Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Λόγος, βιολί και λύρα
Λόγος, βιολί και λύρα
Λόγος, βιολί και λύρα
Ebook211 pages2 hours

Λόγος, βιολί και λύρα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Τα εννέα γλυκόλογα όμορφα κορίτσια του Δία και της Μνημοσύνης, αυτό που βλέπει η ψυχή μας, όπως και ο πανεπόπτης νους, όταν ανοίξει ένα παράθυρο για να παρατηρήσει τη ζωή και τα κρίματα που δέρνουν τους ανθρώπους, τα οποία αν όχι στο σύνολο αλλά τα πολλά, είναι από τα έργα των ανθρώπων, που διαβαίνουν στη ζωή, χωρίς να έχουν υποκλιθεί πριν κάθε τους έργο, εμπρός τα θεϊκά και γαλήνια μάτια της αρετής.
Αυτό μας διηγούνται οι 9 κόρες μέσα από τους ήχους και παραβολικές έννοιες που θα βρείτε στο βιβλίο αυτό, φίλοι αναγνώστες και αναγνώστριες. Ζητείται του ανθρώπου η ολόκληρη φανέρωση μέσα στης αλήθειας το αστείρευτο ρυάκι, εκείνο που ποτίζει κάθε διψασμένο και ξανανοίγουν τα όμορφα μυρωδάτα άνθη των αγρών και στου ανθρώπου το φανέρωμα, στην αληθινή και ολοκληρωμένη του υπόσταση.
Δηλαδή το κεντρικό επιζητούμενο είναι η περιγραφή των καημών της ψυχής του κάθε ενός από εμάς, καθώς και η γνωριμία του με τον γονιό του ή τον ίδιο εαυτό του. Τον σκιαγμένο και άγνωστο σχεδόν στους πολλούς, ο οποίος θεϊκής καταγωγής είναι κάθε ανθρώπου.

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 28, 2020
ISBN9781005773793
Λόγος, βιολί και λύρα
Author

Markos Synodinos

Ο Μάρκος Συνοδινός γεννήθηκε στην Αμοργό το 1933. Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος τον προβλημάτισε αποφασιστικά και αναζήτησε τις αιτίες του. Αναγκάζεται να δουλέψει στα καράβια, να 'ρθεί σ' επαφή με πολύ κόσμο και να μελετήσει τις διαφορές των ανθρώπων. Ανήσυχος πάντα αναζητούσε την αλήθεια μέσα από βιώματα, παρατηρήσεις και προβληματισμούς. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Έχει συγγράψει πολλές μελέτες ιστορικές και ειρηνιστικές. Τα έργα του υπάρχουν σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού και πολλά από αυτά έχουν μελοποιηθεί. Το 1986 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή "Ο λυράρης βασιλιάς" και ακολουθούν "Άνοιξη η μεγάλη ελπίδα", ποιητικό 1987, "Ημέρα και νύχτα", πεζογράφημα 1989 και "Η ρεματιά", επίσης ποιητικό 1993. Τόσο στον ποιητικό όσο και στον πεζό λόγο δείχνει όλη του την αγωνία για την επί γης ειρήνη και μια κοινωνία πιο σωστή, πιο δίκαιη. Χειμαρρώδης στις εμπνεύσεις του, λυρικός και επικός μαζί, ακολουθεί το ύφος των μεγάλων παραδοσιακών ποιητών -που τα μηνύματά τους είναι διαχρονικά και εδραιωμένα σε στέρεες αλήθειες.Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ιδρυτικό μέλος του Αριστοτελικού Ομίλου Αθηνών και της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς. Έχει λάβει τιμητική διάκριση στο διαγωνισμό Νίκου Καββαδία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, βραβείο Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, βραβείο της Ενώσεως Αιγιαλιτών, δίπλωμα τιμής της Πνευματικής Ολυμπιάδας 2001. Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών, "Trinacria" της Μεσσήνης της Σικελίας, με τιμητικό ακαδημαϊκό δίπλωμα.

Read more from Markos Synodinos

Related to Λόγος, βιολί και λύρα

Related ebooks

Related categories

Reviews for Λόγος, βιολί και λύρα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Λόγος, βιολί και λύρα - Markos Synodinos

    9

    ΛΟΓΟΣ, ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΛΥΡΑ

    Μ ΑΡΚΟΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ

    ΛΟΓΟΣ, ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΛΥΡΑ

    ΠΟΙΗΣΗ

    Copyright © Μάρκος Συνοδινός

    Εξώφυλλο: Impress

    ISBN: 978-618-80730-3-6

    ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εργαστηρίου. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    «ΛΟΓΟΣ, ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΛΥΡΑ»

    Ο καταξιωμένος λογοτέχνης Μάρκος Συνοδινός αιφνιδίασε πάλι, θετικά βέβαια. Εκδίδει ένα πολύστιχο ποίημα (τραγούδι καλύτερα) με τίτλο «Λόγος, Βιολί και Λύρα». Στους χιλιάδες δεκαπεντασύλλαβους στίχους του ο ποιητής γίνεται ο λαλητής της Ρωμιοσύνης και ο φρουρός των στενωπών και των δερβενίων του Ελληνισμού.

    Έχουμε στο τραγούδι ετούτο σαφή αναβαθμό του ποιητή Μάρκου Συνοδινού, ο οποίος αναδεικνύεται σε δυνατό δημιουργό με εξέχουσα, ξεχωριστή φυσιογνωμία, στην οποία απλώνεται το φεγγαρόφως της μεγαλοσύνης. Ακόμη και τα ξένα και δάνεια στοιχεία αναχωνεύονται, από την άποψη της ουσίας και του βαθμού της ομορφιάς, και το τραγούδι γίνεται ανεπανάληπτο.

    Ο Μάρκος Συνοδινός στο τραγούδι τούτο εμφανίζεται ανθρώπινος, επικός, λυρικός, ορμητικός, χειμαρρώδης, δοξαστικός. Είναι αυτός που ραπίζει και ριπίζει το κακό, που υμνεί τη λεβεντιά του ανθρώπου, που ατενίζει τα δρώμενα και συμβεβηκότα με φιλοσοφική διάθεση και θρησκευτική εγκαρτέρηση. Η συναίσθηση του χρέους του Μάρκου Συνοδινού απέναντι στον διαχρονικό Ελληνισμό είναι στερρή και ανυποχώρητη. Είναι σαν να λέει: «Νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό». Η θέση του απέναντι στην ανθρώπινη ψυχή και τον πόνο της, τη βελτίωση και τ’ ανέβασμα του απλού ανθρώπου, είναι δεδομένη σε κάθε έκφρασή του. Έχει «πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του». Γίνεται ο ποιητής μας ο σπορέας των καλών ιδεών, ο θεριστής της αρετής του καιρού του και ο τρυγητής των ελπίδων της μελλοντικής πορείας τ’ ανθρώπου πάνω στη γη. Φαίνεται να υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, ένα ιδεατό τρίποδο, πάνω στο οποίο έχει στήσει το βασίλειό της η σταθερή, διαχρονική, αείχρονη, φωτεινή και συνθετική Μούσα, που εμπνέει τον ποιητή Μάρκο Συνοδινό, δίνοντάς του τη δυνατότητα και ευχέρεια να αρδεύεται η ψυχή του απ’ τη λίμνη της αέναης αγάπης και της πλημμυρίδας των συναισθημάτων: Το ένα πόδι ακουμπάει σταθερά στην Ιωνία (στην Μίλητο, στην Έφεσο, στην Πριήνη, στη Σάμο, στη Ρόδο, στις Κλαζομενές), που γέννησε και θεμελίωσε την Επιστήμη. Το άλλο πόδι στηρίζεται στους Δελφούς, στους οποίους συμπυκνώθηκε η Φιλοσοφία των Ελλήνων με αποκορύφωμα το «γνώθι σεαυτόν» (για το οποίο ο Μάρκος Συνοδινός έγραψε δίτομο έργο). Και το τρίτο πόδι ερείδεται στην ύπαιθρο χώρα. Εκεί «οψόμεθα» τον αρματωλό της λύρας του ανθρωπισμού και του Ελληνισμού Μάρκο Συνοδινό.

    Μέσα στις πόλεις, πλάι στα στολίδια και τα καμώματα των αστών και του αχυρένιου πολιτισμού τους, είναι στ’ αλήθεια δύσκολο να κατανοήσουμε την ποίηση του Μάρκου Συνοδινού. Για να κατανοήσουμε τους στίχους ετούτου του τραγουδιού, τις πολύχρωμες εικόνες, της λύρας τις δημιουργίες, της ψυχής τα φτερουγίσματα, τις παραστάσεις της ειρηνικής και όμορφης ζωής του βουνού και του κάμπου, όπου εξουσία ασκούν οι φυσικοί νόμοι της πανίδας και της χλωρίδας, πρέπει (είναι επάναγκες) ν’ ανέβουμε χιλιάδες μέτρα ψηλότερα και ν’ απομακρυνθούμε από το άστυ πάρα πολύ. Εκεί ο ποιητής μας ψηλαφεί τη γενιά των ελάτων και των κέδρων και γητεύει το φρόνημα των αετών και των γερακιών. Μας εισάγει αμέσως στην ιδέα της Ρωμιοσύνης:

    «…Ήτανε λέει μια φορά μία πηγή καθάρια

    κι έτρεχε το αθάνατο νερό της Ρωμιοσύνης

    τώρα εστέρεψε κι αυτή κι η γνώση απανάρια

    γίνηκε γλώσσα πόλεμου φωνή ασχετοσύνης…».

    Εικόνες εφάμιλλες εκείνων του Ομήρου, του θείου ποιητή των Ελλήνων, κατά την αφήγηση των «κεντημάτων» της ασπίδας του Αχιλλέα από τον Ήφαιστο, της όμορφης ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου χώρας:

    «…απ’ τ’ άλογο το γρήγορο που τρέχει μες τον κάμπο

    τον πέρα εκείνο τον πλατύ που τα γελάδια βόσκουν

    και στα μεγάλα τ’ ουρανού ξάστερα τα γαλάζια

    που σαν κοιτάξει άνθρωπος γίνεται Ψηλορείτης

    ταξιδευτής και νοσταλγός της όμορφης σοφίας

    απόμακρος διαβατιστής στράτας ο οδοιπόρος

    μοναχικός και άγνωστος που το Θεό προσμένει

    στη γλώσσα τέτοιας ομορφιάς σιωπηλής σοφίας

    να φανερώσει όνειρα και πόθους να γεννήσει

    ανάλαφρο και δροσερό αέρα που μας φέρνει

    η αύρα το απόγευμα καθώς ο ήλιος γέρνει…»

    Ο στοχαστής και διδάχος ποιητής ή μάλλον τραγουδιστής Μάρκος Συνοδινός ερευνά παντού να βρει τις ανηφοριές, που οδηγούν στη λευτεριά και τα μονοπάτια που πάνε στη γλυκειά ισορροπία τ’ ανθρώπου με τη μάνα φύση, η οποία, πάντα δύσκολη, κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά της. Τ’ ανοίγει, όμως, ο ποιητής μας και λέει:

    «…Μην είσαι Μούσα μου τρανή διστακτική διότι

    ο κόσμος κλαίει γοερά, χάνονται περιστέρια

    της τύχης και της ομορφιάς τα δώρα της αλήθειας,

    ’κείνης που φέρνει λυτρωμό στο στοχαστή που ψάχνει

    να μεγαλώσει σύνορα όμορφης λευτεριάς του,

    και να ψηλώσει το κορμί να γίνει κυπαρίσσι,

    να φτάσει μέχρι τα ψηλά, να βγούνε τ’ αηδόνια,

    να τραγουδήσουν όμορφα γλυκόλαλα τραγούδια,

    κείνα που μέσα στις καρδιές μιλούνε και φωνάζουν

    της λευτεριάς το μήνυμα, της ομορφιάς τ’ αχνάρι,

    που βλέπει κάθε άνθρωπος μακρίτης λαργινά

    κι ακολουθεί τα βήματα μέχρι να ξημερώσει

    ο ήλιος της ανατολής κι ο νους του να μερώσει…»

    Είναι άξιο παρατηρήσεως ότι ο τραγουδιστής μας δημιουργεί νέες λέξεις, πολύ επιτυχείς. Πολλές φορές έχουμε γλωσσοπλασία σχεδόν σε κάθε στίχο (π.χ. νουτοκρίτης, ευρυχώρια, γνώματα, λιογερμάτι, ξεμέτρι, πυραλέτρι):

    «Και ξάφνου πιάνεις το βιολί κι αρχίζει το δοξάρι

    να λέει χίλιους σπαραγμούς κρίματα και παγίδες

    άνθρωπε που βημάτισες κι έγινες νουτοκρίτης

    κι ο νους σου λέει καθαρά του καθ’ ενός το κρίμα

    δύσμοιρα κι ασυλλόγιστα όλα τα δοξαρεύεις

    μες τις χορδές τις τέσσερις που παίζουν μαγεμένες

    ή ζαλισμένες στη χαρά και παρουσίασμά της

    κι αντιλαλούνε τα βουνά κατ’ αντικρύ και πέρα

    κι η γνώση σου πελάγισμα κάνει στην ευρυχώρια

    στης γης τα χίλια γνώματα σε αυγή και λιογερμάτι

    εκεί που κλαίει ουρανός το φοβερό ξεμέτρι

    που άνθρωπος ετοίμασε για χάρου πυραλέτρι…»

    Οι περιπλανήσεις, οι περιδιαβάσεις, οι αναζητήσεις και οι αναδομήσεις του ανθρώπου κάποτε παίρνουν τέλος κι ο πάσχων άνθρωπος ξαναγυρίζει στην πρωτινή πηγή της σοφίας, κι αυτή βρίσκεται στα ψηλώματα του Ολύμπου, εκεί που κατοικούν οι θεοί, εκεί που φυσάει καθαρός και αμόλευτος αγέρας, «εκεί που οι αρρώστοι ξαρρωστούν και οι γεροί αντρειεύουν»:

    «…Και τώρα αλαργινό στρατί ο κόσμος όλος παίρνει,

    ανοίγει πύλη του χαμού και στο ερημοστράτι,

    πρέπει ν’ ανοίξει Όλυμπου η πιο τρανή σοφία

    προγόνων και οι δώδεκα θεοί να ξαναζήσουν

    μες της σοφίας το δεντρί και το απειροκλάδι,

    έρμο κι αυτό βυθίστηκε μέσα σε περιφρόνια,

    άγνωρη κι ασυλλόγιστη του μέλλοντος πορεία,

    αφού διαβαίνουν οι πολλοί με βήμα στην κακία..

    Ο αγωνιστής της ζωής κάποτε ολοκληρώνει τον κύκλο του, απομακρύνεται για χρόνια στη φύση και στα στερνά του ξαναγυρίζει στη βάση του, στην οποία θα περνοδιαβαίνει μέχρι το ήσυχο τέλος του:

    «…Κι έμεινε ’κει στ’ απόμακρα ο βασιλιάς για χρόνια,

    πήρε ραβδί και τα σκυλιά και πρόβατα παρέα,

    το καλοκαίρι στη νυχτιά και μέρα του χειμώνα,

    και δέκα σαν περάσανε χρόνοι στο βουνοκάμπι,

    και γέροντας εγίνηκε. Στο φίλο του μια μέρα,

    εγύρισε και με φωνή γαλήνια του λέει:

    -Θα φύγω φίλε του βουνού και τ’ αψηλού διαβάτη,

    θα διαβατίσω χαμηλά το γιο μου να γυρέψω,

    να καμαρώσω τα μικρά παιδιά του και εγγόνια

    δικά μου και να καρτερώ ημέρα της γαλήνης,

    που η ψυχή μου λεύτερη στο άγνωστο το διάβα,

    θα βηματίσει μια στιγμή και θα αφήσει σώμα,

    θα διαβατίσει αλαργινούς τους κόσμους του αγνώστου,

    θα βρει την κατοικία της που ’χει αρχή και τέλος,

    θα φανερώσει μυστικά στη γνώση μου η ώρα

    που τ’ όνειρου ξημέρωμα θα γίνει το μεγάλο,

    στης γαληνιάς το όμορφο καθάριο βηματάρι…»

    Στα 1908 ο Δημήτρης Αστεριώτης υποστήριξε ότι «ο Βαλαωρίτης είναι ο κατ’ ευθείαν κληρονόμος του Ομήρου…». Συμπληρώνω και παραφράζω τα λόγια αυτά ως εξής: «Κάθε 50 ή 100 χρόνια η Ελλάδα γεννάει έναν κατ’ ευθείαν απόγονο του Ομήρου. Γέννησε τον Σολωμό, τον Βαλαωρίτη, τον Κρυστάλλη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Μάρκο Συνοδινό…». Τους σημαντικούς ποιητές μας δεν τους ζυγίζουμε να βρούμε ποιος είναι πρώτος, ποιος δεύτερος. Όποιος διαβάζει Σολωμό δεν ξεχνά τον Βαλαωρίτη ή τον Παλαμά. Κι όποιος διαβάζει Συνοδινό δεν λησμονεί τον Σικελιανό. Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο Γκαίτε: Στα 1787 πήγε στη Ρώμη και κάθε φορά που τον συναντούσαν οι φιλόλογοι τον ρωτούσαν: Ποιον από τους δύο νομίζεις μεγαλύτερο ποιητή; Τον Αριόστο ή τον Τάσσο; – Ζήτημα για χασομέρηδες, γράφει ο Γκαίτε. Του κάκου τους αποκρινόμουνα πως πρέπει να δοξάζουνε το Θεό που προίκισε το ίδιο Έθνος με δύο τέτοιους ανθρώπους, που ο καθένας τους είχε το δικό του νου και τη δική του χάρη…». Οι Έλληνες, λογοτέχνες και μη, λένε σεμνυνόμενοι στον ποιητή Μάρκο Συνοδινό: «Ποιητή των Ελλήνων, ευχαριστούμε την πανάρχαια Μοίρα, που σου χάρισε λόγο, βιολί και λύρα και φλογίζεις τις καρδιές μας κι αναβαίνουμε λίγο ψηλότερα».

    Φίλε Μάρκο, έρρωσο και δημιούργει περαιτέρω!

    Αυγερινός Ανδρέου

    Πρώην Πρόεδρος της

    Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

    Δικηγόρος

    ΛΟΓΟΣ ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΛΥΡΑ.

    Άνοιξες το παράθυρο τον κόσμο να κοιτάξεις

    κΚαι βλέπεις τα πελώρια τα κρίματα να τρέχουν.

    Πνίγηκε στο λαιμό η λαλιά φωνή σου δεν ηκούσθη

    κΚατέβασες κεφάλι σου συλλογισμοί σε πήραν

    πΠέρα στο άγνωστο στρατί εκεί που ταπεινώνει

    οΟ άνθρωπος συνάνθρωπο και πλάση την νεκρώνει.

    Πήρες στρατί τ’ ανήφορο να φτάσεις κει που τρέχουν

    σΣιδεροπούλια που φτερά ουρλιάζουν θυμωμένα

    πΠολύ πελώριο κακό μες την ψυχή κατέχουν

    τΤρέχουνε αφουγκράζονται, στ’ αντίπερα κοιτάζουν

    μΜες τ’ αχανή του ουρανού με μάτια μαγεμένα

    κΚαι καρτερούνε την στιγμή που θα επιτεθούνε

    μΜα όχι για το θήραμα σαν τα αετοπούλια

    μΜα για τον κάποιο τον εχθρό άνθρωπο άλλης χώρας

    πΠου παίρνει την σημαία του ψηλά να την κρατήσει

    τΤης τύχης του ξημέρωμα εμπρός να αντικρίσει.

    Κι είδες γεράκια στα ψηλά να τρέχουν θυμωμένα

    άΆκουσες κρότους δυνατούς τα’ αυτιά να σου περνούνε

    άΆφησες σκέψη να διαβεί και να πετάξει πέρα

    νΝα πελαγίσει στ’ αχανή του άπειρου παλάτια

    νΝα τραγουδήσει η μούσα σου να φανερώσει πόνους

    θΘρήνους χαρές και βάσανα στ’ ανθρώπου το τροπάρι

    νΝα βρει φαράγγια ξεγραμμού και της ζωής το λίκνο

    πΠου όλο και μαραίνεται δίχως κανείς να βλέπει

    μΜε μάτια πιότερα ξυπνά πως η ζωή διαβαίνει

    αΑπό το χέρι του κακού ως της χαράς το μνήμα

    νΝα βγει καθάριος στοχασμός να πρωτοφανερώσει

    τΤα βήματα του ξεγραμμού με μούσας συναξάρι

    κΚείνης που λεύτερο στρατί παίρνει κι ολοκοιτάζει

    πΠοιος είναι που πισώπλατα τη ζήση μαχαιρώνει

    οΟ ζαλισμένος άνθρωπος ή το κακό σκοτώνει;

    Κι άνοιξε πύλη τ’ άγνωστου με τις εννέα κόρες

    τΤης Μνημοσύνης όμορφες Μμούσες τις θυγατέρες

    τΤου Δία που στον Όλυμπο του χτίσανε παλάτι

    οΟι πρώτοι οι φιλόσοφοι ψηλά τον ανεβάσαν

    γΓια να θωρεί τον κόσμο τους και τα βαδίσματα τους

    νΝα μην λαθέψουν στο στρατί κι ανόητοι γινούνε

    αΑφού στο Γνώθι Σεαυτόν πολύ βαθιά πιστέψαν

    πΠως ήταν του λοξία τους χρησμός ο πιο μεγάλος

    γΓια να τον λένε στη ζωή κι άνθρωποι να θυμούνται

    πΠως Δίας νεφοσυναχτής ο νεφεληγερέτης

    εΕίχε μεγάλη σύνεση αφού η κεφαλή του

    γΓέννησε την σοφία του πάνοπλη και στην όψη

    Απάστραφτεαπάστραπτε η γνώση της και στης Αθήνας μέρη

    εΕκεί πρωτοπερπάτησε, γνώρισε στους ανθρώπους

    Πολλάπολλά να πούνε άγνωστα ρητά, να μαθητεύσουν

    οι βάρβαροι πρωτόγονοι λαοί γυρού, τριγύρω

    κείνοι που υστερότερα Έλληνες αντιγράψαν

    γιατί η γνώση γίνηκε σοφίας μητρογάλα

    να πιούνε όλοι κι η ψυχή ανθρώπινη να γίνει

    κατά που θέλει ο Θεός όπως και να τον λένε

    τον άγνωστο κι αόρατο τον πλάστη που κοιτάζει

    της γης τα περπατήματα μέσα σε στενοχώρια

    σαν λάθεψαν οι άνθρωποι κι έφεραν ανημπόρια.

    Μέσα στα χίλια βήματα λαθέψανε στα δέκα

    κΚαι το καράβι ξέφυγε με λάθος την πορεία

    κΚύματα φάνηκαν σωρό άσπρα και υψωμένα

    Κκι ακροβαδίτης άνθρωπος στη θάλασσα στα νέφη

    πΠερπάτησε πελάγισε πήγε και στο φεγγάρι

    κΚαι χώμα του μετέφερε για να το αναλύσει

    νΝα βρει στοιχεία συνειρμούς κι αν κάνει για συφέρια

    νΝα βγουν διαστημόπλοια και να το μεταφέρουν

    σΣτης μάνας γης το πρόσωπο που πια μασκαρεμένο

    γΓίνηκε κι έφυγε η χαρά στα μακριά διωγμένη

    ηΗ μάνα η ταλαίπωρη που ‘χει Ουρανοπόρη

    ήΉλιου την πρώτη συμβουλή γύρω του ν’ αρμενίζει

    μΜέσα στη θεία σύνεση που τροχιά της έχει

    κΚαιρούς να φέρνει τέσσερις μέσα στον κάθε χρόνο

    γΓιατί

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1