όποτε περπατούσα με τα τακούνια από πάνω της.
Κατανόηση και ανοχή. Και διακριτικότητα καθεμιάς απέναντι στη ζωή και τα λάθη της άλλης. Ήμασταν δυο στρείδια που κρυφοκοιτούσαμε φοβισμένα απ’ τη χαραμάδα το αντικρινό χαμόγελο, μα δεν τολμούσαμε να βγούμε απ’ το όστρακό μας.
Κι έτσι, και το περιεχόμενο της κασέλας παρέμενε άγνωστο. Το μυαλό μου κόντευε να εκραγεί απ’ την περιέργεια, όταν επιτέλους η Ζαχαρώ μου ανοίχτηκε το Μάρτη του 2020, τον καταραμένο εκείνο μήνα που ζωντάνεψαν τα παραμύθια και οι προφητείες, και η ζωή ολωνών πάνω σ’ αυτή τη γη άλλαξε μονομιάς σα να την πάγωσε το ξόρκι μιας μάγισσας και κλειστήκαμε στα σπίτια μας για να γλιτώσουμε απ’ το δράκο που βάλθηκε να αφανίσει τις ζωές μας.
Οι νεαροί λυσσομανούσαν με την κλεισούρα που τους επιβλήθηκε ξαφνικά, οι ερωτευμένοι που έμεναν χώρια παρίσταναν μέσω Skype τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, οι μαγαζάτορες καρδιοχτυπούσαν για τον ανύπαρκτο τζίρο και η κυβέρνηση είχε αποκτήσει έναν καινούριο πονοκέφαλο. Η Ζαχαρώ, αντίθετα, βρήκε την ώρα για έναν απολογισμό, μια απογραφή αναμνήσεων, για την ακρίβεια. Να που η καραντίνα άνοιξε νέο ορίζοντα για μένα. Έγινε η πύλη για να με ξεναγήσει στην καρδιά της αυτή η υπέροχη γυναίκα που μου χάριζε απλόχερα την καλοσύνη της. Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, δεν πίστευα στα μάτια μου όταν την είδα να βγάζει από τον κόρφο της το κλειδί.
«Μια χαρά θα είμαστε οι δυο μας με το χτικιό που μας χτύπησε. Έξω δε θα ξεμυτάμε, προμήθειες έχει το ψυγείο, θα παραγγέλνουμε κι απ’ το διάολο το Δίκτυο…»
«Δια-δίκτυο», τη διόρθωσα.
«Διαδίκτυο, σκατίκτυο, το ίδιο κάμει», μου είπε με το γνώριμο μπρίο της, «εμείς κοτσάνι θα την περάσουμε. Σάμπως πηγαίναμε του λόγου μας στις βεγγέρες; Έχεις κι ένα λόγο παραπάνω να μένεις μέσα σαν τη χήρα. Όσο για μένα, δε φοβήθηκα Κατοχή, δε φοβήθηκα τους άντρες, μια γριπούλα θα με σκιάξει; Έλα, μουνί, στον τόπο σου».
Γέλασα με την καρδιά μου. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσε, έστω κι αν ήταν κάπως τολμηρές –τσαούσικες τις έλεγε η ίδια–, χτυπούσαν πάντα φλέβα γέλιου.
Εν Αθήναις, λοιπόν, 20 Μαρτίου 2020 και ώρα 6.30 μετά μεσημβρίαν, με τον καφέ στο δίσκο να αχνίζει και την τηλεόραση στο σιγανό να μας κάνει την καρδιά περιβόλι με τα μακάβρια μαντάτα και τα ανακοινωθέντα για την κλεισούρα, είδα την κυρα-Ζαχαρώ να διατρέχει τρεκλίζοντας τη διαδρομή ως το ντιβανομπάουλο με το κλειδί του λουκέτου στο χέρι. Η καρδιά μου πετάρισε. Ήταν ολοφάνερο πως βιαζόταν αυτή τη φορά. Σα να έτρεμε στην ιδέα να την προφτάσει ο θάνατος, ένας θάνατος από μια γρίπη ύπουλη που πισωμαχαιρώνει τους αιωνόβιους διαβάτες αυτού του κόσμου, κι ας μου παρίστανε την ατρόμητη, κι ας έλεγε με καμάρι: «Μη με φοβάσαι εμένα. Εγώ είμαι γερό σκαρί. Με τρέμει ακόμη και ο διάβολος».
Άνοιξε την κασέλα. Οι μεντεσέδες της έτριξαν σα γέρικα κόκαλα. Έσκυψε με προσήλωση πάνω από το άνοιγμα. «Να το το αφορεσμένο!» αναφώνησε αφού ψαχούλεψε λίγη ώρα και εντέλει τράβηξε ένα κόκκινο, ξέθωρο φόρεμα. «Άντε, φέρε το μαγνητόφωνο να σ’ τα πω. Θέλω να ακούσεις την ιστορία μου και να έχεις τη φωνή μου γραμμένη για ενθύμιο. Κοντοζυγώνει πια η στιγμή που θα κλείσω τα μάτια μου. Απόψε θα σε σεργιανίσω στα καλντερίμια της ζωής μου. Άντε, καμάρι μου, να σε χαρώ. Σάμπως κι έχεις να κάμεις κάτι καλύτερο τώρα που μας φυλάκισε μες στα ντουβάρια ετούτη η αφορεσμένη αρρώστια;»
Έσφιγγε το φουστάνι στα γέρικα μπράτσα σα να κρατούσε ένα νεκρό κορίτσι. Κάτι σκίρτησε μέσα μου έτσι όπως τη φαντάστηκα να το φοράει, λυγερή και αγέρωχη στην πρώτη νιότη της.
Πάτησα το κουμπί, κι εκείνη έπιασε το πλεκτό της. Λες και συγκέντρωνε το μυαλό της καλύτερα όσο κουνούσε τις βελόνες σαν μπαγκέτες στην ορχήστρα των αναμνήσεων. Το κόκκινο φουστάνι, το μαγνητόφωνο, η κασέλα, που άνοιξε επιτέλους στριγκλίζοντας, έκαναν εκείνο το απόγευμα να φαντάζει αλλιώτικο.
20 Mαρτίου 2020... Ευτυχώς σούρουπο με κρύο που δάγκωνε και σε έκανε να φωλιάσεις στο σπίτι και να χουζουρέψεις κοντά στη φωτιά με καραμελωμένα μήλα και λικέρ τριαντάφυλλο. Τα κούτσουρα τσιτσίριζαν σα να μας κουτσομπόλευαν. Η χιονάτη βελέντζα της με το δέντρο της ζωής στο κέντρο και απάνω του τα δυο πουλιά που ήταν σα να φιλιούνταν σκέπαζε με στοργή και τις δυο μας. Ξανάγινα παιδί και περίμενα να ακούσω το παραμύθι της, απολαμβάνοντας τη γλυκιά ζάλη που πάντα μου προκαλούσε το λικεράκι της, τσιμπημένο καθώς ήταν στο τσίπουρο.
«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη
Δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει»,
αστειεύτηκε με ένα χαμόγελο σωστή λιακάδα.
Μόνο που εκείνο το δειλινό σκίστηκε το κουκούλι της αλήθειας και βγήκε από μέσα μια άγνωστη πεταλούδα με τσακισμένα, μα πολύχρωμα, φτερά. Μια πεταλούδα που κατάφερε να πετάξει τότε που ακόμη οι υπόλοιπες ήταν κάμπιες και δεν ήξεραν καν πως μπορούσαν να γίνουν κάποτε πεταλούδες.
Η ρίζα
Ούτε που μπορείς να φανταστείς τη ζημιά που μου έκαμε ετούτο το κόκκινο ρούχο. Ούλη μου τη ζωή μού ρήμαξε ευτούνο το ρεταλάκι από ποπλίνα,¹ το αγορασμένο απ’ το υφασματάδικο της Δόμνας, της χήρας που άλλαζε τους αγαπητικούς σαν τα πουκάμισα, κι ας μην έβγανε από πάνω της τα μαύρα. Tον τιμούσε, βλέπεις, το μακαρίτη με την ψυχή της, μα το κορμί της έκαμε του κεφαλιού του και απαιτούσε τα δέοντα. Δακτυλοδειχτούμενη στο χωριό η Δόμνα. Το τι της έσουρναν οι κυράδες οι καθωσπρέπει δε θες να ξέρεις. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως η χήρα δεν έφταιγε. Έτσι ήταν καμωμένη. Έτσι εννοούσε με το μυαλό και τις αισθήσεις της τη ζωή.
Είναι πολλοί οι ανθρώποι με ψυχή και κορμί σε πόλεμο. Σε αυτή την κάστα ανήκα κι εγώ. Και ξέρω κι άλλους τόσους που αδυνατούν να στριμωχτούν σε καλούπια. Δεν είμαστε όλοι ζυμαράκια να μας πλάθουν κατά πώς γουστάρουν και να παίρνουμε το σχήμα που μας προστάζουνε. Κάποιοι είμαστε από ατσάλι κι από σίδερο και τα καλούπια μας στενεύουν. Θρύψαλα τα κάμουμε ή φτιάνουμε ολοκαίνουρια στα μέτρα μας. Σαν τις κάσες... Γιατί όποιο καλούπι κι αν φτιάσεις, καλούπι είναι, που πάει να πει φυλακή. Και αργά ή γρήγορα το βαριέσαι ή σε σφίγγει. Και αλίμονο αν ξεφλεβίζεις πολύ απ’ τον κόσμο σου και αποζητάς τα άπρεπα και όσα είναι αταίριαστα στο σουλούπι που σου όρισαν οι πολλοί...
Έτρωγα το ξύλο της αρκούδας όποτε με έπιανε η μάνα μου στον καθρέφτη, Θεός σχωρέσ’ τη. Ήμουν κορίτσι καλοφτιαγμένο. Σαν τα κρύα τα νερά. Και ζωηρό. Ήθελα να ζω όπως γούσταρα. Να κάμω το κέφι μου ακόμη κι αν δεν ήτανε το πρέπον. Έβλεπα χορούς, ήθελα να χορέψω. Άκουγα τραγούδια στα πανηγύρια, ήθελα να τραγουδώ κι εγώ. Έβλεπα την πεταλούδα να πετάει ξέγνοιαστη από μίσχο σε μίσχο, άνοιγα τα χέρια μου, έριχνα στους ώμους ένα σάλι της μάνας μου κι έκαμα πως πετούσα, έστω κι αν διαπίστωσα στα πέντε μου μ’ ένα ποδάρι σπασμένο κι ένα χέρι μπαταρισμένο σαν της μούμιας πως ετούτο το τελευταίο δεν ήταν για τα μέτρα μου. Από νοικοκυριό, πλέξιμο, αργαλειό και μαγέρεμα, σκράπας. Άνοστες οι πίτες που έφτιανα, σαν να έτρωγες λάστιχο. Ποτέ μου δεν πάλεψα ν’ ανοίξω φύλλο και να το κάμω αραχνοΰφαντο, ενώ οι άλλες στην ηλικία μου λες κι ήτανε γεννημένες με τον κλώστρη² στις χούφτες και έκαμαν ταχυδακτυλουργίες με τα ζυμάρια.
«Τι θ’ απογίνεις, μωρή, στα πιστρόφια,³ σα μαζευτούν οι συγγενήδες μετά το γάμο να σε κάμουν χάζι να φτιάνεις πίτα;» πάλευε να με νουθετήσει η μάνα μου.
«Σκασίλα μου», της έλεγα. «Σα με θέλει ο γαμπρός, η πίτα θα τον σκοντάψει;» της πέταγα άσκεφτα.
Για γέλια και τα υφαντά και τα κεντήματά μου. Το πρώτο, το χαρλούδικο, που λένε, εκείνο που ρίχνουν οι πρωτάρες στο ποτάμι για να γενούνε σβέλτες στις δουλειές σαν το νερό, μου το ’χε καμωμένο η Ρηνιώ της Μήτσαινας και μου το ’χε δώκει στα κρυφά για να μη ρεζιλευτώ, μιας και το δικό μου το ’κρυβα απ’ ανθρώπου μάτι. Τόσο χάλια γίνηκε. Μα κατά τ’ άλλα του ονείρου ήμουνα. Κι όλα τα ’θελα. Όλα, μα όλα τα λιμπιζόμουνα και λαχταρούσα να τα γευτώ. Ήμουν ένα άμυαλο θηλυκό που δεν κάτεχα ακόμη το σωστό και το λάθος. Ή, κι αν το κάτεχα, έκαμα την αχάμπαρη,⁴ αν μ’ εννοείς.
Δε γρίκαγα καν τι σήμαινε να είσαι εκείνα τα χρόνια κορίτσι στο Γκουλέμα Ρέκα. Ξανθομάλλικο, με χείλια ζουμερά σαν κεράσια, κληρονομιά απ’ την Αλεξανδρίνα τη γιαγιά μου, Θεός σχωρέσ’ τη – που είχαν να το λεν για την ομορφάδα της, φτυστή εγώ, στο κοντότερο και στρουμπουλότερο όμως. Όταν ξεπετάρισα γύρω στα δέκα, αρχίνισε να δείχνει το πράμα. Πονήρεψα και του λόγου μου. Μέχρι τότε ήμουν σα σαμιαμίδι, αν και η μαγιά φαινόταν εξαρχής καλή, με τον πισινούλη τον τουρλωτό και τα μάτια τα τσαχπίνικα. Απέ τα δώδεκα και ύστερα, όμως, κόλαζα κι άγιο. Μάτια είχα και ήβλεπα πώς με κοιτούσανε τα σερνικά. Κορμάκι λυγερό, βυζάκι όλο χυμούς και σφιχτό σα γροθιά, πόδια γαλακτερά, βγαλμένα από χάρακα, και ένα κούνημα από φυσικού μου σαν τραμουντάνα Δεκέμβρη μήνα. Καμάρωνα για τη φτιάξη μου. Στηνόμουνα στον καθρέφτη και ψαχούλευα τη σάρκα μου σπιθαμή προς σπιθαμή. Ένιωθα πως κάτι ανταριαζόταν μέσα μου και ανατρίχιαζα όταν άγγιζα τις ρώγες μου ή έβανα ανάμεσα στα σκέλια τα χέρια. Μια κάψα, ένα λίγωμα άλλο πράμα. Πού να το κόψω αφότου το ανακάλυψα.
Σ’ αυτή την ηλικία αρχίνισαν και τα βάσανα όμως. Όσο ομόρφαινα, τόσο αβγάταινε και το ξύλο που μου έριχνε η μάνα μου. Κι όταν μ’ έπιανε στον καθρέφτη ή υποπτευόταν πως χαϊδευόμουνα, ποιος είδε την Αλκμήνη και δεν τηνε φοβήθηκε. Με άρπαζε απ’ το μαλλί, μ’ έφερνε πέντε σβούρες και αρχίναγε να βαράει ώσπου πονούσε το χέρι της. «Μην και σε δω να ματαγγίζεσαι έτσι, γιατί θα σε τσουλομαδήσω, κακομοίρα μου», η προσταγή της. «Δε θα σε κάμω εγώ παστρικιά».
Δεν καταλάβαινα τότε τι σήμαινε η λέξη. Τη χήρα τη Δόμνα λέγανε έτσι. Όμως, το άγγιγμα δεν το έκοβα. Είχα γλυκαθεί. Μου άρεσε η αίσθηση. Κι αν μοναχή μου το απολάμβανα τόσο, φαντάσου να με άγγιζε σερνικό. Φωτιά και λαύρα θα γενόμουνα και θα καίγαμε αντάμα τα κορμιά μας. Και ήταν ωραίο αυτό το κάψιμο ανάθεμά το. Έτσι σκεφτόμουν τότες. Παιδιάστικα. Ρομαντικά, που λένε. Αστόχαστα. Εκείνη ήξερε. Εγώ δε νόγαγα ακόμη. Τότε ήταν που αρχίνισαν και τα γλυκοκοιτάγματα με το Φώτη της Μιχαλούς, ένα αγόρι ζάχαρη, είκοσι χρονών, που έκαμε τα κορίτσια να αναστενάζουν πίσω απ’ τα μισάνοιχτα παντζούρια. Τη θητεία του έκαμε τότες, αλλά εμφανιζόταν συχνά στο χωριό, αφού τον είχανε σε κοντινό φυλάκιο. Δεκατριών χρονών σκατό εγώ και τον κάρφωνα ίσα στα μάτια όταν τον αντάμωνα στο δρόμο, ενώ οι άλλες το έπαιζαν χαμηλοβλεπούσες κι ας έλιωναν.
Ίσως να το είχε καταλάβει η μάνα μου αυτό το χούι του αταίριαστου για ένα κορίτσι θάρρους, ίσως και να ήθελε να με προστατέψει γενικά απ’ τους άντρες και να με κρατήσει απείραχτη από δαύτους, μιας και η ίδια κακοπέρναγε στο γάμο της και φοβόταν μην ’πομείνω κι εγώ τα ίδια αργά ή γρήγορα. Ή μ’ έβλεπε πεταχτή και αναλογιζόταν ποιος θα μ’ έπαιρνε έπειτα, αν πήγαινα κι έβγανα με κάνα μάγκα τα μάτια μου. Όλα ήτανε πιθανά. Γι’ αυτό και μ’ έδερνε, για να στρώσω. Να ξεχάσω το μυρμήγκιασμα του κορμιού μου όταν χαϊδευόμουνα και να υποταχτώ, όπως κι εκείνη, στη μοίρα των κοριτσιών: πλέξιμο, κέντημα, δουλειές και γεννοβόλημα όταν θα ερχόταν η ώρα, με το κεφάλι σκυμμένο στον άντρα μου. Αυτή ήταν η τάξη. Το πρέπον. Εγώ θα ξεστράτιζα;
Μα όσο με βάραγε, τόσο πείσμωνα. Το πετσί μου συνήθιζε στο ξύλο και η ψυχή μου ατσαλωνότανε και γινόταν ακόμα πιο ξεροκέφαλη. Πάντα εξάλλου ο διάολος σε βάνει να λες, να θες και να κάμεις αυτό που δεν πρέπει. Ξύλο εκείνη, το χαβά μου εγώ. Τσαλίμια στον καθρέφτη εγώ και πιπεράτες ματιές με το Φώτη, τη βέργα της τζανεριάς η μάνα μου, που μου άφηνε στο πετσί μου κάτι καρούλες κόκκινες που έκαμαν έναν μήνα να γιατρευτούνε. Το κορμί ξύπναγε και απαιτούσε. Και όσο σχηματιζότανε και γινόταν κορμί γυναίκας, τόσο εκείνη με στραβοκοίταγε, λες και έσφαλλα εγώ που άλλαζα.
Άγριος αλλά και άγιος άνθρωπος η συχωρεμένη. Την αγαπούσα, κι ας μου φερνόταν αγλύκιαστα. Γιατί για την κυρα-Αλκμήνη η χαρά ήταν αμαρτία. Άμα χαιρόσουν, πίστευε πως όπου να ’ναι θα έσκαγε μύτη και η συφορά, λες και η παλάντζα του σύμπαντος είναι έτσι καμωμένη για να μη βλέπουμε άσπρη μέρα. Ήξερα πως δεν το ’θελε που μου κακοφερνόταν, αλλά πάλευα καιρό να καταλάβω γιατί το έκαμε. Άργησα, δηλαδή, να χωνέψω στο ξερό μου το άχρηστο πως βάσανα υπέμενε και του λόγου της και είχε εντέλει πιστέψει πως βάσανα μοναχά έχει ετούτη η ζωή. Αυτό γνώριζε κι έτσι νόμιζε πως θα ’ταν και η ζήση η δικιά μου σαν έφευγα απ’ τον κόρφο της. Και ήθελε με τον τρόπο της να με σώσει, έστω κι αν τα έκαμε μούσκεμα.
Όπως όλοι οι ανθρώποι, το λοιπόν, έτσι κι εκείνη έσουρνε το σταυρό της τον ασήκωτο και ανηφόριζε το Γολγοθά της. Μόνο που ο δικός της Γολγοθάς ήταν τα σκαλοπάτια του σπιτικού της, του αρχοντικού των Αλεξανδρήδων με το όνομα, που διαφέντευαν το μισό κάμπο και είχαν το μισό χωριό στη δούλεψή τους στα κτήματα. Κάπως έτσι είχαν στη δούλεψή τους και τη μάνα μου. Τη δέχτηκαν στη φαμίλια τους σα βούλωμα για τα στόματα του κόσμου και σα μηχανάκι για να τους κάμει το διάδοχο.
Το ήξερα πως η μάνα μου κακοπέρναγε αφότου αρχίνισα να μαθαίνω τον κόσμο. Μεσοτοιχία οι κάμαρές μας. Τις νύχτες έφταναν στ’ αφτιά μου πνιχτά βογκητά και κλάματα. Τα βογκητά του πατέρα μου, οι λυγμοί της μάνας μου. Στεφάνι αγκαθωτό το στεφάνι της, μα εκείνη το φορούσε χωρίς βαρυγκόμια. Ο πατέρας της της είχε φορτώσει ετούτο το σταυρό όταν έδωκε τα χέρια στο καφενείο με τον τρισκατάρατο τον πατέρα μου. Έπαιζαν πρέφα οι δυο τους κι ο γονιός μου θύμισε στον παππού μου τα δανεικά που του χρώσταγε. Ταπί ο δόλιος, μιας και η σοδειά του ρημάχτηκε κείνο το χρόνο απ’ το χαλάζι, κι έτσι ο πατέρας μου, για να πατσίσουν, βρήκε την ευκαιρία να του γυρέψει για αντάλλαγμα τη θυγατέρα του.
«Δώσ’ μου ένα κορίτσι σου και ξοφλάμε», τον ξάφνιασε. Τα’ χασε ο άλλος. Νόμιζε στην αρχή πως χωράτευε. Δεν πίστευε στ’ αφτιά του όταν ο πατέρας μου του φανέρωσε πως δε χωράτευε σαν του ’πε πως ήθελε να βάνει στεφάνι σε μια του κόρη. Έξυσε ο παππούς μου το αξύριστο γένι του. Πέντε κορίτσια είχε, θα ξεφορτωνόταν ένα στόμα και τα χρωστούμενα αντάμα. Συφερτική η πρόταση. Η μεγάλη θα έκλεινε τα είκοσι πέντε, που πάει να πει πως ήταν φύρα για το πουγκί του. Κοντοζύγωνε να του ’μενε στο ράφι σαν την μπαγιάτικη ντομάτα. Ποιος θα την έπαιρνε γεροντοκοριασμένη και δίχως προίκα;
«Κόλλα το!» του είπε όλο κέφι. «Χάρισμά σου η Ελπινίκη μου», πήγε να του χώσει το σκάρτο εμπόρευμα.
«Για χαζούς ψάχνεις, μπαρμπα-Γιώργη, μου φαίνεται. Τη σταφιδιασμένη θα μου δώκεις;» σήκωσε παντιέρα ο πατέρας μου.
«Όχι και σταφιδιασμένη! Νεράιδα είναι, μαθές, η Ελπινίκη. Νούφαρο ζουγραφιστό», παράστησε την προξενήτρα ο παππούς, κατά πώς τα ’πε στην αδερφή του, τη θεια-Φωτούλα, σαν πήγε στο σπίτι, κι η μάνα μου έστησε αφτί και τους άκουσε.
«Νούφαρο μαραμένο, μπαρμπα-Γιώργη. Για χαϊβάνι με περνάς; Τούτα σε μένα δεν πιάνουν. Εγώ θέλω την άλλη. Τη μικρή. Την Αλκμήνη, ντε».
Λιγοθυμιά θε να του ’ρθε. Στα δεκατρία τότε η μάνα μου. Ξεπεταρούδι. Κορίτσι αμάθητο, αμύριστο, άβγαλτο, ανέγγιχτο. «Έχω και άλλες τρεις, είκοσι, δεκαεφτά και δεκάξι. Άσ’ το εκείνο λίγο ακόμη στη μάνα του», ίσως να τον ικέτεψε, ίσως και όχι, ο γέρος. Ποιος τους άκουσε; Μονάχοι τους τα κανόνισαν. Μα ο πατέρας μου ανένδοτος. Αυτή του γύρεψε, αυτήν ήθελε, κι αν του έκαμε. Το χρέος, βλέπεις… Στο λαιμό τον πάτησε… Του είχε δώκει μια λύση, του είχε φυτέψει το δίλημμα και περίμενε μια απόφαση. Αλλιώτικα η θηλιά του χρεόγραφου θα έσφιγγε κι άλλο με τα πανωτόκια και ίσως να του έπαιρνε το κτήμα.
Το έφερε από δω, το έφερε από εκεί ο γέρος, θα ήπιε και δυο-τρία τσίπουρα μπας και ξαστέρωνε το ξερό του, του είχε μείνει στην ψυχή κατακάθι και ο φόβος που είχαν όλοι οι πατεράδες ως το ’13 που απελευθερώθηκε απ’ την Τουρκιά η Νάουσα μην του βατέψει κάνας αλλόθρησκος το κορίτσι, είδε και απόειδε και αποφάσισε. Δεν ήμουν και μπροστά να ξέρω πώς έκαμε το επόμενο παζάρι και πώς κατάφερε να τουμπάρει τον πατέρα μου, πάντως έπειτα από εκείνο το παντρολόιμα της κακιάς της ώρας ο παππούς βρέθηκε μ’ ένα παραπάνω χωράφι, προικιό απ’ το γαμπρό για να πάρει τη μάνα μου, που ο γέρος το έδωκε με τη σειρά του προίκα σ’ εκείνον που βρέθηκε να φορτωθεί την Ελπινίκη του. Δυο τα στόματα εντέλει που ξεφορτώθηκε με εκείνο το λογοδόσιμο, δίχως στιγμή να λάβει υπόψη του το επέκεινα. Πετυχημένο το αλισβερίσι, όσο να πεις. Δίχως να προικίσει τη θυγατέρα του, δίχως καν να της δώκει μια κασέλα γεμάτη με τα
