Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Δίψα Αιώνιας Ζωής: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου
Δίψα Αιώνιας Ζωής: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου
Δίψα Αιώνιας Ζωής: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου
Ebook340 pages4 hours

Δίψα Αιώνιας Ζωής: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Εἶναι ἀλυσιτελὲς νὰ ἐρευνοῦμε χρόνους καὶ καιρούς, ἀλλὰ χρειάζεται συνεχῶς νὰ ἐρευνοῦμε τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ τὴν καθαρίσουμε καὶ νὰ μὴν ἀφήσουμε τίποτε τὸ ἀλλότριο νὰ εἰσέλθει στὸν τόπο αὐτὸ ποὺ κατεξοχὴν ἀνήκει στὸν Θεό, καὶ ἔτσι νὰ καταξιωθοῦμε νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ ἀντικρίσουμε τὸ πράο καὶ ἱλαρὸ βλέμμα τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ. Ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ εἶναι ἀπρόσμενη, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ δοκιμασθεῖ «ὡς ἐν καμίνῳ» ἡ καρδιά μας. Θὰ ἀναφανοῦν ποιοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ διακατέχονται ἀπὸ γνήσια ἀγάπη, ἰσχυρότερη τοῦ θανάτου ποὺ τοὺς περιβάλλει, αὐτοὶ ποὺ ἐνῶ καθεύδουν, ἡ καρδία τους ἀγρυπνεῖ, καὶ ὅπως οἱ φρόνιμες παρθένες ἔχουν ἀρκετὸ λάδι καὶ διατηροῦν τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους καιομένη καὶ ἄσβεστη ὑπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες.
LanguageΕλληνικά
Release dateAug 6, 2020
ISBN9788835874584
Δίψα Αιώνιας Ζωής: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου

Read more from Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου

Related to Δίψα Αιώνιας Ζωής

Related ebooks

Reviews for Δίψα Αιώνιας Ζωής

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

2 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Δίψα Αιώνιας Ζωής - Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου

    ἀναψυχὴν

    Εἰσαγωγικὸ Σημείωμα

    Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου βιώνεται ὡς ἔξοδος ἀπὸ τὴν παρεμβολὴ τοῦ κόσμου ¹ καὶ πορεία προσεγγίσεως τοῦ Χριστοῦ. Τέρμα τῆς πορείας αὐτῆς εἶναι ἡ συνάντηση μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό, ἡ πρόγευση τῆς Βασιλείας ὅλων τῶν αἰώνων, τῆς ὁποίας Βασιλιὰς εἶναι ὁ Παντοκράτωρ Ἰησοῦς. Ἡ παιδεία τῆς Ἐκκλησίας στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καὶ ἰδιαίτερα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἀποσκοπεῖ νὰ μᾶς καταστήσει ἱκανοὺς νὰ κατανοήσουμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» ², ὥστε νὰ τοποθετηθοῦμε στὴν ὁδό Του, νὰ εἰσέλθουμε στὸ γεγονὸς τῆς ἑορτῆς τῶν ἑορτῶν καὶ νὰ κροτήσουμε Πάσχα αἰώνιο.

    Τὸ προσωπικὸ Πάσχα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κάθε προσέγγιση τοῦ Κυρίου, καθὼς σηματοδοτεῖ τὴ διάβαση ἀπὸ τὴ μακρινὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας στὴ «γῆ τῆς πατρίδος ἡμῶν»³, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ἀπὸ τὴ θλιβερὴ κατάσταση τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς ματαιότητας στὸν πλοῦτο τῆς γνώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἐγηγερμένου ἐκ νεκρῶν».

    «Τῆς Ἀναστάσεως τὴν πεῖραν εἰληφότες»⁴, εἰσερχόμαστε σὲ νέα περίοδο χάριτος, ποὺ θεσπίζει ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἐξασκήσει ἐμᾶς, τὰ τέκνα της, νὰ βροῦμε ἄλλο τόπο ὄμορφο καὶ ἅγιο καὶ τέλειο, ὅπου θὰ γνωρίσουμε τὴ μακαριότητα τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Πατρός. Οἱ Εὐαγγελικὲς περικοπὲς κάθε Κυριακῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ πλούσια ὑμνολογία ποὺ διασαφηνίζει καὶ ρίχνει φῶς στὰ νοήματά τους, καλλιεργοῦν τὴν ἀναμονὴ γιὰ τὴ δωρεὰ τῆς Πεντηκοστῆς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μὲ τὴν ἄσκηση ποὺ προτείνει ἡ Ἐκκλησία, παίρνουμε μικρὴ γεύση ζωοποιοῦ θανάτου, ἀκόμη καὶ στὸ σῶμα μας. Συσταυρωνόμαστε καὶ συνθαπτόμαστε μὲ τὸν Κύριο, ὥστε νὰ ἀναστηθοῦμε μαζί Του. Ἡ ἄσκηση τώρα ἀλλάζει μορφή, γίνεται θετική. Εἶναι κεκρυμμένη στὴν καρδιά. Ἐκπαιδευόμαστε νὰ καλλιεργήσουμε θερμὴ πίστη, ποὺ νὰ νικᾶ τὸν κόσμο καὶ τὸν θάνατο, «νὰ προσδεχθοῦμε τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν»⁵, νὰ προσκαρτερήσουμε στὴν προσευχή, νὰ φωτισθεῖ τὸ σκότος μας, νὰ ἐκζητήσουμε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον»⁶. Ἡ ἄσκηση δὲν συνίσταται πλέον στὴ σωματικὴ κακοπάθεια, ἀλλὰ στὴν πνευματικὴ δίψα γιὰ «τὰ νάματα τῆς εὐσεβείας»⁷, γιὰ τὴ θεία αἰωνιότητα ἐν τῷ ἀνεσπέρῳ Φωτὶ τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἐκφράζεται μὲ τὴν ὁλοένα αὐξανόμενη προσδοκία καὶ τὸν πόθο γιὰ τὴν πύρινη φλόγα τοῦ Παρακλήτου, ποὺ θὰ θερμάνει τὴν καρδιὰ μὲ ἀληθινὴ θεογνωσία, θὰ φωτίσει τὸν νοῦ, γιὰ νὰ κατανοήσει τὰ ρήματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καὶ θὰ ὁδηγήσει «εἰς ἅπαν τὸ πλήρωμα» τῆς ἄφθαρτης ἀγάπης Του⁸.

    Τὸ μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι μεγάλο. Εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ συγκαταλεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς στὰ φωτόμορφα τέκνα της, χρειάζεται νὰ φέρουμε «ἴδιον χάρισμα»⁹ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ θὰ μᾶς συναρμολογήσει ἁρμονικὰ μὲ τὴν κεφαλὴ τοῦ Σώματος, τὸν Χριστό¹⁰, καὶ θὰ μᾶς κάνει μετόχους καὶ κοινωνοὺς τῶν χαρισμάτων τῶν Ἁγίων στὸν Οὐρανὸ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Τὸ κατεξοχὴν χάρισμα, κοινὸ σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας. Ὅποιος ἐμφορεῖται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, θὰ δεχθεῖ ὡς δωρεὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», τὴ θάλασσα τῶν δακρύων κατὰ τὴν προσευχὴ τῆς μετανοίας του. «Κύριος ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν»¹¹, ἐπὶ τῶν αἱμάτων τῶν Μαρτύρων καὶ ἐπὶ τῶν δακρύων τῶν Ὁσίων. Ὅταν οἱ Πατέρες διακηρύσσουν ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία, δὲν ὑπερβάλλουν καὶ δὲν ζητοῦν νὰ μᾶς ἐκφοβίσουν. Προειδοποιοῦν ἀπὸ ἀγάπη, διότι μόνο στὴ θεσπέσια κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας βρίσκουμε τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ»¹².

    Ὅταν ὁ προφήτης Ἠλίας ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ Πρόσωπό Του, ἔγινε μάρτυρας ὑπερφυσικῶν γεγονότων: Σφοδροῦ ἀνέμου, μεγάλου συσσεισμοῦ, πυρός. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἦταν σὲ κανένα ἀπὸ αὐτά. Ἀκολούθησε «φωνὴ αὔρας λεπτῆς» καὶ ἐκεῖ ἦταν ὁ Κύριος¹³. Καὶ ἐμεῖς, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦμε μὲ τὴ λεπτὴ αὔρα τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, πρέπει πρῶτα νὰ ὑποστοῦμε συσσεισμό, νὰ σαρώσει δυνατὸς ἄνεμος τὴν ψευτιά μας, νὰ σαλευθεῖ ἡ ὕπαρξή μας μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ βδελυρότητάς μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ διέλθουμε ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς μετανοίας. «Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. Ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας»¹⁴. Μὲ τὴν ὀδύνη ποὺ προκαλεῖ ἡ θεωρία τῆς οἰκτρῆς πτώσεώς μας, στρεφόμαστε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ ἐξαρτοῦμε τὴ ζωή μας ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς ἀγάπησε ἕως τέλους καὶ ἔδωσε τὴ ζωή Του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν»¹⁵γιὰ τὴ σωτηρία μας.

    Ἀγοραστήκαμε μὲ μεγάλο τίμημα¹⁶, μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου, καὶ ὁ προορισμὸς ποὺ ἔθεσε γιὰ ἐμᾶς ὁ Θεὸς εἶναι τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸ νὰ κληρονομήσουμε τὴν ἄφθαρτη Ζωή Του. «Πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστι»¹⁷, λέει στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως εἶπε ὁ πατέρας στὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου. Τὰ ζωηρά Του λόγια μᾶς ἐνθαρρύνουν νὰ ἔχουμε ἀκλόνητη πεποίθηση στὴ δωρεά Του, διότι, «ἐὰν ἡμεῖς, ὑπάρχοντες πονηροί, οἴδαμεν δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ἡμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ Πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει Πνεῦμα ἀγαθὸν τοῖς αἰτοῦσιν Αὐτόν;»¹⁸.

    Γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Πεντηκοστή, προετοιμαζόμαστε πενήντα ἡμέρες. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς συμπληρώσεως τῆς θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἡμέρα ποὺ δεχόμαστε τὴν τέλεια δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Παρόλο ποὺ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἡ ἀνακαίνιση τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Παρακλήτου τελεσιουργεῖται μὲ ἕνα ἰδιαίτερα ἐμφαντικὸ τρόπο, ὡστόσο καὶ κάθε Λειτουργία εἶναι καὶ Πεντηκοστή, διότι λαμβάνει χώρα ἡ ἀνταλλαγὴ τῆς θείας καὶ ἄφθαρτης Ζωῆς μὲ τὴν κτιστὴ ζωή μας. Ὅταν προσερχόμαστε στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας μὲ συντριβὴ καὶ ταπεινὰ δεόμαστε νὰ μᾶς δεχθεῖ ὁ Κύριος, ἐξερχόμαστε ψάλλοντας ἐπινίκια ὠδή: «Εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες, Αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν». Ὅπως γιὰ τὴ Λειτουργία, ἔτσι και γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἡ καλύτερη προετοιμασία εἶναι νὰ προσεγγίσουμε τὸ μυστήριό της μὲ «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην»¹⁹, ποὺ διψᾶ τὴ δωρεά Του.

    Τὸ νόημα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἀκριβῶς νὰ λάβουμε τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ θὰ γεμίσει κάθε μόριο τοῦ εἶναι μας μὲ τὴν ἄφθαρτη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ κιθαρίζει στὴν καρδιά μας τὸν ζωοποιό Του λόγο, ποὺ μὲ δύναμη μαρτυρεῖ ὅτι «κἂν ἀποθάνωμεν ζήσωμεν»²⁰ αἰώνια. Ὁ Ἅγιος Παράκλητος θὰ μᾶς κάνει «διδακτοὺς Θεοῦ»²¹. Συνεχῶς θὰ ὑποδεικνύει τὸ μυστήριό Του, θὰ φανερώνει τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του, ποὺ κάνουν τὴν καρδιά μας νὰ λιώνει ἀπὸ τὴ θέρμη τῆς ἀγάπης Του καὶ νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὴ μόνη θεμιτὴ θλίψη, ὅτι δὲν ἐπαρκοῦμε νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε ὅπως Τοῦ ἀξίζει καὶ ὅπως Τοῦ πρέπει. Αὐτὴ ἡ λύπη ἀποδιώχνει κάθε ἄλλη λύπη ἀπὸ τὴ ζωή μας, καὶ μετατρέπεται σὲ χαρὰ ἀνεκλάλητη, στὴν ἀναφαίρετη χαρὰ ποὺ ὑποσχέθηκε στοὺς δικούς Του ὁ Κύριος μὲ τοὺς λόγους: «Πάλιν ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν»²². Σὲ ἕνα τέτοιο Θεὸ ποὺ εἶναι μόνο Παρηγοριά, Ἔλεος, Θεραπεία καὶ Ζωὴ αἰώνιος, πρέπουν κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, νῦν τε καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


    1 Βλ. Ἑβρ. 13,13.

    2 Ἀποκ. 1,18.

    3 Βλ. Ἱερ. 22,10.

    4 Αἶνοι Ὄρθρου Κυριακῆς, γ′ ἤχου.

    5 Βλ. Μάρκ. 15,43· Λουκ. 23,51.

    6 Βλ. Ἰωάν. 4,14.

    7 Βλ. Τροπάριο Μεσοπεντηκοστῆς.

    8 Πρβλ. Ἰωάν. 16,13.

    9 Α’ Κορ. 7,7.

    10 Πρβλ. Ἐφ. 2,20-21 καὶ 4,15-16.

    11 Βλ. Ψαλμ. 28,3.

    12 Βλ. Ἐφ. 3,18-19.

    13 Βλ. Γ’ Βασ. 19,4-12.

    14 Α’ Ἰωάν. 1,8-9.

    15 Βλ. Ματθ. 20,28· Μάρκ. 10,45.

    16 Βλ. Α’ Κορ. 6,20 καὶ 7,23.

    17 Λουκ. 15,31.

    18 Βλ. Λουκ. 11,13· βλ. Ματθ. 7,11.

    19 Ψαλμ. 50,19.

    20 Βλ. Ἰωάν. 11,26.

    21 Βλ. Ἰωάν. 6,45.

    22 Ἰωάν. 16,22.

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

    «ἵνα τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου τοῦ ἀπολλυμένου διὰ πυρὸς δὲ δοκιμαζομένου εὑρεθῇ εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν καὶ δόξαν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὃν οὐκ εἰδότες ἀγαπᾶτε, εἰς Ὃν ἄρτι μὴ ὁρῶντες, πιστεύοντες δὲ ἀγαλλιᾶσθε χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ, κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως ὑμῶν, σωτηρίαν ψυχῶν» (Α’ Πέτρ. 1,7-9)

    Προσέγγιση τοῦ Κυρίου μὲ τίμια πάλη

    καὶ περίλυπη ἀγάπη

    «Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν

    ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν»¹

    Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀποτελεῖ ἱστορικὴ περιγραφή, ἀφήγηση ἢ βιογραφία. Εἶναι κάλεσμα· εἶναι κλήση γιὰ ἀθανασία. Θεμελιωμένο στὴν πίστη τῆς θεότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς ζωῆς Του, ποὺ μέσα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάσταση. Ἀκριβῶς σὲ αὐτὴ τὴν πίστη, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, βρίσκεται ἡ αἰώνια ζωή ².

    Σκοπὸς τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι νὰ σκιαγραφήσει τὴν πνευματικὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου, πῶς ζεῖ, πῶς ἐνεργεῖ, πῶς φρονεῖ, πῶς θεραπεύει, καὶ κυρίως, πῶς προσεγγίζεται, ὥστε νὰ καταστεῖ ἱκανὸς ὁ πιστὸς νὰ Τὸν συναντήσει, νὰ Τὸν ἀναγνωρίσει, νὰ Τὸν ἀγαπήσει καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Στὴ Δύση πολλὲς φορὲς ἐπιχείρησαν νὰ δώσουν βιογραφία τοῦ Χριστοῦ, ἀνεπιτυχῶς βεβαίως, διότι τέτοια βιογραφία εἶναι ἀνέφικτη. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι βιβλίο ποὺ ἀναγινώσκεται γιὰ ἄντληση πληροφοριῶν· πρόκειται γιὰ τὸ πεπυρωμένο λόγιο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο σφύζει ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀνάγνωση κοινῶν βιβλίων, τὰ ὁποῖα εἴτε ἐμπεριέχουν ἱστορικὰ στοιχεῖα καὶ πληροφορίες, εἴτε ἐξάπτουν τὴ φαντασία καὶ διασκορπίζουν τὸν νοῦ, στόχος τῆς μελέτης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὶς Γραφὲς καὶ στοὺς ἁγίους Πατέρες εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ἡ κοινωνία μὲ τὸν Ἀναστάντα Κύριο.

    Ἡ κατακλείδα τῆς σημερινῆς περικοπῆς εἶναι οἱ στίχοι, «Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ»³. Ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ τέλος τοῦ ἑπόμενου κεφαλαίου, ἂν οἱ Ἀπόστολοι ἐπιχειροῦσαν νὰ μὴν παραλείψουν τίποτε ἀπὸ τὰ θαύματα καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὁ κόσμος ὅλος δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γραφοῦν, διότι τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀχώρητη θεϊκὴ ἐνέργεια ποὺ δημιουργεῖ, συγκρατεῖ καὶ σώζει τὸν κόσμο. Σὲ ποιό βιβλίο θὰ μποροῦσε νὰ περικλεισθεῖ; Καταγράφθηκαν στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας Του καὶ κάποια θαύματα ὡς ἄφθαρτη σπορά, ποὺ πέφτοντας σὲ «γῆ ἀγαθὴ»⁴ θὰ καρποφοροῦσε κατ’ ἀρχὰς τὴν ἀκράδαντη πίστη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔπειτα τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματός Του.

    Ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι, οἱ μαθητὲς «ἦσαν συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»⁵. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διαβλέψει ὅτι ὁ φόβος δὲν ἦταν τὸ μόνο κίνητρο ποὺ τοὺς συγκέντρωσε. Ἴσως μάλιστα νὰ ἦταν λιγότερο ἐκτεθειμένοι ἂν εἶχαν παραμείνει διασκορπισμένοι. Μᾶλλον συναντήθηκαν, διότι ἡ καρδιὰ ὅλων τους φλεγόταν μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη γιὰ τὸν Διδάσκαλο, ποὺ δροῦσε ὡς καταλύτης ἑνότητας. Εἶχαν γίνει μάρτυρες τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους γι’ Αὐτὸν Τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ ἐντός τους. Ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς αὐτῆς τῆς φοβισμένης ἀγάπης καὶ κόλλησε σὲ αὐτοὺς τὴ δική Του ἀγάπη. Τοὺς φανερώθηκε καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εἰρήνη Του.

    Ἀπὸ τὶς ἀναστάσιμες ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἔλαβαν χώρα, ὅταν ὁ Κύριος διέβλεπε στὴν καρδιὰ τῶν μαθητῶν Του τὴ ζωντανὴ αἴσθηση τῆς περίλυπης ἀγάπης. Τὸν πιὸ ὀξὺ πόνο κατὰ τὰ γεγονότα τῶν Παθῶν καὶ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνθηκε ἡ Ἁγία Παρθένος, καθὼς «ῥομφαία διῆλθε τὴν ψυχὴν Αὐτῆς»⁶. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός, «ὅταν (ἡ Θεοτόκος) στεκόταν δίπλα στὸν Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη της ἀπέραντη σὰν τὸν ὠκεανό, καὶ οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατὶ καὶ ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο»⁷. Ἦταν ἑπομένως «ἄξιον καὶ δίκαιον» νὰ εἶναι ἡ πρώτη ποὺ ἔμελλε νὰ «τερφθῇ ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου της»⁸, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συγκρίνοντας τὰ ἐωθινὰ Εὐαγγέλια⁹.

    Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε «λίαν πρωΐ» στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προσκομίσει τὰ μύρα τῆς περίλυπης ἀγάπης της καὶ νὰ ἀποτίσει στὸν Κύριο τιμὲς ποὺ ἔπρεπαν σὲ νεκρό. Δὲν γνώριζε γιὰ τὴν Ἀνάσταση, ἐντούτοις ὁ Χριστὸς παρέμενε ζωντανὸς στὴν καρδιά της, λόγῳ τῆς θερμῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Εὐεργέτη της, Αὐτὸν ποὺ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν τυραννία ἑπτὰ δαιμόνων. Ὁ Ἀναστὰς Κύριος ποὺ «καρδίας πάντων γινώσκει»¹⁰, κόλλησε τὸ πνεῦμα Του στὸ πνεῦμα τῆς Μαγδαληνῆς καὶ τῆς ἐμφανίσθηκε γιὰ νὰ «ἐξαλείψῃ πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῆς»¹¹ καὶ νὰ τῆς μεταδώσει, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή Του, τὴ χαρὰ τὴν «ἀναφαίρετη»¹².

    Στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ βλέπουμε ὅτι οἱ δέκα μαθητὲς διακατέχονταν ἀπὸ φόβο καὶ λύπη. Ὡστόσο, ἡ θλίψη τους ἦταν θλίψη ἀγάπης γιὰ τὸν ἀγαπημένο Διδάσκαλο. Δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές, ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας πορεύονταν πρὸς Ἐμμαοὺς¹³ «σκυθρωποί», μὲ ἔκδηλη στὰ πρόσωπά τους τὴ λύπη ποὺ βάραινε τὴν καρδιά τους. Περπατοῦσαν ἀναλογιζόμενοι τὰ φοβερὰ γεγονότα τῶν ὁποίων ἔγιναν μάρτυρες, ρωτώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, πῶς ἦταν κἂν δυνατὸν νὰ παραδώσουν σὲ θάνατο οἱ ἄρχοντες ἕνα τέτοιο Προφήτη, ποὺ δόξασε ὁ Θεὸς μὲ τόσα θαύματα καὶ σημεῖα. Ὁ Παντογνώστης Κύριος, διακρίνοντας τὸν πόνο τους, προσέγγισε προσποιούμενος ἀπορία γιὰ τὴν αἰτία τῆς λύπης τους. Αὐτοὶ πάλι, βάζοντας μὲ δυσκολία σὲ λέξεις τὸν ἀναβρασμὸ τῆς καρδιᾶς τους, ἴσως καὶ μὲ κάποια δόση δυσπιστίας, ἀποκρίθηκαν μὲ μιὰ ἄλλη ἐρώτηση, «σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;»¹⁴.

    Ὁ Κύριος τοὺς ἐπιτίμησε τρυφερά: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!»¹⁵. Ὡστόσο, δὲν παρέμεινε στὴν ἐπίπληξη, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ τοὺς διερμηνεύει τὶς Γραφές. Τὰ τρία χρόνια ποὺ οἱ μαθητὲς ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ ἦταν μιὰ μαθητεία στὸ Πρόσωπό Του. Μὲ ἀσύγκριτα ὅμως ἐντατικότερο τρόπο ἦταν σχολεῖο οἱ σαράντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅταν τοὺς ἐμφανιζόταν μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα Του, ὅταν τοὺς μετέδιδε τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χάρη Του, ὅταν τοὺς φανέρωνε τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄνοιγε τὸν νοῦ γιὰ νὰ κατανοήσουν τὶς Γραφές, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι Αὐτὸς ἦταν τὸ κέντρο καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ πάντα ἐντάσσονταν στὴ σωστὴ προοπτική, τὰ πάντα μαρτυροῦσαν γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογώντας ὅτι, εἶναι Ἐκεῖνος «δι’οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»¹⁶, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, «οὐχὶ ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ»¹⁷, εἶναι «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ μέλλων ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ»¹⁸ «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς»¹⁹, ἐφόσον «ὁ Πατὴρ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ»²⁰.

    Οἱ μαθητὲς πρὶν τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου ζοῦσαν σὲ ἅγια ἀτμόσφαιρα συνεχοῦς ἐκστάσεως, ἐκπλήξεως καὶ ἐξάρσεως χαρᾶς. Θεωροῦσαν, ἄλλοτε λιγότερο καὶ ἄλλοτε περισσότερο ἐναργῶς, «τὴν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»²¹. Γίνονταν διαρκῶς μάρτυρες, ἀφενὸς τῶν ὑπερφυσικῶν σημείων καὶ θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Κύριος, καὶ ἀφετέρου τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων ποὺ Τὸν εὐφημοῦσαν καὶ προσέβλεπαν σὲ Αὐτὸν ὡς τὸν ποθούμενο Μεσσία. Ἀκόμη καὶ στοὺς ἴδιους εἶχε δοθεῖ «ἐξουσία πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν»²². Ἀπὸ τὴ δοξασμένη χαρὰ καταποντίσθηκαν σὲ ἄβυσσο θλίψεως. Ὅσο ἀτέρμονη ἦταν ἡ ἀγαλλίαση ποὺ τοὺς διακατεῖχε «ἐφ’ ὅσον χρόνον μετ’ αὐτῶν ἦν ὁ νυμφίος»²³ καὶ ὅσο ἄφθαρτη ἦταν ἡ παρηγοριὰ ποὺ ξεχείλιζε ἀπὸ τὴν καρδιά τους στὴν παρουσία Του, τόσο ἀπύθμενη ἦταν ἡ θλίψη τους τώρα, ποὺ ὁ Κύριος εἶχε θανατωθεῖ «πρὸς ὥραν». Ὡστόσο, τὴν ἐνέργεια τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀγωνίας, τὴ μετέτρεψαν σὲ ἐνέργεια προσευχῆς καὶ τὴ λύπη ποὺ κατέκλυζε τὴν καρδιά τους τὴν ἐξέχυσαν ὡς χείμαρρο ἱκεσίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Παράκλητος Κύριος «εἰσήκουσε τὸν στεναγμὸν αὐτῶν»²⁴ καὶ ἀπάντησε στὴν προσευχή τους μὲ τὴν παρουσία Του. Εἰσῆλθε ἀνάμεσά τους γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴ δική Του εἰρήνη, τὴν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν»²⁵, «οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι»²⁶, καὶ νὰ μετατρέψει τὴ λύπη τους σὲ χαρά, διότι κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ θεϊκὴ παρουσία ἀλλοιώνει ριζικὰ τὸν ἄνθρωπο. Φωτίζει τὸν νοῦ καὶ γαληνεύει τὴν καρδιά. Ἀντιθέτως, ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας, ἔστω καὶ ἂν πλησιάζει ὡς προβατόσχημος λύκος, μεταδίδει ταραχή.

    Στὴν ἱερὴ ἱστορία παρατηρεῖται ὅτι, τὰ μεγάλα γεγονότα, ὅπως ἡ Θεοφάνεια στὸ Θαβώρ, λαμβάνουν χώρα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοσμένος στὴν ἐνέργειά της μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ καὶ ὅλο του τὸ εἶναι, διότι τότε ἀκριβῶς γίνεται ἐπιδεκτικὸς τῆς ἄνωθεν ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Μὲ τὴν προσευχὴ εἰσέρχεται ὁ πιστὸς στὴ ζωοποιὸ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἑνώνεται μαζί Του, ἐφόσον τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὅταν βεβαίως τὸ ἐπικαλεῖται ὁ ἄνθρωπος μὲ πίστη, εἶναι ἀχώριστο ἀπὸ τὴν παρουσία Του.

    Οἱ σαράντα ἡμέρες ποὺ ἀκολούθησαν τὴν Ἀνάσταση, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ Κύριος «ἦν ὀπτανόμενος αὐτοῖς»²⁷, δὲν ἦταν ἁπλῶς μαθητεία γιὰ τοὺς Ἀποστόλους. Ἦταν ἐπιπλέον προετοιμασία γιὰ νὰ ἀνοίξει ὁ νοῦς τους, καὶ νὰ καθαρισθεῖ μὲ τὸν λόγο Του ἡ καρδιά τους, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ δεχθεῖ τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ποὺ ἔμελλε νὰ διεισδύσει στὴ φύση τους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Διὰ μέσου αὐτῶν τῶν δώδεκα ἁλιέων, ἡ χάρη τοῦ Παρακλήτου παραμένει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»²⁸. Τὴν ἡμέρα τοῦ Βαπτίσματος φυτεύεται ὁ Κύριος στὶς καρδιὲς «τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου τῶν Ἀποστόλων εἰς τὸν Χριστὸν» καὶ αὐξάνει, κάθε φορὰ ποὺ κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων Του.

    Πότε ἄραγε ὁ πιστὸς βλέπει τὸν Κύριο καὶ χαίρεται; Πότε ἀκολουθώντας τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μνημονεύει ἀδιαλείπτως στὴν καρδιά του τὸν ἀναστάντα Κύριο²⁹; Ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖ ἄσβεστη τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ ὅταν, συγκρινόμενος μὲ τὴν τελειότητα τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, συνθλίβεται ἀπὸ ὀδύνη γιὰ τὴν πνευματική του πτωχεία καὶ τὴ μιζέρια τῆς ζωῆς του, γιὰ τὴν ἔνδειά του ποὺ τὸν καθιστᾶ ἀνίκανο νὰ ἀποδώσει στὸν Κύριο τὴν ἀγάπη ποὺ Τοῦ ὀφείλει καὶ νὰ Τοῦ προσφέρει «καρδίαν καθαρὰν» γιὰ κατοικητήριό Του. Ἡ περίλυπη αὐτὴ ἀγάπη τοῦ πιστοῦ προσομοιάζει μὲ τὴ θλίψη τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Κλεόπα στὴν ὁδὸ πρὸς Ἐμμαούς. Οἱ δύο μαθητὲς αἰσθάνονταν ὅτι σὲ ἕνα τέτοιο Διδάσκαλο ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ἄξιζαν τὰ πάντα καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα «ἀγάπησις κραταιά»³⁰. Στὴν πράξη ἡ «κραταιὰ ἀγάπησις» συνίσταται πρῶτον, στὸ νὰ ἀναγνωρίσει μὲ εὐγνωμοσύνη ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Κύριος ἔφθασε ὡς τὰ καταχθόνια γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἐχθρῶν Του, ἐφόσον ὅλοι μὲ τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία ἀποστατήσαμε ἀπὸ τὴ χάρη Του καὶ γίναμε ἐχθροί Του, καὶ δεύτερον, νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι σφόδρα πτωχός, ἀνίκανος νὰ ἀνταποδώσει ἄξια εὐχαριστία γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του, τὶς φανερὲς καὶ τὶς ἀφανεῖς, ὅσες ἤδη ἔκανε καὶ ὅσες ἀκατάπαυστα κάνει γιὰ ἐμᾶς. Ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας μὲ θλίψη διερωτιοῦνταν, «τέτοια ταίριαζαν στὸν Κύριό μας, οἱ ὀνειδισμοὶ καὶ οἱ λοιδωρίες ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὸν λαό;». Καὶ ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ ἰλιγγιᾶ, ἀτενίζοντας τὴν ἄβυσσο τῆς πτώσεώς του καὶ τὸ χάσμα ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀναφωνεῖ: «Τέτοια Σοῦ πρέπουν Κύριε, ὅπως ἡ ἀθλιότητα τοῦ βίου μου καὶ τὰ βδελυκτά μου ἔργα; Σὲ Σένα, Κύριε, πρέπουν ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος³¹».

    Ἂν ὁ πιστὸς φέρει πάντοτε περίλυπη ἀγάπη στὴν καρδιά του γιὰ τὰ ὑστερήματα καὶ κυρίως γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀποδώσει σὲ ἕνα τέτοιο Θεὸ καὶ Σωτήρα ὅπως ὁ Χριστὸς ἄξια εὐχαριστία, τότε σίγουρα δὲν θὰ παραβλέψει ὁ Κύριος καὶ τὴ δική του λύπη. Θὰ φανερώσει στὸν δοῦλο του τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεώς Του, μὲ ἕνα τρόπο πνευματικό. Θὰ ἐμφανίσει δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό Του, ἀοράτως, ἀλλὰ αἰσθητῶς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Παράκλητος Κύριος διακρίνοντας τὸν βαθὺ πόνο τοῦ πιστοῦ γιὰ τὴν πνευματική του πτωχεία, τὸν μακαρίζει, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν χαροποιεῖ καὶ τὸν ἐνισχύει λέγοντας, «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»³². Μὲ τὸν ἑπόμενο Μακαρισμὸ τὸν ἐνθαρρύνει νὰ ἀνέβει ἕνα σκαλὶ παραπάνω καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸ «χαροποιὸ πένθος»³³, διότι ὅταν στεριώσει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ μακάρια ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του πτωχείας, δὲν τοῦ μένει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ πενθήσει καὶ νὰ καταδύσει «διεξόδους ὑδάτων ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ»³⁴. Τὸ πένθος ἑλκύει τὴ χάρη τοῦ Κυρίου ποὺ τὸν παρηγορεῖ μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου Ἁγίου Πνεύματος.

    Ὁ ἴδιος πνευματικὸς νόμος ποὺ ἴσχυε τότε γιὰ τοὺς μαθητές, ἰσχύει μέχρι σήμερα στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κάποιος τὸν Κύριο καὶ νὰ φέρει στὴν καρδιά του τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ἂν δὲν αἰσθανθεῖ πρῶτα στὰ βάθη τοῦ εἶναι του τὴν ὀδύνη τῶν παθημάτων καὶ τὴ θλίψη τῆς Σταυρώσεως. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος: «Τὸ πλήρωμα τῆς κενώσεως προηγεῖται τοῦ πληρώματος τῆς τελειότητος. Ἡ Ἀγάπη, ποὺ ἡ φλόγα της ρίχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει ἕνα ἐκπληκτικὸ ἰδίωμα: ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀβύσσους καὶ ὕψη ἀπρόσιτα ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον»³⁵. Καὶ ἕνα εἶδος σταυρώσεως γιὰ τὸν πιστὸ εἶναι ἡ συνειδητοποήση τῆς πενίας του, ἡ θεωρία τῆς βδελυρότητάς του, ἐνῶ ἡ αἴσθηση τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ προκαλεῖ «ὀδύνη ὀξύτερη ἀπὸ μάχαιρα»³⁶.

    Ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στοὺς Μαθητὲς καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εἰρήνη Του. Βεβαίως, «ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ νῦν οὐδένα οἴδαμεν κατὰ σάρκα· εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν»³⁷. Ὁ Κύριος ὡστόσο ἐμφανίζεται καὶ τώρα, ἀλλὰ πνευματικά. Στὴν Κοινωνία μὲ Αὐτὸν κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία, μᾶς τρέφει μὲ τὴν πνευματική Του σάρκα καὶ ἡ ἐγγύτητά Του γεμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ εὐγνωμοσύνη, χαρὰ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1