Explore 1.5M+ audiobooks & ebooks free for days

From $11.99/month after trial. Cancel anytime.

O Φύλακας του Κλουβιού
O Φύλακας του Κλουβιού
O Φύλακας του Κλουβιού
Ebook783 pages10 hours

O Φύλακας του Κλουβιού

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το πάντρεμα φαντασίας & τρόμου σ' ένα βιβλίο που όμοιό του δεν έχει ξαναυπάρξει!

Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας συμπαντικός λακές. Ο Φύλακας του Ωων Κα με το αιώνιο, βαρετό καθήκον της φύλαξης αυτού του πολύτιμου φορτίου που οι  ̈Μεγάλοι ̈ αποφάσισαν να φυτέψουν σε μερικούς άτυχους θνητούς, τα λεγόμενα Κλουβιά. Το καλοκαίρι του 2004 το Ωων Κα βρίσκεται σε κίνδυνο και ποιος πρέπει να ξεβολευτεί για ακόμα μια φορά; Μέσα στο σώμα ενός αγοριού, του Νίκου Παπαδόπουλου που σκοτώθηκε δεκατρία χρόνια πριν, ο φαινομενικά εικοσιεξάχρονος Φύλακας σπεύδει ανόρεχτα να γνωρίσει το Κλουβί του, μια μοναχική έφηβη με ύποπτα δολοφονικό παρελθόν, και να το καθοδηγήσει στα μυστικιστικά μονοπάτια των δυνάμεων που κρύβει μέσα του. Αυτή τη φορά όμως το Κλουβί του δεν είναι όπως τα προηγούμενα. Μα ούτε εκείνο το αρρωστημένο πλάσμα, ο τωρινός σφετεριστής του Ωων Κα, δεν είναι σαν τους αμέτρητους που έχει ήδη ξεκάνει. Και οι δυο τους είναι γνωστά κόκαλα που θα τον κάνουν να χάσει από τα μάτια του τον στόχο και να κυλιστεί για πρώτη φορά μέσα στον βούρκο των ανθρώπινων συναισθημάτων. Από τα σκονισμένα μπετό της Λάρισας μέχρι τους μυστηριώδεις βάλτους του Μισσισσίπη και από την Παλαιά Πόλη του Λίμπεκ μέχρι την γραφική Δρακότρυπα Καρδίτσης, αφήνουν πίσω τους αίμα που ουρλιάζει και καταραμένους νεκρούς. Οι τρεις τους βρίσκονται αντιμέτωποι όχι μόνο με τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του Ωων Κα αλλά και εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα ανίερο ερωτικό τρίγωνο που ζέχνει θάνατο, καταστροφή και ανέλπιστα θαύματα… «Αμέτρητοι νεκροί μέσα μου… Τους νιώθω να αναριγούν από νοσταλγία σε μουχλιασμένες κλίνες. Να αφουγκράζονται. Να παγώνουν χίλιους παγετώνες και να γίνονται στάχτη μέσα σε λιλά πυρκαγιές…»

Ένα βιβλίο γεμάτο φαντασία, δράση, μυστήριο και έντονες και αφιλτράριστες σκηνές. Μια ιστορία που όμοιά της δεν έχεις ξαναδιαβάσει ποτέ.

LanguageΕλληνικά
PublisherPigi Publications
Release dateFeb 7, 2025
ISBN9789606268076
O Φύλακας του Κλουβιού

Related to O Φύλακας του Κλουβιού

Related ebooks

Related categories

Reviews for O Φύλακας του Κλουβιού

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    O Φύλακας του Κλουβιού - Ελένη Τούσια

    Cover of Conspiring Souls by Ευριπίδης Μανουσουδάκης

    τίτλος: Ο Φύλακας του Κλουβιού

    συγγραφέας: Ελένη Τούσια

    ebook: Φεβρουάριος 2025

    isbn: 978-960-626-807-6

    διευθυντής έκδοσης: Βαλάντης Ναγκολούδης

    σύμβουλος έκδοσης: Μηνάς Παπαγεωργίου

    atelier: Λυδία Χατζημάρκου, Άρτεμις Χατζημάρκου

    φιλολογική επιμέλεια: Ελισσάβετ Κυρίτση

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη - Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό

    Η Ελένη Τούσια γεννήθηκε το φθινόπωρο του 1986 στη Λάρισα από πατέρα Έλληνα και μητέρα Γερμανίδα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα, τις καλοκαιρινές σχολικές διακοπές, όμως, τις περνούσε συνήθως ανάμεσα στα ποτάμια και τις λίμνες του Λίμπεκ της βόρειας Γερμανίας, ψαρεύοντας και κολυμπώντας μέσα στα θολά, πράσινα νερά. Από τη βαλίτσα της δεν έλειπε ποτέ ένα καλό βιβλίο τρόμου. Τα μικρά τετράγωνα μαγείας, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τα βιβλία της, ήταν πάντα οι καλύτεροί της φίλοι και συνοδοιπόροι όπου και αν βρισκόταν. Μεγαλωμένη μέσα σε ένα κράμα βαλκανικών και κέλτικων λαϊκών δοξασιών, θρύλων και παραμυθιών, άρχισε από πολύ μικρή ηλικία να σκαρφίζεται δικές της ιστορίες τρόμου που διηγούνταν στα παιδιά της γειτονιάς και τα μικρότερα αδέρφια της φοβίζοντάς τα. Οι νύχτες παιχνιδιού πολλές φορές έκλειναν με ένα: «Ελάτε να σας πω τι έγινε πριν από χρόνια μέσα σε αυτό το κτήριο!» – συνήθως εγκαταλελειμμένο. Λατρεύει τις μαύρες γάτες και τις βόλτες μέσα στο δάσος, ειδικά όταν αυτό φοράει τα χρυσά φθινοπωρινά του φυλλώματα. Σήμερα ζει μαζί με την κόρη της στο Γκράφεναου και εργάζεται ως παραμέντικ στον Βαυαρικό Ερυθρό Σταυρό.

    Στο δόλιο το κοτσύφι και το μαγικό Κουτίνι

    Περιεχόμενα

    Chap. 1 - Ο ιερός βιασμός

    Chap.2- Σχεδόν Θεός

    Chap.3 - Όλοι οι άγγελοι έχουν - στραβά δόντια

    Chap.4 - Η τέλεια γυναίκα

    Chap.5 - Μετρώντας αρνάκια

    Chap.6- Bluebloods and Bastards

    Chap.7 - Γνωστά κόκαλα

    Chap.8 - Το Βάπτισμα

    Chap.9 - Αμάντα

    Chap.10 - Τι θέλεις να γίνεις - όταν μεγαλώσεις;

    Chap.11 - Oma

    Chap.11 - Ο Πάστορας και ο Διάβολος

    Chap.13 - Killing Lazarus

    Chap.14 - Crossroad Blues

    Chap.15 - Σκουριά

    Chap.16 - Καληνύχτα, κούκλα

    Chap.17 - Μαύρο αίμα

    Chap.18 - Χώματα και γκλίτερ

    Chap.19 - Η καλύτερη σκύλα

    Chap.20 - Η νύχτα έρχεται πάντα, μωρό μου

    Chap.21 - Nightshift Sisters

    Chap.22 - Το τελευταίο τσιγάρο

    Chap.23 - Μείνε

    Chap.24 - Κόκκινο Νερό

    Chap.25 - Στη σκιά του ήλιου

    Της καρδιάς μου η Χαρά

    Το αγόρι στη γωνία που σιωπά,

    φάντασμα έρωτος μες στο μυαλό της τριγυρνά.

    Τα φιλιά του είναι πολύτιμα σαν ρουμπίνια

    απ’ της ψυχής το αίμα βαπτισμένα.

    Τα φιλιά του είναι κρύα

    σαν του Πανώριου το στερνό το χάδι πα’ στα χείλη.

    Μπορείς την ανατριχίλα να αισθανθείς;

    Όφις πονηρός που σέρνεται βαθιά μες στον λαιμό της.

    Ζωές στα κίτρινα, των Βασιλέων το χρώμα,

    που έξω απ’ τα παιχνίδια τους σ’ αφήσανε μακριά.

    Λαμπερά χαμόγελα σε άλικους λεκέδες ζωγραφισμένα…

    Πυρετώδεις χοροί τσακισμένων κοκάλων

    και αυτός ακόμη είναι να ’ρθει.

    Βλέμμα στους Ουρανούς με αγκάθια στα μάτια,

    πόσο βάναυση μπορεί να ’ναι της καρδιάς μου η Χαρά!

    Αλλά στο μυαλό της θε να ’ναι όλα.

    Μα, μπορείς τον θρήνο της μέσα απ’ το γέλιο Μασκαράτας ν’ ακούσεις;

    Την αποσύνθεσή της μέσα απ’ την ευωδία Κρίνων να μυρίσεις;

    Ασφόδελοι μαραμένοι σε κρανία χάσκοντα

    με δόντια σάπια και ξανθά μαλλιά,

    κοσμήματα αστραφτερά που τα φορά κάτω απ’ το αρρωστιάρικο φεγγάρι,

    που ήλιου αχτίδα δεν τους πρέπει στη θωριά.

    Για σε’ μονάχα αυτά έχει να προσφέρει ο Βασιλιάς σου, ο Κύριός σου,

    που ακόμη είναι να ’ρθει.

    Αλλά μόνη θε να ’σαι και τότε και τώρα και μετά,

    και είναι το μόνο που μπορείς ποτέ να ’σαι…

    Chap. 1

    Ο ιερός βιασμός

    1.

    Οκτώβρης του 1979. Ο χρυσός Οκτώβρης, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν οι κάτοικοι της Μπαρατάρια. Ήταν εκείνος ο μήνας του χρόνου που τους έκανε να ξεχνούν πως ο χειμώνας παραμονεύει στην επόμενη γωνία. Ο φθινοπωρινός ήλιος έπεφτε γλυκά πάνω στους βάλτους της Λουϊζιάνα, προσπαθώντας να φωτίσει μέχρι και τα σκοτεινότερα νερά τους και το απαλό αεράκι που σεργιάνιζε στα χωμάτινα σταυροδρόμια της πόλης δεν κουβαλούσε την παραμικρή υποψία του επικείμενου ψύχους. Η τουριστική σεζόν κόντευε να τελειώσει και σύντομα η συνηθισμένη ησυχία θα επέστρεφε στις ζωές των κατοίκων. Δεν θα είχε απομείνει ούτε ένας τουρίστας πια για να πάρει μέρος στο κυνήγι αλιγατόρων, κάνοντας τους ντόπιους να χαμογελάνε υποκριτικά για το είδος αυτών των μαλθακών ανθρώπων της πόλης και τα εναπομείναντα λουκάνικα από το κρέας των ερπετών –τα οποία ήταν μεγάλη τουριστική ατραξιόν του τόπου– θα χρησιμοποιούνταν πλέον από τους ίδιους τους κατοίκους ως μέρος της χειμωνιάτικης προμήθειας. Από την ίδρυση της μικρής πόλης το 1729, όπου το λιμάνι της λειτουργούσε ως εμπορικός δρόμος προς όφελος της Νέας Ορλεάνης, το τοπίο της είχε αλλοιωθεί δραματικά. Τα πλούσια δάση της περιοχής που αποτελούνταν κυρίως από κέδρους και βελανιδιές είχαν αποψιλωθεί από τους πρώτους αποίκους δίνοντας τον χώρο στα πλοκάμια του Μισισιπή, να διεισδύσουν βαθιά στην απογυμνωμένη γη γονιμοποιώντας τη. Στους νεογέννητους βάλτους καλλιεργήθηκαν για χρόνια το ζαχαρότευτλο και το βαμβάκι, το μίσος και ο απαγορευμένος έρωτας, η θρησκευτική καταπίεση και ο φυλετικός διαχωρισμός. Στις φυτείες των Γάλλων αποίκων δουλεύαν ως επί το πλείστον σκλάβοι που είχαν μεταφερθεί με σαθρά καράβια από τις γαλλικές αποικίες της Αφρικής. Σήμερα, οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία και το κυνήγι μικρών θηλαστικών και ερπετών. Ο αέρας της Μπαρατάρια τα καλοκαίρια ήταν ένα κράμα ήπιας οσμής ψαριού, ξερής χωματόσκονης και ξενικού, ανθρώπινου ιδρώτα που όμως έδινε τη θέση της στη γλυκερή μυρωδιά των βάλτων ύστερα από κάθε βροχή. Μια μυρωδιά αναπάντεχα αναζωογονητική, παρόλο που ήξερες ότι προερχόταν από φολίδες και λέπια και πράγματα που σάπιζαν θαμμένα στη μαύρη λάσπη. Από το 1929, όμως, όταν το τελευταίο πριονιστήριο ξυλείας έκλεισε, ο χρόνος σταμάτησε να κυλά στην Μπαρατάρια. Η ανθρώπινη εξέλιξη και η έμφυτη αγάπη της για τον καπιταλισμό είχε προσθέσει ακόμα μερικές βιομηχανικές πινελιές εδώ και εκεί και ένα μέρος του χαμένου δάσους είχε καταφέρει να συνέλθει, μα η περιοχή παρέμεινε στην ουσία ένας μεγάλος βάλτος. Οι παλιές, ξύλινες ψαροκαλύβες που είχαν χτιστεί πάνω από τα σκουρόχρωμα νερά του, στηριγμένες σε κορμούς δέντρων, υπήρχαν ακόμη παντού διασκορπισμένες. Οι περισσότερες είχαν ανακαινιστεί με ευτελή οικοδομικά υλικά της σύγχρονης εποχής. Την ίδια ευτέλεια πρώτης ύλης παρουσίαζαν και όλα τα μετέπειτα οικοδομήματα στο μικρό ψαροχώρι με τους κάτι παραπάνω από χίλιους κατοίκους. Το μόνο που είχε αλλάξει από τις «παλιές ημέρες», όπως έλεγαν οι γέροντες του ξεχασμένου αυτού τόπου, ήταν το ανθρώπινο χαρμάνι που, μετά την κατάργηση του σκλαβεμπορίου, είχε γίνει πιο πολύχρωμο από ποτέ. Τόσο φυλετικά όσο και θρησκευτικά. Παρά την οικονομική παρακμή, η Μπαρατάρια ήταν ένας λεκές γης με βαθιά θρησκευτική συνείδηση. Κάθε Κυριακή, οι χριστιανοί της συνωστίζονταν στη μικρή εκκλησία του αγίου Πέτρου που είχε χτιστεί στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία. Να επικοινωνήσουν με το θείο. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων αποτελούνταν από ρωμαιοκαθολικούς πιστούς, μα, αν ένας ξένος ήταν λίγο παρατηρητικός θα έβλεπε κρεμασμένα σε πολλές από τις καλύβες των βάλτων φυλαχτά από όμορφα κοχύλια, πλουμιστά φτερά και κοκαλάκια άγνωστης προέλευσης. Εκείνα τα κυριακάτικα πρωινά, η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους πιστούς σπινθήριζε από ενέργεια και ο αέρας γέμιζε με γκοσπελικές μελωδίες. Η στιγμή που τα πράγματα θα ξέφευγαν από το μέτρο δεν θα αργούσε ούτε εκείνη την Κυριακή. Η στιγμή που κάποιος από τους θεούς τους θα τράνταζε τα σώματα τους, μεταφέροντας το θείο μήνυμα. Η στιγμή που θα άρχιζε η βλασφημία και τα ονόματα των αγίων θα μπερδεύονταν με ονόματα άγνωστων θεοτήτων και δαιμονικών δυνάμεων κάποιας μακρινής και άγνωστης, σκοτεινής ηπείρου. Η στιγμή που θα έπρεπε ακόμα μια φορά να ανεχτεί το μπάσταρδο παιδί του καθολικισμού και του βουντού. Αυτό σκεφτόταν η Λούσι Ο’ Ντέλι που παρακολουθούσε τη λειτουργία από την πιο απόμερη γωνιά του ναού. Η μάζα των ανθρώπων, Ινδιάνων, μαύρων, λευκών, κρεολών, γινόταν ένα καθώς η μουσική άγγιζε το υποσυνείδητο των ψυχών που άνοιγαν σαν καλά κλειδωμένα παράθυρα για να δεχτούν την έκσταση. Η μάζα ίδρωνε, αγωνιούσε και ηδονιζόταν περιμένοντας το άγγιγμα του Θεού. Η Λούσι θεωρούσε ότι ανήκε στο μικρό ποσοστό εκείνο τον καθαρών καθολικών, όπως είχαν αυτο-ονομαστεί, που πίστευαν ακράδαντα ότι η θρησκεία του βουντού και η «δουλειά της ρίζας» όπως αποκαλούσαν τις μαγγανείες στην περιοχή, ήταν έργο του Διαβόλου. Εκείνη, καθώς και ακόμα κάμποσες ισχυρά θεοσεβούμενες γυναίκες και οι οικογένειές τους, είχαν καταθέσει πριν από δύο χρόνια αίτημα στον δήμαρχο της Μπαρατάρια για την έγκριση ενός κονδυλίου. Στόχος ήταν η χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης ενός νέου ναού, ο οποίος θα έμενε αμόλυντος από τη διαβολική αφρικανική θρησκεία. Δεδομένης της άθλιας οικονομικής κατάστασης της κοινότητας, το δημοτικό συμβούλιο απέρριψε το αίτημα και οι… αμόλυντοι αναγκάζονταν να παρακολουθούν την κυριακάτικη λειτουργία από μια μικρή γωνία του αγίου Πέτρου, κουνώντας το κεφάλι επικριτικά, προσευχόμενοι για τη σωτηρία των ψυχών που άγγιζε ο Διάβολος μπροστά τους. Η Λούσι ήταν, εκείνο το τέλος του καλοκαιριού, πενήντα εννιά ετών. Μια μικρόσωμη, στεγνωμένη γυναίκα, με συνεχώς ξινισμένο ύφος. Τα λεπτά της χείλη, που ήταν μονίμως τραβηγμένα ελαφρώς προς τα κάτω, έδιναν την εντύπωση μιας στριφνής γεροντοκόρης που, στην πραγματικότητα, όμως δεν ήταν. Ήταν μια παντρεμένη καθωσπρέπει νοικοκυρά και ο άνδρας της, ο γερο-Τζακ όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, ήταν δύο χρόνια μικρότερός της. Την ιρλανδική καταγωγή του μαρτυρούσαν εκτός από το όνομα και μια κοκκινωπή χροιά που πάλευε ακόμη ανάμεσα στο γκρίζο των μαλλιών του. Ο Τζακ υπήρξε κάποτε ένας πολύ ελκυστικός άνδρας. Καλοφτιαγμένος και ψηλός, με φαρδείς ώμους και σμαραγδένια μάτια που στο μακρινό παρελθόν είχαν κάψει πολλές καρδιές. Κανείς στην πόλη δεν κατάλαβε ποτέ τι, στον διάβολο, έβρισκε ο Τζακ στην άχαρη και, μάλιστα, κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του (!) –τόνιζαν οι κάτοικοι της Μπαρατάρια με σηκωμένα φρύδια– πλακοκώλα Λούσι. Ακόμα και στα καλύτερά της χρόνια ήταν αδιάφορη. Είχε ίσια ξανθά μαλλιά και ξεπλυμένα γκρι μάτια. Το σώμα της ήταν σχεδόν αγορίστικο, με στενούς γοφούς και ανύπαρκτο στήθος. Όταν μπήκε στην εφηβεία, οι ρώγες της, αντί να μεγαλώσουν φυσιολογικά με το στήθος, πρήστηκαν ελαφρώς και αρχίσαν να γυρνάνε προς τα μέσα. Ήταν μια οδυνηρή περίοδος για τη Λούσι που πίστεψε, όπως και όλοι οι άλλοι καλοθελητές και πονόψυχοι της κοινότητας, ότι δεν θα μπορούσε αργότερα να θηλάσει τα παιδιά της. Και σε αυτό μάλλον δεν θα είχαν άδικο, αν η Λούσι είχε τελικά μπορέσει να αποκτήσει παιδιά ή έστω ένα, γιατί με τον ωραίο Τζακ ήταν παντρεμένοι τριάντα τρία χρόνια και ακόμη δεν τα είχαν καταφέρει. Τόσα χρόνια προσπάθειας, τόσες ιατρικές διαγνώσεις και έξοδα, τόσες προσευχές, δεν έλεγαν να αποδώσουν καρπούς. Οι ειδικοί δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν το πρόβλημα. Το σπέρμα του Τζακ ήταν δυνατό, η μήτρα της Λούσι γόνιμη και όμως το χαρμόσυνο δεν έλεγε να συμβεί. Εδώ και δέκα χρόνια, το ζευγάρι είχε σταματήσει τις προσπάθειες. Ο Τζακ και η Λούσι Ο’ Ντέλι είχαν πλέον δεχτεί το γεγονός ότι θα πέθαιναν άτεκνοι. Κάθε ελπίδα τους να γεμίσει το ευάερο σπίτι τους, στην άκρη του μεγάλου βάλτου, με τα γέλια ενός παιδιού είχε σβήσει. Πριν από δέκα χρόνια, ύστερα από μια σύντομη συζήτηση υπό το φως ενός σχεδόν σωσμένου κεριού, όπου κανένας από τους δύο δεν είχε προσάψει κατηγορίες στον άλλο, είχαν κλείσει με το θέμα και ο καθένας είχε επιδοθεί ακόμα πιο θερμά στο χόμπι του. Η Λούσι στην παρηγοριά της θρησκείας της και ο Τζακ στην παρηγοριά της δικής του, του μούνσαϊν. Εκείνες οι μέρες και οι νύχτες των δέκα ετών κύλησαν μονότονα, σχεδόν πάντα σιωπηλά και μαζεμένα. Το ζευγάρι είχε πια αποξενωθεί και οι καθημερινές κουβέντες μεταξύ τους λιγόστευαν σταθερά με την πάροδο του χρόνου, ώσπου ένα από τα τελευταία πνιγηρά δειλινά εκείνου του φθινοπώρου του 1979 η γυναίκα είδε ένα όραμα. Όπως κάθε απόγευμα την ίδια ώρα, καθόταν στη βεράντα του σπιτιού για το φρούτο της ημέρας, μια συνήθεια που είχε υιοθετήσει από μικρή ηλικία. Εκείνη τη φορά που έμελλε να χαραχτεί για πάντα στη μνήμη της, το φρούτο της ημέρας ήταν ένα μεγάλο μωλωπισμένο αχλάδι. Έχωσε τη λεπίδα του μικρού μαχαιριού με την πλαστική λαβή που κρατούσε στη μαλακή σάρκα του με προσοχή. Πάντα έκοβε το φρούτο της ημέρας σε τέσσερα κομμάτια.

    «Ένα φρούτο κομμένο είναι πιο νόστιμο», συνήθιζε να λέει και ο Τζακ την έπαιρνε στο ψιλό για αυτή την υγιεινή της τρέλα, όπως την αποκαλούσε εκείνος, καθώς τραβούσε σχεδόν προκλητικά κάμποσες γερές ρουφηξιές από μούνσαϊν γνωστής και καλά κρυμμένης προέλευσης. Αυτή ήταν η δική του άποψη για τις υγιεινές συνήθειες. Ήταν απόγευμα Κυριακής και η πρωινή λειτουργία δεν είχε πορευθεί τόσο άσχημα όσο συνήθως. Για κάποιον άγνωστο λόγο, οι πιστοί, εκείνη την ημέρα του Κυρίου, ήταν σχεδόν σιωπηλοί. Κανένα κορμί δεν τραντάχτηκε, καμία κραυγή δεν ακούστηκε, κανείς δεν λιποθύμησε από έκσταση. Αυτό το ασυνήθιστο γεγονός δεν είχε φανεί περίεργο στη Λούσι, παρόλο που ίσως θα έπρεπε έστω και λίγο, αλλά, αντιθέτως, της είχε φτιάξει τη διάθεση. Αυτή η λειτουργία, μάλιστα! Ήταν σχεδόν όπως άρμοζε στην καθολική πίστη. Όπως άρμοζε σε μια θεοσεβούμενη πιστή που είχε ζήσει ολόκληρη τη ζωή της σύμφωνα με το θέλημά Του. Μέχρι εκείνο το αποπνικτικό απόγευμα τουλάχιστον, που το ώριμο αχλάδι κουβαλούσε μια νότα σαπίλας στη γλυκιά σάρκα του… Αυτή, η δούλη Του, ήταν αμόλυντη καθολική και αφού ο Κύριος είχε αποφασίσει ότι η Λούσι δεν θα αποκτούσε παιδιά, τότε εκείνη αδιαμαρτύρητα θα υποτασσόταν στο θέλημά Του. Μα… Το πράγμα ήταν ότι η Λούσι καιγόταν τόσο, μα τόσο πολύ για ένα παιδί. Ήθελε κορίτσι. Μια καλή κόρη, γλυκιά και υπάκουη σαν την ίδια. Να την ντύνει με όμορφα δαντελωτά φουστανάκια, να της χτενίζει τα όμορφα ξανθά μαλλιά, να της μεταβιβάζει το χριστιανικό πνεύμα. Ω, ναι… Θα ήταν το πιο όμορφο κορίτσι της Μπαρατάρια και όλες οι φαρμακόγλωσσες που είχαν δικά τους παιδιά και την κορόιδευαν στα κρυφά, θα ζήλευαν την όμορφη Άγκνες. Αυτό το όνομα θα ταίριαζε μονάχα στη δική της κόρη, γιατί θα ήταν αγνή και άσπιλη από κάθε διαβολικό σημάδι, παραδομένη στην αμόλυντη αγκαλιά του Κυρίου. Πόσες φορές είχε πέσει στα γόνατα με μάγουλα βρεγμένα από τα δάκρυα και είχε ικετέψει τον Παντοδύναμο να την αφήσει να γίνει μητέρα… Ατελείωτες ώρες προσευχής και νηστείας δεν φάνηκαν, όμως, να τον συγκινούν. Πολλές φορές, εκείνα τα βράδια που τα ερπετά του βάλτου σπέρναν και γονιμοποιούσαν, η Λούσι θύμωνε με τον Κύριο που άφηνε τα σιχαμερά αυτά πλάσματα να γεννούν και να πληθαίνουν, ενώ αυτή ούτε ένα παιδί δεν είχε καταφέρει να χαρίσει του ανδρός της… Θύμωνε και βλασφημούσε, μα πάλι μετάνιωνε γρήγορα και παρακαλούσε για συγχώρεση. Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα, όμως, η Λούσι διαισθανόταν κάτω από την καλή της διάθεση ένα περίεργο μυρμήγκιασμα των αισθήσεών της. Σαν την ενοχλητική φαγούρα που δεν μπορείς να ξεφορτωθείς, γιατί δεν ξέρεις ακριβώς ποιο σημείο σε φαγουρίζει. Κάτι ερχόταν, μα δεν το είχε αντιληφθεί συνειδητά. Κάτι φωτεινό και χαρμόσυνο, μα συνάμα ακατανόητα σκιερό. Σήκωσε το βλέμμα της στον ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά της. Σκοτείνιαζε γρήγορα και της Λούσι της φαινόταν πως το σκοτάδι έβγαινε από τους βάλτους πίσω από το σπίτι. Ήταν και αυτό, όπως τα περισσότερα της Μπαρατάρια, χτισμένο πάνω σε κορμούς δέντρων που είχαν χωθεί βαθιά στις λάσπες κάποιου μικρού παραποτάμου. Το μισό πάνω από τα καφέ νερά και το άλλο μισό πάνω σε υγρό, γόνιμο έδαφος. Η βεράντα όπου καθόταν ήταν στην μπροστινή μεριά του σπιτιού, εκεί που υπήρχε και ένας μικρός περιφραγμένος κήπος με μια κυρτή, γέρικη ιτιά. Στο πίσω μέρος του μικρού κτίσματος ήταν χτισμένη μια ξύλινη προβλήτα ως επέκταση του σπιτιού. Δίπλα στην προβλήτα βρισκόταν συνήθως δεμένη μια παλιά ψαρόβαρκα. Η σκουριασμένη της Μαρίνερ έπαιρνε ακόμη μπρος χωρίς διαμαρτυρίες, όταν ο Τζακ αποφάσιζε να πάει για… κυνήγι στους βάλτους. Την τελευταία φορά που είχε μετακινηθεί απ’ την προβλήτα ήταν πριν από μια βδομάδα, όταν ο γέρος είχε εξαφανιστεί μέχρι το πρώτο φως της αυγής, όταν και είχε γυρίσει χαρούμενος με το θήραμα της νύχτας να κροταλίζει γλυκά μέσα σε ένα τσουβαλάκι από λερωμένη λινάτσα. Τέσσερα κοντόχοντρα βάζα του ενός λίτρου με τα καπάκια τους καλά βιδωμένα, για να μην πέσει ούτε μια σταγόνα από το διαυγές υγρό που περιείχαν έξω από τα σαρκώδη χείλη του Τζακ.

    Μια θερμή πνοή αέρα έκανε τη σαραβαλιασμένη βάρκα να λικνιστεί ξαφνιασμένη, γυρνώντας την πλώρη της προς τη βεράντα του σπιτιού και η κλαίουσα ιτιά στην μπροστινή αυλή ανασάλεψε τις συστάδες της αργά σαν γυναίκα που κουνάει ερωτικά τα μακριά μαλλιά της ψάχνοντας τον επόμενο εραστή. Η Λούσι σκούπισε τον ιδρώτα που είχε μαζευτεί στις ρυτίδες του μετώπου της και βύθισε το μαχαίρι στη ζουμερή σάρκα του αχλαδιού για ακόμα μια φορά. Μηχανικά έφερε το κομμένο κομμάτι στα χείλη της. Η γλυκιά του γεύση απλώθηκε στο στόμα της και παρόλο που η γλύκα του ήταν κάπως δυσάρεστη, την έκανε να μισοκλείσει τα μάτια της από την ευχαρίστηση. Εκείνη ήξερε τι όμορφη συνήθεια ήταν το φρούτο της ημέρας. Ας κορόιδευε ο Τζακ όσο ήθελε. Καθώς το δεύτερο κομμάτι του φρούτου κυλούσε βελούδινα στον λαιμό της, μια παράξενη, θερμή πνοή ανέμου της χάιδεψε το πρόσωπο. Δεν ήταν εκείνη η συνηθισμένη αποπνικτική ζέστη που μύριζε απ’ τα χνώτα του βάλτου, μα μια θέρμη σαν του πυρωμένου σιδήρου. Ήταν ξερή και της τρυπούσε τα ρουθούνια. Κατάπιε το φρούτο και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Κοίταξε μέσα στο μισοσκόταδο του δειλινού μπροστά της και κοκάλωσε στη θέση της με το βλέμμα της καρφωμένο στην ιτιά. Οι συστάδες των φυλλωμάτων της ανασάλευαν άτακτα και η Λούσι κατάλαβε ενστικτωδώς πως δεν ήταν ο άνεμος αυτός που έπαιζε ανάμεσά τους. Δεν μπορούσε να ήταν ο άνεμος. Κάτι άλλο προκαλούσε αυτή τη σχεδόν σπασμωδική κίνηση. Μια αμυδρή λάμψη άρχισε να σπάει τις σκιές που είχαν κουρνιάσει μέσα στα νευρικά φυλλώματα. Ήταν ένα φως λευκό και καθαρό που δεν της προκαλούσε φόβο, αλλά τη γέμιζε με ένα συναίσθημα ανείπωτης γαλήνης. Το φως όλο και δυνάμωνε και ξαφνικά οι συστάδες τις ιτιάς σταμάτησαν τον απόκοσμο χορό τους, παραμερίζοντας απαλά για να περάσει μια περήφανη γυναικεία μορφή αναμεσά τους, λουσμένη σε αυτό το υπέροχο φως. Η Λούσι βρισκόταν καθισμένη σε μια απόσταση περίπου δεκαπέντε μέτρων από την ιτιά, μα αναγνώρισε αμέσως την ολοφώτιστη μορφή. Ήταν η αγία Μαργαρίτα, μια από τις πιο αγαπημένες μορφές των οπαδών της θρησκείας του βουντού που κυριαρχούσε παντού στη Νέα Ορλεάνη. Η θεϊκή αγγελιαφόρος άνοιξε το στόμα της και της απευθύνθηκε με λόγια που τα άκουσε ολοκάθαρα:

    «Το παιδί θα σου το φέρει ο Ραμόν. Πήγαινε σ’ εκείνον!»

    Μια ηχώ απλώθηκε στον πνιγηρό αέρα του δειλινού και στην ψυχή της στέρφας.

    «Σ’ εκείνον… Σ’ εκείνον…»

    Το φωτεινό όραμα έσβησε απότομα, σαν τη φλόγα ενός κεριού που τη χτύπησε μια βίαιη ριπή ανέμου, και το οικείο σκοτάδι των βάλτων απλώθηκε και πάλι στην αυλή. Η Λούσι άφησε το υπόλοιπο του φρούτου της ημέρας να πέσει στο πιάτο πάνω στα γόνατά της, καθώς οι αμφιβολίες άρχισαν να τυλίγουν το σαστισμένο της μυαλό. Ήξερε ποιος ήταν ο Ραμόν. Όλοι στους βάλτους της Λουϊζιάνα ήξεραν ποιος ήταν ο Ραμόν. Ήταν εκείνος τον οποίο η θρησκευόμενη γυναίκα, και όχι μόνο αυτή, είχε για τον ίδιο τον Διάβολο. Ο πιο ισχυρός ιερέας της βουντουιστικής κοινότητας της Νέας Ορλεάνης. Και η ίδια η αγία Μαργαρίτα της είχε πει να πάει να τον βρει. Πώς ήταν δυνατόν; Πώς μπορούσε το δικό της θείο να τη στέλνει σε αυτό που εκείνη πίστευε μια ζωή ότι πρέπει να αποφεύγει; Πώς μπορούσε ο δικός της θεός να τη στέλνει σε εκείνον, τον υπηρέτη του Εξαποδό; Πώς… πώς… Την τρυπούσε η ερώτηση και, ξαφνικά, σιωπή. Η σωστή ερώτηση, αυτή που έψαχνε και ήξερε τη βολική απάντηση, την κατακεραύνωσε λυτρωτικά.

    «Ποια είσαι εσύ, Λούσι Ο’ Ντέλι, η δούλη Του που τολμά να αμφισβητεί το θέλημά Του;»

    Και η απάντηση ακολούθησε αμέσως και την έκανε να ανασάνει με ανακούφιση: «Η σοφία του Κυρίου περπατά σε μυστηριώδη μονοπάτια. Άγνωσται αι βουλαί Του… Υπακοή!»

    Και η Λούσι κατέρριψε, εκείνη τη στιγμή, όλες τις αναστολές της απέναντι σε αυτή τη θρησκεία που τόσο θανατηφόρα εχθρευόταν, για να αποκτήσει το παιδί που θα της έφερνε ο Ραμόν.

    2.

    Αργότερα το ίδιο βράδυ, ξαπλωμένη δίπλα στον Τζακ, αναρωτιόταν αν έπρεπε να του το πει. Ο Τζακ δεν υπήρξε ποτέ του φανατικός οπαδός σε κάτι, πόσο μάλλον στη θρησκεία.

    Ίσως φανατικός οπαδός του μούνσαϊν! σκέφτηκε με στιγμιαία πικρία η γυναίκα, μυρίζοντας το αλκοόλ στην ανάσα του άνδρα της που ροχάλιζε μακάρια.

    Μα ήταν και εκείνο το άλλο ζήτημα, εκείνο που η Λούσι κατά κάποιο τρόπο φοβόταν, αλλά πολύ περισσότερο απεχθανόταν. Με τον άνδρα της, πρέπει να ήταν πάνω από έξι χρόνια η τελευταία φορά που έκαναν έρωτα. Εκείνη την τελευταία φορά τη θυμόταν. Ήταν σύντομη, επίπονη και όπως πάντα σχεδόν μύριζε έντονα μούνσαϊν. Από τότε, δεν την είχε ξαναπλησιάσει ερωτικά και εκείνη του ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Δεν ήταν ότι δεν είχαν αγαπηθεί με τον Τζακ, κάθε άλλο. Μα ο έρωτάς τους ήταν πάντα μετρημένος, προσεκτικός. Σαν να μην κυλούσε στις φλέβες του φλογερό, ιρλανδικό αίμα. Όσο κόκκινα ήταν τα μαλλιά του τόσο μπλε ήταν ο χαρακτήρας του. Ίσως γι’ αυτό να ταίριαζαν τόσο καλά οι δυο τους, γιατί και ο χαρακτήρας ο δικός της είχε μια βαθιά απόχρωση του μπλε… Η γυναίκα φοβόταν, λοιπόν, αυτό πάνω απ’ όλα, την ερωτική πράξη με την οποία θα έμενε έγκυος. Αν ήξερε η Λούσι έστω και το παραμικρό για το πόσο βλάσφημη θα ήταν και πόσο στραβά θα πήγαινε αυτή η σύλληψη, θα είχε προτιμήσει να πεθάνει άτεκνη. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι και, με το πρώτο φως της αυγής, γλίστρησε αθόρυβα από τα σκεπάσματα. Άφησε τον Τζακ να ροχαλίζει πίσω της και βγήκε στη βεράντα. Η πρωινή δροσιά την έκανε να αναριγήσει ανεπαίσθητα μέσα στο καλοκαιρινό της νυχτικό. Ο βάλτος ήταν ακόμη γεμάτος με τους γνωστούς ανίερους ήχους του, μα η Λούσι μπορούσε να ακούσει καθαρά τους χτύπους της καρδιάς της. Είχε ελαφριά ταχυκαρδία. Σε κάμποσες εβδομάδες θα έκλεινε τα εξήντα. Αν έμενε έγκυος και αποκτούσε το παιδί χωρίς επιπλοκές, αν όλα πήγαιναν καλά, τότε πόσα χρόνια της έμεναν ακόμα για να περάσει μαζί του; Μέχρι πότε θα μπορούσε να το φροντίζει και να κρατάει μακριά του το κακό του κόσμου; Αυτό σκεφτόταν καθώς τα πλάσματα του βάλτου ησύχαζαν όσο το φως της ημέρας δυνάμωνε. Η απάντηση ήρθε αναπάντεχα οικεία, αναπάντεχα εγωιστική και την έκανε να απορήσει. Στο κάτω-κάτω, ο εγωισμός ήταν μεγάλο αμάρτημα. Δεν ήταν;

    «Δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Θέλω μια μικρή Λούσι!» είπε με θυμωμένα φρύδια, κοιτώντας προς τους βάλτους, σαν να ήταν εκείνοι και τα πλάσματά τους αυτοί που της αρνούνταν τη χάρη.

    Μα δεν ήταν όμως και θέλημα Κυρίου; Δεν της είχε παρουσιαστεί μόλις χθες η αγία Μαργαρίτα, παρακινώντας τη να πάει στον ιερέα του βουντού; Δεν ήταν λοιπόν και τόσο εγωιστικό το κίνητρό της. Στο κάτω-κάτω, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και ο σκοπός ήταν να αποκτήσει εκείνη την άσπιλη κόρη που θα γινόταν μια παραδειγματική δούλη του Θεού. Μια ακόμα σωστή χριστιανή για να διαδώσει το θέλημά Του. Αυτά σκεφτόταν η Λούσι και έπειθε τον εαυτό της για την επικείμενη συνεργασία της με τη διαβολική θρησκεία, νιώθοντας τον χρυσό σταυρό που πάντα είχε περασμένο στον λαιμό της να την καίει αμυδρά. Έπρεπε να κάνει αυτό που της είχε υπαγορεύσει ο Κύριος μέσα από το στόμα της αγίας Μαργαρίτας. Έπρεπε να υπακούσει. Με ελαφριά συνείδηση γύρισε βιαστικά στο σπίτι και άρχισε να ετοιμάζεται. Ήθελε να προλάβει το λεωφορείο που θα την πήγαινε στη Νέα Ορλεάνη. Η στάση δεν ήταν μακριά από το σπίτι και μέχρι την πόλη ήταν μισή ώρα δρόμος. Αποφάσισε να μην πει τίποτα στον Τζακ. Δεν ήταν καιρός για εξηγήσεις. Έπρεπε να κάνει γρήγορα, πριν η συνείδησή της αρχίσει πάλι να βαραίνει. Μπήκε αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρα όπου ο άνδρας της ακόμη κοιμόταν. Του έριξε μια ματιά και ένα ρίγος τη διαπέρασε αναπάντεχα, καθώς το κορμί του διαγραφόταν κάτω από τα σεντόνια. Δεν ήταν ρίγος από πάθος ή από αγάπη ή προσμονή. Ήταν ένα ρίγος γλιτσερό και συμπαγές συνάμα, σαν τον κακό βήχα της πνευμονίας. Κόλλησε στα κόκαλά της και έμεινε εκεί. Ρίγος από έναν ακαθόριστο φόβο. Έσφιξε τα δόντια της και πήρε τυχαία ένα φουστάνι απ’ την ντουλάπα. Το έριξε πρόχειρα πάνω της και άρπαξε την τσάντα της. Γλίστρησε αθόρυβα στη νοικοκυρεμένη κουζίνα της και έπεσε στα τέσσερα κάτω από το τραπέζι. Με μικρή προσπάθεια σήκωσε μία από τις φθαρμένες σανίδες, έβγαλε μια χοντρή δεσμίδα χαρτονομίσματα και την πέταξε στην τσάντα της βιαστικά. Ήταν οι λιγοστές τις οικονομίες. Ό,τι είχε καταφέρει να βάλει στην άκρη τα τελευταία χρόνια ως άνεργη νοικοκυρά και ό,τι είχε απομείνει από τους λογαριασμούς ιατρικών εξετάσεων και τις αποτυχημένες θεραπείες γονιμότητας. Όλα και όλα 796 δολάρια. Άφησε την τρύπα της κρυψώνας να χάσκει πίσω της ορθάνοιχτη σαν στόμα σε παγωμένη κραυγή και, λουσμένη στην πορφύρα της αυγής, ξεκίνησε για τη στάση του λεωφορείου που θα την πήγαινε στη Νέα Ορλεάνη.

    Η διαδρομή από τη μοναδική στάση λεωφορείων της Μπαρατάρια μέχρι το γαλλικό τετράγωνο της Νέας Ορλεάνης διήρκεσε 41 λεπτά της ώρας, που της Λούσι της φανήκαν σαν 41 χρόνια. Ο κάθε συνεπιβάτης της φάνταζε σαν δικαστής που, με επικριτικό βλέμμα, καταδικάζει εις θάνατον τον έσχατο εγκληματία. Σε κάθε ψίθυρο γύρω της άκουγε το όνομά της και το όνομα του Διαβόλου. Η ίδια της η συνείδηση είχε αρχίσει πάλι να της παίζει άσχημο παιχνίδι και εκείνη την αγνοούσε ολόψυχα. Ήθελε το παιδί.

    Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, Λούσι! σκέφτηκε πάλι και έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά της σε οτιδήποτε υπονόμευε αυτό τον σκοπό.

    Το στομάχι της είχε γίνει κόμπος και όταν τελικά κατέβηκε σε μία από τις στάσεις στην οδό Σεντ Λούις, έσκυψε πάνω από τον πρώτο σκουπιδοτενεκέ που βρέθηκε μπροστά της και άδειασε τα κιτρινωπά στομαχικά υγρά της που άδικα περιμέναν να χωνέψουν κάποια πρωινή ομελέτα. Σήκωσε το πρόσωπό της από τα σκουπίδια και κοίταξε στο βάθος του ορίζοντα, τους σύγχρονους ουρανοξύστες. Τόσο στέρεοι, τόσο λογικοί, τόσο επιστημονικά χτισμένοι… Μα εκεί που την οδηγούσε ο δρόμος της, το σύγχρονο το καταβρόχθιζε η σκοτεινή δύναμη μιας πρωτόγονης παράδοσης. Το δεισιδαιμονικό και παράλογο παρελθόν. Κούνησε το κεφάλι της απαλά και πήρε μια βαθιά ανάσα από τον πολύχρωμο αέρα της Μπιγκ Ίζι.

    «Αυτή η πόλη προσπαθεί να ξεγελάσει τους ανθρώπους. Ακόμα και το παρατσούκλι της είναι αισχρό», μουρμούρισε μέσα από σφιγμένα δόντια.

    Όλα γύρω της ήταν χαρωπά και ξέγνοιαστα και ανάλαφρα, μα αυτό ήταν κάτι σαν παραπέτασμα. Το ένιωθε. Μια σκιερή οντότητα κυλούσε στις φλέβες της πόλης. Εδώ συνυπήρχαν οι ζωντανοί με τους νεκρούς και τα πνεύματά τους σαν να ήταν μια μεγάλη, ατελείωτη γιορτή. Δεν της άρεσε αυτό το αβέβαιο συναίσθημα που έκανε τις τρίχες στον σβέρκο της να σηκώνονται και επιτάχυνε το βήμα της. Ήξερε πού έπρεπε να πάει. Όλοι οι οπαδοί και οι πολέμιοι του Ραμόν ήξεραν πού θα τον βρουν. Σε μια γωνιά, στο σταυροδρόμι των οδών Σεντ Φίλιπ και Νορθ Γουάιτ είχε το μαγαζάκι του ο Papa Ramon. Εκεί πουλούσε τα μότζο και τα βουντουιστικά ξόρκια στους τουρίστες.

    Δεν σε θέλει η καψούρα σου; Κανένα πρόβλημα! Δεν έχεις τύχη στον ιππόδρομο; Πάλι κανένα πρόβλημα! Έχεις κουτσομπόλα πεθερά; Μπες μέσα στου Papa Ramon και καθάρισες! έλεγε μια κόκκινη ταμπέλα με μαύρα γράμματα, που ήταν κρεμασμένη στο τζάμι της μικρής βιτρίνας.

    Ήταν μια πολύ αποδοτική τουριστοπαγίδα, αλλά όποιος ήξερε τι ζητάει σοβαρά, απλώς γελούσε πονηρά στο θέαμά της. Όποιος ήξερε τι ζητάει σοβαρά, σπανίως έμενε στο μπροστινό δωμάτιο του μαγαζιού. Το Papa Ramon δεν ήταν μακριά από εκεί που η Λούσι είχε γεμίσει τον σκουπιδοτενεκέ με το κιτρινωπό μείγμα και, ύστερα από πέντε λεπτά ποδαρόδρομο, στεκόταν μπροστά στην ξεφτισμένη μαύρη του πόρτα. Μερικά μέτρα παρακάτω, στο χορταριασμένο πεζοδρόμιο, καθόταν ένας γέρος ζητιάνος που γρατζουνούσε όμορφα μια ξεκουρδισμένη κιθάρα. Η βραχνιασμένη φωνή που συνόδευε την μπλουζοειδή μελωδία τραγουδούσε παρακλητικά, γεμάτη απόγνωση:

    «I went down to the crossroads… I fell down on my knees…»¹

    1. Πρόκειται για το τραγούδι Crossroad του Robert Johnson.

    Για κάποιον άγνωστο λόγο, κοντοστάθηκε πριν χτυπήσει τη μαύρη πόρτα, πίσω από την οποία την περίμενε το θαύμα, και περιεργάστηκε τον μικρό ανθρώπινο μπόγο που δεν φαινόταν να την έχει αντιληφθεί. Τις βαθιές ρυτίδες, τα γκρίζα σγουρά γένια, τα βρόμικα ρούχα… Της θύμισε μια ιστορία που είχε ακούσει πριν χρόνια για κάποιο μουσικάντη που είχε πουλήσει την ψυχή του στον Διάβολο, σε ένα από τα σκονισμένα σταυροδρόμια της Λουϊζιάνα, με αντάλλαγμα τη δόξα και το χρήμα. Πώς είχε πεθάνει πάλι αυτός, Λούσι; Δεν είχε άσχημο και μυστηριώδη θάνατο, Λούσι; Δεν ήξερε πια… Η πόρτα μπροστά της άνοιξε ξαφνικά χωρίς να περιμένει το χτύπημά της και δύο υγρά, γατίσια μάτια την κοίταξαν απαλά.

    «Πέρασε μέσα, Λούσι», είπε ο ιδιοκτήτης τους και η Λούσι πέρασε το κατώφλι του Papa Ramon.

    Στο αχνό ακόμη φως του πρωινού που έσπαζε σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου μέσα από τα βιτρό δύο μικρών παραθύρων, βρέθηκε απέναντι από τον άνθρωπο που εχθρευόταν περισσότερο απ’ όλους. Το πολύχρωμο φως έπεφτε πάνω στο σκούρο πρόσωπο και εκεί ήταν σαν να χανόταν. Τα αρπακτικά μάτια του το καταβρόχθιζαν γυαλίζοντας καθώς της ανταπέδιδαν το βλέμμα. Αυτή την εικόνα του ιερέα που στεκόταν μπροστά της, η Λούσι Ο’ Ντέλι δεν θα την ξεχνούσε ποτέ και θα ήταν η τελευταία που θα περνούσε μπροστά από το νοητό μάτι του μυαλού της πριν πεθάνει. Ο Ραμόν ήταν τυλιγμένος σε μια σκούρα μπλε κελεμπία και το δέρμα του ξυρισμένου κεφαλιού του γυάλιζε από ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα. Κάτω από τα γυμνά του πέλματα, η Λούσι νόμισε για μια στιγμή ότι άκουσε τη σκόνη των νεκρών να της ψιθυρίζει. Η λιγνή αφρικανική σιλουέτα του, το όμορφο σχήμα του κρανίου του, τα έντονα ζυγωματικά και τα γεμάτα χείλη άρχισαν να αναμοχλεύουν κάτι, βαθιά στα σωθικά της. Ήταν νέος. Πιο νέος από ό,τι τον θυμόταν. Τον είχε δει μια φορά πριν από έξι χρόνια σε μια μικρή διαδήλωση έξω από το μαγαζί του. Μια διαδήλωση των καθαρών καθολικών κατά του διαβόητου Ραμόν, κατά την οποία αυτή, η Λούσι, πρωτοστατούσε. Η ίδια γυναίκα που στεκόταν εδώ τώρα μπροστά του ανάμεσα στα φυλαχτά, τα κόκαλα και τα μουμιοποιημένα απομεινάρια ζώων. Τα βότανα με τις στιφογλυκερές μυρωδιές και τα χρωματιστά κεριά. Τις ιερές εικόνες των εκτρωμάτων που προέρχονταν από το ζευγάρωμα αγίων και λόα. Η ίδια γυναίκα ζητούσε τώρα τη βοήθειά του. Η ίδια γυναίκα είχε εναποθέσει την τελευταία ελπίδα της στα χέρια του. Χέρια που η ίδια ακόμη έβλεπε ως όργανα του Διαβόλου.

    «Ξέρω γιατί είσαι εδώ. Μου το φανέρωσε χθες το βράδυ η αγία Μαργαρίτα. Ακολούθησέ με», της είπε και, τραβώντας στην άκρη μια βαριά πορτοκαλί κουρτίνα, αποκάλυψε μια μικρή πόρτα που οδηγούσε στο πίσω δωμάτιο του μαγαζιού.

    Μπήκε μέσα και εκείνη τον ακολούθησε με τον φόβο να μεγαλώνει μέσα της. Ο ιερέας στάθηκε στη μέση του μικρού χώρου και η Λούσι έριξε μια γρήγορη ματιά στον ξύλινο πάγκο πίσω του. Ήταν ένας βωμός. Ανάμεσα στις εικόνες, τα χαϊμαλιά και τα πούρα Αβάνας, ξεχώρισε κάποια αντικείμενα που υποψιάστηκε ότι δεν ανήκαν στο στάνταρντ ρεπερτόριο. Ένας μπόγος από πολύχρωμο ύφασμα, ένα σιδερένιο κλουβί με μια λευκή κότα, ένα μικρό στιλέτο με κοκάλινη λαβή και ένα χάρτινο κουτί με αυτοσχέδιες τρύπες που ήταν ακόμη κλειστό. Η καρδιά της πετάρισε όταν το είδε. Κάτι της έλεγε πως το περιεχόμενό του δεν θα της άρεσε καθόλου. Μεγάλα κόκκινα και λευκά κεριά έκαιγαν γύρω της. Η θέρμη τους ήταν γλυκιά. Μήπως είχε κάνει λάθος που ήρθε στον Ραμόν; Ίσως έπρεπε να φύγει όσο ήταν καιρός. Ήθελε να κάνει τον σταυρό της και να τρέξει μακριά από αυτό το ανίερο μέρος, για να κάνει εκατό μετάνοιες και να βροντοφωνάξει εκατό Πάτερ Νόστερ, όταν ο Ραμόν έπιασε απαλά τους τρεμάμενους καρπούς της. Της χαμογέλασε πλατιά φανερώνοντας τα όμορφα, στρωτά του δόντια.

    «Μη φοβάσαι, Λούσι, σήμερα το βράδυ θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου. Θα φέρεις στην κοιλία σου τον καρπό του ανδρός σου. Γιατί να ξέρεις, Λούσι… Είμαστε όλοι άλογα που περιμένουν να ιππευτούν και με τον σωστό επιβήτορα τα πάντα είναι πιθανά, καλή μου…» της είπε με απαλή φωνή, βάζοντας την τεράστια παλάμη του πάνω στο στέρνο της που ανεβοκατέβαινε γρήγορα.

    Της φάνηκε αδιανόητα παράξενο όταν οι φόβοι της εξανεμίστηκαν μεμιάς κάτω από το ήρεμο άγγιγμά του. Τον κοίταξε στα μάτια και οι αμφιβολίες της γίναν χίλια κομμάτια μέσα στο μαύρο τους χάος. Χαμογέλασε συγκρατημένα. Ήταν έτοιμη να παραδοθεί στο θέλημά του. Ήταν έτοιμη να κάνει ό,τι την προστάξει.

    «Ξεντύσου».

    Η Λούσι υπάκουσε και, βγάζοντας από πάνω της το γκρίζο φόρεμα που είχε φορέσει τα χαράματα, το πέταξε σε μια σκοτεινή γωνιά. Εκείνος κοίταξε με νόημα το λευκό κιλοτάκι της και σε λίγο είχε χαθεί και εκείνο από πάνω της. Νόμιζε ότι θα ένιωθε ντροπή για το ξερό, γεροντοκορίστικο σώμα της, μα δεν ήταν έτσι. Τα μακριά δάχτυλα του Ραμόν χάιδεψαν τα βλέφαρα, τα στεγνωμένα στήθη και, τέλος, την κοιλιά της. Ανατρίχιασαν και οι δύο για διαφορετικούς λόγους. Δεν ήξερε τι την περίμενε, μα δεν ένιωθε φόβο καθώς την ξάπλωσε μαλακά στο τριμμένο ξύλινο πάτωμα. Ήταν ζεστό σαν ανθρώπινη σάρκα. Η βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα άρχισε να ιδρώνει. Έξω της και μέσα της. Και ήξερε πως δεν ήταν από τη θέρμη των κεριών. Ο Ραμόν έριξε ένα μείγμα ξερών βοτάνων σε ένα θυμιατό και ένας παχύς λευκός καπνός ξεχύθηκε από μέσα τους και πλημμύρισε το μέρος. Δεν της άρεσε η μυρωδιά. Ήταν σαν της βερβένας, μα σαν να μύριζε και μουσκεμένο χώμα.

    Λέρα του τάφου², σκέφτηκε στιγμιαία, μα την τύλιξε αργά μια ευχάριστη ζάλη.

    2. Η λαϊκή ονομασία της βαλεριάνας.

    Με μάτια μισόκλειστα, τον είδε που στεκόταν με την πλάτη του γυρισμένη, να εισπνέει βαθιά τον μυρωδάτο καπνό, ψιθυρίζοντας ονόματα αγίων και ονόματα άγνωστα. Ταλαντευόταν ελαφρά καθώς άνοιγε τον μπόγο που βρισκόταν πάνω στον πάγκο. Τρία λευκά αυγά άστραψαν σαν γυαλισμένα δόντια από μέσα του. Έσπασε τα δύο πάνω στα στήθη της και το τελευταίο πάνω στην κοιλιά της. Η Λούσι ένιωσε το γλιτσερό περιεχόμενό τους να ρέει αργά πάνω στο κορμί της και ανάμεσα στους μηρούς της που είχαν αρχίσει να ανοίγουν. Μουρμούριζε τις προσευχές του ακατάπαυστα, ανοίγοντας το χάρτινο κουτί που η Λούσι είχε φοβηθεί τόσο. Τύλιξε το περιεχόμενο του γύρω από τον όμορφο λαιμό του. Ήταν μια ολόμαυρη δεντρογαλιά που γυάλιζε ήρεμα μέσα στο μισοσκόταδο και οσμιζόταν απαλά με τη διχαλωτή γλώσσα της την ιδρωμένη ατμόσφαιρα. Πήρε την κότα απ’ το κλουβί και γύρισε προς την ξαπλωμένη γυναίκα. Εκείνη είδε πως τα μάτια του είχαν γυρίσει και το ασπράδι τους έλαμπε απόκοσμα στο σκοτεινό του πρόσωπο. Κάπου βαθιά στις διχάλες του μυαλού της, κάποιος ή κάτι της ψιθύρισε: «Πολύ αργά… πολύ… αργά… πολύ…» Μα η Λούσι ήταν σαν υπνωτισμένη. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Οι χυμοί του κορμιού της είχαν αρχίσει να ρέουν και να φουσκώνουν μέσα της, ποτίζοντας τα ξεραμένα σωθικά της. Είδε τη λεπίδα του μικρού στιλέτου να αστράφτει στο αριστερό χέρι του ιερέα καθώς αποκεφάλιζε το πτηνό με την επιδεξιότητα κάποιου που έχει κάνει μια συγκεκριμένη κίνηση αμέτρητες φορές. Το ζωντανό αίμα την πιτσίλησε στο πρόσωπο. Το πουλί ακόμη προσπαθούσε να πετάξει μακριά όταν ο Ραμόν το πίεσε πάνω στο στήθος της. Τα λευκά φτερά χτυπούσαν το σώμα της καθώς αποστραγγιζόταν πάνω της, λούζοντάς το. Η Λούσι ένιωθε. Δεν σκεφτόταν πλέον τίποτε. Μόνο ένιωθε. Γόνιμη. Έτοιμη. Θεληματική. Άνοιξε τα πόδια της διάπλατα και ο Ραμόν, επικαλούμενος τα λόα Βέντο και Ντάμπαλα, τοποθέτησε το φίδι μπροστά στη σχισμή του αιδοίου της. Η δεντρογαλιά την οσμίστηκε και έμεινε εκεί ασάλευτη. Ξαφνικά, ο ιερέας έβγαλε ένα απόκοσμο κρώξιμο σαν κάποιος να τον έπιασε από τον λαιμό, τραντάχτηκε απότομα και έπεσε με ορμή προς τα πίσω, στον πάγκο με τα ιερά αντικείμενα. Έχασε τις αισθήσεις του και έμεινε φαρδύς πλατύς πάνω στον βωμό του, καθώς το ερπετό έχωνε αργά το κεφάλι του μέσα στο ορθάνοιχτο αιδοίο μέχρι που χάθηκε εντελώς και κουλουριάστηκε μέσα στη ζουμερή πλέον μήτρα. Η Λούσι, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε ένα είδος αισθησιακής έκστασης, το ένιωσε να σέρνεται μέσα της και το κορμί της άρχισε να τραντάζεται βίαια, για να παραμορφωθεί σε μια τετανική σύσπαση, πριν πέσει πάλι σαν σάκος στο πάτωμα αναίσθητο. Όταν ο Ραμόν συνήλθε από το χτύπημα ήταν πάλι ο εαυτός του. Είχε τραυματιστεί από την πτώση και το δεξί του φρύδι είχε ένα βαθύ κόψιμο που είχε ήδη σταματήσει να αιμορραγεί. Το αίμα του είχε πήξει, θολώνοντας το οπτικό πεδίο του δεξιού του ματιού που ήταν πρησμένο. Σηκώθηκε με κόπο και είδε ότι τα κεριά της τελετής είχαν σβήσει πριν προλάβουν να καούν. Πόση ώρα είχε περάσει; Κοίταξε από το μικρό παράθυρο με τα πολύχρωμα βιτρό και είδε πως το φως της ημέρας σωνόταν γρήγορα. Η γυμνή γυναίκα κείτονταν ακόμη στο πάτωμα αναίσθητη. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε ήρεμα και δεν ήταν πια εκείνο το ζαρωμένο σχεδόν ανύπαρκτο πράμα. Είχε πρηστεί αλλόκοτα και οι καμπύλες του διαγράφονταν έντονα στο ημίφως. Μπροστά στα ανοιχτά πόδια της βρισκόταν η δεντρογαλιά. Ήταν νεκρή. Το φίδι είχε την ουρά του χωμένη στο στόμα του σχηματίζοντας έναν κύκλο.

    «Τι στο…!» μουρμούρισε ο Ραμόν με γουρλωμένα μάτια.

    Κάτι είχε πάει στραβά. Ο Ραμόν ήταν σχεδόν σίγουρος πως ήξερε τι. Τον είχε δει φευγαλέα να χαμογελάει παιχνιδιάρικα στις σκιές πριν χάσει τις αισθήσεις του. Πώς ήταν δυνατόν; Αυτός τα είχε κάνει όλα σωστά. Ή μήπως όχι; Είχε παραβλέψει κάτι; Πώς ήταν δυνατόν να παρέμβει μια άλλη θεότητα στην τελετή γονιμότητας και για ποιο λόγο; Ο ιερέας ήλπιζε ότι έκανε λάθος, μα το κακό είχε πλέον συμβεί και τι σημασία είχε αν ήλπιζε ή όχι; Το σίγουρο ήταν ότι η γυναίκα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα έπαιρνε αυτό που ζητούσε.

    Ανασήκωσε το κεφάλι της προσεκτικά. «Λούσι! Ξύπνα.. Έλα… Έλα, καλή μου… Πέρασε τώρα! Ώρα να πας σπίτι!»

    Η Λούσι άνοιξε αργά τα μάτια της. Διψούσε τρομερά και ένιωσε ναυτία όταν μύρισε το στεγνωμένο αίμα του πουλερικού πάνω της. Κοίταξε τον Ραμόν που της χαμογελούσε, μα κάτι δεν της άρεσε στο χαμόγελό του. Της θύμισε το χαμόγελο του πατέρα της πριν από χρόνια όταν ήταν απαρηγόρητο κοριτσάκι, καθώς της εξηγούσε ότι ο εξαφανισμένος της σκύλος, ο Μπουνς, βρισκόταν σε κάποιο μέρος που λεγόταν Φάρμα των Ευτυχισμένων Σκύλων. Ανασηκώθηκε και κατάλαβε τη γύμνια της.

    «Τα ρούχα μου! Δώσ’ τα μου!» έκρωξε αδύναμα.

    «Όλα είναι εντάξει, Λούσι. Πήγαινε σπίτι σου. Σήμερα το βράδυ θα μείνεις έγκυος», επέμενε ο Ραμόν και η φωνή του έβγαινε κουρασμένη.

    Ντύθηκε γρήγορα, κρύβοντας το αίμα και το νέο κορμί της που φούσκωνε και αδημονούσε. Είδε τον αναποδογυρισμένο πάγκο, το νεκρό φίδι και το ακέφαλο σώμα του πτηνού σε μια γωνιά και κοίταξε απορημένη τον ιερέα, σαν να του ζητούσε εξηγήσεις, μα εκείνος δεν της ανταπέδωσε το βλέμμα. Ένας κόμπος είχε ανέβει στον λαιμό της. Κάτι ψυχανεμίστηκε, μα δεν έκανε ερωτήσεις. Έβγαλε τη δεσμίδα με τα χαρτονομίσματα από την τσάντα της και του τα έδωσε. Εκείνος όμως κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

    «Όταν βγεις από εδώ, Λούσι, κάνε μια καλή πράξη με αυτά. Κάνε μια καλή πράξη…»

    Βγήκε γρήγορα στον δρόμο και πήρε μια βαθιά ανάσα από τον απογευματινό αέρα της Νέας Ορλεάνης. Ήταν δροσερός και μύριζε όμορφα, σαν αποξηραμένα ροδοπέταλα. Είχε ένα κακό προαίσθημα που αναμιγνύονταν όμως με έναν πρωτόγνωρο για τη Λούσι αισθησιασμό. Οι λάμπες στο σταυροδρόμι άρχισαν να ανάβουν η μία μετά την άλλη, φωτίζοντάς το. Εκεί που τον είχε δει το πρωί, στην ίδια θέση του λεκιασμένου πεζοδρομίου, καθόταν ακόμη ο ζητιάνος. Η κιθάρα του ξεκουραζόταν στη θήκη της και εκείνος πιπιλούσε ένα μισοάδειο μπουκάλι φθηνό ρούμι. Πήγε κοντά του και απόθεσε τη δεσμίδα με τα χαρτονομίσματα μπροστά του. Μια καλή πράξη. Έτσι δεν είχε πει εκείνος που θα της έφερνε το παιδί; Ο γέρος σταμάτησε να πιπιλάει το γλυκό ποτό και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.

    «Ούτε όλα τα δολάρια του κόσμου δεν σε σώζουν τώρα, μωρό μου!» της είπε χαμογελώντας φαφούτικα και η ανάσα του βρομούσε.

    Η Λούσι πισωπάτησε τρομαγμένη. Με ζαλισμένα βήματα και καρδιά γεμάτη λαγνεία που τη φόβιζε πειρακτικά, πήρε τον δρόμο για τη στάση του λεωφορείου που θα την πήγαινε πίσω στο σπίτι της που ήταν χτισμένο πάνω στον μεγάλο βάλτο.

    3.

    Όταν έφτασε η Λούσι στο σπίτι ήταν έντεκα και δεκαέξι ακριβώς. Το σκοτάδι είχε παχύνει και το φωτισμένο παράθυρο της κουζίνας έκανε το σπίτι να μοιάζει με μονόφθαλμο ζώο. Η ατμόσφαιρα κρατούσε ακόμη τη θέρμη της ημέρας μέσα της, κάνοντάς τη να ιδρώσει ελαφρά καθώς ανέβαινε αθόρυβα τα ξύλινα σκαλοπάτια της βεράντας. Κάτι της φάνηκε περίεργο. Κάτι ήταν διαφορετικό αυτή τη νύχτα. Τέντωσε τα αυτιά της και άκουσε την ησυχία. Μόνο την ασυνήθιστη ησυχία. Ο βάλτος δεν ακουγόταν. Ούτε ένα ερπετό δεν αγκομαχούσε. Ούτε ένα νυχτοπούλι δεν κλαιγόταν. Η Λούσι ξεροκατάπιε. Όσες φορές είχε αναθεματίσει τη μουσική του βάλτου άλλες τόσες φορές ευχήθηκε να την άκουγε αυτή ακριβώς τη στιγμή. Μα ο βάλτος παρέμενε σιωπηλός. Όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού είδε τον Τζακ να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Μπροστά του, στο τραπέζι, ήταν ένα μισοάδειο μπουκάλι Ολντ Μονκ και στα χείλη του έκαιγε ένα τσιγάρο που είχε σωθεί μέχρι τη γόπα. Τον κοίταξε απορημένη. Ο δικός της Τζακ δεν θα έπινε πότε αυτό το εισαγόμενο ξέπλυμα. Ο δικός της Τζακ μόνο σπιτικό, δυνατό μούνσαϊν καταδεχόταν να πίνει. Και τι ήταν αυτό; Ο άνδρας της κάπνιζε και ποτέ πριν δεν είχε καπνίσει. Αυτό ήταν πάντα ένα από τα μεγαλύτερά του προτερήματα. Γιατί ο Τζακ μπορεί να έπινε και μερικές φορές με το παραπάνω, μα ποτέ μέχρι αυτή τη νύχτα δεν είχε αγγίξει καπνό. Πήρε τη γόπα από το στόμα του, την πέταξε μπροστά του στο πάτωμα και την πάτησε με το πόδι. Δεν ήταν η πρώτη. Οι ξύλινες σανίδες της πεντακάθαρης κουζίνας ήταν γεμάτες με τη στάχτη των μυρωδάτων τσιγάρων.

    «Αααχ, Λούσι, Λούσι… Γλυκιά μου Λούσι… Σε περίμενα, ξέρεις. Άργησες. Έχει νυχτώσει για τα καλά», της είπε και χαμογέλασε με ένα χαμόγελο μισό, που άφηνε ακάλυπτο τον αριστερό του κυνόδοντα.

    Αν η αλαφιασμένη γυναίκα μέχρι τώρα ανατρίχιαζε ελαφρά, εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε να τρέμει ολοφάνερα. Φοβόταν, μα ο φόβος της μπλεκόταν με τον ξέχειλο αισθησιασμό της ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας.

    «Είσαι διαφορετική σήμερα, Λούσι. Μου αρέσεις ακόμη. Είσαι όμορφη».

    Η Λούσι κατάλαβε αμέσως ότι η αλλόκοτη συμπεριφορά του Τζακ είχε να κάνει με την τελετή γονιμότητας στο μαγαζάκι του Papa Ramon και ήταν σίγουρη ότι κάτι είχε πάει στραβά, μα ο Ραμόν της το είχε κρύψει. Προσπάθησε να ακουστεί καθαρά, μα μόλις που του ψιθύρισε:

    «Ποιος… είσαι;»

    Ο Τζακ ήπιε το υπόλοιπο ρούμι απ’ το μπουκάλι μονορούφι και σηκώθηκε ήσυχα από την καρέκλα. Προχώρησε αργά προς το μέρος της οσφρίζοντας τον αέρα που την περιέβαλλε σαν σκύλος σε έξαψη.

    «Δεν με αναγνωρίζεις, Κανελοπιτάκι μου; Εγώ είμαι… Ο λατρεμένος σου Τζακ… Μμμμ… Τι όμορφα που μυρίζει το Κανελοπιτάκι μου!»

    Η Λούσι πισωπάτησε. Ο Τζακ την αποκαλούσε έτσι όταν είχαν πρωτογνωριστεί. Για περίπου μισό χρόνο και πάντα ντροπαλά όταν ήταν μόνοι τους. Ποτέ της δεν είχε ξανακούσει τη λέξη Κανελοπιτάκι να βγαίνει τόσο λάγνα από το στόμα του. Είδε το χοντρό εξόγκωμα στον καβάλο του παντελονιού του και τη διαπέρασε έντονο ρίγος. Αυτός ο άντρας που την έτρωγε με τα μάτια του δεν ήταν ο Τζακ. Το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε. Στο μυαλό της πλανήθηκαν τα λόγια του Ραμόν σαν καταραμένο φάντασμα: «Άλογα που περιμένουν να ιππευτούν…»

    Και εδώ μπροστά της, ο Τζακ Ο’ Ντέλι είχε ιππευτεί και εκείνη ήξερε από ποιον. Το ρούμι, τα τσιγάρα, το ερωτικό βλέμμα. Ο Διάβολος είχε μπει στο σπίτι της και ήταν εκείνη αυτή που του είχε ανοίξει την πόρτα ορθάνοιχτα. Πήγε να λιποθυμήσει από τον τρόμο, μα κατάφερε να συγκρατήσει την αδυναμία που την κυρίευε και με τρεμάμενη φωνή έκρωξε:

    «Βαρόνε Σαμεντί, σ’ εξορκίζω! Εξαφανίσου, στο όνομα του Κυρίου! Στο όνομα…»

    Ο βαρόνος άφησε ένα τρανταχτό γέλιο και την έπιασε με το ένα χέρι του Τζακ απότομα απ’ τον λαιμό. Με το άλλο έσκισε το φόρεμα της, αφήνοντας το γόνιμο κορμί της εκτεθειμένο στο λάγνο βλέμμα του. Έγλειψε αργά τα χείλη του και κόλλησε τη μύτη του στη δική της. Για μια φευγαλέα στιγμή, είδε το πρόσωπο του βαρόνου να σκιάζει το πρόσωπο του άνδρα που είχε κάποτε αγαπήσει πολύ. Ήταν η σκιά μιας νεκροκεφαλής. Το πρόσωπο του θανάτου. Ο Τζακ-βαρόνος μύρισε το στεγνωμένο αίμα της όρνιθας πάνω της και άρχισε να γλείφει με μανία τις σκουροκόκκινες ρώγες. Η τρελαμένη του γλώσσα γλίστρησε πάνω στον λαιμό της και χώθηκε στο στόμα της. Άνοιξε με το ελεύθερο χέρι του το φερμουάρ του παντελονιού του.

    «Μη! Σταμάτα, Τζακ, για όνομα! Εγώ είμαι! Σε παρακαλώ!» τον ικέτευε πανικόβλητη, μα το αιδοίο της έσταζε και είχε πρηστεί από την προσμονή. Την πέταξε στα τέσσερα και, αρπάζοντας τα πισινά της, μπήκε βίαια μέσα της. Η Λούσι φώναξε απ’ τον πόνο, μα οι γοφοί της λικνίζονταν μπρος πίσω στον ρυθμό της διείσδυσής του.

    «Μην ανακατεύεις τον Θεό σε αυτό, γλύκα!» της είπε και βόγκηξε παράταιρα, σαν κάποιο άγριο ζώο.

    «Σταμάτα! Σταματήστε!» προσπάθησε να τον απωθήσει και να σηκωθεί, μα ο βαρόνος άρπαξε τα ζουμερά της στήθη και τα ζούληξε μέχρι να την κάνει να ουρλιάξει βλάσφημα απ’ τον πόνο της ηδονής.

    Έχυσε μέσα της βαθιά και εκείνη τελείωσε μαζί του, ρουφώντας το πρησμένο του όργανο σπασμωδικά. Ο Τζακ έπεσε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα και η Λούσι έμεινε ξαπλωμένη με το πρόσωπο στα σκονισμένα σανίδια και τη μήτρα της ακόμη να συσπάται ζητώντας και άλλο. Με κόπο ανασηκώθηκε και σύρθηκε στο πλευρό του Τζακ. Ήταν αναίσθητος, μα ανέπνεε ήρεμα. Το λόα των νεκρών είχε εγκαταλείψει πια το κορμί του. Καθώς τον κοίταζε, άρχισε να τη γεμίζει ένα συναίσθημα ντροπής και αηδίας. Την είχε πηδήξει κάποιος που δεν ήταν ο Τζακ και εκείνης της είχε αρέσει. Ας είναι. Το σπέρμα μέσα της που τη γονιμοποιούσε ήταν το δικό του και όχι του βαρόνου. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του και άρχισε να κλαίει σιωπηλά. Ήθελε να παρακαλέσει τον Κύριο να τη συγχωρέσει για το αισχρό της αμάρτημα, μα δεν το έκανε. Οχτώ μήνες και δυόμιση εβδομάδες αργότερα, έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο, φυσιολογικό κοριτσάκι που δεν έπρεπε να είχε γεννηθεί. Την πολυπόθητη Άγκνες.

    4.

    1 Νοεμβρίου 1999

    Η Άγκνες Σπαλέτι καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα του παιδικού δωματίου, που κάποτε ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών της. Το μακρύ, λευκό νυχτικό της κουνιόταν ανεπαίσθητα μαζί της, γαργαλώντας τη στους αστράγαλους. Ο βάλτος πίσω απ’ το σπίτι ήταν βουβός αυτό το βράδυ και μονάχα ο ψυχρός άνεμος του Νοέμβρη βογκούσε πού και πού στις χαραμάδες. Στη μωρουδιακή κούνια απέναντί της κοιμόταν μακάρια ο μικρός Πάτρικ. Κοίταξε το ρολόι τοίχου που της είχε χαρίσει η φίλη της η Τζούλι πριν από έξι μήνες, όταν απέκτησε το μωρό. Οι μπλε παστέλ δείκτες του έδειχναν μία και είκοσι εφτά το πρωί. Αναρωτήθηκε σε ποια από τις πουτάνες του να βρισκόταν τώρα ο άντρας της. Έλειπε και σήμερα, ως συνήθως, αφήνοντας εκείνη και τον γιο τους μονάχους. Δεν θα επέστρεφε πριν το χάραμα και εκείνη το ήξερε. Η Άγκνες είχε γνωρίσει τον Ρίκι Σπαλέτι όταν ήταν δεκαεφτά χρονών. Εκείνος ήταν είκοσι επτά και πολύ αρεστός στα κοριτσόπουλα, αλλά και τις γυναίκες της περιοχής. Με τα κορακίσια μαλλιά, το μελαμψό δέρμα και την ελαφριά ιταλική προφορά που χρησιμοποιούσε επιτηδευμένα, προκαλούσε την περιέργεια των θηλυκών. Ήταν καλός εραστής και η ερωτική του φήμη απλωνόταν στα χωριά του βάλτου. Όταν ο Ρίκι αντίκρισε την Άγκνες για πρώτη φορά στο καλοκαιρινό πανηγύρι της Μπαρατάρια, σχεδόν ξέχασε τη θελκτικά ντυμένη συνοδεία του που κρεμόταν με λατρεία στο νεαρό του μπράτσο. Ήταν μια από εκείνες τις εικόνες που μένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη ενός ανθρώπου, όσα χρόνια και αν περάσουν, και που τρέχουν μπροστά απ’ τα μάτια του την ώρα του θανάτου του. Η τότε δεκαεφτάχρονη Άγκνες ήταν ντυμένη σε ένα αέρινο γαλάζιο φόρεμα που άφηνε τα όμορφα γόνατά της ακάλυπτα και τόνιζε το σφιχτό μπούστο της. Το καλοκαιρινό αεράκι της Μπαρατάρια παιχνίδιζε στα κόκκινα ιρλανδικά μαλλιά της, καθώς εκείνη προσπαθούσε να τα διώξει από το πρόσωπό της, για να βάλει στο στόμα μια μπουκιά ροζ μαλλί της γριάς. Ο Ρίκι την ερωτεύτηκε όπως πότε του πριν δεν είχε ερωτευτεί. Ήθελε να γευτεί τον ιδρώτα της λευκής επιδερμίδας της, να γεμίσει το σώμα της με τους χυμούς του και να της ψιθυρίσει ατελείωτες ερωτικές υποσχέσεις που δεν θα κρατούσε. Έτσι και έγινε. Του χρειάστηκε σχεδόν ένας χρόνος μέχρι να τον αφήσει να μπει στο βρακί της, μα βόλευε τις ανάγκες του με τη μια και την άλλη μέχρι να του δοθεί. Τον είχε ερωτευτεί και εκείνη, πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει αλλιώς;

    Μα ο δικός της έρωτας ήταν για πάντα. Η αφοσίωσή της ολοκληρωτική. Εκείνος ήταν αυτός που ήταν. Με τον Ρίκι έγιναν ζευγάρι επίσημα και, ύστερα από μερικούς μήνες, παντρεύτηκαν μάλιστα κάτω από το καχύποπτο βλέμμα της μητέρας της Άγκνες, της Λούσι, που έναν χρόνο αργότερα απεβίωσε μέσα σε ένα παραλήρημα θρησκευτικού παροξυσμού, αφήνοντάς τους το σπίτι. Ο ιατροδικαστής έγραψε στην αιτία θανάτου καρδιακή προσβολή και δεν απόρησε καθόλου για τη μυρωδιά από τσιγάρα και ρούμι που ανέδιδε το πτώμα της. Επί τριάντα δύο χρόνια εξέταζε τα πτώματα της Νέας Ορλεάνης και των βάλτων της και ήξερε ότι η επιστήμη μονάχα όρους όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, ή καρδιακή προσβολή, ή τραύμα από αμβλύ αντικείμενο δεχόταν ως επίσημες αιτίες θανάτου ενός ανθρώπινου όντος. Το ήρθε η ώρα να της πάρει ο βαρόνος την ψυχή για τη συμφωνία που έκανε μαζί του ήταν λιγότερο πιθανό να γίνει δεκτό από την επιστημονική, αλλά και από την καθολική κοινότητα, για να μην αναφέρουμε το εγκληματολογικό του αστυνομικού τμήματος της πόλης. Ο άνδρας της, ο Τζακ, είχε πεθάνει όταν η κόρη τους ήταν δεκατέσσερα. Ύστερα από οχτώ βάζα του ενός λίτρου μούνσαϊν που του είχε φανεί πιο γλυκόπιοτο από ποτέ, έπεσε με τα λασπωμένα ρούχα του δίπλα στη γυναίκα του και βυθίστηκε στον αιώνιο ύπνο. Σταμάτησε απλώς να αναπνέει, καθώς η Λούσι κατάφερνε να αποκοιμηθεί, ευχαριστημένη που επιτέλους σταμάτησε το ροχαλητό του. Την επόμενη μέρα, καθώς αντίκρισε το μπλαβί του πρόσωπο πάνω στο μαξιλάρι, συλλογίστηκε πως η τελευταία του νύχτα πάνω στη γη ήταν η μοναδική που την άφησε να αποκοιμηθεί μέσα σε ησυχία.

    Έτσι, η Άγκνες, η πολυπόθητη μοναχοκόρη της Λούσι και του Τζακ Ο’ Ντέλι, έμεινε μόνη της και γρήγορα έμαθε πως θα μοιραζόταν τον Ρίκι με άλλες. Μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, υπέφερε σιωπηλά μέσα στο σπίτι που είχε μεγαλώσει και που πλέον είχε γίνει η φυλακή της. Η δική της, προσωπική κόλαση. Σιωπούσε, γιατί αλλιώς εκείνος θα τη σακάτευε στο ξύλο, όπως έκανε κάθε φορά που δεν του άρεσε η γλώσσα της. Είχε αρχίσει να σηκώνει χέρι πάνω της λίγο καιρό μετά τον θάνατο της Λούσι και η Άγκνες πήρε τη χειρότερη απόφαση που θα μπορούσε ποτέ να κάνει μια κακοποιημένη γυναίκα. Έμεινε έγκυος, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι μπορούσε να τον αλλάξει. Να τον μετατρέψει πάλι, ως δια μαγείας, σε εκείνο τον νεαρό άνδρα που την αγαπούσε με μια αγάπη όλο μέλι. Όταν ο Ρίκι έμαθε πως θα αποκτούσαν παιδί, της είπε χαμογελώντας πρόστυχα: «Το καλό που σου θέλω να είναι αγόρι, γλύκα».

    Ευτυχώς για την Άγκνες ήταν αγόρι και ο Ρίκι ήταν για ένα διάστημα καλός μαζί της. Μα δεν άργησε και πάλι να ριχτεί στις παλιές βρόμικες συνήθειες και να εξαφανίζεται μερόνυχτα ολόκληρα, ακολουθώντας τις σεξουαλικές του ορμές. Σήμερα, η Άγκνες ξαγρυπνούσε για ακόμα μια φορά περιμένοντάς τον. Για ακόμα μια φορά θα τον κοίταζε με πρησμένα μάτια, καθώς εκείνος θα την προσπερνούσε αδιάφορα χωρίς να πει λέξη, βροκοπώντας φθηνό ρούμι και γυναικείο ιδρώτα, για να σκύψει πάνω από την κούνια του γιου του και να τον φιλήσει στοργικά. Για ακόμα μια φορά θα αναρωτιόταν πού είχε πάει εκείνος ο έρωτάς του που τη σκέπαζε ηδονικά τα βράδια και τη γέμιζε ευτυχία. Γύρισε τα μάτια της στο μωρό που ανέπνεε ήρεμα στο κρεβατάκι του. Χαμογελούσε πού και πού στον ύπνο του, βγάζοντας χαριτωμένους ήχους. Το βλέμμα της ήταν άδειο καθώς το κοιτούσε. Τίποτε δικό της δεν είχε πάρει ο μικρός. Ήταν μια μικρογραφία του πατέρα του. Είχε το μελαμψό του δέρμα, τα σκούρα μαλλιά και ούτε μια κόκκινη απόχρωση δεν άστραφτε στις απαλές μωρουδιακές τούφες. Ήταν αχόρταγος και, κατά τον θηλασμό, είχε καταδαγκώσει τις ρώγες της που μάτωναν και πονούσαν ανάμεσα στα φαφούτικα σαγονάκια. Αχόρταγος σαν τον Ρίκι. Τον Ρίκι που εκείνη είχε πια χάσει. Το κορμί του θα γύρναγε πίσω σε αυτή, μα η καρδιά του ποτέ πια. Και η Άγκνες το ήξερε πως γυρνούσε πίσω μόνο για τον Πάτρικ. Ο Πάτρικ ήταν το μοναδικό πράγμα που αγαπούσε ο Ρίκι και αυτή, τη γυναίκα που τον είχε δημιουργήσει από το αίμα και τη σάρκα της, την είχε μόνο για να τον φροντίζει. Όπως ήξερε επίσης ότι δεν θα μπορούσε να τον πληγώσει αν δινόταν σε άλλους άνδρες. Αυτό δεν τον απασχολούσε πια. Ένα πράγμα όμως μπορούσε να κάνει. Να του πάρει τον Πάτρικ, γιατί ο Πάτρικ ήταν περισσότερο κομμάτι δικό του παρά δικό της. Να τον πάρει μακριά από τον άκαρδο Ρίκι που την είχε μονάχα για να μεγαλώνει τον ιταλόφερτο σπόρο του και να βγάζει τα χοντράδια του όταν ξέμενε από πρόστυχες αγαπητικές.

    Να πάρεις το μωρό και να πας πού, Άγκνες; ακούστηκε μια κλαψιάρικη φωνή στο μυαλό της που δεν την αναγνώριζε. Είσαι ένα τίποτα και το μόνο που ξέρεις να κάνεις είναι να μαγειρεύεις φαγητά που δεν τον ικανοποιούν, να πλένεις πουκάμισα που θα του τα βγάλουν ξένα χέρια και να του ανοίγεις τα πόδια για ένα ξερό γαμήσι όταν το χρειάζεται…»

    Το έβλεπε πλέον καθαρά. Το άκακο πλάσμα που κοιμόταν απέναντί της ήταν το μοναδικό της όπλο ενάντια στην κτηνώδη αδιαφορία

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1