Explore 1.5M+ audiobooks & ebooks free for days

From $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Οι κάργιες
Οι κάργιες
Οι κάργιες
Ebook141 pages1 hour

Οι κάργιες

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Ιβανή, η Σανωτία, η Ατόπη, η Φιλίνα κι η μικρή Γιασώ ήταν ένα σμάρι κάργιες! Ένα σμάρι μαυροπούλια, που τη νύχτα φώλιαζαν στα κυπαρίσσια κι έλεγαν ανθρώπινες ιστορίες για να τις παίρνει εύκολα ο ύπνος.
Ένα σμάρι μαυροπούλια. Πέντε κάργιες, που έκαναν αμέτρητους κύκλους μέσα στο χαμόγελο του Θεού.
Συχνά, όταν κάθονταν στα δέντρα, τους άρεσε να παίζουν ένα δικό τους παιχνίδι, με τις λέξεις.
Έλεγε μια κάποια λέξη και οι υπόλοιπες έψαχναν ν' ανακαλύψουν τη μυρουδιά της.
Αυτή που απαντούσε πρώτη συνέχιζε με δική της λέξη.
Και πετούσαν… Πετούσαν ατελείωτα κάτω από τα σύννεφα, έπλεκαν κορδόνια με τα χρώματα του ήλιου και στόλιζαν τη χαίτη των αγεριών…
LanguageΕλληνικά
PublisherDioptra Publishing
Release dateNov 30, 2022
ISBN9786182200551
Οι κάργιες

Read more from Αλκυόνη Παπαδάκη

Related to Οι κάργιες

Related ebooks

Related categories

Reviews for Οι κάργιες

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Οι κάργιες - Αλκυόνη Παπαδάκη

    1

    Πάνω από έναν αιώνα περιδιάβαινε στη γη η γρια-Ιβανή. Όλοι την έλεγαν σοφή. Η ίδια πίστευε πως ήταν αρκετά περπατημένη και κάπου κάπου, στα δύσκολα, μπορεί να το ’παιζε και σοφή. Το βλέμμα της είχε μια πετρωμένη πίκρα και τα λόγια της συνήθως ήταν στυφά.

    Μερικές φορές όμως, όπως ας πούμε όταν έβλεπε κείνο το ξανθό στραβοκάνικο, την Άρτεμη, ή τον μαυρίκουλα τον Σίμο, η έκφρασή της μέλωνε. Γλύκαινε, σαν να ’γλειφε καραμέλα. Μερικές φορές…

    Μπορεί να ήταν πάνω από έναν αιώνα στη γη η μουστόγρια η Ιβανή, αλλ’ αυτό δεν πήγαινε να πει πως είχε χορτάσει τη ζωή. Όσο τη μύριζε και τη γυρόφερνε, τόσο της άνοιγε η όρεξη και τη λιμπιζότανε περισσότερο. Ώρες καθότανε και τη φούμαρε, σαν τσιγάρο με σέρτικο βαρύ χαρμάνι. Φούμαρε και γούσταρε. Γούσταρε και φτιαχνότανε.

    Τον τελευταίο καιρό ζούσε σε κοινόβιο με τέσσερις πιστές φιλενάδες. Είχε ζήσει και μόνη της, πολλά χρόνια. Μα δεν της πήγαινε η μοναξιά· της έσφιγγε τον λαιμό, της ξέραινε τη γλώσσα.

    Είχε ζήσει και ζευγάρι με διάφορους αρσενικούς. Έμαθε μαζί τους. Είδε, ένιωσε, έδωσε, πήρε, χόρτασε. Έγκωσε, καλύτερα.

    Πώς τα κατάφερνε κάθε φορά ύστερα από ένα τέτοιο αλισβερίσι κι απόμενε τόσο γυμνή και τόσο χρεωμένη… Τρέχα γύρευε.

    «Άι στον διάολο!» είπε μια μέρα και κατέβασε τα ρολά. «Το είδαμε το έργο, το ξαναείδαμε, δεν τραβάει άλλο. Γράφω τέλος και κάθομαι στ’ αβγά μου. Νισάφι!»

    Τα είπε αυτά, παρόλο που το ’ξερε βέβαια πολύ καλά η μουστόγρια η Ιβανή, που στα δύσκολα μπορεί να το ’παιζε και σοφή, πως αυτού του είδους οι αποφάσεις ανατρέπονται πανεύκολα και πανηγυρικά από τη μια στιγμή στην άλλη.

    Και τι γλύκα θα ’χε, μάτια μου, η ζωή, σκεφτότανε, αν δεν μπορούσανε τα πάντα, από τη μια στιγμή στην άλλη, ν’ ανατραπούνε πανηγυρικά;

    Η καλύτερή της φιλενάδα, κοντινή και στην ηλικία, ήταν η Σανωτία. Δεν είχαν ακριβώς τα ίδια γούστα με τη Σανωτία, ούτε έβλεπαν τα πράματα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Είχαν όμως την ίδια αίσθηση για τη ζωή. Φορούσαν το ίδιο άρωμα στην ψυχή.

    Η Ατόπη και η Φιλίνα ήταν νεότερες. Χύμα λίγο αυτές οι δυο, κολλητές του Νοτιά, ζούσαν ακόμα στη φλούδα της ζωής.

    Ήταν και η άλλη στην παρέα, η μικρή. Γιασώ τη λέγανε. Μια μικρή, τρυφερή, φοβισμένη Γιασώ, που δείλιαζε να ανοίξει και τα δυο της μάτια ν’ αντικρίσει τον κόσμο. Συνήθως τον έβλεπε με το ένα, κι αυτό μισάνοιχτο.

    Η μικρή Γιασώ…

    Κάποτε, ένας ανθισμένος σκίνος, πάνω στο κέφι του, την είχε πει μαλαματένια. Κι ήταν τότε που άνοιξε για λίγο τα μάτια της, είδε την ομορφιά του κόσμου και θαμπώθηκε. Τα ’χασε. «Καλημέρα», είπε. Δεν της ερχόταν τίποτ’ άλλο. Κι απόμεινε έτσι, με τα μάτια ορθάνοιχτα, σαν μοσχοκάρφι στην καρδιά της ομορφιάς.

    Ύστερα πέρασε καιρός, ο σκίνος την ξέχασε, δεν την ξαναφώναξε μαλαματένια κι η ομορφιά του κόσμου θάμπωσε… Ξεθώριασε.

    Ούτ’ ένα μοσχοκάρφι δεν στόλιζε πια την καρδιά της.

    Η Ιβανή, η Σανωτία, η Ατόπη, η Φιλίνα κι η μικρή Γιασώ ήταν ένα σμάρι κάργιες! Ένα σμάρι μαυροπούλια, που τη νύχτα φώλιαζαν στα κυπαρίσσια κι έλεγαν ανθρώπινες ιστορίες για να τις παίρνει εύκολα ο ύπνος.

    Η Ιβανή είχε ένα άσπρο σημάδι, σαν μπάλωμα από βελούδο, στη μέση του λαιμού· η Σανωτία ήταν μαύρη, κατάμαυρη, και τόσο γυαλιστερή, που νόμιζες πως έβγαζε σπίθες το φτέρωμά της· η Φιλίνα είχε ένα πράσινο στριφτό φτερουγάκι στη ράχη· η Ατόπη μια κίτρινη βούλα στο πάνω μέρος του κεφαλιού· κι η μικρούλα, η τρυφερή Γιασώ, δεν έμοιαζε με καμιά κάργια σε όλη τη γη. Έσερνε μια πελώρια φουντωτή ουρά, που την κούραζε και δεν την άφηνε να πετάξει γρήγορα. Ίσως έφταιγε και το ότι δεν άνοιγε καλά τα μάτια της να δει πού βρίσκεται η παρέα της. Ίσως και γιατί αυτό ακριβώς ήθελε. Να ξεκόβει.

    Πάντα πήγαινε μπροστά η Ιβανή με τη Σανωτία, ακολουθούσε η Φιλίνα με την Ατόπη και λίγο πιο πίσω ερχόταν η Γιασώ.

    Ένα σμάρι μαυροπούλια. Πέντε κάργιες, που έκαναν αμέτρητους κύκλους μέσα στο χαμόγελο του Θεού.

    Συχνά, όταν κάθονταν στα δέντρα, τους άρεσε να παίζουν ένα δικό τους παιχνίδι, με τις λέξεις. Έλεγε μια κάποια λέξη και οι υπόλοιπες έψαχναν ν’ ανακαλύψουν τη μυρουδιά της. Αυτή που απαντούσε πρώτη συνέχιζε με δική της λέξη.

    Και πετούσαν… Πετούσαν ατελείωτα κάτω από τα σύννεφα, έπλεκαν κορδόνια με τα χρώματα του ήλιου και στόλιζαν τη χαίτη των αγεριών.

    «Να πω μια λέξη;» φώναξε η Σανωτία και τίναξε από το κεφάλι της δυο σταγόνες δροσιάς. «Φόβος. Ακούσατε; Φόβος».

    Πέταξαν όλες προς τη λεύκα που πήγαινε η Σανωτία κι έσπρωξαν με τις φτερούγες τους ένα μαυριδερό μικρό σύννεφο που πάλευε να ξεφύγει από την παλάμη του Βοριά.

    «Τι είπες;» ακούστηκε η Γιασώ, που ερχότανε πάντοτε από πίσω.

    «Φόβος!» φώναξε πάλι η Σανωτία.

    «Φόβος! Έχει τη μυρουδιά του καμένου ρούχου», απάντησε λαχανιασμένη η Γιασώ.

    Κι εκείνο το μαυριδερό σύννεφο στην παλάμη του Βοριά πάλευε να ξεφύγει κι άλλαζε σχήματα· πότε γινότανε σαν κεφάλι φιδιού, πότε σαν ουρά σκορπιού, πότε σαν στόμα βάτραχου. Πάλευε να ξεφύγει κι άλλαζε σχήματα. Και μύριζαν βαριά τα χνότα του καμένο ρούχο…

    «Φιλί! Φιλί!» συνέχισε το παιχνίδι η Γιασώ, περνώντας γρήγορα ανάμεσα από τα γυμνά κλαδιά της λεύκας.

    «Φιλί! Έχει τη μυρουδιά του άγριου τριαντάφυλλου», είπε χωρίς πολλή σκέψη η Ατόπη κι άγγιξε με το στόμα της ένα ξεχασμένο κίτρινο φύλλο στα κλαδιά της λεύκας.

    Το κίτρινο φύλλο ανατρίχιασε, κύλησε στο χώμα κι έστειλε ένα κλεφτό φιλί στο μάγουλο του μεσημεριού.

    Οι κάργιες σηκώθηκαν όλες μαζί, απότομα, και πέταξαν πάνω στον ώμο του Βοριά.

    2

    Τα βράδια, ανάμεσα στα κλαδιά του κυπαρισσιού, έλεγαν πάντοτε ιστορίες. Δηλαδή, οι δυο μεγάλες είχαν τον λόγο. Οι άλλες άκουγαν, ρωτούσαν, μάθαιναν. Η Φιλίνα συχνά βαριότανε και την έπαιρνε ο ύπνος γρήγορα. Κι αυτή η τρυφερή Γιασώ, με την παράταιρη ουρά της περιστέρας, έκανε συνήθως τις πιο παράξενες ερωτήσεις.

    «Καλέ, τι σόι πράμα είναι αυτή!» είπε ένα βράδυ η Ατόπη. «Ρωτάει κι ύστερα τρέχει να φύγει, σαν να μη θέλει ν’ ακούσει την απάντηση».

    «Έτσ’ είναι, μάτια μου. Αν σου καίει το στόμα η ερώτηση, μπορεί και να μην τη θέλεις την απάντηση. Έχει πολύ δρόμο ακόμα η Γιασώ, άσ’ την», είπε η Ιβανή, έκανε ένα γρήγορο σάλτο και βολεύτηκε σ’ ένα χαμηλό κλαδί μαζεύοντας τις φτερούγες της. «Απόψε θα σας πω για κείνο το σγουρό κορίτσι, την Άρτεμη. Θυμόσαστε που μας χαιρετούσε από το μπαλκονάκι της όταν μας έβλεπε να γυρίζουμε στη φωλιά μας; Η Άρτεμη με τα ματωμένα γόνατα, τις σκισμένες σαγιονάρες κι εκείνες τις φαρδιές χρωματιστές κορδέλες στα μαλλιά. Αλήθεια, δεν θυμάμαι να γνώρισα άλλο κορίτσι με τόσο πλούσια, σγουρά μαλλιά· μια θημωνιά στάχυα στοιβαγμένα σ’ ένα μικρό κυδώνι, έτσι έμοιαζε το κεφάλι της».

    Σταμάτησε λίγο η Ιβανή να πάρει ανάσα και συνέχισε: «Η μικρή, σγουρή Άρτεμη, η στραβοκάνα, με τα πονεμένα από τα τρεχαλητά γόνατα. Μια άγρια νιογέννητη φοράδα, που είδε το φως του ήλιου και σηκώθηκε στα δυο της πόδια· σκιάχτηκε, αφηνίασε και πήρε από πίσω τον Θεό χλιμιντρίζοντας. Σάμπως, αλήθεια, ήταν η μοναδική; Κοπάδια νεογέννητες φοράδες παίρνουν κάθε μέρα ξοπίσω τον Θεό χλιμιντρίζοντας. Στην αρχή ελόγου του τις κάνει χάζι. Τους πετάει τον ήλιο σαν τόπι στην αγκαλιά, γελάει και χλιμιντρίζει κι αυτός μαζί τους. Ύστερα, μόλις τις βαρεθεί, μόλις περάσει η ώρα του αστείου, αρπάζει από την αγκαλιά τους τον ήλιο και τις αφήνει ολομόναχες στα μαύρα σκοτάδια, εκεί, να γυρίζουνε γύρω γύρω από τον εαυτό τους και να κουτουλιούνται σαν στραβές. Κι εμένα τι με νοιάζει; τους λέει και αποσύρεται. Αχ, μικρές μου νιογέννητες, παιχνιδιάρικες φοράδες, που νομίσατε πως έχει κανείς πάντα όρεξη γι’ αστεία…»

    Η Ιβανή σταμάτησε πάλι λίγο και άλλαξε κλαδί. «Απόψε, λοιπόν, θα σας πω για την Άρτεμη· την Άρτεμη, με τις πολύχρωμες κορδέλες στα μαλλιά», συνέχισε. «Τη μάνα της τη λέγανε Άννιω. Δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο και γνώρισε τον Ανέστη σε μια κυριακάτικη εκδρομή. Χωρίς πολλή σκέψη, τον παντρεύτηκε. Μικροεργολάβος ήταν, είχε δικό του διαμέρισμα, φαινότανε και χουβαρντάς, έξω καρδιά, που λένε, γιατί να σκεφτεί πολύ η εργάτρια; Ο Ανέστης ζούσε πάντα –και δεν είχε σκοπό ν’ αλλάξει το καθεστώς– με τον αδελφό του τον Περικλή, που ήταν αρκετά μεγαλύτερός του και τον είχε βοηθήσει να βρει τον δρόμο του στη ζωή. Πατέρας και αδελφός μαζί, δηλαδή. Το νοικοκυριό ήταν στην τρίχα. Η Άννιω μπήκε μέσα σαν να πήγαινε σ’ επίσκεψη. Κι εδώ που τα λέμε, αυτό ήταν πάντα όσο έμεινε εκεί, μια επισκέπτρια…»

    Η Ιβανή πήρε πάλι μια βαθιά ανάσα, στύλωσε το βλέμμα της κάπου στο κενό κι άφησε την ιστορία της να κυλήσει…

    Ο Περικλής είχε ένα πολύ περίεργο επάγγελμα. Έλεγε πως ήταν βοηθός ιατροδικαστή! Καλέ, σώωωπα!

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1