Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας
Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας
Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας
Ebook307 pages3 hours

Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

“Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἑνωμένη ὑποστατικὰ μὲ τὴν θεία φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἔχει θεωθεῖ. Ὁ Χριστὸς ὡς νικητὴς Ἄνθρωπος ἀπευθύνει στὸν κάθε ἄνθρωπο τὸ μήνυμα, «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον», δηλαδὴ τὸ κοσμικὸ κακό, τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο. Ἡ νίκη εἶναι ἀνυπέρβλητη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας· εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι ὁ τέλειος Διδάσκαλος, ὁ σπουδαῖος Προφήτης ἢ ὁ μεγάλος Γκουρού, ὅπως Τὸν θέλουν τὰ διάφορα συγκρητιστικὰ συστήματα, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἑνώσουν ἑτερογενὴ στοιχεῖα, ἀντιφατικὰ καὶ ἀσυμβίβαστα ἀπὸ τὴν φύση τους.” Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου του Καθηγουμένου της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου Αρχιμ. Εφραίμ
LanguageΕλληνικά
Release dateMar 12, 2022
ISBN9786185501068
Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας

Read more from Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Related to Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας

Related ebooks

Reviews for Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας - Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Βρισκόμαστε στὶς ἀρχὲς τῆς τρίτης χιλιετίας καὶ παρακολουθοῦμε μὲ πόνο τὴν ζωὴ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, τὴν πορεία του μέσα στὴν ἱστορία. Πολλοὶ στὶς ἡμέρες μας ὑποστηρίζουν ὅτι βρισκόμαστε σὲ μία μεταχριστιανικὴ ἐποχή. Ἐμεῖς ὅμως πιστεύουμε ὅτι τὸ χριστιανικὸ μήνυμα δὲν ἀφομοιώθηκε ἀκόμη ὄχι μόνον ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς χριστιανούς. Ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐπαληθεύουν μὲ τὴν ζωή τους ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἐφαρμόσιμο, αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστό «ὅπου ὑπάγει», ἀκόμη καὶ στὴν Γεθσημανή, στὸν Γολγοθά.

    Ὅσο καὶ ἂν ἀλλάζουν οἱ καιροὶ πολιτισμικά, τεχνολογικά, κοινωνικὰ καὶ πολιτικά, ὁ ἄνθρωπος παραμένει οὐσιαστικὰ ὁ ἴδιος, μὲ ἀμαυρωμένο ἀλλὰ καὶ ἀνεξάλειπτο τὸ «κατ’ εἰκόνα». Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ ἔχει ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν εὐδαιμονία του ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας, τελικὰ δὲν εὐτυχεῖ· αἰσθάνεται μοναξιὰ καὶ μεγάλο ὑπαρξιακὸ κενὸ στὴν καρδία του. Δὲν τοῦ λείπουν βέβαια οὔτε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά οὔτε οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀφοῦ καθημερινὰ μπορεῖ νά ἔρχεται σὲ ἐπαφή μὲ ἑκατοντάδες ἀνθρώπους, τοῦ λείπει ὅμως πρωτίστως ὁ Θεός.

    Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεοειδής, γιατὶ δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Ἡ ἐπίτευξη τοῦ «καθ’ ὁμοίῳσιν», ποὺ ἐπαφίεται στὴν ἐλεύθερη προαίρεσή του, ἀντιστοιχεῖ στὴν τελείωση, τὴν θέῳση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν κατὰ Χάριν υἱοθεσία. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρὸ καταβολῆς κόσμου σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Νὰ ὑποβαθμίζει κάποιος τὴν προᾳιώνια αὐτὴν βουλὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι μόνον σφάλμα ἀλλὰ καὶ μεγάλο ἁμάρτημα, ἔλεγε ὁ μακάριος Γέροντας Σωφρόνιος.

    Αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο δυστυχὴ εἶναι ἡ ὑποδούλωσή του στὰ πάθη, στὴν ἁμαρτία, στὸν φόβο τοῦ θανάτου. Καὶ ποτὲ δὲν θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτά, ἂν δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ Θεὸς κένωσε τὸν ἑαυτό Του καὶ ἔγινε μέτοχος τῆς δικῆς μας ἀνθρωπίνης φύσεως, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς μέτοχοι τῆς θείας· ἔγινε Υἱὸς ἀνθρώπου, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς διὰ τῶν παθημάτων Του, καὶ κυρίως διὰ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του, κατετρόπωσε τὸν εἰσηγητὴ τῆς ἁμαρτίας διάβολο καὶ κατήργησε τὸν θάνατο.

    Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἑνωμένη ὑποστατικὰ μὲ τὴν θεία φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἔχει θεωθεῖ. Ὁ Χριστὸς ὡς νικητὴς Ἄνθρωπος ἀπευθύνει στὸν κάθε ἄνθρωπο τὸ μήνυμα, «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον», δηλαδὴ τὸ κοσμικὸ κακό, τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο. Ἡ νίκη εἶναι ἀνυπέρβλητη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας· εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι ὁ τέλειος Διδάσκαλος, ὁ σπουδαῖος Προφήτης ἢ ὁ μεγάλος Γκουρού, ὅπως Τὸν θέλουν τὰ διάφορα συγκρητιστικὰ συστήματα, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἑνώσουν ἑτερογενὴ στοιχεῖα, ἀντιφατικὰ καὶ ἀσυμβίβαστα ἀπὸ τὴν φύση τους.

    Ὁ Χριστὸς ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος ἀπεκάλυψε στὸ πρόσωπό Του τὸ ἀνεξάντλητο μυστήριο τοῦ θείου Εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὴν παναξία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔλαβε τὴν ἐξουσία νὰ γίνει τέκνο τοῦ Θεοῦ, νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὴν θεία ζωή, νὰ βιώνει ἀδιαλείπτως τὴν θεία Χάρη.

    Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνῶ ὑπάρχουν ὅλες οἱ προϋποθέσεις βιώσεως τῆς θείας Χάριτος, παρατηρεῖται στὶς ἡμέρες μας μία ὑποβάθμιση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ φαλκιδεύει τὸν ἀποφατικὸ χαρακτήρα καὶ τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενό της. Καὶ αὐτὸ γίνεται, γιατὶ ἐκλογικεύεται ἡ πίστη, ἐκκοσμικεύεται ἡ ζωή, ἐκνομικεύεται ἡ Χάρη καὶ θρησκειοποιεῖται ἡ θεολογία, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ πιστὸς γίνεται ἠθικιστής, ὀρθολογιστὴς καὶ ὄχι υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ «κοινωνός θείας φύσεως», σύμφωνα μὲ τὸ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ.

    Μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ σεβασμὸ πρὸς τὸν συγγραφέα καθηγητὴ κ. Γεώργιο Μαντζαρίδη προβαίνουμε στὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου, «Ὁδοιπορικὸ θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας», ἐπειδὴ γνωρίζουμε ὅτι ὁ κ. καθηγητὴς εἶναι λάτρης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κήρυκας τῆς ἐν Χριστῷ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, τὴν προβάλλει ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴν δωρίζει ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας.

    Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς καί Σεβασμίας

    Μεγίστης Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου

    ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

    Ἡ θεολογικὴ ἀνθρωπολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχει ἄκρως δυναμικὸ χαρακτήρα. Ἡ προοπτική της εἶναι ἀπεριόριστη. Δὲν ἐκτείνεται μόνο στὸ ἐπίπεδο τοῦ κτιστοῦ, ἀλλὰ ἀνοίγεται καὶ στὸ ἄκτιστο, ὅπου βρίσκεται καὶ ἡ ὁλοκλήρωσή της.

    Ἡ μεγαλειώδης αὐτὴ προοπτικὴ προσφέρεται ὡς δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀξία ὁλόκληρου τοῦ κόσμου: «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»¹.

    Ὁ ἄνθρωπος προῆλθε ἀπὸ τὸ «μὴ ὂν» μὲ τὸ δημιουργικὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ πρόσταγμα ὅμως αὐτὸ ὁ Θεὸς ἐπαναλαμβάνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του σὲ κτιστὸ ἐπίπεδο. Καὶ μὲ τὶς ἐντολές του ἀποκαλύπτει τὸ ἦθος του, ποὺ καλεῖται νὰ οἰκειωθεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος.Ὅλα τὰ θεῖα γνωρίσματα ἀποτυπώνονται στὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίῳσιν» Θεοῦ δημιούργημά του. Ἐδῶ ἄλλωστε ἔγκειται καὶ τὸ ἀσύγκριτο μεγαλεῖο τοῦ ἀθρώπου.

    Ἡ ἀλλοτρίωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐντολές του, ποὺ κληροδοτήθηκε ὡς προπατορικὸ ἁμάρτημα στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀπέκοψε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς του καὶ μετέτρεψε τὸ ἀσύγκριτο μεγαλεῖο του σὲ ἀπέραντη τραγωδία. Ὁ ἀποκομμένος ἀπὸ τὴ θεία ζωὴ καὶ ἐνέργεια ἄνθρωπος βρίσκεται παραδομένος στὸν πόνο καὶ τὸν θάνατο. Ὁ πόνος σφραγίζει ὁλόκληρη τὴ ζωή του καὶ ὁ θάνατος ἐκμηδενίζει τὸ νόημά της.

    Κάθε προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνατρέψει τὴν κατάσταση αὐτὴν ἀποδεικνύεται ἄκαρπη ἢ καὶ εὐτελιστικὴ γιὰ τὴν προσωπικὴ καὶ τὴν κοινωνική του ζωή. Ἔτσι ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου διασώζεται μόνο στὴν ἱκανότητα καὶ τὴν ἀντοχή του νὰ ὑπομένει τὸν πόνο καὶ τὰ παθήματα².

    Ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν πόνο καὶ τὰ παθήματα καλλιεργεῖ τὴ συνείδηση τῆς κοινῆς ἀνθρώπινης μοίρας καὶ τῆς ἀλλοτριώσεως ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ δὲν ἔχει λυτρωτικὴ ἀξία. Ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ μὲ τὶς δικές του δυνάμεις νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἡ ὑπομονή του στὸν πόνο καὶ τὰ παθήματα, παρὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὸν ἡρωικό της χαρακτήρα, καταλήγει σὲ τραγικὸ ἀδιέξοδο.

    Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὡς ἔργο τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται μὲ δικαιοσύνη καὶ σεβασμὸ πρὸς τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ὁ Θεὸς δὲν παραθεωρεῖ οὔτε παρακάμπτει τὴν τραγικότητα τοῦ πόνου καὶ τοῦ θανάτου, στὴν ὁποία βυθίστηκε ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ καὶ σώζει ὁ ἴδιος τὸν κόσμο ὡς «παθητὸς» Χριστός³.

    Ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι τέλειος Θεός, προσλαμβάνει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ τὴν ἀνακαινίσει καὶ νὰ τὴν ἀνυψώσει μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάστασή του στὸν ἀρχικό της προορισμό. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος, ἐντάσσεται στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως ἐπενδύοντας στὸν σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὴν ὑπομονή του στὸν πόνο καὶ τὰ παθήματα.

    Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του μὲ ὑπομονὴ στὸν πόνο καὶ τὰ παθήματα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπεριόριστη ἀγάπη, ποὺ ἀγκαλιάζει καὶ τοὺς ἐχθρούς, νὰ εὐρύνει τὴ συνείδησή του καὶ νὰ συμπεριλάβει μέσα του ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο εἶναι· τὴν πανανθρώπινη ζωή. Καὶ αὐτὸ γίνεται δυνατὸ μέσα σὲ μιὰ νέα κοινωνία, τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἐξαιτίας τῆς φύσεως καὶ τοῦ σκοποῦ της χαρακτηρίζεται ὡς «κοινωνία θεώσεῳς»⁴.

    Ἡ ἀνακεφαλαίωση καὶ ἀνακαίνιση ὁλόκληρου τοῦ κτιστοῦ εἶναι πραγματοποιήθηκε μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἐφάπαξ ὑποστατικὰ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Καὶ ὁ Χριστὸς ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος ἔγινε τὸ θεμέλιο, ἡ ἀπαρχὴ καὶ ἡ ὁδὸς γιὰ τὴν ἀνάδειξη κάθε ἀνθρώπου σὲ ὁρίζοντα φανερώσεως ὁλόκληρου πλέον τοῦ θεανθρώπινου εἶναι, σὲ θεοειδὲς πρόσωπο. Ἔτσι τελεσφορεῖ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργήματος «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίῳσιν» Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ θέωσή του.

    Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ δὲν ἐκδηλώνεται ὡς εἰδυλλιακὴ πορεία, ἀλλὰ πραγματώνεται ὡς πνευματικὸ ἄθλημα μὲ σκληρὸ ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας αὐτός, ποὺ διεξάγεται στὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, πραγματοποιεῖται μὲ ὑπερκόσμιες δυνάμεις: «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»⁵. Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει στὸν ἀγώνα αὐτὸν μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, ἂν δὲν τὸν ἐνισχύσει ἡ παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ.

    Ὁ Θεὸς προσφέρει ἐξαρχῆς στὸν ἄνθρωπο ὅλη τὴ χάρη του, ἀλλὰ ταυτόχρονα τὸν προσκαλεῖ νὰ τὴν διατηρήσει καὶ νὰ τὴν ἀναδείξει μὲ τὴν προσωπική του συνεργασία. Μὲ τὴν ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ὁ ἄνθρωπος μέτοχος τῆς θείας ἐνέργειας καὶ ζωῆς. Τὸ δεδομένο ὅμως αὐτό, ποὺ βιώνεται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν κοινωνία τῶν μυστηρίων, προβάλλεται καὶ ὡς ζητούμενο καθόλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του.

    Ἀλλὰ καὶ τὸ τελικὸ μεγαλεῖο, στὸ ὁποῖο κατευθύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό, προσφέρεται ἐξαρχῆς μὲ τὰ μυστήρια. Ἤδη μὲ τὸ Βάπτισμα ὁ πιστὸς ἐνδύεται τὸν Χριστὸ καὶ γίνεται πολίτης τῆς βασιλείας του. Ταυτόχρονα ὅμως ἀναμένει τὴ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ εἶναι καὶ δική του ἔνδοξη φανέρωση⁶. Ἔτσι θεμελιώνεται καὶ ἡ ἀνιδιοτέλεια τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ποὺ παρουσιάζεται ἐπίσης ὡς κάτι δεδομένο καὶ ζητούμενο· δεδομένο γιὰ ὅποιον ζεῖ μέσα στὴ χάρη τῶν μυστηρίων, καὶ ζητούμενο γιὰ ὅποιον δὲν βρίσκεται στὸ ἀπαιτούμενο μέτρο πνευματικῆς ὡριμότητας⁷.

    Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ ἐκδιπλώνεται ταυτόχρονα σὲ δύο ἐπίπεδα: στὸ ἐγκόσμιο καὶ τὸ πνευματικό, στὸ πρόσκαιρο καὶ τὸ αἰώνιο. Τὸ ἐγκόσμιο ἐπίπεδο ὡς πρόσκαιρο δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει κανένα οὐσιαστικὸ νόῃμα ἢ σκοπὸ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ ζωή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μονοδιάστατη πορεία στὸ ἐγκόσμιο ἐπίπεδο ἀποδεικνύεται ἀποκαρδιωτικὴ καὶ τραγική. Οἱ πόνοι καὶ οἱ χαρὲς τῆς ζωῆς, οἱ ἐπιτυχίες καὶ οἱ ἀποτυχίες, οἱ προκλήσεις καὶ οἱ δοκιμασίες, ὁλόκληρο δηλαδὴ τὸ περιεχόμενό της καταλήγει σὲ ἀνυπόστατο σωρὸ ἀναμνήσεων, ποὺ διαλύονται καὶ ἀφανίζονται μὲ τὸν θάνατο.

    Ὅλα ὅμως αὐτά, ὁλόκληρο τὸ περιεχόμενο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς προσλαμβάνει οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ σκοπό, ὅταν ἀνάγεται στὸ αἰώνιο. Καὶ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει μόνο ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο ἀλλὰ καὶ μέσα σὲ αὐτόν· ὑπάρχει μέσα σὲ κάθε χρονικὴ στιγμὴ ὡς κατακόρυφη τομὴ ποὺ σταυρώνει τὸ ὁριζόντιο ἐγκόσμιο ἐπίπεδο καὶ προσδίδει σὲ αὐτὸ ὑπερβατικές διαστάσεις.

    Ἀναγωγὴ ὅμως στὸ αἰώνιο σημαίνει ἀναγωγὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς θείᾳς ζωῆς. Καὶ ἡ ἀναγωγὴ αὐτή, ποὺ πραγματοποιεῖται ὡς κοινωνία ἀγάπης μὲ τὸν Θεό, ὑλοποιεῖται μὲ τὴν ὑπαγωγὴ τῶν πάντων στὴν ὑπηρεσία τῆς κοινωνίᾳς αὐτῆς. Ἔτσι αἰχμαλωτίζεται «πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοῂν τοῦ Χριστοῦ»⁸, καὶ ὅλες οἱ εὐχάριστες ἢ δυσάρεστες καταστάσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ὅλες οἱ χαρὲς ἢ οἱ λύπες προσλαμβάνουν θετικὸ περιεχόμενο.

    Ἰδιαίτερη ὅμως χάρη δέχεται ὁ πιστός, ὅταν ὑπομένει λυπηρὲς καταστάσεις καὶ πάσχει ἄδικα, ἐκπληρώνοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἀκολουθεῖ πιστὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνταπέδιδε τὶς ὕβρεις καὶ τὶς λοιδορίες οὔτε ἀπειλοῦσε, ὅταν ἔπασχε ἄδικα, ἀλλὰ παρέδιδε τὸν ἑαυτό του στὸν δικαιοκρίτη Θεό⁹.

    Θεμέλιο καὶ δείκτης τῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανὸς καλεῖται νὰ βαδίσει μὲ τὸν δικό του προσωπικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο τρόπο τὴν ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνέρχεται πρὸς τὸν Γολγοθὰ καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀνάσταση. Τὴν ὁδὸ αὐτὴν ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μὲ πίστη στὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήρηση τῶν ἐντολῶν του καὶ σταθερότητα στὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸν τελικὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, τὴ θέωση.

    Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ συντάχθηκαν κατὰ τὴν τελευταία διετία. Ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ δημοσιεύτηκαν ἤδη αὐτοτελῶς σὲ περιοδικὰ ἢ συλλογικοὺς τόμους, ἐνῶ ἄλλα παρουσιάζονται τώρα γιὰ πρώτη φορά. Οἱ τίτλοι τῶν ἐπιμέρους κειμένων δηλώνουν τὴν αὐτοτέλειά τους, ἐνῶ τὸ περιεχόμενό τους φανερώνει τὸν ἀνθρωπολογικό τους προσανατολισμὸ μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ζωῆς.

    Εὐχαριστῶ θερμῶς τὸν Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη πατέρα Ἐφραὶμ γιὰ τὴ συμπερίληψη τοῦ βιβλίου αὐτοῦ στὶς ἐκδόσεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὅπως καὶ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς ποὺ κοπίασαν γιὰ τὴ δημοσίευσή του.

    1. Μάρ. 8, 36-37.

    2. Βλ. Ἀρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀναφορὰ στὴ Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000, σ. 32.

    3. Βλ. Πράξ. 26, 23.

    4. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγος ἀποδεικτικὸς περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 78, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 149.

    5. Ἐφεσ. 6, 12.

    6. Βλ. Κολ. 3, 4.

    7. Βλ. Ἐφεσ. 4, 13.

    8. Βλ. Β´ Κορ. 10, 5.

    9. Βλ. Α´ Πέτρ. 2, 19-23.

    1. ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

    Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ θεμελιώνεται στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο, ποὺ πραγματοποιεῖται πρὸς τοὺς προπάτορες καὶ τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ κορυφώνεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἐνανθρώπηση. Καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς θεολογίας οἰκοδομεῖται μὲ τὴν ἀποδοχὴ καὶ ἑρμηνεία τῆς ἀποκαλύψεῳς αὐτῆς. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ποὺ ἐκφράζει τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δὲν θὰ εἶχε νὰ προτείνει στὸν κόσμο σήμερα τίποτε περισσότερο, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ προσπάθησε καὶ προσπαθεῖ νὰ διατηρήσει ἡ ἴδια, τὴν ὀρθὴ προσέγγιση καὶ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεῳς.

    Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πρώτης χιλιετίας τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θεμελιώθηκε στὴν ἀποκάλυψη αὐτὴ καὶ τὴν ἐξέφρασε σὲ θεσμικὸ ἐπίπεδο μὲ τὶς οἰκουμενικὲς συνόδους, εἶχε ὡς μόνιμο στόχο τὴν προάσπιση τῆς ἀλήθειας τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως καὶ θεώσεῳς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα οἱ αἱρετικὲς θεολογίες, ποὺ πολεμήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶχαν ὡς κοινὸ παρονομαστὴ τὴ μερικὴ ἢ ὁλικὴ ἀμφισβήτηση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς. Τόσο ἡ προάσπιση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅσο καὶ ἡ ἀμφισβήτησή της ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, πραγματοποιήθηκαν στὸ ἐπίπεδο τῆς Τριαδολογίας καὶ τῆς Χριστολογίας. Ἀκόμα καὶ ἡ εἰκονομαχία ἔγινε ἀφορμὴ γιὰ ἐπεξεργασία τῆς Χριστολογίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀντιμετωπίσθηκε μὲ χριστολογικὴ ὁρολογία.

    Κατὰ τὴ δεύτερη μετὰ Χριστὸν χιλιετία, κατὰ τὴν ὁποία σημειώθηκε ἡ διάσπαση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου σὲ ἀνατολικὸ καὶ δυτικό, καὶ στὴ συνέχεια ἡ διάσπαση τοῦ δυτικοῦ χριστιᾳνικοῦ κόσμου σὲ ρωμαιοκαθολικὸ καὶ προτεσταντικό, εἶχε καὶ πάλι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὡς σταθερὸ στόχο τὴ διατήρηση τῆς ἀλήθειας τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ τὴν περίοδο ὅμως αὐτὴν ἡ προάσπιση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ὀρθοδόξων, ὅπως καὶ ἡ ἀμφισβήτησή της ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν αἱρετικῶν, ἔγιναν πρωτίστως στὸ ἐπίπεδο τῆς Ἐκκλησιολογίας. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεῳς» εἶναι ὁ «τόπος» πραγματικῆς συναντήσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησιολογία συνυφαίνεται μὲ τὴν ἀνθρωπολογία.

    Ἡ ἔναρξη τῆς δεύτερης χιλιετίας σηματοδοτεῖται στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ τόνισε ὅτι χρειάζεται ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν πιστὸ γιὰ τὴν ἀνακαίνισή του. Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ δὲν ἀποτελεῖ θεωρητικὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ ὀντολογικὸ γεγονός, ποὺ συνδέεται μὲ ἀντίστοιχη πνευματικὴ ἐμπειρία. Δὲν μπορεῖ νὰ πιστεύει κάποιος πραγματικὰ στὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἐντάσσεται στὸ σῶμα του, στὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἔχει κάποια αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα του. Ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ ἐμπειρία, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ καὶ τὴν προϋπόθεση γιὰ τὴ συμμετοχή του στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

    Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ τοῦ ἐμπειρικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιᾳνικῆς ἀλήθειας δὲν ἀποτελεῖ ὄψιμη θεολογικὴ ἐπινόηση, ἀλλὰ ἔχει καθαρῶς εὐαγγελικὴ προέλευση. Ὅπως βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅποιος τηρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μαθαίνει στὴν πράξη τὴ θεία προέλευσή του: «Ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ»¹. Ὅπως ὁ ἐμπειρικὸς ἐπιστήμονας μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια τῆς ἐπιστημονικῆς θεωρίᾳς μὲ τὸ πείραμα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι αὐθαίρετες προσταγές, ἀλλὰ ὑποδείξεις ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὸ αὐθεντικὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ τήρησή τους ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὸν αὐθεντικὸ ἑαυτό του· φανερώνει τὰ ἰδιώματα τῆς φύσεώς του, ποὺ δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ².

    Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ δημιούργησε μιὰ νέα κατάσταση μέσα στὸν κόσμο· ἄνοιξε τὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ βιώνεται προκαταρκτικὰ στὴν παρούσα ζωὴ καὶ ἀναμένεται στὴν πληρότητά της κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. «Τώρα εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν φανερώθηκε ἀκόμα ἐντελῶς τί θὰ γίνουμε. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι, ὅταν φανερωθεῖ, θὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ αὐτόν, γιατὶ θὰ τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι»³. Ἡ κεφαλαιώδης αὐτὴ ἀλήθεια, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν οὐσιᾳστικότερη ἀπάντηση στὸν βαθύτερο πόθο τοῦ ἀνθρώπου, συχνὰ λησμονεῖται ἢ καὶ παραθεωρεῖται τελείως στὴ χριστιᾳνικὴ θεολογία. Αὐτὸ ὅμως ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀλλοτρίωσή της. Ὅπως εὔστοχα ἐπισημάνθηκε, ὅταν μειώσουμε τὶς διαστάσεις τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀποκλείουμε τὴ δυνατότητα νὰ φτάσουμε τὴν ἀληθινὴ μετάνοια. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ φτάσουμε στὸ περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεῳς «ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ»⁴.

    Ἀποφεύγοντας νὰ προχωρήσουμε στὸ βάθος τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως καὶ περιοριζόμενοι στὶς ἐξωτερικὲς μορφές της χάνουμε τὸ πραγματικὸ περιεχόμενό της. Ἐγκαταλείπουμε τὴν ἄκτιστη φύση της καὶ περιοριζόμαστε σὲ κτιστὲς ἀντικειμενοποιήσεις. Ἔτσι θρησκειοποιοῦμε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὸν μεταβάλλουμε σὲ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Ἡ θρησκειοποίῃση αὐτὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἔχει βαθιὲς ρίζες στὸ παρελθόν, προσέλαβε στὶς ἡμέρες μας μεγάλες διαστάσεις. Μέσα στὴ διαδικασία αὐτὴν ἑρμηνεύεται καὶ ἡ αὐξανόμενη διάδοση τοῦ συγκρητισμοῦ, ποὺ κερδίζει ἔδαφος καὶ στὸν θεολογικὸ κόσμο τῆς ἐποχῆς μας.

    Ἡ θρησκειοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μπορεῖ νὰ ψηλαφηθεῖ εὔκολα καὶ σὲ καθαρῶς δογματικὲς ἐκφράσεις τῆς σχολαστικῆς κυρίως θεολογίας, ποὺ ἐπηρέασαν καὶ ὀρθόδοξα θεολογικὰ κείμενα. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθεῖ κάποιος τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς Ἁγίᾳς Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὡς «πηγῶν» τῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ θεώρηση τῶν κτιστῶν αὐτῶν στοιχείων ὡς πηγῶν τῆς ἀποκαλύψεῳς ἀλλοιώνει τὴν οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως καὶ ἀκυρώνει τὴν ἀλήθεια τῆς πραγματικῆς κοινωνίας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Κατὰ τὴ θεώρηση αὐτὴν ὁ Θεὸς δὲν ἔρχεται σὲ προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ κτιστὰ μέσα. Ἢ ἀκριβέστερα ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ δέχεται τὴν προσωπικὴ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀντικαθιστᾶ μὲ θρησκευτικὰ εἴδωλα. Ἔτσι δὲν μετέχει στὴ θεία ζωή, δὲν γίνεται κοινωνὸς «θείᾳς φύσεως»⁵, ἀλλὰ παραμένει στὸ ἐπίπεδο τῶν κτισμάτων.

    Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι καὶ τὰ δύο μεγάλα κινήματα, ποὺ σημειώθηκαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατὰ τὴν δεύτερη χιλιετία, τὸ ἡσυχαστικό, ὅπως καὶ τὸ φιλοκαλικό, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀνανεώνει τὸ προηγούμενο, εἶχαν πάλι ὡς στόχο τὴ σωστὴ προσέγγιση καὶ ἑρμηνεία τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο μόνο ἔμμεσα ἢ συμβολικά. Στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ κινοῦνται οἱ διάφορες θρησκεῖες, ποὺ δημιουργοῦν οἱ ἄνθρωποι. Μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ὅμως ἀποκάλυψη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ἔρχεται σὲ προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὸν καθιστᾶ πρόσωπο ὅμοιο μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μέτοχο τῆς ζωῆς καὶ τῆς δόξας του.

    Ἡ πεμπτουσία τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος, ποὺ σημειώθηκε κατὰ τὸν δέκατο τέταρτο αἰώνα καὶ εἶχε ὡς πρωτοστάτη τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, βρίσκεται στὴν προάσπιση τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῷν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄρνηση τῆς διακρίσεως οὐσίᾳς καὶ ἐνέργειας στὸν Θεό, ποὺ ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ τὸν Βαρλαᾲμ τὸν Καλαβρὸ καὶ τὴ σχολαστικὴ θεολογία, ἀπηχεῖ τὴ φιλοσοφικὴ θεώρηση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν πίστη στὸν Θεὸ τῆς ἀποκαλύψεως. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κάποια ἀπόμακρη καὶ ἀπρόσιτη γιὰ τὸν κόσμο ἀρχή. Δὲν εἶναι ἄσχετος μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ ζωή του. Εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ προνοητὴς τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίῳσίν» του καὶ ἐνανθρώπησε γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀνακαίνισή του. Εἶναι ὁ ζῶν Θεός, ποὺ ἐνῶ παραμένει ἄγνωστος καὶ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία του, γίνεται γνωστὸς

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1