Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Πλάτων Πολιτικός (Plato's Politicus)
Πλάτων Πολιτικός (Plato's Politicus)
Πλάτων Πολιτικός (Plato's Politicus)
Ebook552 pages3 hours

Πλάτων Πολιτικός (Plato's Politicus)

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το έργο του Πλάτωνα Πολιτικός, δραματικά υποτιμημένο μέχρι σχεδόν σήμερα, αρχίζει —επιτέλους— να κατακτά την θέση που του αξίζει, στο πλαίσιο του ορίζοντα της ανέλιξης του πολιτικού στοχασμού του Αθηναίου φιλοσόφου.
Ας προσέξουμε: Είναι αυτό το πλατωνικό φιλοσοφούν υποκείμενο του Πολιτικού και των Νόμων, ο Ξένος ως Ελεάτης και ως Αθηναίος, αντίστοιχα, το οποίο θέτει —συγχρόνως— ως πρόβλημα της πολιτικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, την σχέση του ορθού λόγου, της ενότητας, της ταυτότητας και του είναι, με την τέχνη, την πολλαπλότητα, με την ηδονή και με την διαφορά. Πράγματι, είναι αυτό το πλατωνικό φιλοσοφούν υποκείμενο ως Ξένος, Ελεάτης αρχικά (: Πολιτικός) και στην συνέχεια Αθηναίος (: Νόμοι), το οποίο προκρίνει την ανταπόκριση της φιλοσοφίας στην επιθυμία, την πολλαπλότητα, την διαφορά, το γίγνεσθαι, την φαντασία και την τέχνη, έναντι της επιτακτικότητας του ορθού λόγου, της ενότητας, της ταυτότητας και του είναι.
LanguageΕλληνικά
Release dateNov 15, 2023
ISBN9789600241525
Πλάτων Πολιτικός (Plato's Politicus)
Author

Plato

Plato (aprox. 424-327 BC), a student of Socrates and the teacher of Aristotle, is commonly regarded as the centermost figure of Western philosophy. During the Classical period of Ancient Greece he was based in Athens where he founded his Academy and created the Platonist school of thought. His works are among the most influential in Western history, commanding interest and challenging readers of every era and background since they were composed.

Read more from Plato

Related to Πλάτων Πολιτικός (Plato's Politicus)

Titles in the series (7)

View More

Related ebooks

Reviews for Πλάτων Πολιτικός (Plato's Politicus)

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Πλάτων Πολιτικός (Plato's Politicus) - Plato

    ΣΕΙΡΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΗΓΕΣ

    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΕΙΡΑΣ: Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ

    Πλάτων

    Πολιτικός

    Μετάφραση - Σχόλια: Κωνσταντίνος Στέφου

    ISBN: 978-960-02-4152-5


    Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο χωρίς σχετική άδεια του Εκδότη.

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    Σημείωμα του Μεταφραστή

    Πρόλογος

    ΠΛΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ (Κείμενο – Μετάφραση)

    Σχόλια

    ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

    Κατά κύριο λόγο, το αρχαίο κείμενο που παρατίθεται και η μετάφρασή του ακολουθούν την έκδοση του J. Burnet, Platonis Opera, τόμ. 1, Οξφόρδη (1900, επανέκδ. 1967). Οι αποκλίσεις από την έκδοση αυτή δηλώνονται στα σχετικά σχόλια.

    Σε ό,τι αφορά τη σύνταξη των σχολίων, ως βασικός καθοδηγητικός άξονας, αλλά και ερμηνευτικός οδηγός, χρησίμευσε η μελέτη του Chr. Rowe, Plato. Statesman, Γουάρμινστερ (1995).

    Κλείνοντας το σημείωμα αυτό, θα ήθελα να εκφράσω τις πιο βαθιές μου ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μου στον Καθηγητή Φιλοσοφίας Παντείου Πανεπιστημίου Δημήτρη Ν. Λαμπρέλλη για τη δυνατότητα που μου έδωσε να εντρυφήσω στη μελέτη του Πολιτικού και να επικοινωνήσω τις αρετές ενός τόσο –συγγραφικά και φιλοσοφικά– περίτεχνου διαλόγου.

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ¹

    Ι

    Τὸ ἔργο τοῦ Πλάτωνα Πολιτικός, δραματικὰ ὑποτιμημένο μέχρι σχεδὸν σήμερα, ἀρχίζει ἐπιτέλουςνὰ κατακτᾶ τὴν θέση ποὺ τοῦ ἀξίζει, στὸ πλαίσιο τοῦ ὁρίζοντα τῆς ἀνέλιξης τοῦ πολιτικοῦ στοχασμοῦ τοῦ Ἀθηναίου φιλοσόφου.

    Πρὶν προχωρήσουμε, ὅμως, στὴν περιεκτικὴ ἀναφορὰ σὲ ὁρισμένα, θεμελιώδη, ζητήματα τὰ ὁποῖα πραγματεύεται ὁ Πολιτικός, ἂς θέσουμε ἕνα ἐρώτημα, εἰσαγωγικὸ τῆς ὅλης σύντομης πραγμάτευσης ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ: Τί σημαίνει ὁ Πολιτικὸς τοῦ Πλάτωνα γιὰ τοὺς ἐγχώριους καὶ μὴ πλατωνισμοὺς καὶ ἀντιπλατωνισμούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς πλατωνικὲς σπουδές; Σχεδὸν τίποτα ὅπως καὶ οἱ Νόμοι. Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ στὸν ἑρμηνευτικὸ ὁρίζοντα τῶν πλατωνισμῶν, ἀντιπλατωνισμῶν καὶ τῶν πλατωνικῶν σπουδῶν εἶναι παρὸν τὸ πλατωνικὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο ἀπὸ τὴν μία ὡς Σωκράτης ἐχθρὸς τοῦ σώματος καὶ μετακοσμικὸς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὡς Σωκράτης ἐρωτικός. Εἶναι ἐπίσης ἑρμηνευτικὰ παρὸν τὸ πλατωνικὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο, μόνον ὡς Σωκράτης: φίλος τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τοῦ ἑνός, τῆς ταυτότητας, τοῦ εἶναι, καὶ ἐχθρὸς τῆς τέχνης, τῆς πολλαπλότητας, τοῦ γίγνεσθαι, τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς διαφορᾶς. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὀρθά, ἀλλὰ ἡ ἰσχὺς τῆς ὀρθότητάς τους ἀφορᾶ μόνον –εἶναι ἤδη φανερό– τὸ πλατωνικὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο ὡς Σωκράτη. Ὅμως, με(τά) τὸν Σοφιστή, ἀποσύρεται ὁ Σωκράτης καὶ ἐκκαλύπτεται γιὰ πρώτη φορὰ ἕνα ἄλλο πλατωνικὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο: ὁ Ξένος, στὴν ἀρχὴ ὡς Ἐλεάτης καὶ στὴν συνέχεια καὶ καταληκτικὰ ὡς Ἀθηναῖος Ξένος. Καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ νέα ἐκδοχὴ τοῦ πλατωνικοῦ φιλοσοφοῦντος ὑποκειμένου, ἐμβληματικὴ τῆς νέας πορείας τοῦ πλατωνικοῦ στοχασμοῦ, εἶναι ἡ ὁποία εὐρίσκεται πέρα ἀπὸ τὴν ἑρμηνευτικὴ ἐμβέλεια τῶν ποικιλόχρωμων πλατωνισμῶν, ἀντιπλατωνισμῶν καί –σὲ μεγάλο βαθμό– τῶν πλατωνικῶν σπουδῶν· τὸ πολύ, ἡ ἐμβέλεια αὐτὴ νὰ ἔχει ὡς ὅριό της τὸ ὅτι λαμβάνει ὑπόψη της μόνον τὸ ξεκίνημα τῆς παρουσίας τοῦ Ξένου, ὡς Ἐλεάτου, στὸν Σοφιστή· δηλαδή: ἡ ἐμβέλεια αὐτὴ ἐξαντλεῖται ἀγγίζοντας μόνον τὴν ἀπαρχὴ τῆς νέας πορείας τοῦ πλατωνικοῦ στοχασμοῦ.

    Καὶ ὅμως· εἶναι αὐτὸ τὸ πλατωνικὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο, ὁ Ξένος ὡς Ἐλεάτης καὶ ὡς Ἀθηναῖος, τὸ ὁποῖο θέτει –συγχρόνως– ὡς πρόβλημα τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς φιλοσοφικῆς ἀνθρωπολογίας, τὴν σχέση τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τῆς ἑνότητας, τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ εἶναι, μὲ τὴν τέχνη, τὴν πολλαπλότητα, μὲ τὸ γίγνεσθαι, μὲ τὴν ἡδονὴ καὶ μὲ τὴν διαφορά. Καὶ ὅμως· εἶναι αὐτὸ τὸ πλατωνικὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο ὡς Ξένος, Ἐλεάτης ἀρχικὰ καὶ στὴν συνέχεια Ἀθηναῖος, τὸ ὁποῖο προκρίνει τὴν ἀνταπόκριση τῆς φιλοσοφίας στὴν ἐπιθυμία, τὴν πολλαπλότητα, τὴν διαφορά, τὸ γίγνεσθαι, τὴν φαντασία καὶ τὴν τέχνη, ἔναντι τῆς ἐπιτακτικότητας τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τῆς ἑνότητας, τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ εἶναι, μὲ τελικὴ πρόταση πραγμάτωσης τῆς ἀνταπόκρισης αὐτῆς, τὴν ἐκκάλυψη ἑνὸς ἀνταγωνιστικοῦ πρὸς τὸ συμβατικὸ αἰσθητικό, αἰσθητικοῦ τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Καὶ ὅμως· εἶναι αὐτὸ τὸ πλατωνικὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο ὡς Ἐλεάτης Ξένος, τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ δηλώσει στὸν Πολιτικὸ ἀπερίφραστα τὴν ἔκταση τῆς ἀπόστασής του ἀπὸ τὸν πλατωνικὸ Σωκράτη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔνταση ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἔκταση τῆς ἀπόστασης αὐτῆς, προβάλλει ὡς μοναδικὸ φιλοσοφικὸ αἴτημα, ὡς πρωταρχικῆς σημασίας φιλοσοφικὸ ζητούμενο, τὸ νὰ καταστεῖ ὁ πλατωνικὸς στοχασμὸς διαλεκτικότερος καὶ εὑρετικότερος· ἀλλά, ἐπιτέλους, σὲ σχέση, σὲ σύγκριση, μὲ ποιὸν στοχασμό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Σὲ σχέση, σὲ σύγκριση, μὲ τὸν στοχασμὸ τῆς διαλεκτικῆς εὐρετικῆς τοῦ πλατωνικοῦ Σωκράτη.

    ΙI

    Ἑπομένως, μετὰ τὰ προαναφερθέντα, προκύπτει πλέον ἕνα ζήτημα: Αὐτὸ τῆς ἔνταξης τῆς ἑρμηνείας μας ἡ ὁποία ἀφορᾶ τὸν Πολιτικό, καὶ πιὸ διακριβωμένα –γιὰ νὰ συνοψίσουμε– τὴν ἀνταπόκριση τῆς φιλοσοφίας πρὸς τὴν διαφορά, στὸ πλαίσιο τῆς τριλογίας, ποὺ ἀνήκει: Θὰ πρέπει καταρχὴν νὰ θυμηθοῦμε ὅτι τὸ τέλος τοῦ πρώτου διαλόγου τῆς τριλογίας, τοῦ Θεαίτητου, σημαίνεται μὲ τὴν μετάβαση τοῦ Σωκράτη στὸν ἄρχοντα βασιλέα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς ἐναντίον του κατηγορίες. Τί σημαίνει ὅμως αὐτό, μετὰ ἀπὸ ὅλα ὅσα προαναφέρθηκαν γιὰ τὸν λόγο ἐκεῖνο ποὺ φορέας του εἶναι ὁ Σωκράτης; Ὅτι ἤδη στὸ τέλος τῆς ἀρχῆς τῆς τριλογίας γίνεται ἀναφορὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια θέματα τοῦ Πολιτικοῦ: στὴν σχέση τῆς ἐπιταγμένης ἀπὸ τὸ ἁπλοῦν διαφορᾶς πρὸς τὸν παρὰ τὴν τάξιν αὐτῆς λόγο, καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργεῖ ἡ διαφορὰ αὐτή, καθώς –ἀκολουθώντας τὸν μὴ ὀρθὸν λόγον– αἰσθάνεται δυσχέρεια, ἐχθρότητα, καὶ προτίθεται νὰ κολάσει μὲ τὴν ἔσχατη ποινὴ τὸν λόγο παρὰ αὐτήν.

    Τὸ ἐρώτημα ποὺ στὴν συνέχεια ἀνακύπτει, ἀφορᾶ, κατὰ πρῶτον, τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο ὡς Ἐλεάτης Ξένος, στὸν ἑπόμενο διάλογο, στὴν ἀρχὴ τοῦ Σοφιστῆ, παρομοιάζεται ἀπὸ τὸν Σωκράτη, μὲ τὸν μεταμφιεσμένο Ὀδυσσέα καὶ τοῦ προσδίδεται ἡ ἱκανότητα νὰ παρατηρεῖ ποιοὶ ἄνθρωποι (στοὺς ὁποίους μάλιστα ἴσως –ὅπως ρητὰ λέγεται– νὰ περιλαμβάνονται οἱ φιλόσοφοι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης) περιπίπτουν σὲ ὕβριν καὶ ποιοὶ διέπονται ἀπὸ εὐνομία. Τὸ αὐτὸ πάντοτε ἐρώτημα ἀφορᾶ, κατὰ δεύτερον, τὸ κατὰ πόσον ὁ λόγος αὐτὸς τῆς προβαλλόμενης παρομοίωσης καὶ τῶν συμφραζόμενών της, σχετίζεται ἀφενὸς μὲ τὴν προαναφερθεῖσα ἀρχικὴ σήμανση τῆς τριλογίας ἡ ὁποία ἑστιάζεται στὸν Σωκράτη, ἀφετέρου δὲ μὲ τὸν ρόλο τοῦ Ἐλεάτου Ξένου καὶ πάλι ὡς φιλοσοφοῦντος ὑποκειμένου, στὸν Πολιτικό. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτὸ συνολικά, θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε: Κατ᾿ ἀρχήν, ὑπάρχουν κοινὰ σημεῖα: Ὁ λόγος τοῦ ἱστορικοῦ Σωκράτη γενικῶς εἶναι ἕνας λόγος ἐπίσης παρὰ τὴν τάξιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων –ἀλλὰ καὶ τοῦ σωκρατικοῦ / πλατωνικοῦ λόγου ὡς ἐπιτάσσοντος–, καί, εἶναι, παράλληλα, ἕνας λόγος ἐπὶ τῆς διαφορᾶς. Ἑπομένως, στὸν διάλογο Πολιτικός, ἐφ᾿ ὅσον ὁ λόγος τοῦ Ἐλεάτου Ξένου ἔχει καὶ τὰ δύο γνωρίσματα τοῦ σωκρατικοῦ λόγου, μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἀποτελεῖ μεταμφιεσμένη παρουσία τοῦ Σωκράτη, δηλαδή: τῶν γνωρισμάτων αὐτῶν τοῦ σωκρατικοῦ λόγου. Ἄρα, ἰσχύει κατ᾿ ἀρχὴν τὸ νόμιμον τῆς παρομοίωσης γιὰ τὸν Ξένο: ἰσχύει ὡς πρὸς τὸ στοιχεῖο τῆς μεταμφίεσης.

    Παραμένει βέβαια ὡς ζήτημα ἡ περαιτέρω διευκρίνιση ἡ σχετικὴ μὲ τὸ κατὰ πόσον ἰσχύει καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἡ παρομοίωση, δηλαδὴ ἂν θὰ μποροῦσε στὴν πραγματικότητα νὰ λειτουργήσει, σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, ὁ Ἐλεάτης Ξένος, ἡ σκέψη καὶ ὁ λόγος τοῦ Ξένου, ἔτσι ὅπως ὁ συναφὴς προαναγγελθεὶς ρόλος του δυνητικὰ προβλέπει: ὡς ἐλεγκτικὸς τῶν ἀνθρώπων –καὶ συγκεκριμένα ἴσως τῶν φιλοσόφων, ἀκόμη καὶ τοῦ Σωκράτη– ὡς πρὸς τὸ ἂν διαπράττουν ὕβριν ἢ διέπονται ἀπὸ εὐνομία. Ἡ δοκιμὴ μιᾶς ἀπάντησης στὸ τόσο ἐνδιαφέρον καὶ κρίσιμο αὐτὸ ἐρώτημα προϋποθέτει τὴν ἀπόπειρα ἀναζήτησης τῶν ὅρων οἱ ὁποῖοι θὰ συγκροτοῦσαν τὴν ὕβριν καὶ τὴν εὐνομία, στὴν περίπτωση τῶν ἀνθρώπων γενικὰ καὶ τῶν φιλοσόφων εἰδικότερα. Ἂς ἀποπειραθοῦμε λοιπόν, δοκιμαστικά, νὰ ἀπαντήσουμε: Ὁ ἐλεγκτικός, Ἐλεάτης Ξένος θὰ μποροῦσε νὰ διαπιστώσει τὴν ἀπουσία εὐνομίας καὶ τὴν παρουσία ὕβρεως: Πρῶτον, ἱστορικά, ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ ὅσον ἀφορᾶ τὴν διαφορὰ - εἶναι τοῦ γίγνεσθαι τῶν ἀνθρώπων: πρόκειται γιὰ τὴν ὕβριν τοῦ μὴ ὀρθοῦ λόγου ἀσπασμοῦ τοῦ προσομοίου καὶ δυσχέρειας πρὸς τὸ ἀνόμοιον· χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς ἀπουσίας εὐνομίας (παρουσίας ὕβρεως) εἶναι ἡ καταδίκη σὲ θάνατο, ἐκ μέρους τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ τοῦ μὴ ὀρθοῦ λόγου, τοῦ Σωκράτη (ὁ ὁποῖος, ἀντιστρόφως, ἐλέγχθηκε γιὰ ὕβριν, ἐπειδή –πλήρως συμμετρικὰ ὡς πρὸς τὴν ἀντιστροφή– ἦταν ἀνόμοιος, παρὰ τὴν τάξιν τοῦ λόγου τῶν προσομοίων - κατηγόρων του). Δεύτερον, ὁ ἐλεγκτικός, Ἐλεάτης Ξένος θὰ μποροῦσε νὰ διαπιστώσει τὴν ἀπουσία εὐνομίας καὶ τὴν παρουσία ὕβρεως, θεωρητικά, δηλαδὴ ὅσον ἀφορᾶ τοὺς φιλοσόφους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους περιλαμβάνονται: ὁ πλατωνικὸς Σωκράτης, –δηλαδή– ὁ ἐπιτακτικὸς Πλάτων ὅλων τῶν διαλόγων πλὴν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τῶν Νόμων, ἀλλὰ καὶ ὁ Πλάτων τοῦ Πολιτικοῦ ὡς ἐκφραστής –γιὰ παράδειγμα– τοῦ λογικο-μεταφυσικοῦ λόγου περὶ διαιρέσεως, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ Πλάτων τῶν Νόμων ὡς ἐκφραστής –γιὰ παράδειγμα– τοῦ λόγου ἐπιβολὴς τῆς διαλλαγής. Αὐτὸ ὅμως τελικὰ σημαίνει ὅτι, ὁ ἐλεγκτικός, Ἐλεάτης Ξένος θὰ μποροῦσε νὰ διαπιστώσει τὴν παρουσία ὕβρεως καὶ τὴν ἀπουσία εὐνομίας ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἐκφραστὲς τοῦ ἁπλοῦ σὲ ποικίλες ἐκφάνσεις του: πρόκειται, στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, γιὰ ὕβριν, ὅχι κοινωνική, πολιτικὴ καὶ θρησκευτική, ἀλλὰ φιλοσοφική· πρόκειται γιὰ τὴν μεταφορὰ τῆς κοινωνικῆς, πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ὕβρεως ποὺ ἐξέφρασαν οἱ κατήγοροι τοῦ Σωκράτη, ἄρα –παραδειγματικά– τῆς φιλοσοφίας, σὲ φιλοσοφικὸ πλαίσιο: ἔκφραση δυσχέρειας πρὸς τὸ ἀνόμοιον/διαφορὰ - εἶναι τοῦ γίγνεσθαι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐπίταξή του στὴν τάξη τοῦ ἁπλοῦ -προσομοίου τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου τὸ ὁποῖο αὐτὸς ἀσπάζεται. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ κάτι φιλοσοφικὰ φαῦλον, τὸ ὁποῖο κατ᾿ ἀναλογίαν, παραδειγματικά, θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ ὡς παρουσία ὕβρεως (ἀπουσία εὐνομίας), ἡ ὁποία παρὰ τὶς ὅποιες –ἕστω– ἀγαθὲς προθέσεις, προβλέπεται ὅτι θὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει σὲ κάθε μορφῆς διώξεις καὶ τελικὰ ἀκόμη καὶ νὰ καταδικάσει σὲ θάνατο ὁποιονδήποτε θὰ παρέβαινε τὴν τάξη τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς ἁπλοῦ, καὶ συγκεκριμένα ὁποιονδήποτε ἀσκεῖ ἕνα ἐπιτήδευμα, μία τέχνη, διεξάγει μία ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ἢ μία φιλοσοφικὴ διδασκαλία ἢ μία στοχαστικὴ συζήτηση, ἀνταποκρινόμενος στὶς συνθῆκες καὶ στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀντικειμένου καὶ τῆς πραγματικότητας τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καὶ τῆς τέχνης, καὶ ὄχι στὶς ἐπιταγὲς τοῦ ἁπλοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν προβλέπεται ἀπὸ τὸν Ἐλεάτη Ξένο στὸν Πολιτικὸ ὅτι θὰ ἦταν ἡ ἐξαφάνιση ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῶν στοχαστικῶν ἀναζητήσεων, κάτι τὸ ὁποῖο ὅμως θὰ καταδίκαζε ἐν τέλει τοὺς ἀνθρώπους συνολικὰ σὲ ἕναν βίο γιὰ αὐτοὺς ἀβίωτο.

    Μάλιστα, ἡ ἀναφορὰ περὶ προβλεπομένης σὲ θάνατο καταδίκης ἐκ μέρους τοῦ ἁπλοῦ ὅποιου στοχαστῆ κινεῖται παρὰ τὴν τάξιν αὐτοῦ, μὲ κατηγορίες οἱ ὁποῖες ἔμμεσα ἀλλὰ τόσο εὔγλωττα παραπέμπουν στὴν περίπτωση τῶν κατηγοριῶν ἐναντίον τοῦ Σωκράτη, ὁδηγεῖ στὸ νὰ καταστήσει τὸν Σωκράτη παραδειγματικὸ σημεῖο δυνητικῆς συμβολῆς τῶν ἱστορικῶν/πραγματικῶν ἀποτελεσμάτων τῆς κοινωνικῆς, πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ὕβρεως καὶ τῶν θεωρητικῶν/δυνητικῶν ἀποτελεσμάτων τῆς φιλοσοφικῆς ἐπιτακτικότητας. Στὴν συγκεκριμένη, ὡστόσο, περίπτωση αὐτοῦ τοῦ δραματικοῦ παραδόξου ὅπου ἡ φιλοσοφία προβλέπεται ὅτι θὰ ὁδηγήσει στὸ νὰ στραφεῖ ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας, χρειάζονται διευκρινίσεις: Ἐδῶ, στὴν φιλοσοφία, ὁ ἀσπασμὸς τοῦ προσομοίου ἐννοεῖται ὡς ἀσπασμὸς τοῦ ἑαυτοῦ της ὁ ὁποῖος κρυσταλλώνεται στὰ γεγραμμένα, καὶ ἐκδηλώνει στάση δυσχέρειας ἔναντι τῆς φιλοσοφίας ὡς ζητεῖν, τὸ ὁποῖο κατ᾿ ἀνάγκην, ἀφεύκτως, ὡς τέτοιο κινεῖται παρά, παρὰ τὰ γεγραμμένα. Ἑπομένως, μέσα ἀπὸ ὁλα ὅσα προαναφέρθηκαν, τὰ ὁποῖα βασίζονται σὲ ἕνα σχῆμα δυνητικῆς ἀνάλυσης τὰ συγκροτοῦντα στοιχεῖα τοῦ ὁποίου μᾶς προμήθευσε ὁ φιλοσοφικὸς λόγος τοῦ Ἐλεάτου Ξένου, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχύει ἡ παρομοίωση καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὸν ρόλο αὐτοῦ τοῦ ἰδίου ὡς ἐλεγκτοῦ τῆς ὕβρεως καὶ τῆς εὐνομίας τόσο τῶν ἀνθρώπων ὅσο καὶ τῶν φιλοσόφων (ὅπως: τοῦ ἱστορικοῦ Σωκράτη, τοῦ πλατωνικοῦ Σωκράτη, καθὼς ἐπίσης καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Ξένου, Ἐλεάτου καὶ Ἀθηναίου), ὡς ἐκφραστῶν τῆς φιλοσοφικῆς ἐπιτακτικότητας.

    Τὸ κρίσιμο, τελικό, ἐρώτημα εἶναι: Πέρα ἀπὸ τὴν προσφορὰ τοῦ θεωρητικοῦ ὁπλισμοῦ πάνω στὸν ὁποῖο μόλις διαπιστώσαμε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ βασιστεῖ ὁ ἐκ μέρους τοῦ Ἐλεάτου Ξένου ἔλεγχος τῶν ἀνθρώπων, τῶν φιλοσόφων, τοῦ Σωκράτη καὶ τοῦ ἐαυτοῦ του, πέρα ἀπὸ τὴν διαπίστωση τῆς ἀπουσίας εὐνομίας - παρουσίας ὕβρεως στὴν ὁποία τώρα διακριβώσαμε ὅτι καταλήγει ἡ δοκιμαστικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ θεωρητικοῦ αὐτοῦ ὁπλισμοῦ στὸ συγκεκριμένο κοινωνικὸ καὶ φιλοσοφικὸ πεδίο, ὁδηγεῖται ἄραγε τὸ ἴδιο τὸ φιλοσοφοῦν ὑποκείμενο ὡς Ἐλεάτης Ξένος, στὸν Σοφιστὴ καὶ στὸν Πολιτικό, στὴν δοκιμὴ φιλοσοφικῆς ὑπέρβασης τοῦ φαύλου λόγου τοῦ φιλοσοφεῖν –ὁ ὁποῖος κατ᾿ ἀναλογίαν, παραδειγματικά, θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ ὡς παρουσία ὕβρεως–, καὶ στὴν παρεπόμενη διασφάλιση φιλοσοφικῆς εὐνομίας; Προκειμένου νὰ ἀπαντήσουμε στὸ καίριο αὐτὸ ἐρώτημα, θὰ πρέπει νὰ πάρουμε τὰ πράγματα μὲ τὴν σειρά: Στὸν Σοφιστή, ὁ Ἐλεάτης Ξένος ἐλέγχει τὴν φαυλότητα τοῦ λόγου τῶν ἄλλων φιλοσόφων ὅπως ὁ Παρμενίδης (: θεωρία περὶ τοῦ ὄντος) καὶ ὁ πλατωνικὸς Σωκράτης (: θεωρία τῶν ἰδεῶν)· ἡ φαυλότητα αὐτὴ τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου ἀποφαίνεται ὅτι μόνον τὸ ὂν ὡς ταυτότητα καὶ ἑνότηταx εἶναι· πρόκειται δηλαδή –γιὰ νὰ ὁμιλήσουμε καὶ πάλι, κατ᾿ ἀναλογίαν, παραδειγματικά– γιὰ τὴν ὕβριν τῆς κυριαρχίας, στὸ ὀντολογικὸ ἐπίπεδο, τοῦ ὄντος ὡς ἑνότητας καὶ ταυτότητας, γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ συνιστᾶ ἡ ἀπόφανση ὅτι ἡ μὴ ταυτότητα καὶ ἡ μὴ ἑνότητα ἢ δὲν εἶναι ὂν ἢ εἶναι εἴδωλον τοῦ ὄντος. Ὁ ἐλεγκτικὸς λόγος τοῦ Ἐλεάτου Ξένου, στὸν ἴδιο πάντοτε διάλογο, κρίνει τὴν φαυλότητα αὐτή, προβαίνει σὲ ἄρση τῆς ὕβρεως τὴν ὁποίαν αὐτὴ συνιστᾶ καὶ στὴν ἀποκατάσταση τῆς εὐνομίας στὸ ὀντολογικὸ ἐπίπεδο: ἡ ἐπίτευξη αὐτῆς τῆς εὐνομίας θεμελιώνεται στὴν ρηξικέλευθη πρότασή του ὅτι ὄχι μόνον τὸ ὂν εἶναι ὡς ἓν καὶ ταυτόν, ἀλλὰ καὶ τὸ μὴ ὂν εἶναι ὡς ἕτερον, λαμβάνει δὲ τὴν ἀκόλουθη μορφή: τὸ ὀντολογικὸ ἐπίπεδο νέμεται στὴν παρουσία τοῦ ταυτοῦ καὶ τοῦ ἑτέρου.

    Πρόκειται ὡστόσο γιὰ τὸ πρῶτο βῆμα ἀνταπόκρισης τοῦ διαλεκτικοῦ ἐλεγκτικοῦ λόγου πρὸς τὴν διαφορὰ ὡς ἕτερον, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ τὸ ὀντολογικὸ ἐπίπεδο. Ἡ συνέχεια, τὸ δεύτερο βῆμα ἀνταπόκρισης τοῦ διαλεκτικότερου ἐλεγκτικοῦ λόγου πρὸς τὴν διαφορὰ ὡς ἀνομοιότητα (ἢ διαφορά), θὰ ἀφορᾶ τὸ κοινωνικὸ-πολιτικὸ ἐπίπεδο· συνοψίζουμε: ὁ ἐλεγκτικὸς λόγος στὸν Πολιτικὸ ἀναγνωρίζει πράγματι τὴν παρουσία αὐτοῦ ποὺ εἶναι ὀντολογικὰ ἕτερον, στὸ κοινωνικὸ πεδίο, ὡς ἀνομοιότητα ἢ διαφορά· πιὸ διακριβωμένα: ἀναγνωρίζει τὴν συν-παρουσία (καὶ ἄρα: τὴν ἀξία, σημασία) τοῦ ἑτέρου - διαφορᾶς μὲ τὸ ἓν καὶ ταυτὸν/ἁπλοῦν ὡς νόμο ἢ φιλοσοφικὸ (ἠθικό, πολιτικό) λόγο. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἐλεγκτικὸς λόγος, στὸν ἵδιο πάντοτε διάλογο, ἀσκεῖ κριτικὴ στὴν ἄποψη ὅτι τὸ ἁπλοῦν πρέπει νὰ κυριαρχεῖ, στὸ κοινωνικὸ πεδίο, ἐπὶ τῆς διαφορᾶς, θεωρώντας μία τέτοια ἐνέργεια μὴ ἀπονομὴ δικαιοσύνης, ἀδικία, ὀφειλόμενη σὲ ἀδυναμία τοῦ ἁπλοῦ νὰ ἀνταποκριθεῖ πρὸς τὴν διαφορά – ὅπως δείχνει ἡ παραδειγματική του ἀναφορὰ στὸν νόμο. Πρόκειται λοιπόν –γιὰ νὰ μεταφράσουμε–, ἀντίστοιχα: γιὰ τὴν ὕβριν καὶ τὴν φαυλότητα τῆς κυριαρχίας τοῦ ἑνὸς-ταυτοῦ/ἁπλοῦ ἐπὶ τῆς ἀνομοιότητος-διαφορᾶς καί –ἑπομένως– γιὰ τὴν ἀπουσία εὐνομίας· ἡ εὐνομία τελικῶς ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπὸ τὴν κεφαλαιώδους σημασίας πρόταση ἄρσης τοῦ μὴ ὀρθοῦ λόγου στὴν σχέση ἀπλοῦ/φιλοσοφικοῦ λόγου - διαφορᾶς, καὶ λαμβάνει τὴν ἀκόλουθη μορφή: ὑπέρβαση τῆς δυσχέρειας πρὸς τὸ ἀνόμοιον καὶ τοῦ ἀσπασμοῦ πρὸς τὸ προσόμοιον, καὶ περιοδικὴ ἀπονομὴ δυσχέρειας καὶ ἀσπασμοῦ πρὸς τὸ ἀνόμοιον. Καὶ πιὸ διευρυμένα, ἡ εὐνομία αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἐξετασθεῖ σὲ σχέση μὲ ὅλες τὶς ἀναφορὲς τοῦ σύμπαντος τοῦ λόγου μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ πραγμάτευσή μας στὸν παρόντα Πρόλογο. Ἔτσι λοιπόν, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἐλεάτου Ξένου στὸν Πολιτικό, θεωρητικὰ καὶ πρακτικά, αἴρει τὴν ὕβριν τοῦ μὴ ὀρθοῦ λόγου ἀσπασμοῦ τοῦ προσομοίου, ποὺ ἐπιδεικνύουν σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο οἱ κατήγοροι ἔναντι τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου καί, ἀντιστρόφως, σὲ φιλοσοφικὸ ἐπίπεδο ὁ ἱστορικὸς Σωκράτης, ὁ πλατωνικὸς Σωκράτης καὶ ὁ ἐπιτακτικὸς Ξένος Ἐλεάτης καὶ Ἀθηναῖος, ἔναντι τοῦ κοινωνικοῦ πεδίου: αἴρει τὴν ὕβριν, καθὼς δοκιμάζει νὰ πραγματώσει τὴν εὐνομία ἡ ὁποία ἔγκειται ἀκριβῶς στὴν ἀπονομή, ταυτόχρονου ἢ περιοδικοῦ, ἀσπασμοῦ καί, ταυτόχρονης ἢ περιοδικῆς, δυσχέρειας πρὸς τὸ ἀνόμοιον· καὶ ἡ δοκιμὴ αὐτὴ πραγμάτωσης τῆς εὐνομίας, βούλεται νὰ εἶναι παραδειγματικὴ καὶ γιὰ τὰ δύο ἐπίπεδα: τόσο γιὰ τὸ φιλοσοφικὸ καὶ τὰ ἀνάλογά του (ὅπως, ἀπὸ τὴν ἔποψη αὐτή, εἶναι τὸ νομικό) ὅσο καὶ γιὰ τὸ κοινωνικό.

    Τὴν διασφάλιση τῆς παρουσίας τῆς εὐνομίας στὸ πεδίο τὸ ἐνδοαναφορικᾶ φιλοσοφικὸ τὴν διαπιστώνουμε, καθὼς διακριβώνουμε στὸν Πολιτικὸ τὰ ὅρια τῆς δυσχέρειας καὶ τοῦ ἀσπασμοῦ, ἄλλοτε μέσα ἀπὸ τοὺς τρόπους ἐκδήλωσής τους κατὰ τὴν συγχρονικὴ ἐκτύλιξη τῆς κάθε μιᾶς μορφῆς τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου, καὶ ἄλλοτε μέσα ἀπὸ τὶς περιοδικὲς ἐμφανίσεις εἰδῶν καὶ μορφῶν τοῦ λόγου αὐτοῦ. Χρειάζεται λοιπὸν στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ γίνει μόνο μία διευκρίνιση ὅσον ἀφορᾶ τὴν διασφάλιση τῆς παρουσίας τῆς εὐνομίας τόσο στὸ πεδίο τὸ κοινωνικοαναφορικὰ φιλοσοφικὸ ὅσο καὶ στὸ πεδίο τὸ ἐνδοαναφορικὰ κοινωνικό. Ἡ εὐνομία καὶ ἐδῶ ὁρίζεται, ἐπαναλαμβάνουμε, ὡς ταυτόχρονη ἢ περιοδικὴ ἀπονομὴ ἀσπασμοῦ καὶ δυσχέρειας πρὸς τὸ ἀνόμοιον: ἡ δυσχέρεια αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ἔχει ἕνα ὅριο τὸ ὁποῖο συγχρόνως διασφαλίζει τὴν παράλληλη παρουσία καὶ τῶν δύο, καί–ἄρα– τὴν συγχρονικότητα ἢ περιοδικότητα τῆς ἀπονομῆς: πιὸ διακριβωμένα, ἡ ἀπονομὴ τῆς δυσχέρειας δὲν θὰ πρέπει νὰ φθάνει ὣς τὸ ἔσχατο σημεῖο, ὣς τὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς δυσχέρειας ἔναντι τοῦ ἀνόμοιου, σημεῖο τὸ ὁποῖο ὁμολογημένα (: ἱστορικὰ ἀλλὰ καὶ προβλεπόμενο θεωρητικά) εἶναι εἴτε ἡ ἐπιβολὴ τῆς ἐσχάτης τῶν ποινῶν, δηλαδὴ ὁ ἀφανισμὸς κάποιου, ὅταν πρόκειται γιὰ ἄτομο, εἴτε ἡ παντελὴς ἐξαφάνιση ὁποιασδήποτε δραστηριότητας (γιὰ παράδειγμα: τέχνης, ἔρευνας, ἐπιτηδεύματος). Αὐτὸς ὡστόσο ὁ θεμελιώδης, ὡς εὐνόητα ὁ πιὸ κρίσιμος, καθορισμὸς τοῦ μεγίστου ὁρίου τῆς ἀπονομῆς δυσχέρειας πρὸς τὸ ἀνόμοιον, καθορίζει παραχρῆμα τὸ ὅριο –ἀντιστρόφως– ἐλάχιστης ἀπονομῆς ἀσπασμοῦ πρὸς τὸ ἀνόμοιον: ἀκριβῶς ἡ μὴ καταφυγή (σὲ ἐπίπεδο πρόθεσης ἢ πράξης) στὸ ἔσχατο, στὴν ἀπώλεια τοῦ ἀνόμοιου, εἶναι ἀσφαλὴς ἀπόδειξη τῆς ἐλάχιστης ἀπονομῆς ἀσπασμοῦ πρὸς αὐτό.

    Συμπερασματικὰ λοιπὸν θὰ λέγαμε ὅτι: ἡ ἀρχικὴ σήμανση τῆς τριλογίας στὸν Θεαίτητο, ἡ παρεπόμενη παρομοίωση στὸν Σοφιστή, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τὸν ρόλο τοῦ Ἐλεάτου Ξένου ὡς ἐλεγκτικό, καθὼς ἐπίσης ἡ ρηξικέλευθη ἀπόφανση τοῦ ἰδίου στὸν αὐτὸ διάλογο ὅτι τὸ μὴ ὂν εἶναι, ὅλες τους,ὄχι μόνο γίνονται κατανοητὲς στὸ ἑρμηνευτικό, προλογικό, πλαίσιο ποὺ προέκυψε καὶ ἀφορᾶ στὸν Πολιτικό, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνισχύουν.

    Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης

    Καθηγητής Φιλοσοφίας Παντείου Πανεπιστημίου

    1. Τὸ παρὸν κείμενο βασίζεται στὴν μελέτη, Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης, Φιλοσοφία καὶ κοινωνικὰ συγκεκριμένο στὸν Πολιτικὸ τοῦ Πλάτωνα. Ἡ περίπτωση τῆς ἀνομοιότητας ἢ διαφορᾶς (Ἀθήνα: Παπαζήσης, 2014).

    ΠΛΑΤΩΝ

    ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ

    ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

    Σωκράτης

    Θεόδωρος

    Ξένος

    Σωκράτης ο Νεώτερος

    ΚΕΙΜΕΝΟ

    (257a-c)

    aΣΩ. Ἦ πολλὴν χάριν ὀφείλω σοι τῆς Θεαιτήτου γνωρίσεως, ὦ Θεόδωρε, ἅμα καὶ τῆς τοῦ ξένου.

    ΘΕΟ. Τάχα δέ [γε], ὦ Σώκρατες, ὀφειλήσεις ταύτης τριπλασίαν· ἐπειδὰν τόν τε πολιτικὸν ἀπεργάσωνταί σοι καὶ τὸν φιλόσοφον.

    ΣΩ. Εἶεν· οὕτω τοῦτο, ὦ φίλε Θεόδωρε, φήσομεν ἀκηκοότες εἶναι τοῦ περὶ λογισμοὺς καὶ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστου;

    bΘΕΟ. Πῶς, ὦ Σώκρατες;

    ΣΩ. Τῶν ἀνδρῶν ἕκαστον θέντος τῆς ἴσης ἀξίας, οἳ τῇ τιμῇ πλέον ἀλλήλων ἀφεστᾶσιν ἢ κατὰ τὴν ἀναλογίαν τὴν τῆς ὑμετέρας τέχνης.

    ΘΕΟ. Εὖ γε νὴ τὸν ἡμέτερον θεόν, ὦ Σώκρατες, τὸν Ἄμμωνα, καὶ δικαίως, καὶ πάνυ μὲν οὖν μνημονικῶς ἐπέπληξάς μοι τὸ περὶ τοὺς λογισμοὺς ἁμάρτημα.

    καὶ σὲ μὲν ἀντὶ τούτων εἰς αὖθις μέτειμι· σὺ δ’ ἡμῖν, ὦ ξένε, μηδαμῶς ἀποκάμῃς χαριζόμενος, ἀλλ’ ἑξῆς, εἴτε τὸν πολιτικὸν ἄνδρα πρότερον εἴτε τὸν φιλόσοφον προαιρῇ,

    cπροελόμενος διέξελθε.

    ΞΕ. Ταῦτ’, ὦ Θεόδωρε, ποιητέον· ἐπείπερ ἅπαξ γε ἐγκεχειρήκαμεν, [καὶ] οὐκ ἀποστατέον πρὶν ἂν αὐτῶν πρὸς τὸ τέλος ἔλθωμεν. ἀλλὰ γὰρ περὶ Θεαιτήτου τοῦδε τί χρὴ δρᾶν με;

    ΘΕΟ. Τοῦ πέρι;

    (257c-258b)

    ΞΕ. Διαναπαύσωμεν αὐτὸν μεταλαβόντες αὐτοῦ τὸν συγγυμναστὴν τόνδε Σωκράτη; ἢ πῶς συμβουλεύεις;

    ΘΕΟ. Καθάπερ εἶπες, μεταλάμβανε· νέω γὰρ ὄντε ῥᾷον οἴσετον πάντα πόνον ἀναπαυομένω.

    dΣΩ. Καὶ μὴν κινδυνεύετον, ὦ ξένε, ἄμφω ποθὲν ἐμοὶ συγγένειαν ἔχειν τινά. τὸν μέν γε οὖν ὑμεῖς κατὰ τὴν τοῦ προσώπου φύσιν ὅμοιον ἐμοὶ φαίνεσθαί φατε, τοῦ δ’ ἡμῖν

    258 ἡ κλῆσις ὁμώνυμος οὖσα καὶ ἡ πρόσρησις παρέχεταί τινα

    οἰκειότητα. δεῖ δὴ τούς γε συγγενεῖς ἡμᾶς ἀεὶ προθύμως διὰ λόγων ἀναγνωρίζειν. Θεαιτήτῳ μὲν οὖν αὐτός τε συνέμειξα χθὲς διὰ λόγων καὶ νῦν ἀκήκοα ἀποκρινομένου, Σωκράτους δὲ οὐδέτερα· δεῖ δὲ σκέψασθαι καὶ τοῦτον. ἐμοὶ μὲν οὖν εἰς αὖθις, σοὶ δὲ νῦν ἀποκρινέσθω.

    ΞΕ. Ταῦτ’ ἔσται. ὦ Σώκρατες, ἀκούεις δὴ Σωκράτους;

    ΝΕ. ΣΩ. Ναί.

    ΞΕ. Συγχωρεῖς οὖν οἷς λέγει;

    ΝΕ. ΣΩ. Πάνυ μὲν οὖν.

    bΞΕ. Οὐ τὰ σὰ κωλύειν φαίνεται, δεῖ δὲ ἴσως ἔτι ἧττον τἀμὰ διακωλύειν. ἀλλὰ δὴ μετὰ τὸν σοφιστὴν ἀναγκαῖον,

    ὡς ἐμοὶ φαίνεται, πολιτικὸν [τὸν ἄνδρα] διαζητεῖν νῷν· καί μοι λέγε πότερον τῶν ἐπιστημόνων τιν’ ἡμῖν καὶ τοῦτον θετέον, ἢ πῶς;

    (258b-e)

    ΝΕ. ΣΩ. Οὕτως.

    ΞΕ. Τὰς ἐπιστήμας ἄρα διαληπτέον, ὥσπερ ἡνίκα τὸν πρότερον ἐσκοποῦμεν;

    ΝΕ. ΣΩ. Τάχ’ ἄν.

    ΞΕ. Οὐ μὲν δὴ κατὰ ταὐτόν γε, ὦ Σώκρατες, φαίνεταί μοι τμῆμα.

    ΝΕ. ΣΩ. Τί μήν;

    cΞΕ. Κατ’ ἄλλο.

    ΝΕ. ΣΩ. Ἔοικέν γε.

    ΞΕ. Τὴν οὖν πολιτικὴν ἀτραπὸν πῇ τις ἀνευρήσει; δεῖ γὰρ αὐτὴν ἀνευρεῖν, καὶ χωρὶς ἀφελόντας ἀπὸ τῶν ἄλλων ἰδέαν αὐτῇ μίαν ἐπισφραγίσασθαι, καὶ ταῖς ἄλλαις ἐκτροπαῖς ἓν ἄλλο εἶδος ἐπισημηναμένους πάσας τὰς ἐπιστήμας ὡς οὔσας δύο εἴδη διανοηθῆναι τὴν ψυχὴν ἡμῶν ποιῆσαι.

    ΝΕ. ΣΩ. Τοῦτ’ ἤδη σὸν οἶμαι τὸ ἔργον, ὦ ξένε, ἀλλ’ οὐκ ἐμὸν γίγνεται.

    dΞΕ. Δεῖ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1