Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το κίτρινο δάκτυλο
Το κίτρινο δάκτυλο
Το κίτρινο δάκτυλο
Ebook747 pages8 hours

Το κίτρινο δάκτυλο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΔΑΚΤΥΛΟ
Μυθιστόρημα


Ένας πρώιμος καύσωνας ξημερώνει στην Αθήνα και η Μελίνα Γκόρου, μία οικονομολόγος του ΣΔΟΕ με φωτογραφική μνήμη, στοχοποιείται από μία πολιτική κάστα. Ο Βιτόριος Τσόκας, ένας αγοραφοβικός χάκερ με χόμπι το τρέξιμο, το βάζει στα πόδια όταν δύο Ρώσοι μαφιόζοι του κτυπούν την πόρτα.


Και οι δύο θα αναζητήσουν λύσεις στο πρόσωπο του Νίτσου Βιτούρη, τον πρόεδρο του ιδρύματος Βιτούρη και θα δελεαστούν ώστε να κατέβουν στην Κρήτη με σκοπό να συγγράψουν τις βιογραφίες δύο διάσημων μαθηματικών. Του Λέοντα Βιτούρη, πατέρα του Νίτσου, και του Μίνωα Σκορδίλη.


Στα νότια του νομού Λασιθίου, εν μέσω ενός ανελέητου θερμού κύματος, οι δύο πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με το ογκώδες έργο και τα κρυπτογραφημένα εδάφια των δύο νεκρών επιστημόνων και καταντούν εμμονικοί με τις ζωές τους. Ο Βιτόριος αναζητά τον αρχαιολογικό θησαυρό του πρώτου και η Μελίνα τον δολοφόνο του δεύτερου. Τα μυστικά που ανασκάπτουν τους φέρνουν σε σύγκρουση με την υπόλοιπη οικογένεια των Βιτούρηδων.


Βίαιες αντεκδικήσεις, δολοπλοκίες, αιμομιξίες, αδιέξοδοι έρωτες και εθνικές προδοσίες. Γρίφοι, μυστικά συρτάρια, κρυφά μηνύματα και ναζιστικές κρυπτομηχανές.


Όσο πέφτουν τα ντόμινο των αποκαλύψεων τόσο περισσότερο κινδυνεύουν. Στο τέλος αναγκάζονται να παλέψουν για την ζωή τους.


Ένα θρίλερ μυστηρίου με πολύ χιούμορ, ασταμάτητο τρέξιμο και κατακλυσμιαίο κλείσιμο.


Το μυθιστόρημα αυτό είναι γραμμένο στα ελληνικά.


This book is in Greek. Αυτό το βιβλίο είναι στα ελληνικά.


Το κίτρινο δάκτυλο.
Σταύρος Μαρκαντώνης, Stavros Markantonis

LanguageΕλληνικά
Release dateMay 31, 2018
Το κίτρινο δάκτυλο

Related to Το κίτρινο δάκτυλο

Related ebooks

Reviews for Το κίτρινο δάκτυλο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το κίτρινο δάκτυλο - Σταύρος Μαρκαντώνης

    μυθιστόρημα

    3 Ιούνη, 06:48

    Πετούσε πάνω από μια έρημο. Για την ακρίβεια δεν πετούσε, παρά αιωρούταν. Όχι, δεν αιωρούταν. Επέπλεε. Όπου έφτανε το μάτι, μόνο αμμόλοφοι. Ίσως να βρισκόταν στη Σαχάρα, όμως με τις ερήμους κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Λιακάδα. Ατμόσφαιρα καθαρή, καταγάλανος ουρανός, ξεκάθαρος ορίζοντας. Ένας κύβος στο μέγεθος περιπτέρου την περίμενε μισοβυθισμένος στην άμμο. Προσγειώθηκε στην κορυφή του. Από μασίφ καστανιά και φιλικός στην αφή, ήταν διακοσμημένος με χρυσές λεπτομέρειες. Κατέβηκε απ’ την πέτρινη σκάλα για να χαϊδέψει τον άσπρο καλλίμορφο επιβήτορα. Την είδε και χλιμίντρισε. Δε φυσούσε, και όμως η μακριά χαίτη ανέμιζε. Ποδάρισε επί τόπου και τεντώθηκε στα γκέμια. Ένας μεταλλικός κρίκος τον κρατούσε δεμένο στον κύβο. Στις πατημασιές της ξεφύτρωναν λουλούδια. Ζέρμπερες, γλαδιόλες και ασφόδελοι. Αναπτύσσονταν γρήγορα για να ξεραθούν αναπάντεχα. Μακριά, πολύ μακριά, μία αστραπή κατέβηκε στη γη. Κάποιος αντικυκλώνας σχηματιζόταν. Εικόνα μυστικιστική που περνούσε νοήματα, ναι, αλλά το βαλσάκι του Shostakovich δεν κολλούσε.

    Κατάφερε να ανοίξει τα μάτια. Ο Σήφης, που την παρατηρούσε από δύο δάκτυλα απόσταση, έτριψε τη μουσούδα του στη δική της, πήδησε στο παρκέ και νιαούρισε. Στα αριστερά της, ο Κωνσταντίνος σιγοροχάλιζε ανεπηρέαστος από το βαλς κουδούνισμα. Το μανάρι της, είχε ξενυχτήσει στη συνεδρίαση μιας διακομματικής. Κοιμόταν μισολιπόθυμος και με το στόμα ανοικτό, τα βιολετί σκεπάσματα τύλιγαν το κορμί του όπως το φίδι τον Λαοκόωντα.

    Ανακάθισε, τίναξε τα μαλλιά και σκούπισε τον ιδρώτα από τον σβέρκο. Το φως του πρωινού ίσα που ξετρύπωνε απ’ τις οριζόντιες γρίλιες του παραθύρου. Έπιασε το κινητό από το κομοδίνο, απομάκρυνε τις τσίμπλες, χασμουρήθηκε κι έσυρε το δάκτυλο στη συσκευή.

    «Καλημέρα αφεντικό», είπε στο ακουστικό χωρίς φρεσκάδα.

    Παρατήρησε την πλαϊνή της όψη στον καθρέπτη με τη φαρδιά δερμάτινη κορνίζα. Ο αρραβωνιαστικός της, αψηφώντας τις επιταγές του φενγκ σούι, τον είχε τοποθετήσει απέναντι από το κρεβάτι για λόγους που νομίζει ότι δεν είναι προφανείς.

    «Σου έχω πει τόσες φορές να μη με φωνάζεις έτσι. Και δεν είναι η στιγμή κατάλληλη για κωμωδίες. Γαμώτο, πρέπει να κουβαληθείς εδώ pronto», της απάντησε ο Μαυραγάνης.

    «Το εδώ που είναι;»

    Ο γάτος πήδηξε στους μηρούς της. Χάιδεψε το ανθρακί τρίχωμα και ύστερα τη γάμπα του συντρόφου της.

    «Πού νομίζεις;»

    «Θα μου πεις τι έγινε;»

    «Όχι. Σε θέλω στο γραφείο μου σε δέκα λεπτά».

    «Απ' τον Λυκαβηττό στην Πειραιώς?»

    «Στις επτά να είσαι εδώ, δε με νοιάζει πώς. Βγάλε φτερά. Κόψε το μπίρι μπίρι και απογειώσου».

    Της το έκλεισε. Το χιούμορ του ξινό σαν πολυκαιρισμένη φέτα. Έμεινε να κοιτάει τις κουρτίνες. Ο Λίβας εισέβαλε απ’ τη μισάνοικτη μπαλκονόπορτα και τις λίκνιζε σε ανατολίτικους ρυθμούς. Δεν είχε προλάβει να συνδεθεί πλήρως με την πραγματικότητα. Κάπου είχε σημάνει συναγερμός, αλλά πώς να συνδέσει τις τελίτσες χωρίς καφεΐνη; Σύρθηκε μέχρι την κουζίνα, έβαλε στον Σήφη κροκέτες και χώθηκε στο ντους για να ξεπλύνει τα ερωτικά κατακάθια. Κάθε φορά που ο Κωνσταντίνος ξενυχτούσε στη Βουλή, επέστρεφε με καύλες.

    3 Ιούνη, 06:56

    Δε θυμόταν την τελευταία φορά που είχε ιδρώσει τόσο. Μία λιμνούλα είχε στάξει γύρω από τα αθλητικά του και ακόμη δεν είχε βρει το μπρελόκ. Το σταθερό του χτυπούσε. Ενενήντα εννέα τοις εκατό τηλεπωλήσεις. Το νούμερο δεν το ήξερε κανείς, ούτε ο ίδιος. Φύσηξε τις σταγόνες από τα ματοτσίνορα και περιέστρεψε το κλειδί για τρίτη, τέταρτη, πέμπτη κι έκτη φορά. Έσπρωξε την πόρτα με το πόδι, παράτησε τα ακουστικά στον ξύλινο πάγκο και κατευθύνθηκε προς το κουδούνισμα. Σε κάθε του βήμα οι αχίλλειοι έτριζαν, οι αστράγαλοι διεκδικούσαν τον πάγο τους. Απ' τα Εξάρχεια μέχρι τον Υμηττό και πίσω, σε λιγότερο από μία ώρα και μισή. Είκοσι χιλιόμετρα, εκατόν πενήντα μέτρα σύμφωνα με το ρολόι του. Το είχε παρακάνει. Οι συνθήκες δεν ήταν καλές, η πόλη έβραζε. Ζέστη και υγρασία σε επίπεδα τροπικής ζούγκλας. Τράβηξε το μουσκεμένο κοντομάνικο και το έστειλε στο καλάθι με τα άπλυτα.

    «Ποιος;», φώναξε στο ακουστικό.

    «Πού είσαι ρε Magnus_V;»

    Μία στριγκλοεφηβική φωνή κατέληξε να χαχανίζει σαν τον Τρυποκάρυδο.

    «Ποιος είναι;»

    «Δε θα το μαντέψεις…»

    «Δε θέλω να το μαντέψω».

    «Ο Blue_Tiger είμαι ρε φίλε. Δε με κατάλαβες;»

    Χαχανητό.

    «Αλλά και πάλι, πώς θα ήταν δυνατόν, αφού δεν έχουμε ξαναμιλήσει;»

    Και άλλο χαχανητό.

    «Θέλω να πω δεν έχουμε επικοινωνήσει τηλεφωνικά, γιατί στα φόρουμς συζητήσεις είχαμε πολλές».

    Τον ήξερε από την δουλειά. Τον είχε περισσότερο για κολαούζο παρά για συνάδελφο.

    «Πώς με βρήκες Blue_Tiger;»

    «Φίλε, αναγκάστηκα, το πιστεύεις; Σου έστειλα τρία μηνύματα στο greekblackhats και δεν απάντησες ποτέ. Με πείραξε, ούτε χυλόπιτα να έτρωγα. Οπότε είπα να αυτοσχεδιάσω».

    Μιλούσε γεμίζοντας την κάθε παύση με κακαρίσματα. Προτιμούσε ν' ακούει δύο αλυσοπρίονα να μαρσάρουν.

    «Αλλά αφού σε βρήκα εγώ φίλε, θα σε βρουν και οι άλλοι».

    «Ποιοι είναι οι άλλοι;»

    «Τι εννοείς ποιοι είναι οι άλλοι; Είναι πολλοί αυτοί που σε ψάχνουν; Πολύ μου αρέσει που δεν έχεις σαπίσει μετά από τόσα χρόνια».

    «Τι συμβαίνει Blue_Tiger;»

    «Τι περίμενες να συμβαίνει; Έχουν εμφανιστεί κάτι τύποι και ρωτάνε για σένα».

    «Πού;»

    «Στη πιάτσα».

    «Σε ποια πιάτσα;»

    «Τι σε ποια πιάτσα; Στα φόρουμς. Μη μου το χαλάς τώρα και σ' έχω βάλει εκεί πάνω. Ξέρουν ακριβώς πού να σε ψάξουν και δίνουν ένα ταλιράκι σε όποιον σε παραδώσει στη λαδόκολλα. Χοντρό φίλε. Κανείς δε δίνει πια τόσα λεφτά στο έτσι. Εδώ πρέπει να έχεις κάνει μαλακία ντόπα. Αλλά ο ‘V’ είναι ο ‘V' και δεν μπορεί να κρατηθεί. Έτσι δεν είναι;»

    Και χάχας και πολυλογάς. Ή έχει πιεί τίποτα μπάφους πρωί πρωί ή δεν έχει κοιμηθεί καθόλου κι έκαιγε red bull. Ίσως και τα δύο.

    «Το λες κι έτσι».

    «Το ήξερα ρε, το ήξερα. Ο ‘V’ είναι μυθικό πλάσμα. Τιτάνας πλατινένιος. Ροκ εντ ρολ και high five. ‘V’ forever και το τσουλούφι στο κάγκελο. Θα μου πεις τι σκάρωσες ή απαγορεύεται να ρωτήσω;»

    Ενθουσιάστηκε τόσο που ξέχασε να χαχανίσει.

    «Ας πούμε ότι στεναχώρησα κάτι Μοσχοβίτες επενδυτές».

    «Αλήθεια τώρα; Πω πω φίλε, χοντρό. Αυτοί οι Ρώσοι είναι τρελοί ρε συ. Μάγκα μου, τους σκέφτομαι και ανατριχιάζω. Εγώ δεν αναλαμβάνω δουλειές με δαύτους. Γιατί, να το ξέρεις, δε σταματάνε πουθενά. Τους μαχαιρώνεις είκοσι επτά φορές και αυτοί συνεχίζουν. Το έχεις δει το Eastern Promises;»

    «Ναι, το έχω δει».

    «Εσύ το έχεις δει κι εγώ την έχω ακούσει».

    «Τι;»

    «Τι;»

    «Για το Eastern Promises σου μιλάω. Το έχω δει…»

    «Να το δεις φιλαράκι, είναι πολύ καλό».

    Αρνητικός συντελεστής επικοινωνίας.

    «Λοιπόν, κοίτα, εγώ το έκανα το καθήκον μου. Έδειξα αλληλεγγύη και σε προειδοποίησα. Οι υπόλοιποι δεν ξέρω τι θα κάνουν. Μπορεί να σε δώσουν για το τάλιρο. Τι μπορεί δηλαδή, είναι δεδομένο ότι κάποιος θα βρεθεί να σε καρφώσει; Οι εποχές είναι δύσκολες κι ευνοούν τα συναδελφικά μαχαιρώματα. Τι μαύρο καπέλο, τι μαύρη κουκούλα».

    «Το εκτιμώ, να το ξέρεις».

    «Και καλά κάνεις, γιατί άφησα να περάσει μία καλή μπάζα. Παρότι δεινοσαυρίζεις, εγώ σ’ έχω πολύ ψηλά. Από παιδί λέμε. Μαζί με τους Metallica. Είδωλο και βάλε φίλε. Έχω διαβάσει το μανιφέστο σου, έχω ακούσει τις ιστορίες και όλα τα υπόλοιπα. Είσαι ο ‘V’ μάγκα μου, ο πιονιέρος των ενενήντα, ο ιστορικότερος cyberkiller της Ελλάδος».

    «Όλα αυτά ήταν κάποτε, σχεδόν δε θυμάμαι πότε. Και τα παραφούσκωσες. Γνωστός είμαι μονάχα σε κάτι τύπους σαν και του λόγου σου. Σπυράκια, πίτσα και πισί. Ο υπόλοιπος φυσιολογικός πλανήτης μ' έχει γραμμένο. Κι εμένα κι εσένα».

    «Whatever. Εγώ σε πάω τάπα ό,τι και να λες. Και με το τηλεφώνημα που σου έκανα μπορείς να πεις ότι ξεχρέωσα».

    Στερέωσε το ακουστικό στον ώμο, τράβηξε από το ψυγείο ένα χαρτόκουτο με γάλα μεταλλαγμένης σόγιας και περιέστρεψε το καπάκι.

    «Ξεχρέωσες από τι;»

    «Απ' όλ' αυτά που έχεις κάνει για μένα χωρίς να το ξέρεις. Ήσουν η έμπνευσή μου λέμε. Εξαιτίας σου φόρεσα το μαύρο καπέλο. Οπότε τώρα πατσίσαμε. Φίλε, αυτά τα πέντε ήταν καλά. Πόνεσα που τα άφησα να περάσουν. Την επόμενη φορά δε θα δείξω τέτοιο ήθος. Θα σε κοπανήσω αλύπητα και ας είσαι ο 'V'. Λαμβάνεις καθαρά δυνατά;», συμπλήρωσε και κόλλησε ένα χάχανο που δεν κολλούσε.

    «Ναι, το έλαβα. Και σύμφωνοι, είμαστε πάτσι. Την επόμενη φορά ο καθένας για την πάρτη του. Θα ήθελες να μου εξηγήσεις τώρα πώς με βρήκες;»

    «Το θεωρούσες αδύνατο να συμβεί, έτσι δεν είναι; Δεν είσαι μόνο εσύ fucking awesome φίλε».

    Του το έκλεισε. Ο πιτσιρικάς αποδείχτηκε καλύτερος απ’ ό,τι είχε εκτιμήσει. Ήξερε την τέχνη και το μυαλό του στρόφαρε στα κόκκινα. Διαφορετικά δε θα κατάφερνε να τον ξετρυπώσει. Λίγο την υπεροψία, τα ναρκωτικά και το κακάρισμα να περιόριζε και θα μπορούσε να γίνει σχεδόν συμπαθητικός.

    Γύρισε έξι φορές το κλειδί στην εξώπορτα. Έπαιξε το πόμολο και βεβαιώθηκε ότι είναι σφραγισμένη. Ύστερα πέρασε την αλυσιδίτσα. Πλησίασε τον σταθμό εργασίας στην άκρη του πάγκου κι έλεγξε τις οθόνες. Τα συστήματά του λειτουργούσαν κανονικά, οι κάμερες που επιτηρούσαν τους ζωτικούς του χώρους επιβεβαίωναν την απουσία εξωτερικών κινδύνων. Ρούφηξε μισό λίτρο από το γάλα σόγιας και μπήκε στο ντους. Του ήταν αδύνατο να σταματήσει να μασουλάει νευρικά το κάτω χείλος. Οι Ρώσοι είχαν πλησιάσει επικίνδυνα.

    3 Ιούνη, 07:17

    Πρωινή αθηναϊκή μούρλα. Ο καιρός είχε αποτρελαθεί με εκείνη αγκυροβολημένη στη στάσιμη κίνηση. Είχε αργήσει και ο αναδυόμενος ηλιακός δίσκος είχε καταφέρει να πυρώσει στα γρήγορα τα μέταλλα του αυτοκινήτου. Το σαραντάρι κρεμόταν πάνω από την πρωτεύουσα και ο κλιματισμός είχε βρει τη λάθος εβδομάδα να χαλάσει. Αέρηδες δεν υπήρχαν ώστε να παρασύρουν τυχαία την ξανθιά αλογοουρά της και ο mocha coconut frappuccino είχε στα γρήγορα τελειώσει. Το λευκό πουκάμισο ήταν εδώ και ώρα στολισμένο με λεκέδες στις μασχάλες. Ο δαντελένιος στηθόδεσμός φέγγιζε, πολύ λίγο όμως για να την ενοχλεί, και η ελαστική ανθρακί φούστα την έσφιγγε στη λεκάνη. Από τη δευτέρα έπεσε στην πρώτη και ύστερα νεκρά και καμία ελπίδα πουθενά για τρίτη. Και ας ήταν Τρίτη. Ξεφύσησε παρατηρώντας τη δυσοίωνη γκρίζα θολούρα πάνω απ' την Πειραιώς. Μια μύγα ζουζούνισε. Έπιασε τον κατάλογο του ΙΚΕΑ απ' το πίσω κάθισμα και την έλιωσε στο παρμπρίζ.

    Έκανε αναστροφή με κόκκινο στην Τσαλδάρη και πήγε ανάποδα την Αλκίφρονος μέχρι το υπόγειο πάρκινγκ της υπηρεσίας. Στρίμωξε το γαλαζωπό Μίνι με τους παρδαλούς καθρέπτες ανάμεσα σε δύο τζιπ τα οποία θα μπορούσαν από μόνα τους να κερδίσουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Σε ποιότητα και χλιδή, ο στόλος των στελεχών της ΣΔΟΕ ανταγωνιζόταν πάρκινγκ μοδάτου μαγαζιού στην παραλιακή. Μονάχα από τα λουσάτα τροχοφόρα μπορούσες να συμπεράνεις ότι κάτι δεν πήγαινε και τόσο καλά στη δίωξη οικονομικού εγκλήματος. Ή, διαφορετικά, ότι είχαν βάλει τους λύκους να φυλάν τα πρόβατα. Βγήκε, έστρωσε φούστα και μαλλιά. Η αντήχηση των τακουνιών στους τσιμεντένιους τοίχους συνόδεψε τις σκέψεις της. Πάτησε το κουμπί του ανελκυστήρα τριάντα φορές σε τέσσερα δευτερόλεπτα.

    Βγήκε στον τέταρτο. Διέσχισε τον διάδρομο με τη λεκιασμένη μοκέτα, που κάποτε ήταν γαλάζια, και τους πίνακες με τα μεγεθυμένα γραμματόσημα των ΕΛΤΑ και έστριψε δεξιά στην ανοικτή πόρτα. Το ξέκωλο που είχε για γραμματέα απουσίαζε. Πέρασε τη δεύτερη πόρτα χωρίς να χτυπήσει και τον βρήκε πίσω από το γιγαντιαίο Λουί κατόρζ γραφείο. Ακόμη πιο πίσω, η βαριά σκαλιστή ξύλινη βιβλιοθήκη θύμιζε τέμπλο εκκλησίας. Ξίνισε τα μούτρα. Ακόμη και σε μικρές δόσεις, η μπαρόκ αισθητική τής έφερνε αναγούλα. Η μάνα της έφταιγε γι’ αυτό.

    Ο Γιώργος Μαυραγάνης δεν την είχε δει. Με τα μανίκια ανασηκωμένα ανασκάλευε την υπηρεσιακή χαρτούρα. Ήταν ένας κοντοστρόγγυλος πενηντάρης, ο οποίος χτένιζε περιστροφικά τα μακριά γκριζαρισμένα τσουλούφια του, ώστε να καλύπτουν το μεγάλο ξέφωτο της παπανδρεϊκής καράφλας. Στρογγυλά γυαλάκια και μακρόστενο κεφάλι. Μαθηματικός με ΜΒΑ και διδακτορικό στη μακροοικονομία. Είχε ξοδέψει τα νιάτα του στο διάβασμα και στις αφισοκολλήσεις και είχε παντρευτεί λίγο πριν παραδώσει τη διατριβή του. Εξαιρετικά δικτυωμένος στο κόμμα, ήταν εβδομήντα δύο κιλά όταν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα. Πλέον, είχε φτάσει τα εκατόν δώδεκα και ανέβαινε. Η γυναίκα του, έφορος στην Εφορία Χαλανδρίου, του είχε κάνει δίδυμα πριν είκοσι δύο χρόνια. Πιθανότατα δε γνωρίζει ότι ο άντρας της αρέσκεται να στριμώχνει το μικρό σαν πετούγια πέος του σε ανήλικες βιζιτούδες των διακοσίων ευρώ και σε κατώτερες υπαλλήλους του υπουργείου. Τις δεύτερες τις προτιμούσε, γιατί δεν του κόστιζαν τίποτα. Όλα αυτά της τα είχε πει εμπιστευτικά η καντινιέρισα του τρίτου, αυτή με τα ποστίς και τις καμένες ξανθές αφέλειες, την οποία επίσης πηδούσε κάθε Πέμπτη απόγευμα στην αποθήκη με τις σφουγγαρίστρες. Δε διορίστηκε τυχαία η κόρη της στο συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων του Υπουργείου Παιδείας.

    Εκτός απ' τα δύο παιδιά του, που είχε την άνεση να στείλει για σπουδές πέρα απ' τον Ατλαντικό, είχε τζιπ BMW, εξοχικό με πισίνα στην πατρίδα του την Τήνο, εξοχικό με πισίνα σ' ένα λόφο στο Χαλκούτσι, φουσκωτό δέκα μέτρα με ξύλινο κατάστρωμα και γύρω στο ενάμιση εκατομμύριο ευρώ σ’ ένα λογαριασμό συνδεδεμένο με το όνομα ενός θείου της γυναίκας του σε εταιρία φάντασμα στον Παναμά. Τίποτα απ' όλα αυτά δε δικαιολογούταν απ' τα νόμιμα εισοδήματά του, αλλά αυτό ήταν κάτι που στην Ελλάδα δεν πείραζε καθόλου. Γιατί ο Μαυραγάνης ήταν ο Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Αποτελούσε ο ίδιος το στόμα του λύκου, την αγκαλιά της αρκούδας, τον κεραυνό του Δία, τον καβαλάρη της αποκάλυψης. Το πόστο που είχε αναλάβει ήταν νευραλγικό. Κι εννοείται, όσο ήταν στα πράγματα, ότι είχε σκοπό να γεμίσει τις τσέπες του με χρυσάφι. Ποιός άλλος λόγος υπάρχει για να υπηρετήσει κάποιος μια παράταξη σαν δούλος στις βαμβακοφυτείες; Έτσι δουλεύει το πολιτικό σύστημα στην Ψωροκώσταινα, σαν πυραμίδα. Όποιος πατάει στην κορυφή, τα σαρώνει όλα. Και αυτό ακριβώς έπραττε ο Μαυραγάνης. Υπήρξε πιστός ευνούχος, για δεκαετίες περίμενε τη σειρά του. Είχε φτάσει η στιγμή να αποσβέσει τη νιότη που τους χάρισε κουνώντας σημαιάκια.

    Αν τον ρωτούσες, θα σου έλεγε ότι δεν ήταν κακός άνθρωπος. Και ίσως να μην ήταν. Αγαπούσε την οικογένεια του, το αυτοκίνητό του, το σκάφος του και τα δύο εξοχικά του. Πού και πού βούρκωνε στις ταινίες του ιρακινού κινηματογράφου που τον ανάγκαζε η σύζυγος να βλέπει, αγόραζε χαρτομάντιλα από μετανάστες στα φανάρια και μπρελόκ από κωφάλαλους στο Da Capo που του άρεσε να σιγοπίνει λάτε μακιάτο τα σαββατοκύριακα. Κυκλοφορούσε με τζιπ στο κέντρο, αλλά ανακύκλωνε τα μπουκάλια του Μερλό που κατέβαζε δύο δύο. Παράγγελνε κάθε πρωτοχρονιά κάρτες από την Unicef και τα παιδικά χωριά SOS και προμηθευόταν τα εικοσάποντα πούρα του απ' το fair trade. Ήταν κατά της κλειτοριδεκτομής, κατά της διασυζυγικής βίας, κατά της εκπόρνευσης ανηλίκων και μέσω μίας διεθνούς οργάνωσης είχε υιοθετήσει μια πιτσιρίκα απ’ το Καμερούν για εξήντα σεντς την ημέρα. Συνείδηση, ωραία κοιμωμένη.

    Μόλις την αντιλήφθηκε βούλιαξε πίσω στη βαριά διευθυντική δερμάτινη καρέκλα εκπέμποντας τους απαλούς βρυχηθμούς που έβγαζε όταν ξεπερνούσε τα δύο πιάτα μπάμιες με ελιές κονφί, κρίταμο και χωριάτικο λουκάνικο. Έπειτα, έγειρε μπροστά και κατέβασε δύο χάπια για την καούρα. Με τον δείκτη και τον παράμεσο σήκωσε απ’ την ξύλινη επιφάνεια μία υπηρεσιακή επιστολή. Το κομμάτι της Πειραιώς που έκοβε το παράθυρο στα αριστερά του ήταν πνιγμένο στα ακίνητα αυτοκίνητα με τους οδηγούς στο κινητό. Η εικόνα τους τρεμόπαιζε καθώς διέσχιζε την αποπνιξία ενός εξαιρετικά πρώιμου θερμού κύματος. Μια μύγα ζουζούνιζε στο τζάμι, αλλά δεν είχε μαζί της τον κατάλογο.

    «Τι είναι αυτό;»

    «Θέλεις να καθίσεις;»

    Της έδειξε με το πρόσωπο την καρέκλα μπροστά από το γραφείο.

    «Δεν μπορώ. Μ’ έχεις κατατρομάξει».

    Ο Ειδικός Γραμματέας πήρε μία βαθιά ανάσα κι έγειρε ξανά προς τα πίσω. Ακούμπησε τα χέρια και το χαρτί που κρατούσαν στο στομάχι κι έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Σ’ εκείνη τη στάση έμοιαζε με θαλάσσιο ελέφαντα που απολαμβάνει τη συννεφιά στη νήσο Ρασπμπέρυ. Το βλέμμα του διέτρεξε το κορμί της. Έκανε μια μικρή στάση στο στήθος και τελικά σταθεροποιήθηκε στο πρόσωπο. Βλαστήμησε μέσα της για το πουκάμισο που είχε φορέσει. Στον καθρέπτη του ασανσέρ είχε διαπιστώσει ότι το σουτιέν φαινόταν περισσότερο απ' το επιθυμητό. Με μία ρεφλέξ κίνηση έλεγξε ότι δεν είχε ξεκουμπωθεί κάποιο κουμπί στο ντεκολτέ, έστρωσε την αλογοουρά, μετατόπισε το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο και περίμενε. Ο Μαυραγάνης έτριψε τα μάτια με τους κόμπους των δακτύλων και σούφρωσε τα χείλια. Βαριόταν τους θεατρινισμούς του περισσότερο και από την κίνηση στην Πειραιώς.

    «Αξημέρωτα ακόμη, με κάλεσε ο μεγάλος στο γραφείο του. Αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει να κοιμάται ποτέ. Μου έβαλε τέτοιες φωνές που κομμάτια απ' το σαλονικιώτικο κουλούρι που μασούλαγε, μου κόλλησαν στα γυαλιά. Κατόπιν μου παρέδωσε αυτό...»

    Της κούνησε την επιστολή. Τον πλησίασε, άρπαξε το χαρτί και ξεκίνησε το διάβασμα. Η μύγα επέμενε να βουίζει στο γυαλί.

    «Και δεν είναι μονάχα ο πρωθυπουργός. Με το που έφτασα στο γραφείο, με πήρε τηλέφωνο ο Παρασχάκης. Αυτός ο άνθρωπος, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, και να βρίζει έτσι; Ακόμη και μούτσος σε γκαζάδικο θα κοκκίνιζε».

    «Τι στο διάολο; Διαθεσιμότητα; Είμαστε σοβαροί;», μονοφώνησε η Μελίνα.

    Περισσότερο κατέρρευσε παρά κάθισε στην καρέκλα.

    «Συγχαρητήρια κιόλας, με υπογραφή του ιδίου του μεγάλου».

    «Αφορά τον φάκελο του Κατιμά, έτσι δεν είναι;»

    Έγνεψε καταφατικά κοιτώντας τα δάκτυλά του. Η Μελίνα πάγωσε λες και εγκλωβίστηκε σε παγετώνα. Της είχε πάρει μήνες να συγκεντρώσει το υλικό. Δεν είχε αλλοιώσει κανένα έγγραφο και δεν είχε παραβεί στο ελάχιστο τα καθήκοντά της. Οι κατηγορίες τους δεν έστεκαν.

    «Μα πώς; Μόλις που σπρώξαμε την υπόθεση στην Ευελπίδων».

    Χάζευε και πάλι το κορμί της. Αυτή τη φορά από κάτω προς τα πάνω.

    «Σε αυτές τις περιπτώσεις δύο ημέρες φτάνουν».

    «Καρφωτή;»

    «Ε, τι άλλο».

    «Κάποιος από εδώ μέσα;»

    «Από εδώ, απ' το γραφείο του πρωθυπουργού, απ' την εισαγγελία, τι σημασία έχει;»

    Τοποθέτησε στη θέση τους τις τούφες που είχαν ξεφύγει απ' τη σπείρα. Έγειρε μπροστά και στήριξε τους αγκώνες στη σκούρα καστανιά.

    «Τώρα που μιλάμε, η μηχανογράφηση είναι στο γραφείο σου», πρόσθεσε χαμηλόφωνα.

    «Έχω αφήσει το λάπτοπ μου εκεί μέσα».

    «Πάει αυτό. Ξέχασέ το».

    Ο Μαυραγάνης έξυσε το πάνω χείλος με τα κάτω του δόντια.

    «Σου είχα προτείνει να το θάψεις, θυμάσαι; Σου είχα εξηγήσει ότι ο Κατιμάς δεν είναι κανένας μαλάκας να κάτσει να τη φάει στον κώλο. Και ορίστε τώρα. Έμπλεξες με τα πίτουρα, σε έφαγαν οι κότες».

    «Το ξέρεις ότι οι κατηγορίες είναι ψευδείς, έτσι δεν είναι; Τίποτα απ΄ όλ' αυτά δεν είναι αλήθεια», του πέταξε και κούνησε την επιστολή στον αέρα. «Το μόνο που έκανα ήταν τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορούσα».

    Το παράπονο της είχε σπάσει τη φωνή. Το δίκιο την έπνιγε σαν άγρια θάλασσα.

    «Μελίνα βρισκόμαστε εδώ για να κάνουμε αυτό που θα μας πουν και όχι τη δουλειά μας σωστά. Και στα σίγουρα, κανένας τους δε νοιάζεται για το ποια είναι η αλήθεια. Δεν είμαστε εμείς οι προστάτες των θεσμών ή οι φρουροί της δημοκρατίας. Αυτά είναι παπάρια μάντολες για τους αφελείς. Οι θέσεις μας είναι πολιτικές και το σύστημα, όπως διαπίστωσες μόλις, δεν ανέχεται ταρακουνήματα αυτού του μεγέθους».

    «Το περίμενες να συμβεί κάτι τέτοιο;»

    «Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Αν το περίμενα, δε θα σε άφηνα να προχωρήσεις με τον φάκελο».

    Μια ανεπαίσθητη κίνηση στα ζυγωματικά, πρόδιδε ότι έσφιγγε τις σιαγόνες. Ήθελε να ξεμπερδεύουν στα γρήγορα. Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε.

    «Αυτό ήταν λοιπόν;»

    «Αυτό και τίποτα περισσότερο. Όσον αφορά το ΣΔΟΕ έχεις τελειώσει. Από σήμερα το πρωί αποτελείς παρελθόν».

    Έγνεψε με το κεφάλι της καταφατικά και σηκώθηκε απ' την καρέκλα. Ο γενικός έφερε μισό γύρο το γραφείο με το χέρι προτεταμένο σε αναμονή της αποχαιρετιστήριας χειραψίας. Όταν του το έσφιξε, προτίμησε να την κοιτάει στο στέρνο παρά στα μάτια.

    «Καλή τύχη και καλά ξεμπερδέματα. Να ξέρεις ότι δε μου αρέσει που φεύγεις με αυτόν τον τρόπο», της είπε.

    Παπάρια μάντολες για τους αφελείς. Σιγά να μη χάσει και τον ύπνο του. Σε ξένο κώλο οι ξυλιές, είναι γέλια και χαρές.

    3 Ιούνη, 07:53

    Με την πετσέτα πεταμένη στον ώμο και αδιάφορος για το υδάτινο μονοπάτι που άφηνε πίσω του, πέρασε στο σαλόνι. Η ανάσα του καύσωνα γλιστρούσε στο εσωτερικό από τα ανοικτά παράθυρα και θα το εξάτμιζε σε δευτερόλεπτα. Νοίκιαζε ένα από τα παλιά ρετιρέ των Εξαρχείων. Από εκείνα με τη μηδενική θερμομόνωση, τη στυφή μυρωδιά της μουχλιασμένης μπεσαμέλ στο κλιμακοστάσιο και το ασανσέρ αυθεντικό γκραν γκινιόλ. Σε γενικές γραμμές πάντως, το έβρισκε συμπαθητικό. Διέθετε αρκετά τετραγωνικά, ώστε να φιλοξενείται με άνεση ο μικρόκοσμός του και ανεμπόδιστη θέα προς τον λόφο του Στρέφη και τα πρεζάκια που τον ανεβοκατέβαιναν. Και είχε τη λαϊκή στα πόδια του κάθε Σάββατο.

    Πλησίασε τον μακρύ ξύλινο πάγκο και άρχισε το συμμάζεμα. Είχε παρατήσει το εργαστήριο σε συνθήκες άγριας εντροπίας. Δράπανα, οξυγονοκολλήσεις, ηλεκτροκολλήσεις, κομπρεσέρ, αμπεροτσιμπίδες, ηλεκτρικά ψαλίδια, κολλητήρια, πλάνες, ρεκτιφιέ, πριόνια, τροχοί, σπαθόσεγες, τριβεία, δραπανοκατσάβιδα, ακόμη κι ένας μικρός ρουμάνικος τόρνος ήταν ανακατεμένα με μικρόμετρα, χρονόμετρα, πιεσόμετρα, θερμόμετρα, υγρόμετρα, μανόμετρα, βολτόμετρα, πεχάμετρα, αμπερόμετρα, πολύμετρα, δυναμόμετρα, ποτενσιόμετρα και βαρόμετρα. Παλμογράφοι, αερογράφοι, πυρογράφοι, καρδιογράφοι, ρουλεμάν, καρυδάκια, αλλενάκια, πιστολάκια, ταχυμόρσες, κονταδόροι, κεντραδόροι, κουρμπαδόροι, περτσιναδόροι, μούφες, κρικοπάλαγκα, εργάτες, ράουλα, πρέσες, γκαζοτανάλιες, πλαγιοκόφτες, μπουλονοκόφτες, σφιγκτήρες, ατσαλίνες, σγρόμπια, λίμες, ρεκλέτες, σκαρπέλα, πόντες, καλέμια, κολαούζα, κροκοδειλάκια, γερμανοπολύγωνα, πολύσφηνα, δυναμόκλειδα, μπουζόκλειδα, γαντζόκλειδα, καστάνιες, σπάτουλες, ξύστρες, ροκάνια, σκύλες, μοτέρ, χάλκινες περιελίξεις και κουτιά με βίδες, ούπα και ροδέλες. Στη νότια άκρη πατούσαν οι τρείς οθόνες των τριάντα ιντσών και ακριβώς δίπλα τους, η απαστράπτουσα μηχανή εσπρέσο της εταιρίας Rocket.

    Έκλεισε το ξεχασμένο καπάκι του αρχαίου κάθετου Bösendorfer και στάθηκε μπροστά στην ξύλινη βιβλιοθήκη που φιλοξενούσε τα βινύλια οργανωμένα σε αλφαβητική σειρά. Έβαλε ένα του Δούκα Έλινγκτον να παίζει και ύστερα έφτιαξε καφεδάκι.

    Με τον αχνιστό εσπρέσο στο χέρι κάθισε σ’ ένα απ' τα τρία ψηλά σκαμπό που περιτριγύριζαν τον πάγκο. Άνοιξε το βαλιτσάκι με τα ακρυλικά, το κίτρινο του καδμίου είχε ξεραθεί. Το κουδούνι χτύπησε και συνέχισε να χτυπάει. Τινάχτηκε. Ο καυτός καφές χύθηκε στους βουβώνες. Ακούμπησε το φλιτζάνι στον πάγκο, έσπρωξε πιο 'κει την κυριακάτικη εφημερίδα που δεν είχε προλάβει να διαβάσει, έπιασε το τάμπλετ και συνδέθηκε στην εξωτερική κάμερα. Πετάχτηκε όρθιος και βάλθηκε να περιστρέφει το κλειδί της εξώπορτας.

    «Μ' έκαψες».

    «Καμένος είσαι έτσι κι αλλιώς. Δε ρίχνεις κάτι επάνω σου, που έχεις καταντήσει το σπίτι σούπερ παραντάις...»

    Ο Μικές πέρασε μέσα την ίδια στιγμή που ο Έλινγκτον ξεκινούσε το σόλο του στο Κάραβαν. Το μούσι είχε μακρύνει σε επίπεδο αρχιμανδρίτη και από τον ώμο του κρεμόταν ένας μεγάλος σάκος από καραβόπανο. Ένα καλό ντεκαπάζ και το κουστούμι του Άγιου Βασίλη έλειπαν.

    «Θα μπορούσες να με είχες ενημερώσει. Μου πάγωσες το αίμα».

    «Στο είχα πει από την Παρασκευή ότι θα έρθω. Κι έπειτα, σε πήρα πριν δύο ώρες και το είχες κλειστό. Και ύστερα σε ξαναπήρα και ήταν ακόμη κλειστό. Την τρίτη φορά δεν το απάντησες. Σ’ έγραψα κι εγώ και voila. Πιάσε εδώ. Για τα παιδιά. Έκανα μία βόλτα το πρωί απ' το παζάρι».

    Του πέταξε το σάκο στα πόδια. Έριξε μία ματιά στο εσωτερικό. Ήταν γεμάτος μεταχειρισμένα παιχνίδια.

    «Σε ευχαριστώ. Μας βοηθάς πολύ, να το ξέρεις».

    «Δε βαριέσαι. Και εσείς με βοηθάτε να κοιμάμαι πιο ήσυχα. Πριν με ρωτήσεις, τα ίδια και οι ίδιοι μαλάκες στο πανεπιστήμιο και όχι, καφέ δεν προλαβαίνω να πιω. Πέρασα μόνο για να πάρω το γυροσκόπιο. Το έχεις έτοιμο; Μ’ έχει ζαλίσει ο Λεοντάρης».

    «Έτσι δε σου είπα στο τηλέφωνο;»

    Του έδειξε τη συσκευή. Ήταν παραγγελία του αναπληρωτή καθηγητή πειραματικής φυσικής υψηλών ενεργειών του ΕΚΠΑ.

    «Δουλεύει;»

    «Είσαι ηλίθιος; Εννοείται. Πες στον Λεοντάρη ότι οι μετρητές του θα παραμένουν απολύτως οριζόντιοι ό,τι και να συμβαίνει στον περιβάλλοντα χώρο. Νεροβούβαλοι να καλπάζουν δίπλα τους. Το πακετάκι μου το' φερες;»

    Ο Μικές τράβηξε ένα φάκελο από την κωλότσεπη του τζιν και τον πέταξε στον πάγκο.

    «Τσάμπα του το έφτιαξες. Το ξέρεις βέβαια, ότι αν το κάνεις δέκα φορές μικρότερο θα μπορούσες να το πουλήσεις εκατομμύρια».

    «Πατεντάρισέ το εσύ σε όλες τις χώρες κι εγώ στο φτιάχνω είκοσι φορές μικρότερο».

    «Για να μην το αντιγράψουν;»

    «Θα το αντιγράψουν έτσι κι αλλιώς. Τι τρέχει με το μούσι; Μοιάζεις σαν να το έχεις σκάσει από σπαρτιάτικη φάλαγγα».

    «Αρέσει στις γυναίκες», του απάντησε και το χτένισε και με τα πέντε δάκτυλα. «Έχεις μπλέξει πάλι, έτσι δεν είναι; Εσύ ποτέ δεν τριπλοκλείδωνες».

    «Με ξέρεις τώρα».

    «Επειδή σε ξέρω ρωτάω. Ποιανού τον κάλο πάτησες;»

    «Κάτι Ρώσων».

    «Αναβάθμιση δηλαδή;»

    «Το λες κι έτσι».

    «Δηλαδή, το ντόπιο πράγμα δε σου φτάνει; Τους Έλληνες μαφιόζους τους θεωρείς φλώρους; Δεν παίζουν στο επίπεδό σου, δεν είναι της κλάσης σου; Ποιοι είναι οι χειρότεροι στον πλανήτη; Οι Ρώσοι; Ωραία με αυτούς θα πάω να μπλέξω, έτσι δε σκέφτηκες; Μπράβο σου ψηλέ. Τα κατάφερες μία χαρά. Ο κώδικάς τους να το ξέρεις, δε μοιάζει καθόλου με τον δικό σου. Τους πειράζεις μία τρίχα, σε κόβουν φέτες σαν ξιφία κι εσένα και τους συγγενείς σου μαζί με τα κατοικίδια. Σκοτώνουν ακόμη και τα λούτρινα. Έτσι λειτουργούν οι Ρώσοι. Και είναι εφτάψυχοι. Αυτοί οι τύποι, δε σταματούν ποτέ. Ποτέ! Το έχεις δει το Eastern Promises έτσι δεν είναι;»

    «Ναι».

    «Πολύ ωραία. Με βλέπω να παραγγέλνω στεφάνια».

    «Δεν είναι αστείο Μικέ».

    «Τι μαλακία έκανες θα μου πεις;»

    «Δεν ήθελαν να με πληρώσουν αυτά που είχαμε συμφωνήσει».

    «Και…»

    «Τι και; Τους γκρέμισα την πλατφόρμα».

    «Τα γνωστά;»

    «Ναι, τα γνωστά. Μόνο που ήταν παραμονή του τελικού κι εγώ δεν το ήξερα».

    «Ποιανού τελικού;»

    «Της Ευρωλίγκας».

    «Στοιχηματάκηδες;»

    «Τι άλλο;»

    «Έχασαν πολλά;»

    «Ένα δύο εκατομμύρια».

    «Και τώρα σε ψάχνουν;»

    Δεν του απάντησε παρά του έγνεψε καταφατικά.

    «Ρε παιδί μου, μία φορά δε γίνεται να μην τα γαμήσεις όλα;»

    «Όχι, δε γίνεται».

    «Ναι, όμως σε μένα πέφτει πάντα το φλουρί. Τα έχουμε πει τόσες φορές, πρέπει κάποια στιγμή να ηρεμήσεις. Δεν αντέχω άλλο να σε μαζεύω απ' τα νοσοκομεία. Χάνω χρόνια όποτε σε κουβαλάν τα ασθενοφόρα».

    «Και σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που είσαι πάντα εκεί. Αλλά κι εσύ ξέρεις ότι δε γίνεται να πέφτω πειθήνια στα γόνατα, κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να μου χώσει το δάκτυλο στον κώλο».

    «Άντε πάλι. Έχει νόημα να σου υπενθυμίσω ότι δεν είσαι αλεξίσφαιρος; Ότι από τη λογική σου απουσιάζει παντελώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Βιτόριε, δε γίνεται να κοπανάς τη μία γροθιά μετά την άλλη στο μαχαίρι. Τόσα νοσοκομεία, τόσες ουλές, τόση ταλαιπωρία και για ποιον λόγο; Για να μη νιώσεις ριγμένος. Για να πάρεις το αίμα σου πίσω, για να εκδικηθείς. Qisas και αντιπεπονθός του Ραδαμάνθους. Lex talionis και κουραφέξαλα. Ασυναρτησίες. Ο κώδικας που ακολουθείς αποτελεί μια μυθοπλασία για να δικαιολογείς σκέψεις και πράξεις ταπεινές. Πού είναι το κακό δηλαδή αν πας και κανένα πάσο, αν αφήσεις και κάποιον ατιμώρητο; Δε γίνεται ν’ ανοίγεις βεντέτες με όποιον σου πατάει το πόδι. Ένας ενάντια στον πλανήτη. Πρέπει να μάθεις να λυγίζεις ψηλέ, διαφορετικά ή θα σπάσεις ή θα σε σπάσουν. Αλλά δε θέλεις να καταλάβεις. Εκεί, επιμένεις να πιπιλάς το ίδιο γλειφιτζούρι. Κάτσε τώρα τριπλοκλειδωμένος στο διαμερισματάκι, χεσμένος στον φόβο επειδή σε κυνηγάει η μαφία εισαγωγής».

    «Ωραίος λόγος. Θα τον καθαρογράψω και θα τον στείλω στον Ταραντίνο».

    Ο Μικές στράβωσε τα μούτρα και κοίταξε το ρολόι.

    «Έχω αργήσει. Έχω ραντεβού στο εργαστήριο σε δώδεκα λεπτά. Άσε που όπου να ’ναι θα σκάσουν οι Ρώσοι και δεν έχω καμία διάθεση να με βρουν εδώ μέσα. Θα με κεράσεις καφέ απ’ τη φοβερή μηχανή σου μια άλλη φορά. Αν βέβαια καταφέρεις να επιβιώσεις. Να προσέχεις μαλάκα».

    Άρπαξε το γυροσκόπιο απ’ το πάγκο κι έφυγε αφήνοντας την εξώπορτα να χάσκει.

    «Και εσύ να προσέχεις με το παπάκι και αυτό το πράγμα στα χέρια», πρόλαβε να του φωνάξει πριν χαθεί στο κλιμακοστάσιο.

    Θα έφτανε απούντο στου Ζωγράφου, μονάχα αν τον πέταγε καταπέλτης απ' τον λόφο. Έκλεισε και ξεκίνησε επιμελώς να κλειδώνει. Στη δεύτερη περιστροφή, το κουδούνι ξαναχτύπησε. Αυτή τη φορά με τη συνοδεία επίμονων χτυπημάτων στο ξύλο. Ήταν συνήθειο του Μικέ να ξεχνάει πράγματα. Ξεκλείδωσε και άνοιξε απότομα ψάχνοντας κάτι έξυπνο να του πετάξει. Αλλά δεν ήταν ο επίκουρος καθηγητής του ΕΚΠΑ αυτός που στεκόταν έξω απ’ την πόρτα. Ούτε η γιαγιά με την άνοια απ’ τον τέταρτο, αυτή που μπέρδευε τους ορόφους, γιατί υπήρχαν πολλές στον τέταρτο. Και τίποτα έξυπνο δεν του ήρθε.

    Αδρεναλίνη χύθηκε στις φλέβες και δεν του επέτρεψε να ξεροκαταπιεί. Ήταν δύο, στα σίγουρα Ρώσοι. Με την όψη τους και μόνο, θα τρόμαζαν και το καλοραμμένο κουστούμι γοητευτικού Βρετανού μυστικού πράκτορα. Για όση ώρα τους παρατηρούσε από πάνω προς τα κάτω, εκείνοι έκαναν το ίδιο με αντίθετη κατεύθυνση. Ο πρώτος, αυτός που βροντούσε την εξώπορτα με μία παλάμη σαν πατόφτυαρο, ήταν γιγάντιος. Στο δικό του ύψος και κάπου εκατό κιλά βαρύτερος, διέθετε αρκετή μυϊκή μάζα και τόσο πεταχτή κοιλάρα, ώστε να δυσκολεύεται να κλείσει τα χέρια. Το μακρύ και μπλεγμένο, λεπτότριχο και σε σλάβικες αποχρώσεις μαλλί, πρόδιδε την καταγωγή του και συνόδευε επάξια το ογκώδες κακοχυμένο παπαδίστικο μούσι που ξεφύτρωνε ανεξέλεγκτο. Η διασταύρωση του Χουλκ με τον Ρασπούτιν φορούσε εκρού παντελόνι με πιέτες, λαχανί κοντομάνικο πουκάμισο, χρυσή αλυσίδα στο λαιμό και σκαρπίνια με δερμάτινες σόλες. Πρώτη μούρη στο Καβούρι ο σύντροφος.

    Σκαρπίνια φορούσε επίσης και ο δεύτερος της παρέας, αυτός ο κοντός κοκκαλιάρης που στήριζε το βάρος του στον δείκτη που πίεζε το κουδούνι. Μπορεί να μην ξεπερνούσε το ένα εβδομήντα, όμως ούτε ισχνός φάνταζε ούτε και ασήμαντος. Νευρικός και ανήσυχος τον κοιτούσε κι έτριζε τα δόντια. Έτοιμος για δράση και τουλάχιστον δολοφονικός, θα μπορούσε να σε σκοτώσει με περιοδικό για σταυρόλεξα και αν σε μαχαίρωνε, θα το έκανε εκατόν εξήντα επτά φορές σε δώδεκα δευτερόλεπτα. Στα σίγουρα ο έξυπνος και ο αδίστακτος, ο κομπιούτερ της χαρούμενης συντροφιάς. Ήταν και αυτός ντυμένος βιντεοκασέτα των eighties. Γαλαζωπό κοντομάνικο πουκάμισο με μουσταρδί ρίγα, σομόν υφασμάτινο παντελόνι και χρυσή αλυσίδα με τον βαφτιστικό του σταυρό. Τα χέρια του, καλυμμένα με φυλακόβια τατουάζ. Μονόχρωμα και ξεθωριασμένα, κακότεχνα και χοντροκομμένα, μακριά από κάθε εικαστικό περιεχόμενο. Ακριβώς στο ύψος των ρωσικών σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Ακριβώς όπως στο Eastern Promises. Μαφιόζικα αστέρια, μία στραβοκάνα pin up, μπόλικες ημερομηνίες, νεκροκεφαλές και κόκκαλα, ένα ζευγάρι μάτια, μία παναγία, δύο διαβολεμένα αγγελάκια, ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο με φουσκωμένα πανιά σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, ένα μαχαίρι που κάρφωνε το ανοικτό στόμα μίας τίγρης, μία αρκούδα άγρια, όρθια και με πολύ νύχι. Η μεγάλη μαύρη τριχωτή ταραντούλα που είχε χτυπήσει στον λαιμό, ξεχώριζε απ’ τα υπόλοιπα κι έδινε τον τόνο.

    Δεν το ήθελε, αλλά η φαντασία του συμπλήρωσε τα κενά και τον γέμισε φρίκη. Δεν είχαν έρθει για καλό. Δεν είχαν ταξιδέψει τόσα χιλιόμετρα δύο δολοφόνοι, μονάχα να του κάνουν μια ευγενική παρατήρηση. Δεν είχαν σκοπό να τον χτυπήσουν ενθαρρυντικά στην πλάτη, να τον συμβουλέψουν να είναι καλό παιδί, να μην το ξανακάνει και τέτοια. Δεν κουβαλούσαν καλάσνικοφ, όμως δεν του είχαν φέρει και βουτήματα.

    Του γρήγορου η μάνα ποτέ δεν έκλαψε, άρεσε στον πατριό του να λέει. Μία συμβουλή για τα δύσκολα που ακολούθησε χωρίς σκέψη. Με μία κίνηση αστραπή τους αιφνιδίασε. Τους έκλεισε την πόρτα στα μούτρα, κλείδωσε με έξι φρενήρεις περιστροφές και πέρασε και το αλυσιδάκι. Οι βροντές και το μεταλλικό κουδούνισμα ξαναξεκίνησαν. Θα μπορούσε να ήταν μια έξοχη κωμική σκηνή, ένα καλό στιγμιότυπο από αμερικάνικη κωμωδία. Τα πράγματα δεν ήταν αστεία όμως ή αν ήταν, θα χαιρόταν πολύ αν μπορούσε να γελάσει αργότερα. Ο κίνδυνος ήταν πραγματικός και όχι κινηματογραφικός. Τράβηξε την παροχή που έδινε ρεύμα στους τέσσερις υπολογιστικούς του πύργους. Άρπαξε το κίτρινο εικοσάλιτρο σακίδιο απ’ τον καλόγερο και σ’ έξαλλη κατάσταση άρχισε να πετάει μέσα ό,τι του γυάλιζε. Το κινητό του, το λάπτοπ, πορτοφόλια, τα φάκελο που του άφησε ο Μικές, έναν άλλο φάκελο με πενηντάευρα που είχε καταχωνιάσει μέσα στη σουρντίνα του πιάνου, το πορτοφολάκι με τις τραπεζικές του κάρτες, μία τραγιάσκα, τα ακουστικά του, ένα μπρούτζινο πρες παπιέ. Το πρες παπιέ κατά λάθος.

    Έτρεξε στο υπνοδωμάτιο. Απ’ την επάνω ντουλάπα ξετρύπωσε τα ορειβατικά σύνεργα. Με σπασμωδικές κινήσεις φόρεσε το μποντριέ. Ύστερα το έβγαλε, έβαλε βρακί και σορτσάκι και το ξαναφόρεσε. Ορυμαγδός. Τα χτυπήματα και το ηλεκτρικό κουδούνι συνέδραμαν στους αυτοσχεδιασμούς του Ellington. Κάλτσες και αθλητικά παπούτσια. Με μία πενηντάμετρη κουλούρα ορειβατικού σκοινιού στο χέρι, βγήκε στο πίσω μπαλκόνι. Το ασφάλισε σ’ ένα γάντζο που είχε βιδώσει στον τοίχο γι' αυτόν τον σκοπό, έστειλε ένα φιλί στο ηχοσύστημα και πήδηξε στο κενό. Κατέβηκε με ραπέλ έξι ορόφους και προσγειώθηκε απαλά στις μουχλιασμένες πλάκες του βρωμερού ακάλυπτου. Ξέμπλεκε το σκοινί απ’ το κουβαδάκι, όταν απ’ τα ψηλά ακούστηκε ένας στρίγκλος ήχος, κάπως σαν δεκαεξάρες πρόκες που ξεκαρφώνονται από οικοδομικά μαδέρια. Μόλις του έσπασαν την εξώπορτα. Κοίταξε προς τα πάνω περιμένοντας να τους βρει στο μπαλκόνι. Μέσα στο ποντικί γκρίζο των τοίχων, το γαλάζιο μπάλωμα του αττικού ουρανού του έκαψε τα μάτια. Δεν προλάβαινε να βγάλει το μποντριέ. Με βήμα γοργό πέρασε στο φουαγιέ.

    «Βιτόριε!»

    «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;»

    Ήταν μοναδική στο να διαλέγει τις χειρότερες στιγμές. Τα μπράτσα της, γεμάτα μελανιές. Από κάποιον τις είχε φάει πάλι. Ή από κάποια.

    «Έχω ανάγκη να σου μιλήσω».

    Η φωνή της τρεμόπαιζε. Το ίδιο έκαναν και οι μακριές ψεύτικες βλεφαρίδες. Όσα φορούσε τής ήταν κοντά κι εφάρμοζαν σαν στολή σούπερ ήρωα στο σφιχτό καμπυλώδες κορμάκι. Το μυαλό του ξερογλείφτηκε, όπως κάθε φορά που την έβλεπε. Και όπως κάθε φορά, ερχόταν ζεστή υγρή και φουριόζα, για ν’ αφήσει πίσω της καταστροφές. Σαν τυφώνας του Ατλαντικού.

    «Δεν μπορώ τώρα κορίτσι μου. Έχω μουσαφίρηδες στο σπίτι», της ανακοίνωσε χαμηλόφωνα.

    Βιαζόταν να χαθεί στην πόλη. Οι επάνω θα είχαν ήδη διαπιστώσει ότι δεν ήταν επάνω. Δοκίμασε να περάσει απ' το πλάι, αλλά τον άρπαξε απ’ τον δικέφαλο.

    «Μη φεύγεις έτσι σε παρακαλώ. Όχι πάλι. Όλο εξαφανίζεσαι. Θέλω να σου μιλήσω σου είπα. Γιατί δε με καταλαβαίνεις;»

    Τον καθυστερούσε ένα μελόδραμα επιπέδου βραζιλιάνικης σαπουνόπερας.

    «Αφού ρε Μάιρα τα έχουμε πει τόσες φορές. Και ύστερα, με πέτυχες στη μέση μίας διεθνούς κρίσης. Θα σου εξηγήσω μια άλλη φ…»

    Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση. Πρώτα είδε τη μαύρη αράχνη και ύστερα το Ρώσο να τον κοιτούν απ’ το γύρισμα της σκάλας. Πέντε μέτρα και επτά σκαλοπάτια μακριά.

    3 Ιούνη, 08:18

    Άνοιξε επιφυλακτικά την πόρτα, το ταμπελάκι έγραφε ακόμη το όνομά της. Μέσα δε βρήκε κανέναν και τίποτα στη θέση που το είχε αφήσει. Η εικόνα του γραφείου έπαιζε στις ίδιες αρμονικές με την κατάσταση της καριέρας της. Έκλεισε και πήρε μερικά αμφίβολα βήματα, ισορροπώντας σ’ ένα αρχιπέλαγος χαρτούρας, κλασέρ και φακέλων. Τα ανοικτά ντουλάπια έχασκαν άδεια, σαν στόματα σε παγωμένα αθόρυβα ουρλιαχτά, το λάπτοπ της εξαφανισμένο. Ένας σεισμός επιπέδου Τόκιο την είχε χτυπήσει. Πώς θα τα εξηγούσε όλ' αυτά στη μάνα της;

    Η ταραχή της φούντωσε. Αδικία με γεύση πικραμύγδαλο. Σκέπασε το πρόσωπο με τις παλάμες με σκοπό να συγκρατήσει τη συγκίνηση που πήγαινε κι ερχόταν. Όταν αρκετά δευτερόλεπτα αργότερα τις τράβηξε, νόμιζε πως είχε ηρεμήσει. Λάθος. Το βλέμμα της φέρμαρε στην υπηρεσιακής αισθητικής τηλεφωνική συσκευή. Ήταν ογκώδης και από σταχτί πλαστικό. Τη σήκωσε, τη ζύγισε στην παλάμη και τη σβούρισε στον τοίχο. Παρά τον θόρυβο και την τρύπα στη γυψοσανίδα, το τηλέφωνο δεν έσπασε. Απαράδεκτο. Πλησίασε τη μεταλλική αρχειοθήκη απέναντι από το γραφείο. Στα ράφια από πάνω την περίμενε μία μπρούτζινη, στο μέγεθος μπάλας του μπάσκετ, προτομή του Αριστοτέλη. Ένας αρχαίος θεός ξέρει για πόσες κυβερνήσεις μάζευε σκόνη εκεί πάνω. Τη σήκωσε με δυσκολία και την ισορρόπησε στον δεξί ώμο. Επιτέλους, ο Αρίστος θα φαινόταν σε κάτι χρήσιμος. Σημάδεψε και άφησε τη βαρύτητα να κάνει τα υπόλοιπα. Η συσκευή κομματιάστηκε. Πλήκτρα και πλαστικά θραύσματα. Βαρύ κεφάλι ο φιλόσοφος.

    Μάζεψε ένα αναποδογυρισμένο χαρτοκούτι και ξεκίνησε να τοποθετεί στο εσωτερικό του τα προσωπικά της αντικείμενα. Όσα δηλαδή δεν έβρισκε σπασμένα στο πάτωμα. Δεν είχε και πολλά, δεν ήταν απ’ τους ανθρώπους που διακοσμούν τον χώρο τους σαν εφηβικό δωμάτιο. Την κασετίνα της να μαζέψει μονάχα, μία παραλληλόγραμμη φούξια γλαστρούλα με τέσσερις μικρούς κάκτους, ένα αναδιπλούμενο καθρεφτάκι, δύο διάφανα μανό, ένα κουτάκι ασπιρίνες, δύο κουτάκια Depon, μία καρτέλα Panadol, δώδεκα φακελάκια τσάι, ένα ηλεκτρικό σίδερο ταξιδίου, δύο ψαλιδάκια, έναν νυχοκόπτη, έναν μπρούτζινο χαρτοκόπτη δώρο της υπηρεσίας, ένα αερόθερμο, μία χούφτα τσιμπιδάκια, πολύχρωμα πόστιτ, έναν βραστήρα, ακόμη ένα κουτάκι ασπιρίνες, ένα βιβλίο με κυπριακές συνταγές, ένα για την αστάνγκα γιόγκα, ένα για το φενγκ σούι κι ένα ταξιδιωτικό οδηγό της Κορέας, ένα ζευγάρι πουέντ, ένα ροζ κορμάκι, μία σακούλα ρεσώ, ένα usb ανεμιστηράκι, λαστιχάκια για τα μαλλιά, τσίχλες, μία ενυδατική κρέμα ημέρας, αντηλιακό, μία σακουλίτσα ιπποφαές, κριτσίνια χωρίς γλουτένη, ένα μικρό μπουκαλάκι μπαλσάμικο με μέλι και θυμάρι, έξι Ίον αμυγδάλου, λίπγκλος με γεύση παπάγια, πονστάν, σερβιέτες, κρέμα χεριών με καριτέ στο άρωμα τσιχλόφουσκας, κάψουλες βασιλικού πολτού, ένα μπουκαλάκι κολλαγόνο κι ένα με βέρα αλόη βέρα, μία σφυρίχτρα βιασμού, δύο κουτάκια ασπιρίνες που δεν τα θυμόταν καθόλου, ένα υδρομασάζ ποδιών, ένα πιστοποιητικό από την ελληνική ομοσπονδία τάε κβον ντο, μία φωτογραφία με την Υβόννη από το χριστουγεννιάτικο πάρτι, τρεις παιδικές ζωγραφιές με μαρκαδόρο από την ανιψιά της, μία μικρή αφίσα του Robert Downey Jr, μία υδατογραφία μίας παιδικής της φίλης ζωγράφου και την κορνιζαρισμένη φωτογραφία από τον γάμο της ξαδέρφης της όπου όλη η οικογένεια χαμογελά. Τελικά, της πήρε κάποια ώρα.

    Βγήκε απ’ το γραφείο με το κουτί να της απασχολεί τα χέρια. Δεν ήταν πια μια υποδιευθύντρια ειδικών υποθέσεων του ΣΔΟΕ. Με τη ματιά της διέτρεξε τον μακρύ διάδρομο. Εχθροί και φίλοι είχαν συνθέσει πηγαδάκια που σιγοψιθύριζαν. Αν και παρελθόν για το υπουργείο, ήταν το νέο της ημέρας.

    Οι παλιοβρυκόλακες. Κανείς τους δεν ήταν αναμάρτητος, παρ’ όλα αυτά, τα βλέμματά τους έπεφταν πάνω της σαν πέτρες. Η κατρακύλα της τους έδινε ζωή, τους έκανε νεότερους. Έπρεπε να ηρεμήσει. Έφερε στο νου, τις κυριακάτικες αυτοκινητάδες. Νήπιο, ανάσκελα στο πίσω κάθισμα να χαζεύει απ’ το πλαϊνό παράθυρο την κορυφογραμμή της Πάρνηθας να μετατοπίζεται. Ο πατέρας της στο τιμόνι να σιγοτραγουδάει τα νησιώτικα του Πάριου και το εμπριμέ μαντήλι της Στάσας να ανεμίζει παράγοντας ένα γλυκό γουργουρητό.

    Ξεκίνησε τους αποχαιρετισμούς με ένα σκληρό, σιδερωμένο χαμόγελο. Μόνο έξω από το γραφείο της Υβόννης σταμάτησε. Η φιλενάδα της δεν μίλησε, παρά τη χάιδεψε στον ώμο. Καταποντίστηκε. Ήθελε να της πει δύο κουβέντες, αλλά αν το προσπαθούσε δε θα έβγαιναν λέξεις. Ήταν έτοιμη να εκραγεί πάνω στη βρωμερή μοκέτα. Ηφαίστειο τρομερό και βροντερό, της ξέφυγε μόνο ένα αναφιλητό.

    Τελευταίος την περίμενε ο Ευγένιος, ο διευθυντής του τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης. Ντυμένος σαν τον πρίγκιπα Φίλιππο της Ισπανίας, είχε γείρει με προσεγμένο κινηματογραφικό στυλ στην είσοδο του γραφείου. Στα δάκτυλα περιέστρεφε σαν μπεγλέρι ένα κλειδί με το λογότυπο της Πόρσε. Φορούσε τυρκουάζ κουστούμι με καρπουζί πουκάμισο, ολοκαίνουργια χειροποίητα Oxfords, πλεκτή ζώνη και την ειρωνεία ταπετσαρία στο πρόσωπο. Με όνομα το ακριβώς αντίθετο απ’ την προσωπικότητά του, υπήρξε εκείνος ο προδοτικός Βρούτος συνάδελφος που απαντιέται σε κάθε καταθλιπτικό διάδρομο υπουργείου. Τον είχε για ρηχό, τεμπέλη, σεξιστή και κουτοπόνηρο και ας ήταν πρώτο ανίψι του πρωθυπουργού.

    Ο ίδιος θεωρούσε εαυτόν ως ανερχόμενο αστέρι. Ως μελλοντικό αρχηγό παράταξης, πρωθυπουργό, και αν ζούσε αρκετά, και πρόεδρο της Δημοκρατίας. Προς το παρόν, έκανε το αγροτικό του στο ΣΔΟΕ πιστεύοντας ακράδαντα ότι ο πλανήτης του χρωστούσε. Ακριβά ρούχα, ακριβό αυτοκίνητο, ακριβές συνήθειες, ακριβές φιλοδοξίες και όλα τα υπόλοιπα φτιαγμένα από βρωμερή κολλώδη λάσπη. Από έξω εμφάνιση, από μέσα εξαφάνιση. Και δυστυχώς, αποτελούσε μονάχος το πλήρες εγχειρίδιο της ζοφερής ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας.

    Όταν τον είχε πρωτογνωρίσει, αν και αρκετά μικρότερός της, την είχε φλερτάρει συστηματικά. Εκείνη δεν είχε γοητευτεί, είχε απογοητευτεί. Η προσέγγισή του ρηχή, τα λόγια του φτηνά. Άνθρωπος τάπερ, κενός σαν τα ντεκόρ του σινεμά. Ποτέ δεν έπεσε στους επιχρυσωμένους κυνόδοντες της κληρονομημένης του μασέλας και ο Ευγένιος το είχε πάρει άσχημα. Η επίμονη άρνησή της είχε ξεχτενίσει το ναρκισσιστικό του εγώ. Δεν είχε συνηθίσει να του ρίχνουν χυλόπιτες οι L’Oreal ξανθιές, αυτές οι λιμασμένες για δολάριο και για επίχρυσους ρουμπινέδες, στις οποίες κουνούσε τη διαμαντένια του κουδουνίστρα. Δεν το ξεπέρασε πότε κι εκείνη τη στιγμή την περίμενε ακονίζοντας τα νύχια.

    «Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες», της πέταξε.

    Η οργή τη γέμισε από κάτω προς τα πάνω, δε σταμάτησε όμως. Τον προσπέρασε και τότε εκείνος απευθύνθηκε στο κοινό του διαδρόμου.

    «Θαυμάστε την αδέκαστη, τη μοναδική αδιάφθορη της υπηρεσίας μας. Που στην πραγματικότητα βέβαια, ήταν η πιο ακριβή πόρνη απ’ όλους».

    Ένιωσε αέρα να βγαίνει απ' τ’ αυτιά. Σταμάτησε και τον κοίταξε. Μακάρι να μπορούσε να τον καρφώσει με το βλέμμα. Όπως στα μυθιστορήματα.

    «Είμαι καθαρή. Δε φοβάμαι τίποτα».

    Οι λέξεις ξεγλίστρησαν από μέσα της σαν φίδια.

    «Είπε ο έκπτωτος άγγελος κουβαλώντας την κούτα της ντροπής. Αυτά να τα κρατήσεις για τον ανακριτή και να εύχεσαι να σε πιστέψει. Ο Κατιμάς σε κατίμασε Γκόρου. Τώρα ετοιμάσου. Θα σε σουβλίσουν σε ζωντανή πανελλήνια μετάδοση».

    Πλησίασε κι έσκυψε στο αυτί της.

    «Αν ήξερα με τι πουτανάκι είχα να κάνω, θα σου’ δινα ένα πενηντάρικο για να μου καθαρίσεις τους σωλήνες».

    Της έκλεισε το μάτι και χούφτωσε τα απόκρυφά του. Στεκόταν τόσο κοντά που αν ανέβαζε τον αγκώνα όσο γρήγορα της έφτασε το αίμα στο κεφάλι, θα του έσπρωχνε τη μύτη βαθιά στο ιγμόρειο. Συγκρατήθηκε με δυσκολία.

    «Είσαι ένας γυμνοσάλιαγκας», του ψιθύρισε και συνέχισε στον διάδρομο.

    Χώθηκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί. Αυτή η παρτίδα ήταν δική του. Όσο ο θάλαμος κατέβαινε, τόσο η πίεση ανέβαινε. Βγήκε στο γκαράζ ασθμαίνοντας. Κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο, αλλά σταμάτησε πριν ολοκληρώσει το τέταρτο βήμα. Παρατήρησε τη ματ ανθρακί Πόρσε Καρρέρα S κάμπριο στα δεξιά της. Ακούμπησε το κιβώτιο στα τσιμεντένιο πάτωμα και ψάρεψε τον μυτερό μπρούτζινο χαρτοκόπτη με τη δερμάτινη λαβή. Ήταν δώρο του υπουργού απ' τις εποχές εκείνες που ακόμη τη συμπαθούσε. Δεν το φιλοσόφησε πολύ. Πρώτα τρύπησε τα δύο μπροστινά λάστιχα και ύστερα τον κάρφωσε στη μαλακή οροφή. Τον παράτησε εκεί να εξέχει. Ήταν η πρώτη φορά που μαχαίρωνε αυτοκίνητο, για την ακρίβεια ήταν η πρώτη φορά που μαχαίρωνε οτιδήποτε. Σήκωσε την κούτα.

    «Αυτό για να με πεις πουτάνα!», μονολόγησε.

    Ένιωσε καλύτερα, αλλά όχι όσο θα περίμενε.

    3 Ιούνη, 08:33

    Παγωμένοι και οι δύο στο ίδιο στοπ καρέ, μετρούσε ο καθένας τον απέναντι. Ο Ρώσος ήταν μικρόσωμος και αδύνατος, στα σίγουρα περισσότερο εκρηκτικός. Διέθετε μυϊκή δομή που μαρτυρούσε ότι είχε σχέση με τον αθλητισμό, τουλάχιστον παλαιότερα. Δε θα μπορούσε να του ξεφύγει. Δύο πέντε ύψος και γρήγορες επιταχύνσεις δεν πάνε μαζί. Ο κοντός φορούσε μακρύ παντελόνι και παπούτσια με τακούνι και δερμάτινη σόλα. Αν τον αιφνιδίαζε, είχε ογδόντα επτά τοις εκατό πιθανότητα να ξεφύγει.

    Ξεκίνησε πρώτος. Είχε ήδη διανύσει μερικά μέτρα, όταν άκουσε τα σκαρπίνια να χτυπούν στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Η Μάιρα, ίσως στη μοναδική φορά στη ζωή της που έδειξε αυταπάρνηση, έκανε μια περίεργη προσπάθεια να τον προστατέψει κι έκλεισε αδέξια τον δρόμο στον Αραχνάκια. Ο Ρώσος τη βρήκε με τον ώμο στον πνεύμονα και την πέταξε στον αέρα σαν μπάλα θαλάσσης. Πατούσε στο πεζοδρόμιο της Πουλχερίας και όμως κατάφερε να ακούσει τον ξερό γδούπο του κεφαλιού της στον τοίχο. Δε σταμάτησε. Η Μάιρα άντεχε το ξύλο.

    Η ζωή του βρισκόταν στα χέρια των ποδιών του. Σε έξαλλο σπριντ, έστριψε δεξιά στης Ειρήνης Αθηναίας, συνέχισε στη Μαντζάκου, δεξιά στη Ζωοδόχου Πηγής και ύστερα αριστερά στην Ισαύρων. Ανηφόρισε για τον Λυκαβηττό με το γκάζι βιδωμένο. Διαβάτες και πρεζάκια, αυτοκίνητα και μηχανές, λεωφορεία και τρόλεϊ, σκατούλες και σκουπιδοσακούλες. Λίγα μέτρα πίσω, οι σκληρές σόλες του Ρώσου χτυπούσαν στην άσφαλτο. Πέρασε τα σκαλοπάτια κι έστριψε απότομα στον περιφερειακό. Ο Αραχνάκιας μπήκε με πλαγιολίσθηση στη Σαραντάπηχου και συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά μ’ έναν μεταλλικό κάδο σκουπιδιών. Τρέξιμο με σκαρπίνια στις πλάκες αθηναϊκού πεζοδρομίου. Από μόνο του ακουγόταν σαν ανέκδοτο.

    Θα έπρεπε να είχε σπάσει πλευρά, παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε απτόητος. Τα βήματά του τον ακολουθούσαν σαν φρενιασμένος μετρονόμος. Ολοένα και πιο γρήγορα, ολοένα και πιο κοντά. Τον είχε φτάσει, μπορούσε να ακούσει την ανάσα του. Ήταν καλός ο κοντός. Τη στιγμή που άπλωνε το χέρι να τον γραπώσει, ο Βιτόριος άλλαξε αναπάντεχα κατεύθυνση. Γόνατα και παπούτσια δοκιμάστηκαν στο όριο. Διέσχισε κάθετα τον δρόμο, πάτησε στις πλάκες και με ένα καλό σάλτο πέρασε πάνω από την ψηλή πέτρινη πεζούλα που περιέφρασσε τον λόφο. Τρία μέτρα σκαρφάλωμα και βρήκε το στενό ανηφορικό μονοπάτι. Ο Ρώσος ήταν φύσει αδύνατο να τον ακολουθήσει. Τα σκαρπίνια του μπλόκαραν και γλίστρησε στη λεία άσφαλτο σαν ολυμπιονίκης του γιγαντιαίου σλάλομ. Με τα φρένα σπασμένα, απέφυγε θαυμάσια μία παρκαρισμένη βέσπα, βρήκε με το γόνατο σ’ ένα προφυλακτήρα και κοπάνησε με το αυτί σε μία μουσμουλιά. Το φρύδι του σκίστηκε και μία τριπλή γρατζουνιά στόλισε το σλάβικο ζυγωματικό. Το δέντρο δεν έδειξε να πολυνοιάζεται.

    Ξεκίνησε για το θεατράκι στην κορυφή. Έφτασε στην τελευταία στροφή άνετος και ξεφούσκωτος παρά το μικρό μαραθώνιο που είχε τρέξει μία ώρα πριν. Αρκετά χαμηλότερα, ο Ρώσος ταλαιπωριόταν στον ανήφορο. Του σφύριξε τσοπάνικα. Σήκωσε το καταματωμένο πρόσωπο και ο Βιτόριος του φύσηξε ένα φιλί. Αυτός ο γύρος ήταν δικός του. Τα πόδια του τον είχαν βγάλει ασπροπρόσωπο.

    Διέσχισε το παρκινγκ κι έπεσε στην πίσω μεριά του Λυκαβηττού, αυτή που έχει θέα στο Hilton. Ακολουθώντας τις γνώριμες χωμάτινες διαδρομές βγήκε στην Κλεομένους. Έστριψε στον κατήφορο της Ξανθίππου και όταν πέρασε μπροστά από το ξενοδοχείο St George Lycabettus, παράτησε την τρεχάλα και συνέχισε με γρήγορο βάδην για την πλατεία. Με το που πάτησε στον πεζόδρομο της Δεξαμενής, άκουσε ένα απότομο φρενάρισμα και ύστερα τα γνωστά σκαρπίνια. Και ο Blue_Tiger και ο Μικές είχαν δίκιο. Αυτοί οι τύποι δε σταματούν ποτέ.

    Γύρισε και τον βρήκε να κατεβαίνει ανεξέλεγκτα το απότομο τελείωμα της Δεινοκράτους. Η κλίση μεγάλη και ο δρόμος σαν γυαλί. Το κεφάλι του, εκτός από ματωβαμένο, ήταν και ξερό. Δεν καταλάβαινε να προσαρμοστεί στο αθηναϊκό περιβάλλον. Έτρεχε δηλαδή πιο γρήγορα απ’ ό,τι μάθαινε. Ο κοντοστούπης διέσχισε την Ξανθίππου ισορροπώντας σαν σέρφερ, βρήκε με τη λεκάνη στο φτερό ενός σταθμευμένου άουντι και απογειώθηκε. Μπορεί να την ονόμαζαν Δεξαμενή, δεν έκανε όμως για τέτοιες βουτιές. Ο άνθρωπος οβίδα πέρασε δίπλα από το κεφάλι του κι ενάμιση φλικ φλακ μετά, προσγειώθηκε πάνω σ’ έξι ηλικιωμένους κολωνακιώτες και στα δύο μεταλλικά τραπεζάκια που ακουμπούσαν τα ούζα τους. Ζόρικο. Και η τούμπα και το ούζο πρωί πρωί.

    Μαλιοκούβαρα. Τον παράτησε παραζαλισμένο να παλεύει με τα πόδια τραπεζιών και συνταξιούχων. Όχι

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1