Σε απόσταση αναπνοής
()
About this ebook
Στα μισά του ταξιδιού προς την Αυστραλία το πλοίο όπου επιβαίνει ο νεαρός Έντμουντ καθηλώνεται από την τροπική νηνεμία. Η ζέστη, η ομίχλη και η ακινησία αρχίζουν να πειράζουν στα νεύρα πλήρωμα και επιβάτες, που αναγκάζονται να συμβιώσουν ο ένας δίπλα στον άλλο στον περιορισμένο χώρο του πλοίου. Και την ίδια στιγμή μια πηχτή μάζα από πράσινα φύκια σφιχταγκαλιάζει το ταλαιπωρημένο σκαρί…
Ώσπου από την ομίχλη ξεπροβάλλει αργά ένα άλλο καράβι. Καθώς τα δυο πλοία πλευρίζουν το ένα το άλλο και μένουν ακίνητα μέσα στην απεραντοσύνη, αποφασίζεται να δοθεί ένας κοινός χορός. Και για τον Έντμουντ έχει έρθει η στιγμή να γνωρίσει τον κεραυνοβόλο έρωτα στο πρόσωπο της όμορφης δεσποινίδας Μάριον Τσάμλεϊ…
Πλήρωμα και επιβάτες στροβιλίζονται στους ρυθμούς του βαλς και του κοτιγιόν σε μια λαμπερή γιορτή, σαν να θέλουν να ξορκίσουν τον σκοτεινό βυθό, που απειλεί να τους ρουφήξει για πάντα…
«Τα έργα του, με τη σαφήνεια της τέχνης της ρεαλιστικής αφήγησης και την ποικιλομορφία και την οικουμενικότητα του μύθου, φωτίζουν την ανθρώπινη κατάσταση στον σημερινό κόσμο».
Από το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για τη βράβευση του William Golding με το Νόμπελ το 1983.
Other titles in Σε απόσταση αναπνοής Series (3)
Μύησις ταξιδευτού Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣε απόσταση αναπνοής Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΦωτιά στα έγκατα: Ως τα πέρατα της Γης 3 Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Read more from William Golding
Ο Άρχοντας των Μυγών Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΔιπλή Γλώσσα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΕλεύθερη πτώση Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related to Σε απόσταση αναπνοής
Titles in the series (3)
Μύησις ταξιδευτού Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣε απόσταση αναπνοής Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΦωτιά στα έγκατα: Ως τα πέρατα της Γης 3 Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related ebooks
Φωτιά στα έγκατα: Ως τα πέρατα της Γης 3 Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜύησις ταξιδευτού Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑρκτικό καλοκαίρι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ αποικία Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑγάπη στο τέλος του δρόμου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜπόκα Λούπο Rating: 0 out of 5 stars0 ratings1989: Η Άλι Μπερνς συνεχίζει να καταγράφει την επικαιρότητα και να παλεύει με το έγκλημα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο μυστικό λιμάνι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Βρετάννια Απελευθερώθηκε Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜέσα στο δίχτυ Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ Σάνσελλορ Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΈγκλημα στον Λόφο της Αλκυόνης Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ δίκη του Ματάν Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΦωτιά που σιγοκαίει Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Γοητεία Του Ανθρώπινου Λάθους Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣκοτεινή καρδιά Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΡολόι χωρίς δείκτες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑνεμοδαρμένα ύψη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ Βάλτος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ σωσίας του στέμματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ πλαστός πίνακας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ άλλη σταχτοπούτα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠαγωμένη καρδιά Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο μένος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜάτια από σμαράγδι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Πύλη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤρεις + 1 μικρές ιστορίες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ Θεραπευτής Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο κορίτσι και η νύχτα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο πυροφάνι Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related categories
Reviews for Σε απόσταση αναπνοής
0 ratings0 reviews
Book preview
Σε απόσταση αναπνοής - William Golding
Πρόλογος της Helen Castor
¹
Το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας μπορεί να είναι ένας υπέροχος τόπος για εξερεύνηση. Για παράδειγμα, το H Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται είναι μακράν η αγαπημένη μου από τις ταινίες του Πολέμου των Άστρων – και το Σε Απόσταση Αναπνοής είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο από τα τρία εξαιρετικά μυθιστορήματα που απαρτίζουν το Ως τα Πέρατα της Γης του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που προϋπήρξε ήταν απαραίτητο να λειτουργήσει ως πλήρες έργο: μια ιστορία που μπορούσε να χτίσει έναν κόσμο και να σταθεί μόνη της σε αυτόν, μια αφηγηματική κιβωτός που έδειχνε πλήρης. Ωστόσο, όπως κι αν έχει το πράγμα, η επιτυχία εκείνης της πρώτης ιστορίας –καθώς η βραβευμένη με Booker Μύησις Ταξιδευτού, όπως επισήμανε ο Γκόλντινγκ, ήταν «στην κορυφή του πίνακα επιτυχιών, που λέει ο λόγος, για πολλούς μήνες», στις λίστες με τα ευπώλητα του 1980 (τη χρονιά, παρεμπιπτόντως, που προβλήθηκε η Αυτοκρατορία)– έδωσε το πράσινο φως για να συνεχιστεί η αφήγηση. Και η διαδικασία της σύλληψης άλλων δύο επεισοδίων συνεπάγεται ότι το δεύτερο μπορεί να αρχίσει και να τελειώσει στο μέσο των πραγμάτων, χωρίς την ανάγκη να υπάρξει μια «δημιουργία πλαισίου της ιστορίας» ή ένα «κλείσιμο», αλλά απεναντίας προσφέροντας έναν «ανεπίλυτο» κόσμο που μέσα του βυθίζεται, και μπορεί να κατοικήσει μόνιμα σε αυτόν, η φαντασία του παρατηρητή, καθώς και οι καθαυτό κάτοικοι τούτου του κόσμου.
Η Μύησις Ταξιδευτού είχε ως πηγή έμπνευσης τα ίχνη ενός αληθινού συμβάντος: μια σύντομη αναφορά σε έναν κληρικό, επιβάτη ενός πλοίου που ταξίδευε από την Ινδία στις Φιλιππίνες τη δεκαετία του 1790 και, έχοντας υποστεί μεθυσμένος δημόσια ταπείνωση, ξάπλωσε στην κουκέτα του και ώθησε τον εαυτό του στον θάνατο. «Ανακάλυψα ότι ήταν αναγκαίο για μένα, για την ψυχική μου ηρεμία», εξήγησε ο Γκόλντινγκ, «να επινοήσω περιστάσεις όπου θα ήταν δυνατόν για κάποιον να πεθάνει από ντροπή». Αυτές οι περιστάσεις, τοποθετημένες το 1813-14, έχουν να κάνουν με έναν νεαρό τζέντλεμαν, τον Έντμουντ Τάλμποτ –καλοσυνάτο, δραστήριο, αφελή και ξιπασμένο–, που ταξιδεύει με ένα πολεμικό σαπιοκάραβο το οποίο μεταφέρει μετανάστες από την Αγγλία στην Αυστραλία, όπου ο ίδιος έχει εξασφαλίσει μια θέση βοηθού του κυβερνήτη σε μια από τις αποικίες. Αποφασίζοντας να γράψει ένα ημερολόγιο του ταξιδιού για την ψυχαγωγία του αριστοκράτη νονού και προστάτη του, γίνεται ο πρωταγωνιστής μας σε τούτη την ενσάρκωση, τον εικοστό αιώνα πλέον, ενός επιστολικού μυθιστορήματος του δέκατου όγδοου αιώνα. Ως επινόηση διαθέτει συνάμα ειρωνική αυτεπίγνωση –αρκούν δύο παράγραφοι όλες κι όλες για να μνημονεύσει ο Έντμουντ τον Γκόλντσμιθ, τον Ρίτσαρντσον, τον Φίλντινγκ και τον Σμόλετ– και είναι απόλυτα πειστική. Ο Έντμουντ ξεπηδά από τη σελίδα ως αφηγητής μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος για τον εαυτό του και τη δύναμη του «ξύλινου κόσμου» όπου ζει τώρα κι όπου ο εφημέριος Κόλεϊ –ένας με διαφορετικό τρόπο αφελής νεαρός και ένοικος της καμπίνας που βρίσκεται αντίκρυ από αυτή του Έντμουντ– θα οδηγηθεί στο απελπισμένο του τέλος.
Το σαραβαλιασμένο πλοίο ζωντανεύει με τρόπο που το νιώθεις στα σπλάχνα σου, όλη του η κακοφωνία από θορύβους και αναγουλιαστικές μυρωδιές, το ασταμάτητο σκαμπανέβασμά του, ο εμποτισμός του με αλμυρό νερό κι «άλλα, πιο βρομερά υγρά» που πηγαινοέρχονται πάνω στα κλυδωνιζόμενα ξύλα του, η περίπλοκη αρχιτεκτονική του από κατάρτια και ξάρτια, τα καταστρώματά του και οι όμοιες με κοτέτσι καμπίνες του. Όμως αυτό που είναι χειροπιαστά υλικό συνάμα είναι, φυσικά, και αλληγορικό. Το πλοίο είναι ένας μικρόκοσμος: είναι το σκάφος της πολιτείας, το πλοίο των τρελών, που πλέει σε μια απέραντη και τρομερή θάλασσα. Στο ταξίδι του, οι ιεραρχίες της κοινωνικής τάξης και της ναυτικής διοίκησης –του ταξικού διαχωρισμού υπό δύο έννοιες, η μια εκ των οποίων είναι αυτάρεσκη κι εφησυχασμένη και η άλλη τυραννική– διαταράσσονται από κύματα οίησης, λαγνείας, βίας και βαναυσότητας. Στο μεταξύ ο «ξύλινος κόσμος» του Έντμουντ είναι επίσης το «ξύλινο Όμικρον» του Σαίξπηρ, η θεατρική αρένα όπου είναι καταδικασμένος ο Κόλεϊ να παίξει την τραγωδία του. Με χειρισμό πιο βαρύ από του Γκόλντινγκ, τούτη η διαστρωμάτωση επάλληλων συμβόλων και σημασιών θα μπορούσε να είναι δυσκίνητη, όμως υπάρχει στη γραφή εδώ τέτοια επιδεξιότητα και τέτοιο χιούμορ, τέτοια διεισδυτική ευφυΐα και συμπονετική γενναιοδωρία, που η ανάγνωση γίνεται απόλαυση και σε κάνει να γελάς δυνατά, τη στιγμή ακόμη που ξετυλίγεται το σκοτάδι.
Κι όταν ολοκληρώνεται το δράμα του Κόλεϊ, είναι το πλοίο και η θάλασσα αυτά που στο Σε Απόσταση Αναπνοής επιτρέπουν να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο. «Μόνο αφότου εκδόθηκε ο πρώτος τόμος», έγραψε αργότερα ο Γκόλντινγκ, «συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει τον Έντμουντ Τάλμποτ, ένα πλοίο κι όλο του το πλήρωμα, πόσω μάλλον εμένα τον ίδιο, να περιπλανιούνται στον Ατλαντικό, με το ταξίδι τους μισοτελειωμένο μονάχα». Όταν αρχίζει πια ο δεύτερος τόμος, ο Έντμουντ έχει δει πολλά, έχει μάθει λίγα κι έχει γεμίσει το ημερολόγιο που προορίζεται για τον νονό του. Αγοράζει ένα καινούριο τετράδιο από τον αρχιφροντιστή ώστε να ξεκινήσει κι άλλο ημερολόγιο, αυτή τη φορά για τον ίδιο – και παρασυρόμαστε έτσι σε μια διαφορετική αφηγηματική επινόηση, τόσο καταλεπτώς αντιληπτή και επιδέξια οδηγημένη σε πέρας όσο ήταν και η προηγούμενη. Αν η Μύησις Ταξιδευτού «ανήκει» στον δέκατο όγδοο αιώνα, το Σε Απόσταση Αναπνοής τείνει προς τον δέκατο ένατο. Ωθούμενος από την ανώτερη λογοτεχνική ποιότητα του ημιτελούς ημερολογίου του άμοιρου του Κόλεϊ, που το έχει συμπεριλάβει στο δικό του, ο Έντμουντ φιλοδοξεί να «Γίνει συγγραφέας!». Το μόνο που του λείπει, συλλογίζεται καθισμένος με την πένα στο χέρι, είναι ένας ήρωας, μια ηρωίδα, ένας κακός, μερικές εύθυμες πινελιές, και μια ιστορία. Αυτός και το πλοίο έχουν βρεθεί παγιδευμένοι στις τροπικές νηνεμίες, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όμως σύντομα –σαν να σηματοδοτεί, αυτό, το πέρασμα από τον νηφάλιο αυγουστιανό ρασιοναλισμό σε μια πρόσφατα θυελλώδη πλέον ρομαντική ευαισθησία– θα χάσουν και οι δύο τα λογικά τους.
Το περιστατικό που το πυροδοτεί είναι μια φρικτή αναποδιά όπου το πλοίο «αντηνεμεί». («Τι γλώσσα που είναι η δική μας», αναφωνεί ο Έντμουντ, «πόσο ποικίλη, πόσο άμεση στην εμμεσότητά της, πόσο ολωσδιόλου και μάλιστα ασυναίσθητα μεταφορική! […] Απ’ όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, πώς έχουμε ξανά και ξανά επιλέξει να στραφούμε στις θαλασσινές μας εμπειρίες!») Όταν ο απείθαρχος υποπλοίαρχος Ντέβερελ εγκαταλείπει τη βάρδιά του για να πιει, ένα ξαφνικό μπουρίνι φουσκώνει ανάποδα τα πανιά. Ίσα που καταφέρνουν να μην μπατάρουν, όμως τα τσιμπούκια της γάμπιας σπάνε και δεν μπορούν να επιδιορθωθούν. Καθώς ο Έντμουντ ορμά αδέξια στο κατάστρωμα προσπαθώντας να βοηθήσει, ένα σχοινί τον χτυπά και τον αφήνει αναίσθητο. Όσο είναι ξαπλωμένος με διάσειση στην κουκέτα του, το σακατεμένο πλοίο παρασύρεται πίσω στην υγρή ακινησία των τροπικών νηνεμιών, όπου η θέα ενός άλλου πλοίου μες στην καταχνιά σπρώχνει το πλήρωμα σε αυτοσχέδιες προετοιμασίες για μάχη. Οι επιβάτες αναλαμβάνουν να επανδρώσουν τα κανόνια, όμως ο Έντμουντ, που παραείναι ψηλός για το κατάστρωμα των κανονιών, χτυπάει δυνατά το κεφάλι του άλλες δύο φορές. Όταν φανερώνεται ότι η άγνωστη φρεγάτα δεν είναι εχθρική αλλά η καλά εξοπλισμένη βρετανική Αλκυόνα, ο Έντμουντ, παραζαλισμένος ακόμη, κεραυνοβολείται στη θέα της Μάριον Τσάμλεϊ, της νεαρής προστατευόμενης της συζύγου του καπετάνιου. Το ζευγάρι περνά μια μαγεμένη βραδιά σε έναν αυτοσχέδιο χορό που οργανώνεται, με τα πλοία να έχουν δεθεί μεταξύ τους, δημιουργώντας την πρόσκαιρη ψευδαίσθηση ενός «πλωτού βασιλείου». Κατόπιν η Αλκυόνα φεύγει και ο Έντμουντ, χωρίς την Ιουλιέτα του τώρα, περνά ημέρες ολόκληρες παραληρώντας από τη διάσειση και το «πραϋντικό» –το λάβδανο– που του έχουν δώσει ως θεραπεία.
Από αυτό το αναπάντεχο, ανησυχητικό μείγμα κινδύνου που κουρελιάζει τα νεύρα, σωματικής κωμωδίας και ρομαντικού μελοδράματος, ο Γκόλντινγκ πλάθει ένα πυρετικό όνειρο με απόκοσμη δύναμη, από το οποίο ξυπνά ο Έντμουντ αλλαγμένος ο ίδιος και σε έναν αλλαγμένο κόσμο. Τα προσγειωμένα του σχέδια για το μέλλον ανατρέπονται από τον έρωτά του για τη Μάριον και η αυταρέσκειά του δοκιμάζεται από την ολοένα και βαθύτερη φιλία του –μια διαφορετική ιστορία αγάπης– με τον πρώτο υποπλοίαρχο, τον Τσαρλς Σάμερς. Το πλοίο, όπως και ο Έντμουντ, έχει μεταμορφωθεί. Η βράχυνση των ιστών του και η συσσώρευση των φυκιών, που σαν πράσινα μαλλιά τα σέρνει από το κύτος του, κάνουν την πλεύση αδύνατη. Η βίαιη επιτάχυνση της κίνησής του, κι ας είναι κολλημένο στην ίδια θέση, οδηγεί τους επιβάτες ως το σημείο της έντρομης εξέγερσης. Ο Σάμερς, άνθρωπος ήρεμα ακέραιος, θέλει να δέσουν το κύτος με γούμενες· ο νέος του αντίπαλος, ο υποπλοίαρχος Μπενέτ, ένα «γκόλντεν μπόι» που έχει έρθει από τη φρεγάτα, θέλει να το καθαρίσουν με ένα σχοινί έλξης καταμεσής στον ωκεανό. Ενώ εκείνοι διαφωνούν, η μετατόπιση και το σχίσιμο των ξύλων του πλοίου, καθώς διαλύονται, υποδηλώνουν το έργο μιας απόκοσμης, μοχθηρής βούλησης, είναι «μια κίνηση κρυφή και σταθερή, σχεδόν μυϊκή», που συμβαδίζει με τους «όμοιους με κακάρισμα, ιξώδεις, πεινασμένους ήχους του νερού μες στο πλοίο». Και την καμπίνα του Έντμουντ –που, μετά από μια παρορμητική αλλαγή την οποία έκανε έχοντας μισοχάσει τα λογικά του, είναι η ίδια όπου πέθανε ο Κόλεϊ– στοιχειώνει (με ποια έννοια; αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε) ο υπηρέτης του πλοίου ο Γουίλερ, που πίστευαν πως πνίγηκε μετά τον θάνατο του εφημέριου, όμως επέστρεψε μυστηριωδώς μαζί με την εμφάνιση της Αλκυόνας. Μια κρίση επίκειται, του ενός τρομακτικού είδους ή του άλλου, αλλά δίχως κάθαρση μαζί της, δίχως λύση, γιατί εντέλει πρόκειται για το δεύτερο μέρος.
Ο Γκόλντινγκ ισχυρίστηκε πως για τη «Θαλασσινή Τριλογία» του, καθώς και για το Κωδωνοστάσιο και τους Κληρονόμους, δεν έκανε καμιά έρευνα πέρα απ’ όσα ήδη ήξερε. Αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί ως υποτίμηση του εαυτού του και άμυνα, ή ως το αντίθετο, και πιθανώς ήταν και τα δύο. Όμως ήξερε από ιστορία, καθώς κι από τη σχέση της με τη λογοτεχνία. (Ο πεντασέλιδος πρόλογός του στην επίτομη έκδοση της τριλογίας, που κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, είναι ό,τι καλύτερο έχει διαβάσει η γράφουσα ιστορικός πάνω σε αυτό το θέμα.) Ήξερε για τα πλοία, όπως και για την εγγενή αδιαφορία της θάλασσας. Ήξερε από θάρρος, ντροπή, αυτοαπέχθεια, αγάπη. Ήξερε τις έντονες χαρές της γλώσσας. Είχε χιούμορ. Το Σε Απόσταση Αναπνοής τα διαθέτει όλα αυτά.
¹ Δημοσιεύτηκε στη νέα έκδοση του Faber & Faber, Λονδίνο, 2022.
ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΑΠΝΟΗΣ
(1)
Γιόρτασα τα γενέθλιά μου προσφέροντας στον εαυτό μου ένα δώρο, μιας και κανείς άλλος δεν έμοιαζε διατεθειμένος να το κάνει! Φυσικά το αγόρασα από τον κύριο Τζόουνς, τον αρχιφροντιστή. Καθώς έβγαινα στο κατάστρωμα, ανακουφισμένος ύστερα από τη δυσωδία στα σωθικά του σκάφους, συνάντησα τον Τσαρλς Σάμερς, τον φίλο μου και πρώτο υποπλοίαρχο. Γέλασε μόλις είδε το τετράδιο στα χέρια μου.
«Στο πλοίο ξέραμε, Έντμουντ, ότι είχες τελειώσει, ότι είχες δηλαδή συμπληρώσει τούτο το τετράδιο, δώρο του ευγενούς νονού σου».
«Μα πώς;»
«Α, μην ξαφνιάζεσαι! Τίποτα δεν μένει κρυφό σ’ ένα πλοίο. Έχεις όμως κι άλλα νέα γι’ αυτόν;»
«Δεν είναι συνέχεια τούτο δω, αλλά νέο εγχείρημα. Αφού γεμίσει με μια περιγραφή του ταξιδιού μας, σκοπεύω να το κρατήσω για μένα μόνο, για κανέναν άλλο».
«Πρέπει να ’ναι λιγοστά αυτά που αξίζει να καταγραφούν».
«Απεναντίας, κύριε, απεναντίας!»
«Κι άλλος λόγος, λοιπόν, για να είσαι ευχαριστημένος με τον εαυτό σου;»
«Πώς πρέπει δηλαδή να το πάρω αυτό;»
«Μα – όπως συνήθως, να σηκώσεις τη μύτη ψηλά. Καλέ μου Έντμουντ, να ’ξερες μόνο πόσο εξοργιστικά υπερόπτης μπορείς να γίνεις – κι από πάνω μου ’γινες και συγγραφέας τώρα!»
Δεν πολυέδινα σημασία σε τούτο το ανακάτεμα οικειότητας κι εύθυμης ενόχλησης. Γιατί έλεγα πως είχα γιατρευτεί από το αλαζονικό μου φέρσιμο, από μια επίγνωση της αξίας μου, που τη φανέρωνα υπερβολικά απρόσεκτα, ίσως, στις πρώτες ημέρες του ταξιδιού. Δεν μου είχαν κοτσάρει εξαιτίας της οι ναύτες το παρωνύμιο «λόρδος Τάλμποτ»; Φυσικά, δικαιούμαι την προσφώνηση «κύριος»: «mister», ή «esquire» στο πιο αρχοντικό.
«Απλώς διασκεδάζω. Περνώ την ώρα μου. Τι άλλο μπορεί να κάνει ένας φουκαράς στεριανός για να γεμίζει τον χρόνο του σ’ ένα ταξίδι απ’ την κορυφή του κόσμου μέχρι τον πάτο;»
«Αυτό το μέγεθος το λένε folio, ε; Θα χρειαστείς πολλές περιπέτειες για να το γεμίσεις. Ο πρώτος τόμος, για τον νονό σου–»
«Σχετικά με τον Κόλεϊ, τον Γουίλερ, τον πλοίαρχο Άντερσον–»
«Κι άλλους. Εύχομαι μέσ’ απ’ την καρδιά μου να ’χεις πολύ μεγαλύτερη δυσκολία να γεμίσεις τον δεύτερο τόμο!»
«Η ευχή σου θα ικανοποιηθεί εδώ και τώρα, γιατί το μυαλό μου είναι άδειο. Επ’ ευκαιρία – σήμερα είναι τα γενέθλιά μου!»
Ένευσε με σοβαρότητα δίχως να πει κάτι και προχώρησε προς το πλωριό μέρος του πλοίου. Αναστέναξα. Ήταν η πρώτη φορά, πιστεύω, που άλλος κανείς εκτός από μένα δεν έδινε σημασία στα γενέθλιά μου! Στην πατρίδα τα πράγματα θα ήταν αλλιώς, θα μου έδιναν ευχές και δώρα. Εδώ, σε τούτο το πλοίο που πλέει βαριά, αυτή η ταπεινή ψυχαγωγία και οι ευχάριστες συνήθειες πάνε φούντο.
Πήγα στην καμπίνα μου, στο «κλουβί» μου, το κελί που έχω για ανάπαυση και απομόνωση ωσότου φτάσουμε στους Αντίποδες. Κάθισα στην πάνινη καρέκλα μου, μπροστά στο φύλλο που έχω όλο κι όλο για γραφείο, κι άνοιξα επάνω τον τόμο. Η έκτασή του ήταν πελώρια. Έτσι κι έσκυβα το κεφάλι και κοιτούσα την άγραφη επιφάνεια –όπως έπρεπε να κάνω, μια και το φως που μπαίνει στην καμπίνα μου είναι λιγοστό–, έμοιαζε να απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση ώσπου έφτανε να είναι όλος ο κόσμος. Είχα καρφώσει λοιπόν πάνω του τα μάτια, με την προσδοκία ότι θα πρόβαλλε κάτι κατάλληλο να απαθανατιστεί – αλλά τζίφος! Μόνο μετά από παρατεταμένη παύση ανακάλυψα το τωρινό μου στρατήγημα, ήτοι να καταγράψω την προσωρινή, σίγουρα, αδυναμία μου. Εκείνος ο φουκαράς ο ανθρωπάκος, ο αιδεσιμότατος Κόλεϊ, στην επιστολή του στην αδελφή του είχε ασυναίσθητα χρησιμοποιήσει με μαστοριά, απ’ όσο θυμάμαι, το τεράστιο οπλοστάσιο της αγγλικής γλώσσας για να αναπλάσει ως διά μαγείας το πλοίο μας μαζί με τους ανθρώπους του – ανάμεσά τους κι εμένα. Το είχε αποθέσει εκεί, να σκαμπανεβάζει ανάλογα με τον καιρό.
Ναι, ο καιρός, Έντμουντ, ο καιρός, βλάκα! Γιατί δεν αρχίζεις μ’ αυτόν; Τουλάχιστον είχαμε ξεφύγει από τις τροπικές νηνεμίες. Ήταν ανησυχητικά μεγάλο το διάστημα που ήμασταν εκεί. Ώσπου επιτέλους αφήσαμε πίσω την ισημερινή καλοκαιρία και τώρα ταξιδεύουμε νότια, με τον άνεμο από τα αριστερά, έτσι υπάρχει πάλι στο κατάστρωμα μια κάποια αστάθεια, μια διαρκής κλίση προς τα δεξιά, μα έχω συνηθίσει πια να τη δέχομαι, και τα άκρα μου επίσης τη δέχονται σαν κάτι που είναι φυσιολογικό στη ζωή. Ο τωρινός καιρός ορίζει καθαρά έναν πυκνό κυανό ορίζοντα που ακολουθεί την περίφημη προσταγή του λόρδου Μπάιρον κι απλώνεται απέραντος – να λοιπόν τι δύναμη έχει ο στίχος!¹ Είναι κάτι που πρέπει κάποια στιγμή να το δοκιμάσω κι εγώ. Ένας άνεμος με ένταση που είναι αρκετή και ίσως δυναμώνει πού και πού (δεν θυμάμαι να τον αναφέρει ο λόρδος) μας σπρώχνει γερτούς, ή έτσι θα περίμενε τουλάχιστον κανείς, αλλά μοιάζει η επίδρασή του στο σκάφος μας να είναι μικρότερη απ’ αυτή που θα έπρεπε. Αυτά για τον καιρό. Ο Κόλεϊ θα τα είχε ενσωματώσει. Απ’ όσο μπορώ όμως να δω, άλλο αποτέλεσμα δεν έχει, πέρα από το να δροσίζει λίγο τον αέρα μας και να κάνει το μελάνι στο μελανοδοχείο να γέρνει λιγάκι. Έντμουντ, σε ξορκίζω! Γίνε συγγραφέας!
Πώς όμως;
Υπάρχει μια αναπόφευκτη διαφορά ανάμεσα σε τούτο το ημερολόγιο, που προορίζεται για... δεν ξέρω για ποιον, και στο πρώτο, που το προόριζα για τα μάτια ενός νονού λιγότερο επιεικούς απ’ όσο υποκρινόμουν πως ήταν. Σε εκείνο τον τόμο δεν χρειάστηκε να κοπιάσω πολύ. Απανωτά πλήγματα της τύχης το ’φεραν έτσι ώστε ο Κόλεϊ να «θελήσει ο ίδιος να πεθάνει» κι ο «υπηρέτης μου» ο Γουίλερ να πνιγεί, έτσι γέμισε το τετράδιο! Δεν μπορώ να ανατρέξω σ’ αυτό γιατί βρίσκεται σφραγισμένο στο κάτω συρτάρι μου, τυλιγμένο σε καφέ χαρτί και ραμμένο σε καραβόπανο. Θυμάμαι όμως να γράφω προς το τέλος ότι είχε γίνει ενός είδους θαλασσινή ιστορία. Ήταν ένα ημερολόγιο που έγινε ιστορία κατά λάθος. Τώρα δεν υπάρχει ιστορία να αφηγηθώ.
Εχθές είδαμε μια φάλαινα. Ή μάλλον είδαμε τον αφρισμένο πίδακα που υψώθηκε εκεί που ξεφυσούσε το πλάσμα, αλλά το ίδιο παρέμεινε αθέατο. Ο υποπλοίαρχος Ντέβερελ, αυτός ο φιλαράκος απ’ τον οποίο, για να πω την αλήθεια, εξακολουθώ να μη βλέπω την ώρα να απομακρυνθώ, παρατήρησε πως θύμιζε κανονιά. Ακούγοντάς το αυτό η Ζινόμπια Μπρόκλμπανκ, τσίριξε και τον ικέτεψε να μη λέει πράγματα τόσο φρικτά κι αποτρόπαια, μια εκδήλωση τυπικής γυναικείας αδυναμίας, αληθινή ή προσποιητή, που έδωσε στον Ντέβερελ την ευκαιρία να πλησιάσει, να της πιάσει το χέρι δίχως εκείνη να του αντισταθεί, και να της ψιθυρίσει μια παρηγόρια που είχε κάτι ερωτικό. Η δεσποινίς Γκράναμ, θυμάμαι, του ’ριξε ένα βλέμμα κοφτερό, αν όχι σαν μαχαίρι, σίγουρα σαν σουγιάς, και πήγε εκεί που ο αρραβωνιαστικός της, ο κύριος Πρίτιμαν, εκθείαζε τα κοινωνικά οφέλη της επανάστασης στον θαλασσογράφο μας κύριο Μπρόκλμπανκ. Κι όλα τούτα στο επίστεγο, υπό τα όμματα του υποπλοιάρχου Κάμπερσαμ, που είχε βάρδια μαζί με τον κύριο Τέιλορ. Τι άλλο; Αυτά είναι ψιλοπράγματα!
Εχθές, στο μεσαίο κατάστρωμα, άπλωσαν ένα κομμάτι από γούμενα, του ’βαλαν κορδόνι –το «παρεμβόλισαν», όπως λέγεται– και το σπαργάνωσαν, ποιος ξέρει για ποια μυστηριώδη ναυτική δουλειά. Ήταν το μόνο που είχα να καταγράψω – και πόσο βαρετό.
Τι διάβολο! Χρειάζομαι έναν ήρωα για να ακολουθήσω τα έργα και τις ημέρες του στον δεύτερο τόμο. Θα μπορούσε ίσως να είναι ο σκυθρωπός μας πλοίαρχος Άντερσον; Δεν το νομίζω. Παρά τη στολή του, υπάρχει πάνω του κάτι ανυπέρβλητα αντιηρωικό. Ο Τσαρλς Σάμερς, ο φίλος μου, ο πρώτος υποπλοίαρχος; Είναι ο Καλός μας Άνθρωπος και ως εκ τούτου τραγικός εάν εκπέσει από τη μικρή του θέση περιωπής, πράγμα που μήτε το περιμένω μήτε το εύχομαι. Οι άλλοι, ο κύριος Σμάιλς, ο απόμακρος πλοηγός, ο κύριος Εσκιού ο πυροβολητής, ο κύριος Γκιμπς ο μαραγκός – γιατί όχι κι ο έμποράς μας ο κύριος Τζόουνς, ο αρχιφροντιστής; Ο Ολντμέντοου, ο αξιωματικός του στρατού με τους πρασινοντυμένους του άνδρες; Στύβω το μυαλό μου, επιστρατεύω τον Σμόλετ και τον Φίλντινγκ,² ζητώ τη συμβουλή τους κι ανακαλύπτω πως δεν έχουν καμιά να μου δώσουν.
Θα έπρεπε ίσως να διηγηθώ την ιστορία ενός νεαρού τζέντλεμαν με μεγάλη ευφυΐα και περισσότερο συναίσθημα απ’ όσο ο ίδιος γνώριζε πως είχε, που κάνει ένα ταξίδι στους Αντίποδες, κι εκεί πρέπει με τα αναμφισβήτητα ταλέντα του να βοηθήσει τον κυβερνήτη της νέας αποικίας σε κάτι, δεν ξέρω σε τι πράγμα. Είναι, είναι – τι; Υπάρχει μια γυναίκα στο πρόστεγο ανάμεσα στους μετανάστες. Δεν θα μπορούσε να είναι η ηρωίδα μας, μια μεταμφιεσμένη πριγκίπισσα; Δεν θα μπορούσε αυτός, ο ήρωάς μας, να τη σώσει – όμως από τι πράγμα; Κι έπειτα είναι η δεσποινίς Μπρόκλμπανκ, για την οποία δεν έχω καμιά επιθυμία να γράψω, καθώς και η κυρία Μπρόκλμπανκ, που δεν τη γνωρίζω σχεδόν καθόλου για την ώρα και παραείναι νέα και όμορφη για να είναι σύζυγος του κοιλαρά.
Ζητείται! Ένας ήρωας για το νέο μου ημερολόγιο, μια νέα ηρωίδα, ένας νέος κακός και μερικές εύθυμες πινελιές για να μετριάσουν τη βαθιά, βαθύτατη πλήξη μου.
Εντέλει, θα πρέπει να είναι ο Τσαρλς Σάμερς. Τουλάχιστον, μιλάμε κάπως τακτικά. Μιας και σαν πρώτος υποπλοίαρχος κάνει σε γενικές γραμμές κουμάντο στο πλοίο, δεν φυλάει βάρδια. Μοιάζει να τριγυρνά στο καράβι για κοντά δεκαοκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο και τώρα ξέρει το πλήρωμα και τον κάθε μετανάστη κι επιβάτη ξεχωριστά με το όνομά του. Πιστεύω πως επίσης ξέρει μέχρι και την τελευταία σπιθαμή όλο το σκαρί. Η μόνη ανάπαυλά του, απ’ όσο γνωρίζω, είναι για μία ώρα το πρωί – ίσως από τις έντεκα έως τις δώδεκα, όταν βαδίζει στο κατάστρωμα σαν άνθρωπος που κάνει τον περίπατό του. Μερικοί επιβάτες κάνουν το ίδιο κι έχω τη χαρά και την τιμή να πω ότι ο Τσαρλς διαλέγει συνήθως εμένα ως σύντροφό του στον περίπατο! Με την επανάληψη έγινε συνήθειο. Αυτός κι εγώ βαδίζουμε πέρα δώθε σε όλο το μεσαίο κατάστρωμα, από την αριστερή μεριά του πλοίου, κι ο κύριος Πρίτιμαν και η αρραβωνιαστικιά του, η δεσποινίς Γκράναμ, κάνουν το ίδιο από τη δεξιά μεριά. Με κοινή συναίνεση δεν βαδίζουμε ως τετραμελής συντροφιά αλλά σε ζευγάρια. Έτσι, καθώς αυτοί κάνουν μεταβολή για να γυρίσουν από το πρόστεγο, εμείς κάνουμε μεταβολή για να γυρίσουμε από το επίστεγο! Καθώς βαδίζουμε προς τη μέση, ο όγκος του μεγάλου ιστού κρύβει τα ζευγάρια μας το ένα απ’ τ’ άλλο, έτσι δεν χρειάζεται να βγάλουμε το καπέλο ή να κλίνουμε το κεφάλι χαμογελώντας, σε κάθε πέρασμα! Δεν είναι τούτο ο παραλογισμός του τετριμμένου και του ασήμαντου; Μόνο η παρεμβολή μιας ογκώδους ξύλινης κολόνας μάς γλιτώνει από την τήρηση των στεριανών τρόπων!
Το είπα στον Τσαρλς τις προάλλες και γέλασε.
«Δεν το ’χα σκεφτεί, αλλά θα ’ναι έτσι, φαντάζομαι· και τι οξυδερκής παρατήρηση!»
«Είναι η καθαυτό μελέτη του ανθρώπου
απαραίτητη για κάποιον που σκοπεύει να γίνει πολιτικός».
« Έχεις ορίσει λοιπόν τη σταδιοδρομία σου;»
«Πράγματι. Και με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους περισσότερους στην ηλικία μου».
«Μου εξάπτεις την περιέργεια».
«Να – θα περάσω μερικά χρόνια, λιγοστά μόνο, στη διοίκηση της αποικίας».
«Εύχομαι να ’μουν εκεί να το έβλεπα!»
«Άκου που σου λέω, κύριε Σάμερς, είμαι πεισμένος ότι σε αυτόν τον αιώνα τα πολιτισμένα έθνη όλο και περισσότερο θα αναλαμβάνουν τη διοίκηση των τόπων που έχουν μείνει πίσω».
«Κι έπειτα;»
«Στο κοινοβούλιο. Ο νονός μου έχει στο τσεπάκι του μια από εκείνες τις εκλογικές περιφέρειες χωρίς εκλογικό σώμα, που υπάρχουν μόνο και μόνο για να δίνουν δύναμη σε όποιον κάνει σ’ αυτές κουμάντο. Στέλνει δυο μέλη στη βουλή και οι μόνοι ψηφοφόροι είναι ένας μέθυσος τσομπάνης κι ένας που ζει σε μια αγροικία και, μετά τις εκλογές, περνά εβδομάδες ολόκληρες μες στην απερίγραπτη ακολασία».
«Και θα ’πρεπε εσύ να επωφεληθείς από μια τέτοια υπερβολή;»
«Βλέπεις, υπάρχουν δυσκολίες. Τα δόλια τα κτήματά μας είναι πολύ επιβαρυμένα και, μιας και μονάχα κάποιος εύπορος μπορεί να διατηρήσει μια έδρα στη βουλή, είμαι αναγκασμένος να τσιμπήσω έτσι μια δυο θεσούλες».
Ο Τσαρλς γέλασε δυνατά κι έπειτα μεμιάς σταμάτησε.
«Δεν θα ’πρεπε να το βρίσκω διασκεδαστικό, Έντμουντ, όμως το βρίσκω. Μια δυο θεσούλες! Κι έπειτα;»
«Μα – στην κυβέρνηση βέβαια! Στο υπουργικό συμβούλιο!»
«Τι φιλοδοξία!»
«Αντιπαθείς τούτη την πλευρά του χαρακτήρα μου;»
Ο Τσαρλς σιώπησε για μια στιγμή κι έπειτα μίλησε με βαριά φωνή.
«Δεν έχω το δικαίωμα. Κι εγώ τέτοιο πλάσμα είμαι».
«Εσύ; Όχι!»
«Όπως κι αν έχει το πράγμα, σε βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα. Σου εύχομαι ολόψυχα στη σταδιοδρομία σου να ευδοκιμήσεις, για τη δική σου ικανοποίηση και προς όφελος των φίλων σου. Ωστόσο, η χώρα δεν έχει αρχίσει λίγο να στραβοκοιτάζει αυτές τις περιφέρειες χωρίς ψηφοφόρους; Γιατί είναι ενάντια στη λογική και την ισότητα μια χούφτα Εγγλέζοι να εκλέγουν το σώμα που θα κυβερνά τους πάντες, ε;»
«Κοίτα, Τσαρλς, πιστεύω πως μπορώ να σε διαφωτίσω! Αυτό το φαινομενικό ψεγάδι είναι η αληθινή ιδιοφυΐα του συστήματός μας–»
«Ω, όχι! Δεν μπορεί να ’ναι!»
«Όμως, φίλε μου, στη δημοκρατία ποτέ δεν εκπροσωπούνται κι ούτε μπορούν να εκπροσωπούνται οι πάντες. Τι, δηλαδή, πρέπει να έχουν ψήφο και τα παιδιά κι όσοι δεν έχουν
