Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Μοναχισμός: Τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Μοναχισμός: Τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Μοναχισμός: Τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Ebook501 pages6 hours

Μοναχισμός: Τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ὁ πραγματικὰ χαρισματοῦχος μοναχὸς φεύγει ἀπὸ τὶς τιμὲς σὰν ἀπὸ φωτιά. Γνωρίζει ὅτι σβήνουν τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ πυρώνει τὴν καρδιά του καὶ παρεμποδίζουν τὸ ρεῦμα τοῦ θείου θελήματος νὰ ρέει μέσα του καὶ νὰ τὸν καθοδηγεῖ. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ μοναχὸς δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ διδάσκει, ἐκτὸς ἂν τὸ λάβει ὡς ἐντολὴ καὶ ἐξουσιοδοτηθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ προτιμοῦσε ὅμως νὰ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ παραμείνει κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ «μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις» καὶ «μεῖζον κρῖμα λήψεται», ἀλλὰ νὰ βρίσκεται μόνο κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Θεοῦ, «τοῦ βλέποντος ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ ἀποδίδοντος ἐν τῷ φανερῷ». Ἐπίσης, δὲν ἀποζητᾶ παρηγοριὰ ἢ ὑποστήριξη ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ θέτει ὅλη του τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο. Αὐτὸν ἔχει «ὡς ἄγκυραν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν», ποὺ τὸν ὁδηγεῖ «εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος».
LanguageΕλληνικά
Release dateMar 20, 2021
ISBN9791220280242
Μοναχισμός: Τὸ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Read more from Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου

Related to Μοναχισμός

Related ebooks

Reviews for Μοναχισμός

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Μοναχισμός - Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου

    Πρόλογος

    Στὴν ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε πάντοτε κεφαλαιώδη σημασία. Ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ τὴν Παχωμιανὴ Κοινωνία μέχρι τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη καὶ ἀργότερα στὴ μοναχικὴ πολιτεία τοῦ Ἱεροῦ Ἄθωνος, βλέπουμε ἀδιάκοπα τοὺς μοναχοὺς νὰ συναθροίζονται γύρω ἀπὸ τὸν Γέροντα, ὥστε νὰ λάβουν τὴ «μερίδα τοῦ λόγου». Τὸ φαινόμενο αὐτὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει ἁπλῶς μὲ τὸ ὅτι τὰ παλαιότερα χρόνια δὲν ὑπῆρχε ἡ πολυτέλεια τῶν βιβλίων καὶ γι΄ αὐτὸ ἡ μόρφωση τῶν μοναχῶν γινόταν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν Γέροντά τους. Τὰ αἴτια τῶν συνάξεων γύρω ἀπὸ τὸν Γέροντα εἶναι πνευματικὰ καὶ πολὺ βαθύτερα.

    Ὁ Κύριος στὸ αἰώνιο Εὐαγγέλιό Του μαρτυρεῖ: «Οὗ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Ὅταν λοιπὸν ἡ σύναξη γίνεται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁ λόγος γίνεται ὄχημα χάριτος καὶ ὁ ἀκροατὴς δέχεται πνευματικὸ ἀνακαινισμό, διαρκῶς πλουτίζοντας «εἰς Θεόν».

    Ὅπως ἐνώπιον τοῦ Κυρίου δὲν ὑπάρχει κτίσις ἀφανής, ἀλλὰ εἶναι τὰ πάντα «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς Αὐτοῦ», ἔτσι καὶ ὁ ζωντανὸς καὶ ἐνεργὴς λόγος Του εἶναι σὰν μάχαιρα δίστομος «κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας». Ὁ φωτισμὸς ποὺ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τὴν ἄμωμη «εἰς τέλος» ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ γεννᾶ «μακάριον δέος» γεμίζοντας τὴν ψυχὴ μὲ εὐγνωμοσύνη: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα, ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις».

    Λίγο πρὶν τὸ Πάθος Του ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές, «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν». Κάτι παρόμοιο βλέπουμε νὰ ἐνεργεῖται καὶ μὲ τὸν λόγο τῶν Πατέρων μας. Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κυοφορεῖται στὴ σιωπὴ τῆς προσευχῆς καὶ ἐκπηγάζει ἀπὸ καρδιὰ «τετρωμένη ἀγάπης», γίνεται σανίδα σωτηρίας, ἀφοὺ εἶναι πεπληρωμένος μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Θεότητας καὶ ἐνεργεῖ θεραπευτικά, ἐπιστάζοντας «ζωτικοὺς κρουνοὺς» στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ μεταδίδοντας φωτισμὸ θεογνωσίας. Τότε, ἡ διακονία τοῦ λόγου γίνεται λειτουργικὴ πράξη, κατὰ τὴν ὁποία ἐπιτελεῖται μιὰ ἀνταλλαγὴ ζωῆς, ὅταν ὁ ὁμιλῶν μιλᾶ μὲ ἀγάπη καὶ ὁ ἀκούων ἀκούει μὲ πόθο Θεοῦ καὶ πίστη πρὸς τὸν ὁμιλοῦντα.

    Οἱ Ἅγιοι, ποὺ διδάχθηκαν τὴν ἄμωμη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, μαρτυροῦν ὅτι τὸ «νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σημαίνει νὰ χύνεις αἷμα». Τολμοῦμε νὰ προσθέσουμε πὼς «αἷμα καρδιᾶς» ἀπαιτεῖται καὶ στὴ διακονία τοῦ λόγου, προκειμένου ὁ ὁμιλῶν νὰ συλλάβει «λόγον ζωῆς», μὲ τὸν ὁποῖο νὰ μεταδώσει ἀνακαινισμὸ καὶ χάρη «τοῖς ἀκούουσιν».

    Τὰ κεφάλαια ποὺ περιέχονται στὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ Σεβαστοῦ Πατρὸς καὶ Γέροντός μας Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία, προῆλθαν ἀπὸ τὶς Συνάξεις τῆς ἀδελφότητάς μας καὶ ἀποτελοῦν καρπὸ ὑπακοῆς καὶ ἐκπλήρωση ἐντολῆς ποὺ ἔλαβε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν κτίτορα τῆς Μονῆς μας ὅσιο Σωφρόνιο τὸν Ἀθωνίτη.

    Ὁ ὅσιος Σωφρόνιος κατὰ τὰ τελευταῖα τέσσερα χρόνια τοῦ ἐπίγειου βίου του μιλοῦσε συστηματικὰ στὴν ἀδελφότητα κάθε Δευτέρα πρωΐ. Ἀπὸ τὸ 1991, σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς διακονίας τοῦ λόγου πρὸς τὴν ἀδελφότητα, ὅρισε βοηθὸ καὶ συνεχιστή του τὸν Σεβαστὸ Γέροντα Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος, συγκαταβαίνοντας στὸν πόθο καὶ στὴν ἐπιθυμία τῶν ἀδελφῶν, συνεχίζει αὐτὴ τὴν τόσο πολύτιμη γιὰ ἐμᾶς διακονία μέχρι σήμερα.

    Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία κοινωνία χαρισμάτων, καὶ ὁ Θεὸς νέμει τὰ χαρίσματά Του πρὸς ὄφελος ὅλου τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας Του. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ ἡ Μονή μας προβαίνει στὴν παρούσα ἔκδοση μὲ τὴν ταπεινὴ εὐχὴ τὸ βιβλίο αὐτὸ νὰ γίνει ἀφορμὴ γιὰ πνευματικὸ ἀνακαινισμὸ ὅλων τῶν πιστῶν.

    Μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας ἐκπηγάζει μόνο βαθειὰ καὶ θερμὴ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Πατέρα μας, ποὺ ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια μᾶς περιποιεῖται «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου», κοπιάζοντας «ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ» γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσει ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδιᾶς του. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγραφεῖ μὲ λόγια ἡ χάρη τῆς Θείας Λειτουργίας, κατὰ παρόμοιο τρόπο εἶναι δύσκολο νὰ περιγραφοῦν τὰ βιώματα ποὺ ἐπὶ τόσα χρόνια ἀποτυπώνονται στὶς καρδιές μας κατὰ τὴν ὥρα τῶν πνευματικῶν Συνάξεων τῆς Μονῆς μας. Ἑτοιμάζοντας αὐτὸ τὸν πρόλογο, ἦλθαν αὐθόρμητα στὸν νοῦ μου τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Σωφρόνιος περιγράφει τὴν ἐπαφή του μὲ τὸν ὅσιο Σιλουανό:

    «Καμιὰ φορὰ μᾶς φαινόταν πὼς ὁ Γέροντας εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐπιδρᾶ μὲ τὴν προσευχὴ στοὺς συνομιλητές του… Ἐπικοινωνοῦσες μαζί του ἁπλὰ καὶ ἐλεύθερα, χωρὶς νὰ διστάζεις ἢ νὰ φοβᾶσαι ὅτι μπορεῖ νὰ κάνεις κάποιο λάθος. Συγχρόνως, ὅμως, κάποια χορδὴ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου ἐντεινόταν μὲ μεγάλη ἔνταση προσευχῆς, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖς νὰ ἀναπνεύσεις ἐκεῖνο τὸ πνεῦμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἦταν γεμάτος ὁ Γέροντας.

    Ὅταν μπαίνετε σὲ μέρος πλημμυρισμένο ἀπὸ εὐωδία, τὸ στῆθος σας σπεύδει νὰ ἀνοίξει καὶ νὰ τὴν δεχθεῖ μὲ βαθειὰ εἰσπνοή. Ἔτσι ἔκανε καὶ ἡ ψυχὴ τὴν ὥρα ποὺ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Γέροντα. Ἕνας πόθος γαλήνιος, εἰρηνικός, βαθὺς ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἰσχυρὸς κυρίευε τὴν ψυχὴ νὰ ἐμποτισθεῖ ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ.

    Πόσο ἐξαιρετικὴ καὶ ἰδιαίτερα πνευματικὴ τέρψη δίνει ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο!».

    Ὁ Καθηγούμενος

    τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ

    Ἀρχιμανδρίτης Πέτρος

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Μυστήριο εἶναι κάθε μέσο ποὺ συντελεῖ νὰ λάβουμε τὴν ἄφθαρτη χάρη τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία στὸ σύνολό της συνιστᾶ Μυστήριο. Οἱ μοναχοὶ οὐδέποτε ἐπεδίωξαν νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἡ μοναχικὴ πολιτεία ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς αὐτὸ θὰ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὸν χαρισματικό της χαρακτήρα. Ὁ μοναχισμὸς ἀποτελεῖ τὴν πλησιέστερη μίμηση τῆς ὁδοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἀφενὸς τῆς κενωτικῆς Του καθόδου καὶ ἐξουθενώσεως καὶ ἀφετέρου τῆς ἔνδοξης ἀναβάσεώς Του ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν, διὰ τῆς ὁποίας ὁδοῦ τὰ δόματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς βροχὴ ἄρδευσαν τὴ γῆ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τοῦ μοναχισμοῦ ὡς θεσμοῦ θὰ μποροῦσε μόνο νὰ ἀποβεῖ ἀφορμὴ κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας, ὅπως κάποιες φορὲς συμβαίνει μὲ τὴν ἁγία ἱερωσύνη.

    Ἀποφεύγοντας τὴν ἀναγνώρισή του ὡς θεσμοῦ, ὁ μοναχισμὸς παραμένει κεκρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτὸ παρέχει στὸν μοναχισμὸ τὴν τέλεια καὶ ἀπόλυτη ἐλευθερία νὰ διαφυλάττει τὴν ὑπόστασή του σὲ καθαρὰ πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ νὰ κυβερνᾶται μόνο ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐὰν ὁ μοναχισμὸς θεσπιζόταν ὡς θεσμός, θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι βιοτὴ «ἔξω τῆς παρεμβολῆς τοῦ κόσμου τούτου»¹· θὰ ἔχανε τὴ χαρισματικὴ ἰσχὺ τῆς ταπεινώσεως καὶ τὸν προφητικὸ καὶ παράδοξο χαρακτήρα του, μὲ τὸν ὁποῖο προβάλλει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ.

    Τὸ «περισσὸν τῆς ζωῆς» ποὺ περικλείεται στοὺς κόλπους τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἡ αὐθεντία τοῦ ἤθους του ἐκδηλώνονται μὲ τὴν ταπείνωση καὶ στηρίζονται στὸ μυστήριο τῆς ὑπακοῆς. Μολονότι ἡ ὑπακοὴ ἐμφανίζεται ἴσως ἐπουσιώδης ἐξωτερικά, διέπεται οὐσιαστικὰ ἀπὸ μεγαλειώδη ἀρχή, καὶ σύντομα ὁδηγεῖ στὴν περιπόθητη ἕνωση τῆς καρδιᾶς μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ μοναχισμὸς εἶναι παράδοξο φαινόμενο, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπακοῆς, τὸ ὁποῖο ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀποκαλοῦσε, «ἱερὸν ἀπόρρητον»². Ἡ ὑπακοή, γιὰ ὅποιον τὴν ἀσπάζεται, εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς βιοτῆς αὐτῆς. Καθιστᾶ τὸν μοναχισμὸ ὄντως προφητικό, δίνοντας μαρτυρία τῆς ἀπερίγραπτης ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ³.

    Στὸ Γεροντικὸ συναντοῦμε μιὰ ἐντυπωσιακὴ διατύπωση τοῦ μοναχικοῦ ἤθους. «Εἶπέ ποτε ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς τῷ ἀδελφῷ Ζαχαρίᾳ· εἰπέ μοι τί ποιήσω; Ἀκούσας δέ, ἔρριψεν ἑαυτὸν χαμαὶ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, λέγων· σὺ μὲ ἐρωτᾷς, πάτερ; Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· πίστευσόν μοι, τέκνον μου, Ζαχαρία· εἶδον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατελθὸν ἐπὶ σέ, καὶ ἐκ τούτου ἀναγκάζομαι ἐρωτῆσαί σε· τότε λαβὼν ὁ Ζαχαρίας τὸ κουκούλιον αὐτοῦ ἐκ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, ἔθηκεν ὑπὸ τοὺς πόδας, καὶ καταπατήσας αὐτὸ εἶπεν· ἐὰν μὴ συντριβῇ οὕτως ὁ ἄνθρωπος, οὐ δύναται εἶναι μοναχός»⁴. Ἡ διήγηση αὐτὴ ἐκφράζει τὴν ἐσωτερικὴ δύναμη τῆς ταπεινώσεως, τὴν ὁποία ἀποκτᾶ ὁ μοναχὸς στὸν ἀγώνα του νὰ νεκρώσει τὶς ἐμπαθεῖς του ἐπιθυμίες. Ὁ μοναχισμός, πράγματι, εἶναι φαινόμενο «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»⁵. Προϋποθέτει καὶ ἔξοδο καὶ εἴσοδο· ἔξοδο, καθὼς γιὰ τὸν μοναχὸ ὁ κόσμος πεθαίνει, καὶ εἴσοδο στὸν μυστικὸ νυμφώνα τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς, τὸν προθάλαμο τῆς Βασιλείας, ὅπου ὁ μοναχὸς γίνεται νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο⁶.

    Τὸ παράδοξο φαινόμενο τοῦ μοναχισμοῦ δὲν εἶναι εὔκολα κατανοητό, οὔτε κἂν ἀπὸ ὅλους τοὺς μοναχούς. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βάζει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ κάθε κτίσμα, ἐπαληθεύοντας τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ: «Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος»⁷ καί, «ὁ διακονῶν μείζων τοῦ ἀνακειμένου»⁸. Ποιό ὅμως ἀπὸ τὰ τέκνα τοῦ αἰῶνος τούτου κατέχει τέτοια μωρία, ὥστε νὰ ἐπιθυμεῖ νὰ θέσει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ ὅλους καὶ νὰ γίνει «ἕνα τίποτε»; Ὡστόσο, τὰ τέκνα τοῦ φωτὸς ποὺ ἔχουν γευθεῖ τὴν ἀθάνατη ζωὴ καὶ ἄγονται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, δέχονται πρόθυμα νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστὸ στὴν κατάβασή Του, ποὺ εἶναι πιὸ θαυμαστὴ ἀπὸ τὴν ἀνάβασή Του ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν. Μόνο ὅσοι δοκίμασαν «τὴν μωρίαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν δύναμιν καὶ τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ»⁹ καὶ ἐπιβεβαιώθηκαν μὲ τὴ χάρη Του, μποροῦν νὰ ἐπιστρατεύσουν ἀρκετὸ κουράγιο γιὰ τὸ ὑπερφυσικὸ αὐτὸ ἄθλημα.

    Ὑπάρχει ἕνα περιστατικὸ στὴ ζωὴ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ ἀποτελεῖ τέλειο παράδειγμα τῆς προφητικῆς διαστάσεως τοῦ μοναχισμοῦ. Ὅταν κατὰ τὴ βουλὴ τῆς θείας Πρόνοιας ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς συναντήθηκε μὲ τὴν ὁσία Μαρία στὴν ἔρημο, εἶχαν μιὰ ἄμιλλα ταπεινώσεως, γιὰ τὸ ποιός θὰ τοποθετοῦσε τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ ὁ ἕνας ἐπιθυμοῦσε τὸν ἄλλο νὰ εὐλογήσει πρῶτος. Διακρίνοντας στὸν ἅγιο Ζωσιμᾶ τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁσία Μαρία ζήτησε νὰ εὐλογήσει ἐκεῖνος. Ὡστόσο, ὁ Ἅγιος συνεχόμενος ἀπὸ τὸ γνήσια προφητικό του πνεῦμα καὶ διαβλέποντας ὅτι ἡ ὑπερφυσικὴ δωρεὰ χάριτος στὴν ὁσία Μαρία ὑπερεῖχε ἄμετρα τοῦ δικοῦ του χαρίσματος, παρακαλοῦσε τὴν Ὁσία νὰ εὐλογήσει αὐτὴ πρώτη.

    Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του προφητικός, ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀληθινοῦ χαρακτήρα του, ποὺ ἑλκύει τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ διότι ὁ Προφήτης τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει τόπο σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ὅπως καὶ «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ»¹⁰, οὔτε κἂν στὴ Συναγωγὴ ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ στὸ Ὄνομά Του. Ἐντούτοις, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ τὴνκαρδιὰ τοῦ Προφήτη, διότι ὡς καταφυγή του ἔχει μόνο τὸν Θεό· ρέει μέσα του ὁρμητικὰ καὶ ἀνεμπόδιστα σὰν ρεῦμα ὕδατος ζῶντος, καὶ ἔτσι ἡ καρδιὰ μεταβάλλεται σὲ πολύτιμο δοχεῖο πλῆρες λόγων ζωῆς αἰωνίου.

    Ὁ πραγματικὰ χαρισματοῦχος μοναχὸς φεύγει ἀπὸ τὶς τιμὲς σὰν ἀπὸ φωτιά. Γνωρίζει ὅτι σβήνουν τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ πυρώνει τὴν καρδιά του καὶ παρεμποδίζουν τὸ ρεῦμα τοῦ θείου θελήματος νὰ ρέει μέσα του καὶ νὰ τὸν καθοδηγεῖ. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ μοναχὸς δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ διδάσκει, ἐκτὸς ἂν τὸ λάβει ὡς ἐντολὴ καὶ ἐξουσιοδοτηθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ προτιμοῦσε ὅμως νὰ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ παραμείνει κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ «μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις»¹¹ καὶ «μεῖζον κρῖμα λήψεται»¹², ἀλλὰ νὰ βρίσκεται μόνο κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Θεοῦ, «τοῦ βλέποντος ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ ἀποδίδοντος ἐν τῷ φανερῷ»¹³. Ἐπίσης, δὲν ἀποζητᾶ παρηγοριὰ ἢ ὑποστήριξη ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ θέτει ὅλη του τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο. Αὐτὸν ἔχει «ὡς ἄγκυραν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν», ποὺ τὸν ὁδηγεῖ «εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος»¹⁴. Ἡ Παναγία Θεοτόκος διακρινόταν στὴν ἀρετὴ τοῦ νὰ διάγει ἀφανῶς· τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινῆς παρουσίας Της ἔφερε μαρτυρία ἐν σιγῇ, ποὺ ἦταν ὅμως ρητορικοτέρα ἀπὸ κάθε διδαχή.

    Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὰ μοναστήρια οἰκοδομοῦνται σὲ ἀπομακρυσμένους τόπους, ὥστε νὰ μὴ βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ φρονήματος τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ εἶναι ἀσύμβατο μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι νὰ μὴν τίθενται ἐμπόδια στὴ διατήρηση τοῦ προφητικοῦ χαρακτήρα τοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ ὑποχώρηση στὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου θὰ σήμαινε συμβιβασμὸ τοῦ πνεύματος τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκκοσμίκευσή της καὶ τελικὰ σὲ παρακμή. Ὁ μοναχὸς μέρα καὶ νύχτα παλεύει νὰ ἀποκτήσει ἀπάθεια, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, «εἶναι φῶς νέας ζωῆς, ποὺ γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο νέα ἅγια αἰσθήματα, νέες θεῖες σκέψεις, νέο φῶς αἰώνιας γνώσεως· εἶναι ἀνάσταση τῆς ψυχῆς πρὶν ἀπὸ τὸ σῶμα»¹⁵. Ὅταν ἐγκαινισθεῖ ἐντός του καινὴ ζωή, ἡ καρδιά του πλαταίνει μὲ χριστοειδὴ παγκοσμιότητα καὶ περιπτύσσεται στὴν προσευχή του ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ παγκόσμια ἢ ὑποστατικὴ προσευχὴ γιὰ τὴν πάγκοινη σωτηρία κρατύνει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ δοξάζει, ἐνῶ ταυτόχρονα διατηρεῖ τὸ σύμπαν ἀπὸ τὴν ὁλικὴ καταστροφή. Ὅταν ἐκλείψει ἡ προσευχὴ αὐτὴ πάνω στὴ γῆ, θὰ ἔλθει τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Σιλουανός¹⁶.

    Ἡ δύναμη τοῦ μοναχισμοῦ δὲν βασίζεται σὲ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τὰ φυσικὰ χαρίσματα τοῦ μοναχοῦ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐντυπωσιάζουν οὔτε νὰ τὸν προωθοῦν σὲ ὑπεύθυνες θέσεις καὶ διακρίσεις. Εἰδάλλως, ἀντὶ νὰ παραμείνουμε στὴ χαρισματικὴ ὁδό, θὰ προσδιοριζόμαστε ἀπὸ τὴ λογικὴ καὶ τὸν χοϊκὸ νοῦ, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους τοὺς θεσμοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἔκπληξη ὅμως προκαλεῖ ὁ μοναχὸς ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ταπείνωση καὶ ὑπακοή. Αὐτὸς εἶναι ἄξιος ἐμπιστοσύνης καὶ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνατεθεῖ ἡ φροντίδα ὑπεύθυνων διακονημάτων. Ἔχοντας ὁ ἴδιος μαθητεύσει στὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως, ποὺ τὸν ὁδήγησε σὲ σταθερότητα, καθίσταται ἱκανὸς νὰ βοηθᾶ καὶ τοὺς ἄλλους¹⁷ καὶ μὲ διάκριση νὰ διακονεῖ τὴ σωτηρία τους. Αὐτὴ ἡ ἀρχὴ διέπει ὅλη τὴ δομὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

    Ὁ μοναχισμὸς ἔχει τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τῆς ὑπερκόσμιας ἑτερότητας τοῦ ἤθους τοῦ Χριστοῦ. Ὁ «ἐξωκοσμικὸς» χαρακτήρας τῆς μοναχικῆς βιοτῆς ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἀνεστραμμένης προοπτικῆς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴ θεϊκὴ προέλευσή του. Ἡ θεοειδὴς ἑτερότητα πείθει τὴν καρδιὰ γιὰ τὴ γνησιότητά της καὶ σταυρώνει τὸν νοῦ μὲ τὴν Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, ὁδηγώντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν ἄνθρωπο σὲ μετάνοια. Αὐτὸ συνιστᾶ τὸ σημεῖο τῆς αὐθεντικότητας ποὺ ἐπιζητοῦν νὰ διακρίνουν οἱ ἄνθρωποι στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἰδιαίτερα στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ὁ μοναχὸς εἶναι ἀφενὸς ζώσα ἀντανάκλαση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ, καὶ ἀφετέρου σιωπηλὴ μαρτυρία τῆς παροδικότητας αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὡς ἐκ τούτου, βλέποντας τὸν μοναχισμὸ ὡς ζωντανὴ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸν εἰς περιποίησιν»¹⁸, οἱ Χριστιανοὶ στὸν κόσμο στερεώνονται καὶ ἐνισχύονται νὰ βαδίσουν τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν.

    Ὁ μοναχισμὸς ἀποτελεῖ πράγματι παράδοξο φαινόμενο. Εἶναι βιοτὴ ποὺ ἀντανακλᾶ τὴ ζωὴ τῆς μέλλουσας Βασιλείας, καὶ κυβερνᾶται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Αὐτοπροσώπως. Ὅταν συνειδητοποιοῦμε τὴν πραγματική του διάσταση, κράζουμε ὅπως ἡ ἁγία Ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Παράδοξα σήμερον εἶδον τὰ ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυΐδ»¹⁹.

    Ὁ μοναχὸς εἶναι εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ἔχοντας μεταβεῖ «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν»²⁰, καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν φέρει ζωντανὴ στὸν κόρφο του τὴ φλόγα τοῦ Παρακλήτου²¹. Ἡ μαρτυρία τῆς παρουσίας του μιλᾶ μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο στοὺς συγχρόνους του, πείθοντας μὲ ἐξουσιαστικὴ αὐθεντία γιὰ τὴν αἰώνια ἀλήθεια, γιὰ τὸ ὅτι ὄντως «μέγα τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι»²².


    1 Βλ. Ἑβρ. 13,13.

    2 Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκηση καὶ Θεωρία, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 32019, σ. 44.

    3 Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, ¹⁶2015, σ. 518.

    4 Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων καὶ ὁσίων Πατέρων, PG 65, 180ΑΒ.

    5 Βλ. Ἰωάν. 17,14 καὶ 16· βλ. Ἰωάν. 18,36.

    6 Πρβλ. Γαλ. 6,14.

    7 Μάρκ. 9,35.

    8 Βλ. Λουκ. 22,27.

    9 Βλ. Α’ Κορ. 1,18-24.

    10 Βλ. Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58.

    11 Βλ. Ματθ. 6,1-6.

    12 Βλ. Ἰακ. 3,1.

    13 Βλ. Ματθ. 6,6.

    14 Βλ. Ἑβρ. 6,19.

    15 Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 227.

    16 Βλ. ὅ.π., σσ. 286 καὶ 490.

    17 Πρβλ. Β’ Τιμ. 2,2.

    18 Βλ. Α’ Πέτρ. 2,9.

    19 Βλ. Αἶνοι Ὄρθρου Πεντηκοστῆς.

    20 Βλ. Α’ Ἰωάν 3,14.

    21 Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, ⁷2016, σσ. 230 καὶ 258.

    22 Βλ. Α’ Τιμ. 3,16.

    ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

    ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ

    Ἡ ἀνεστραμμένη προοπτικὴ

    τῆς μοναχικῆς ζωῆς

    «Τ ὸ ὑψηλὸν ἐν ἀνθρώποις βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» ¹. Ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα ποὺ καθιστοῦν μοναδικὸ τὸν Χριστιανισμὸ εἶναι ἡ ἀνεστραμμένη προοπτικὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ ποὺ ἠλέκτριζε τὸ πνεῦμα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καὶ αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχὴ ὅσων ἀγάπησαν τὸν ἄσπιλο καὶ ἄμωμο Χριστό, εἶναι προπαντὸς ἡ κατάβασή Του «πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς» ²· εἶναι τὸ ἦθος Του, ὅταν πορευόταν πρὸς τὸ ἑκούσιο Πάθος «ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι» ³. Οἱ Πατέρες στὸ Γεροντικὸ παρουσίασαν αὐτὴ τὴν ἀνεστραμμένη προοπτικὴ ἐφαρμοσμένη· θεολόγησαν μὲ τὰ γεγονότα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἐνῶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τὴν ἀνέπτυξε σὲ ὅλο τὸ πλάτος καὶ μῆκος τῆς διδασκαλίας του καὶ ἰδιαίτερα στὴ θεωρία τῆς ἀνεστραμμένης πυραμίδας:

    «Στὴ δομὴ τοῦ κόσμου παρατηρεῖται ἱεραρχικὴ τάξη, διαίρεση σὲ ἀνώτερο καὶ κατώτερο: πυραμίδα τοῦ εἶναι. Ὅμως στὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα βρίσκουμε τὴν ἰδέα τῆς ἰσότητας ὡς ἔμμονη ἀπαίτηση τῶν μυχίων τῆς συνειδήσεώς μας...

    Ἂς στραφοῦμε πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἂς δοῦμε πῶς Ἐκεῖνος λύνει αὐτὸ τὸ πρόβλημα. Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται τὸ γεγονὸς τῆς ἀνισότητας, ... ἀλλὰ ἀνατρέπει τὴν πυραμίδα αὐτὴ τοῦ εἶναι ἀναστρέφοντας τὴν κορυφή της πρὸς τὰ κάτω κι ἔτσι ἐγκαθιστᾶ τὴν ἔσχατη τελειότητα... Ἀναμφίβολη κορυφὴ τῆς πυραμίδας τοῦ εἶναι εἶναι... ὁ Μόνος ἀληθινός, αἰώνιος Κύριος. Καὶ λέει γιὰ τὸν Ἑαυτό Του ὅτι οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν Αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν... Ὁ Χριστὸς σήκωσε πάνω Του τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ κόσμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα. Στὸν βυθὸ τῆς ἀντεστραμμένης πυραμίδος, τῆς ὁποίας κορυφὴ-πυθμένας εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο σταυρώθηκε, ἐνεργεῖται μιὰ τελείως ἰδιαίτερη ζωή, φανερώνεται ἕνα τελείως ἰδιαίτερο φῶς καὶ πνέει μιὰ ἰδιαίτερη εὐωδία»⁴.

    Τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ στοιχεῖο στὸν ἅγιο Γέροντα ἦταν ὁ λόγος ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη του. Ἐνδεδυμένος περικαλλῶς τὸν Εὐαγγελικὸ χαρακτήρα, εἵλκυε καὶ δονοῦσε ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸν προσέγγιζε. Ἦταν ἐνταγμένος στὴν ἀνεστραμμένη προοπτικὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως τὴν ἐκφράζει ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη Του: «Οὐ γάρ εἰσιν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν, οὐδὲ ὥσπερ αἱ ὁδοὶ ὑμῶν αἱ ὁδοί μου... ἀλλ’ ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἡ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μου»⁵.

    Ἡ ὁδὸς τῶν ἀνθρώπων στοχεύει σὲ ἄνοδο σὲ κάθε τομέα τῆς ζωῆς, κοινωνικό, οἰκονομικό, ἐπαγγελματικό, σὲ πρωτεῖα, σὲ κατοχὴ ἐξουσίας. Ἀντιθέτως, ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου συνιστᾶ κατάβαση ὣς τὰ καταχθόνια, ἀπερίγραπτη κένωση, ἀδοξία μὲ τὰ δεδομένα τοῦ κόσμου, παθήματα, πόνο, περιφρόνηση, νέκρωση. Ἡ ὁδὸς τῶν ἀνθρώπων εἶναι χαραγμένη μὲ ἄξονα τὴ λογική, καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ ὅλα τὰ ἀπότοκά της, ἀκόμη καὶ οἱ θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις καὶ τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ κατὰ καιροὺς ἀνέπτυξε, εἶναι λογικά. Ὅποιος τὶς μελετήσει δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ παρατηρήσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μόνη θρησκεία ποὺ εἶναι ὑπέρλογη, «ὑπὲρ πάντα νοῦν καὶ διάνοιαν» εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Εἶναι ἀποκάλυψη ἄνωθεν καὶ διαπνέεται ἀπὸ τὴ θεόπνευστη λογική. Τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἀπαιτεῖ ἐκ τῶν προτέρων τὴ σταύρωση τοῦ νοῦ· ἡ Σάρκωση καὶ ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἐπίσης.

    Ἡ ἀνεστραμμένη προοπτικὴ τοῦ θείου λόγου φανερωνόταν ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου στὸν Μωυσῆ, «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν»⁶, καταργεῖ τοὺς θεοὺς τῶν φιλοσόφων, συντρίβει τὴν ἔπαρση καὶ «μωραίνει τοὺς δεινοὺς συζητητάς»⁷. Ὅταν στὴ νεότητά του ὁ Γέροντας ἀναρωτιόταν, ἂν μπορεῖ τὸ Ἀπόλυτο νὰ εἶναι πρόσωπο, δέχθηκε τὴν ἀποκάλυψη αὐτή, ποὺ σταύρωσε τὸν νοῦ καὶ τοὺς στοχασμούς του.

    «Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐγὼ ἐγκατέλειψα ὡς ἄχρηστο, δὲν μὲ ἀποστράφηκε μέχρι τέλους καὶ περίμενε τὴν εὐκαιρία νὰ μοῦ ἐμφανισθεῖ ὁ Ἴδιος. Ξαφνικὰ ἔθεσε μπροστά μου τὸ βιβλικὸ κείμενο τῆς Σιναϊτικῆς Ἀποκάλυψης... Τὸ εἶναι εἶμαι Ἐγώ. Ὁ Θεός, ὁ Ἀπόλυτος Δεσπότης ὅλων τῶν ἀστρικῶν κόσμων, εἶναι προσωπικός. Ἐγώ εἰμι. Μὲ τὸ Ὄνομα αὐτὸ ἀνοίχθηκαν μπροστά μου ἀπέραντοι ὁρίζοντες. Ὁ προσωπικὸς αὐτὸς Θεὸς ἔγινε γιὰ μένα ὀφθαλμοφανὴς πραγματικότητα, τὴν ὁποία ζοῦσα ὄχι στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀφηρημένης διανόησης ἀλλὰ ὑπαρκτικά, μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι. Ὅλη ἡ δομὴ τῆς πνευματικῆς μου ζωῆς μεταμορφώθηκε»⁸.

    Ἡ θέα τῆς θείας δόξας εἶναι ἀφόρητη γιὰ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτὸ προϋποθέτει, ἀλλὰ καὶ συνεπάγεται κατάβαση. Προφητικὰ προτυπωνόταν ἡ παράδοξη σταυρικὴ πορεία πρὸς τὸν βυθὸ τῆς ἀνεστραμμένης πυραμίδας στοὺς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅταν ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἶδε τὰ Σεραφὶμ νὰ κυκλώνουν τὸν θρόνο τῆς δόξης τοῦ Κυρίου κράζοντας «ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον... ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ»⁹, τότε τοῦ φανερώθηκε τὸ χάσμα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, καὶ ὁμολόγησε μὲ συντριβή: «Ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου»¹⁰.

    Ἡ ἀνεστραμμένη προοπτικὴ ἀποκαλύφθηκε στὴν πραγματική της διάσταση μὲ τὸν ἐρχομὸ στὴ γῆ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ μὲ τὴν ἐπιδημία τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὅταν «ἡ πίστις ἅπαξ παρεδόθη τοῖς ἁγίοις»¹¹. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη ἑπομένως δὲν εἶναι ἀποκύημα τῆς λογικῆς ἱκανότητας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀποκάλυψη ἄνωθεν καὶ ἀνατρέπει τὰ πάντα. Ἡ ἀποδοχή της ἀπαιτεῖ μὲν τὴ σταύρωση τοῦ νοῦ, ὡστόσο ἡ χάρη ποὺ κατέρχεται σὲ μᾶς μαρτυρεῖ στὴν καρδιὰ ὅτι «εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ», σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα Αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ»¹².

    Ὁ νοῦς ἰλιγγιᾶ καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας ἀποβαίνει ἄχρηστη καὶ παύει, ὅταν ἐνώπιόν μας διανοίγονται οἱ ὁρίζοντες τῆς θείας ἀγάπης καὶ συγκαταβάσεως. Τότε, ὅπως γράφει ὁ Γέροντας: «Ὁ νοῦς σιγᾶ, διότι ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὴ νόηση ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τούτου τοῦ γεγονότος τῆς εἰσόδου του σὲ μιὰ νέα μορφὴ ζωῆς»¹³. Μὲ τὸν Χριστὸ ἔχουμε «ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν»¹⁴. Καὶ «ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ Θεία ἐνέργεια εἰσάγεται στὸν κόσμο τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, τότε τὸ θάμβος τοῦ Θεοῦ φθάνει νὰ γίνει τελείως ἀνέκφραστο, καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ βρεῖ λόγια οὔτε τρόπους οὔτε στεναγμοὺς εὐγνωμοσύνης»¹⁵.

    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζει τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἀλυσιτελὲς καὶ ἀνέφικτο νὰ διερευνήσει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ λέγοντας: «Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ’ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ’ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. Ἀλλὰ τί λέγει; Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ’ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν»¹⁶. Δηλαδή, σταύρωσε τὸν νοῦ σου καὶ παῦσε νὰ ἀναλύεις μὲ τὴ λογική σου, διότι σὲ τίποτε δὲν θὰ σὲ ὠφελήσει, ἐφόσον ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ δὲν ἐφαρμόζεται στὸν Θεό. «Ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ»¹⁷, ἤ, μὲ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ: «Τὸ πνεῦμα θὰ μαρτυρεῖ στὴν καρδιά σου τὴ σωτηρία»¹⁸.

    Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς ὁδοδείκτης ὑποδεικνύει τὸν βυθὸ τῆς ἀνεστραμμένης πυραμίδας. Ἐνίοτε ἀγγίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀρνητική της ὄψη, ὅπως ὅταν ἐνεργήσει στὴν ψυχὴ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Ἡ αἴσθηση τῆς αἰωνιότητας στὸν φρικτὸ τόπο τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ἀποβαίνει τότε τόσο ὀξεία, ποὺ γίνεται εὐαγγέλιο ζωῆς. Προκαλεῖ ἄσβεστη δίψα γιὰ τὸν Κύριο, ἀναζήτηση τοῦ Προσώπου Του μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ταυτόχρονα γεννᾶ ἰσχυρὸ αἴσθημα συμπόνοιας, ποὺ ὅμως δὲν συντρίβει, γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, τῆς ὁποίας κάθε μέλος φέρει τὸ ἴδιο κατάκριμα¹⁹.

    Ὁ Κύριος σήκωσε πάνω Του τὸ βάρος τῆς κατάρας καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὡστόσο, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος:

    «Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι καθόλου τραγικὸς τύπος... Ζοῦσε τὴν τραγωδία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ τραγωδία δὲν ἔμενε σὲ Αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στοὺς μαθητές Του λίγο πρὶν τὴν κοσμοσωτήρια προσευχή Του στὴ Γεθσημανῆ: Εἰρήνην τὴν Ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν... Ἐπίσης καὶ ὁ χριστιανὸς ποὺ ἔλαβε τὴ δωρεὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, παρόλο ποὺ ἔχει συνείδηση ὅτι ἀκόμη τὸ πλήρωμά της δὲν ἔχει ἐπιτευχθεῖ, ἀποφεύγει τὴν τραγωδία τοῦ παγκαταλυτικοῦ θανάτου. Συμπάσχει μὲ ὀδύνη καὶ προσεύχεται μὲ κλάμα γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν γίνεται θύμα τῆς ἀδιέξοδης ἀπογνώσεως, τοῦ ἀνεπανόρθωτου ὀλέθρου»²⁰.

    Γιὰ ὅσους ἀντίκρισαν, ἔστω καὶ μιὰ φορά, τὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας, ὅλα ὅσα ἐμφανίζονται ὡς προβλήματα καὶ σταυρὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται ἐγκλωβισμένοι στὰ ἀσφυκτικὰ ὅρια τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι λυμένα. Παύουν κάθε εἴδους ἀντινομίες καὶ ἡ διαλογή τους πλέον εἶναι μὲ τὸν Οὐρανό. Ἡ λογικὴ δὲν γίνεται ἐμπόδιο στὴν πρόσληψη θεογνωσίας. Ἀντιθέτως, ὡς σοφοὶ οἰκονόμοι χρησιμοποιοῦν τὰ φυσικὰ χαρίσματα τοῦ νοῦ, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μεταδώσουν καὶ στοὺς γύρω τους τὴν ἀλήθεια ποὺ τοὺς ἀποκαλύφθηκε. «Ἐκβάλλουσιν ἐκ τῶν θησαυρῶν αὐτῶν καινά», τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια στὴν ὁποία ἔγιναν κατὰ χάρη μέτοχοι, «καὶ παλαιά»²¹, τὰ φυσικά τους χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς προίκισε ὁ ἀγαθὸς Θεός. Ὑπὸ τὴ σκέπη τοῦ θείου Φωτὸς καθίστανται ἄφοβοι, καὶ ἐνῶ διακρίνουν ἐναργῶς τὴν τραγωδία τῶν συνανθρώπων τους καὶ προσεύχονται γι’ αὐτούς, ὡστόσο, οἱ ἴδιοι δὲν πάσχουν στὸ ψυχικὸ ἐπίπεδο. Ἡ ὀδύνη καὶ τὸ ἄλγος τους εἶναι μεταφυσικά. Πρόκειται γιὰ δίψα μέχρι θανάτου γιὰ τὸν αἰώνιο Θεό.

    Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἦταν παράδοξη εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔμαθε νὰ βαδίζει τὴν ὁδὸ τῆς καταβάσεως, νὰ κρατᾶ «στερρῶς» τὸν νοῦ του στὸν ἅδη, ὅπως καὶ ὁ κατὰ Θεὸν Πατέρας του, ὁ ἅγιος Σιλουανός, καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζεται. Εἶχε ἀξιωθεῖ ἀρρήτων δωρεῶν. Γιὰ τοὺς γύρω του ἦταν «κανόνας πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος», «ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς», «ὀσμὴ ἐκ ζωῆς εἰς ζωήν»²², ἐντούτοις λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του ἔλεγε: «Φοβᾶμαι ὅτι θὰ πέσω στὴν αἰώνια λησμονιά», «δὲν γνωρίζω τί θὰ συναντήσω τότε (τὴν ὥρα τῆς τελευτῆς μου) καὶ ποιό ποτήριο πρέπει νὰ πιῶ, γιὰ νὰ εἶμαι ἔπειτα μαζί Του»²³ καὶ προσευχόταν «νὰ μὴν τὸν ἀφήσει ὁ Κύριος τὴν ἄγνωστη ἐκείνη στιγμὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπορρίψει ἀπὸ τὸ ὑποπόδιο τοῦ θρόνου Του ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἀνομιῶν του»²⁴. Ἔμαθε νὰ «ἐρρίζει» μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ πεπρωμένα τοῦ κόσμου²⁵, καὶ ὡστόσο νὰ χαίρεται μὲ τὴν ἧττα του. «Στὴν πάλη μου μὲ Αὐτόν, Αὐτὸς νίκησε. Κατ’ ἀρχὰς μὲ κάλυψε ἕνα πικρὸ αἴσθημα ντροπῆς γιὰ τὴν ἄφρονα καὶ ὑπερήφανη σκέψη ὅτι δῆθεν ἤμουν σπλαγχνικότερος ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ἀπὸ τὴ ντροπὴ ἦλθε ἡ αὐτομεμψία τῆς μετανοίας»²⁶. «Στὶς παράφορες προσευχές μου συχνὰ ἤμουν ἀσυγκράτητος καὶ τολμηρός, ἀλλὰ Αὐτὸς ἀποκρινόταν μὲ ἱλαρότητα καὶ πραότητα, χωρὶς νὰ ἐξουθενώνει τὴν ἀμάθειά μου... Γιὰ πρώτη φορὰ αἰσθάνθηκα ἀνεκλάλητη χαρὰ γιὰ τὴν ἧττα μου»²⁷.Ἔμαθε νὰ παραδίδεται στὰ ἅγια χέρια Του, νὰ ἀνακαλύπτει «μὲ χαρὰ τὴν ἄκρα ἀδυναμία του... νὰ προσβλέπει στὸν Πατέρα μὲ μειδίαμα, ὅπως τὸ βρέφος μέσα στὴν κούνια χαμογελᾶ στὴ μητέρα του»²⁸. Ὁ νοῦς του πάντοτε περιτριγύριζε σὲ ἐκεῖνα τὰ νοήματα ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, τὰ ὁποῖα ἀκούγονται ὡς «σκληροὶ λόγοι»²⁹ καὶ ἀνατρέπουν τὰ πάντα: «Ὁ διακονῶν μείζων τοῦ ἀνακειμένου»³⁰. «Μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ ὅλως»³¹. Μὲ τὴ θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς τοῦ μεταδόθηκε «νοῦς Χριστοῦ»³², διανοίχθηκε ἐνώπιόν του σὲ ἄπειρες διαστάσεις διπλὴ θεωρία: Τῆς ἀκατάληπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς τραγωδίας τοῦ ἔσω ἀνθρώπου.

    Κάθε λόγος τῆς Γραφῆς εἰσέρχεται στὴν ἀνεστραμμένη προοπτική, διότι δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Εἶναι δοσμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ ἀγαθό, ἡ παρουσία τοῦ Ὁποίου μέσα μας δίνει τὴν ἔμπνευση καὶ παρέχει τὸ σθένος νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ «ὅπου ἂν ὑπάγῃ»³³. Ὁ Εὐαγγελικὸς λόγος σταυρώνει τὸν χοϊκὸ νοῦ, τὰ νοσηρὰ θελήματα καὶ τὸν ψυχισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὡστόσο, ὅπου σταυρός, ἐκεῖ ἀρχίζει νὰ ἀχνοφέγγει φῶς καὶ νὰ ἐνεργεῖ ἡ χάρη τῆς Ἀναστάσεως. Ὅποιος δεχθεῖ καὶ ὁλοψύχως ἀσπασθεῖ αὐτὸ τὸν λόγο, δέχεται ἐσωτερικὸ φωτισμὸ ποὺ γίνεται ἡ ἀπαρχὴ γνήσιας, ὀντολογικῆς μετανοίας, ἡ ὁποία ἀνακαινίζει τὸν νοῦ καὶ ἐργάζεται τὸν ἁγιασμό.

    Ἡ ἀνεστραμμένη αὐτὴ προοπτική, ποὺ τόσο εἵλκυε τὸν Γέροντα, εἶναι κατ’ οὐσία ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ συντρίψει τὴν ἀνθρώπινη λογική, καὶ ταπεινώνοντας τὸ πνεῦμα νὰ ἑλκύσει τὴ χάρη ποὺ θὰ κοπιάσει μέσα μας στὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας. Ἐπιφέρει ρῆγμα καὶ σταδιακὰ κατεδαφίζει τὸ χάλκινο τεῖχος, ποὺ τὸ «ἴδιον θέλημα» ὕψωσε μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος τὸ Εὐαγγέλιο κάνει λόγο γιὰ μετάνοια, ποὺ σημαίνει μεταστροφὴ τοῦ νοῦ, ἀποταγὴ σὲ κάθε ἐπιθυμία καὶ λογισμό, σὲ κάθε σύστημα ἰδεῶν, ὅσο μεγαλοφυὲς καὶ ἂν ἐμφανίζεται, ὥστε μὲ ἐλεύθερη καρδιὰ νὰ «γενώμεθα ὡς τὰ παιδία»³⁴, ποὺ μὲ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη προσβλέπουν στὸν Πατέρα τους, ὁ Ὁποῖος ἀκόμη καὶ ὅταν παιδεύει, τὸ κάνει «εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος Αὐτοῦ»³⁵.

    Ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας ἦταν κατ’ ἀρχὰς ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ: «Καὶ ἐπιστραφήσῃ ἐπὶ Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς Αὐτοῦ κατὰ πάντα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἰάσεται Κύριος τὰς ἁμαρτίας σου καὶ ἐλεήσει σε»³⁶· «Μεγάλη ἡ ἡμέρα Κυρίου, ἐπιφανὴς σφόδρα καὶ τίς ἔσται ἱκανὸς αὐτῇ; Καὶ νῦν λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν· ἐπιστράφητε πρός με ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν κλαυθμῷ καὶ ἐν κοπετῷ· καὶ διαρρήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, ὅτι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων ἐστί, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις»³⁷· «Ἐπιστράφητε πρός με καὶ σωθήσεσθε»³⁸.

    Ὅταν λίγο μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὁ μέγας Πέτρος παρρησιάσθηκε, κάλεσε σὲ μετάνοια τοὺς συμπατριῶτες του, αὐτοὺς ποὺ σταύρωσαν τὸν Χριστό, μὲ τοὺς λόγους: «Μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας»³⁹, ἐνῶ ὁ ἄλλος κορυφαῖος ἀπόστολος, ὁ Παῦλος, ὁρίζει τὸ ἔργο του ὡς τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν ἀνθρώπων «ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ Θεὸν ζῶντα»⁴⁰. Ἐπίσης, ἡ διαπίστωση τοῦ ἀνθρώπου ὅτι μὲ τὶς δικές του δυνάμεις δὲν μποροῦσε κἂν νὰ προσφέρει θεοπρεπὴ μετάνοια, γινόταν δέηση πρὸς τὸν Θεὸ νὰ δώσει Αὐτὸς ἰσχύ, ὀρθοὺς λογισμοὺς καὶ λόγια ποὺ νὰ φθάνουν στὸν θρόνο Του: «Ὁ Θεὸς ἐπίστρεψον ἡμᾶς καὶ ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν Σου καὶ σωθησόμεθα»⁴¹. Μόνο κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ ὅλου τοῦ εἶναι μας σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ καταστεῖ ἐφικτὴ ἡ ἀναγέννηση ἄνωθεν, ἡ μετάδοση τοῦ «περισσοῦ τῆς ζωῆς», ποὺ ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ φέρει στὴ γῆ. Δὲν θέτουμε ἐμεῖς τὸ πρόγραμμα τῆς σωτηρίας μας. Εἴμαστε πλασμένοι ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς. Ὡστόσο, ὁ Κύριος εὐδοκεῖ νὰ μᾶς καταστήσει συγκληρονόμους Του καὶ Αὐτός, «ὁ γινώσκων καρδίας πάντων ἀνθρώπων», εἶναι ὁ Ἀγωνοθέτης. Γράφει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος: «Τώρα γνωρίζω ἐκ πείρας ὅτι Αὐτὸς διψᾶ τὴν τελείωσή μας. Παραχωρώντας τὸν βαρὺ πόλεμο μὲ τὸν ἐχθρὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἔκπτωτο ἑαυτό μας, ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς δεῖ νικητές. Ἂν δὲν Τὸν ἐγκαταλείψουμε, ἀκόμη καὶ στὴν ἄκρα ἐξουδένωσή μας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, τότε ὁπωσδήποτε θὰ ἔρθει. Νικᾶ Αὐτός, ὄχι ἐμεῖς. Τὴ νίκη ὅμως θὰ τὴν ἀποδώσει σὲ μᾶς, γιατὶ ἐμεῖς ὑπομείναμε τὸν πόνο»⁴².

    Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀποκαλοῦσε τοὺς Ἑβραίους «γεννήματα ἐχιδνῶν». Ὡστόσο, συντρίβοντας τὴν ἔπαρσή τους «παρακαλοῦσε τὸν λαόν»⁴³. Κατ’ ἀναλογία καὶ οἱ πνευματικοὶ Πατέρες, ὀδυνώμενοι νὰ μορφωθεῖ στὴν καρδιὰ τῶν ὑποτακτικῶν τους ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη», ἀγωνίζονται νὰ μὴ μειώσουν τὴν πνευματική τους ἔνταση, ἐπαγρυπνώντας νὰ τοὺς ἁρπάξουν ἀπὸ τὸ χέρι, ἂν τὸ παράδοξο τῆς ἀνεστραμμένης προοπτικῆς καὶ ἡ λαίλαπα τῶν πειρασμῶν τοὺς φοβίσει καὶ τοὺς κάνει νὰ δειλιάσουν στὴν πνευματικὴ πορεία τους «ἐπὶ τῶν ὑδάτων»⁴⁴. Εἰδικὰ στὴν ὑπερήφανη καὶ ἀλλοπρόσαλλη ἐποχή μας οἱ Πνευματικοὶ ἀναγκάζονται πρῶτα νὰ συντρίψουν τὴν ὑψηλοφροσύνη ὅσων τοὺς πλησιάζουν, κάνοντας χρήση ἀκόμη καὶ τῶν φυσικῶν ἢ ὑπερφυσικῶν χαρισμάτων τους ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ ἀποκρύψουν, ὥστε νὰ ταπεινωθεῖ τὸ πνεῦμα αὐτῶν ποὺ προσπαθοῦν νὰ βοηθήσουν, καὶ νὰ μπορέσουν νὰ τοὺς μεταδώσουν χάρισμα πνευματικό. Ἔγραφε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος σὲ μιὰ ἐπιστολή του στὸν Δαβὶδ Μπάλφουρ: «Βλέπω ὅτι μὲ τὰ γράμματά μου σᾶς ἔκανα νὰ ἀπορήσετε. Δὲν καταλάβατε τίποτε καὶ βρεθήκατε σὲ ἀπορία. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς ἤθελα ἐγώ. Ἔπρεπε νὰ συνειδητοποιήσετε τὴν ἄγνοιά σας. Ἔπρεπε ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ σταθεῖτε σταθερὰ στὸ ἔδαφος τῆς ἀκλόνητης πίστης, ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ φύγει τὸ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σας. Ἔπρεπε νὰ βασανισθεῖτε μὲ ἀπορίες καὶ φόβο»⁴⁵.

    Στὴν Καινὴ Διαθήκη οἱ Μακαρισμοὶ τοῦ Χριστοῦ συνιστοῦν τὴ σύνοψη τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κατεξοχὴν ἐκφράζουν τὴν ἀνεστραμμένη προοπτική του. Κάθε λόγος τους, ὅταν ἐφαρμοσθεῖ, «σοφίζει εἰς σωτηρίαν»⁴⁶ καὶ ὁδηγεῖ νὰ «φρονῶμεν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»⁴⁷. Ἀποτελοῦν κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Χριστιανικὴ τελειότητα. Πρῶτο καὶ θεμέλιο σκαλὶ εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς πτωχείας. Καί, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅταν σπουδάζεις Ἀνώτερα Μαθηματικά, δὲν ξεχνᾶς τὴ βασικὴ ἀριθμητική, ὅτι ἕνα καὶ ἕνα κάνουν δύο. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή, κάθε πνευματικὴ ἀνάβαση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ στηρίζεται στὴ συναίσθηση τῆς πτωχείας, τῆς μηδαμινότητας καὶ τῆς ἀναξιότητάς μας. Οἱ Μακαρισμοὶ εἶναι παράδοξοι ἀπὸ τὴ φύση τους. Μιλοῦν γιὰ πτωχεία, γιὰ πένθος, γιὰ λοιδωρία καὶ μαρτύριο, συνάμα ὅμως γιὰ ἄφθαρτη παράκληση καὶ τὴν εἴσοδο στὴ μακαριότητα τῆς εὐλογημένης Βασιλείας.

    Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει»⁴⁸, ἐνῶ ὁ Ἅγιός Του, Σωφρόνιος, ἔλεγε: «Νὰ ζεῖ κανεὶς χριστιανικὰ εἶναι ἀκατόρθωτο. Χριστιανικὰ μπορεῖ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1