Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ζωή χαμένη: Ζωή κερδισμένη
Ζωή χαμένη: Ζωή κερδισμένη
Ζωή χαμένη: Ζωή κερδισμένη
Ebook579 pages4 hours

Ζωή χαμένη: Ζωή κερδισμένη

Rating: 2 out of 5 stars

2/5

()

Read preview

About this ebook

Μέχρι τα επτά του χρόνια, ο Γρηγόρης, ήταν ένα χαρούμενο, ευτυχισμένο αγόρι. Απολάμβανε την αγάπη, τη φροντίδα και τα θαύματα της της καλής μάγισσας, της μητέρας του.
Ο αδελφός του, ο Βασίλης γνώρισε αυτή την ευτυχία μόνο για τέσσερα χρόνια. Ήταν μικρός, όταν εκείνη χάθηκε.
Η μικρή Ρηνιώ δεν την γνώρισε καθόλου. Ορφάνεψε την ίδια στιγμή που γεννήθηκε.
Ο πατέρας ήταν καλός, στοργικός, τους αγαπούσε, αλλά δεν ήταν η μητέρα.
Μια άλλη μάγισσα, μια κακιά μαγίστρα, η μητριά μπαίνει στη ζωή τους, για να φέρει το τέλος της γαλήνης. Την καταστροφή.
Θα αφανίσει το βιός του καλού πατέρας τους και τον ίδιο ακόμη. Τα παιδιά θα αποδράσουν. Φυγάδες προς μια άγνωστη, μια χαμένη ζωή. Πού πάνε; Πως θα επιβιώσουν;
Ένας καλός άγγελος -ο παπα Βλάσης- οδηγεί τα βήματά τους, των αγοριών στο Παπάφειο ορφανοτροφείο και τη μικρή Ρηνιώ στον Βρεφονηπιακό Σταθμό του Δήμου.
Είναι ακόμη κοντά ο ένας με τον άλλο, μέχρι που μια μέρα η Ρηνιώ χάνεται. Υποθέτεται από δυο καινούργιους γονείς, που μένουν άγνωστοι για τον Γρηγόρη. Από το ίδρυμα δεν του λένε ποιοι είναι οι θετοί γονείς της Ρηνιώς. Τα ίχνη της χάνονται και δεν θα βρεθούν ποτέ.
Την ψάχνει απεγνωσμένα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Θα μείνει μόνος στη Θεσσαλονίκη. Ο αδελφός του ο Βασίλης ξενιτεύεται. Το μόνο παρήγορο είναι ότι ξέρει που είναι και τι κάνει ο αδελφός του. Αλληλογραφούν συχνά-πυκνά . Η Ρηνιώ όμως,; Η αγαπημένη του αδελφούλα πού είναι; και πώς είναι; Τι κάνει; Φαρμάκι στην ψυχή του η θύμηση της.
Οι συμπτώσεις θα ζωντανέψουν ένα νανούρισμα που μ' αυτό τους κοίμιζε τα βράδια η αγαπημένη τους μητέρα.
Ένα μαγικό, ένα μοναδικό βράδυ οι θύμησες από μια
μελωδία και από στίχους, παλιούς, μαγικούς, ξεχασμένους θα ζωντανέψουν στο μυαλό.

LanguageEnglish
Release dateMay 2, 2020
ISBN9786188417434
Ζωή χαμένη: Ζωή κερδισμένη
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Related to Ζωή χαμένη

Related ebooks

Classics For You

View More

Related articles

Reviews for Ζωή χαμένη

Rating: 2 out of 5 stars
2/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ζωή χαμένη - Christos Amvazas, Sr

    Χρήστος Αμβαζάς

    ζωή Χαμένη

    ζωή Κερδισμένη

    Κοινωνικό μυθιστόρημα

    ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ:        Ζωή χαμένη - Ζωή κερδισμένη

    ΕΙΔΟΣ:                         Κοινωνικό μυθιστόρημα

    © Χρήστος Αμβαζάς 2019

    ISBN Ηλεκ/νικης έκδσης           : 978-618-84174-3-4

    Ηλεκ/νική διεύθυνση:    ch.amvazas@hotmail.com

    Ιστοσeλίδα:                  www.amvazas.com

    Παρουσίαση βιβλίου - Οπισθόφυλλο

    Μέχρι τα επτά του χρόνια, ο Γρηγόρης, ήταν ένα χαρούμενο, ευτυχισμένο αγόρι. Απολάμβανε την αγάπη, τη φροντίδα και τα θαύματα της της καλής μάγισσας, της μητέρας του.

    Ο αδελφός του, ο Βασίλης γνώρισε αυτή την ευτυχία μόνο για τέσσερα χρόνια. Ήταν μικρός, όταν εκείνη χάθηκε.

    Η μικρή Ρηνιώ δεν την γνώρισε καθόλου. Ορφάνεψε την ίδια στιγμή που γεννήθηκε.

    Ο πατέρας ήταν καλός, στοργικός, τους αγαπούσε, αλλά δεν ήταν η μητέρα.

    Μια άλλη μάγισσα, μια κακιά μαγίστρα, η μητριά μπαίνει στη ζωή τους, για να φέρει το τέλος της γαλήνης. Την καταστροφή.

    Θα αφανίσει το βιός του καλού πατέρας τους και τον ίδιο ακόμη. Τα παιδιά θα αποδράσουν. Φυγάδες προς μια άγνωστη, μια χαμένη ζωή. Πού πάνε; Πως θα επιβιώσουν;

    Ένας καλός άγγελος -ο παπα Βλάσης- οδηγεί τα βήματά τους, των αγοριών στο Παπάφειο ορφανοτροφείο και τη μικρή Ρηνιώ στον Βρεφονηπιακό Σταθμό του Δήμου.

    Είναι ακόμη κοντά ο ένας με τον άλλο, μέχρι που μια μέρα η Ρηνιώ χάνεται. Υποθέτεται από δυο καινούργιους γονείς, που μένουν άγνωστοι για τον Γρηγόρη. Από το ίδρυμα δεν του λένε ποιοι είναι οι θετοί γονείς της Ρηνιώς. Τα ίχνη της χάνονται και δεν θα βρεθούν ποτέ.

    Την ψάχνει απεγνωσμένα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Θα μείνει μόνος στη Θεσσαλονίκη. Ο αδελφός του ο Βασίλης ξενιτεύεται. Το μόνο παρήγορο είναι ότι ξέρει που είναι και τι κάνει ο αδελφός του. Αλληλογραφούν συχνά-πυκνά . Η Ρηνιώ όμως,; Η αγαπημένη του αδελφούλα πού είναι; και πώς είναι; Τι κάνει;  Φαρμάκι στην ψυχή του η θύμηση της.

    Οι συμπτώσεις θα ζωντανέψουν ένα νανούρισμα που μ' αυτό τους κοίμιζε τα βράδια η αγαπημένη τους μητέρα.

    Ένα μαγικό, ένα μοναδικό βράδυ οι θύμησες από μια

    μελωδία και από στίχους, παλιούς, μαγικούς, ξεχασμένους θα ζωντανέψουν στο μυαλό.

    ***

    Κεφάλαιο 1

    Η ορφάνια

    Άνοιξε την εξώπορτα ο Γρηγόρης και έβγαλε έξω το κεφάλι του να δει. Δεν νοιάστηκε αν κάνει ή αν δεν κάνει θόρυβο ανοίγοντας την πόρτα γιατί… αυτός που δεν έπρεπε να τον πάρει χαμπάρι δεν ήταν στο σπίτι. Η Μάγδα είχε φύγει για την πόλη απ' την προηγούμενη μέρα με το απογευματινό λεωφορείο. Αν γύριζε, δεν θα γύριζε πριν από τις εννιά το πρωί, ή πριν από τις πέντε το απόγευμα. Αν γύριζε φυσικά, γιατί συχνά-πυκνά τώρα τελευταία έφευγε για την πόλη και έμενε εκεί και δυο και τρεις μέρες καμιά φορά. Ποιος να την κάνει έλεγχο και για ποιους να νοιαστεί. Αυτή δεν είχε νοιαστεί για κανέναν από την πρώτη κιόλας μέρα. Μόνο τις πρώτες μέρες έκανε τα γλυκά μάτια στον πατέρα του.

    Νιόπαντροι ήταν ακόμη. Μετά… μετά τον καβάλησε κι' αυτόν για τα καλά μέχρι που τον ξέκανε. Τώρα ξέκανε την περιουσία του το βιός του και κόντευε να τα αποτελειώσει. Σε λίγο δεν θα είχε απομείνει ούτε πεντάρα τσακιστή με τον ρυθμό που τα ξόδευε. Καλά που ο ίδιος είχε πάρει τα μέτρα του από την αρχή.

    Θα φύγω, είχε αποφασίσει μια μέρα. Ήταν λίγες ώρες μετά από το μνημόσυνο που είχε γίνει για τον πατέρα του, ένα χρόνο μετά το χαμό του.

    Το μνημόσυνο είχε γίνει. Δεν το έκανε η χήρα του. Ο παπα-Λάμπρος το έκανε.

    Σάββατο απόγευμα ήταν. Πήγε και την βρήκε στο σπίτι της. Τα παιδιά ήταν στο μέσα δωμάτιο. Τι έκαναν; Ποιος ξέρει; Ποιός νοιαζόταν για τα παιδιά;

    Πέρασε ένας χρόνος που χήρεψες, της είχε πει. Δεν θα του κάμεις ένα μνημόσυνο του άντρα σου;

    Ε καν' του, είχε απαντήσει η Μάγδα και ούτε που νοιαζόταν: Θα γίνει; Δεν θα γίνει μνημόσυνο; Να κι' αν γίνει να κι' αν δεν γίνει. Πάντως είχε την διακριτική ευγένεια και παραβρέθηκε στο μνημόσυνο του άντρα της. Να έτσι δηλαδή, για τα μάτια του κόσμου. Να μην έχουν να λένε.

    Αλλά και που πήγε στο μνημόσυνο ο κόσμος στο χωριό πάλι είχε να λέει. Και πως να μη λέει τόσο ξετσίπωτη που ήταν.

    Θα φύγω, είχε αποφασίσει εκείνη τη μέρα ο Γρηγόρης, σαν γύρισαν από τα μνήματα μετά το μνημόσυνο. Μετά όμως το σκέφτηκε πιο καλά και άλλαξε την απόφασή του.

    Θα φύγουμε.

    Πού και πώς να άφηνε τον Βασιλάκη και την μικρή Ρηνιώ, τα αδέρφια του στα χέρια της μέγαιρας. Εδώ ο ίδιος, δώδεκα χρονών παλικάρι και δεν μπορούσε να την αντέξει άλλο. Πώς θα ζούσαν μαζί της τα μικρά αδέρφια του;. Άσε που μπορεί να τα ξέκανε κι' αυτά όπως είχε ξεκάνει τον πατέρα του. Αυτή η γυναίκα δεν είχε ούτε ιερό ούτε όσιο. Ο διάβολος είχε θρονιαστεί στην ψυχή της. Και τώρα σε λίγο τα πράγματα θα γινόταν χειρότερα. Το κομπόδεμα θα τέλειωνε. Μήτε να φάνε, μήτε να πιούνε θα είχαν άλλο.

    Πώς θα επιβίωνε εκείνη χωρίς λεφτά; Αυτό δεν τον ένοιαζε καθόλου, αν και ήξερε. Εκείνη είχε χρυσορυχείο ανάμεσα στα μπούτια της. Ντρεπόταν μ' αυτή του τη σκέψη. Μικρό παιδί ήταν ακόμη, αλλά η ζωή τον είχε κάνει μεγάλο. Εξάλλου δεν ήταν και λίγες οι φορές που η Μάγδα είχε κουβαλήσει τον γκόμενοι και μέσα στο σπίτι τους.

    Κλεινόταν με τα μικρά του αδέρφια μέσα στην κάμαρά τους και προσπαθούσε να τα ξεγελάσει με ψέματα.

    Η καημενούλα η Ρηνιώ έβαζε τα κλάματα, λες και ψυχανεμιζόταν ότι κάτι κακό γινόταν στην διπλανή καμάρα.

    Καν' το να σκάσει, τσίριζε η σκύλα από δίπλα, παραδομένη στο πάθος της, να μην την ενοχλεί το κλάμα του μωρού.

    Την έπαιρνε στην αγκαλιά του ο Γρηγόρης, την κουνούσε απαλά-απαλά, έσκυβε στο αφτί της και της έλεγε ψιθυριστά ένα νανούρισμα, να αποκοιμηθεί, να μην ακούει. Πάντα το ίδιο νανούρισμα της τραγουδούσε. Αυτό που είχε μάθει από την άγια του μητέρα, όταν εκείνη τον νανούριζε, μωρό ακόμη.

    Μόνο τα λόγια είχε αλλάξει λίγο. Το νανούρισμα της μάνας του έλεγε για μια ρήγισσα και την βασιλοπούλα την κόρη της. Στη Ρηνιώ έλεγε για τον βασιλιά και για τον γιό του τον πρίγκιπα.

    Τι κάνει η μαμά και βογγάει; Ποιος είναι ο άλλος; Τον ρωτούσε ο Βασιλάκης, κι' αυτός απαντούσε:

    Είναι άρρωστη. Ο άλλος… ο κύριος που ήρθε μαζί της είναι ο γιατρός και προσπαθεί να την γιατρέψει.

    Μισή αλήθεια μισό ψέμα. Δεν ήταν ο γιατρός, αλλά προσπαθούσε να γιατρέψει την ερωτική της αδηφαγία. Την αχορτασιά της στο κρεβάτι.

    Κι' ο μικρός ο Βασιλάκης όμως λάθος τα έλεγε:

    Δεν ήταν η μαμά. Ήταν η μητριά.

    Η μαμά ήταν κάπου αλλού. Κάπου ψηλά με τους αγγέλους. Γιατί έτσι είναι: Οι άγγελοι της γης σαν πεθάνουν πάνε και κάνουν συντροφιά με τους αγγέλους του ουρανού. Έτσι τη θυμόταν τη μητέρα του ο Γρηγόρης. Έτσι είχε τη ζωγραφιά της στο μυαλό του: Άγγελος στην ψυχή, Άγγελος και στη μορφή. Πανέμορφη ήταν.

    Ο μικρός Βασιλάκης την θυμόταν πιο λίγο. Τεσσάρων χρονών ήταν όταν την έχασαν. Η Ρηνιώ δεν την θυμόταν καθόλου. Τη στιγμή που η Ρηνιώ ερχόταν στη ζωή η μητέρα της έφευγε για την αιωνιότητα. Είχε πεθάνει στη γέννα.

    Τώρα… δεν ήξερε, μα ίσως έτσι να ήταν. Ο πατέρας του και η μητέρα του ίσως να ήταν μαζί στον ουρανό. Δεν ήξερε αν οι πεθαμένοι ανταμώνουν, αλλά αν αντάμωναν και ήταν μαζί σίγουρα θα ήταν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι, τόσο όσο ήταν και εδώ, στη γη, τα λίγα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί. Μόνο οκτώ χρόνια είχαν ζήσει μαζί. Εφτά χρονών ήταν αυτός όταν την έχασε. Τώρα, αν ήταν πάλι μαζί σίγουρα θα ήταν ευτυχισμένοι, αρκεί να μην μπορούσαν να δουν τι γίνεται εδώ κάτω. Εδώ στη γη. Αν έβλεπαν την κατάντια τους και το μαρτύριο που τραβούσαν από τη μέγαιρα μητριά τους σίγουρα θα ήταν πολύ λυπημένοι.

    Άνοιξε την πόρτα και έκανε να βγει. Πίσω του περίμεναν να βγουν με τη σειρά τους ο Βασιλάκης και η Ρηνιώ. Ο κρύος αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Νοέμβρης ήταν ακόμη στις πρώτες του μέρες, αλλά τι Νοέμβρης! Αυτός ο Νοέμβρης μάλλον θα είχε τσακωθεί με τα αδέλφια του, με τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη και είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο του χειμώνα. Πριν τρεις μέρες είχε κάνει και το πρώτο χιόνι. Στο χωριό ίσα-ίσα που το είχε στρώσει ένα δάχτυλο μόνο. Την άλλη μέρα με τις πρώτες ηλιαχτίδες το είχε λιώσει, αλλά το βουνό παραπέρα, πέρα από τον κάμπο, ήταν κάτασπρο μέχρι κάτω στους πρόποδες.

    Τα σχολεία είχαν αρχίσει πριν δύο μήνες, αλλά μόνο ο Βασιλάκης πήγαινε φέτος στο σχολείο. Αυτός το είχε τελειώσει το Δημοτικό, αλλά το να συνεχίσει στο Γυμνάσιο ήταν πια ένα άπιαστο όνειρο.

    Πήγε να βγει μα το μετάνιωσε. Έκλεισε την πόρτα και έκανε ένα βήμα πίσω.

    Καθίστε λίγο, είπε στα αδέλφια του. Ακόμη νύχτα είναι. Φεύγουμε σε λίγο.

    Δεν ήταν ούτε η νύχτα που τον τρόμαξε ούτε ο κρύος αέρας που κατέβαινε από το βουνό. Άλλο ήταν που τον σταμάτησε. Οι αναμνήσεις τον φρενάρισαν.

    Οι αναμνήσεις που είχαν στοιχειώσει στο μυαλό του από τη στιγμή που κατά τύχη βρήκε τα στέφανά τους.

    Ετοίμαζαν τα μπογαλάκια τους για την απόδραση. Είχαν ανοίξει δυο παιδικές κουβέρτες και έβαζαν μέσα ότι έκριναν πως είναι χρειαζούμενο. Κυρίως ρούχα. Σε μια γωνιά της ντουλάπας, στριμωγμένο πίσω-πίσω βρήκε και το κουτί με τα στέφανα. Τα στέφανα του γάμου της μάνας του και του πατέρα του. Χωρίς να το πολυσκεφτεί τα έριξε μέσα στον μπόγο. Ότι είχε απομείνει από αυτούς. Καλά που δεν τα είχε βρει η μητριά τους. Αν τα είχε βρει σίγουρα θα τα είχε κάψει στο τζάκι. Και τα δικά της τα στέφανα τα είχε πετάξει. Μια μέρα μετά το γάμο της.

    Άχρηστα πράματα, είχε πει και τα έβαλε στον τενεκέ με τα σκουπίδια.

    Δεν τον σταμάτησε ούτε η νύχτα ούτε το κρύο. Δεν ήθελε να χάσει ότι μεσ' στο μυαλό του έτρεχε. Ήξερε πως περπατώντας δεν μπορείς να αναπολείς. Το περπάτημα και το κρύο θα έδιωχναν απ' το μυαλό του τις όμορφες στιγμές. Τις όμορφες στιγμές του τότε και από πιο πριν. Το πιο πριν του το είχε πει ο πατέρας του. Σαν ιστορία, σαν παραμύθι. Πνιγμένος από τον πόνο για τον χαμό της και νοσταλγώντας την αγάπη που είχε δώσει στην Ειρήνη και που είχε δεχτεί από αυτή, τους έπαιρνε στα γόνατα και τους μιλούσε για το τότε. Για το πώς τη γνώρισε, πως την αγάπησε και πως την έκανε γυναίκα του. Για το πώς εκείνη με τον μαγικό της τρόπο είχε μεταμορφώσει όλα τα ζώα της ζωοπανήγυρης, τα μουλάρια, τις αγελάδες, τα άλογα και τα γαϊδούρια σε μικρά ζωάκια του δάσους.

    Το μετά από το τότε, τα εφτά χρόνια τα είχε ζήσει κι' ο ίδιος μαζί της. Τα πιο πολλά τα θυμόταν. Εφτά χρόνια βίωνε την αγάπη και τη στοργή της μάνας του και του πατέρα του. Εφτά χρόνια, όσα και τα θαύματα του κόσμου. Εφτά χρόνια γεμάτα θαύματα. Έτσι ήταν η μητέρα του. Μια καλή νεράιδα που μόνο θαύματα ήξερε να κάνει. Θαύματα αγάπης, στοργής, λατρείας, Μετά… εκείνη έφυγε και έμεινε για λίγα χρόνια με την αγάπη του πατέρα του μόνο και με τις ιστορίες του για εκείνη. Το μόνο που είχε μείνει από εκείνη ήταν η φωτογραφία της, η μορφή της, βαθιά χαραγμένη στο μυαλό του. Η μορφή της ήταν ζωγραφισμένη και στα δύο μπλοκ ιχνογραφίας που είχε ρίξει μέσα στο μπόγο με τα ρούχα τους.

    Δεν ήταν καλός στις προσωπογραφίες και οι ζωγραφιές της δεν της έμοιαζαν πολύ, αλλά όταν τις έβλεπε ήξερε ότι ήταν εκείνη. Εξάλλου και ο πιο καλός ζωγράφος του κόσμου δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει την ομορφιά της σε μια ζωγραφιά.

    Τα τρία πρώτα χρόνια που ορφάνεψαν από μάνα, τα έπαιρνε στην αγκαλιά του ο πατέρας τους ο Θάνος και τα μιλούσε για εκείνη. Ο Γρηγόρης, μεγάλο παιδί ήταν πια, σχεδόν δέκα χρόνων, τα καταλάβαινε όλα. Ο Βασιλάκης που ήταν επτά χρονών άλλα καταλάβαινε και αρκετά του ξέφευγαν. Η καημένη η Ρηνιώ δεν καταλάβαινε τίποτε. Τον πρώτο χρόνο μόνο έκλαιγε και έβρισκε παρηγοριά στο μπιμπερό της. Μετά, μόνο μπουσουλούσε στο πάτωμα και δεν καταλάβαινε τίποτε απ' τα λεγόμενα του πατέρα τους.

    Είκοσι πέντε χρονών ήταν. Μετά που είχε γυρίσει από τον στρατό είχε αναλάβει τα πάντα. Όλο το βάρος από το βιός τους και όλη τη φροντίδα την είχε πάρει επάνω του. Όχι πως ο πατέρας του δεν έκανε τίποτε. Και πώς να μη κάνει άλλωστε; Μιας ζωής αγώνας, μιας ζωής δουλειά δεν τα παρατάς από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά γέρος άνθρωπος ήταν πια και που να τα προλάβει. Άσε που τον είχαν πιάσει και οι ρευματισμοί. Στην ηλικία του και με την υγεία του έτσι κι' έτσι, πώς να νοιαστεί για δεκαπέντε αγελάδια που είχαν στο στάβλο και για τα τέσσερα μοσχάρια. Εντάξει είχε και τον υποτακτικό του τον κυρ-Νίκο, αλλά πόσο θα πήγαινε κι' αυτός; Εξήντα δύο χρονών άνθρωπος ήταν. Μισά έκανε και μισά δεν έκανε.

    Έτσι όλη την δουλειά την πήρε στις πλάτες του ο γιός και, να μα το Θεό, δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα. Πολλές φορές ο γιος είχε αντίθετη γνώμη από τον πατέρα, αλλά πάντα του γέρου γινόταν.

    Δεν θα σκωθούν τώρα τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι, έλεγε ο γιός και πάντα γινόταν αυτό που έλεγε ο πατέρας. Έτσι, μόνο και μόνο για χατίρι του.

    Σε όλα του έκανε το χατίρι εκτός από ένα πράγμα.

    Αντε βρε παλικάρι μου, να βρεις μια γυναίκα να νοικοκυρευτείς κι' εσύ να δω και κανα αγγόνι κι' εγώ.

    Εντάξει ρε πατέρα, του απαντούσε, δεν μας πήραν δα και τα χρόνια. Θα 'ρθει και η καλή η ώρα καθώς λες. Τι να βιαζόμαστε;

    Μωρέ και ο ίδιος βιαζόταν, γιατί την γυναικεία τη γλύκα δεν την είχε ζήσει στα καλά της, αλλά… στο χωριό καμία δεν του γυάλιζε.

    Δυο φορές την είχε ζήσει τη γυναίκα στο κρεβάτι, κι' αυτό… σχεδόν με το ζόρι.

    Φαντάρος ήταν στο τάγμα πεζικού της Τρίπολης.

    Έλα ρε πάμε, τον είχαν ζορίσει δυο συνάδελφοι και τον τράβηξαν, με το ζόρι σχεδόν, στα μπουρδέλα. Πήγε μόνο και μόνο για να μην έχουν να λένε, αλλά δεν ήταν και άσχημα. Πάντως δεν ήταν όπως ο ίδιος το ήθελε. Όπως το φανταζόταν. Όπως το περίμενε. Καλές, στοργικές ήταν οι πουτάνες, ιδίως με έναν πρωτάρη, αλλά αυτός αλλιώς τον ήθελε τον έρωτα.

    Η μόνη που του γυάλιζε κάπως στο χωριό ήταν η Φρόσω, αλλά… Ντροπή είναι και δεν κάνει, έλεγε στον εαυτό του.

    Το ντροπή και το δεν κάνει τα έλεγε για χάρη του φίλου του του Αποστόλη. Εξάλλου το έβλεπε: Πολύ την γλυκοκοίταζε τη Φρόσω ο Απόστολος άλλα και η Φρόσω δεν πήγαινε παραπίσω. Μια Κυριακή απόβραδο, καθώς σουλάτσαραν κάνοντας βόλτα στην πλατεία και στον κεντρικό δρόμο του χωριού του τα έριξε: Ε φώς φανάρι ήταν πια. Κόντευε να κολλήσει στο δρόμο απ' τα σιρόπια που τρέχαν από τα μάτια και των δυων τους.

    Τι τρέχει ρε με τη Φρόσω; Τον είχε ρωτήσει.

    Ε…, απάντησε Απόστολος.

    Τι πιο μεγάλη επιβεβαίωση από ένα Ε;

    Δεν βαριέσαι; Έχει κι' αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, είχε σκεφτεί, αλλά στο χωριό άλλη πορτοκαλιά δεν έβρισκε. Πάντως με καμιά δύναμη δεν θα έκλεβε τη Φρόσω από τον φίλο, κι' ας ήταν να είναι η μοναδική γυναίκα που είχε απομείνει στην γη. Άσε που δεν χρειαζόταν κιόλας να προσπαθήσει καθόλου ούτε και να παιδευτεί. Πανεύκολο ήταν. Αρκεί να έστελνε τα προξενιά του στη μάνα και στον γέρο της Φρόσως. Με το ζόρι, με το στανιό θα την πάντρευαν μαζί του, γιατί νοικοκύρη σαν κι' αυτόν δεν θα εύρισκαν άλλον. Αλλά είπαμε: Κλέφτης δεν ήταν.

    Ο ίδιος δεν ήταν κλέφτης, αλλά… υπήρχαν κάτι κλέφτρες κάτσε καλά. Μια τέτοια τον έκλεψε. Όχι μόνο τον έκλεψε, αλλά τον λεηλάτησε κιόλας και από πάνω του έβαλε και φωτιά. Στην καρδιά του έβαλε φωτιά και του είχε κλέψει το μυαλό.

    Δυο μέρες αλλού ήταν αυτός κι' αλλού ήταν το μυαλό του. Μήτε τα άρμεξε σωστά τα γελάδια, μήτε τα τάισε καλά, μήτε καθάρισε το σταύλο. Τα φόρτωσε όλα στον καημένο τον κυρ-Νίκο, παρά τα χρόνια του, να βγάλει αυτός όλη τη δουλειά.

    Δυο βράδια δεν έκλεισε μάτι. Ο πυρετός του έκαιγε το κορμί και στο μυαλό του είχε παραισθήσεις.

    Μα τι στην ευχή; Άρρωστος ήταν; Ίσως να είναι και αρρώστια, μα πάντως οι γιατροί δεν ξέρουν καμιά αρρώστια με το όνομα έρωτας, καψούρεμα, νταλγκάς ή καρδιοχτύπι. Τα συμπτώματα του όμως αρρώστια μαρτυρούν. Ταχυκαρδία και κάψιμο στο μυαλό.

    Την τρίτη μέρα δεν άντεξε άλλο και έστειλε προξενιό. Η κυρά Κούλα, η χωριανή του, μανούλι ήταν στα προξενιά. Σίγουρα θα τα κατάφερνε. Πήγε πρωί-πρωί και την βρήκε. Είχε νοικιάσει και τη σούστα του χωριού να την πάει και να την φέρει πίσω.

    Σε ποιά να πάω τα προξενιά σου γιόκα μου; τον είχε ρωτήσει. Έλα ντε! Σε ποια; Μήτε το όνομα της δεν ήξερε.

    Η κόρη του Σταύρακα και της Αναστασίας είναι, του είχανε πει, όταν ρώτησε:

    Ποια είναι αυτή με το άσπρο φουστάνι; και δεν περίμενε ν' ακούσει ανθρώπου όνομα. Άμα του λέγανε πως είναι ουρί του παραδείσου, άγγελος που κατέβηκε στη γη απ τον ουρανό, αερικό που ήρθε από τα παραμύθια, νεράιδα που βγήκε στη στεριά, πιο πολύ θα τους πίστευε. Αλλά πως τη λέγανε δεν ήξερε. Με τη ζαλάδα που του ήρθε σαν την αντίκρισε, αυτό ξέχασε να το ρωτήσει. Αλλά… όπως και να την λέγανε, αυτή και μόνο αυτή ήθελε για γυναίκα του.

    Απ' τα χαράματα είχε κινήσει για να πάει στη ζωοπανήγυρη που γινόταν στο διπλανό χωριό. Δυο ώρες δρόμος ήταν με τα πόδια κι' αυτός έτσι είχε κινήσει· με τα πόδια. Ίσως να γύριζε καβάλα σε άλογο αν εύρισκε κανένα του γούστου του. Ένα άλογο του χρειαζόταν. Το άλλο, αυτό του πατέρα του, ο Παππούς όπως το είχε βαφτίσει ήταν πια ντιπ άχρηστο. Το είχαν παραπάρει τα χρόνια. Όχι καβαλάρη δεν σήκωνε στη ράχη του, αλλά ίσα-ίσα που στεκόταν στα πόδια του.

    Τι το κρατάς; Γιατί δεν το σκοτώνεις να πάει στο καλό του; του έλεγαν οι φίλοι και οι χωριανοί, αλλά αυτός δεν έκανε καρδιά για τέτοιο πράμα. Καλός φίλος ήταν ο Παππούς. Και πόσες φορές δεν τον είχε καβαλήσει. Μαζί με τον πατέρα του, στην αγκαλιά του όταν ήταν πολύ μικρός. Μετά σαν αντρώθηκε λιγάκι πάλι μαζί με τον γέρο του, πισωκάπουλα τώρα. Σαν έφηβος… κι' αν δεν είχε πάει σε πανηγύρια καβάλα στον Παππού. Και τώρα τι; Να τον σκοτώσει; Δεν άντεχε η καρδιά του.

    Όσο στέκεται στα ποδάρια του θα τον νταντεύω, είχε πει. Μετά… άμα θα κάτσει κάτω… θα του φυτέψω μια σφαίρα πίσω απ' τ' αφτί, να πάει μια ώρα αρχύτερα να μη τυραννιέται. Τον είχε δεμένο μέσα στο παχνί, τον πότιζε του έβαζε να φάει σανό και κριθάρι. Με το κριθάρι δεν τα κατάφερνε καλά ο Παππούς, γιατί τα δόντια του είχαν παρασκεβρώσει, αλλά με το σανό κάτι γινόταν. Τον μασουλούσε σιγά-σιγά. Πότε-πότε πήγαινε, του χάιδευε τη μουσούδα, του χτένιζε και τη χαίτη, αλλά η χαίτη του μαδούσε τόσο πολύ που το παράτησε κι' αυτό. Να τον καβαλήσεις; Ούτε λόγος να γίνεται.

    Έψαχνε λοιπόν μέσα στη ζωοπανήγυρη να βρει κανένα καλό άτι και καμιά καλή αγελάδα να αγοράσει. Το μάτι έπαιζε από ζώο σε ζώο, αλλά κάποια στιγμή δεν μπορούσε να δει μήτε ζώο μήτε τίποτε. Το μόνο που έβλεπε ήταν μια θεά.

    Μέσα στο άσπρο της φουστάνι, με ένα ψαθάκι στα μαλλιά και με την αέρινη περπατησιά της, από μακριά, σαν αερικό του φάνηκε και σ' όλο το χώρο τριγύρω έπαψαν να υπάρχουν αγελάδια, κατσίκια και άλλα μηρυκαστικά. Μήτε άλογα, μήτε μουλάρια ούτε γαϊδούρια υπήρχαν. Λες και τα ζωντανά ήταν βγαλμένα τώρα μέσα από ένα παραμύθι μιας καλής παραμυθούς και είχαν γίνει αγριοκούνελα, και σκίουροι, ζαρκάδια και πουλιά, μέσα σε ένα μαγεμένο δάσος. Στο δάσος της ζωοπανήγυρης. Όλα είχαν αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη. Όλα τα είχε αλλάξει εκείνη και η παρουσία της.

    Σαν την πλησίασε ζαλίστηκε για τα καλά. Το πρόσωπό της, τα μάτια της, ο λαιμός της, τα μαλλιά της, η μυτούλα της, το μέτωπό της τα φρύδια της, τα… τα…. Μα τι να σας τα λέω τώρα; Δεν είναι καιρός να σας πιάσει κι' εσάς καμιά ζαλάδα.

    Ποιά είναι αυτή η κοπελιά με το άσπρο φουστάνι; ρώτησε, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ρώτησε αυτό ακριβώς, ή αν είχε ρωτήσει κάτι άλλο: Ποιά είναι αυτή η θεά; ποιά είναι αυτή η οπτασία ή κάτι τέτοιο και παρόμοιο.

    Η κόρη του Σταύρακα και της Αναστασίας είναι του είχαν πει.

    Την κόρη του Σταύρακα και της Αναστασίας να πάς να βρεις και πες τους πως μήτε προίκα θέλω μήτε τίποτε. Μόνο την ίδια, είπε στη κυρα-Κούλα την προξενήτρα, καθώς την ξεπροβόδιζε να πάει τα προξενιά του.

    Με τη σούστα πήγε η κυρία Κούλα η προξενήτρα στο άλλο χωριό, με την σούστα γύρισε. Τα προξενιά του πήγε στην κόρη του Σταύρακα και της Αναστασίας με τα προξενιά του γύρισε πίσω. Το μόνο που έφερε πίσω ήταν το όνομά της:

    Ειρήνη τη λένε, του είχε πει, αλλά τα μαντάτα ήταν κακά. Η ίδια η Ειρήνη της είχε πει:

    Πέστε του χαιρετίσματα πως εγώ με προξενιό δεν παντρεύομαι. Άμα δεν αγαπήσω άντρα δεν πρόκειται να παντρευτώ και η κυρία Αναστασία ή μάνα της το επιβεβαίωσε:

    Αχ κυρία Κούλα μου, σ' ευχαριστούμε για τα προξενιά σου, αλλά τι να πω; Ξέρεις πόσα και πόσα προξενιά τα γυρίσαμε πίσω; Αγύριστο κεφάλι αυτή η θυγατέρα μου και όπως πάει, τη βλέπω να μένει στο ράφι.

    Την Κυριακή πρωί-πρωί πήγε και ξύπνησε τον πατέρα του. Ο γέρος αλαφιάστηκε. Κάτι κακό, συλλογίστηκε, αλλά δεν ήταν για κακό. Μάλλον για καλό ήταν.

    Φεύγω, του είπε. Πάνε στο σταύλο και κάτσε λίγο στο πόδι, αλλά μη ζοριστείς. Λάου-λάου και ήσυχα.

    Που πάς; Απόρησε ο γέρος. Κυριακή χαράματα κι' αυτός στο δρόμο. Παράξενα πράματα.

    Πάω να σου φέρω νύφη, του αποκρίθηκε.

    Αμήν και πότε, είπε ο γέρος και πετάχτηκε απ' τα στρωσίδια του λες και ήταν είκοσι χρονών ξεπεταρούδι.

    Καβάλησε το καινούργιο άλογό του και δρόμο για το χωριό της Ειρήνης, να προλάβει την εκκλησία πριν να απολύσει.

    Σαν έβγαινε από την εκκλησία, ανάμεσα στον κυρ-Σταύρακα τον πατέρα της και στην κυρα-Αναστασία τη μάνα της, έφεξε ο κόσμος όλος. Τους πήρε στο κατόπι, να μάθει που είναι το σπίτι τους. Στο δρόμο δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από 'πάνω της. Στο δρόμο, δυο φορές στράφηκε πίσω η Ειρήνη να τον δει, λες και η ματιά του την γαργαλούσε στην πλάτη της.

    Το απόβραδο την αντάμωσε στη βόλτα. Ήταν μαζί με δυο φιλενάδες της. Τις πήρε πάλι από πίσω, αλλά δεν άντεξε. Πήγε κοντά τους.

    Θαρρώ πως είσαι η Ειρήνη, η κόρη του Σταύρακα και της Αναστασίας, της είπε καθώς βρέθηκε πίσω της και πολύ κοντά της. Τι ήθελε και την πλησίασε τόσο; Τα πόδια του ήταν έτοιμα να λιώσουν, να πέσει χάμω να σωριαστεί. Η καρδιά του… λίγο ακόμη και θα του έβγαινε από το στόμα, έτσι τρελά

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1