About this ebook
«Καλά θα κάνεις να ξυπνήσεις».
Το βιβλίο με το οποίο η Iris Murdoch έκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνία – ένα μυθιστόρημα για τη δουλειά και την αγάπη, τον πλούτο και τη δόξα.
Ο Τζέικ, «λογοτεχνικός λαντζέρης» (όπως αυτοαποκαλείται) και χαραμοφάης, τώρα άφραγκος και σε αναζήτηση στέγης, κυνηγάει μια παλιά φιλενάδα του, την Άννα Κουέντιν, και τη διάσημη ηθοποιό αδελφή της, τη Σέιντι. Αναθερμαίνει τη σχέση του με τον φοβερό και τρομερό Χιούγκο, τη «φιλοσοφία» του οποίου είχε κάποτε το θράσος να τολμήσει να ερμηνεύσει και να πλασάρει για δική του σε ένα βιβλίο με την υπογραφή του. Αυτές οι συναντήσεις μπλέκουν τον Τζέικ και τον εκκεντρικό συνοδό-υπηρέτη του, τον Φιν, σε περιπέτειες, που περιλαμβάνουν την απαγωγή ενός σκύλου-σταρ του σινεμά και μια πολιτική εξέγερση σε ένα κινηματογραφικό στούντιο. Συνεπαρμένος, ο Τζέικ λαχταράει
να μάθει το μυστικό του Χιούγκο. Μήπως όμως το μυστικό του Χιούγκο είναι ο ίδιος ο Χιούγκο; Συνετισμένος, διαφωτισμένος, ο Τζέικ ευελπιστεί να γίνει επιτέλους αληθινός συγγραφέας.
Iris Murdoch
Iris Murdoch (Dublín, 1919-Oxford, 1999) estudió en la Badminton School de Bristol y se licenció en Lenguas Clásicas en la Universidad de Oxford. También cursó estudios de Filosofía en Cambridge, donde tuvo como maestro a Ludwig Wittgenstein y publicó el primer estudio en inglés sobre Jean-Paul Sartre. Fue autora de una extensa y variada obra que consta de veintiséis novelas y multitud de poemarios, ensayos y piezas teatrales. En 1997 fue galardonada con el Golden Pen Award como reconocimiento a toda su carrera.
Related to Μέσα στο δίχτυ
Related ebooks
Η Βρετάννια Απελευθερώθηκε Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣκοτεινή καρδιά Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ ορμή του ταύρου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠαράδοση άνευ όρων Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ φόνος της Λαίδης Ίνγκραμ Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ καρδιά του υδροχόου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ δεύτερος γάμος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο μένος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠροσωπικές υποθέσεις Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑπό τη Σκοτία με αγάπη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο Ταξίδι της Λουλουδένιας Πάουερ Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΊνκουμπους Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΔεν θα τελειώσει έτσι: Κάποιες φορές δεν μπορείς να πιστέψεις ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ μυστική ιστορία Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΦωτιά που σιγοκαίει Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤελειώνει με εμάς (Tie in έκδοση) Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ φίλη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ γιατρίνα: Η ιστορία της αληθινή… Το αποτύπωμά της ανεξίτηλο… Rating: 0 out of 5 stars0 ratings11 Σκάνδαλα για να κερδίσεις την καρδιά ενός δούκα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο πάθος του Κριστιάν ή φωνές από τη χαράδρα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ καρδερίνα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΦίσμαν Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ κούκλα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ: Μια Αριστοφάνεια παραβολή Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ στιγμή του ρόδου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Τέχνη της Αποτελεσματικής Ονειροπόλησης Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣε ποιον μίλησες;: Πίστευες ότι το μυστικό σου ήταν ασφαλές… Έκανες λάθος. Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΒρωμικο Μαυρο Rating: 0 out of 5 stars0 ratings5η και τυχερή Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΕν ριπή οφθαλμού: Ένα έγκλημα, μια αστυνομικός, ένας ΑΙ βοηθός Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related categories
Reviews for Μέσα στο δίχτυ
0 ratings0 reviews
Book preview
Μέσα στο δίχτυ - Iris Murdoch
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Όταν είδα τον Φιν να με περιμένει στη γωνία του δρόμου, κατάλαβα αμέσως ότι κάτι είχε στραβώσει. Συνήθως ο Φιν με περιμένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι ή γερμένος στο κούφωμα της πόρτας με τα μάτια κλειστά. Δεν ήθελα κι άλλους μπελάδες· αρκετά με είχε ταλαιπωρήσει με τις καθυστερήσεις της η απεργία. Το ταξίδι της επιστροφής στην Αγγλία το σιχαίνομαι έτσι κι αλλιώς· και μέχρι να μπορέσω να χώσω ξανά το κεφάλι μου τόσο βαθιά μέσα στο αγαπημένο μου Λονδίνο που να ξεχάσω ότι είχα φύγει, παραμένω απαρηγόρητος. Οπότε, μάλλον μπορείτε να φανταστείτε πόσο χάλια αισθάνομαι να κάθομαι με τις ώρες άπρακτος στο Νιου Χέιβεν περιμένοντας τα τρένα να ξεκινήσουν ξανά, και με τη μυρωδιά της Γαλλίας ακόμα νωπή στα ρουθούνια μου. Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίσταση, μου είχαν κρατήσει στο Τελωνείο τα μπουκάλια του κονιάκ που πάντοτε μπάζω λαθραία στην Αγγλία, κι έτσι, όταν ήρθε η ώρα του κλεισίματος των παμπ, βρέθηκα έρημος και στεγνός, υποκύπτοντας αναγκαστικά στη βάσανο μιας ζοφερής ενδοσκόπησης. Η αναζωογονητική αντικειμενικότητα του αληθινού στοχασμού είναι κάτι που κάποιος με την ιδιοσυγκρασία μου δεν μπορεί να κατακτήσει σε ανοίκειες πόλεις της Αγγλίας, ακόμη κι όταν δεν έχει να αντιμετωπίσει το επιπρόσθετο πρόβλημα της απεργίας των σιδηροδρομικών. Ακόμη και στις βέλτιστες συνθήκες, τα τρένα κάνουν κακό στα νεύρα. Τι εφιάλτες να έβλεπαν άραγε οι άνθρωποι προτού εφευρεθεί ο σιδηρόδρομος; Δεδομένων λοιπόν όλων αυτών, ήταν περίεργο που ο Φιν με περίμενε στον δρόμο.
Αμέσως μόλις τον είδα, σταμάτησα κι άφησα τις βαλίτσες μου κάτω. Ήταν γεμάτες γαλλικά βιβλία και πολύ βαριές. «Έι!» του φώναξα, και ο Φιν με προσέγγισε αργά. Ο Φιν δεν βιάζεται ποτέ. Δυσκολεύομαι να εξηγώ τον ρόλο του στους άλλους. Δεν είναι ακριβώς υπηρέτης μου. Μάλλον προσωπικό μου μάνατζερ θα τον χαρακτήριζα. Ορισμένες φορές τον στηρίζω οικονομικά εγώ, και ορισμένες άλλες στηρίζει εκείνος εμένα· εξαρτάται. Με κάποιον τρόπο, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι δεν είμαστε ίσοι. Το όνομά του είναι Πίτερ Ο’Φίνι, μην ασχοληθείτε όμως μ’ αυτό, αφού οι πάντες τον φωνάζουν Φιν, και είναι κάτι σαν μακρινός μου ξάδελφος, ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίστηκε κάποτε ο ίδιος, πράγμα που δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να διασταυρώσω. Ο κόσμος όμως έχει την εντύπωση ότι είναι υπηρέτης μου, και συχνά την ίδια εντύπωση έχω κι εγώ, μολονότι θα ήταν δύσκολο να πω ποια ακριβώς στοιχεία της σχέσης μας το τεκμηριώνουν. Μερικές φορές πιστεύω ότι ο Φιν είναι απλώς ένας ταπεινός και διακριτικός άνθρωπος και αυτομάτως γίνεται δευτεραγωνιστής. Όταν δεν έχουμε πολλά κρεβάτια, πάντα ο Φιν είναι αυτός που κοιμάται στο πάτωμα, κάτι που φαίνεται και στους δυο μας απολύτως φυσιολογικό. Η αλήθεια είναι ότι του δίνω μονίμως διαταγές, αυτό, όμως, επειδή ο Φιν δεν φαίνεται να έχει και πολλές δικές του ιδέες για το πώς να χρησιμοποιήσει τον χρόνο του. Ορισμένοι φίλοι μου τον θεωρούν βαρεμένο, πράγμα που ωστόσο δεν ισχύει· ο Φιν γνωρίζει πολύ καλά τι μπορεί να κάνει.
Όταν έφτασε επιτέλους κοντά μου, του έδειξα τη μία βαλίτσα για να την πάρει, εκείνος όμως δεν τη σήκωσε. Αντί για αυτό, κάθισε πάνω της και με κοίταξε μελαγχολικά. Κάθισα κι εγώ στην άλλη, και για λίγο μείναμε σιωπηλοί. Ήμουν κουρασμένος και απρόθυμος ν’ αρχίσω τις ερωτήσεις· έτσι κι αλλιώς, ήξερα ότι ο Φιν δεν θ’ αργούσε να μου τα πει όλα από μόνος του. Ο Φιν τρελαίνεται για μπελάδες, δικούς του ή των άλλων αδιακρίτως, κι αυτό που του αρέσει περισσότερο από όλα είναι να ανακοινώνει άσχημα νέα. Είναι μάλλον ωραίος, ξερακιανός, ψηλός, μ’ έναν θλιμμένο, άχαρο τρόπο, με ίσια σαν πράσα, καστανά μαλλιά, και οστεώδες, ιρλανδέζικο πρόσωπο. Μου ρίχνει ένα κεφάλι στο ύψος (είμαι κοντός για άντρας), αλλά καμπουριάζει λίγο. Η καρδιά μου σφίχτηκε βλέποντάς τον να με κοιτάζει τόσο λυπημένα.
«Τι έγινε;» ρώτησα εντέλει.
«Μας πέταξε έξω», είπε ο Φιν.
Αυτό δεν μπορούσα να το πάρω στα σοβαρά· ήταν αδύνατον.
«Άσ’ τα σάπια», του είπα καλοσυνάτα. «Τι σημαίνει αυτό; Στ’ αλήθεια, δηλαδή».
«Ότι μας πετάει έξω», είπε ο Φιν. «Και τους δυο μας, τώρα, σήμερα».
Μπορεί ο Φιν να είναι όρνιο, αλλά δεν λέει ποτέ ψέματα, δεν υπερβάλλει καν. Αυτό όμως αλήθεια ήταν άνω ποταμών.
«Μα, γιατί;» ρώτησα. «Τι της κάναμε;»
«Δεν είναι τι της κάναμε εμείς, είναι τι σκοπεύει να κάνει εκείνη», είπε ο Φιν. «Βρήκε κάποιον κι ετοιμάζεται να τον παντρευτεί».
Αυτό ήταν πλήγμα. Γιατί να μην το κάνει όμως; σκέφτηκα, παρά το χαστούκι, μιας και είμαι ανεκτικός και δίκαιος άνθρωπος. Την αμέσως επόμενη στιγμή βάλθηκα να σκέφτομαι πού θα μπορούσαμε να βρούμε κατάλυμα.
«Μα, ποτέ δεν μου είπε τίποτα», είπα.
«Ποτέ δεν ρώτησες», είπε ο Φιν.
Αλήθευε. Στη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς είχα πάψει να ενδιαφέρομαι για την ιδιωτική ζωή της Μάγκνταλεν. Κι αν τώρα ετοιμάζεται να αρραβωνιαστεί κάποιον άλλο, δεν έχω να ευχαριστώ γι’ αυτό παρά μόνο τον εαυτό μου.
«Ποιος είναι ο τυχερός;» ρώτησα.
«Ένας στοιχηματζής», είπε ο Φιν.
«Είναι πλούσιος;»
«Ναι, έχει αυτοκίνητο», είπε ο Φιν. Αυτό ήταν το κριτήριο του Φιν για την οικονομική ευμάρεια, και εκείνη την εποχή μάλλον και το δικό μου.
«Οι γυναίκες μού προκαλούν καρδιακά επεισόδια», πρόσθεσε ο Φιν. Ούτε κι αυτός είχε χαρεί με την εκπαραθύρωση.
Έμεινα για μια στιγμή αμίλητος, νιώθοντας έναν ακαθόριστο σωματικό πόνο, στη ρίζα του οποίου η ζήλια και ο πληγωμένος εγωισμός συγκεράζονταν με το έντονο συναίσθημα του μη έχοντος πού την κεφαλήν κλίναι. Να που είχαμε βρεθεί εκεί, καθισμένοι σε δυο βαλίτσες στο πεζοδρόμιο της οδού Ερλς Κορτ, ένα σκονισμένο, ηλιόλουστο πρωινό του Ιουλίου, και πού θα πηγαίναμε τώρα; Αυτό γινόταν πάντα. Ενώ εγώ πάσχιζα να βάλω το σύμπαν μου σε μια σειρά για ν’ αρχίσει επιτέλους να λειτουργεί, ξαφνικά αυτό έσκαγε ξανά στα ίδια χίλια αναθεματισμένα, μπερδεμένα κομμάτια, αφήνοντάς μας με τον Φιν ξέμπαρκους. Λέω σύμπαν μου και όχι μας, επειδή μερικές φορές έχω την αίσθηση πως ο Φιν διαθέτει από ελάχιστη έως μηδαμινή εσωτερική ζωή. Δεν το λέω με πρόθεση να τον προσβάλω· απλώς, κάποιοι άνθρωποι τη διαθέτουν και κάποιοι όχι. Αυτό το συνδέω επίσης με τη φιλαλήθειά του. Οι εκλεπτυσμένοι άνθρωποι όπως εγώ μπορούν να διαβάζουν τόσο καλά ανάμεσα στις γραμμές, που να μην απαντούν ποτέ ευθέως. Οι πολλές διαστάσεις των πραγμάτων ήταν ανέκαθεν το πρόβλημά μου. Και αυτό το συνδέω με την τάση του Φιν να κάνει αντικειμενικές δηλώσεις όταν μια αντικειμενική δήλωση είναι το τελευταίο πράγμα που θέλεις ν’ ακούσεις στη δεδομένη στιγμή, κάτι σαν εκτυφλωτικό φως όταν έχεις πονοκέφαλο. Βέβαια, μπορεί ο Φιν να με ακολουθεί ακριβώς επειδή νιώθει το έλλειμμά του σε εσωτερική ζωή και καλύπτεται από τη δική μου, που είναι και πολυσύνθετη και πολυδιάστατη. Όπως και να ’χει, θεωρώ τον Φιν γηγενή του σύμπαντός μου, όντας ανίκανος να διανοηθώ ότι κι εκείνος διαθέτει ένα στο οποίο ενοικώ εγώ· πρόκειται για έναν διακανονισμό που φαίνεται να εξυπηρετεί και τους δυο μας.
Ακόμη είχαμε περισσότερες από δύο ώρες μέχρι το άνοιγμα των παμπ, και σχεδόν δεν άντεχα στην ιδέα ότι θα έπρεπε να δω τη Μάγκνταλεν τώρα, στην κατάσταση που βρισκόμουν. Θα περίμενε να της κάνω σκηνή, και δεν ένιωθα να έχω αρκετή ενέργεια για κάτι τέτοιο, για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι δεν ήξερα τι είδους σκηνή έπρεπε να κάνω. Αυτό θα έπρεπε να το σκεφτώ λιγάκι. Όταν σε πετάνε έξω, τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από το να προσδιορίσεις από τι σου δείχνουν την πόρτα της εξόδου. Χρειαζόμουν χρόνο να μελετήσω την κατάστασή μου.
«Θα ήθελες έναν καφέ στο Lyons;» είπα στον Φιν ελπίζοντας.
«Δεν θα ήθελα», είπε ο Φιν. «Έγινα πτώμα περιμένοντας εσένα να γυρίσεις κι ακούγοντας εκείνη να με διαολοστέλνει. Πάμε να της μιλήσεις». Κι άρχισε να κατηφορίζει τον δρόμο. Ο Φιν δεν αναφέρεται στους ανθρώπους παρά μόνο με αντωνυμίες και κλητικά επίθετα. Τον ακολούθησα αργά, προσπαθώντας να καταλάβω ποιος ήμουν.
Η Μάγκνταλεν ζούσε σ’ ένα από αυτά τα απωθητικά, βαριά σπίτια της Ερλς Κορτ. Εκείνη είχε το πάνω μισό· κι εκεί είχα μείνει κι εγώ τους τελευταίους δεκαοχτώ και πλέον μήνες, μαζί με τον Φιν. Οι δυο μας μέναμε στον τέταρτο όροφο, σ’ έναν λαβύρινθο από σοφίτες, και η Μάγκνταλεν στον τρίτο, αν και δεν μπορώ να πω ότι δεν βλεπόμασταν συχνά, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Είχα αρχίσει να το νιώθω σαν σπίτι μου. Μερικές φορές η Μάγκνταλεν είχε φιλαράκους, δεν με πείραζε, όμως, και δεν ρωτούσα. Το προτιμούσα όταν είχε, αφού έτσι είχα κι εγώ περισσότερο χρόνο για δουλειά, ή μάλλον για το είδος του ονειρικού, ανεπικερδούς στοχασμού που είναι και η αγαπημένη μου ασχολία. Ο Φιν κι εγώ είχαμε ζήσει εκεί βολεμένοι σαν δυο καρύδια στο τσόφλι τους. Επίσης, είχαμε ζήσει εκεί σχεδόν δωρεάν, που ήταν ένα ακόμα πλεονέκτημα. Τίποτα δεν μ’ εκνευρίζει περισσότερο από το να πληρώνω ενοίκιο.
Θα πρέπει να εξηγήσω ότι η Μάγκνταλεν εργάζεται ως δακτυλογράφος στην πόλη, ή, μάλλον, εργαζόταν ως δακτυλογράφος στην πόλη την εποχή που διαδραματίζονταν τα αρχικά γεγονότα αυτής της ιστορίας. Βέβαια, αυτό κάθε άλλο παρά σωστή περιγραφή είναι. Το πραγματικό της επάγγελμα είναι να είναι ο εαυτός της, και σε αυτό αφοσιώνεται με τρομερό ζήλο και δεξιοτεχνία. Η Μάγκνταλεν στρέφει τις προσπάθειές της προς την εκάστοτε κατεύθυνση που της υποδεικνύουν τα γυναικεία περιοδικά και ο κινηματογράφος, και το ότι, παρά τις επιδόσεις της στην εντατική μελέτη των κρατούντων συμβάσεων περί σαγήνευσης των αντρών, ακόμη δεν έχει καταφέρει να μετατρέψει τον εαυτό της σε άχρωμο και άοσμο ον, το οφείλει αποκλειστικά και μόνο στην εγγενή και ακαταπόνητη ζωντάνια της. Δεν είναι πανέμορφη: αυτό είναι ένα επίθετο που χρησιμοποιώ με φειδώ· αλλά είναι και ωραία και ελκυστική. Η ωραιότητά της οφείλεται στα κανονικά χαρακτηριστικά και στη φίνα επιδερμίδα της, την οποία καλύπτει με μια ροδακινί μάσκα μέικαπ μέχρι να γίνει τόσο λεία και ανέκφραστη όσο και ο αλάβαστρος. Τα μαλλιά της υιοθετούν το όποιο στυλ ανακηρύσσεται κάθε φορά από τους ειδήμονες της κομμωτικής ως πιο κολακευτικό. Είναι βαμμένα χρυσαφί. Οι γυναίκες νομίζουν ότι η ομορφιά έγκειται στην κατά προσέγγιση προσομοίωση μιας αρμονικής νόρμας, και ο μόνος λόγος που αποτυγχάνουν να γίνουν αξεχώριστα πανομοιότυπες είναι ότι δεν έχουν τον χρόνο, τα χρήματα και τα μέσα να το πετύχουν. Οι σταρ του κινηματογράφου που τα έχουν όλ’ αυτά είναι αξεχώριστα πανομοιότυπες. Η Μάγκνταλεν χρωστάει την ελκυστικότητά της στα μάτια της, και στη ζωντάνια των τρόπων και της έκφρασής της. Τα μάτια είναι το μοναδικό σημείο του προσώπου που τίποτα δεν μπορεί να το μεταμφιέσει, ή τουλάχιστον τίποτα που να έχει εφευρεθεί προσώρας. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής κι αυτόν τον καθρέφτη δεν μπορείς να τον βάψεις ούτε καν να τον πασπαλίσεις με χρυσόσκονη. Της Μάγκνταλεν είναι μεγάλα και γκρίζα και αμυγδαλωτά, και γυαλίζουν σαν βότσαλα στη βροχή. Πότε πότε βγάζει πολλά λεφτά, όχι δακτυλογραφώντας στη γραφομηχανή, αλλά κάνοντας το μοντέλο σε φωτογράφους· είναι η προσωποποίηση της κατά γενική ομολογία χαριτωμένης κοπέλας.
Έκανε μπάνιο όταν φτάσαμε. Πήγαμε στο καθιστικό της, όπου η ηλεκτρική σόμπα και οι μικρές στοίβες από νάιλον κάλτσες και μεταξωτά εσώρουχα και η μυρωδιά της πούδρας δημιουργούσαν ένα κουκούλι γεμάτο θαλπωρή. Ο Φιν σωριάστηκε στο ανάστατο ντιβάνι, κάτι που η Μάγκνταλεν του είχε ζητήσει επανειλημμένα να μην κάνει. Πήγα στην πόρτα του μπάνιου. «Ματζ!» φώναξα.
Τα πλατσουρίσματα σταμάτησαν. «Εσύ είσαι, Τζέικ;» φώναξε κι εκείνη από μέσα. Το θερμοσίφωνο έκανε δαιμονισμένο θόρυβο.
«Ε ναι, και βέβαια εγώ είμαι. Μπορείς να μου πεις τι είναι αυτές οι ανοησίες;»
«Δεν σ’ ακούω», είπε η Μάγκνταλεν. «Περίμενε μισό λεπτό».
«Τι είναι αυτές οι ανοησίες!» φώναξα ακόμα πιο δυνατά τώρα. «Ότι παντρεύεσαι στοιχηματζή, εννοώ. Πώς είναι δυνατόν να κάνεις κάτι τέτοιο χωρίς να το ξέρω;»
Η σκηνή που έκανα έξω από την πόρτα του μπάνιου μού φαινόταν αρκούντως ικανοποιητική. Μέχρι και το τζάμι του πάνω μέρους βρόντηξα.
«Δεν μπορώ ν’ ακούσω λέξη», είπε η Ματζ. Αυτό δεν ήταν αλήθεια· απλώς προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. «Τζέικ, καλέ μου, βάλε νερό να βράσει να πιούμε έναν καφέ. Βγαίνω αμέσως».
Η Μάγκνταλεν βγήκε καμαρωτή από το μπάνιο μαζί με ένα ρεύμα ζεστού, αρωματισμένου αέρα την ώρα που έφτιαχνα τον καφέ, με απέφυγε, όμως, πηγαίνοντας κατευθείαν στο μπουντουάρ της. Ο Φιν σηκώθηκε βιαστικά από το ντιβάνι. Ανάψαμε τσιγάρα και περιμέναμε. Μετά από πολλή ώρα, η Μάγκνταλεν εμφανίστηκε περίλαμπρη στο καθιστικό και στάθηκε μπροστά μου. Την κοίταξα με άφωνη κατάπληξη. Μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε επισυμβεί στην εξωτερική της εμφάνιση. Φορούσε ένα στενό μεταξωτό φόρεμα, ακριβής και περίτεχνης ραφής, και μια μεγάλη ποσότητα από αληθινά και, καταπώς φαινόταν, πανάκριβα κοσμήματα. Ακόμα και η έκφραση του προσώπου της έμοιαζε αλλαγμένη. Τώρα μπορούσα επιτέλους να καταλάβω αυτό που μου είχε πει ο Φιν. Στον δρόμο για εδώ, η ανησυχία για τον εαυτό μου δεν με είχε αφήσει να σκεφτώ την ιδιαιτερότητα και το μέγεθος του σχεδίου της Ματζ. Τώρα η χρηματική αξία του βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου. Οπωσδήποτε ήταν αναπάντεχο. Η Ματζ συνήθιζε να συνάπτει σχέσεις με βαρετούς αλλά αγαθοεργούς αστούς ή δημοσίους υπαλλήλους με μποέμικα γούστα, ή, στη χειρότερη, με λογοτεχνικούς λαντζέρηδες όπως εγώ. Αναρωτήθηκα ποιο παράδοξο σφάλμα στην κοινωνική διαστρωμάτωση την είχε φέρει σε επαφή μ’ έναν άντρα που κατάφερε να την εμπνεύσει να ντυθεί έτσι. Έκανα αργά τον γύρο της, κοιτάζοντάς τη και προσπαθώντας να εμπεδώσω αυτό που έβλεπα.
«Για τι με πέρασες, Τζέικ; Για το Mνημείο του Αλβέρτου;» είπε η Μάγκνταλεν.
«Όχι μ’ αυτά τα μάτια», απάντησα και κοίταξα στα πιτσιλωτά βάθη τους.
Μετά, ένας ασυνήθιστος πόνος με διαπέρασε και αναγκάστηκα να κοιτάξω αλλού. Έπρεπε να την είχα φροντίσει καλύτερα. Τούτη εδώ η μεταμόρφωση πρέπει να ήταν από καιρό στα σπάργανα, μόνο που εγώ ήμουν πολύ βλάκας για να τη δω. Μια κοπέλα σαν τη Μάγκνταλεν δεν γίνεται να μεταμορφωθεί μέσα σε μια νύχτα. Κάποιος είχε κοπιάσει για αυτό το αποτέλεσμα.
Η Ματζ με κοίταζε παραξενεμένη. «Τι τρέχει;» ρώτησε. «Άρρωστος είσαι;»
Είπα αυτό που σκεφτόμουν. «Έπρεπε να σε είχα φροντίσει καλύτερα, Ματζ».
«Δεν με φρόντισες καθόλου», είπε η Ματζ. «Τώρα θα το κάνει κάποιος άλλος».
Το γέλιο της ήταν καυστικό, τα μάτια της όμως ήταν πονεμένα, κι εγώ ένιωσα την παρόρμηση να της κάνω, κι ας ήταν ήδη πολύ αργά, μια εσπευσμένη πρόταση. Ένα παράξενο φως, στραμμένο στο παρελθόν της φιλίας μας, έφερνε καινούρια πράγματα στο προσκήνιο, και προσπάθησα μέσα σε μια στιγμή να συλλάβω την πεμπτουσία της ανάγκης μου για κείνη. Παρ’ όλ’ αυτά, πήρα βαθιά ανάσα και ακολούθησα τον κανόνα μου να μη μιλάω ποτέ με ειλικρίνεια στις γυναίκες σε στιγμές συναισθηματικής φόρτισης. Ποτέ δεν βγαίνει σε καλό. Δεν είναι στη φύση μου να αναλαμβάνω την ευθύνη των άλλων. Εδώ τον δικό μου δρόμο και δυσκολεύομαι να τον βρω. Η επικίνδυνη στιγμή πέρασε, το σινιάλο έσβησε, η γυαλάδα στα μάτια της Μάγκνταλεν εξαφανίστηκε κι εκείνη είπε: «Βάλε μου λίγο καφέ». Της έβαλα.
«Κοίτα, Τζέικ», είπε, «καταλαβαίνεις πώς είναι. Θέλω να πάρεις τα πράγματά σου από δω το συντομότερο δυνατό, ακόμα και σήμερα αν μπορείς. Τα έχω βάλει όλα στο δωμάτιό σου».
Και τα είχε. Διάφορα δικά μου αντικείμενα τα οποία συνήθως κοσμούσαν το καθιστικό έλειπαν. Ήδη ένιωθα ότι δεν έμενα πια εκεί.
«Δεν καταλαβαίνω πώς είναι», είπα, «και θα με ενδιέφερε να το ακούσω».
«Πρέπει να τα πάρεις όλα», είπε αντί για οτιδήποτε άλλο η Μάγκνταλεν. «Θα σου πληρώσω ένα ταξί αν θέλεις». Τώρα ήταν ψυχρή σαν την Ανταρκτική.
«Λυπήσου με, Ματζ», είπα. Είχα ξαναρχίσει ν’ ανησυχώ για τον εαυτό μου, κι ένιωθα πολύ καλύτερα. «Δεν γίνεται να συνεχίσω να μένω επάνω; Δεν ενοχλώ». Ήξερα όμως ότι ήταν κακή ιδέα.
«Ω Τζέικ!» είπε η Ματζ. «Είσαι μπουμπούνας!» Αυτό ήταν το πιο καλοσυνάτο σχόλιο που είχε κάνει μέχρι στιγμής. Χαλαρώσαμε και οι δύο.
Όλη αυτή την ώρα,ο Φιν ήταν ακουμπισμένος στο κούφωμα της πόρτας, κοιτάζοντας αφηρημένα κάπου στο μέσον της απόστασης. Δύσκολο να πεις αν άκουγε ή όχι.
«Διώξ’ τον», είπε η Μάγκνταλεν. «Μ’ ανατριχιάζει».
«Και πού να τον στείλω;» τη ρώτησα. «Πού να πάμε και οι δυο μας; Το ξέρεις ότι δεν έχω λεφτά».
Αντικειμενικά μιλώντας, αυτό δεν αλήθευε απόλυτα, για μένα, όμως, είναι θέμα τακτικής να παριστάνω μονίμως τον άφραγκο, μιας και ποτέ δεν ξέρει κανείς πότε κάτι τέτοιο θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο.
«Ενήλικες είστε», είπε η Μάγκνταλεν. «Υποτίθεται, δηλαδή. Το πού θα πάτε μπορείτε να το αποφασίσετε μόνοι σας».
Συνάντησα το ονειροπόλο βλέμμα του Φιν. «Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησα.
Μερικές φορές ο Φιν έχει ιδέες και, στο κάτω κάτω, εκείνος είχε περισσότερο χρόνο από μένα να το σκεφτεί.
«Θα πάμε στου Ντέιβ», είπε.
Δεν έβλεπα τίποτα κακό σ’ αυτό, οπότε είπα «Ωραία!» και του φώναξα να πάρει τις βαλίτσες γιατί είχε ήδη φύγει βολίδα για τη σκάλα. Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι δεν συμπαθεί τη Μάγκνταλεν. Γύρισε, πήρε τη μία κι εξαφανίστηκε.
Με τη Μάγκνταλεν κοιταχτήκαμε σαν πυγμάχοι στην αρχή του δεύτερου γύρου.
«Κοίτα, Ματζ», είπα, «δεν γίνεται να με πετάξεις έξω έτσι ξαφνικά».
«Έτσι ξαφνικά ήρθες», είπε η Ματζ.
Αλήθεια ήταν. Αναστέναξα.
«Έλα δω», της είπα απλώνοντάς της το χέρι. Μου έδωσε το δικό της, αλλά παρέμεινε άκαμπτο και απαθές σαν τσιμπίδα ψησίματος, κι έπειτα από μια δυο στιγμές το άφησα.
«Μην κάνεις σκηνή, Τζέικι», είπε η Ματζ.
Εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσα να κάνω την παραμικρή. Ένιωθα αδύναμος και ξάπλωσα στο ντιβάνι.
«Μάλιστα», είπα γλυκά. «Ώστε με πετάς έξω, και όλ’ αυτά για κάποιον που ζει από τα πάθη των άλλων».
«Όλοι ζούμε από τα πάθη των άλλων», είπε η Ματζ μ’ έναν αέρα ενημερωμένου κυνισμού που καθόλου δεν της ταίριαζε. «Το κάνω εγώ, το κάνεις εσύ, και εσύ μάλιστα με χειρότερα πράγματα από εκείνον». Ήταν μια αναφορά στο είδος των βιβλίων που καμιά φορά μεταφράζω.
«Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο τυπάς;» τη ρώτησα.
Η Ματζ με σάρωσε με το βλέμμα, ανιχνεύοντας το αποτέλεσμα. «Το όνομά του», είπε, «είναι Στάρφιλντ. Ίσως τον έχεις ακουστά». Μια θριαμβευτική σπίθα άναψε ξεδιάντροπα στα μάτια της.
Προσπάθησα να μείνω ανέκφραστος. Ώστε ήταν ο Στάρφιλντ, ο Σάμιουελ Στάρφιλντ, ο Σεβάσμιος Σάμι, ο γνωστός και μη εξαιρετέος μπουκμέικερ. Η περιγραφή του ως στοιχηματζή ήταν κάπως γραφική από μέρους του Φιν, αν και ο Σεβάσμιος Σάμι εξακολουθούσε να έχει τα γραφεία του κοντά στο Πικαντίλι και το όνομά του σε φωτεινές πινακίδες. Τώρα ο Στάρφιλντ έκανε λίγο απ’ όλα σε αυτούς τους τομείς που τον οδηγούσαν τα γούστα και τα λεφτά του: γυναικεία ενδύματα, νυχτερινά κέντρα, βιομηχανία του κινηματογράφου, εστίαση.
«Μάλιστα», είπα. Δεν θα υποκρινόμουν για χάρη της Ματζ. «Πού τον γνώρισες; Και ρωτώ από καθαρά κοινωνιολογικό ενδιαφέρον».
«Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό», είπε η Ματζ. «Αν θες σώνει και καλά να μάθεις, τον γνώρισα σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής 11». Αυτό ήταν ολοφάνερα ψέμα. Το δέχτηκα κουνώντας το κεφάλι.
«Δηλαδή, ετοιμάζεσαι να γίνεις ισόβια γλάστρα», είπα. «Θα πρέπει να περνάς τη ζωή σου ως σύμβολο καταφανούς πλούτου». Και καθώς το έλεγα, σκέφτηκα ότι τελικά ίσως μια τέτοια ζωή να μην ήταν και τόσο άσχημη.
«Θα φύγεις επιτέλους, Τζέικ;» είπε η Μάγκνταλεν.
«Τέλος πάντων», είπα. «Δεν φαντάζομαι να μείνεις εδώ με τον Σεβάσμιο Σαμ, έτσι δεν είναι;»
«Θα το χρειαστούμε αυτό το διαμέρισμα», είπε η Μάγκνταλεν, «και θέλω να φύγεις από δω τώρα».
Βρήκα την απάντησή της αόριστη. «Είπες ότι θα παντρευτείτε;» ρώτησα. Άρχισε να με κατακλύζει ξανά εκείνο το αίσθημα της υπευθυνότητας. Στο κάτω κάτω, η Ματζ δεν είχε πατέρα, και ένιωθα in loco parentis.2 Ήταν και η μοναδική μόνιμη θέση που μου είχε απομείνει. Και τώρα που το σκεφτόμουν, μου φαινόταν τρομερά απίθανο κάποιος σαν τον Στάρφιλντ να παντρευτεί ένα κορίτσι σαν τη Μάγκνταλεν. Η Ματζ ήταν κατάλληλη για κρεμάστρα γούνινων παλτών όσο και η οποιαδήποτε άλλη. Αλλά δεν ήταν εντυπωσιακή κι ούτε πλούσια ή διάσημη. Ήταν μια καλή, υγιής Εγγλέζα, απλή και γλυκιά σαν Πρωτομαγιά στους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους. Φανταζόμουν όμως πως τα γούστα του Στάρφιλντ ήταν πολύ πιο εξωτικά, και κάθε άλλο παρά συζυγικού χαρακτήρα. «Ναι», είπε η Ματζ με έμφαση, διατηρώντας την αδιάντροπη αυθάδειά της. «Θ’ αρχίσεις τώρα να τα μαζεύεις;» Είχε τύψεις, όμως, το καταλάβαινα από τον τρόπο που απέφευγε το βλέμμα μου.
Βάλθηκε να ψαχουλεύει στα ράφια. «Νομίζω ότι είναι κάτι δικά σου βιβλία εδώ», είπε κι έβγαλε το Μέρφι και το Ο φίλος μου ο Πιερό.3
«Κάνουμε χώρο για τον σύντροφο Στάρφιλντ, ε;» είπα. «Ξέρει να διαβάζει; Και, μιας που το ’φερε ο λόγος, γνωρίζει την ύπαρξή μου;»
«Εεε ναι», απάντησε αόριστα η Μάγκνταλεν, «δεν θέλω όμως να γνωριστείτε. Γι’ αυτό πρέπει να τα μαζέψεις και να φύγεις αμέσως. Από αύριο, ο Σάμι θα περνάει πολύ χρόνο εδώ».
«Το σίγουρο είναι», είπα, «ότι δεν μπορώ να μετακομίσω τα πάντα αυθημερόν. Θα πάρω μερικά πράγματα τώρα, αλλά θα πρέπει να ξανάρθω αύριο». Δεν μ’ αρέσει καθόλου να με πρεσάρουν. «Και μην ξεχνάς», πρόσθεσα με ζέση, «πως το ραδιοπικάπ είναι δικό μου». Οι σκέψεις μου δεν έπαυαν να γυρίζουν στην Τράπεζα Lloyds.
«Ναι, καλέ μου», είπε η Ματζ, «αν όμως θέλεις να ξανάρθεις από αύριο και μετά, τηλεφώνησε πρώτα, κι αν το σηκώσει άντρας, κλείσ’ το».
«Τι αηδία», είπα.
«Ναι, καλέ μου», είπε η Ματζ. «Να καλέσω ταξί;»
«Όχι!» φώναξα βγαίνοντας από το δωμάτιο.
«Αν έρθεις και είναι ο Σάμι εδώ», μου φώναξε η Μάγκνταλεν καθώς ανέβαινα τις σκάλες, «θα σε κάνει μπλε μαρέν στο ξύλο».
Πήρα την άλλη βαλίτσα, πακετάρισα τα χειρόγραφά μου σε ένα δέμα με καφετί χαρτί κι έφυγα πεζή. Έπρεπε να σκεφτώ, και στα ταξί δεν μπορώ ποτέ να σκεφτώ αφού κοιτάζω μονίμως την ταρίφα. Πήρα το λεωφορείο 73 και πήγα στης κυρίας Τίνκχαμ. Η κυρία Τίνκχαμ διατηρεί πρακτορείο διανομής έντυπου Τύπου στην οδό Σάρλοτ. Είναι ένα σκονισμένο, βρόμικο ψιλικατζίδικο με άθλια εμφάνιση και μια φτηνή διαφημιστική πινακίδα απέξω, που πουλάει εφημερίδες σε διάφορες γλώσσες, και γυναικεία περιοδικά, και μυθιστορήματα γουέστερν και επιστημονικής φαντασίας και κόμικς Amazing Stories. Τουλάχιστον αυτά εκτίθενται προς πώληση σε χαοτικές στοίβες, μολονότι δεν έχω δει ποτέ κανέναν να αγοράζει τίποτε άλλο στο μαγαζί της κυρίας Τίνκχαμ εκτός από παγωτό, το οποίο πωλείται επίσης, και την εφημερίδα Evening News. Τα περισσότερα βιβλία παραμένουν ανέγγιχτα να ξεθωριάζουν στον ήλιο χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, και μετακινούνται μόνο όταν η κυρία Τίνκχαμ παθαίνει μία από τις περιστασιακές αναγνωστικές κρίσεις της και πιάνει κάποιο γουέστερν, κιτρινισμένο από τα χρόνια, μόνο και μόνο για να δηλώσει όταν φτάσει στη μέση πως το είχε ξαναδιαβάσει, αλλά το είχε ξεχάσει. Πλέον πρέπει να έχει διαβάσει όλο το στοκ του μαγαζιού, που είναι περιορισμένο και αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς. Την έχω δει μερικές φορές να κοιτάζει γαλλικές εφημερίδες, αν και διατείνεται ότι δεν ξέρει γαλλικά, ίσως όμως να κοιτάζει απλώς τις εικόνες. Εκτός από το ψυγείο των παγωτών, υπάρχει ένα μικρό σιδερένιο τραπέζι και δύο πολυθρόνες, και σ’ ένα ράφι από πάνω του μπουκάλια με κόκκινα και πράσινα μη αλκοολούχα ποτά. Εδώ έχω περάσει πολλές γαλήνιες ώρες.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα του μαγαζιού της κυρίας Τίνκχαμ είναι οι πολλές γάτες. Μια ολοένα αυξανόμενη, μητριαρχική οικογένεια από τιγράκια, βλαστοί μιας τεράστιας βασίλισσας, κάθονται πάνω στον πάγκο και στα άδεια ράφια, γλαρωμένα και στοχαστικά, με τα κεχριμπαρένια, στενεμένα μάτια τους ν’ ανοιγοκλείνουν στον ήλιο, απρόθυμες σχισμές υγρού σε μια απλωσιά ζεστής γούνας. Όταν μπαίνω μέσα, συχνά κάποιο πηδάει κάτω, στα γόνατά μου, όπου κάθεται για λίγο, θαρρείς νηφάλια και απροκατάληπτα, προτού ξεγλιστρήσει στον δρόμο για μια βόλτα στις παρακείμενες βιτρίνες. Ποτέ μου όμως δεν έχω συναντήσει κάποιο από αυτά τα ζώα σε απόσταση μεγαλύτερη των δέκα μέτρων από το μαγαζί. Στο κέντρο τους κάθεται η ίδια η κυρία Τίνκχαμ, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Δεν ξέρω κανέναν άλλο να καπνίζει κυριολεκτικά το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο. Η κυρία Τινκ ανάβει το επόμενο από τη γόπα του προηγούμενου· το πώς ανάβει το πρώτο της ημέρας παραμένει για μένα μυστήριο, γιατί ποτέ δεν έχει σπίρτα στο μαγαζί όποτε της ζητάω ένα. Μία φορά μπήκα μέσα και τη βρήκα πολύ αναστατωμένη γιατί το τσιγάρο της είχε πέσει μέσα σε μια κούπα με καφέ και δεν είχε φωτιά να ανάψει άλλο. Ίσως καπνίζει όλη νύχτα ή ίσως υπάρχει ένα άσβεστο τσιγάρο που καίει μέχρι το πρωί στο υπνοδωμάτιό της. Μια εμαγιέ λεκάνη στα πόδια της είναι γεμάτη, συνήθως στα όρια υπερχείλισης, με αποτσίγαρα· και δίπλα της, πάνω στον πάγκο ένα μικρό ραδιόφωνο, πάντοτε ανοιχτό, παίζει μονίμως με την ένταση χαμηλωμένη, τόσο σιγανά ώστε ένα μουσικό μουρμουρητό να συνοδεύει την κυρία Τίνκχαμ καθώς κάθεται εκεί, στεφανωμένη με καπνό, ανάμεσα στις γάτες.
Μπήκα μέσα, κάθισα ως συνήθως στο σιδερένιο τραπέζι, πήρα μια γάτα από το κοντινότερο ράφι και την ακούμπησα στα γόνατά μου. Σαν μηχάνημα που είχε ανάψει, άρχισε να χουρχουρίζει. Χάρισα στην κυρία Τίνκχαμ το πρώτο μου αυθόρμητο χαμόγελο της ημέρας. Η κυρία Τίνκχαμ είναι αυτό που ο Φιν ονομάζει μυστήριο τρένο, είναι όμως πολύ καλή μαζί μου, κι εγώ την καλοσύνη δεν την ξεχνάω ποτέ.
«Να που γύρισες λοιπόν», είπε η κυρία Τίνκχαμ, αφήνοντας στην άκρη ένα τεύχος του Amazing Stories και χαμηλώνοντας το ραδιόφωνο μέχρι που ο ήχος έγινε ένα δυσδιάκριτο μουρμούρισμα στο παρασκήνιο.
«Ναι, δυστυχώς», είπα. «Τι θα λέγατε για ένα ποτηράκι, κυρία Τινκ;»
Εδώ και πολύ καιρό έχω στοκαρισμένο ουίσκι στο πρακτορείο, για την περίπτωση που χρειαστεί να στυλωθώ πίνοντας λίγο θεραπευτικό αλκοόλ μέσα σε ήσυχο περιβάλλον, στο κεντρικό Λονδίνο, σε ώρες που οι παμπ είναι κλειστές. Τώρα είχαν ανοίξει, χρειαζόμουν όμως την κατευναστική γαλήνη του μαγαζιού της κυρίας Τίνκχαμ, με μια γάτα να χουρχουρίζει και το ραδιόφωνο να μουρμουρίζει και την κυρία Τίνκχαμ να κάθεται σαν γήινη θεότητα τριγυρισμένη από θυμίαμα. Όταν πρωτοσυνέλαβα αυτό το σχέδιο, συνήθιζα να μαρκάρω τη στάθμη στο μπουκάλι έπειτα από κάθε ποτό, αυτό όμως ήταν προτού γνωρίσω καλά την κυρία Τινκ. Από άποψη αξιοπιστίας, η κυρία Τίνκχαμ είναι σαν νόμος της φύσης. Και ξέρει να κρατάει μυστικά. Κάποτε κρυφάκουσα έναν από τους φυσιογνωμικά αμφιλεγόμενους πελάτες της, ο οποίος προσπαθούσε να την ψαρέψει για κάτι, να της φωνάζει «Είσαι παθολογικά διακριτική!», και πράγματι, έτσι είναι. Όντως, υποψιάζομαι πως αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας της. Το μαγαζί της εκτελεί χρέη «προσωρινής ταχυδρομικής διεύθυνσης» και είναι τόπος ραντεβού για ανθρώπους εξαιρετικά μυστικοπαθείς σχετικά με τις υποθέσεις τους. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πόσα ξέρει η κυρία Τίνκχαμ για τις δουλειές των πελατών της. Όταν βρίσκομαι μακριά της, νιώθω σίγουρος ότι δεν μπορεί να είναι τόσο αφελής που να μην καταλαβαίνει καθόλου τι γίνεται κάτω απ’ τη μύτη της. Όταν βρίσκομαι μαζί της, μου φαίνεται τόσο συγκεντρωμένη στον εαυτό της και νεφελώδης, και μοιάζει τόσο πολύ με τις γάτες της όταν ανοιγοκλείνει τα μάτια της, που αρχίζω να αμφιβάλλω. Υπάρχουν στιγμές που πιάνω με την άκρη του ματιού μου ένα βλέμμα οξυμμένης ευφυΐας στο πρόσωπό της· όσο γρήγορα όμως κι αν γυρίσω το κεφάλι μου για να την κοιτάξω κανονικά, ποτέ δεν καταφέρνω να συλλάβω σε αυτό τίποτα παραπάνω από μια έκφραση μητρικής φροντίδας και λίγο πολύ άτονου ενδιαφέροντος. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το μόνο σίγουρο παραμένει ότι δεν θα τη μάθει ποτέ κανείς. Η αστυνομία έχει παραιτηθεί προ πολλού από την προσπάθεια να ανακρίνει την κυρία Τίνκχαμ. Ήταν χαμένος χρόνος. Όσο πολλά ή λίγα κι αν ξέρει, ποτέ της, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζω εγώ, δεν έχει δείξει, είτε για κέρδος είτε για εντυπωσιασμό, ότι γνωρίζει σε βάθος τον μικρόκοσμο που μπαινοβγαίνει στο μαγαζί της. Μια γυναίκα που δεν μιλάει είναι διαμάντι σε βελούδο. Είμαι αφοσιωμένος στην κυρία Τίνκχαμ.
Γέμισε ένα χάρτινο ποτήρι με ουίσκι και το έσπρωξε προς το μέρος μου πάνω στον πάγκο. Την ίδια δεν την έχω δει ποτέ να πίνει οτιδήποτε.
«Δεν έχει μπράντι αυτή τη φορά, καλέ μου;» ρώτησε.
«Όχι, το κατάσχεσαν στο αναθεματισμένο το Τελωνείο», είπα κι όταν ήπια μια μεγάλη γουλιά ουίσκι, πρόσθεσα «Που να τους πάρει ο διάολος!» με μια χειρονομία που περιλάμβανε τους τελωνειακούς, τη Ματζ, τον Στάρφιλντ, και τον προσωπικό συνεργάτη μου στην τράπεζα.
«Τι συμβαίνει, καλέ μου; Πάλι ζόρια τραβάς, ε;» είπε η κυρία Τίνκχαμ και, καθώς χαμήλωνα στο ποτό μου το βλέμμα, είδα το δικό της να λαμπυρίζει από επίγνωση.
«Γεμάτη βάσανα είναι η ζωή», πρόσθεσε μ’ εκείνη τη φωνή που πρέπει να είχε αλείψει με μέλι τον δρόμο για αναρίθμητες εξομολογήσεις.
Είμαι σίγουρος ότι οι άνθρωποι μιλάνε ασταμάτητα στην κυρία Τίνκχαμ. Μπαίνοντας καμιά φορά στο μαγαζί, το πιάνω στον αέρα. Κι εγώ της έχω μιλήσει· και το πιθανότερο είναι πως για πολλούς πελάτες της, η κυρία Τινκ κατέχει τη θέση του μοναδικού απόλυτα έμπιστου ανθρώπου στη ζωή τους. Μια τέτοια θέση δεν θα μπορούσε να στερείται ορισμένων απολαβών, και σίγουρα η κυρία Τίνκχαμ έχει λεφτά, γιατί κάποτε μου είχε δανείσει δέκα λίρες χωρίς καν να το σκεφτεί, είμαι σίγουρος όμως ότι το κέρδος δεν είναι αυτό που την απασχολεί περισσότερο. Απλώς θέλει να είναι ενήμερη για τις δουλειές των άλλων, ή μάλλον να είναι ενήμερη για τις ζωές τους, μιας και το «δουλειές» υποδηλώνει ένα ενδιαφέρον πιο περιορισμένο και λιγότερο ανθρωπιστικό από αυτό που αισθανόμουν τώρα, ή φανταζόμουν πως αισθανόμουν, να είναι εστιασμένο με μια κάποια ένταση πάνω μου. Για την ακρίβεια, η αλήθεια ως προς την αφέλειά της, ή την έλλειψή της, μπορεί να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα δύο, και ίσως η κυρία Τινκ να ζει στον κόσμο των παθών των άλλων, όπου τα αληθινά γεγονότα δεν διαχωρίζονται ξεκάθαρα από τα πλασματικά.
Υπήρχε ένα απαλό μουρμουρητό, που μπορεί να ήταν είτε το ραδιόφωνο είτε η κυρία Τίνκχαμ που μου έκανε μάγια για να με ψήσει να της μιλήσω: ένας ήχος σαν το απαλό μάζεμα μιας ντελικάτης πετονιάς στην άκρη της οποίας ταλαντεύεται επικίνδυνα κάποιο σπάνιο ψάρι. Έσφιξα όμως τα δόντια για να μη μιλήσω. Ήθελα να περιμένω μέχρι να μπορέσω να παρουσιάσω την ιστορία μου με πιο δραματικό τρόπο. Το πράγμα είχε προοπτική, ακόμα όμως του έλειπε η μορφή. Αν μιλούσα τώρα, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να πω την αλήθεια· όταν με πιάνουν εξαπίνης, συνήθως λέω την αλήθεια, και τι είναι πιο ανιαρό απ’ αυτό; Συνάντησα το βλέμμα της κυρίας Τίνκχαμ, και μολονότι τα μάτια της δεν αποκάλυπταν τίποτα, ήμουν σίγουρος πως ήξερε τι σκεφτόμουν.
«Οι άνθρωποι και τα λεφτά, κυρία Τινκ», είπα. «Τι ωραίος θα ήταν ο κόσμος χωρίς αυτά»».
«Και το σεξ», είπε η κυρία Τινκ. Αναστενάξαμε κι οι δυο.
«Είχαμε νεογέννητα γατάκια πρόσφατα;» τη ρώτησα.
«Όχι ακόμα», είπε η κυρία Τίνκχαμ, «αλλά η Μάγκι είναι πάλι έγκυος. Σε λίγο θ’ αποκτήσεις τα όμορφα μωρούλια σου, ναι, αγάπη μου;» είπε στην τεράστια τιγρέ γάτα στον πάγκο.
«Λέτε αυτή τη φορά να σταθήκαμε τυχεροί;» ρώτησα.
Η κυρία Τίνκχαμ ανέκαθεν προσπαθούσε να πείσει τις τιγρέ γάτες της να ζευγαρώσουν μ’ έναν όμορφο Σιαμαίο που έμενε λίγο παρακάτω στον δρόμο. Η αλήθεια είναι πως οι προσπάθειές της περιορίζονταν στο να μεταφέρει τα θηλυκά της μέχρι την πόρτα του Σιαμαίου και να τους τον δείχνει κάνοντας σχόλια όπως «Κοιτάξτε τι κούκλος είναι αυτός ο γατούλης!» – κι έτσι, μέχρι στιγμής δεν είχε υπάρξει αποτέλεσμα. Αν έχετε προσπαθήσει ποτέ να στρέψετε την προσοχή μιας γάτας σε κάτι, ξέρετε πόσο δύσκολο είναι. Το ζώο θα κοιτάξει οπουδήποτε αλλού εκτός από κει που δείχνει το δάχτυλό σας.
«Καμία πιθανότητα», είπε με πικρία η κυρία Τίνκχαμ. «Όλες τους τρελαίνονται για τον ασπρόμαυρο κεραμιδόγατο του χασάπη, αυτού που πουλάει κρέας αλόγου. Κι εσύ, ομορφούλα μου, ε; Ναι, κι εσύ», είπε στην έγκυο τίγρη, που τεντώθηκε απλώνοντας μια βαριά, αφράτη, μεγαλόπρεπη πατούσα
