Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

π. Ευμένιος - Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός: «Τίποτε δεν αγάπησε ο Θεός, όσο αγάπησε τον άνθρωπο»
π. Ευμένιος - Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός: «Τίποτε δεν αγάπησε ο Θεός, όσο αγάπησε τον άνθρωπο»
π. Ευμένιος - Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός: «Τίποτε δεν αγάπησε ο Θεός, όσο αγάπησε τον άνθρωπο»
Ebook355 pages3 hours

π. Ευμένιος - Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός: «Τίποτε δεν αγάπησε ο Θεός, όσο αγάπησε τον άνθρωπο»

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

«Η αγάπη του Θεού μας χρειάζεται. Κι όταν αγαπούμε τον Θεό, αγαπούμε και τον πλησίον. Εκεί είναι η πηγή απ' όπου όλα πηγάζουν. Ο άνθρωπος αισθάνεται ότι πετά στον ουρανό, ότι έχει φτερά και πετά, όταν έχει αγάπη Θεού, όταν αγαπά. Δεν μπορεί να κάνει καλό έργο χωρίς αγάπη. Πώς θα βοηθήσουμε κάποιον, αν δεν τον αγαπούμε; Όποιος αγαπά τον Θεό, υποχρεωτικά θα αγαπά και τους ανθρώπους. Για την αγάπη δεν χρειάζεται να πληρώσουμε, δεν χρειάζεται να πάμε ταξίδι να τη βρούμε. Δωρεά είναι η αγάπη.»
Γνωρίστε τον Γέροντα, τον οποίο ο άγιος Πορφύριος είχε ονομάσει «κρυφό Άγιο της εποχής μας». Κληρικοί, μοναχοί και μοναχές, καθώς και πλήθος απλών ανθρώπων καταθέτουν βιογραφικά στοιχεία για τον Γέροντα, αναμνήσεις βιωμάτων από την συναναστροφή μαζί του, θαυμαστά γεγονότα, λόγους οικοδομής που άκουσαν από το στόμα του, φωτογραφίες και επιστολές του.
LanguageΕλληνικά
Release dateDec 21, 2018
ISBN9788829579853
π. Ευμένιος - Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός: «Τίποτε δεν αγάπησε ο Θεός, όσο αγάπησε τον άνθρωπο»

Read more from Σίμων Μοναχός

Related to π. Ευμένιος - Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός

Related ebooks

Reviews for π. Ευμένιος - Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

3 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    π. Ευμένιος - Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός - Σίμων Μοναχός

    Πρίν ἀπό χρόνια βρέθηκα στό Λεπροκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν μαζί μέ ἕνα γνωστό μου, γιά νά δοῦμε μία συγγενῆτου. Τότε αὐτός, κάποια στιγμή, μοῦ εἶπε: «Ἐδῶ ὑπάρχει ἕνας καλός Παππούλης. Θέλεις νά πᾶμε νά πάρουμε τήν εὐχή του;». Καί δέχθηκα.

    Καθώς προχωροῦσα μέσα στόν Ναό τοῦ νοσοκομείου, ὅπου μᾶς εἶπαν ὅτι βρισκόταν ὁ Γέροντας, βλέπω νά βγαίνη ἀπό τή βορεινή Πύλη τοῦ Ἱεροῦ μία σεβασμία καί γλυκειά μορφή ἑνός κληρικοῦ. Ἦταν ὁ πατήρ Εὐμένιος, ὁ ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ.

    Φιλήσαμε τό χέρι του, μέ ρώτησε τό ὄνομά μου καί μοῦ ἔδωσε μία προσωπική εὐχή.

    Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη μου συνάντησι μέ τόν μεγάλο παππούλη Εὐμένιο, τόν «κρυφό Ἅγιο τῆς ἐποχῆς μας», ὅπως τόν ὠνόμασε ὁ ἐπίσης μεγάλος Ἅγιος πατήρ Πορφύριος.

    Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ξαναπῆγα στόν πατέρα Εὐμένιο. Μέ εἶχε ἑλκύσει τό φωτεινό του πρόσωπο, πού ἀκτινοβολοῦσε μία ἀπέραντη γαλήνη καί γλυκύτητα.

    Τόν καιρό ἐκεῖνο δέν εἶχα πνευματικό καί τόν ρώτησα, ἄν θά μποροῦσα νά ἐξομολογηθῶ.

    «Ναί, βεβαίως, ἄν θέλετε;»

    Ὅταν πλησίασα κοντά του, μοῦ λέει, μέ μία τρυφερή πατρική φωνή: «Τί ἔχεις, Κωνσταντῖνε μου;».

    Ἀκούγοντας αὐτή τή φράση, αἰσθάνθηκα ἀμέσως βαθειά ψυχική ἀγαλλίαση καί ἔμεινα γιά λίγα λεπτά σιωπηλός.

    Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ὁ πνευματικός μου σύνδεσμος μέ τόν Παππούλη μοῦ ἄλλαξε ὁλόκληρη τή ζωή καί διατηρήθηκε μέχρι τήν κοίμησί του.

    ............................

    Ὅσο ζοῦσε ὁ πατήρ Εὐμένιος δέν εἶχα ποτέ σκεφθῆ ὅτι θά ἔγραφα τόν βίο του, ὥστε νά φροντίσω νά συλλέγω στοιχεῖα, νά κρατῶ σημειώσεις. Μοῦ ἀρκοῦσε νά εἶμαι κοντά του καί νά τόν ἀκούω. Ἄλλοι, ὅμως, κρατοῦσαν σημειώσεις, συγκέντρωναν φωτογραφικό ὑλικό, μαγνητοφωνοῦσαν συνομιλίες μαζί του. Πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς ἔθεσαν στήν διάθεσί μας αὐτό τό ὑλικό. Ἀφοῦ τοῦ ἔγιναν οἱ ἀπαραίτητες διορθώσεις καί διασταυρώσεις καί ἀξιολογήθηκε κατά δύναμιν, ἀπετέλεσε τήν βάσι διά τόν ἀπαρτισμό αὐτοῦ τοῦ τόμου – ἀντιδώρου εὐγνωμοσύνης πρός τόν ἅγιο Γέροντά μας.

    ............................

    Τό ἔργο, πολύ δύσκολο καί ἀρκετά ὑπεύθυνο, ἀνεβλήθη ἀρκετές φορές. Δέν εἶναι εὔκολο νά ἱστορηθῆ ἕνας Ἅγιος μέ τόσα χαρίσματα...

    Ἔγραφον τῇ μνήμῃ

    τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου

    καί Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου,

    σωτηρίου ἔτους 2009.

    Σίμων μοναχός

    ἐλάχιστος

    πειρες εὐχαριστίες ἀναπέμπομε στόν Πανάγαθο Τριαδικό Θεό μας, πού μᾶς ἀξίωσε νά προβοῦμε ἤδη στήν ἕκτη ἔκδοσι τοῦ βιβλίου μας, γιά τό κεχαριτωμένο παιδί Του, τόν σεβαστό καί πολυαγαπημένο Πατέρα μας Εὐμένιο.

    Πιστεύουμε, ὅτι τό βιβλίο αὐτό θά ἀποτελέση ψυχωφελές ἀνάγνωσμα γιά ὅλο καί περισσότερα εὐσεβῆ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, καί θά φέρη ἀκόμη πιό κοντά στίς ἑλληνικές οἰκογένειες τήν μορφή τοῦ ἀγαπημένου καί οἰκείου τοῦ Θεοῦ Γέροντος Εὐμενίου, εἰς ἐνίσχυσι καί παρηγορία ὅλων μας στούς δύσκολους καιρούς πού περνοῦμε.

    Ὁ πατήρ Εὐμένιος διέλαμψε στήν ζωή του μέ ἕνα πλῆθος ἀρετῶν, τήν ἀκάματο ἐργατικότητά του καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη του στόν Θεό καί στούς ἀνθρώπους.

    Δέν πίστευε ἁπλῶς στόν Θεό, ἀλλά ἀγαποῦσε τόν Θεό. Εἶχε ὄντως τόν θεῖο ἔρωτα.

    Ἡ ἀγάπη του στούς ἀνθρώπους ἐπεκτεινόταν καί πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς πατρίδος μας καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔκλαιγε γιά θλιβερά γεγονότα καί ἄλλων, ἀκόμη καί ἀλλοθρήσκων, λαῶν.

    Ὅμως, παρ᾿ ὅλη τήν μεγάλη εὐαισθησία του στόν ἀνθρώπινο πόνο, ὁ Παππούλης μας στήν ζωή του ἦταν ἄνθρωπος χαρίεις καί γελαστός.

    Ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πιό πονεμένους ἀνθρώπους στήν ζωή αὐτή: ὀρφάνεψε ἀπό μικρό παιδί, στερήθηκε τήν στοιχειώδη μόρφωσι, ἀρρώστησε ἀπό τήν πιό φρικτή ἀρρώστια, τήν λέπρα, καί πολλές ἀκόμη ἀρρώστιες, μέχρι πού στό τέλος ἔμεινε καί τυφλός. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἦταν χαρούμενος στήν ζωή του καί πάντοτε μετέδιδε τήν χαρά καί τήν αἰσιοδοξία.

    Μέ τά πλούσια πνευματικά χαρίσματα, πού εἶχε δεχθῆ, ὁ Παππούλης μας εὐεργέτησε πολύν κόσμο σέ θέματα ὑγείας, τεκνογονίας, σχέσεων καί σέ ποικίλες ἄλλες δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς. Ἀκόμη καί μετά τήν κοίμησί του, συνεχίζει νά εἶναι πηγή εὐεργεσιῶν μέ θαυμαστούς τρόπους.

    Ὁ πατήρ Εὐμένιος, στό πέρασμά του ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, καλλιέργησε ἀνθρώπους καλούς καί ἄφησε σωστούς χριστιανούς στήν κοινωνία μας. Ἐπιθυμία του ἦταν νά κάνη, εἰ δυνατόν, ὅλους τούς ἀνθρώπους «οἰκιστάς τοῦ Παραδείσου», μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μας.

    Ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν συγκεκριμένο χῶρο καί χρόνο γιά τήν ἐξυπηρέτησι τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς.

    Εὐχαριστίες πολλές καί θερμές ὀφείλω στόν σεβαστό μου πνευματικό πατέρα, γιά τήν παρώτρυνσι καί ἐνίσχυσι στήν συγγραφή τοῦ παρόντος βιβλίου.

    Εὐχαριστῶ ὅλους ἐκείνους πού, μέ τήν ἀγάπη τους, βοήθησαν στήν συλλογή καί τήν ἐπεξεργασία τῶν πληροφοριῶν, πού ἀποτελοῦν τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ παρόντος πονήματος. Σέ αὐτή τήν ἔκδοσι, ὅπως εἶναι φυσικό, περιλαμβάνονται καί πληροφορίες ἀπό γεγονότα, πού δημοσιεύονται ἐδῶ γιά πρώτη φορά. Τά ὀνόματα ὅλων, ὅσων προσέφεραν ὑλικό ἀπό ἀναμνήσεις καί ἄλλα στοιχεῖα, ἀναγράφονται ἀλφαβητικῶς στό τέλος τοῦ βιβλίου.

    Εὐχαριστῶ τόν κ. Κωνσταντῖνο Νύκταρη, πού μᾶς παραχώρησε τήν εἰκόνα τοῦ ἐξωφύλλου, καί τόν κ. Ἀντώνιο Σαριδάκη, γιά τήν εὐγενῆ παραχώρησι κειμένου καί φωτογραφικοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό βιβλίο του «Ὁ Ἅγιος Γέροντας Εὐμένιος». Ἐπίσης εὐχαριστῶ θερμῶς τόν ἀδελφό μου Θεοφάνη καί τούς ἐκλεκτούς συνεργάτες του γιά τήν πολύτιμη βοήθειά τους.

    Ἔγραφον τῇ 26ῃ Mαρτίου 2018,

    ἡμέρᾳ τῆς Συνάξεως τοῦ Ἀρχιστρατήγου Γαβριήλ.

    Σίμων μοναχός

    ἐλάχιστος

    Ὁ π. Πορφύριος εἶπε γιά τόν Πατέρα Εὐμένιο:

    Ὑπάρχει ἕνας κρυμμένος Ἅγιος στό Αἰγάλεω, ὁ πατήρ Εὐμένιος. Αὐτός εἶναι Ἅγιος, ὄχι ἐγώ, πού βγῆκα στό κλαρί.

    Βρῆκες τόν πιό εὐγενικό Γέροντα. Τόν πιό ταπεινό πού ἔχει σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία. Καί βρῆκες καί τόν πιό ἁπλό ἄνθρωπο. Ὁ Εὐμένιος εἶναι Ἅγιος, Ἅγιος. Αὐτός ἔχει ἁγιωθῆ ἀπό τά παιδικά του χρόνια. Καί μέ τόν πόνο καί μέ τίς Ἀκολουθίες.

    Ἔχετε τόν Ἅγιο ἄνθρωπο ἐκεῖ κάτω καί ἔρχεστε σ᾿ ἐμένα;

    Ἐμένα μέ κάνατε Ἅγιο καί μέ γράψατε στίς ἐφημερίδες, ἀλλά ὑπάρχει ἕνας ἄλλος Ἅγιος Γέροντας, πού εἶναι κρυμμένος, καί αὐτός εἶναι ὁ γέροντας Εὐμένιος.

    Ὁ πατήρ Εὐμένιος ἔγινε καλά ἀπό τήν πίστι του... Εἶναι ὁ κρυφός Ἅγιος τοῦ καιροῦ μας.

    Ὁ πατήρ Εὐμένιος εἶναι ἀπό τίς πιό ἁγιασμένες μορφές πού ὑπάρχουν καί παίρνεις Χάρι καί μόνο νά τοῦ φιλήσης τό χέρι.

    – Ψάχνω νά βρῶ ἕναν ἄνθρωπο νά μοιραστῶ αὐτά πού ζῶ καί νά ἐξομολογηθῶ.

    – Ποιόν θέλεις νά σοῦ φέρω;

    – Τόν πατέρα Εὐμένιο.

    Ὁ πατήρ Εὐμένιος γεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1931 στό χωριό Ἐθιά τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου Κρήτης. Τό χωριό αὐτό ἀπέχει 38 χιλιόμετρα ἀπό τήν πόλι τοῦ Ἡρακλείου καί τώρα, μέ τόν καινούργιο δρόμο πού ἔγινε, ἡ διαδρομή εἶναι καί σύντομη καί εὐχάριστη.

    Τό χωριό Ἐθιά ἦταν πολύ ἄγονο καί οἱ κάτοικοί του μετοίκησαν στό χωριό Ροτάσι, πού εἶναι κάπως πιό εὔφορο. Τώρα, μέ τήν ἐπάνοδο τοῦ π. Εὐμενίου ἐκεῖ, δηλαδή μέ τήν ἐπάνοδο τοῦ σεπτοῦ καί πολυάθλου σκηνώματος τοῦ Ὁσίου πατρός μας, οἱ κάτοικοι ἄρχισαν νά ἐπανέρχωνται, νά κτίζουν τά γκρεμισμένα σπίτια τους καί νά συντηροῦν τά κάπως ἐγκαταλελειμμένα. Ἐκεῖ ἐκτίσθη καί τό περίφημο «ΣΠΙΤΙ ΑΓΑΠΗΣ», στόν χῶρο ὅπου ἦταν τό πατρικό σπίτι τοῦ πατρός Εὐμενίου, ἔγινε δέ μέ προσφορές πνευματικῶν του παιδιῶν.

    Τό χωριό Ἐθιά.

    Σ᾿ αὐτόν τόν χῶρο μπορεῖ νά πάη καί νά φιλοξενηθῆ ὅποιος θέλει, δωρεάν. Ἔχει ὅλες τίς σύγχρονες ἀνέσεις.

    Στήν Ἐθιά ὑπάρχουν δύο ἐκκλησίες: Ἡ κεντρική εἶναι ἀφιερωμένη στήν Παναγία μας. Ἐκεῖ ἡ Παναγία εἶχε ἐμφανισθῆ σάν γυναίκα ντυμένη στά μαῦρα κάποια ἡμέρα, πού ὁ πατήρ Εὐμένιος, μικρό παιδί τότε, ἄναβε τά κανδήλια τοῦ ναοῦ, καί τοῦ εἶπε: «Ἐσύ μιά μέρα θά γίνης Ἱερεύς». Ἐκεῖ, στόν αὔλιο χῶρο της, ἔμελλε νά εἶναι καί ὁ τάφος, ὅπου ἀναπαύεται τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Γέροντός μας. Ἡ δεύτερη ἐκκλησία εἶναι ἀφιερωμένη στόν Προφήτη Ἠλία καί στό τέμπλο της βρίσκεται ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας μας, ἔργο τοῦ περιφήμου ἁγιογράφου Στεφάνου Νικολαΐδη (1874). Ἐκεῖ κοντά ὑπάρχει καί ἁγίασμα.

    Τό «Σπίτι Ἀγάπης».

    Τό πατρικό σπίτι τοῦ γέροντος Εὐμενίου Σαριδάκη (ἐξωτερική ἄποψι).

    Ὁ ναός τῆς Παναγίας.

    Ὑπάρχουν καί πολλά μικρά ἐκκλησάκια, στά ὁποῖα ὁ πατήρ Εὐμένιος κατά καιρούς ἔστελνε χρήματα γιά τήν ἀνακαίνισί τους.

    Ὁ πατήρ Εὐμένιος ἦταν τό ὄγδοο καί τελευταῖο παιδί μιᾶς πολυμελοῦς καί πτωχῆς οἰκογενείας. Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καί Σοφία Σαριδάκη, ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι, εἶχαν ἑπτά παιδιά: τήν Ἑλένη, τόν Μιχαήλ, τήν Αἰκατερίνη, τόν Βασίλειο, τήν Ἁμαλία, τήν Μαρία καί τήν Εὐγενία. Ὁ Παππούλης μας, στήν βάπτισί του, πῆρε τό ὄνομα Κωνσταντῖνος.

    Ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας στήν Ἐθιά.

    Tό ἁγίασμα.

    Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος ὀρφάνεψε πολύ νωρίς ἀπό πατέρα. Ἦταν μόλις δύο ἐτῶν. Ἡ οἰκογένειά του ἔχασε τό στήριγμά της καί τόν προστάτη της. Ἡ μητέρα του ξενοδούλευε γιά νά θρέψη τά ὀκτώ ὀρφανά παιδιά της.

    Μετά ἦλθε ἡ γερμανική Κατοχή, πού δυσκόλεψε κατά πολύ τά πράγματα. Τά ἀδέλφια του, μεγαλώνοντας λίγο, δούλευαν ἐδῶ κι ἐκεῖ νά βοηθήσουν τήν οἰκογένεια, ἀλλά καί ὁ μικρός Κωνσταντῖνος βοηθοῦσε στίς ἀγροτικές ἐργασίες καί στίς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ, ὅπως καί ὅσο μποροῦσε. Αὐτό τό παιδί, παρ᾿ ὅλες τίς στερήσεις, τήν πεῖνα, τήν ἀνέχεια (ψωμάκι δέν χόρτασε ποτέ, παπούτσια φόρεσε στά δώδεκά του χρόνια), εἶχε ἕνα πρόσωπο πάντοτε φωτεινό καί γελαστό. Αὐτά τά χαρακτηριστικά τόν συνώδευσαν μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.

    Ὁ π. Εὐμένιος σέ μικρή ἡλικία.

    Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος ἦταν ἕνα πολύ σοβαρό παιδί. Ὁ ἐξάδελφός του καί συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ», Ἀντώνης Σαριδάκης, ἔλεγε ὅτι δέν ἔπαιζε μαζί τους, ὅπως τά ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας τους, ἀλλά πήγαινε στά ἐξωκκλήσια τῆς περιοχῆς, ἄναβε τά κανδήλια καί προσευχόταν ἐπί ἀτελείωτες ὧρες, ἀρκετές φορές καί ὅλη τήν νύχτα, μέχρι τοῦ σημείου νά ἀνησυχοῦν οἱ δικοί του.

    Στόν ναό τοῦ χωριοῦ τους, ὅπου πήγαινε καί βοηθοῦσε τόν ἱερέα, τά χρήματα, πού ἐκεῖνος τοῦ ἔδινε σάν μικρή βοήθεια, δέν τά ἔπαιρνε, ἀλλά ἔλεγε: «Ὄχι, παπα-Γιάννη, αὐτό δέν γίνεται. Δέν παίρνουμε ποτέ χρήματα ἀπό τήν ἐκκλησία». Τέτοιο ἦθος καί ὑψηλό φρόνημα εἶχε αὐτό τό μικρό παιδί.

    Τόν πατέρα Εὐμένιο ὁ Θεός τόν χαρίτωσε ἀπό τήν νηπιακή του ἡλικία διότι, βρέφος ἔτι ὤν, δέν θήλαζε Τετάρτη καί Παρασκευή, ἀλλά κοιμόταν ὅλη τήν ἡμέρα, σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τῆς ἀδελφῆς του Εὐγενίας, ἡ ὁποία τό εἶχε ἀκούσει ἀπό τήν μητέρα τους νά τό ὁμολογῆ. Ἐπίσης, οἰνοπνευματώδη ποτά δέν ἤπιε ποτέ στήν ζωή του. Χαρακτηριστικό εἶναι καί τό ἀκόλουθο: Ὅταν λειτούργησε γιά πρώτη φορά μόνος του ὡς ἱερεύς, ζαλίστηκε λίγο ἀπό τήν κατάλυσι τῆς Θείας Κοινωνίας καί γι᾿ αὐτό, μετά, ἔβαζε λιγώτερο νάμα καί περισσότερο ζέον.

    Ὁ π. Εὐμένιος ἔξω ἀπό τό πατρικό του σπίτι στήν Ἐθιά μέ συγγενεῖς.

    Γράμματα ὁ μικρός Κωστάκης δέν ἔμαθε πολλά. Στό σχολεῖο πῆγε μέχρι τήν Τρίτη Δημοτικοῦ. Οἱ δυσκολίες τῆς ἐποχῆς, ἡ γερμανική Κατοχή, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας τά σχολεῖα ὑπολειτουργοῦσαν, δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά προχωρήση περισσότερο. Ὅμως, ὅ,τι δέν ἔμαθε στό σχολεῖο, προσπάθησε μετά νά τό ἀναπληρώση μέ τά ἱερά βιβλία στόν ναό, ὅπου βοηθοῦσε, καί ἀργότερα στό Μοναστήρι, ὅπου πῆγε καί ἔγινε μοναχός. Εἶναι, ὅμως, ἄξιο θαυμασμοῦ, πῶς μποροῦσε καί κατανοοῦσε δύσκολα πατερικά κείμενα, ὅπως τόν Ἰσαάκ τόν Σύρο ἤ τήν Φιλοκαλία. Μιά πνευματική του κόρη ἔλεγε: «Ὁ πατήρ Εὐμένιος εἶχε σοφία Θεοῦ, περισσότερη γνῶσι καί σοφία ἀπό ἀνθρώπους μέ πτυχία καί μεταπτυχιακά».

    Ἡ μητέρα τοῦ π. Εὐμενίου.

    Τόν εἶχε προικίσει ὁ Κύριός μας καί μέ ἕνα ἄλλο χάρισμα: Ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, οἱ γραμματικές του γνώσεις ἦταν ἐλάχιστες, μποροῦσε νά κάνη λογαριασμούς δύσκολους καί μαθηματικές πράξεις σύνθετες, καί ὅλα αὐτά ἀπό μνήμης. Ὅ,τι ἤθελαν σχετικό οἱ χωριανοί, τόν Κωστάκη φώναζαν. Αὐτό, βέβαια, τοῦ ἐξασφάλιζε καί ἀρκετά λουκούμια, τό γλυκό τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

    Κάποια φορά, ὅταν ὁ Παππούλης ἦταν μικρό παιδί ἀκόμη, πέθανε στό χωριό τους ἕνα κοριτσάκι ὀκτώ-ἐννέα ἐτῶν. Οἱ γονεῖς καί οἱ συγγενεῖς τοῦ κοριτσιοῦ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι γιά τόν χαμό τοῦ παιδιοῦ τους. Ὁ Παππούλης μᾶς ἔλεγε σχετικά:

    «Κάποτε, εἶχε πεθάνει ἕνα κοριτσάκι καί περνοῦσε ἡ νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι ἀπό τήν δική μας αὐλή. Ἔτσι ἔκαναν τότε. Ἔκαναν τήν βόλτα, γιά νά γίνη πιό ἐπίσημη ἡ κηδεία. Ἔκλαιγαν ὅλοι, κι ἐγώ ἔβλεπα στολίδια, πολλά στολίδια, πού εἶχε τό φέρετρο. Κι αὐτοί ἔκλαιγαν. Κι ἐγώ ἔτρεχα κι ἔβλεπα τά στολίδια, πού εἶχε τό παιδί μέσα στό φέρετρο καί χαιρόμουν. Ἤμουν ἕξι-ἑπτά χρόνων τότε. Δέν εἶχα δεῖ καλύτερα καί ὡραιότερα στολίδια. Οἱ ἄλλοι ἔκλαιγαν κι ἐγώ χαιρόμουν, πού ἔβλεπα τά στολίδια. Μοῦ ἄρεσαν. Ἦταν στολίδια πού ἔβαλε ὁ Θεός. Δέν ἦταν στολισμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὄχι, ἐγώ τά ἔβλεπα. Στολίδια... στολίδια... ὄχι ὅτι τά ἔβαλαν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτοί ἔκλαιγαν, πού ἔχασαν τό παιδί τους, κι ἐγώ ἔβλεπα τά στολίδια, πού εἶχε πάνω του, τά στολίδια τοῦ Θεοῦ, καί χαιρόμουν».

    Καί κάποια ἄλλη φορά, πού εἶχε πάει στό χωριό τους ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ὁ πατήρ Εὐμένιος, μικρό παιδί ἀκόμη, ἔβλεπε ἐπάνω του τήν χάρι τῆς ἀρχιερωσύνης. «Ἔβλεπα», ἔλεγε, «τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στό πρόσωπό του. Τό φῶς τῆς ἀρχιερωσύνης, τήν χάρι τῆς ἀρχιερωσύνης. Τήν ἔβλεπα καί πήγαινα συνεχῶς μπροστά του. Καί εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: Αὐτό τό παιδί, τί βλέπει κι ἔρχεται συνέχεια μπροστά μου; Ἐγώ δέν ἔλεγα τί ἔβλεπα, ἀλλά μοῦ ἄρεσε νά βλέπω τήν χάρι τῆς ἀρχιερωσύνης».

    Ὁ πατήρ Εὐμένιος εἰσῆλθε θεόκλητος στόν μοναχισμό. Ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς ἔλεγε: « Ἐγώ, δεκαεπτά χρόνων πῆγα στό Μοναστήρι. Ἤμουν δεκαέξι χρόνια στό χωριό μου. Ἀγαποῦσα τόν Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές νά γίνω καλόγερος. Μιά μέρα μοῦ λέει ὁ παπᾶς: Ἔλα νά σέ κάνω νεωκόρο. Πῆγα κι ἐγώ. Ἄναβα τά καντήλια πρωΐ-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ὅ,τι βιβλία ἔβλεπα τά διάβαζα. Ἀνήμερα τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1944, τό ἀπόγευμα, πῆγα, ἄναψα τά καντήλια στήν ἐκκλησία καί, μετά, πῆγα στό σπίτι μας. Ἦταν ἐκεῖ ἡ ἀδελφή μου ἡ Εὐγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες καί μακαρόνες. Ἐκεῖ πού τρώγαμε, ἦρθε μιά λάμψι καί μέ τύφλωσε καί μπῆκε μέσα στά βάθη τῆς ψυχῆς μου. Κι ἀμέσως, τήν ἴδια στιγμή, φώναξα τῆς Εὐγενίας: Εὐγενία, θά γίνω καλόγερος. Τήν ἴδια στιγμή. Ἐκείνη τήν στιγμή μέ φώτισε ὁ Θεός. Τήν εἶδα μέ τά μάτια μου ἐκείνη τήν λάμψι, πού μπῆκε μέσα μου. Μόλις εἶδα αὐτή τήν λάμψι, εἶπα κατ’ εὐθεῖαν: Θά γίνω καλόγερος.

    Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει κλῆσι ἀπό τόν Θεό γιά νά κάνη κάτι καλό, ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί τόν βοηθᾶ».

    Ἕνα πνευματικό του παιδί τόν ρώτησε κάποτε: «Γέροντα, εἶχες δίλημμα γιά τό ποιόν δρόμο θά ἀκολουθήσης; Σκέφθηκες νά γνωρίσης κάποια γυναίκα, νά τήν ἐρωτευθῆς, νά κάνης οἰκογένεια;».

    Τότε ὁ Παππούλης τοῦ ἀποκάλυψε τήν ἀπόλυτη ἀπόφασί του νά ἀκολουθήση τήν παρθενική ζωή, πού τήν σηματοδότησε τό παραπάνω γεγονός. Καί τοῦ συμπλήρωσε: «Ἄν μέ πίεζαν ἀργότερα νά παντρευτῶ, θά πέθαινα, θά πέθαινα!».

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1