Τα άνθη του κακού
5/5
()
About this ebook
Μία συλλογή ποιημάτων που δημοσιεύτηκε το 1857 απο τον γάλλο ποιητή Σαρλ Μπωντλαιρ. Αποτελείται απο έξι τμήματα και κάθε τμήμα έχει ένα θεμα. Η συλλογή ποιημάτων εκφράζει την μεταβαλλόμενη φύση της ομορφιάς στο Παρίσι κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα.
Related to Τα άνθη του κακού
Related ebooks
Η συνάντησις Rating: 5 out of 5 stars5/5Οιδίπους επί Κολωνώ Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜακρινές αποστάσεις Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑγαμέμνων Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠρομηθεύς Δεσμώτης Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΕναντίον των γελωτοποιών // Ντάριο Φο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsBlack Mamba Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο Αίνιγμα του Ερωτόκριτου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠρωινή πτήση στην άβυσσο της Εκάτης Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΚΑΤΙ Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΕυμενίδες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣαικσπήρου Δράματα, Ο Βασιλιάς Ληρ Rating: 1 out of 5 stars1/5Λόγια της Πλώρης Θαλασσινά Διηγήματα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣε περίπτωση Απουσίας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ ζητιάνος: Νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ αρχαιολόγος: Νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΛυρικά αφιερώματα (Γιταντζάλι) Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΧοηφόροι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΙλιάδα Rating: 4 out of 5 stars4/5Αντιγόνη Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο Φίμωτρο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜύθοι και Θρύλοι: Ιστορίες της Εράνα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ νεράιδα του Πάγου Rating: 3 out of 5 stars3/5Λόγοι Φιλιππικοί Θεοδώρου : Δεληγιάννη Απαγγελθέντες εντός και εκτός του Συνδερίου Εμμέτρως δε Διασκευασθέντες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠαλιές Αγάπες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜαλβίνα: Ρωμαντικό Μυθιστόρημα του 18ου αιώνος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΙφιγένεια εν Ταύροις Δράμα σε πράξεις πέντε Rating: 5 out of 5 stars5/5Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΛουκιανός - Άπαντα, Τόμος Δεύτερος Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related categories
Reviews for Τα άνθη του κακού
1 rating0 reviews
Book preview
Τα άνθη του κακού - Charles Beaudelaire
Στους αναγνώστες
Ανοησία, σφάλμα, αμαρτία, σπατάλη,
Δουλεύουν το σώμα μας, απασχολούν τις δικές μας φρένες,
Και τρέφουμε τις λύπες μας τις αγαπημένες,
Όπως ταΐζουν τα παράσιτα τους οι ζητιάνοι.
Οι αμαρτίες μας είναι πεισματικές, δειλή είναι η μετάνοια,
Κάνουμε τους εαυτούς μας να πληρώνουν για τις εξομολογήσεις μας με πλούσιο τρόπο,
Και συνεχίζουμε χαρούμενα τον λασπωμένο μας δρόμο,
Σκεφτόμενοι να ξεπλύνουμε όλους τους λεκέδες μας με άθλια δάκρυα.
Είναι στου κακού τα μαξιλάρια ο Σατανάς Τρισμέγιστος
Που νανουρίζει για πολύ το μαγεμένο μας μυαλό ,
Και το πλούσιο της θέλησής μας μέταλλό
Τα έχει όλα εξαϋλώσει ο μορφωμένος χημικός.
Ο Διάβολος είναι αυτός τα νήματα που μας κινούν κρατά!
Βρίσκουμε εκκλήσεις σε απωθητικά αντικείμενα,
Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση ένα βήμα,
Χωρίς τρόμο, μέσα από το σκοτάδι που βρωμά.
Όπως τρώει και γαμάει ένας αχρείος φτωχός
Το μαρτυρικό στήθος από μία αρχαία πόρνη,
Κλέβουμε περνώντας μια ευχαρίστηση κρυφή
Το οποίο στύβουμε δυνατά σαν ένα πορτοκάλι παλιό.
Σφιχτά, σαν ένα εκατομμύριο έλμινθες, γεμάτες σμήνη,
Στον εγκέφαλό μας κρύβεται ένας λαός δαιμόνων,
Και όταν αναπνέουμε, ο θάνατος των δικών μας πνευμόνων
Με κουφά παράπονα, αόρατο ποτάμι κατεβαίνει.
Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, η φωτιά, το μαχαίρι,
Δεν έχουν ακόμα κεντήσει με τα ευχάριστα τους σχέδιά
Τον καθημερινό καμβά από τα δικά μας τα θλιβερά πεπρωμένα,
Είναι επειδή, δυστυχώς, δεν είναι αρκετά τολμηρή η δική μας ψυχή.
Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις ψείρες,
Σκορπιοί, γύπες, φίδια, μαϊμούδες
Τα τέρατα που φωνάζουν, ουρλιάζουν, βρυχώνται, σέρνονται,
Στο διαβόητο θηριοτροφείο από τις δικές μας βλάβες,
Υπάρχει κάτι πιο άσχημο, , πιο βρώμικο πιο μοχθηρό!
Αν και πολύ δεν φωνάζει ούτε χειρονομεί,
Ευχαρίστως θα έκανε ένα ερείπιο τη γη
Και θα χάψει τον κόσμο με ένα χασμουρητό,
Είναι η Βαρεμάρα! - Το μάτι του γεμίζει με μια ακούσια κραυγή,
Ονειρεύεται σκαλωσιές ενώ την δική του χούκα καπνίζει.
Το ξέρεις, αυτό το ευαίσθητο τέρας, αναγνώστη,
- Συνάνθρωπέ μου, - αδελφέ μου, - αναγνώστη υποκριτή!
Σπλήνα και ιδανικό
I.
Ευλογία
Μόλις με των υπέρτατων δυνάμεων το διάταγμα,
Ο ποιητής στον ταραγμένο κόσμο εμφανιστεί,
η ταραγμένη του μητέρα τον βλασφημεί και
την γροθιά υψώνει στον Θεό που την συμπονά:
-«Αχ ! κάλλιο να είχα βάλει κάτω ένα οχιών κοπάδι,
Παρά να θρέψω αυτή τον εμπαιγμό!
Να είναι η νύχτα των εφήμερων απολαύσεων καταραμένη
Όπου η μήτρα μου συνέλαβε τον δικό μου εξιλασμό!
Εφόσον επέλεξες εμένα απ’ όλες τις γυναίκες
Του θλιμμένου συζύγου μου να είμαι η απέχθεια,
Και δεν μπορώ να ρίξω στις φλόγες,
Σαν του τέρατος την καχεξιά αγάπης μήνυμα,
Το μίσος που με κατακλύζει θα φέρω πίσω
Στο καταραμένο όργανο από την δική σας πονηριά,
Και αυτό το άθλιο δέντρο τόσο καλά θα στρίψω,
Που δεν θα μπορέσει να πιέσει τα βρωμερά του κουμπιά!»
Του μίσος τον αφρό καταπίνει
Και δεν κατανοεί τα σχέδια τα παντοτινά,
Στο βάθος της Γέννας το ίδιο προετοιμάζει
Φλόγες αφιερωμένες σε εγκλήματα μητρικά.
Ωστόσο υπό την αόρατη κηδεμονία ενός Αγγέλου
Το αποκληρωμένο παιδί από τον ήλιο μεθά,
Και σε όλη την πόση και βρώση του
Αμβροσία και ρόδινο νέκταρ συναντά.
Με τον άνεμο παίζει, με το σύννεφο μιλά,
Μεθυσμένο για τον δρόμο του σταυρού τραγουδεί,
Και το Πνεύμα που στο προσκύνημα του τον ακολουθά
Κλαίει που το βλέπει χαρούμενο, σαν του δάσους πουλί.
Όλοι εκείνοι που θέλει να αγαπήσει, με φόβο το παρατηρούν ,
Ενθαρρυμένοι από την δική του ησυχία,
Ποιος θα το κάνει να παραπονεθεί αναζητούν,
Και πάνω του ποιος θα δοκιμάσει την θηριωδία.
Στο ψωμί και το κρασί που έχουν το στόμα του για προορισμό
Τις στάχτες με το ακάθαρτο σάλιο ενοποιούν,
Ότι αγγίζει πετάνε με τρόπο υποκριτικό,
Και ότι έβαλαν τα πόδια τους στα βήματα του ο ένας τον άλλον κατηγορούν.
Φωνάζει στις πλατείες η δική του γυναίκα:
«Αφού με βρίσκει αρκετά όμορφη για να με αγαπά,
Εμπόριο θα κάνω τα αρχαία είδωλα,
Και θα ξαναφτιαχτώ σαν και αυτά,
Και με νάρδα, λιβάνι σμύρνα θα μεθύσω,
Με γονυκλισιές κρέας και κρασί,
Αν σε μία καρδιά που με αγαπά να γνωρίσω
τα θεϊκά αφιερώματα να σφετεριστώ γελαστή!
Και όταν από αυτές τις γελοίες φάρσες βαρεθώ,
Πάνω του θα βάλω το χέρι μου το δυνατό και λεπτεπίλεπτο,
Και τα νύχια μου σαν νύχια αρπυών,
Θα βρούνε στην καρδιά του τον δικό τους δρόμο.
Σαν νεαρό πουλί που τρέμει και φτερουγίζει,
Θα αρπάξω από το στήθος του την κόκκινη καρδιά,
Και προκειμένου το αγαπημένο μου κτήνος να χορτάσει,
Θα το πετάξω στο έδαφος με καταφρονιά!"
Στον Ουρανό, όπου το μάτι του βλέπει έναν θρόνο λαμπρό,
Ο γαλήνιος Ποιητής σηκώνει τα χέρια του τα ευσεβή,
Και οι τεράστιες λάμψεις από το διαυγές μυαλό
τον απογυμνώνουν από το βλέμμα που έχουν οργισμένοι λαοί:
-«Ευλογημένος είσαι εσύ, Θεέ μου, που δίνεις ταλαιπωρία
Ως θεία θεραπεία για δικές μας ακαθαρσίες
Και ως η καλύτερη και αγνότερη ουσία
Που προετοιμάζει τους δυνατούς για ιερές λαγνείες!
Ξέρω ότι κρατάτε μια θέση για τον Ποιητή
Στις ευλογημένες τάξεις των ιερών λεγεώνων,
Και ότι τον προσκαλείτε στην αιώνια γιορτή
Αρετών, κυριαρχιών και θρόνων.
Ξέρω ότι ο πόνος είναι η μόνη ευγένεια
όπου δεν θα δαγκώσουν ποτέ η γη και η κόλαση,
Και ότι για να πλέξω το μυστικιστικό μου στέμμα
Όλους τους χρόνους και όλα τα σύμπαντα ωθεί.
Αλλά τα χαμένα κοσμήματα από την αρχαία Παλμύρα,
Τα άγνωστα μέταλλα, τα μαργαριτάρια της θαλάσσης,
Δεν θα μπορούσε από το χέρι σου να επαρκεί
Για αυτό το όμορφο, εκθαμβωτικό, καθαρό διάδημα,
Διότι δεν θα αποτελείται από τίποτε άλλο παρά από φως καθαρό,
Βγαλμένη από την των αρχέγονων ακτινών εστία ιερή,
Και των οποίων τα θνητά μάτια, σε όλο τους το μεγαλείο,
Δεν είναι παρά καθρέφτες θολωμένοι και σκοτεινοί!»
II
Άλμπατρος
Συχνά, για πλάκα, το πλήρωμα
Παίρνει τα άλμπατρος, τεράστια της θάλασσας πουλιά,
που ακολουθούν, νωχελική του ταξιδιού συντροφιά,
Το πλοίο γλιστράει στα πικρά τα χάσματα.
Μετά βίας τα έβαλαν στις σανίδες κάτω,
Όταν αυτοί αδέξιοι και ντροπιασμένοι του ουρανού οι βασιλιάδες,
Αφήνουν τα μεγάλα λευκά φτερά τους με τρόπο άθλιο
Που σαν κουπιά δίπλα τους σέρνονται
Αυτός ο φτερωτός ταξιδιώτης, πόσο είναι αδέξιος και ασπόνδυλος!
Πόσο είναι κωμικός και άσχημος, αυτός που ήταν τόσο όμορφος κάποτε!
Ο ένας ερεθίζει πρόσωπο με πρόσωπο το ράμφος,
Οι άλλοι μίμοι, κουτσαίνοντας, ο σακάτης που πέταξε!
Ο Ποιητής σαν τον πρίγκιπα ομοιάζει των σύννεφων
Που στοιχειώνει την καταιγίδα, με τον τοξότη γελά,
Εξορισμένος στο έδαφος εν μέσω των χαλύκων,
Τα γιγάντια φτερά του τον εμποδίζουν να περπατά.
III
Ανύψωση
Πάνω από τις λίμνες, πάνω από τις κοιλάδες,
Βουνά, δάση, σύννεφα, θάλασσες,
Πέρα από τον ήλιο, πέρα από τους αιθέρες,
Πέρα από των αστρικών σφαιρών τις άκρες,
Πνεύμα μου, κινείσαι με ευελιξία,
Και, όπως ένας καλός κολυμβητής που στο κύμα λιποθυμά,
Διασχίζεις τη βαθιά απεραντοσύνη με χαρά,
Με μια ανείπωτη και ανδρική φιληδονία.
Πέταξε από αυτό το μίασμα το νοσηρό μακριά,
Πήγαινε να εξαγνιστείς στον αέρα τον ανώτερο,
Και πιες, ως καθαρό και θεϊκό ποτό,
Που τους διαυγείς χώρους γεμίζει την καθαρή φωτιά.
Πίσω από τις τεράστιες θλίψεις τα προβλήματα
Που βαραίνουν την ομιχλώδη ζωή,
Ευτυχισμένος είναι αυτός που μπορεί με μια φτερούγα δυναμική
Να προχωρά στα φωτεινά και γαλήνια πεδία,
Αυτός του οποίου οι σκέψεις, όπως τα κοτσύφια,
Στους ουρανούς το πρωί πετούν ελεύθερα,
- Που πλανάται πάνω από τη ζωή, και καταλαβαίνει αβίαστα
Των λουλουδιών και των σιωπηλών πραγμάτων την ομιλία!
IV
Αλληλογραφία
Η φύση είναι ένας ναός όπου οι κίονες οι ζωντανοί
Μερικές φορές αφήνονται να βγάζουν μπερδεμένα λόγια,
Ο άνθρωπος περνά μέσα από δάση από σύμβολα
Που τον παρακολουθούν με οικεία προσοχή.
Σαν μακροί αντίλαλοι που συγχωνεύονται από μακριά
Σε ενότητα σκοτεινή και βαθιά,
Απέραντο σαν φως και σαν νυχιά ,
Απαντούν το ένα στο άλλο ήχοι αρώματα και χρώματα.
Υπάρχουν αρώματα όσο η σάρκα η παιδική τόσο φρέσκα,
Γλυκά σαν