Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Χριστιανική Ηθική Δεύτερος Τόμος: Άνθρωπος και Θεός, Άνθρωπος και συνάνθρωπος, Υπαρξιακές και Βιοθικές θέσεις και προοπτικές
Χριστιανική Ηθική Δεύτερος Τόμος: Άνθρωπος και Θεός, Άνθρωπος και συνάνθρωπος, Υπαρξιακές και Βιοθικές θέσεις και προοπτικές
Χριστιανική Ηθική Δεύτερος Τόμος: Άνθρωπος και Θεός, Άνθρωπος και συνάνθρωπος, Υπαρξιακές και Βιοθικές θέσεις και προοπτικές
Ebook1,524 pages10 hours

Χριστιανική Ηθική Δεύτερος Τόμος: Άνθρωπος και Θεός, Άνθρωπος και συνάνθρωπος, Υπαρξιακές και Βιοθικές θέσεις και προοπτικές

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

“Ἡ ἠθικὴ αὐτὴ, ποὺ προβάλλεται συνήθως μὲ τὸ ἔμβλημα τῆς «βιοηθικῆς», ἐπεκτείνεται σὲ ὁλόκληρο τὸν χῶρο τῆς ἠθικῆς καὶ παρουσιάζεται ὡς ἡ κατεξοχὴν σύγχρονη ἠθική. Πρόκειται γιὰ μία παγκοσμιοποιημένη μορφὴ ἠθικῆς, ποὺ προβάλει γενικὲς καὶ ἀπρόσωπες ἀρχές, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζει μὲ τὴν γενικότητα καὶ τὴν ἀσάφειά της πολλαπλὰ ἰδιοτελὴ συμφέροντα. Ἡ κοσμικὴ αὐτὴ ἠθικὴ βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος στὶς κοινωνίες ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ παράδοση καὶ στηρίζει συχνὰ ἀνήθικες λύσεις. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ διαμορφωθεῖ μία ὀρθόδοξη χριστιανικὴ βιοηθική, ποὺ θὰ δίνει σωστὲς καὶ ὄντως ἠθικὲς λύσεις στὰ σύγχρονα προβλήματα. Αὐτὸ ἀποτελεῖ αἴτημα τῶν καιρῶν.” (Από τον πρόλογο του Πρώτου Τόμου)
LanguageΕλληνικά
Release dateMar 12, 2022
ISBN9786185314484
Χριστιανική Ηθική Δεύτερος Τόμος: Άνθρωπος και Θεός, Άνθρωπος και συνάνθρωπος, Υπαρξιακές και Βιοθικές θέσεις και προοπτικές

Read more from Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Related to Χριστιανική Ηθική Δεύτερος Τόμος

Titles in the series (1)

View More

Related ebooks

Reviews for Χριστιανική Ηθική Δεύτερος Τόμος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Χριστιανική Ηθική Δεύτερος Τόμος - Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

    ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣ

    ΓΕΝΙΚΑ

    Προϋπόθεση διαμορφώσεως τοῦ ἤθους

    Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλὰ ἔχει «τὸ εἶναι δεδανεισμένον»¹. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι θεμελιώδης γιὰ τὴν αὐτογνωσία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ ἐπίγνωσή της ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴν σωστὴ διαμόρφωση τοῦ ἤθους του. Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ². Ἡ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργία του εἶναι ἡ βάση γιὰ τὴν «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ τελείωσή του. Ἡ τελείωση ὅμως αὐτὴ δὲν ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπαφίεται στὴν ἀνθρώπινη αὐτεξουσιότητα. Ὁ Θεὸς σέβεται τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν παραβιάζει τὴν θέλησή του.

    Τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακὸ

    Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ. Τὸ κακὸ ὑπάρχει μόνο ὡς ἄρνηση τοῦ ἀγαθοῦ. Ἐνῶ τὸ ἀγαθὸ ἑνοποιεῖ καὶ συνέχει τὰ διαιρεμένα, τὸ κακὸ διαιρεῖ καὶ φθείρει τὰ ἑνωμένα³. Τὸ ἀγαθὸ ὅμως ἐμφανίζεται στὸν κόσμο ἀσθενέστερο ἀπὸ τὸ κακό. Φαίνεται νὰ ὑποκύπτει καὶ νὰ ὑποχωρεῖ, ἐνῶ τὸ κακὸ νὰ κυριαρχεῖ καὶ νὰ θριαμβεύει. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀγνοεῖ τὴν δύναμη τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀναγνωρίζει σὲ αὐτὸ ἀπόλυτη ἐξουσία. Τὸ κακὸ κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν ἔχει ὀντολογικὴ ἀλλὰ ἠθικὴ ἀρχή. Γι’ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ καὶ ποτὲ μόνο του, ἀλλὰ παρουσιάζεται παντοῦ καὶ πάντοτε στὸ σῶμα τοῦ ἀγαθοῦ ὡς ἀρρώστια ποὺ τὸ διαβρώνει.

    Ἠθικὴ καὶ ὀντολογία

    Ἐνῶ ὅμως τὸ κακὸ δὲν ἔχει ὀντολογικὴ ἀρχή, προκαλεῖ διάστροφες ὀντολογικὲς καταστάσεις. Ἐκτρέπει τὰ ὄντα στὸ παρὰ φύση. Ἔτσι τὰ ἠθικὰ προβλήματα ποὺ προκαλεῖ προσλαμβάνουν ὀντολογικὲς διαστάσεις. Ἀντίστοιχα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἠθικῆς ὀφείλει ἀναπόφευκτα νὰ στραφεῖ στὴν ὀντολογία. Ἡ ἠθικὴ ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἀνακαίνισή του. Καὶ ἡ ἠθικὴ τελείωσή του συμβαδίζει μὲ τὴν ὀντολογικὴ καταξίωσή του.

    Τὸ πρόβλημα τῆς ἠθικῆς

    Ὡς πρόβλημα τῆς ἠθικῆς παρουσιάζεται συνήθως ἡ σωστὴ καθοδήγηση τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ καθοδήγηση ὅμως αὐτὴ εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀδύνατη μέσα στὸ κράτος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ φθορὰ εἶναι ἡ ἰσόβια ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ θάνατος ἡ τελικὴ ὑποδούλωσή του στὴν ἁμαρτία. Μὲ τὴν ἁμαρτία, ποὺ λειτουργεῖ ὡς κεντρὶ τοῦ θανάτου⁴, γίνεται ὁ ἄνθρωπος δοῦλος τοῦ «σώματος τοῦ θανάτου»⁵ καὶ παραμένει διαρκῶς σὲ κατάσταση ἐσωτερικῆς διασπάσεως καὶ συγχύσεως.

    Ὁ φόβος τοῦ θανάτου

    Ὁ φόβος τοῦ θανάτου διαποτίζει ὁλόκληρη τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπηρεάζει τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεό, τὸν πλησίον καὶ τὸ περιβάλλον του. Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς του, οἱ τέχνες καὶ οἱ ἐπιστῆμες του, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά του, οἱ παραδόσεις καὶ οἱ ὁραματισμοί του συνδέονται σὲ τελικὴ ἀνάλυση μὲ τὸν φόβο τοῦ θανάτου καὶ ἀποτελοῦν μέσα ἀμύνης ἀπέναντί του. Γι’ αὐτὸ ἡ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατη χωρὶς τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὸν φόβο αὐτόν. Ἔτσι κατανοεῖται καὶ ἡ ὀργανικὴ σχέση τῆς ἠθικῆς μὲ τὴν ὀντολογία καὶ εἰδικότερα τὴν ἀνθρωπολογία.

    Ὅσο δραματικὸς ὅμως καὶ ἂν γίνεται πολλὲς φορὲς ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ θανάτου, δὲν παύει νὰ εἶναι ἕνας ἀγώνας ζωῆς. Ἡ ἀποκορύφωση τοῦ δράματος τοῦ ἀνθρώπου δὲν βρίσκεται στὴν ἔξαρση τῆς ἐντάσεως αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ἀλλὰ στὴν κατάπαυση καὶ τὴν ἄνευ ὅρων παράδοσή του. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὴν ὑπαγωγή του στὰ πράγματα ποὺ δημιουργεῖ γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή του· μὲ τὰ συστήματα καὶ τὶς μηχανὲς ποὺ κατασκευάζει, μὲ τὴν ἀριθμοποίηση καὶ τὴν μηχανοποίηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ ἀνεπανάληπτου προσώπου του. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ ἀποκορύφωση τοῦ δράματος τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στὴν ὑπαγωγή του στὸ βασίλειο τοῦ θανάτου.

    Ἡ δύναμη τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς

    Ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ δὲν περιορίζεται στὴν ἔρευνα ἢ τὴν προβολὴ ἠθικῶν κανόνων καὶ ἀρχῶν, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὴν ἀνασύνδεση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πηγὴ τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς ζωῆς, τὸν Θεό. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀποκαθιστᾶ τὶς σωστὲς σχέσεις του μὲ τὸν πλησίον καὶ τὸ περιβάλλον. Ἡ αὐτονομημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἠθικὴ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ εἶναι ἠθικὴ τῆς χάριτος ἢ τῆς καινῆς κτίσεως. Δὲν περιορίζεται σὲ τύπους καὶ κανόνες, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος. Καὶ ἡ ἐπέκταση αὐτὴ γίνεται μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν οἰκείωση τοῦ θελήματός του. Ὁ στόχος τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς δὲν εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ψυχολογικὸς ἢ κοινωνικὸς ἀλλὰ πνευματικὸς ἢ ὀντολογικός. Δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν συναισθηματικὴ ἱκανοποίηση ἢ τὴν κοινωνικὴ τακτοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ στὴν προκοπή του ὡς κοινωνοῦ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μετόχου τῆς θείας ζωῆς.

    Περιεχόμενο πρώτου μέρους

    Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ τόμου αὐτοῦ θὰ κινηθοῦμε στὴν κατακόρυφη διάσταση τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ποὺ ἀναφέρεται στὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἐδῶ θὰ ἐξετάσουμε πρὶν ἀπ’ ὅλα τὴν παρουσία τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ κακοῦ μέσα στὸν κόσμο, τὴν δυνατότητα καὶ τοὺς τρόπους γνώσεως καὶ πραγματώσεως τοῦ ἀγαθοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως καὶ τοὺς τρόπους καταπολεμήσεως καὶ ἀποφυγῆς τοῦ κακοῦ. Στὴν συνέχεια θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν μετάνοια ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ καὶ τὸν ὅρο βιώσεως τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ὅπως καὶ γιὰ τὶς βασικὲς ἀρετές, ποὺ συνάπτουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ. Ἀκολούθως θὰ γίνει λόγος γιὰ τὴν ἔνταξη καὶ παραμονὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία, ὅπως καὶ γιὰ τὴν συμμετοχή του στὴν θεία λατρεία, καὶ θὰ ἀναλυθοῦν οἱ πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς συνέπειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ ἐδῶ γιὰ τὴν ζωή του. Τέλος θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν μίμηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων καὶ θὰ τελειώσουμε μὲ τὴν ἐπισήμανση τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν.

    1. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, PG 90,893C.

    2. Βλ. Γέν. 1,26.

    3. Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον 16, PG 90,301A.

    4. Βλ. Aʹ Κορ. 15,56.

    5. Ρωμ. 7,24.

    1. H ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ

    Ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀγαθοῦ

    Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι ἔμφυτη στὸν ἄνθρωπο¹. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀποστροφὴ ποὺ αἰσθάνεται αὐτὸς πρὸς τὸ κακό. Ἄλλωστε τὸ ἀγαθὸ εἶναι πάντοτε ὡραῖο, ἐνῶ τὸ κακὸ ἄσχημο². Ποῦ βρίσκεται ὅμως τὸ ἀγαθό, πῶς τὸ ἀνακαλύπτει καὶ πῶς μετέχει σὲ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος;

    Πρὶν προχωρήσουμε στὴν λογικὴ ἀναζήτηση τοῦ ἀγαθοῦ, χρειάζεται νὰ ἐπισημάνουμε ὁρισμένες προϋποθέσεις. Τὸ ἀγαθὸ δὲν πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ ὡς ἰδέα, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἰδέα· πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ ὡς πραγματικότητα, γιατὶ μόνο ὡς πραγματικότητα μπορεῖ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ζωή του. Ἀκόμα τὸ ἀγαθὸ δὲν πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ ἔξω ἢ τουλάχιστο μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο. Γιατί, ἂν βρισκόταν μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, θὰ ἦταν ἀπρόσιτο καὶ ἄχρηστο γι’ αὐτόν. Στὴν περίπτωση αὐτὴν ὁ κόσμος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ αἰσθανθεῖ καὶ νὰ τὸ ζήσει. Ἑπομένως τὸ ἀγαθὸ πρέπει νὰ βρίσκεται μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Γιατί, ἂν βρισκόταν μόνο μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀληθινὸ ἀγαθό. Στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ ὁδηγοῦσε τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἰδιοτελεῖς ἀναζητήσεις καὶ θὰ προκαλοῦσε ἀντιθέσεις καὶ ἀνταγωνισμοὺς μεταξύ τους. Ἔτσι ὅμως τὸ ἴδιο τὸ ἀγαθὸ θὰ γινόταν αἰτία τῆς ἀναιρέσεώς του. Γιὰ νὰ εἶναι λοιπὸν ἀγαθό, πρέπει νὰ εἶναι προσιτὸ στὸν ἄνθρωπο. Ἐπιπλέον πρέπει νὰ εἶναι ἐξίσου προσιτὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα ἔτσι, ὥστε ἡ μετοχή τους σὲ αὐτὸ νὰ μὴ δημιουργεῖ προβλήματα στὶς μεταξύ τους σχέσεις, ἀλλὰ νὰ γίνεται αἰτία γιὰ τὴν προσέγγισή τους καὶ τὴν ἄρση διαχωριστικῶν ἐμποδίων. Τέλος τὸ ἀγαθό, γιὰ νὰ εἶναι ἀγαθὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πρέπει νὰ εἶναι καὶ μεταδοτικὸ τῆς ἀγαθότητάς του.

    Τὸ ἀγαθὸ ὡς πρόσωπο

    Κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία τὸ ἀγαθὸ δὲν εἶναι ἰδέα ἢ πράγμα ἀλλὰ πρόσωπο. Τὸ ἀγαθὸ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός. Αὐτός, ὡς μόνος ἀγαθὸς³ ἢ ὡς «τὸ πρώτως καὶ κυρίως ἀγαθόν», ποὺ ἔχει ὡς φύση τὴν ἀγαθότητα⁴, δὲν βρίσκεται μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ μέσα σὲ αὐτόν. Ἐπιπλέον δὲν βρίσκεται μόνο μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Τέλος προσφέρεται ἐξίσου σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ ὅλοι εἶναι δημιουργήματα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ⁵, καὶ ἡ οἰκείωσή του γίνεται αἰτία γιὰ τὴν καταξίωση καὶ ὁλοκλήρωσή τους, ὅπως ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν προσέγγιση καὶ σύνδεση μεταξύ τους.

    Ἡ τροπὴ καὶ τὸ αὐτεξούσιο

    Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἐν χρόνῳ καὶ ἔχει τὴν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς του ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του⁶. Ὅπως ὁλόκληρη ἡ κτίση, ἔτσι καὶ αὐτὸς δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Ἔσχατη ὀντολογικὴ πηγή του εἶναι τὸ μὴ ὄν. Ἔχοντας ὅμως ἀρχὴ ὑπόκειται σὲ τροπή· ἡ ἴδια ἡ ἀρχή του εἶναι ἡ πρώτη τροπή⁷. Ἐνῶ ὅμως ὁλόκληρη ἡ κτίση εἶναι τρεπτή, μόνο ἡ λογικὴ φύση, ποὺ διαθέτει τὸ αὐτεξούσιο, μπορεῖ νὰ κινηθεῖ πρὸς τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Αὐτὸ διανοίγει καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς ἠθικῆς ζωῆς.

    «Καλὰ λίαν»

    Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ πάντα «καλὰ λίαν»⁸. Δὲν τὰ παρουσίασε ἐξαρχῆς στὴν τελικὴ μορφὴ τοῦ «ἄριστα», ἀλλὰ κάλεσε τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐργασία καὶ φροντίδα γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας του⁹. Τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ συνεχίζεται. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει κληθεῖ σὲ συνεργασία μὲ τὸν Δημιουργὸ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση καὶ τελείωσή του. Ἐξάλλου ἡ ἔννοια τοῦ καλοῦ δὲν ἐξαντλεῖται στὸ κάλλος τῶν δημιουργημάτων, ἀλλὰ «τῷ λόγῳ τῆς δημιουργίας κρίνεται»¹⁰. Βέβαια καὶ τὸ κάλλος τῶν δημιουργημάτων ὑποδηλώνει τὸ κάλλος τοῦ Δημιουργοῦ. Αὐτὸς εἶναι τὸ ὑπερούσιο κάλλος, ποὺ μεταδίδει τὴν ὡραιότητα σὲ ὅλα τὰ ὄντα ἀνάλογα πάντοτε μὲ τὴν δεκτικότητά τους, τὰ συνάπτει μεταξύ τους, τὰ κινεῖ καὶ τὰ συνέχει μὲ τὴν ἕλξη τῆς δικῆς του ὡραιότητας¹¹.

    Τὸ κάλλος τῆς κτίσεως

    Πρῶτος ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸν κόσμο εἰκονίζει τὸ θεῖο κάλλος καὶ μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνει καὶ νὰ χαίρεται τὸ κάλλος τῆς κτίσεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο συνδέεται μὲ τὴν κατὰ τὸ θεῖο θέλημα χρήση τῆς κτίσεως¹². Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀθέτησε τὴν θεία ἐντολὴ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὑπόδειξη τοῦ διαβόλου. Ἔτσι ἀλλοτριώθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὴν θεοποιὸ ἐνέργειά του καὶ ὁδηγήθηκε στὴν πτώση, ποὺ συμπαρέσυρε καὶ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Μὲ τὴν ἀλλοτρίωσή του αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ καλοῦ καὶ ἔχασε τὸ «πρωτόκτιστον» κάλλος του¹³. Ταυτόχρονα ἔχασε καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ πραγματικοῦ κάλλους καὶ ἔπαυσε νὰ χαίρεται σωστὰ τὴν κτίση.

    Ἡ πορεία τῆς κτίσεως

    Ἡ πορεία τῆς κτίσεως συνυφαίνεται μὲ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ συμπροσδιορίζεται μὲ αὐτήν. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καὶ δική της πτώση¹⁴. Ἡ καταστροφή της, ποὺ γιγαντώνεται στὴν ἐποχή μας, ἀποκαλύπτει σαφῶς τὴν ἀναλγησία καὶ τὴν ἀνάρμοστη συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί της. Ἀλλὰ καὶ ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ κάλλος τῆς κτίσεως στὸ νοητὸ κάλλος δὲν εἶναι ἁπλὴ οὔτε εὔκολη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀκάθαρτο νοῦ καί ὑποτάσσεται στὰ πάθη. Ἡ μετάβαση αὐτὴ προϋποθέτει τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἀποδέσμευση τῶν αἰσθήσεων ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς σχέσεις μὲ τὰ πράγματα¹⁵.

    Ἡ θέση τοῦ ἀνθρώπου

    Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ «ἐν μικρῷ μέγας» κόσμος¹⁶. Βρίσκεται σὲ σχέση συγγένειας καὶ ἀλληλεγγύης μὲ τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ ἔχει κορυφαία θέση καὶ κυριαρχικὴ ἐξουσία μέσα σὲ αὐτόν¹⁷. Δὲν ὑπόκειται ἐξολοκλήρου σὲ κανέναν, ἀλλὰ ὑπάρχει ὡς δεδομένο ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ἔτσι οἱ σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ βασίζονται στὴν ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ παραθεωρήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ μακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτόν. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγικὴ πλευρὰ τῆς ἐλευθερίας του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητη, προκειμένου νὰ καταστεῖ μέτοχος τῆς θείας ζωῆς, ποὺ δὲν εἶναι προσδιορισμένη ἐκ τῶν προτέρων¹⁸. Ἡ προβολὴ τῆς κυριαρχικῆς ἐξουσίας τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴν παράλληλη ἐπισήμανση τῆς εὐθύνης καὶ τῆς ἀναφορᾶς του στὸν Θεὸ δημιουργεῖ εὔκολα παρανοήσεις καὶ ἔχει ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις, ὅπως αὐτὲς ποὺ ὑποδηλώνονται μὲ τὴν οἰκολογικὴ κρίση καὶ καταστροφή. Γι’ αὐτὸ ἡ ὑπόμνηση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν σχέση του μὲ τὸν κόσμο καὶ τὸν Θεὸ εἶναι ἐπιτακτική.

    «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»

    Ἡ διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ἄλλα δημιουργήματα συνοψίζεται στὴν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ κατασκευή του. Σὲ αὐτὴν ἄλλωστε ὀφείλεται καὶ ἡ κυριαρχικὴ ἐξουσία του. Στὸ μασωριτικὸ κείμενο οἱ λέξεις τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως «τσελὲμ» καὶ «ντεμούθ», ποὺ εἶναι ἀντίστοιχες μὲ τὶς ἑλληνικὲς λέξεις «εἰκὼν» καὶ «ὁμοίωμα», σημαίνουν τὸ ἴδιο πράγμα κατὰ τὸ γνωστὸ σχῆμα τοῦ συνωνυμικοῦ παραλληλισμοῦ. Μὲ τὴν ἀπόδοση ὅμως τῶν λέξεων αὐτῶν ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα δημιουργεῖται κάποια διαφοροποίηση. Οἱ Ἑβδομήκοντα δὲν χρησιμοποιοῦν στὴν μετάφρασή τους τὶς λέξεις «εἰκὼν» καὶ «ὁμοίωμα», ἀλλὰ τὶς λέξεις «εἰκὼν» καὶ «ὁμοίωσις». Ἡ «ὁμοίωσις» ὅμως ἔχει δυναμικὸ περιεχόμενο καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἁπλὴ ἐπανάληψη τῆς λέξεως «εἰκὼν» ποὺ φανερώνει περισσότερο κάποια δεδομένη κατάσταση. Μὲ τὴν χρησιμοποίηση τῆς λέξεως αὐτῆς ἀποδίδεται τὸ δυναμικὸ πνεῦμα ποὺ διακρίνει τὶς ἑβραϊκὲς λέξεις. Ἔτσι ἑρμηνεύεται τὸ σχετικὸ χωρίο μὲ βάση τὸ γενικότερο δυναμικὸ πνεῦμα τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γιὰ τοὺς Πατέρες λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ χρησιμοποιοῦν συνήθως τὸ κείμενο τῶν Ἑβδομήκοντα, τὸ «κατ’ εἰκόνα» ὑποδηλώνει τὴν κατάσταση στὴν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» τὴν δυναμικὴ ἀποστολή του¹⁹. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» τηρεῖ τὶς ἐντολές του, ἐνεργοποιεῖ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν».

    Τὸ ἀγαθὸ ὡς σχέση

    Δυναμικὸ ὅμως περιεχόμενο δὲν ἔχει μόνο ἡ λέξη «ὁμοίωσις», ποὺ φανερώνει κίνηση πρὸς τὸ πρωτότυπο, ἀλλὰ καὶ ἡ λέξη «εἰκών», ποὺ φανερώνει σχέση μὲ τὸ εἰκονιζόμενο. Τὸ ἴδιο τέλος ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν λέξη «ὁμοίωμα». Οὔτε ἡ εἰκόνα οὔτε τὸ ὁμοίωμα μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν αὐτοτελῶς. Ἡ ἀλήθεια καὶ τῶν δύο βρίσκεται στὸ πρωτότυπο. Προκειμένου μάλιστα γιὰ ζωντανὴ εἰκόνα, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ὁμοίωση εἶναι ἡ φυσικὴ κίνηση γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ταυτότητάς της. «Μόνον ἀκολουθῶμεν τῇ εἰκόνι», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «αἰδώμεθα τὸ ἀρχέτυπον»²⁰.

    Ἔτσι τὸ ἀγαθὸ ὑπάρχει πάντοτε σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τῶν ἀγαθῶν, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν εἰκονίζει γίνεται μέτοχος τοῦ πληρώματος αὐτοῦ²¹. Καὶ ὅπως ὁ Θεός, ἔτσι καὶ ὁ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπρόσωπος ἀλλὰ ὑπάρχει ὡς πρόσωπο σὲ σχέση καὶ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα. Ἐδῶ ἐκφράζεται καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἠθικῆς.

    Ἡ ἀρχὴ τοῦ προσώπου

    Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ δὲν ἀποτελεῖ στατικὸ ἀλλὰ ἐκστατικὸ ὄν. Εἰκονίζει τὸν Τριαδικὸ Θεό, πρὸς τὸν ὁποῖο καὶ ἀναφέρεται. Πρωτίστως βέβαια ὁ κάθε ἄνθρωπος ξεχωριστὰ εἰκονίζει τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀόρατου»²², ἐνῶ ἡ ἀνθρωπότητα στὸ σύνολό της εἰκονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἀλλὰ ἤδη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἀξιοπρόσεκτη ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ ἐναλλαγὴ ἑνικοῦ καὶ πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ, ποὺ παρουσιάζει ἡ βιβλικὴ περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν…»²³. Ὁ ἕνας Θεὸς χρησιμοποιεῖ τὸν πληθυντικὸ ἀριθμὸ («ποιήσωμεν»). Καὶ γιὰ τὸν ἕνα ἄνθρωπο χρησιμοποιεῖται πάλι ὁ πληθυντικὸς («ἀρχέτωσαν»). Τὸ ἴδιο φαινόμενο παρατηρεῖται καὶ στὴν περιγραφὴ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὸν παράδεισο²⁴. Ἡ χρήση τοῦ πληθυντικοῦ στὸν Θεό, ποὺ ὑποδηλώνει σκιωδῶς τὴν τριαδικότητά του, εἶναι χαρακτηριστικὴ τῆς ἀρχῆς τοῦ προσώπου. Τὸ πρόσωπο δὲν περιορίζεται στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ὑπάρχει ἐν κοινωνίᾳ. Ὁ Θεὸς Πατέρας ἀνοίγεται πλήρως στὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνθρωπότητα προβάλλει ὡς πολυυπόστατη ἑνότητα. Ἀποτελεῖ ὁλόκληρο πλῆθος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος²⁵. Κάθε ἄνθρωπος γίνεται αὐθεντικὴ ὑπόσταση, ὅταν ἀνοίγεται πλήρως στὰ ἄλλα πρόσωπα κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ· ὅταν «συγχωρεῖ» μέσα του μὲ τὴν ἀγάπη ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα ὡς ἕναν ἄνθρωπο.

    Kοινωνία μὲ τὸν ὄντως Ὄντα

    Ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Τίποτε δὲν εἶναι ξένο πρὸς αὐτόν²⁶. Ὅλα φανερώνουν τὴν προσωπικὴ παρουσία του. Καὶ μὲ ὅλα καλεῖται ὁ ἄνθρωπος σὲ προσωπικὴ κοινωνία μαζί του. Αὐτὴ ὅμως γίνεται δυνατὴ στὸν ἀλλοτριωμένο ἄνθρωπο μόνο μετὰ τὴν αὐτοαποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὡς προσώπου, ποὺ ἀρχίζει στὸ Σινᾶ μὲ τὸ «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν»²⁷. Μὲ αὐτὴν εἰσάγεται ὁ ἄνθρωπος σὲ ἀπεριόριστο πλατυσμό, ποὺ ἔχει ὡς ὅριο τὴν ὁμοίωσή του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀνάδειξή του σὲ ἀληθινὸ πρόσωπο²⁸. Ὅ,τι ἐκτρέπεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν προσωπικὴ κοινωνία κατευθύνεται στὸ μὴ ὄν. Καὶ ἡ ζωὴ ποὺ βιώνεται ἔξω ἀπὸ αὐτὴν ὁδηγεῖ στὸν θάνατο. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅπως παρατηρεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅτι μετὰ τὴν παρακοὴ ἀποκαλεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο «γῆ»²⁹. Ἀντίθετα ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ζωή.

    Καταφατικὴ καὶ ἀποφατικὴ θεώρηση

    Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ πηγὴ κάθε ἀγαθότητας κατὰ τὶς κοινὲς ἐκφράσεις τῆς καταφατικῆς θεολογίας. Ἀπὸ αὐστηρὰ ὅμως θεολογικὴ ἄποψη ὁ Θεὸς βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἔννοια, ἑπομένως πέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως καὶ κάθε ἀνθρώπινη ἔννοια, εἶναι σχετική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θεώρηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγαθοῦ μπορεῖ εὔκολα νὰ δημιουργήσει λαθεμένες ἐντυπώσεις. Γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν λοιπὸν τέτοιες ἐντυπώσεις, ὁ Θεὸς χαρακτηρίζεται καὶ ὡς ὑπεράγαθος. Μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς τοποθετεῖται πάνω ἀπὸ κάθε ἀγαθό. Ἔτσι ἐρχόμαστε στὴν ἀποφατικὴ θεολογία, ποὺ προχωρεῖ στὴν ὑπέρβαση κάθε ἀνθρώπινης ἔννοιας. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀγαθὸς σὰν ὁποιοδήποτε ἀγαθὸ στὸν κόσμο, ἀλλὰ βρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ κάθε σχετικὴ ἔννοια ποὺ μπορεῖ νὰ συλλάβει ὁ ἄνθρωπος. Στὰ ἀρεοπαγιτικὰ κείμενα λέγονται τὰ ἑξῆς: «Ἡ αἰτία τῶν πάντων, ποὺ βρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ ὅλα, δὲν εἶναι οὔτε ἀνούσια, οὔτε ἄζωη, οὔτε ἄλογη, οὔτε χωρὶς νοῦ, οὔτε εἶναι σῶμα· οὔτε σχῆμα, οὔτε μορφή, οὔτε ποιότητα ἢ ποσότητα, οὔτε ἔχει ὄγκο… οὔτε ζεῖ, οὔτε εἶναι ζωή· οὔτε εἶναι οὐσία, οὔτε αἰώνας, οὔτε χρόνος· οὔτε ὑπάρχει νοητὴ ἐπαφὴ μαζί της· οὔτε εἶναι ἐπιστήμη, οὔτε ἀλήθεια· οὔτε βασιλεία, οὔτε σοφία· οὔτε εἶναι ἕνα, οὔτε ἑνότητα, οὔτε θεότητα ἢ ἀγαθότητα, οὔτε εἶναι πνεῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ γνωριστεῖ ἀπὸ ἐμᾶς»³⁰. Καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἀναφερόμενος στὸν Θεὸ Λόγο ὁμιλεῖ γιὰ ἀνύπαρκτη ὕπαρξη, ἀγέννητη γέννηση, ἀνυπόστατη ὑπόσταση καὶ ὑπερούσια οὐσίωση³¹.

    Ἡ ἔννοια τῶν χαρακτηρισμῶν

    Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγαθοῦ δὲν ὁρίζει, καὶ συνεπῶς δὲν περιορίζει τὸν Θεὸ σὲ ἀνθρώπινες ἔννοιες, ἀλλὰ ἱκανοποιεῖ τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ πεῖ κάτι γιὰ τὸν Θεό. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτός, ὅπως καὶ κάθε ἀνάλογος χαρακτηρισμὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ μέσο ἀγαπητικῆς ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου³². Προτιμότερη ὅμως μέθοδος ἀναφορᾶς στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ καταφατικὴ ἀλλὰ ἡ ἀποφατική³³. Ἡ καταφατικὴ θεολογία συμπληρώνεται πάντοτε μὲ τὴν ἀποφατική. Καὶ ἡ ἀποφατικὴ θεολογία δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν καταφατική, ἀλλὰ ὑπογραμμίζει τὴν πνευματικὴ διάστασή της³⁴. Ἡ ἀποφατικὴ θεολογία, ποὺ τοποθετεῖ τὸν Θεὸ ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἀγαθοῦ, προϋποθέτει τὴν καταφατικὴ θεμελίωσή της. Ὁ ὑπέρμετρος ἀποφατισμὸς μετατρέπει τὴν θεολογία σέ ἰδεολογία. Ὁ Θεός, ὡς ὑπερβατικός, ὑπερούσιος καὶ ὑπεραισθητός, βρίσκεται πέρα καὶ ἐπάνω ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη σκέψη καὶ ἔννοια. Ὁ ἀπρόσιτος ὅμως αὐτὸς Θεὸς σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος, ψηλαφήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, συνομίλησε μαζί τους καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ παραμένει μαζί τους «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»³⁵.

    Ἐξάλλου ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζει τὸ ἀγαθὸ πάντοτε σὲ σχέση ἢ μᾶλλον σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ κακό. Τὸ κακὸ ὅμως δὲν ἀποτελεῖ ἀντίθεση τοῦ ἀγαθοῦ ἀλλὰ ἄρνησή του. Δὲν ὑπάρχει ὡς φύση, ἀλλὰ ἐμφανίζεται ὡς ἕξη. Αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι τὸ κακὸ εἶναι ἀνύπαρκτο. Σημαίνει ὅτι εἶναι ἡ ὑπαρκτὴ αὐτοκαταστροφὴ τοῦ ἀγαθοῦ· εἶναι τὸ «καρκινοπαθὲς» ἀγαθό. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ἀγαθὸ εἶναι καὶ ἰσχυρότερο ἀπὸ αὐτό³⁶. Τὸ ἀγαθὸ δὲν ἔχει τέλος, ἑπομένως οὔτε περιορισμὸ ἢ ὁρισμό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ἐννοήσει κάποιος, ἀντιπαραθέτει σὲ αὐτὸ τὴν στέρησή του, δηλαδὴ τὸ κακό³⁷.

    Μυστικὴ προσέγγιση τοῦ ἀγαθοῦ

    Ὅσο ὁ ἄνθρωπος παραμένει σὲ ἀφηρημένες ἔννοιες καὶ παραστάσεις γιὰ τὸν Θεὸ ἢ προσπαθεῖ νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ ἀποφατικὸ τρόπο, δὲν ζεῖ σὲ πραγματικὴ κοινωνία μαζί του. Γι’ αὐτὸ πέρα ἀπὸ τὴν καταφατικὴ καὶ τὴν ἀποφατικὴ θεολογία ὑπάρχει ἡ μυστικὴ θεολογία, ποὺ κορυφώνεται μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν θεοπτία. Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θεολογίας καὶ ἔχει χαρακτήρα ὑπερβατικὸ καὶ ταυτόχρονα καταφατικό. Αὐτὴ παραμερίζει κάθε λογικὴ ἢ φανταστικὴ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, γιατὶ φέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ προσωπικὴ κοινωνία μαζί του καὶ τὸν καθιστᾶ κοινωνὸ τῆς ἀγαθότητάς του. Στὴν κατάσταση αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χωρέσει μέσα του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ τὴν ὁποία καὶ καλεῖται νὰ προσεύχεται ὅπως ὁ Χριστὸς στὴν Γεθσημανή. Ἔτσι ἄλλωστε ἀνυψώνεται αὐτὸς σὲ ἀληθινὸ πρόσωπο, σὲ πραγματικὴ ὑπόσταση³⁸.

    Εἰδωλοποίηση καὶ αὐτάρκεια

    Ὅταν λείπει ἡ αἴσθηση τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, εὔκολα ὁ Θεὸς ἀντικειμενοποιεῖται καὶ μεταβάλλεται σὲ εἴδωλο. Στὴν συνέχεια τὸ εἴδωλο αὐτὸ πλαισιώνεται μὲ ἄλλες ἀντικειμενοποιημένες ἀξίες, ποὺ ἐπικαλύπτουν οὐσιαστικὰ τὴν ὕπαρξή του καὶ νεκρώνουν κάθε κοινωνία μαζί του. Ἐπιπλέον οἱ ἀξίες αὐτὲς παρέχουν στὸν ἄνθρωπο τὴν αἴσθηση κάποιας αὐτάρκειας, ποὺ καλλιεργεῖ τὴν ὑποκρισία καὶ δίνει τὴν εὐχέρεια γιὰ κρίσεις καὶ ἐπικρίσεις τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς κατέκρινε μὲ δριμύτητα τὰ εἴδωλα τῆς ἀντικειμενοποιημένης θρησκευτικῆς καὶ ἠθικῆς ζωῆς. Καυτηρίασε τὴν εὐσέβεια, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ παρουσίαζαν οἱ Φαρισαῖοι ὡς αὐτοαξίες καὶ ὄχι ὡς μέσα ἀγάπης καὶ ἀναφορᾶς πρὸς τὸν Θεό.

    Οἱ ἀξίες τῆς κοινωνικῆς ζωῆς

    Οἱ ἀξίες ποὺ διαμορφώνονται καὶ ἐπικρατοῦν στὴν ζωὴ κάποιας κοινωνίας ἔχουν μεγάλη σπουδαιότητα γιὰ τὴν συνοχὴ καὶ τὴν σωστὴ λειτουργία της. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς θρησκευτικὲς ἐντολὲς ποὺ γίνονται ἀποδεκτὲς ὡς ἀξίες καὶ καθιερώνονται στὶς κοινωνίες. Ἀπὸ τὴν σκοπιὰ ὅμως τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς ἡ καθιέρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ὡς κοινωνικῶν ἢ ἠθικῶν ἀξιῶν περικλείει μεγάλους κινδύνους, γιατὶ εὔκολα αὐτονομοῦνται καὶ χάνουν τὸν δυναμικὸ χαρακτήρα τους. Παύουν νὰ θεωροῦνται ὡς θελήματα ἢ ἐνέργειες τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ποὺ διατηροῦν τὴν προσωπικὴ κοινωνία του μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀπρόσωπες ἀρχὲς ἢ δεοντολογίες.

    Θρησκευτικὲς ἀρετὲς καὶ ἀξίες

    Οἱ θρησκευτικὲς ἀρετὲς περιέχουν ἀξίες. Ἄλλωστε καὶ ἐτυμολογικὰ ἀξία εἶναι αὐτὸ ποὺ «ἄγει», ποὺ ὁδηγεῖ κάπου. Ἡ ἀξία δὲν εἶναι ἀγαθὸ καθεαυτό, ἀλλὰ μέσο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἀγαθό. Ἂν δὲν ὁδηγεῖ στὸ ἀγαθό, παύει καὶ ὡς ἀξία. Καὶ ἡ ἀρετὴ εἶναι κίνηση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια. Ἂν δὲν ὁδηγεῖ σὲ αὐτὴν ἀλλὰ στὸ ψέμα, δὲν εἶναι ἀρετὴ ἀλλὰ κακία. Ἡ ἀρετὴ ὑπάρχει γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀρετή. Ἄλλωστε, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν πείρα, τὸ ἴδιο πράγμα μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς ἀγαθὸ καὶ ὡς κακό. Μπορεῖ νὰ γίνεται ἀξία καὶ ἀπαξία. Ὁ ρυθμιστικὸς παράγοντας εἶναι τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Π.χ. ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια εἶναι δυνατὸ νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς ἀγαθὸ ἀλλὰ καὶ ὡς κακό. Νὰ γίνεται εὐεργεσία ἀλλὰ καὶ συμφορά. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο πράγμα ἢ καὶ γιὰ τὶς λεγόμενες θρησκευτικὲς ἢ ἠθικὲς ἀξίες. Τίποτε δὲν εἶναι καθεαυτὸ ἀγαθὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία μὲ αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς κακὸ καθεαυτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ἐγκατάλειψή του, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία³⁹. Οἱ θρησκευτικὲς ἀρετὲς εἶναι ἀγαθὲς καὶ περιέχουν ἀξίες, ὅταν ὑπηρετοῦν τὴν προσωπικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὄχι ὅταν αὐτονομοῦνται. Ἡ ἀληθινὴ ἀρετὴ ἀσκεῖται μὲ ταπείνωση καὶ καλλιεργεῖ τὴν ταπείνωση. Χωρὶς αὐτὴν ἡ ἀρετὴ ἀλλοτριώνεται καὶ καταστρέφεται⁴⁰. Ἡ ταπείνωση, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀφανίζει τὴν ἁμαρτία καὶ καταξιώνει τὴν ἀρετή.

    Ἡ μετοχὴ στὸ ἀγαθὸ

    Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ, ὑπερβάλλει κάθε ἔννοια ἀγαθοῦ. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται τὸ ἐρώτημα: Πῶς ὑπάρχει τὸ ἀγαθὸ μέσα στὸν κόσμο, καὶ ποιά εἶναι ἡ σχέση τοῦ κόσμου μὲ αὐτό;

    Ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα αὐτὸ σημειώνουμε τὰ ἀκόλουθα: Τὸ ἀγαθὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸν Θεό. Δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸ καὶ νὰ χωριστεῖ ἀπὸ αὐτόν, γιατὶ σὲ αὐτὸν ὀφείλει τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν διατήρησή του. Ὅλα τὰ κτίσματα ὑπάρχουν, γιατὶ μετέχουν στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν μορφὴ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ἄλλα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ μετέχουν μόνο στὴν οὐσιοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπάρχουν ἁπλῶς ὡς ὄντα, ἄλλα μετέχουν καὶ στὴν ζωοποιὸ ἐνέργειά του καὶ ὑπάρχουν ὡς ζῶντα, ἄλλα μετέχουν ἐπιπλέον καὶ στὴν σοφοποιὸ ἐνέργειά του καὶ ὑπάρχουν ὡς λογικὰ ὄντα, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐπανέρχονται στὸ «ὑπερφυὲς ἀξίωμα» ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὰ λογικὰ ὄντα, μετέχουν καὶ στὴν θεοποιὸ θεία ἐνέργεια⁴¹.

    Τρόποι μετοχῆς

    Ἡ μετοχὴ αὐτὴ ὑφίσταται εἴτε ὡς ἄμεση σχέση τοῦ κτιστοῦ ὄντος μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια εἴτε ὡς ἁπλὴ μετοχὴ στὰ κτιστὰ ἀποτελέσματά της. Στὴν πρώτη περίπτωση τὸ κτιστὸ ὄν, ἐνῶ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει κτιστό, μετέχει στὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια καὶ μπορεῖ ἀκόμα καὶ νὰ τὴν μεταδώσει. Στὴν δεύτερη περίπτωση δὲν μετέχει στὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια ἀλλὰ μόνο στὰ κτιστὰ ἀποτελέσματά της. Ὡς σχετικὸ παράδειγμα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ μετέχει κάποιο πήλινο σκεῦος στὴν φωτιά. Ὅσο αὐτὸ βρίσκεται μέσα στὸ καμίνι καὶ ψήνεται, μετέχει στὶς ἐνέργειες τῆς φωτιᾶς (θερμότητα, καυστικότητα) καὶ μπορεῖ νὰ τὶς μεταδώσει σὲ αὐτὸ ποὺ τὸ ἐγγίζει. Ὅταν ὅμως βγεῖ ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ παραδοθεῖ σὲ κοινὴ χρήση, δὲν μετέχει στὶς ἐνέργειες τῆς φωτιᾶς οὔτε μπορεῖ νὰ τὶς μεταδώσει, ἀλλὰ μετέχει μόνο στὰ ἀποτελέσματά τους.

    Αἰσθητὰ καὶ νοητὰ

    Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους, ποὺ δὲν εἶναι μόνο κτίσματα τῆς θείας ἐνέργειας, ἀλλὰ καὶ μετέχουν ἐνεργῶς σὲ αὐτήν, ὁλόκληρη ἡ δημιουργία ἔχει κάποιο εἶδος μετοχῆς στὴν θεία ἐνέργεια. Μέσα σὲ ὅλα ὑπάρχει ὁ Θεὸς μὲ τὶς ἐνέργειές του. Καὶ ὅλα ὑπάρχουν μέσα στὸν Θεό. Ἡ ὕπαρξη τῶν δημιουργημάτων μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ Δημιουργοῦ. Ὁ νοητὸς κόσμος ἀποτυπώνεται συμβολικὰ στὸν αἰσθητό. Καὶ μὲ τὰ φαινόμενα θεωροῦνται τὰ μὴ φαινόμενα⁴². Ἡ φυσικὴ ὅμως θεώρηση τῶν φαινομένων καὶ ἡ ὀρθὴ ἀναγωγὴ στὰ μὴ φαινόμενα προϋποθέτει πνευματικὴ καθαρότητα καὶ γίνεται δυνατὴ μὲ τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὰ πάθη.

    Ὑλισμὸς καὶ εἰδωλολατρία

    Οἱ ἄνθρωποι χαρακτηρίζουν συνήθως ὡς ἀγαθὰ τὰ πράγματα ἐκεῖνα ποὺ ἱκανοποιοῦν τὶς ἀνάγκες καὶ ἐπιθυμίες τους. Ἡ αὐτοτελὴς ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων αὐτῶν χωρὶς ἀναφορὰ στὴν αἰτία τους, τὸν Θεό, ὁδηγεῖ στὸν ὑλισμό, ἐνῶ ἡ ἀπολυτοποίηση καὶ θεοποίησή τους στὴν εἰδωλολατρία. Εἰδωλολατρία καὶ ὑλισμὸς ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐποχὴ μὲ διάφορες παραλλαγὲς καὶ μεταμορφώσεις. Ἀντίθετα ἡ χριστιανικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἁπλὴ ἀναγωγὴ ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὰ ὑπεραισθητά, ἀπὸ τὰ κτιστὰ στὰ ἄκτιστα, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα⁴³. Τὸ κάλλος τῶν ἐπίγειων πραγμάτων δὲν πρέπει νὰ αἰχμαλωτίζει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ γίνεται ἀφορμή, γιὰ ἀνύψωση καὶ ἀναζήτηση τοῦ ὑπέρτατου κάλλους. Πῶς μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ στρέφεται στὰ ἄφθαρτα, ἂν προσηλώνεται στὰ φθαρτά; Ἀλλὰ καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ὑψώνεται στὰ οὐράνια, ἂν δὲν πτερώνεται μὲ τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος⁴⁴;

    Ἡ διάκριση τῶν πραγμάτων

    Ὅποιος πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ἀτενίζει τὸν κόσμο μὲ τὸ φῶς τῆς πίστεως διακρίνει τὴν θεία παρουσία στὴν κτίση καὶ τὴν ἱστορία. Στὴν περίπτωση αὐτὴν ὅλα ἀποκτοῦν θετικὸ νόημα, ἔστω καὶ ἂν ἐμφανίζονται ὡς δυσάρεστα καὶ βλαβερά. Ὅποιος ὅμως δὲν πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ἀντιμετωπίζει τὸν κόσμο μηδενιστικὰ ἢ ἐγωκεντρικά, τὰ βλέπει ὅλα ἀδιαφανὴ καὶ συμπτωματικά. Σὲ τελικὴ λοιπὸν ἀνάλυση ἡ διάκριση τῶν πραγμάτων καὶ τῶν γεγονότων σὲ ἀγαθὰ καὶ κακὰ δὲν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπὸ αὐτά, ὅσο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὴν τοποθέτησή του ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τὰ ἔργα του. Ἀπὸ τὴν τοποθέτηση αὐτὴν ἐξαρτᾶται καὶ ἡ ἠθικὴ ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἀγαθὸ δὲν ἔχει στατικὸ ἀλλὰ δυναμικὸ χαρακτήρα. Δὲν παρουσιάζεται ὡς ἀντικείμενο, ἀλλὰ ὡς πρόσωπο, ποὺ ἔρχεται σὲ προσωπικὴ σχέση καὶ κοινωνία. Ἀγαθὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἡ κίνηση γιὰ τὴν διατήρηση τῆς σχέσεως καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς κοινωνίας αὐτῆς εἶναι ἡ πραγμάτωση τῆς ἀρετῆς.

    1. «Πᾶσα τέχνη καὶ πᾶσα μέθοδος, ὁμοίως δὲ πρᾶξίς τε καὶ προαίρεσις, ἀγαθοῦ τινος ἐφίεσθαι δοκεῖ· διὸ καλῶς ἀπεφήναντο τἀγαθόν, οὗ πάντ’ ἐφίεται». Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια I,1,1094a1-3. Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος σημειώνει: «Οὕτω μὲν οὖν φυσικῶς ἐπιθυμητικοὶ τῶν καλῶν οἱ ἄνθρωποι. Κυρίως δὲ καλὸν καὶ ἀγαπητὸν τὸ ἀγαθόν. Ἀγαθὸς δὲ ὁ Θεός· ἀγαθοῦ δὲ πάντα ἐφίεται· Θεοῦ ἄρα πάντα ἐφίεται». Ὅροι κατὰ πλάτος 2,1, PG 31,912A.

    2. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων 4, 7, PG 3,701C.

    3. Βλ. Ματθ. 19,17. Μάρκ. 10,18.

    4. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον Μωυσέως 1, ἔκδ. W. Jaeger, Gregorii Nysseni, Opera, τόμ. 7,1, Leiden 1964, σ. 4, PG 44,301A.

    5. Βλ. Γέν. 1,26.

    6. Βλ. T. Rendtorff, Ethik, τόμ. Ι, Stuttgart, Berlin, Köln ²1990, σ. 62 κ.ἑ., ὅπου τὸ δεδομένο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἢ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεώς του, χρησιμοποιεῖται ὡς πρῶτο βασικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν σύνθεση τῆς ἠθικῆς.

    7. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 22, PG 151,288B.

    8. Βλ. Γέν. 1,31.

    9. Βλ. Γέν. 2,15.

    10. Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 4,6, PG 29,268C.

    11. «Ἐκ τοῦ καλοῦ τούτου πᾶσι τοῖς οὖσι τὸ εἶναι, κατὰ τὸν οἰκεῖον λόγον ἕκαστα καλά, καὶ διὰ τὸ καλὸν αἱ πάντων ἐφαρμογαί, καὶ φιλίαι, καὶ κοινωνίαι· καὶ τῷ καλῷ τὰ πάντα ἥνωται· καὶ ἀρχὴ πάντων τὸ καλόν, ὡς ποιητικὸν αἴτιον, καὶ κινοῦν τὰ ὅλα, καὶ συνέχον τῷ τῆς οἰκείας καλλονῆς ἔρωτι· καὶ πέρας πάντων, καὶ ἀγαπητόν, ὡς τελικὸν αἴτιον· τοῦ καλοῦ γὰρ ἕνεκα πάντα γίνεται». Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων 4,7, PG 3,704A. Πρβλ. καὶ Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον 1,2, PG 29, 8C-9A.

    12. Βλ. Γέν. 2,16-7.

    13. «Ἀπώλεσα τὸ πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν εὐπρέπειάν μου, καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνὸς καὶ καταισχύνομαι». Ἀνδρέου Κρήτης, Μέγας Κανών, τροπάριον βʹ ὠδῆς, στὸ Τριώδιον.

    14. Βλ. Ρωμ. 8,20-1.

    15. «Τὰ φαινόμενα πάντα δεῖται σταυροῦ· τῆς τῶν ἐπ’ αὐτοῖς κατ’ αἴσθησιν ἐνεργουμένων ἐπεχούσης τὴν σχέσιν ἕξεως· τὰ δὲ νοούμενα πάντα χρήζει ταφῆς· τῆς τῶν ἐπ' αὐτοῖς κατὰ νοῦν ἐνεργουμένων ὁλικῆς ἀκινησίας». Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ θεολογίας καὶ οἰκονομίας 1,67, PG 90,1108Β.

    16. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνεια 38, 11, PG 36, 324Α. Πρβλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, Ἀθῆναι ²1991, σ. 40-1.

    17. Βλ. Γέν. 1,28.

    18. Βλ. Archim. Sophrony, His Life is Mine, Oxford 1977, σ. 67.

    19. Γιὰ περισσότερα βλ. H. Merki, Ὁμοίωσις Θεῷ: Von der platonischen Angleichung an Gott zur Gottähnlichkeit bei Gregor von Nyssa, Freiburg 1952, σ. 44 κ.ἑ. Ἰ. Καραβιδοπούλου, «Εἰκὼν Θεοῦ» καὶ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ παρὰ τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 21 κ.ἑ. Π. Νέλλα, Ζῶον θεούμενον, Ἀθήνα 1979, σ. 19 κ.ἑ. Γ. Μαντζαρίδου, «Ἡ περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», Παλαμικά, Θεσσαλονίκη ³1998, σ. 155 κ.ἑ.

    20. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 37,22, PG 36,308A.

    21. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου 16, PG 44, 184B.

    22. Βλ. Κολ. 1,15. Πρβλ. Βʹ Κορ. 4,4.

    23. Γέν. 1,26.

    24. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονε ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν». Γέν. 3,22. Κι ἐδῶ ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ τὸν πληθυντικὸ ἀριθμό, ἐνῶ μὲ τὸν Ἀδὰμ συνυπονοεῖται καὶ ἡ Εὔα. Πρβλ. ἐπίσης Γέν. 2,23-4 καὶ 11,7.

    25. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκηση καὶ θεωρία, σ. 121.

    26. Βλ. Ἰω. 1,3.

    27. Ἔξοδ. 3,14.

    28. Πρβλ. Χρυσοστόμου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, Θεὸς Λόγος καὶ ἀνθρώπινος λόγος, Ἅγιον Ὄρος 1998, σ. 56, ὅπου καὶ κατατοπιστικὴ ἀνθρωπολογικὴ ἀνάλυση.

    29. Βλ. Γέν. 3,19. Πρβλ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Περὶ ἀσαφείας προφητειῶν 2,5, PG 56,183.

    30. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ μυστικῆς θεολογίας 4-5, PG 3, 1040D-48A.

    31. Βλ. Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Θεολογικὸς 1,65-8, 79-81, ἔκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τόμ. 122, Paris 1966, σ. 100-1.

    32. «Καὶ οὐδὲ αὐτὸ τὸ τῆς ἀγαθότητος ὡς ἐφαρμόζοντες αὐτῇ προσφέρομεν, ἀλλὰ πόθῳ τοῦ ἐννοεῖν τι καὶ λέγειν περὶ τῆς ἀρρήτου φύσεως ἐκείνης τὸ τῶν ὀνομάτων σεπτότατον αὐτῇ πρώτως ἀφιεροῦμεν· καὶ συμφωνήσοιμεν ἂν κἂν τούτῳ τοῖς θεολόγοις, τῆς δὲ τῶν πραγμάτων ἀληθείας ἀπολειφθησόμεθα. Διὸ καὶ αὐτοὶ τὴν διὰ τῶν ἀποφάσεων ἄνοδον προτετιμήκασιν, ὡς ἐξιστῶσαν τὴν ψυχὴν τῶν ἑαυτῇ συμφύλων, καὶ διὰ πασῶν τῶν θείων νοήσεων ὁδεύουσαν, ὧν ἐξῄρηται τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα καὶ πάντα λόγον καὶ γνῶσιν». Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων 13,3, PG 3,981AB.

    33. Χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς παρατηρεῖ: «Δεῖ γάρ, εἴπερ ὡς ἀληθῶς τὸ γνῶναι διαφορὰν Θεοῦ καὶ κτισμάτων ἐστὶν ἀναγκαῖον ἡμῖν, θέσιν εἶναι τοῦ ὑπερόντος τὴν τῶν ὄντων ἀφαίρεσιν· καὶ τὴν τῶν ὄντων θέσιν, εἶναι τοῦ ὑπερόντος ἀφαίρεσιν». Μυσταγωγία, προοίμιον, PG 91, 664B.

    34. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ μυστικῆς θεολογίας, PG 3,1000. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ θεολογίας καὶ οἰκονομίας 2, 39, PG 90, 1141D-44A.

    35. Ματθ. 28,20.

    36. «Δυνατωτέρα γάρ ἐστιν ἡ φύσις τοῦ καλοῦ τῆς ἕξεως τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ τὸ μὲν ἔστιν, τὸ δὲ οὐκ ἔστιν, εἰ μὴ μόνον ἐν τῷ πράττεσθαι». Διαδόχου Φωτικῆς, Κεφάλαια γνωστικὰ 3, ἔκδ. J. Weis-Liebersdorf, Lipsiae 1912, σ. 6.

    37. «Ὅτι πᾶν ἀγαθὸν τῇ ἑαυτοῦ φύσει ὅρον οὐκ ἔχει, τῇ δὲ τοῦ ἐναντίου παραθέσει ὁρίζεται, ὡς ἡ ζωὴ τῷ θανάτῳ καὶ τὸ φῶς τῷ σκότει, καὶ πᾶν ὅλως ἀγαθὸν εἰς πάντα τὰ τοῖς ἀγαθοῖς ἐκ τοῦ ἐναντίου νοούμενα λήγει. Ὥσπερ οὖν τὸ τῆς ζωῆς τέλος ἀρχὴ τοῦ θανάτου ἐστίν, οὕτως καὶ τοῦ κατ’ ἀρετὴν δρόμου ἡ στάσις ἀρχὴ τοῦ κατὰ κακίαν γίνεται δρόμου. Οὐκοῦν οὐ διεψεύσθη ὁ λόγος ἡμῖν ἀμήχανον ἐπὶ τῆς ἀρετῆς εἶναι τὴν τῆς τελειότητος περίληψιν λέγων· ἐδείχθη γὰρ ὅτι τὸ διαλαμβανόμενον πέρασιν ἀρετὴ οὐκ ἔστι». Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον Μωυσέως 1, ἔκδ. W. Jaeger, Gregorii Nysseni, Opera, τόμ. 7,1, σ. 3-4, PG 44,300D-301A.

    38. Ἀναλυτικότερα γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἔσσεξ Ἀγγλίας ⁵2010, σ. 248 κ.ἑ.

    39. «Πλὴν γὰρ τῆς ἁμαρτίας οὐδὲν τῶν ἐν τῷ βίῳ τούτῳ κακὸν ὄντως, εἰ καὶ κακώσεως πρόξενον, οὐδ’ αὐτὸς ὁ θάνατος». Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 16, PG 151,213C.

    40. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀμοιβὴ τῆς ἀρετῆς, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «οὐ τῇ ἀρετῇ οὐδὲ τῷ ὑπὲρ αὐτῆς πόνῳ, ἀλλὰ τῇ τικτομένῃ ἐξ αὐτῶν ταπεινώσει ἐστίν· ἐὰν δὲ αὕτη ὑστερηθῇ, τὰ πρῶτα ματαίως γίνονται». Λόγος 37, ἔκδ. Ἰ. Σπετσιέρη, Τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰσαὰκ ἐπισκόπου Νινευὶ τοῦ Σύρου, τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, Ἀθῆναι 1895, σ. 160.

    41. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀντιρρητικὸς πρὸς Ἀκίνδυνον 5,27,116, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 375. Πρβλ. καὶ Περὶ θείας καὶ θεοποιοῦ μεθέξεως 18-19, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 1966, σ. 152-3.

    42. «Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται». Ρωμ. 1,20. «Ὅλος γὰρ ὁ νοητὸς κόσμος ὅλῳ τῷ αἰσθητῷ μυστικῶς τοῖς συμβολικοῖς εἴδεσι τυπούμενος φαίνεται τοῖς ὁρᾶν δυναμένοις· καὶ ὅλος ὅλῳ τῷ νοητῷ ὁ αἰσθητὸς γνωστικῶς κατὰ νοῦν τοῖς λόγοις ἁπλούμενος ἐνυπάρχων ἐστίν. Ἐν ἐκείνῳ γὰρ οὗτος τοῖς λόγοις ἐστί· κἀκεῖνος ἐν τούτῳ τοῖς τύποις». Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία 2, PG 91,669BC.

    43. Βλ. Ψαλμ. 18,2-3. Ἑβρ. 3,4.

    44. «Ἀλλὰ πῶς ἄν τις τῶν ὑψηλῶν ἐφίκοιτο περὶ τὰ ταπεινὰ τὴν σπουδὴν ἔχων; Πῶς δ’ ἄν τις πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀναπταίη μὴ πτερωθεὶς τῷ οὐρανίῳ πτερῷ καὶ ἀνωφερὴς καὶ μετέωρος διὰ τῆς ὑψηλῆς πολιτείας γενόμενος;». Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ παρθενίας 11, ἔκδ. W. Jaeger, Gregorii Nysseni, Opera, τόμ. 8,1, σ. 293-4, PG 46,365B.

    2. Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ

    Γνώση ἀγαθοῦ καὶ γνώση Θεοῦ

    Ἐφόσον τὸ ἀγαθὸ ταυτίζεται μὲ τὸν Θεό, ἑπόμενο εἶναι καὶ ἡ γνώση του νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση λοιπὸν τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι γνώση τοῦ ἀγαθοῦ. Ἐξάλλου, ἐφόσον τὸ ἀγαθὸ δὲν εἶναι ἀντικείμενο, ἀλλὰ πρόσωπο ποὺ ἔρχεται σὲ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἑπόμενο εἶναι καὶ ἡ γνώση του νὰ μὴν πραγματοποιεῖται σὲ ἐπίπεδο ἀντικειμενικῶν σχέσεων, ἀλλὰ σὲ ἐπίπεδο προσωπικῆς σχέσεως καὶ κοινωνίας, ὅπου συμπεριλαμβάνονται ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, οἱ αἰσθήσεις καὶ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ γνώση αὐτὴ εἶναι κατὰ τὴν βιβλικὴ σημασία τῆς λέξεως κοινωνία ὑπαρξιακή. Εἶναι ἡ κοινωνία ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ τὴν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἀποκαλυπτόμενο Θεό.

    Ἡ γνώση ὡς ἀγάπη καὶ κοινωνία

    Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη¹. Καὶ ἡ ἀποκάλυψή του στὸν κόσμο εἶναι φανέρωση τῆς ἀγάπης του. Ὅποιος ἀγαπᾶ γνωρίζει τὸν Θεό. Καὶ ὅποιος ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τηρεῖ τὶς ἐντολές του². Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι μετοχὴ στὴν θεία ἐνέργεια, στὴν θεία ζωή. Καὶ ἡ μετοχὴ στὴν θεία ζωὴ εἶναι πηγὴ θεογνωσίας. Ὅσο περισσότερο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, τόσο περισσότερο τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ ὅσο περισσότερο τὸν ἀγαπᾶ, τόσο περισσότερο τὸν γνωρίζει. Ἡ γνώση γίνεται ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη γνώση³. Ἡ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲν ἐκδιπλώνεται ὡς ἀντιπαράθεση ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμένου, ἀλλὰ ὡς προσωπικὴ κοινωνία καὶ ἀνάκραση. Ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό. Ὁ Ὢν γίνεται κτίσμα, καὶ τὸ κτίσμα μετέχει στὴν ἄκτιστη καὶ ἀκατάλυτη ζωὴ τοῦ ὄντως Ὄντος.

    Ἡ μετοχὴ στὶς θεῖες ἐνέργειες

    Ὁ Θεὸς παραμένει στὴν οὐσία του ἄγνωστος. Γνωρίζεται ὅμως καὶ γίνεται μεθεκτὸς μὲ τὶς ἐνέργειές του. Οἱ ἐνέργειες ἢ συνοπτικὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται συνήθως χάρη. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἢ οἱ ἐνέργειές του εἶναι ἄκτιστες, γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἄκτιστος. Ἀντίθετα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἔργα τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν του, εἶναι κτιστά. Αὐτά, ὅπως καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, φανερώνουν τὴν ἄπειρη ἀγάπη καὶ ἀγαθότητά του. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ σχέση μὲ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ἢ μετέχει στὶς ἄκτιστες ἐνέργειές του, ἔρχεται ἔμμεσα ἢ ἄμεσα σὲ σχέση μὲ τὸ ἀγαθό, τὸν Θεό.

    Ἡ ἀτέρμονη προκοπὴ

    Ἡ γνώση τοῦ ἀγαθοῦ ἔχει δυναμικὸ χαρακτήρα. Ἡ θεία ἀγαθότητα δὲν περιορίζεται στὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ ἐκχύνεται καὶ μεταδίδεται, γιὰ νὰ γίνουν πολλοὶ μέτοχοι τῆς εὐεργεσίας⁴. Ὁ ἄνθρωπος πάλι μετέχει στὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ γνωρίζει κατὰ ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο μέρος. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἀπομένει ἄγνωστο σὲ αὐτὸν εἶναι πάντοτε ἀπειροπλάσιο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζει. Κι ἐνῶ αὐτὸ ποὺ γνωρίζει κάθε φορὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο, ποτὲ δὲν ἐξαντλεῖται, ἀλλὰ γίνεται ἀφετηρία γιὰ μεγαλύτερη γνώση⁵. Ἔτσι ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν γνώση τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι ἀτέρμονη καὶ ἡ προοπτική της ἀπεριόριστη.

    Φυσικὴ καὶ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη

    Στὴν χριστιανικὴ θεολογία διακρίνεται συνήθως ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σὲ ὑπερφυσικὴ καὶ φυσική. Ὡς ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη χαρακτηρίζεται ἡ ἄμεση φανέρωση τῆς δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία, ἐνῶ ὡς φυσικὴ τὰ ἀποτελέσματα τῆς θείας δυνάμεως καὶ ἐνέργειας. Πηγὴ καὶ τῶν δύο μορφῶν τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ ζῶν καὶ ἐνεργῶν Θεός. Ἡ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη δὲν καταργεῖ τὴν φυσική, ἀλλὰ τὴν ἀναδεικνύει καὶ τὴν καταξιώνει. Μετὰ τὴν πτώση καὶ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη ἀμαυρώθηκε καὶ θεωρεῖται σωστὰ μόνο μέσα στὸ φῶς τῆς ὑπερφυσικῆς. Γιὰ νὰ βρεῖ λοιπὸν ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη τὸ πραγματικὸ νόημά της, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ μὲ τὸ φῶς τῆς ὑπερφυσικῆς. Παραταῦτα οὔτε ἡ φυσικὴ οὔτε ἡ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη σώζει τὸν ἄνθρωπο χωρὶς τὴν πίστη.

    Φορεῖς καὶ ὑπομνήματα ἀποκαλύψεως

    Ὁ κόσμος, στὸν ὁποῖο ἀνήκει καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελεῖ τὸν φορέα τῆς φυσικῆς ἀποκαλύψεως, ἐνῶ ἡ θεία οἰκονομία, ποὺ φανερώνεται στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴν Ἐκκλησία, συνιστᾶ τὸν φορέα τῆς ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοση δὲν εἶναι φορεῖς οὔτε πηγὲς τῆς ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ ὑπομνήματά της. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὴ γιὰ τὴν ὀρθὴ θεώρηση καὶ παρουσίαση τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ἰουδαϊκῆς θεωρήσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἢ τῆς ἐκτροπῆς στὸν φονταμενταλισμό.

    Οἱ διάφοροι νόμοι

    Κατὰ τὴν πατερικὴ παράδοση διακρίνονται, α) ὁ φυσικὸς νόμος, β) ὁ γραπτὸς νόμος καὶ γ) ὁ νόμος τῆς χάριτος. Ὁ φυσικὸς νόμος φανερώνει τὴν φυσικὴ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ διασπᾶται μὲ τὴν παρουσία τῆς φιλαυτίας. Ὁ γραπτὸς νόμος δηλώνει αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει ὡς φυσικὸς νόμος, ἀλλὰ γίνεται δυσδιάκριτο ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ οἱ δύο αὐτοὶ νόμοι εἶναι ἰσότιμοι καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔχει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλον⁶. Τέλος ὁ νόμος τῆς χάριτος διδάσκει τὴν μίμηση τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκτείνεται ὣς τὴν ἑκούσια αὐτοθυσία γιὰ τοὺς ἄλλους⁷.

    α) Ἡ κτίση ὡς μέσο γνώσεως τοῦ ἀγαθοῦ

    Ἡ παρουσία τοῦ Λόγου

    Ὁ Θεὸς δὲν περιορίζεται μέσα στὴν κτίση. Εἶναι ὁ ἄκτιστος Δημιουργός της, ποὺ ὑπερβάλλει τὴν κτίση καὶ ὅλα τὰ κτίσματα. Ταυτόχρονα ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν μέσα στὴν κτίση. Τὴν συνέχει καὶ τὴν συντηρεῖ. Ἡ κτίση προσφέρει στὸν ἄνθρωπο κάποια θεογνωσία. Φανερώνει τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ Δημιουργοῦ⁸. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἀφοῦ τὰ πάντα δημιουργήθηκαν καὶ συντηροῦνται ἀπὸ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, εἶναι φυσικὸ ἡ ὀρθὴ θεώρησή τους νὰ ὁδηγεῖ στὸν Θεό⁹. Στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται καὶ ἡ λογικότητα τῶν ὄντων.

    Οἱ λόγοι τῶν ὄντων

    Τὰ ὄντα, ὅπως δέχεται καὶ ἡ σύγχρονη φυσική, ἀποτελοῦν ἐνέργειες μὲ ἁρμονία καὶ τάξη. Περιέχουν δέσμες πληροφοριῶν. Τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ὄντα ἔχει τὸν λόγο του, δηλαδὴ τὴν ἄκτιστη δημιουργικὴ αἰτία του. Οἱ φυσικοὶ λόγοι τῶν ὄντων εἶναι «ἀποτελέσματα καὶ εἰκόνες» τῶν ἄκτιστων θείων λόγων¹⁰. Οἱ μερικότεροι λόγοι τῶν ὄντων ἀνάγονται σὲ καθολικότερους, ἐνῶ ὅλοι οἱ λόγοι τῶν ὄντων συνοψίζονται στὸν Θεὸ Λόγο, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος ὅλων τῶν δημιουργημάτων¹¹. Γι’ αὐτὸ ἡ γνώση τῶν δημιουργημάτων ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ πληρότητα καὶ ἑνότητα, ἂν δὲν συνδεθεῖ μὲ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ.

    Οἱ τρόποι τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ

    Ὑπάρχουν δύο τρόποι γνώσεως τοῦ κόσμου· ὁ διανοητκὸς καὶ ὁ ὑπαρξιακός. Ὁ συνήθης τρόπος, ποὺ γνωρίζεται καὶ ἀκολουθεῖται γενικότερα, στηρίζεται στὴν ἄμεση θεώρηση τῶν ὄντων καὶ τῶν φαινομένων. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἐπιχειρεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ποκιλία καὶ τὴν πολλαπλότητά τους νὰ ἀναχθεῖ ἐπαγωγικὰ σὲ κάποια ἑνότητα. Ἡ γνώση ὅμως ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν εἶναι πάντοτε μερικὴ καὶ ἀποσπασματική. Ὁ ἄλλος τρόπος γνώσεως, ποὺ εἶναι προσιτὸς στοὺς ἁγίους, πραγματοποιεῖται μὲ τὴν στροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πολλαπλότητα καὶ τὸν κατακερματισμὸ τῶν ὄντων καὶ τῶν φαινομένων τοῦ κόσμου καὶ στρέφεται στὸν Θεό, ὅπου γνωρίζει πληρέστερα καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ ὅλον τὸν κόσμο¹². Ἡ γνώση αὐτή, ποὺ εἶναι σπάνια μέσα στὸν κόσμο, πηγάζει ἀπὸ τὴν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὸ ρεῦμα τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποτελεῖ προοίμιο τῆς μετοχῆς του στὴν θεία παντοδυναμία καὶ παγγνωσία¹³.

    Ἡ μαρτυρία τῆς κτίσεως

    Ἡ κτίση μαρτυρεῖ τὸν Θεό, χωρὶς νὰ εἶναι Θεός, ὅπως τὸ καλλιτέχνημα μαρτυρεῖ τὸν καλλιτέχνη του, χωρὶς νὰ ταυτίζεται μὲ αὐτόν. Ἡ μαρτυρία τῆς κτίσεως ἔχει καταφατικὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἀποφατικὸ χαρακτήρα. Τὸ καλλιτέχνημα δὲν ἀποκαλύπτει μόνο τὸν καλλιτέχνη του, ἀλλὰ καὶ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ἡ κτίση δὲν ἀποκαλύπτει μόνο ἰδιότητες τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀλλὰ καὶ διαφέρει ἀπὸ αὐτόν. Μὲ τὸν ἐξαγγελτικὸ χαρακτήρα της ὑποδηλώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Βέβαια τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ εἰκονίσει ἀπαράλλακτα τὸν Θεό. Ἀποκαλύπτει ὅμως κάτι ἀπὸ αὐτόν. Ἐξάλλου, ἂν ὁ ὁρατὸς κόσμος ἔχει τέτοιο κάλλος, ποιό θὰ εἶναι τὸ κάλλος τοῦ ἀόρατου κόσμου; Καὶ ἂν ὁ ἀόρατος ὑπερέχει ἀπὸ τὸν ὁρατό, πόσο ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς δύο ὁ Δημιουργός τους¹⁴;

    Συμπυκνωμένη πληροφόρηση

    Ὁ Θεὸς συνέχει καὶ κατευθύνει τὴν δημιουργία μὲ τὴν προσωπική του παρουσία. Ὁ ἄκτιστος Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές του. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία εἶναι ἀποκαλυπτικὴ πράξη. Εἶναι συμπυκνωμένη ἐνέργεια καὶ πληροφορία. Ἡ λογικότητα ποὺ διέπει τὴν σύσταση καὶ τὴν κίνησή της προβάλλει ὡς μυστικὴ γλώσσα καὶ συμβολικὸς λόγος. Μὲ τὴν κτίση ὁ Θεὸς ἀπευθύνεται στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ κατανοεῖ τὴν πραγματικὴ θέση του στὸν κόσμο καὶ τὶς σωστὲς σχέσεις του μὲ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο καὶ τὴν κτίση.

    Ἐνανθρώπηση καὶ οἰκολογία

    Ἡ ἀποκατάσταση τῆς πραγματικῆς θέσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο καὶ τῶν σωστῶν σχέσεών του μὲ τὸ περιβάλλον του ἀποκαλύφθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση. Αὐτὴ προετοιμάστηκε μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ φανερώθηκε στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἐνῶ ὅμως στὴν θεολογία καὶ τὴν ἀνθρωπολογία ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι σαφὴς καὶ διακριτή, στὴν οἰκολογία ἡ μετάβαση αὐτὴ παραμένει σχεδὸν ἄγνωστη ἢ δυσδιάκριτη. Ἡ ἐνανθρώπηση ὅμως ἀποτελεῖ κεφαλαιῶδες γεγονὸς ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἄλλωστε ἡ χριστιανικὴ προσδοκία δὲν περιορίζεται μόνο στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως¹⁵. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση ὁ Θεὸς σκήνωσε στὴν ὕλη καὶ ἀπεργάσθηκε μὲ αὐτὴν τὴν ἀνακαίνιση τῶν πάντων. Ἡ ὕλη πληρώθηκε μὲ θεία χάρη καὶ ἐνέργεια¹⁶.

    Ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ

    Βέβαια καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση ἡ κτίση δὲν μεταβλήθηκε ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει στὴν ἴδια κατάσταση ἀναμένοντας τὴν ὁριστικὴ ἀνακαίνισή της¹⁷.Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ στὴν κατάσταση αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ κακοῦ. Ἀλλὰ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ προϋποθέτει κάποια γνώση τοῦ ἀγαθοῦ. Καὶ ἡ αἴσθηση αὐτὴ εἶναι τόσο πιὸ ἰσχυρή, ὅσο πιὸ ἔντονος εἶναι στὸν ἄνθρωπο ὁ πόθος τοῦ ἀγαθοῦ. Ἔτσι ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ προκαλεῖ τὴν νοσταλγικὴ ἀναζήτηση τοῦ ἀγαθοῦ.

    Καταξίωση τῆς φυσικῆς γνώσεως

    Ἡ σωστὴ θεώρηση τῆς κτίσεως ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ, καὶ εἰδικότερα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας του. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως τῆς πτώσεως δὲν βλέπει συνήθως τὴν κτίση σωστά. Συχνὰ σταματᾶ στὸν φορέα τῆς ἀποκαλύψεως καὶ τὸν ἀπολυτοποιεῖ. Λατρεύει τὴν κτίση καὶ λησμονεῖ τὸν Δημιουργό της¹⁸. Ἀλλὰ καὶ ὅταν κατορθώνει νὰ προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὴν κτίση μὲ τὶς δυνάμεις του, ἀδυνατεῖ νὰ προσεγγίσει τὸν ἄκτιστο Θεό. Τὸ κτιστὸ δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὸ ἄκτιστο. Ἡ προσέγγιση αὐτὴ γίνεται δυνατὴ μόνο μὲ τὴν συγκατάβαση καὶ ἐνοίκηση τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ στὸν κόσμο.

    β) Ὁ ἄνθρωπος ὡς μέσο γνώσεως τοῦ ἀγαθοῦ

    Αὐτογνωσία καὶ θεογνωσία

    Πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ἡ αὐτογνωσία. Μελετώντας ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του διαπιστώνει τὴν ἄπειρη σοφία τοῦ Δημιουργοῦ¹⁹. Βέβαια ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ κατάσταση πτώσεως. Ἡ φιλαυτία καὶ τὰ πάθη σκοτίζουν τὸν νοῦ του. Ἀλλὰ καὶ στὴν κατάσταση αὐτὴν ἡ συγγένειά του μὲ τὸν Θεὸ δὲν ἐξαφανίζεται τελείως. Δὲν παύει ὁ ἄνθρωπος νὰ εἰκονίζει τὸν Θεὸ παρὰ τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων του²⁰.

    Ἡ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπου

    Ὡς δημιούργημα ποὺ εἰκονίζει τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο ὑπάρχουν οἱ λόγοι τῶν ὄντων, συνοψίζει ὁ ἄνθρωπος τοὺς λόγους τῶν ὄντων κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἐδῶ κορυφώνεται καὶ ἡ λογικότητά του. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικός, γιατὶ εἰκονίζει τὸν Λόγο²¹. Ἡ κυριαρχικὴ θέση του ἀπέναντι στὰ ὄντα, ἡ θεώρηση τῶν λόγων τῶν ὄντων, ἡ συγκεφαλαίωσή τους στὴν ὕπαρξή του καὶ ἡ ἀναφορά τους στὸν Θεὸ Λόγο εἶναι ἐπιμέρους ἐκφάνσεις τῆς λογικότητας τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀμυδρῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀνακαίνισή του συμπίπτει μὲ τὴν κατάργηση τῆς ἀλογίας καὶ τὴν «λόγωσή» του²². Συμπίπτει μὲ τὴν ἄρση τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας, τῆς σοφίας καὶ τοῦ κάλλους του.

    Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου

    Ἡ συγγένεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ δὲν ἀναιρεῖ τὴν θεμελιώδη διαφορὰ ἀνάμεσά τους. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος κτιστός. Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτοαγαθός, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀγαθὸς μετέχοντας στὴν θεία ἀγαθότητα. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου δὲν βρίσκεται στὴν προέλευσή του, ἀλλὰ στὸν σκοπὸ τῆς δημιουργίας του²³. Ὁ ἄνθρωπος προῆλθε ἀπὸ τὸ μὴ ὄν. Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ τὸν κάλεσε νὰ τελειωθεῖ ὡς πρόσωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν» του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κάποιο δημιούργημα μέσα στὸν κόσμο, ἔστω τὸ τελειότερο. Δὲν εἶναι κἂν ὁ «ἐν μικρῷ κόσμος» ἢ ὁ μικρόκοσμος. Εἶναι ἕνας δεύτερος κόσμος «ἐν μικρῷ μέγας»²⁴. Στὸν ἄνθρωπο ἀνακεφαλαιώνεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Αὐτὸς καλεῖται νὰ συμπεριλάβει στὴν ὑπόστασή του ὁλόκληρη τὴν κτίση καὶ νὰ ἱερουργήσει τὴν ἀνύψωσή της στὸν Θεό.

    Ἡ συνείδηση

    Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄμεση ἐσωτερικὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του μὲ τὴν ἔμφυτη συνείδησή του. Ἤδη ὅμως ἡ λέξη «συν-είδηση» δηλώνει κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἀτομικό, ἀλλὰ κάτι ποὺ ὑπάρχει σὲ σχέση μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ διαμορφώνεται στὴν ἐν κοινωνίᾳ ζωή. Δὲν γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας χωρὶς τὴν σχέση μας μὲ τοὺς ἄλλους²⁵.Ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζει τὸ εἶναι του σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο. Καὶ ἡ συνείδηση αὐτὴ ὡς αὐτοσυνειδησία διατηρεῖ τὴν διαχρονικὴ ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου παρόλο τὸ πλῆθος τῶν μεταβολῶν ποὺ ὑφίσταται.

    Ἡ νεώτερη ψυχολογία ἐπισήμανε τὴν ἀχανὴ περιοχὴ τοῦ ἀσυνειδήτου, ποὺ δὲν ὑπόκειται στὸν ἄμεσο ἔλεγχο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι πλευρὰ ἡ θεολογία βλέπει τὸν ἄνθρωπο ὡς ὁρίζοντα φανερώσεως ὁλόκληρου τοῦ θεανθρώπινου εἶναι. Ἔτσι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ ἀπροσμέτρητες διαστάσεις, ποὺ δὲν ἐλέγχονται βέβαια ἄμεσα ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ μποροῦν νὰ φωτισθοῦν καὶ νὰ καλλιεργηθοῦν σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὴν περισυλλογή, τὴν αὐτοεξέταση, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή.

    Νοῦς καὶ συνείδηση

    Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι τὸ μάτι τῆς ψυχῆς του, ἐπηρεάζει ἄμεσα τὴν κατάσταση τῆς συνειδήσεώς του. Ὅταν αὐτὸς εἶναι καθαρός, τότε καὶ ἡ συνείδηση εἶναι καθαρή. Στὴν περίπτωση αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος στρέφεται πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ ἀποστρέφεται τὸ κακό. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς εἶναι σκοτισμένος, τότε καὶ ἡ συνείδηση σκοτίζεται, ταράσσεται καὶ ἐλέγχει.

    Ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως

    Ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, ποὺ προκαλεῖ στὸν ἄνθρωπο φόβο καὶ αἰδώ, δημιουργεῖται πρωτίστως ὡς συνέπεια τῆς ἀντιθέσεώς του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του. Τὸν ἔλεγχο αὐτὸν αἰσθάνονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ πρωτόπλαστοι μετὰ τὴν παρακοή, ὁ Κάιν μετὰ τὸν φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅπως καὶ ἄλλα πρόσωπα ποὺ παρήκουσαν τὸν Θεό²⁶. Παραταῦτα ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως δὲν εἶναι ἄγνωστος καὶ ὡς ἐσωτερικὴ ἠθικὴ διάσπαση²⁷. Εἶναι ἔκφραση τῆς ἐγκαθιδρύσεως τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ὡς «ἕτερος νόμος» διασπᾶ ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο²⁸. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔβλεπαν τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως κυρίως ὡς ἐξωτερικὲς προσβολές, ποὺ προκαλοῦνται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

    Καταστάσεις συνειδήσεως

    Ἡ συνείδηση ἀνακρίνει τὸν ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει μέσα του ὡς ἔμφυτος ἠθικὸς νόμος καὶ ἐνεργεῖ ὡς διδάσκαλος ἢ κριτής του²⁹. Ἡ συνείδηση λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν βούληση καὶ ἐλέγχει χωρὶς νὰ ἐλέγχεται. Ἀκολουθεῖ τὸν ἄνθρωπο παντοῦ, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς τὴν ἀποφεύγει ἢ τὴν ἀποστρέφεται³⁰. Ἐπιδοκιμάζει τὰ ἔργα του μὲ ἐσωτερικὴ συγκατάθεση καὶ εἰρήνη, ἢ τὰ ἀποδοκιμάζει μὲ τύψεις καὶ ταραχή. Ἡ εἰρηνικὴ συνείδηση γαλινεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν καθιστᾶ εὐτυχή. Ὅταν ὅμως αὐτὸς κωφεύει στὴν φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του καὶ προσπαθεῖ μὲ διάφορους τρόπους νὰ τὴν φιμώνει, αὐτὴ βαθμηδὸν ἀμβλύνεται ἢ καὶ πωρώνεται, δηλαδὴ καταλήγει σὲ πλήρη ἠθικὴ ἀναισθησία. Ἂν ἡ συνείδηση παύσει νὰ ἐλέγχει τὸν ἄνθρωπο, πρέπει αὐτὸς νὰ προσέξει, μήπως αὐτὸ δὲν ὀφείλεται σὲ καθαρότητα ἀλλὰ σὲ ἄμβλυνση³¹. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ καλλιέργεια περιδεοῦς συνειδήσεως βασανίζει καὶ βλάπτει ψυχολογικὰ τὸν ἄνθρωπο.

    Ἡ τέλεια συνείδηση

    Γιὰ τὴν σωστὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως χρειάζεται διαρκὴς ἐπαγρύπνηση καὶ αὐτοκριτική. Χρειάζεται ἀκόμα μελέτη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τήρηση τῶν ἐντολῶν του³². Μὲ αὐτὰ ἡ συνείδηση ἐκλεπτύνεται, ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν πλάνη ποὺ δημιουργεῖ ἡ φιλαυτία καὶ διανοίγεται στὴν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς τέλειας συνειδήσεως εἶναι ἡ ἀπόλυτη λεπτότητα καὶ ἡ ἀπεριόριστη εὐρύτητα. Ἔτσι οἱ ἅγιοι παρουσιάζονται ἀπόλυτα εὐαίσθητοι καὶ γιὰ τὶς μικρότερες ἀτέλειές τους, ἐνῶ ἀγκαλιάζουν μὲ ἀπεριόριστη ἀγάπη ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

    Ἡ διάστροφη συνείδηση

    Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν φροντίζει νὰ καλλιεργήσει τὴν συνείδησή του καὶ παραδίδεται ἀδιάκριτα στὸ κακὸ καὶ τὰ πάθη, διαμορφώνει διάστροφη συνείδηση. Τότε αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν διακρίνει τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ καλό, ἀλλὰ καὶ θεωρεῖ τὸ κακὸ ὡς καλό. Ἡ διάστροφη συνείδηση εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν πωρωμένη. Ἡ συνείδηση αὐτὴ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει καὶ σὲ διάστροφη θρησκευτικότητα, ποὺ κορυφώνεται στὴν λατρεία τοῦ κακοῦ.

    Συνείδηση καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ

    Ἡ ὑγιὴς συνείδηση ἔχοντας ἔμφυτο τὸν θεῖο νόμο βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐνάρετος προσεγγίζει τὸ Εὐαγγέλιο εὐκολότερα ἀπὸ τὸν διεφθαρμένο. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπόλυτο, γιατὶ ἡ ἔπαρση, ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ μὲ τὴν τυπικὴ ἀρετή, ἐμποδίζει τὴν προσέγγιση τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνῶ ἡ συντριβή, ποὺ εἶναι δυνατὸ νὰ προκληθεῖ ἀπὸ τὴν διαφθορά, ὁδηγεῖ εὐκολότερα στὴν μετάνοια καὶ τὴν ἀποδοχή της. Ἐξάλλου, ὅπου πλεονάζει ἡ ἁμαρτία, ὑπερπερισσεύει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ³³. Τὸ πρόβλημα ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ ἀγαθοῦ δὲν εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση ἠθικὸ ἀλλὰ ὀντολογικό. Μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τὴν φρικαλεότητα τοῦ κακοῦ.

    Ἡ ἀρετὴ

    Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία ὁ πρῶτος ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται συνήθως ὡς «νήπιον». Ἡ φύση του εἶναι ἀγαθή, γιατὶ καὶ ὁ Δημιουργός του εἶναι ἀγαθὸς καὶ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ. Στὴν ἀδιάφθορη ἀνθρώπινη φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀντιστοιχεῖ ἡ ἀρετὴ καὶ ὄχι ἡ κακία³⁴. Παραταῦτα ὁ ἄνθρωπος ρέπει πρὸς τὸ κακό. Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν πτώση, δηλαδὴ στὴν ἀλλοτρίωσή του ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονεῖται ὅτι ταυτόχρονα ἐπιθυμεῖ τὸ ἀγαθό, γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ δημιουργήθηκε. Ἡ προέλευση καὶ ἡ λογικὴ φύση του τὸν ὠθοῦν πρὸς αὐτό³⁵. Ἂν ὑπάρχει ἀβεβαιότητα γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀγαθοῦ, ὀφείλεται στὸν σκοτισμὸ τοῦ νοῦ. Ὅπως ἡ κρίση γιὰ τὰ αἰσθητὰ πράγματα προϋποθέτει τὴν ὑγεία τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, ἔτσι καὶ ἡ διάκριση τῶν πνευματικῶν πραγμάτων προϋποθέτει τὴν ὑγεία τῶν ψυχικῶν αἰσθήσεων³⁶. Γι’ αὐτὸ ἡ πνευματικὴ γνώση παρουσιάζεται ὡς «γέννημα τῆς ὑγείας τῆς ψυχῆς»³⁷. Ἀλλὰ ἤδη ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς ἀποτελεῖ θετικὸ παράγοντα.

    Θρησκευτικότητα

    Ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» ἀναφέρεται στὸν Θεό. Τὸ πλῆθος τῶν θρησκειῶν φανερώνει τὴν ἔμφυτη ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό. Ἡ βάση τῆς θρησκευτικότητας δὲν εἶναι ὑπερβατική, ἀλλὰ βρίσκεται στὸν ἄνθρωπο καὶ ἐκφράζει τὴν φύση του. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι ὑπερβατικός. Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ τὶς δυνάμεις του. Καὶ ἡ ἀδυναμία του αὐτὴ μεταβάλλεται σὲ τραγικὴ ἀστοχία, ὅταν λησμονεῖ τὰ ὅριά του καὶ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι ἀλλοτριώνεται καὶ ἡ θρησκευτικότητά του.

    Ἡ εἰδωλολατρία

    Ὁ θεός, στὸν ὁποῖο συνήθως ἀνάγεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, κινεῖται πάντοτε, ὅπως εἶναι φυσικό, στὰ ὅρια τῆς κτιστότητας. Εἶναι θεὸς ποὺ ἐπινοεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν του. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀποκαλύψεως ποὺ γνωρίζεται ὅπως εἶναι· «καθώς ἐστι». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ λογικὴ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ἔχει πάντοτε σύμφυτη τὴν εἰδωλολατρία. Αὐτὴ πάλι δὲν πρέπει νὰ νοεῖται μόνο μὲ τὴν χονδροειδὴ μορφὴ τῆς λατρείας ὑλικῶν κατασκευασμάτων, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν λεπτότερη μορφὴ τῆς λατρείας ἀνθρώπινων ἰδεῶν ἢ ἰδεολογιῶν.

    Ἡ προβολὴ

    Ἡ ἀλλοτρίωση ὅμως τῆς θρησκευτικότητας δὲν ἀποτελεῖ λόγο γιὰ τὴν ἀναίρεσή της. Ἡ θέση τοῦ Feuerbach ἀπέναντι στὴν θρησκεία, ποὺ υἱοθετήθηκε καὶ προβλήθηκε σὲ κοινωνικὲς διαστάσεις ἀπὸ τὸν Marx, ἀκρωτηριάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ πρόφαση τὴν θεραπεία της. Ἂν ὁ ἄνθρωπος θρησκεύει προβάλλοντας τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, τὸ κάνει γιατὶ κατευθύνεται ἀπὸ τὴν φύση του, ποὺ ἀνήκει στὸν κόσμο. Ἄλλωστε αὐτὸ δὲν γίνεται μόνο στὴν θρησκευτικὴ ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλη περιοχὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Οἱ προβολὲς δὲν οἰκοδομοῦν μόνο αὐταπάτες, ἀλλὰ περιέχουν καὶ σημαντικὲς ἀλήθειες. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῶν μαθηματικῶν προβολῶν, ποὺ βρίσκουν ἐκπληκτικὲς ἀντιστοιχίες καὶ ἐφαρμογὲς στὸν ἀντικειμενικὸ κόσμο³⁸. Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δημιουργεῖ τὰ μαθηματικὰ ἀνήκει στὸν ἴδιο κόσμο καὶ κινεῖται στὶς ἴδιες συντεταγμένες μὲ αὐτόν. Βέβαια ἡ θρησκευτικὴ περιοχὴ εἶναι διαφορετική. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀνήκει στὴν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ παραθεωρηθεῖ ἢ νὰ θεωρηθεῖ τελείως παραπλανητική.

    Ἡ ἐσωτερικὴ πάλη

    Ἡ συνάντηση μὲ τὸ ἀγαθὸ ἢ τὸ κακὸ πραγματοποιεῖται στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, στὴν βαθιὰ καρδιά του. Ἐκεῖ γίνεται ἡ πάλη ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψεῦδος, στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δαιμονικὴ ἐξουσία. Κι ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὸ ἀγαθό, ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ζήσει, γιατὶ παραμένει δοῦλος τοῦ θανάτου. Ὁ ἔμφυτος ἠθικὸς νόμος δὲν μπορεῖ νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ζωή. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἐκδιπλώνεται ὡς προοδευτικὴ ἔκπτωση. Ἡ μόνη δυνατότητα γιὰ λύτρωση καὶ καταξίωση προσφέρεται μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν Θεό. Ὅποιος ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀγαθός. Καὶ ὅποιος εἶναι ἀγαθός, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ γνωρίζει τὸν ἀγαθὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἔχει κοινωνία μαζί του.

    Ἡ κοινωνία μὲ τὸ ἀγαθὸ

    Τὸ ἀγαθὸ εἶναι πρόσωπο, ποὺ ἔρχεται σὲ προσωπικὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ γνώση τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι καρπὸς προσωπικῆς κοινωνίας, ποὺ προϋποθέτει καθαρότητα καρδιᾶς³⁹. Τέλος ἡ γνώση τοῦ ἀγαθοῦ συνδέεται μὲ τὴν αἴσθηση τῆς ἀπουσίας του, ποὺ καλλιεργεῖ τὸν πόθο γιὰ τὴν ἀναζήτησή του. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μακάρισε ἐκείνους ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν τὴν δικαιοσύνη⁴⁰. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴν ἀκόμα καὶ ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει κάποια φάση τῆς διαλεκτικῆς πορείας πρὸς τὴν ἀναζήτηση καὶ τὴν ἐπίγνωσή του. Ἀντίθετα ὁ ἐφησυχασμὸς καὶ ἡ ἐμμονὴ στὰ πάθη κάνουν ἀδύνατη τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἴσθηση τῆς χάριτός του⁴¹.

    γ) Ἡ ἀνακεφαλαίωση τοῦ ἀγαθοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ

    Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου

    Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεό, ὅταν ὁ Θεὸς γνωρίζεται στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ ἐκφράζει καὶ ἡ ἐπιγραμματικὴ ἀντιστροφὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου· «νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ»⁴². Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ παραμένει γνωστός του τηρώντας τὸ θέλημά του. Βέβαια ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα ὡς ἔργα τοῦ θελήματός του. Τὰ γνωρίζει ὅμως κανονικά, ὅταν παραμένουν στὸ θέλημά του· ὅταν διατηροῦνται συντονισμένα μὲ αὐτό. Ὅταν αὐτὰ ἐκτρέπονται ἀπὸ τὸ θέλημά του, ὅταν δηλαδὴ ἀγνοοῦν τὸν Θεό, πράγμα ποὺ εἶναι δυνατὸ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1