Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω
Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω
Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω
Ebook137 pages2 hours

Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Ο Θεός είναι υπαρκτός, είναι αληθινός, είναι παρών και κυρίως είναι μεθεκτός, κοινωνών και κοινωνούμενος, «κλώμενος» και «εκχυνόμενος». Και στη συνέχεια αιωνίως και σε όλους «προσφερόμενος και διαδιδόμενος», «πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος».
Η Ζωή υπάρχει· είναι ο Χριστός. Η πηγή της είναι δίπλα· είναι η Εκκλησία. Και πρέπει να ζήσουμε. Όλοι μας. Από σήμερα. Διότι μας προσφέρεται. Κι εμείς την έχουμε τόσο ανάγκη!
LanguageΕλληνικά
Release dateJan 11, 2018
ISBN9788827549490
Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω

Read more from Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος

Related to Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω

Related ebooks

Reviews for Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω - Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος

    Λίγα λόγια προλογικὰ

    Μεγάλωσα σὲ μιὰ γνήσια χριστιανικὴ οἰκογένεια, μὲ κύριο γνώρισμα τὴ συνέπεια, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν αὐθεντικότητα, μὲ πολλὴ ἐλευθερία καὶ ψηλοὺς στόχους, ὅπου ὅμως ἡ πίστη ἦταν δεδομένη. Ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νὰ τὴν κληρονομήσω χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω καὶ ὄχι νὰ μοῦ γεννηθεῖ ὡς δικός μου καρπός. Δὲν τὸ ἤθελα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ μικρὸς ἐπέτρεψα στὸν ἑαυτό μου τὸ ρίσκο τῆς ἀμφισβήτησης.

    Στὴν Ἐκκλησία γνώρισα σπάνιους ἀνθρώπους, μὲ ἀρετὴ καὶ αὐθεντικότητα, καλοδουλεμένους, καλλιεργημένους, ἀληθινοὺς χριστιανούς, εὐγενικὲς ψυχές, γνώρισα, τολμῶ νὰ πῶ, ἁγίους. Δὲν συνάντησα τέτοιους γενικότερα στὴ ζωή μου. Ξεχώριζαν μὲ διαφορὰ αὐτοὶ οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὀφείλω νὰ τὸ ὁμολογήσω. Δὲν εἶχα δεῖ σημεῖα οὔτε θαύματα. Δὲν τὰ χρειαζόμουν αὐτά. Γιὰ κάποιον ὅμως λόγο, δὲν ἤθελα ἡ πίστη νὰ μοῦ φορεθεῖ, ἀλλὰ νὰ μοῦ προκύψει· δὲν ἤθελα νὰ παρασυρθῶ οὔτε ἀπὸ λογικὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ αὐτῆς οὔτε ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῶν πιστῶν. Δὲν χρειαζόμουν οὔτε ἀποδείξεις οὔτε ἔμμεσα συμπεράσματα. Δὲν ἔκανα τὸ λάθος νὰ τὴν ψάξω στοὺς ἔξυπνους ἢ μορφωμένους οὔτε στοὺς πετυχημένους οὔτε στοὺς καλοὺς οὔτε μέσα σὲ παράξενα γεγονότα ἢ σὲ φανταστικοὺς ἐντυπωσιασμούς. Ἤθελα νὰ τὴν βρῶ καθαρὴ μέσα μου. Ὄχι κάπου ἀλλοῦ. Ἀκόμη καὶ ἡ ἁγιότητα ἢ ἡ καλωσύνη τῶν χριστιανῶν ἤθελα μόνο νὰ μὲ ὑποψιάσει ἢ νὰ μὲ ἐμπνεύσει, ὄχι νὰ μὲ ὑποχρεώσει νὰ ἀκολουθήσω τὸν δρόμο τῆς πίστης καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ πίστη μου στὸν Θεὸ νὰ στηρίζεται στὴν ἐμπιστοσύνη μου σὲ ἀνθρώπους. Ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ δική Του φωνὴ μέσα μου.

    Δὲν ἤθελα νὰ ἐπιτρέψω κανέναν καὶ τίποτα νὰ μὲ βιάσει ψυχικά. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ θὰ ἄξιζε μόνον ἂν τὴν συναντοῦσα στὸ κορύφωμα τῆς ἐλευθερίας μου. Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία ἦταν τὸ μεγαλύτερο δῶρο ποὺ ἀνεγνώριζα πάνω μου. Ἂν ὑπῆρχε Θεός, Αὐτὸς ἔπρεπε νὰ μοῦ τὸ εἶχε δώσει, ὄχι γιὰ νὰ ξεγελαστῶ ἀπολαμβάνοντας τὴν ἐφημερότητά μου, οὔτε γιὰ νὰ ζαλιστῶ ἀπὸ τὶς ὅποιες ἱκανότητες ἢ ἐπιτυχίες μου, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσω τὴν ἀλήθεια, καὶ στὸ κέντρο της νὰ Τὸν συναντήσω.

    Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πόνεσα πολύ. Ἔκλαψα βουβά. Δὲν ἤθελα νὰ παρασυρθῶ. Ἡ προσπάθειά μου αὐτὴ ἦταν μυστική· δὲν μποροῦσα νὰ τὴν κοινοποιήσω. Ὁ δρόμος μου μονήρης, κι ἂς ἤμουν μικρὸ παιδί. Εἶχα τὴ συναίσθηση ὅτι ἂν τὴν μοιραζόμουν, κανεὶς δὲν θὰ μὲ καταλάβαινε.

    Ἔβρισκα πολλὴ παρηγοριὰ ὅταν χανόμουν μέσα στὸ σύμπαν. Ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ ἀκόμη διάβαζα γι’ αὐτό. Ἤθελα νὰ σπουδάσω Ἀστρονομία. Νόμιζα ὅτι ἐκεῖ μέσα κάτι θὰ ἔβρισκα. Ἦταν ἡ ἐλπίδα μου. Θὰ χανόμουν στὸ ἄπειρο, στὸ ἄγνωστο, στὸ θαυμαστὸ καὶ τέλειο, καὶ θὰ ξαναγεννιόμουν. Θὰ γινόμουν πολὺ μικρὸς σὰν ἀστεράκι κι ἔτσι μόνο θὰ ἀντίκρυζα τὸ μεγαλεῖο μου. Θὰ συναντοῦσα τὸν ἑαυτό μου· τὴν ἑρμηνεία καὶ τὸν λόγο τῆς ὕπαρξής μου. Ἴσως καὶ τὸν Θεό. Αὐτὸ ἦταν ἡ ἐλπίδα μου.

    Αὐτὸν τὸν πόνο τῆς ἀναζήτησης δὲν μπόρεσα ποτὲ νὰ τὸν μοιραστῶ μὲ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἤξερα. Αὐτοὶ θεωροῦσαν τὴν ἀμφισβήτηση ἁμαρτία. Νόμιζαν ὅτι εἶναι σίγουροι γιὰ ὅλα, ὅτι ὑπάρχουν ἀπαντήσεις γιὰ τὰ πάντα. Ἔτσι τοὺς εἶχαν μάθει. Μιλοῦσαν γιὰ μυστήριο σὰν νὰ γνώριζαν τὰ μυστικὰ καὶ τὶς λεπτομέρειές του. Ἴσως μόνον αὐτοί. Ἔτσι ὅμως τὸ κάνανε πολὺ λογικό, πολὺ μικρό, τὸ ἀπογύμνωναν ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς μυστηριακῆς γοητείας του. Κατέστρεφαν τὴν ἐλπίδα του. Δὲν ἤθελα νὰ τοὺς μιμηθῶ. Τοὺς ζήλευα γιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ ὑποψιαζόμουν πὼς κρατοῦσαν, γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ ἤθους τους, ἀλλὰ ὄχι γιὰ τὴν πίστη τους. Αὐτὴ μοῦ φαινόταν λάθος. Δὲν εἶχε τὴ ζωὴ ποὺ ἐγὼ ἔψαχνα, τὴ δύναμη ποὺ ἀναζητοῦσα, τὴν ἐλευθερία ποὺ λαχταροῦσα.

    Ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μὲ συγκινοῦσε πολὺ καὶ τὸ ἔλεος, ἡ συγχώρηση, ἡ ἀγάπη ὡς καλωσύνη, ἡ συγγένειά της μὲ τὴν ταπείνωση. Οἱ χριστιανοὶ ἦταν λίγο σκληροί. Ἔτσι τουλάχιστον μοῦ φαίνονταν. Προσπαθοῦσαν νὰ εἶναι... σωστοί. Καὶ αὐτὸ τοὺς χαλοῦσε. Δίδασκαν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν», τὸν ἑρμήνευαν σωστά, ἀλλὰ ἡ καρδιά τους ἦταν περισσότερο καρφωμένη στὴν ὀρθότητα τοῦ νόμου καὶ τῶν κανόνων καὶ ὄχι στὴ γλυκύτητα καὶ τὴν εὐγένεια τῆς συγχώρησης· στὸν ἱδρώτα τῆς ὀφειλόμενης θυσίας παρὰ στὸ αἷμα τῆς ἐλεήμονος καρδιᾶς. Ἐγὼ ὅμως πίστευα πὼς ἡ ἀλήθεια δὲν θέλει τόσο ἱδρώτα ὅσο αἷμα... Καὶ δάκρυ.

    Στὴν Ἐκκλησία βρῆκα τὴ δύναμη ποὺ κρύβει ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θέλησα νὰ μαθητεύσω στὸν Ληστὴ τοῦ Εὐαγγελίου, στὴν Πόρνη ποὺ ἔχυσε τὸ μύρο, στὸν Τελώνη, στὸν Ἄσωτο, στὸν Πέτρο ὄχι τὴ στιγμὴ τῆς ὁμολογίας του, ἀλλὰ τότε ποὺ «ἔκλαυσε πικρῶς», στὸν ξεσχισμένο ἀπὸ τὴ μετάνοια Παῦλο. Στὴ Μάρθα ποὺ μεριμνοῦσε περὶ πολλὰ καὶ στὸν Θωμᾶ ποὺ ἤθελε τὴν ἀμεσότητα τῆς ψηλάφησης. Αὐτοὶ ἦταν ἀνθρώπινοι. Αὐτοὶ μὲ συγκινοῦσαν πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δάκρυ τῶν μετανοούντων, περισσότερο ἀπὸ τὴ σκέψη τῶν θεολόγων!

    Δὲν ξέρω πῶς συνέβη στὴ ζωή μου, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ μιὰ πολυχρόνια πλέον προσωπικὴ ἀναζήτηση, ὅταν ἔγινα κληρικός, ἡ διακονία μου ἐπικεντρώθηκε σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀσυνθηκολόγητα διψοῦσαν γιὰ τὴν ἀλήθεια, συνήθως ἄπιστους, ἁμαρτωλούς, ἀγνωστικιστὲς ἢ ἄσχετους μὲ τὸν Θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ γενικότερα τὴ θρησκευτικότητα. Οἱ περισσότεροι εἴτε ὅταν ἔφτασαν σὲ ἀδιέξοδο ζωῆς εἴτε ἀπὸ περιέργεια εἴτε ἀπὸ κάποια ἄλλη αἰτία βρέθηκαν στὸν δρόμο μου.

    Πρέπει ἐξ ἀρχῆς νὰ τὸ ὁμολογήσω πὼς ποτὲ δὲν προσπάθησα νὰ πείσω κανέναν, οὔτε πάλι στόχος μου ἦταν νὰ αὐξήσω τοὺς ὀπαδοὺς τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, οὔτε ἐπίσης νομίζω πὼς εἶχα καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀποδείξω στὸν ἑαυτό μου ὅτι κατὰ κάποιον τρόπο ἐξελίσσομαι σὲ πετυχημένο ἱερέα ποὺ πείθει τοὺς δύσκολους, οὔτε τέλος μπόρεσα ποτὲ νὰ ἀνιχνεύσω κάποια προσωπικὴ ἰδιοτέλεια μέσα μου στὴ σχέση μαζί τους.

    Τοὺς δέχθηκα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ μοναδικὴ διάθεση νὰ ἀγκαλιάσω τὴν ὕπαρξή τους, νὰ μοιρασθῶ μαζί τους τὸν πόνο τῆς πίστης, νὰ δεχθῶ τοὺς θησαυροὺς τῆς δικῆς τους ἀληθινῆς κατὰ τὰ ἄλλα ζωῆς, νὰ σηκώσουμε μαζὶ τὸ βάρος τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας. Δὲν δέχθηκα ποτὲ αὐτοὶ νὰ εἶναι γυμνοὶ μπροστά μου καθὼς ἄνοιγαν τὸν μυστικὸ ἑαυτό τους κι ἐγὼ ντυμένος μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ψευτοσοφίας ἢ καὶ τῆς αὐτασφάλισής μου. Δὲν ἔνοιωσα ἐγὼ ὁ φτασμένος καὶ αὐτοὶ στὴν ἀρχή. Ἔνοιωσα πάντοτε μαζί τους, συνοδοιπόρος στὸν ὑπέροχο δρόμο τῆς θεϊκῆς ἀναζήτησης. Δοξάζω τὸν Θεὸ γι’ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἐμπειρία ποὺ μοῦ χάρισε.

    Ἀρκετοὶ μοῦ ζήτησαν κάτι ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ συζητούσαμε νὰ τὰ ἀποτυπώσω στὸ χαρτί. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πάλευα μέσα μου. Ἀφ΄ ἑνὸς μὲν ἀντιλαμβανόμουν τὴν ἀνάγκη μιᾶς τέτοιας καταγραφῆς, ἀφ΄ ἑτέρου δὲ μὲ διακατεῖχε ἡ συστολὴ ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν αἴσθηση ὅτι ἴσως δὲν θὰ ἔπρεπε τὸν πόνο καὶ τὸ μυστήριο τῆς κοινῆς ἀναζήτησης νὰ τὰ μεταφράσω σὲ ἔργο μὲ τὴ δική μου ὑπογραφή. Διότι τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ δικό μου.

    Τελικά, θεώρησα ὅτι ὁ ἐσωτερικός μου σεβασμὸς ἦταν ἀρκετὰ ὥριμος, ὥστε νὰ μπορῶ νὰ προχωρήσω χωρὶς τὴν ἀσέβεια κάποιας κρυμμένης σκοπιμότητας. Τὴν ἀπόφαση τὴν πῆρα στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ καὶ ξεκίνησα νὰ τὴν ὑλοποιῶ, μέσα στὴν ἀπόλυτη μοναξιά μου. Ἄρχισα νὰ γράφω στὸ Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κοντὰ στὸν ἀρσανᾶ τῆς Σιμωνόπετρας. Τελείωσα ἀργότερα στὸ νησὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στὴν Πάτμο, στὸ Κουβάρι. Καὶ οἱ δύο τόποι ἡσυχαστικοὶ καὶ ἐρημικοί. Σημεῖα προσευχῆς. Συνολικὰ χρειάστηκαν λίγες μόνο μέρες. Συντροφιά μου ὁ ἀρχοντικὸς μαθητὴς τῆς ἀγάπης. Ὁ εἰλικρινὰ ἀγαπῶν καὶ ὄντως ἠγαπημένος. Τὸ κείμενο δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι καρπὸς ἀγάπης καὶ ἡσυχίας· εἶναι καρπὸς ἐρήμου. Θὰ ἔλεγα καὶ προσευχῆς, ἀλλὰ φοβοῦμαι τὶς παρεξηγήσεις τῶν νοσηρῶν ὑπερβολῶν.

    Τὰ ἐρωτήματα -ἐπέλεξα ἑκατὸ γιὰ νὰ εἶναι στρογγυλὸς ὁ ἀριθμός- καὶ ὁ διάλογος εἶναι ὅλα αὐθεντικά. Τὰ πρόσωπα εἶναι ἐπίσης ἀληθινά, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὰ προφανῶς ὀνόματα. Ἡ συζήτηση δὲν ἦταν αὐτοτελής, ἀλλὰ ἀποτελεῖ μία σύνθεση μὲ ἐπιλογὴ ἐρωτημάτων. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία. Αὐτὸ ποὺ βαραίνει εἶναι μέσα ἀπὸ αὐτὰ νὰ φανεῖ αὐθεντικὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ καθαρὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ ἀξίζει περισσότερο σὲ αὐτὴ τὴ ζωή.

    Αὔγουστος 2013

    ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

    Συνάντηση μὲ μία παρέα πέντε νέων παιδιῶν στὸν χῶρο τοῦ γραφείου μου. Βιβλιοθῆκες δεξιὰ καὶ ἀριστερά, τηλέφωνα, κεράσματα κ.λπ., χῶρος ἑνὸς διοικητικοῦ προϊσταμένου. Αὐτὸ εἶναι ἕνα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1