Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα
()
About this ebook
Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν.
Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.
Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει. Και σαστίζουν.
Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά.
Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.
Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι.
Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν το μάτι στο Θεό.
Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν...
Read more from Αλκυόνη Παπαδάκη
Οι κάργιες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜια παράγκα για τ' όνειρο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο κόκκινο σπίτι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο ταξίδι που λέγαμε... Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο χρώμα του φεγγαριού Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜια ατέλειωτη φυγή Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣ' ένα γύρισμα της ζωής Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣτην άκρη του βράχου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑν ήταν όλα... αλλιώς Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣτον ίσκιο των πουλιών Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤα Όμορφα Τοπία της Κόλασης Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΒαρκάρισσα της χίμαιρας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑμάν... αμάν! Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ μπόρα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤι σου είναι η αγάπη τελικά... Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΘα ξανάρθουν τα χελιδόνια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΚόντρα στο κύμα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣκισμένο ψαθάκι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣτο ακρογιάλι της ουτοπίας Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related to Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα
Related ebooks
Η σκλάβα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ παραμάνα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣκισμένο ψαθάκι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ σπηλιά του νοτιά: Βασισμένο σε αληθινή ιστορία Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣτο ακρογιάλι της ουτοπίας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑντιμέτωποι με το χθες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΔεσποινίς Πελαγία Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜια ατέλειωτη φυγή Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΒαρκάρισσα της χίμαιρας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜαργκώ: Ένα συναρπαστικό παιχνίδι πεπρωμένου… Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠάστα Σεράνο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΆγγελοι από στάχτη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ τιμή και το χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ φλόγα μέσα μας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΙστορίες στα μανταλάκια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑν ήταν όλα... αλλιώς Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΘα ξανάρθουν τα χελιδόνια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ γιατρίνα: Η ιστορία της αληθινή… Το αποτύπωμά της ανεξίτηλο… Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΙνδικά Διηγήματα Rating: 1 out of 5 stars1/5Η κερένια κούκλα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ πρίγκιπας κοράκι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΖωή μέχρι χθες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤρεις + 1 μικρές ιστορίες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑόρατος μάρτυρας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΚόντρα στο κύμα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο: Μια ιστορία αληθινή σαν τη ζωή και το θάνατο... Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ λευκός ελέφαντας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΓια ένα τανγκό στη Σμύρνη: Ένας μεγάλος έρωτας στην αγκαλιά της Ιστορίας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ άλλη σταχτοπούτα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΒεντέτα στον Βόσπορο Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related categories
Reviews for Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα
0 ratings0 reviews
Book preview
Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα - Αλκυόνη Παπαδάκη
1
Η πρώτη εικόνα που θυμόταν από τα μικράτα της η Ζώγια ήταν της μάνας της να κρέμεται καταμεσής στην κουζίνα σαν πολυέλαιος.
Φορούσε μια γαλάζια νυχτικιά κι είχε δεμένα τα μακριά πυρρόξανθα μαλλιά της μ’ έναν σπάγγο. Πριν κρεμαστεί, άνοιξε με φόρα το παράθυρο. Ίσως γιατί ένιωθε να πνίγεται, χωρίς να ’χει περάσει ακόμα το κορδόνι στον λαιμό της. Ίσως έτσι, από απλή σαστιμάρα. Ίσως και για να πει ένα γεια στον κόσμο που απαρνήθηκε. Ποιος μπορεί να ξέρει;
Το παιδί καθόταν ώρες δίπλα στη μάνα του και κοίταζε. Στην αρχή νόμισε πως ήταν ένα παιχνίδι και την έσπρωχνε πέρα δώθε. «Κούνια μπέλα, κούνια μπέλα...» Ύστερα την τσιμπούσε. Της τραβούσε τη νυχτικιά. Της γαργαλούσε τις πατούσες. Ώσπου κατάλαβε πως αυτό δεν ήταν παιχνίδι. Πως κάτι άλλο ήταν, φοβερό. Και ζάρωσε δίπλα της κι έκλαιγε.
«Μαμά», ψέλλιζε πότε πότε. «Μαμά μου».
Πού ο πολυέλαιος... Χαμπάρι. Κρεμόταν εκεί μεγαλοπρεπής και φώτιζε το έμπα της μικρούλας στη ζωή. Mνήμη κι αυτή! Τι μνήμη... Αυτό έμοιαζε πιο πολύ με τατουάζ που είχε χαραχτεί για πάντα στην ψυχή της. Να σε φυλάει ο Ύψιστος από τέτοια τατουάζ.
Όταν ξεκινάς το ταξίδι σου σταμπαρισμένος, άσ’ τα να πάνε. Μην το ψάχνεις. Όσες συμφορές και να σκορπίσεις στο διάβα σου, όχι πως δικαιολογείσαι, αλλά έχεις ένα άλλοθι ισχυρό. Ας μην ξεσαλώνουν οι κριτές. Τα μαχαίρια στις θήκες.
Από κείνα τα χρόνια το κοριτσάκι, γύρω στα 1950 ήταν που γεννήθηκε, δεν θυμόταν πολλά. Ήξερε πως είχε ακόμα ένα αδελφάκι. Ένα αγόρι πολύ μικρό, αβάφτιστο. Ήξερε πως το σπίτι τους ήταν στη Ν. Ιωνία, στα προσφυγικά. Πως η μάνα της ήταν μια κούκλα και την έλεγαν Ζαφείρα. Πως ο πατέρας της έφτιαχνε στο σπίτι μπουγάτσες κι έβγαινε και τις πουλούσε στη γειτονιά. (Σ’ όλη της τη ζωή τής ερχόταν εμετός, όταν της μύριζε μπουγάτσα.) Τίποτ’ άλλο.
Όταν αργότερα κάποιες φορές αναφερόταν στον αδελφό της, ξίνιζε τα μούτρα της κι έλεγε «εκείνος ο αβάφτιστος». Περίπου όπως λέμε «εκείνος ο διάβολος». Ποτέ δεν ένιωσε την επιθυμία να ψάξει να τον ανακαλύψει. Είχε μάθει πως μετά τον απαγχονισμό της Ζαφείρας «ο αβάφτιστος» μεταφέρθηκε σε κάποιο ίδρυμα. Εκείνη τη μάζεψε μια πρώτη ξαδέλφη του πατέρα της. Η θεία Μπέση. Αυτή τη μεγάλωσε.
Τι τα ’θελε τώρα η Μπέση στα πενήντα πέντε της τα νταχτιρντί... «Ε, πώς! Να ’χω κάποιον να μου δώσει αργότερα ένα ποτήρι νερό», ισχυριζόταν. Μάταια προσπαθούσε να τη μεταπείσει η φιλενάδα της, η Αντιγόνη, που είχε μεγαλύτερη πείρα στη ζωή. Ζηλεύει, σκεφτόταν η Μπέση. Ζηλεύει η φώκια που θα με βλέπει εμένα ο κόσμος να κυκλοφορώ μ’ ένα κουκλί κι αυτή θα σέρνει τις δυο κουρούνες της.
Είναι περίεργο, αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν ετοιμάζεσαι δηλαδή να πάρεις φόρα για τον γκρεμό και προσπαθήσει κάποιος να σε φρενάρει, δύο πράγματα μπορείς να του καταλογίσεις: ή ότι ζηλεύει ή ότι δεν έχει την πρέπουσα κατανόηση.
Η Ζώγια! Η Ζώγια που θύμιζε πάντα χειμωνιάτικη λιακάδα. Το κορμί της ήταν σαν ουράνιο τόξο. Το γέλιο της έλαμπε σαν σταγόνα δροσιάς σε νυσταγμένο μήλο. Η Ζώγια! Με το βαθύ τατουάζ στο πρώτο φυλλαράκι της ψυχής...
Άκου να δώσει ένα ποτήρι νερό... Την έφαγε τη φολάρα της η Μπέση και την ευχαριστήθηκε. Η ρήση «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα» είναι ό,τι πιο ξενέρωτο μπορείς να επικαλεστείς. Χαλάρωσε, φίλε, και εις άλλα με υγεία...
Ο κόσμος έλεγε πως η Ζαφείρα ήτανε λίγο βαρεμένη. Από εμφάνιση έσκιζε. Λεπτή, αέρινη, σαν ξωτικό. Αλλά φτενή στο μυαλό. Ένα πουλάκι αφτέρουγο η ψυχή της. Η Ζώγια ευτυχώς ή δυστυχώς πήρε από κείνη μόνο την εμφάνιση. Την πονηριά και το θράσος τα κληρονόμησε από τον πατέρα της. Αυτός ήταν ένα φίδι φαρμακερό. Ουαί κι αλίμονο σ’ όποιον τύχαινε να βρεθεί στο πέρασμά του. Νώντα τον έλεγαν. Σωματώδης, αγέλαστος και σκουληκιάρης. Η ωραία και αγαθή Ζαφείρα δεν είχε παρτίδες με κανέναν. Ζούσε απομονωμένη στο σπιτάκι της και το μόνο που γνώριζαν γι’ αυτήν ήταν πως, όταν είχε τα κέφια της, τραγουδούσε σαν αηδόνι. Τα κακά στόματα έλεγαν διάφορα: Πως ο Νώντας την έφερε από καμπαρέ, πως δεν την είχε παντρευτεί ποτέ, πως δεν ήταν Ελληνίδα, πως δεν ήταν ούτε χριστιανή. Τι ήταν ακριβώς η Ζαφείρα δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ. Ούτε τι ήταν ούτε πού πήγαινε ούτε τι ζητούσε σ’ αυτόν τον κόσμο. Ε, και λοιπόν; Ένα περαστικό αεράκι ήταν. Μια βροχούλα καλοκαιρινή. Τόσο σημασία είχε πια;
Έλεγαν ακόμα, κι αυτό ήταν γεγονός, πως εκτός από τα τραγούδια που άκουγαν από τ’ ανοιχτά παράθυρα, άκουγαν πολύ συχνά και βρισιές. Και κραυγές. Και χτύπους περίεργους.
Λίγο καιρό πριν μετατραπεί η Ζαφείρα σε πολυέλαιο, είχε ανέλθει στους ουρανούς ο Νώντας. Ο θάνατός του ήταν αδόκητος, στο άνθος της ηλικίας του και περίεργος. Πέθανε από δαγκωματιά μολυσμένου ποντικού. Το σιχαμένο τρωκτικό εκείνο το θλιβερό βράδυ, αφού έγλειψε τ’ απομεινάρια της μπουγάτσας από τη λαμαρίνα, όρμησε και στην ποδάρα του Νώντα, που την είχε βγάλει έξω από τα σκεπάσματα ν’ αεριστεί. Σε λίγες ώρες πρήστηκε ολόκληρος, σταμάτησαν τα νεφρά του, νερούλιασε το αίμα του και πήγε στον γερο-διάολο. Στην κηδεία η Ζαφείρα τα είχε τελείως χαμένα. Χαμογελούσε συνεχώς κι όταν της έδιναν συλλυπητήρια, απαντούσε: «Ευχαριστώ πολύ, επίσης». Σε λίγους μήνες πήρε το κορδόνι και κρεμάστηκε. Ποιος ξέρει πώς λειτούργησε το βαρεμένο μυαλό της. Αναζητούσε τόσο τον δυνάστη της; Κουτούλησε στην απόγνωση και ζαλίστηκε; Τρύπησε η ψυχή της ξαφνικά και χύθηκε; Άγνωστο. Άλλωστε τι ήταν η Ζαφείρα; Ένα αεράκι περαστικό. Πειράζει που σάστισε τόσο;
Σ’ αυτή τη φάση άρχισε να παίζει τον ρόλο της η θεία Μπέση, η πρώτη εξαδέλφη του Νώντα, που ανέλαβε τη μικρή, πεντάρφανη Ζώγια. Η θεία Μπέση είχε παντρευτεί σε μεγάλη ηλικία έναν γέρο βλακέντιο, που πήγε στην Αμερική στα δεκαοχτώ του, μπήκε στον νεροχύτη ενός ρεστοράν και βγήκε από κει στα εβδομήντα του με τ’ όνειρο να γυρίσει στην πατρίδα, να βρει «μια καλή κοπέλα» και να νοικοκυρευτεί. Πανάγαθο ανθρωπάκι. Δεν ήταν για κατηγόρια. Ποιος μπορεί δηλαδή ν’ απαγορέψει σ’ ένα αρνί να ονειρεύεται; Είναι τσιφλίκι κανενός τα όνειρα;
Ο θείος Τζιμ! Δεν ήταν ποτέ ικανός να κάμει κακό σε κανέναν. Ούτε καλό. «Ω, για, για...» Αυτό ήξερε, αυτό μονολογούσε. Ό,τι και να του ’λεγες, ό,τι και να τον ρωτούσες, τον χαβά του αυτός: «Ω, για, για...».
Είχε μαζέψει κάμποσα λεφτουδάκια στην Αμερική. Κάποια απ’ αυτά τα ’φερε στην πατρίδα κι αγόρασε ένα διαμερισματάκι. Τα περισσότερα του τα ’φαγε ένας μπαγαπόντης ανιψιός του στην ξενιτιά. Όταν κάποτε γύρισε κι αυτός στην πατρίδα και η θεία Μπέση ανέλαβε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, έτσι όπως του τα ’ψελνε από την καλή και τον είχε στριμώξει, ξαφνικά σηκώνεται πάνω και απευθύνεται αγανακτισμένος στον Τζιμ:
«Θείε, τι μας λέει τώρα η θεία από δω; Μίλα κι εσύ. Πες της πώς έχουν τα πράγματα».
Κι ο Τζιμ έριξε δυο χάντρες στο κομπολόι του, χαμογέλασε γλυκά και απεφάνθη:
«Ω, για, για, η καημένη η θεία είναι ζαβή!».
Τότε ήταν που η Μπέση σήκωσε την καρέκλα να του τη φέρει κατακέφαλα, αλλά ευτυχώς επικράτησε η λογική. Γιατί αυτό που ένιωσε τελικά περισσότερο μέσα της η Μπέση ήταν λύπη. Οίκτος γι’ αυτό το αρνί που το σφαγίασε στην ψύχρα ο βρομερός ανιψιός και του ρούφηξε το αίμα.
«Να μην τα χαρείς, βρε. Ο Θεός να δώσει και να μην τα χαρείς. Διότι το άδικον ουκ ευλογείται. Από την πρώτη μέρα που γνώρισα τον Τζιμ βαρέθηκα να μου λέει και να μου ξαναλέει αυτή την ιστορία. Με ποιον τρόπο τον ξεγέλασες και του έφαγες τον κόπο του. Και τώρα, ορίστε. Δεν τον αφήνει η καλοσύνη του να το παραδεχτεί μπροστά σου. Τον ανέβασες στον σταυρό, βρε, κι αυτός φωνάζει ‘‘άφες, άφες’’... Τι να πω; Ο Θεός θα σ’ το πληρώσει».
Και του το πλήρωσε. Καμιά φορά τσατίζεται κι ο Θεός και πιάνει να τακτοποιήσει τα βερεσέδια. Ο ανιψιός πνίγηκε με τη βάρκα του στ’ ανοιχτά του πόρτο Μπούφαλο. Αλλά τι να το κάνεις; Τα λεφτουδάκια του Τζιμ είχαν ξεκοκαλιστεί.
Το πρώτο δεκαήμερο του γάμου, στην προσπάθειά του ο γαμπρός να ενεργοποιήσει τα συστήματά του, έπαθε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Τη γλίτωσε, αλλά οι γιατροί συνέστησαν χωριστές κλίνες. Ευτυχώς που η Μπέση είχε «πάει το γράμμα» πολύ πριν παραδοθεί στις φλογερές αγκάλες του Τζιμ. Φαντάσου να μην έκανε εγκαίρως χρήση του δικαιώματος...
Το διαμέρισμα που αγόρασαν ήταν στο Μετς. Η Μπέση το πρόφερε κάπως έτσι: Μεχτς, προσπαθώντας να μιμηθεί την προφορά του Τζιμ, που τις περισσότερες φορές την καθόριζε η κακή εφαρμογή της μασέλας, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το ξεχωρίσει ακριβώς η Μπέση. Το μόνο που άλλαξε ουσιαστικά μετά τον γάμο της ήταν τ’ όνομά της. Από Βασιλική έγινε Μπέση. Κι αυτό το χρωστούσε αποκλειστικά στον σύντροφό της. Εδώ που τα λέμε, το ζεύγος αυτό ήταν πολύ αρμονικό. Έδεναν μεταξύ τους. Ταίριαζαν σαν συνολάκι. Ε, δεν ήταν και η Μπέση κανένα ξουράφι. Αρνί ο ένας, κοτούλα η άλλη, χα χα χα και χου χου χου στην τελική. Τα βράδια κάθονταν στο μπαλκονάκι τους εκεί στο «Μεχτς» και ρέμβαζαν ανάμεσα σε δεκάδες γλαστρούλες και κλουβιά με ωδικά πτηνά. Απολάμβαναν το ουζάκι τους, ήταν πάντα καθαροί, στολισμένοι και αρκούντως ευτυχείς. Για να μιμείται καλύτερα η Μπέση την προφορά του Τζιμ και να αισθάνεται αντάξιά του, τοποθετούσε ένα νοητό αβγό μέσα στο στόμα της κι έβγαιναν οι λέξεις στρογγυλεμένες και παραμορφωμένες, σαν πρησμένοι αστράγαλοι. Ακόμα ο Τζιμ, όταν δεν άκουγε καλά, που συνήθως δεν άκουγε, εκφωνούσε πάντα ένα «Α;». Ένα «Α» φουσκωτό, βαρύ σαν πατάτα. Το είχε μάθει κι αυτό η Μπέση και η συζήτηση γινόταν κατά τρόπο άψογο.
«Ωραία βραδιά, Τζιμ, α;»
«Α;»
«Ωραία βραδιά, λέω».
«Ω, για, για».
(Σιωπή).
«Κουνουπάκια, Τζιμ, α;»
«Α;»
«Κουνουπάκια, λέω».
«Ω, για, για, κουνουπάκια».
(Σιωπή).
«Τζιμ, θα πάμε αύριο, πρώτα ο Θεός, στη λαϊκή;»
«Ω, για, για, ωραία! Θα πάμε στη λαϊκή».
Για κοίτα να δεις τι απλή που είναι η ευτυχία, γαμώ το της. Φτάνει ν’ αρκεστείς σ’ ένα μπαλκονάκι με γλαστρούλες και ωδικά, να δείχνεις σε κάποιον τα κουνουπάκια και να κάνεις όνειρα να πας την επομένη στη λαϊκή! Ο Τζιμ κι η Μπέση ήταν ευτυχισμένοι. Και θα πέθαιναν ευτυχισμένοι, αν δεν τους τσίτωνε ο διάολος να δαγκώσουν το μήλο. Και τι μήλο! Ζώγια ονομαζόταν! Η απόφαση ήταν της Μπέσης. Ο Τζιμ, ο φουκαράς, καλά καθόταν στην πολυθρονίτσα του κι αγνάντευε τα κουνουπάκια. Δεν είχε τάσεις για αταξίες. Αλλά αυτή η αχόρταγη η Μπέση! Αφού τ’ απόχτησε όλα, ανέσυρε από μέσα της και την επιθυμία να γίνει μητέρα.
Όταν έφεραν τη μικρούλα Ζώγια στο Μετς, ήταν σαν αγριόγατος. Από την πρώτη κιόλας μέρα έβγαλε νύχια κι άρχισε να ξεσκίζει το πέπλο της μακαριότητας του ζεύγους. Κανείς δεν μπορούσε να την παλέψει. Έκλαιγε, γρύλιζε, ζάρωνε και κρυβόταν κάτω από τα κρεβάτια. Βρε καλό μου, βρε χρυσό μου! Τίποτα. Πήγαινε να τη χαϊδέψει η Μπέση και τιναζόταν σαν ελατήριο να της βγάλει τα μάτια. Επόμενο ήταν. Έτσι εύκολα ακουμπάνε μια πληγή; Αλλά πώς να πιάσει η Μπέση τόσο ψιλά γράμματα; Η Μπέση! Μια ψυχή σταφιδιασμένη, ανοιχτή μόνο στο ένζυμο της μούχλας. Μια ψυχή διπλωμένη προσεχτικά, σαν κέντημα που έχει ξεχαστεί στο μπαούλο κι έχει γεμίσει κιτρινίλες. Προσπάθησε πολύ η κακομοίρα. Εξάντλησε όλα τα όρια της υπομονής και της αρετής που διέθετε. Μόχθησε να φορέσει αυτή την αγάπη της μάνας, που την έβλεπε να κυκλοφορεί στις βιτρίνες της ζωής και τόσο τη λιμπιζότανε. Μα γίνονται αυτά τα πράγματα έτσι; Απλώς και μόνο διότι τα λιμπίζεσαι; Τι είναι; Εργόχειρο να ξεσηκώσεις το σχέδιο; Αμ δε!
«Αυτό δεν είναι πλάσμα του Θεού, Τζιμ. Τέρας είναι. Το βλέπεις;»
«Ω, για, για, το βλέπω».
Αλλά εκτός από τη διαπίστωση, δυάρα δεν έδινε ο Τζιμ. Έριχνε τις χάντρες στο κομπολόι του και χασκογελούσε. Το παλούκι ήταν στην πάρτη της Μπέσης, κι αυτό πλέον ήταν το μόνο σίγουρο.
«Για τ’ όνομα του Κυρίου, Τζιμ! Κάνε κάτι κι εσύ. Πατέρας είσαι. Μάλωσέ την. Αγρίεψέ την. Δείξε ένα επιβάλλον. Θα τρελαθώ».
«Ω, για, για. Υπομονή, Μπέση, έτσι είναι τα παιδιά».
«Παιδί το βλέπεις εσύ αυτό; Ο αντίχριστος είναι, που γεννήθηκε για ν’ αφανίσει την ανθρωπότητα».
Πέρασαν μήνες, για ν’ αρχίσει η Ζώγια να έχει κάπως ανθρώπινη συμπεριφορά και να μετεξελιχτεί από αγριόγατος σε δύσκολο, φριχτό κι αβάσταχτα τυραννικό παιδί. Και τι δεν μεταχειρίστηκε η άτυχη μητέρα, για να την κάνει πρώτα πρώτα να μιλήσει. Την πήγαινε στα μαγαζιά με τα παιχνίδια.
«Θέλεις, χρυσό μου, μια κουκλίτσα;»
Μούγγα η Ζώγια.
«Θέλεις ποδηλατάκι; Θέλεις αρκουδάκι; Θέλεις σοκολάτες; Θέλεις τσίχλες;»
Μούγγα η Ζώγια.
«Θέλεις σκατά; Άνοιξε το ρημάδι σου επιτέλους! Βουλοκέρι σού βάλανε;»
Μιλιά ο αντίχριστος.
«Καλέ, τι κουκλίτσα είναι το κοριτσάκι σας!» της έλεγαν, όπου κι αν πήγαινε.
Έκανε να σηκώσει το κεφάλι της, ν’ αφεθεί σαν μάνα, να κομπάσει, μα της ερχόταν αμέσως μια ξινίλα στο στόμα, ένα βάρος στο στομάχι φοβερό. Κουκλίτσα, σκεφτότανε. Πανουκλίτσα, αλλά τι να κάμω τώρα όπως έμπλεξα;
«Φτύστε το, φτύστε το, καλέ». Και μέσα της: Μωρέ, μακάρι να το πιάσει η βασκανία και να το ξεκάμει. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ απαλλαγώ. Μα τίποτα δεν το πιάνει. Έχει ανάγκη ο σατανάς;
Τον πρώτο μήνα που δεν ήθελε ούτε να φάει ούτε να πιει την πήγε στο νοσοκομείο, γιατί έπαθε αφυδάτωση.
«Πες μου, γιατρέ, είναι ανώμαλο; Πες μου την αλήθεια».
«Όχι, κυρία μου. Πληγωμένο είναι το παιδάκι. Θα συνέλθει».
«Τι πληγωμένο, καλέ; Με τόση περιποίηση, τόση στοργή; Κι ο Εσταυρωμένος να ήταν, θα είχε αναστηθεί».
«Υπομονή, κυρία μου. Χρειάζεται υπομονή».
«Υπομονή μού λέει κι ο πατέρας της. Αλλά ως πότε; Έχει τα όριά της κι η υπομονή».
«Η αγάπη δεν έχει όρια. Αυτή θα χρησιμοποιήσετε οδηγό σας».
«Πώς μπλέχτηκα έτσι, Τζιμ! Πώς μπλέχτηκα! Χάθηκε ο κόσμος, μωρέ, να μου τύχαινε ένα κανονικό παιδί; Να το περιποιηθώ, να το φροντίσω, να το αναστήσω, να χαρώ κι εγώ; Χάθηκε ο κόσμος;»
Μόλις άρχισε να φέρεται κάπως ανθρώπινα η Ζώγια, δηλαδή να τρώει, να μιλάει και να παίζει τα παιχνίδια της, ξελάκισε ο Τζιμ! Αυτό κι αν ήταν από τ’ άγραφα. Μάλιστα! Αυτός ο αμνός, που ήξερε μόνο να χασκογελά και να παίζει το μπεγλέρι του, γύρισε την πλάκα αλλιώς. Στην αρχή φαίνεται να το ’χε πάρει αψήφιστα. Σαν είδε όμως πως έχανε την Μπέση και την κέρδιζε η μικρή, τον έπιασαν τα διαόλια κι έγινε παλίμπαις. Κρέμα η μικρή, κρέμα κι αυτός. Θερμόμετρο η μικρή, κρυάδες κι αυτός. Γκρίνια η μικρή, περισσότερη αυτός.
Βρε, μαύρη χελώνα με κατούρησε την άμοιρη, σήκωνε τα χέρια της η Μπέση. Όλα τα περίμενα. Να ξεμωραθεί και τούτος; Ε, όχι! Και τώρα τι να κάνω; Πώς να παλέψω δυο ανώμαλα; Και καλά η μικρή. Ελπίζω πως θα στρώσει μεγαλώνοντας. Αμ ο άλλος; Τι να ευελπιστώ για τον άλλο; Να μεγαλώσει;
Τίποτα δεν την ενθουσίαζε πια. Ούτε το «Μεχτς» ούτε το διαμέρισμα ούτε τίποτα. Έβγαζε το πρωί τη μικρή στο μπαλκόνι να της δώσει τ’ αβγό της κι από πίσω να σου και ο Τζιμ να διεκδικεί κι αυτός αβγό και μάλιστα να περιμένει να τον ταΐσει.
«Αν έχεις Θεό, Τζιμ! Δεν με πονάς μια στάλα; Α; Πατέρας είσαι συ;»
«Είσαι η μητερούλα μας, Μπέση, α; Ωραία!»
Μητεράδια και κακή μου μοίρα, της φτωχής. Που μου βγήκε τώρα κι ο σαπουνόγερος να μου παριστάνει τον μοναχογιό.
Τα δυο νήπια είχαν μεταξύ τους αβυσσαλέο μίσος.
Η μικρή, που ήταν πανέξυπνη, την είχε μυριστεί τη δουλειά και τον φώναζε Μπούλη. Ποτέ δεν τoν είπε μπαμπά ή κάτι τέλος πάντων παρεμφερές.
«Μαμάαα. Ο Μπούλης μού πήρε την μπάλα μου. Μαμάαα, ο Μπούλης με τσιμπάει».
Αυτά άκουγες συνεχώς.
«Βρε μπουλόγερε!» ξεσπάθωνε η Μπέση. «Δεν ντρέπεσαι, βρε; Το παιδί ξεσυνερίζεσαι;»
«Αυτή φταίει, μητερούλα. Αυτή με πειράζει. Μου ξεριζώνει τα μαλλιά».
«Μπούλη, έλα να σου πω», του έλεγε η μικρή και του χαμογελούσε μ’ εκείνο το σατανικό της χαμόγελο, που μάγευε σ’ όλη της τη ζωή μέχρι και πύθωνα. «Έλα, καλέ. Εγώ σ’ αγαπάω. Σκύψε να σου πω κάτι στο αφτάκι».
Και μόλις έσκυβε ο δυστυχής Μπούλης, του τραβούσε μια σκληριά μέσα στ’ αφτί και του πυρπολούσε το κρανίο.
«Μητερούλααααα!»
Φούντωνε η Μπέση. Γινόταν ολοκόκκινη σαν παπαρούνα. Ένιωθε πως θα πάθαινε εγκεφαλικό.
«Τέλειωσε το ζήτημα. Ουδεμία ελπίς. Εμένα θα με ξεκάμουν τα ερπετά».
Μέχρι και στο κρεβάτι ξάπλωνε ο Τζιμ κι άνοιγε τα πόδια του, για να του βάλει φισάν. Το φισάν μετά από ένα καλό τρίψιμο στα γεννητικά ήταν η αδυναμία της μικρής.
«Πού να σ’ το βάλω το φισάν εσένα, τρομάρα σου; Στο ενθάδε κείται να σ’ το βάλω; Άντε χάσου, μωρέ, από δω».
«Μπούλη, εμένα η μαμά μ’ αγαπάει πιο πολύ. Αφού μαζί μου κοιμάται. Πριτς!»
«Θέλω κι εγώ να κοιμάσαι μαζί μου, μητερούλα».
«Δεν γίνεται, Τζιμ. Το παιδί υποφέρει από εφιάλτες και με έχει ανάγκη. Δεν ακούς που ξυπνά τη νύχτα και ουρλιάζει;»
Το επόμενο βράδυ ξύπνησε ο Τζιμ κι άρχισε κι αυτός να ουρλιάζει. Η Μπέση έκανε πως δεν άκουγε. Αν ανοίξω τώρα τέτοιο χουνέρι και μ’ αυτόν, ζήτω που καήκαμε.
«Μαμάαα. Μητερούλααα. Μαμάααα».
Την κουφή η Μπέση.
Απελπισμένος ο «μπόμπιρας» σηκώθηκε να πάει να τη βρει και να χωθεί στην αγκαλιά της, όπως έκανε η Ζώγια. Κι εκεί, πάνω στην ύστατη προσπάθεια να μπουσουλήσει στα σκοτεινά, μπερδεύτηκε σ’ ένα καλώδιο και πάρ’ τον κάτω. Έμεινε έναν μήνα στο κρεβάτι με κομματιασμένο τον γοφό. Κάθε τρεις και λίγο πήγαινε ο αντίχριστος στο κρεβάτι του και τον πασάλειβε με πορτοκαλάδες, κρέμες και ό,τι άλλο έβρισκε πρόχειρο.
«Πριτς, Μπούλη. Πριτς που θα κοιμάσαι εσύ με τη μαμά».
Στην αρχή του δεύτερου μήνα τέλειωσαν όλα. Αποβραδίς είχε πάει η Ζώγια στο κρεβάτι του την ώρα που η Μπέση έβαζε τα ρούχα στο πλυντήριο, πήρε τους μαρκαδόρους της και τον έβαψε σαν κλόουν.
«Θέλεις να παίξουμε, Μπούλη; Θέλεις να σε κάμω όμορφο; Θέλεις;»
«Ω, για, για...»
Έφαγε το ξύλο της αρκούδας η Ζώγια.
«Γιατί το ’κανες αυτό στον πατέρα σου; Ε; Σε ρωτάω. Γιατί το ’κανες; Μίλα».
«Γιατί έτσι!»
Η Μπέση ήταν τόσο κουρασμένη και τσακισμένη, που σκούπισε πρόχειρα με λίγο νεράκι τις ζωγραφικές στο πρόσωπο του Τζιμ και τον παράτησε.
«Αύριο, Τζιμ. Αύριο θα σε κάνω με οινόπνευμα. Αυτά θέλουν πολλή δουλειά και μ’ έχει πιάσει η μέση μου. Δεν αντέχω».
Κείνο το πρωινό μπορεί να περνούσε τυχαία ο Αρχάγγελος από κει και, σαν είδε το μπογιατισμένο πρόσωπο του Τζιμ, κοντοστάθηκε. Μπορεί να τον έστειλε κι ο Θεός επί τούτου, γιατί είχε τις κακές του κι ήθελε με κάτι να γελάσει. Μπορεί κι όλα να έγιναν γιατί έτσι... Φυσούσε πολύ κείνο το πρωινό.
Η Μπέση τράβηξε την κουρτίνα κι έπιασε τη μέση της.
«Τι κωλόκαιρος!»
Η Ζώγια ζάρωνε στο κρεβατάκι της με δυο τεράστιες λούτρινες αρκούδες κι έγλειφε με θόρυβο το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού χεριού της.
Τα κλουβιά με τα καναρίνια ήταν στην κουζίνα πάνω σ’ ένα τραπεζάκι από φορμάικα. Ακόμα δεν είχε φέξει καλά καλά. Η κανάρα τρύπησε με τη μύτη της το τσόφλι του αβγού και πετάχτηκε ένα μικρό σπανό κεφαλάκι. «Καλημέρα», είπε στη ζωή το σπανό κεφαλάκι κι άρχισε να κάνει τσαλιμάκια.
Ένα πρωινό του Μάρτη. Φυσούσε δυνατά.
Ο Τζιμ ήταν βαμμένος σαν κλόουν. Έμοιαζε να χαμογελά. Είχε γείρει χαδιάρικα το κεφάλι του στο πλάι, σαν να ’κανε ναζάκια στη μητερούλα.
«Ω, για, για, ψιθύρισε», μόλις είδε τη φτερούγα του Αρχάγγελου. «Έλα. Πήγαινέ με στη μητερούλα».
«Πριτς!» του απάντησε ο Αρχάγγελος και τρύπησε με το νύχι του το τσόφλι της ψυχής του.
«Καλημέρα!» είπε στον Θεό η σπανή ψυχούλα του γερο- Μπούλη. Κι άρχισε να του κάνει τσαλιμάκια.
«Ω, για, για», απάντησε ο Θεός κι έβαλε τα γέλια.
Ένα κρύο πρωινό του Μάρτη. Ακόμα δεν είχε φέξει καλά καλά.
* * *
Όταν ήρθε ο αρχικόρακας, για να παραλάβει τα σάβανα και να κανονίσει τα της τελετής, η Ζώγια με τη φασαρία είχε κιόλας σηκωθεί. Άπλυτη, πασαλειμμένη γάλατα, κατουρημένη, μπερδευόταν στα πόδια του τελετάρχη και τον εκνεύριζε.
«Πήγαινε στην άκρη, μικρή».
Η Μπέση με θρήνους και κλαυθμούς έβγαζε από τη ναφθαλίνη το γαμπριάτικο κουστούμι του Τζιμ.
«Ένα λεπτάκι, σας παρακαλώ, να βρω και τα σκαρπινάκια του».
Η μικρή έτρεξε φουριόζα στην κουζίνα και παρουσιάστηκε σε λίγο κραδαίνοντας σαν τρόπαιο μια ποδίτσα. Αυτή την ποδίτσα την έδεναν στον λαιμό τους πότε ο Τζιμ, πότε αυτή, για να μην τρέχουν οι κρέμες και οι πορτοκαλάδες στα ρούχα τους. Γι’ αυτή την ποδίτσα, την μπομπόνα, όπως την έλεγε η μαμά, γίνονταν τρικούβερτοι καβγάδες.
«Δική μου είναι η μπομπόνα».
«Όχι, δική μου».
«Μη φωνάζετε, τέρατα. Έχω κι άλλες μπομπόνες στο συρτάρι. Σκάστε επιτέλους».
«Όχι, εγώ αυτή θέλω».
«Κι εγώ αυτή θέλω».
«Καλέ κύριε, βάλτε κι αυτή την μπομπόνα. Δεν με πειράζει, θα του τη χαρίσω».
«Ζώγια!» την κεραύνωσε με το βλέμμα η Μπέση.
Έκαμε πως ζάρωσε η Ζώγια και, μόλις πέρασαν στην τραπεζαρία οι δυο πλευρές, για να ταχτοποιήσουν τα οικονομικά, πήρε την μπομπόνα και την έχωσε στην τσάντα μαζί με τα ρούχα του νεκρού. Μια πικέ ποδίτσα με δαντέλα γύρω γύρω κι έναν πελώριο σταμπαριστό ροζ πάνθηρα.
«Τι ’ναι αυτά; Θα του βάλουν και σαλιάρα;» ξεφώνισε η γυναίκα που έκανε τον καλλωπισμό του Τζιμ και την έπιασαν τα γέλια.
«Έχει, ρε, κανένα εγγονάκι ο μακαρίτης;»
«Ξέρω γω τι σκατά έχει; Τράβα εκεί χάμου το παντελόνι να τελειώνουμε».
«Ρε συ, δεν ανεβαίνει με τίποτα. Από πότε είχε να το φορέσει;»
«Από γαμπρός ο πούστης. Άσ’ το ως τα γόνατα. Έτσι κι αλλιώς, θα σκεπαστεί με άνθη».
«Πώς είναι έτσι, ρε; Σαν να ετοιμάζεται να χέσει, να πούμε».
«Άι στον διάολο, μωρή. Όρεξη έχεις πρωινιάτικα;»
Η Μπέση έπλυνε καλά τα μούτρα της κι έκανε έναν καφέ καϊμακλή. Πήγε μετά κι έστρωσε τα κρεβάτια, συγύρισε το σπίτι, τύλιξε τα μαλλιά της κι άρχισε να τηλεφωνεί στους ελάχιστους συγγενείς και φίλους. Εκεί, στα τηλεφωνήματα, την έπιανε ενδιαμέσως ένας ελαφρύς λόξιγκας, αλλά το πάλευε το ζήτημα με αρκετή ψυχραιμία.
«Μαμά, θα γυρίσει ο Μπούλης;»
«Σκάσε και πήγαινε στο δωμάτιό σου. Σου είπα, σταμάτα αυτό το Μπούλης. Ο μπαμπάς θα λες. Ο πατέρας. Και άκου καλά, για να τελειώνω μια κι έξω μαζί σου. Ο πατέρας σου πέθανε. Πέ-θα-νε! Κατάλαβες; Δεν έχεις πια πατέρα. Τον στεναχωρούσες, τον στεναχωρούσες, μέχρι που τον έσκασες. Τώρα είσαι ορφανό. Ορ-φα-νό! Κατάλαβες;»
Μια στιγμή πήγε να σκοτεινιάσει το βλέμμα της Ζώγιας. Μια στιγμή μόνο. Αυτό ήταν. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά ένιωθε πως όλα αυτά δεν την αφορούσαν. Πως ήταν σκηνές από άλλο έργο. Έπιασε τη μέση της κι άρχισε να χοροπηδά με ρυθμό στη μέση της κάμαρας.
«Ορ-φα-νό. Ορ-φα-νό. Ορ-φα-νό. Πέ-θα-νε. Πέ-θα-νε...»
«Βγάλε τον σκασμό, τέρας! Θα τηλεφωνήσω τώρα στη θεία Αντιγόνη. Μη σ’ ακούσει να τραγουδάς και γίνω ρεζίλι. Ξέρεις τι πάει να πει πέθανε; Δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ. Δεν θα ξανάρθει ποτέ εδώ μέσα. Πήγε στους ουρανούς, κοντά στους αγγέλους και στον Θεό».
«Δεν θα ξανάρθει ποτέ;»
«Όπως το άκουσες. Ποτέ!»
«Α, τι καλά!»
«Φτου σου, χαμένο κορμί. Φτου σου. Χάσου αμέσως από τα μάτια μου».
«Αντιγόνη μου, έχασα τον άνθρωπό μου. Τον σύντροφό μου. Το ταίρι μου. Πού θα στηριχτώ;»
«Κάνε κουράγιο, Μπέση μου. Ο Θεός είναι μεγάλος. Έχεις τη μικρή».
«Τη μικρή! Αχ! Τίποτα δεν έχω, Αντιγόνη μου. Ιχγκ! Ιχγκ!» (Λόξιγκας πόνου.) «Μόνο τον Τζιμ είχα. Και τον έχασα. Στην άβυσσο βρίσκομαι τώρα. Ναυαγός στο πέλαγος χωρίς σανίδα σωτηρίας. Ιχγκ».
«Κουράγιο, χρυσό μου. Κουράγιο».
«Αντιγόνη, για πες μου τώρα εσύ που ξέρεις απ’ αυτά. Τι να φορέσω; Λες να φορέσω καπελάκι ή μαντίλι;»
«Έλα, καημένη κι εσύ. Άκου μαντίλι! Ούτε στα χωριά δεν φοράνε πια μαντίλια. Ο Τζιμ ήταν άρχοντας. Πρέπει να τον τιμήσεις δεόντως. Καπελάκι με λίγο βελάκι είναι ό,τι πρέπει για την περίπτωση. Θα ’ρθει καλός κόσμος στην κηδεία».
«Λοιπόν, καταλήξαμε. Ταγεράκι, λουστρίνι παπούτσι, λουστρίνι τσάντα και το καπελάκι. Ωραία;»
«Ωραιότατα. Κουκλίτσα θα είσαι».
Κατά την ώρα της τελετής κι ενώ επικρατούσε μια ομιχλώδης και αποπνιχτική σιωπή, τι του ’ρθε του αντίχριστου κι άρχισε να γελά υστερικά.
Σταμάτησαν οι παπάδες, σταμάτησαν οι ψαλτάδες, λίγο ακόμα και θα πάθαινε σοκ η Μπέση.
«Αχ, το καημενούλι. Έπαθε νευρικό κλονισμό. Τον πατέρα του έχασε. Μικρό παιδάκι, τι περίμενες; Βγάλτε το γρήγορα έξω», φώναζε δυνατά η Αντιγόνη, για να περισώσει το κύρος της οικογένειας. «Τι έπαθες, παιδί μου; Λέγε, τι έπαθες;» Και του τραβούσε το αφτί κάνοντας πως του τακτοποιεί τα μαλλάκια.
«Κάτι σκέφτηκα».
«Σαν τι δηλαδή; Μας λες;»
«Τον Μπούλη τώρα που θα είναι εκεί πέρα με τους αγγέλους και τον Θεό».
«Κι είναι για γέλια αυτό, κυρά μου;»
«Ξέρεις, καλέ θεία Αντιγόνη, πόσο τού αρέσουν του Μπούλη οι πάστες και τα κοκ; Έχει εκεί πέρα πάστες και κοκ;»
«Θα έχει, χρυσό μου. Μη στενοχωριέσαι».
«Χα, χα, χα! Αυτό σκέφτηκα. Έτσι όπως είναι δεμένα τα χέρια του, θα τρώνε ο Θεός κι οι άγγελοι κι αυτός θα βλέπει και θα τσιρίζει: Μητερούλαααα...»
«Άχουου! Έχει δίκιο η μαυρο-Μπέση. Εσύ δεν είσαι παιδί. Ο έξω από δω είσαι. Αν δεν σταματήσεις αυτή τη στιγμή, θα σου χώσω έναν φούσκο που θα τον θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή. Μπρος. Πάμε μέσα και πρόσεξε καλά. Εγώ δεν είμαι η Μπέση».
«Τι συνέβη;» έσκυψε και τη ρώτησε η χήρα.
«Τίποτα. Τίποτα. Μια υστερία έπαθε το δύστυχο. Έναν τάραχο».
Η Μπέση δεν το ’χαψε βέβαια και του πάτησε μια γερή τσιμπιά στο μπούτι, καθώς τάχα μου έσκυψε να πιάσει το μαντίλι των δακρύων.
«Θα σε τσακίσω», του γρύλισε.
Κατά τα άλλα η τελετή συνεχίστηκε κανονικά, όπως άρμοζε. Ήρεμα και όμορφα, με μια φτενή επικάλυψη οδύνης.
2
Είναι γεγονός πως η απουσία του Τζιμ την πόνεσε την Μπέση. Ας είχε περάσει τον τελευταίο καιρό τόσα βάσανα μαζί του. Όλα ξεκίνησαν με την άφιξη του μοιραίου παιδιού. Πιο μπροστά έπλεε σε πελάγη απίστευτης ευδαιμονίας. Τότε που ξάπλωναν αμέριμνοι στις πολυθρόνες τους και χάζευαν τα κουνουπάκια.
«Ωραία, Τζιμ, α;»
«Ω, για, για, ωραία!»
Αξέχαστα χρόνια! Αυτά θυμόταν και μάτωνε η ψυχή της. Άσε που είχε και τύψεις, γιατί πίστευε πως, αν σηκωνόταν εκείνο το βράδυ που ούρλιαζε ο Τζιμ, δεν θα είχαν ακολουθήσει όσα ακολούθησαν. Κι επειδή δεν άντεχε τις τύψεις –εύκολο είναι;–, εφάρμοσε την πασίγνωστη ανά τους αιώνες συνταγή. Πετάς το μπαλάκι σε κάποιον άλλον κι αλλάζεις ανενόχλητος πλευρό.
Αυτή φταίει για τον θάνατο του Τζιμ. Η Ζώγια! Αυτή έφαγε τον προστάτη μου. Αυτή μπήκε ανάμεσά μας και μας διέλυσε. Αυτή! Κι αν θέλω να μην έρθει γρήγορα η σειρά μου, πρέπει να λάβω τα μέτρα μου. Ο ίσκιος του πατέρα δεν υπάρχει πια σ’ αυτό το σπίτι. Δεν υπάρχει πια ο επικεφαλής! Ο αρχηγός! Όλα τα βάρη πέφτουνε στους δικούς μου ώμους.
Είχε δίκιο η Μπέση. Πώς θα τα ’βγαζε πέρα χωρίς την αρχηγάρα! Ποιος θα διεκδικούσε την μπομπόνα με τον ροζ πάνθηρα; Χάθηκε το αντίπαλο δέος. Τώρα βέβαια δεν είναι πως τα πίστευε όλα τούτα κατά βάθος, και ιδίως κατά πλάτος· αλλά έτσι τη βόλευε. Έτσι θα ’θελε να ήταν. Έναν μύθο προσπαθούσε να φτιάξει! Ένα ντεκόρ να στήσει, για να τοποθετήσει εκεί την υπαρξούλα της. Δεν ήταν και προς θάνατον. Και ποιος είναι αυτός που δεν βυζαίνει το ψεματάκι του για να τη βγάζει καθαρή;
Όσο για τη Ζώγια, η Μπέση ισχυριζόταν πάντοτε ότι την αγαπούσε. Πληρώνει κάποιος τον λογαριασμό με το νόμισμα που έχει στο πορτοφολάκι του. Τώρα, αν δεν περνάει το νόμισμα και μένει απλήρωτος ο λογαριασμός, άλλο καπέλο. Γι’ αυτό δεν ήταν τελείως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της Μπέσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολύ θα ήθελε να την αγαπά. Αν η Ζώγια ήταν ένα καλό, φρόνιμο, σεμνό και πειθαρχικό κοριτσάκι, γιατί να μην την αγαπούσε η Μπέση; Υπήρχε λόγος; Κατά δήλωσή της, πρόσφερε τα πάντα για την ανατροφή της. Και τα μάτια της να ζητούσε, θα της τα έδινε. Πάντα κατά δήλωσή της. Μεγάλη υπόθεση λοιπόν η πλαστογραφία της αγάπης, όταν μάθεις να τη χειρίζεσαι!
«Μίλα της με το άγριο, καημένη», συμβούλευε η Αντιγόνη. «Τι περιμένεις; Να σε στείλει στον τάφο; Κόψε της τον βήχα. Εξήγησέ της τι ήταν και τι είναι στα χέρια σου. Λάβε τα μέτρα σου, πριν είναι αργά».
Ήταν τότε οχτώ χρόνων η Ζώγια. Είχε πάρει τηλέφωνο η δασκάλα κι έκανε σφοδρά παράπονα.
«Δεν ντρέπεσαι, βρε; Α; Ποια είσαι εσύ και με εξευτελίζεις στην κοινωνία; Ξέρεις από πού σε μάζεψα και σ’ έφερα εδώ, σ’ ένα
