Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια
Το Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια
Το Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια
Ebook488 pages6 hours

Το Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η τελευταία περιπέτεια του Άστρου στην τρελή Κουκαμπούρια έρχεται να ανατρέψει τη συνήθεια και τη λογική και να μας βυθίσει σε μια θάλασσα σουρεαλιστικής φαντασίας. Το χαμογελαστό παπούτσι, ο κυνηγός λεξιθήρας, η τραγουδίστρια της Κουκαμπούριας και ο πελώριος θαυματοποιός Κουκαμπούρας, ο ιδρυτής μιας απίθανης πόλης, υπόσχονται να χαρίσουν σε όλους μας μια διαφυγή σε έναν ονειρικό κόσμο. Το τέλος της περιπέτειας είναι γεμάτο ανατροπές και απρόσμενες εξελίξεις που θα μας καθηλώσουν.

LanguageΕλληνικά
Release dateApr 2, 2017
ISBN9781370903528
Το Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια
Author

Daphne Yakinthou

Daphne Tzamali “Yakinthou” was born in Athens in 1981. From a very young age she showed an active imagination and loved creating stories that offered her the chance to give life to colorful characters embarking on exciting adventures. At the age of thirteen she wrote her first book, taught herself how to draw, while taking at the same time singing lessons to become an opera singer.At the age of twenty five she wrote and illustrated her first epic adventure for young people and decided to pursue a writing career. At 2012 she publishes with Ocelotos Editions “Astrozacharenia istoria”, the tale of the starsugary Ballerina and the clown Babolino and a year later “Grumpy’s lesson”, another story targeted at the same age group. She has also published many e-books in greek. Among them are the stories “I want to be a prince” “Dewdrop’s child”, “The crystal knight, “The blessed prince”, “The queen of lightning” and many more. She has also published with Fylatos Editions the e-book “The tale of the white harlequin”.Daphne Tzamali, pseudonym “Yakinthou”, is a member of the greek IBBY – International Board on Books for Young people.Today she is dividing her time between all her different artistic activities and her beloved pets. She is still living in Athens.

Read more from Daphne Yakinthou

Related to Το Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια

Titles in the series (5)

View More

Related ebooks

Reviews for Το Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια - Daphne Yakinthou

    Το Μεγάλο και Θαυμαστό Ταξίδι του Άστρου-Μερος5ο -Κουκαμπούρια

    Έκδοση Δάφνη Τζαμαλή «Υακίνθου»

    στην πλατφόρμα Smashwords

    copyright Δάφνη Τζαμαλή «Υακινθου»

    2016

    Astro’s Great and Wonderful Travels-Part5-Kukamburia

    Published by Daphne Tzamali Yakinthou

    at smashwords

    Copyright Daphne Tzamali Yakinthou

    2016

    Κεφάλαιο ΧXXIV – Κουκαμπούρια

    Το πρώτο πράγμα που κατάλαβε το άστρο, ήταν μια αίσθηση σαν το δέρμα, οι μύες και τα κόκαλά του, το πνεύμα, η ψυχή και οι σκέψεις του να μαλάκωσαν και να μαλάκωσαν, ώσπου έλιωσαν και ενώθηκαν σε έναν ενιαίο και αδιάσπαστο μίγμα. Έπειτα, ακριβώς όμως συμβαίνει στο μέταλλο όταν υγροποιείται στις ψηλές θερμοκρασίες και παίρνει νέα μορφή σε ένα καλούπι, ένιωσε να αποκτά σχήμα και να στερεοποιείται σε μία καινούρια μορφή ύπαρξης. Τότε το σκοτάδι διαλύθηκε και μπόρεσε να δει τι είχε γίνει.

    Διαπίστωσε ότι δεν είχε χέρια μήτε πόδια και πως τη θέση του σώματος του είχε πάρει ένας μεγάλος ακατέργαστος όγκος πέτρας. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι ακριβώς είχε συμβεί, αλλά, έπειτα από λίγο, παρατήρησε ότι πάνω του φύτρωναν κάτι μικρά παράξενα πράγματα, σαν πράσινα τσουλούφια. Τα κοίταξε για λιγη ώρα και, έπειτα από σκέψη, συμπέρανε ότι, όσο απίστευτο κι αν έμοιαζε, στην πραγματικότητα ήταν μικροσκοπικά δέντρα. Από το σημείο του μετώπου του ξεκινούσε μια μεγάλη και πλατιά γραμμή. Αυτή συνεχιζόταν και τελικά κατέληγε εκεί όπου πριν από λίγο βρισκόντουσαν τα πόδια του. ΄Ηταν ένα δρομάκι. Οδηγούσε σε ένα κτίριο μινιατούρα με σταυρό στην κορυφή και ένα περίτεχνο καμπαναριό. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία. Ο ήρωάς μας κατάλαβε, προς μεγάλη του θλίψη, πως σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο είχε μεταμορφωθεί σε λόφο.

    Κάποιος ίσως να φανταστεί πως αυτή η εμπειρία δεν ήταν τόσο τρομαχτική για κείνον, γιατί πολλά βιβλία λένε πως τα άστρα είναι μεγάλες πέτρινες σφαίρες οι οποίες αιωρούνται ακατάπαυστα στο διάστημα. Όμως μ’ αυτόν τον τρόπο βιώνουν τα πράγματα μονάχα οι άνθρωποι. Τα άστρα και οι πλανήτες έχουν μια πολύ διαφορετική αντίληψη για τον εαυτό τους. Αυτά νιώθουν πως έχουν χέρια, πόδια, πρόσωπο, μαλλιά κι όλα τα υπόλοιπα. Όσα, τέλος πάντων, οι άνθρωποι θεωρούμε εγωιστικά ότι προνομιακά ανήκουν κατά τρόπο αποκλειστικό σε μας. Καταλήγοντας σας βεβαιώνω ότι το να βλέπει τον εαυτό του έτσι ήταν για το άστρο εμπειρία δυσάρεστη τόσο, όσο θα ήταν και για τον καθένα, αν όχι παραπάνω. Σαν να μην έφτανε αυτό ένιωθε μια δυσάρεστη φαγούρα, όμοια μ’ αυτήν που νιώθει κανείς όταν ένα μυρμήγκι περπατά ανέμελα στο χέρι ή στο πόδι του. Ένιωθε μια τέτοια αφόρητα γαργαλιστική αίσθηση στην πλάτη του και δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να απαλλαγεί από αυτή, όχι μόνο γιατί δεν είχε χέρια να ξυστεί, αλλά, κυρίως, γιατί, όταν κανείς μεταμορφώνεται σε λόφο, σε βουνό ή γενικότερα σε κάτι πέτρινο, όσο και να το επιθυμεί, όσο αποφασιστικά κι αν το επιδιώξει, είναι αδύνατον να κουνηθεί.

    Ένιωθε μικρά ποδαράκια να περπατάνε πάνω του, προκαλώντας του μια ανυπόφορη ενόχληση. Κάτι ανέβαινε στο κορμί του. Αυτό το κάτι συνέχισε να αναρριχάται με βασανιστικά αργό ρυθμό, ώσπου έφτασε στο σβέρκο του. Από εκεί, δίχως αργοπορία, ταξίδεψε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, μέχρι να καταλήξει στο μικρό μονοπατάκι, το οποίο, όπως περιέγραψα ήδη, ξεκινούσε από το μέτωπό του. Όταν πια έφτασε στο ύψος των ματιών του, κάνοντας το δόλιο παιδί να αλλοιθωρίσει, το άστρο μπόρεσε επιτέλους να μάθει τι το είχε βασανίσει τόσο.

    Δεν ήταν ένα αλλά δύο αλλόκοτα και μικροσκοπικά όντα, σαν απειροελάχιστα ανθρωπάκια, ντυμένα νύφη και γαμπρός. Περπατούσαν ξέγνοιαστα, πιασμένα αγκαζέ, ανταλλάσσοντας χάδια και φιλοφρονήσεις. – Σταματήστε, σας παρακαλώ! Ικέτεψε τις παράξενες φιγούρες, ενώ κατέβαιναν από τη μύτη του στο πάνω χείλος, προκαλώντας του τρομερή φαγούρα και μια ακατανίκητη διάθεση να φτερνιστεί.

    Τα πλάσματα άκουσαν τη φωνή του, σταμάτησαν και άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους, παραξενεμένα. Προσπαθούσαν να καταλάβουν από ποιο σημείο ερχόταν αυτή η εκκωφαντική φωνή. – Αγάπη μου, είπε το ένα, νομίζω πως τρελαίνομαι. Θα ορκιζόμουνα ότι μίλησε ο λόφος. – Τότε, αγαπημένε μου, πρέπει να μας έχει τρελάνει και τους δύο ο έρωτάς μας, γιατί κι εγώ έχω ακριβώς την ίδια εντύπωση, αποκρίθηκε το άλλο.

    Τόση ώρα τα πλάσματα περπατούσαν με γυρισμένη την πλάτη και έτσι ήταν αδύνατο να δει το άστρο τα πρόσωπά τους. Όταν τους μίλησε όμως, γύρισαν προς την αντίθετη μεριά και μπόρεσε να τα παρατηρήσει καλύτερα. Ο γαμπρός έμοιαζε με πετεινό και είχε πολύχρωμο φτέρωμα. Αυτό φαινόταν καθαρά εκεί όπου τελείωνε το φράκο του. Αντί για κεφάλι είχε ένα ρολόι χειρός με ένα μόνον δείκτη, τον λεπτότερο και μακρύτερο από τους τρεις, για τα δευτερόλεπτα. Όμως αυτός έμοιαζε να έχει κολλήσει και πήγαινε μπρος-πίσω, μένοντας πάντα στο ίδιο μοναδικό δευτερόλεπτο.

    Η νύφη, από την άλλη μεριά, ήταν μία κούκλα από φίνα πορσελάνη. Είχε ένα χαριτωμένο προσωπάκι, ζωγραφισμένο με ζεστά και ζωηρά χρώματα και όλο το πάνω μέρος του σώματός της, από τη μέση ως το λαιμό, ήταν μια χρυσή άρπα, η οποία έπαιζε διαρκώς την ίδια νότα, τη «ρε», ξανά και ξανά. – Εγώ μίλησα, τους είπε θλιμμένα το αγόρι και αμέσως συμπλήρωσε. Δεν είμαι στ’ αλήθεια λόφος. Είμαι ένα μεταμορφωμένο αστέρι. – Αγάπη μου, είπε η νύφη, αυτό είναι φοβερό. Ο λόφος μιλάει και λέει πως δεν είναι λόφος αλλά αστέρι. Εσύ το πιστεύεις αυτό; - Και βέβαια όχι, ζαχαρένια μου. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Έχω περάσει από αυτά τα μέρη εκατοντάδες φορές και θυμάμαι καθαρά ότι ο λόφος ήταν πάντα εδώ, αν και οφείλω να ομολογήσω, ότι έως σήμερα η διαγωγή του ήταν άριστη. Ποτέ δεν είχε το θράσος να μιλήσει στους ανωτέρους του και να τους τρομάξει με την αγριοφωνάρα του. – Τότε, μελένιε μου, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα και η αναίδειά του τρομερή, γιατί αυτός ο κακομούτσουνος βράχος αποφάσισε, μόλις απόκτησε μιλιά, να γεμίσει τον κοσμο ψευτιές. – Αυτό είναι αλήθεια, ζουζουνάκι μου. Λόφε, σου λέω κατάμουτρα πως είσαι ένας ψεύτης και στενοχωρείς την πεταλουδίτσα μου με τις απίστευτες αρλούμπες που ξεφουρνίζεις. Είσαι τυχερός όμως, γιατί είμαι ευγενής και δεν καταδέχομαι να λερώσω το ξίφος μου με πληβείους σαν κι εσένα. Αλλιώς θα ήσουν χαμένος. – Μα, πιστέψτε με! Παρακάλεσε με θέρμη, πνιγμένο από την τόση αδικία το άστρο. Σας λέω την καθαρή αλήθεια. Δεν είμαι λόφος, οι συνθήκες με κάνανε. – Όλοι οι απατεώνες, οι κλέφτες και τα κατακάθια τα ίδια λένε, είπε σηκώνοντας περιφρονητικά τη μυτούλα της η νύφη. Κατηγορούνε τις συνθήκες. Εγώ είμαι σίγουρη πως είσαι λόφος, γιατί δεν ήσουνα άξιος να γίνεις τίποτε άλλο. Το χαμηλό μορφωτικό σου επίπεδο, η κατώτατη κοινωνική σου θέση και οι χυδαίοι σου τρόποι σε κατέταξαν εκεί και τώρα δυσκολεύεσαι να συμβιβαστείς με τα χάλια σου. Αλλά έτσι είναι η ζωή. Άλλοι, όπως εμείς, είναι καμωμένοι για τα ωραία και τα μεγάλα, ενώ όσοι είναι σαν κι εσένα δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. – Μα αφού σας λέω πως δεν είμαι λόφος είμαι αστέρι, έκλαψε το άστρο και πραγματικά ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Μα ήταν από πέτρα και δεν γινόταν. – Συνεχίζεις, αχρείε, ξεφώνισε αγανακτισμένος ο γαμπρός. Μα δεν έχει όρια η αδιαντροπιά σου; Πώς, λοιπόν, μπροστά σε μια τέτοια καλλονή, δεν αισχύνεσαι να συνεχίζεις αυτό το ανούσιο παραλήρημα, αυτές τις ανυπόστατες φαντασιοπληξίες; Στο λέω καθαρά και ελπίζω ότι δεν θα έχεις την αδιακρισία να συνεχίσεις μετά από αυτό : Είσαι λόφος, λόφος ήσουν πάντα και ποτέ δεν πρόκειται να γίνεις τίποτε άλλο! Και, αφού αρνείσαι να ακούσεις τη φωνή της λογικής, για να το καταλάβεις μόνος σου, θα πρέπει να το δεχτείς, επειδή το λέω εγώ. – Μπα και γιατί; ρώτησε το άστρο. – Πφφφ, δεν περίμενα να καταλάβεις, ξεφύσηξε περιφρονητικά το πλάσμα με το ρολόι στη θέση του κεφαλιού, ενώ η κούκλα δίπλα του στραβομουτσούνιασε με αλαζονεία και η άρπα στο σώμα της άρχισε να παίζει πιο δυνατά και νευρικά μέχρι που έγινε δυσάρεστη. Θα σου πω την ιστορία μου, μήπως γίνει το θαύμα και φωτιστείς. Εγώ, όπως βλέπεις, εξήγησε υπερήφανα ο γαμπρός είμαι το πεντηκοστό ένατο δευτερόλεπτο του τριακοστού δεύτερου λεπτου της εικοστής δεύτερης ώρας της έκτης μέρας του όγδοου μήνα, του εννιακοσιοστού έτους της δέκατης πέμπτης χιλιετίας του εκατομμυριοστού κόσμου της τριακοστής διάστασης και από αυτό ακόμα και ένας κουφιοκεφαλάκης σαν κι εσένα μπορεί με ευκολία να συμπεράνει πόσο σημαντική προσωπικότητα είμαι. Δυστυχώς, όλοι όσοι φέρουμε το βάρος ενός τέτοιου κοσμοϊστορικού αξιώματος και μιας τόσο υψηλής κοινωνικής θέσης είμαστε σκλάβοι στα ζητήματα της καρδιάς. Δέσμιοι της υποχρέωσης και της συμβατικότητας. Δεν μπορούμε να επιλέξουμε το σύντροφό μας ελεύθερα, είμαστε υποχρεωμένοι να δεσμευόμαστε με ψυχρά συμβόλαια κι προικοσύμφωνα. Να ακολουθούμε έναν δρόμο επιλεγμένο από άλλους χωρίς εμάς για μας.

    Οι γονείς μου με πίεζαν να παντρευτώ μια γυναίκα ψυχρή και αδιάφορη. Δεν την ήθελα και δεν την αγαπούσα. Όμως αυτό είχε συμφωνηθεί όταν ακόμα εγώ ήμουνα πολύ μικρός για να καταλάβω τη σημασία του. Κι έπειτα γνώρισα αυτό το υπέροχο πλάσμα, αυτόν τον άγγελο. Η οπτασία αυτή δεν υστερούσε σε τίποτα. Πλούτο, κοινωνική θέση, χάρη, ψυχική ευγένεια, όλα τα διέθετε σε αφθονία. Εκείνη ανταποκρίθηκε με θέρμη στα ταπεινά μου αισθήματα. Έκανα το λάθος να εξομολογηθώ την κρυφή μου επιθυμία στους γονείς μου. Τους ζήτησα να δώσουν την ευχή και τη συγκατάθεσή τους, να εγκρίνουν την ένωσή μας. Αυτοί απείλησαν ότι θα με αποκληρώσουν αν επέμενα σ’ αυτό το ανοητο – σύμφωνα με τις σκουριασμένες τους ιδέες – αίσθημα. Υπάρχουν, είπανε, συμβόλαια, τόσο επίσημες όσο και ανεπίσημες συμφωνίες οι οποίες πρέπει να τηρηθούν. Απαίτησαν να βγάλω από το μυαλό μου κάθε ιδέα για οτιδήποτε διαφορετικό. – Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με περιφρόνησαν έτσι, διέκοψε την αφήγηση του συντρόφου της θιγμένη η νύφη. Είμαι η πρώτη νότα, του τρίτου μέτρου, του φλογερού adante, της δέκατης ένατης σελίδας στην παρτιτούρα της ποιμενικής συμφωνίας ενός άσημου αλλά ταλαντούχου συνθέτη, βαθιά παρεξηγημένου και, κατά τη γνώμη μου, υποτιμημένου. Γεννήθηκε στον εικοστό τέταρτο πλανήτη του οκτακοσιοστού ηλιακού συστήματος του τρισεκατομμυριοστού γαλαξία του έβδομου κόσμου της δεκάτης εβδόμης διάστασης το πρώτο δευτερόλεπτο του εικοστού πρώτου λεπτου της δεκάτης ενάτης ώρας της τέταρτης μέρας του πέμπτου μήνα του τεσσαρακοστού χρόνου, του τρίτου αιώνα της ενάτης χιλιετίας. Είναι κρίμα που αυτός ο συνθέτης έγραψε μονάχα αυτή τη συμφωνία. Μετά, δυστυχώς, σταμάτησε και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Θα μπορούσε όμως να έχει σπουδαίο μέλλον. Όπως και να έχει, εγώ είμαι μία νότα αψεγάδιαστη, χωρίς διέσεις, υφέσεις και άλλες αλλοιώσεις, δηλαδή μια νύφη περιζήτητη, πραγματικό κελεπούρι. Ουρά κάνανε στην πόρτα μου οι θαυμαστές και σφάζονταν για το ποιος θα με πρωτοπάρει. Σκέψου τον πόνο μου όταν άκουσα ότι οι γονείς του εκλεκτού μου δεν με θέλανε. – Εμείς όμως δεν τους κάναμε το χατίρι, έτσι ρουμπινένια μου; είπε περιχαρής ο γαμπρός. Κλεφτήκαμε και τώρα πάμε να παντρευτούμε, για να δρέψουμε τις χαρές του έρωτα κι ας μας τις αρνήθηκε τόσο άδικα το πείσμα και οι προκαταλήψεις τους. – Ναι, διαμαντένιε μου. Και θα ήμασταν ήδη στην εκκλησία, αν δεν μας είχε καθυστερήσει με τη φλυαρία του αυτός ο πολυλογάς λόφος. Πολύ ασχοληθήκαμε μαζί του, νομίζω. Αυτός πουλάκι μου δεν βάζει γλώσσα μέσα. – Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, λατρεία μου. – Ξεκινάμε αμέσως, θησαυρέ μου.

    Το άστρο ξέσπασε σε δυνατά γέλια, καθώς ξανάρχισε να νιώθει το γαργαλητό από τα ποδαράκια των μελλονύμφων. Καθώς απομακρύνονταν οι σιγανές φωνούλες τους ακούγονταν όλο και λιγότερο. – Μ’ αγαπάς, περιστέρα μου, ρώτησε το δευτερόλεπτο. – Σε λατρεύω, λουκουμάκι μου, αποκρίθηκε η νότα και πρόσθεσε χαμηλόφωνα : Άλλωστε ήταν θέμα γοήτρου να σε παντρευτώ. Δεν μπορούσα να αφήσω να σε πάρει αυτή η ψηλομύτα η ξαδέλφη μου. Εκείνη στο κάτω-κάτω δεν είναι παρά η τρίτη νότα του βαρετού adagio της τεσσαρακοστής τρίτης σελίδας στην παρτιτούρα της ποιμενικής συμφωνίας του άσημου, ταλαντούχου αλλά και υποτιμημένου από τους συγχρόνους του συνθέτη. – Τι τα θες, λουλουδένια μου, κανείς προφήτης στον τόπο του, αυτό είναι γνωστό. – Πολύ γνωστό, άγγελέ μου, απάντησε η νύφη και κάπου εκεί οι φωνές τους σταμάτησαν να ακούγονται. Έπειτα από λίγο το παρδαλό ζευγάρι έφτασε στα πόδια του άστρου, μπήκε μέσα στην εκκλησία, οι καμπάνες άρχισαν να χτυπάνε και ακούστηκε το γαμήλιο εμβατήριο.

    Μόλις ο ήρωάς μας απαλλάχτηκε από τους δύο ενοχλητικούς, ένιωσε ανακουφισμένος, όχι μόνο γιατί είχε γλυτώσει από το ανυπόφορο γαργάλημα μα και επειδή είχε μάθει κάτι σημαντικό. Αν και βρισκόταν σ’έναν άλλο κόσμο, αντίθετα απ’ ό,τι του είχε συμβεί στην Εζιρλάνδη, μπορούσε να καταλαβαίνει τι του λέγανε οι άλλοι και να απαντά δίχως να αναγκαστεί να πιπιλήσει δυσάρεστες μαγικές καραμέλες.Ο λόγος; Από αυτόν τον κόσμο των θαυμάτων και των ιδεών είχαν ξεπηδήσει όλοι οι άλλοι. Η ανάμνηση του κόσμου αυτού κατοικούσε στις ψυχές όλων όσων είχαν γεννηθεί σε έναν από τους άλλους κόσμους το ίδιο και η γλώσσα που μιλούσαν εκεί. Ήταν η γλώσσα με την οποία μιλούν μεταξύ τους οι ψυχές. Γι’ αυτό η χοντρή κυρία είχε πει ότι πρέπει κανείς να περάσει τις πύλες του θανάτου για να βρεθεί εκεί. Έπρεπε κανείς να πεθάνει προσωρινά, ώστε να ελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα του και να αποδεσμευτεί από όσα την δένανε με τον κόσμο που άφηνε πίσω της, για να συνδεθεί με τον κόσμο των θαυμάτων και των ιδεών και να θυμηθεί την γλώσσα που μιλούσαν εκεί.Αυτή η διαπίστωση τον ευχαρίστησε αλλά πριν περάσει πολλή ώρα, άρχισε να βαριέται δραματικά. Σαν λόφος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ακόμα περισσότερο να ψάξει για τον κρύσταλλο. Άρχισε να φοβάται ότι θα έμενε κολλημένος σ’ αυτόν τον τρελό κόσμο για πάντα.

    Εκείνη την ώρα, από κάπου μακριά, ήρθε αχός πολύς και φασαρία. Φωνές, τραγούδια και μουσικές από κλαψιάρες πίπιζες, σείστρα και ταμπούρλα πλημμύρισαν τον τόπο και…ορίστε! Φάνηκε ένα πολύχρωμο και αλλοπροσαλλο πλήθος που όλο και πλησίαζε. Το αποτελούσαν παράταιρα μεταξύ τους όντα . Μπροστά περπατούσε ένας κολοσσός, ντυμένος με φράκο φτιαγμένο από άχυρο. Φορούσε επίσης το χαρακτηριστικό ημίψηλο καπέλο και κρατούσε την μπαγκέτα που χρησιμοποιούν οι ταχυδακτυλουργοί, για να κάνουν τα κόλπα και τα μαγικά τους. ΄Ολοι όσοι τον ακολουθούσαν δεν ήταν λιγότερο παράξενοι, αν και δεν έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση στο άστρο, διότι, μετά από τόσα ταξίδια, είχε συναντήσει πολλούς αλλόκοτους τύπους και είχε πάψει πια να εκπλήσσεται. Το ίδιο φαντάζομαι κι εσείς.

    Κάθε λίγο και λιγάκι ο ταχυδακτυλουργός έβγαζε από το καπέλο του κάποιο καινούριο πλάσμα. Μόλις το ακουμπούσε κάτω, αυτό έτρεχε να ενωθεί με τους υπόλοιπους και να τους συντροφέψει στα τραγούδια και στους πανηγυρισμούς. Στην παρέα τους μπορούσες να δεις ζωντανά τραπουλόχαρτα να περπατάνε πιασμένα χέρι-χέρι με κομμάτια του σκακιού, κουρδιστά παιχνίδια και έπιπλα. Έβλεπες μπαλαρίνες να πετάνε με φτερά πεταλούδας, βάζα μαγιονέζας με πόδια, κάλτσες και σπορτέξ, κλόουν καβάλα σε πιάνα να καλπάζουνε ξέφρενα και πειρατές που αντί για γάντζους και ξυλοπόδαρα είχαν ψαλίδια, σφυριά και κουτάλες.

    Δεν έλειπαν γυναίκες με ωραία φορέματα. Όμως αυτές δεν είχαν κεφάλι αλλά ένα μπουκέτο λουλούδια ή ένα τσαμπί σταφύλι, ενώ στην παρέα διέκρινες και μυστήριους ραβίνους. Στη θέση της γενειάδας είχανε μεγάλα μαύρα, γκρίζα ή λευκά σύννεφα. Αυτά υψώνονταν πάνω από τα κεφάλια τους και καταβρέχανε τους μπροστινούς τους. Μικροσκοπικοί ροζ ελέφαντες συναγωνίζονταν στο τρέξιμο πελώρια γαλάζια ποντίκια με αδιάβροχα και ομπρέλες. Φουντωτά πουλιά, με μεγάλες θορυβώδεις σάλπιγγες αντί για ράμφος, δεν σταμάταγαν να θορυβούν. Αυτά και άλλα πολλά, ακόμα πιο αλλόκοτα, αποτελούσαν το μικρό στρατό του γιγάντιου ταχυδακτυλουργού. Εκείνος, πότε χτυπώντας τη μαγική μπαγκέτα του, πότε χώνοντας το χέρι στο καπέλο του, πρόσθετε με τρελό κέφι καινούρια μέλη στη συντροφιά.

    Το άστρο σκέφτηκε ότι ίσως ο παράξενος κολοσσός μπορουσε να το βοηθήσει. Έτσι περίμενε να ζυγώσει αρκετά και έπειτα είπε παρακλητικά: Κύριε, συγνώμη, μήπως μπορείτε να με ξεμαγέψετε; Είμαι ένα άστρο από έναν άλλο κόσμο και για κάποιο ανεξήγητο λόγο έχω γίνει λόφος. Αναρωτιέμαι αν θα ήταν δυνατό να λύσετε το ξόρκι.

    Ο ταχυδακτυλουργός, παρόλη την οχλοβοή και το χαμό, άκουσε τα παρακάλια του και, αφού έκανε νόημα στους άλλους να σωπάσουν, σταμάτησε για να του μιλήσει. – Είσαι μαγεμένος, λοιπόν, φώναξε με το υπερβολικά χαρούμενο ύφος και το γλυκερό, γαλίφικο τόνο που υιοθετούν ορισμένοι τηλεοπτικοί πωλητές, όταν προσπαθούν να πείσουν τους τηλεθεατές να αγοράσουν κάτι εντελώς άχρηστο, πληρώνοντας το διπλάσιο της πραγματικής του αξίας. Πόσο δυσάρεστο! Λυπάμαι πολύ αλλά φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω. Βλέπεις δεν είμαι μάγος. – Μα σας είδα να βγάζετε από το καπέλο σας όλα αυτά τα παράξενα πράγματα, είπε απογοητευμένο το άστρο. – Μη συνεχίζεις! Διέκοψε πάντα με το ίδιο χαμόγελο ο ταχυδακτυλουργός. Άφησέ με να συστηθώ και να σου εξηγήσω. Έχεις τη χαρά και την τιμή να λούζεσαι στη γοητεία της παρουσίας του μοναδικού, του λαμπερού, του ανεπανάληπτου, του σοφολογιότατου, ιατροφιλόσοφου και μύστη Δόκτορα Κουκαμπούρα. Α, μα βλέπω στο πέτρινο πρόσωπό σου ζωγραφισμένη την απορία. Τι είναι ο Δόκτορ Κουκαμπούρας; θα με ρωτήσεις. Αυτό, φίλε μου, είναι το αιώνιο ερώτημα και θα προσπαθήσω να στο αναλύσω με τρόπο τόσο απλό, ώστε ακόμα κι εσύ, ένας άμυαλος λόφος, να το καταλάβεις καλύτερα από τόσους και τόσους σοφούς, που για αιώνες προσπαθούν να το απαντήσουν. Μάθε, αδαή μου φίλε, πως έχεις μπροστά σου ένα Μαιτρ του αδυνάτου, έναν κυρίαρχο των γρίφων, έναν λαϊκό μυστικιστή, έναν άριστο μεταφυσικό, ο οποίος θέτει τις υπηρεσίες του στη διάθεση του κοινού αλλά πρώτα και κύρια του εαυτού του. Με δυο λόγια είμαι ένας αφέντης των αντιθέσεων, ένας δημιουργός του εκπληκτικού και του μοναδικού, ένας περιπατητής των κόσμων. ΄Ισως ο τελευταίος ζωντανός και δραστήριος ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ!!

    Καθώς ο Δόκτορ Κουκαμπούρας έλεγε αυτές τις λέξεις, γέλαγαν μέχρι κι τα παπούτσια του. – Άρα είχα δίκιο, είσαι μάγος, συμπέρανε το άστρο. – Μα όχι, όχι όχι! Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, λοιπόν; φώναξε έξω φρενών εκείνος και έκανε έναν πήδο ως τον ουρανό. Έπειτα, παρόλο το μέγεθός του, έπεσε ανάλαφρος σαν πούπουλο στη γη και προσγειώθηκε ακριβώς εκεί όπου στεκόταν και πριν. – Οι μάγοι κάνουν μάγια. Τα μάγια αυτά τα βρίσκουν γραμμένα σε παλιούς παπύρους και βιβλία. Χρησιμοποιούν φίλτρα, συνταγές και ξόρκια.

    Ένας θαυματοποιός δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά. Το θαύμα είναι μέσα του, ρέει στις φλέβες του, πηγάζει από αυτόν τόσο φυσικά όσο το φως από τον ήλιο. Και εσύ μου λες ότι είμαι μάγος. Μα συγκρίνεις, λοιπόν, το βασιλιά με το ζητιάνο; Το καθαρόαιμο άτι με το χυδαίο μουλάρι; Το διαμάντι με το γυαλί; Συγκρίνεις, τέλος πάντων, το γνήσιο με την απομίμηση; - Με συγχωρείτε δεν είχα σκοπό να σας προσβάλλω, θέλησε να απολογηθεί το άστρο. – Όχι, άλλαξε ύφος εκείνος, μη ζητάς συγγνώμη! Καταλαβαίνω απόλυτα! Δεν έχεις ακούσει ποτέ να μιλάνε για κάτι τόσο τέλειο, τόσο καταπληκτικό, όσο ένας θαυματοποιός. Εδώ και καιρό δεν έχω πατήσει σε κανέναν από τους άλλους κόσμους και δεν γνωρίζω να έχει περάσει κανείς άλλος σαν κι εμένα από εκεί. Για να ακριβολογήσω, δεν νομίζω να έχει φανεί θαυματοποιός στα μέρη σoυ από την εφεύρεση και την απαρχή του χρόνου, αυτού του αληθινά μεγάλου θαύματος. Αν πράγματι έρχεσαι από εκείνα τα μέρη, είναι μάλλον απίθανο να έχεις ιδέα για τι πράγμα σου μιλάω. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ξενιτεύτηκα σ’ ετούτη τη μακρινή διάσταση. Σ’ αυτόν τον ξεχασμένο τόπο. Εδώ γεννήθηκαν όλα τα θαύματα. Είχα, λοιπόν, την πεποίθηση πως αυτό και μόνο αυτό είναι το μέρος όπου θα μπορούσε να βρεθεί ένας όμοιός μου. Είναι βλέπεις πολύ μοναχικό να είσαι ο τελευταίος του είδους σου. Να ξέρεις άπειρα μυστικά και να μην μπορείς να τα μοιραστείς με κανένα, γιατί κανένας δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι αβάσταχτο να έχεις συναισθήματα που κανείς άλλος εκτός από σένα δεν μπορεί να νιώσει. Τρομερό αλήθεια να είσαι γεμάτος απορίες μα να μην υπάρχει κανένας να σου δώσει απαντήσεις. Είχα την ελπίδα ότι σ’ αυτόν τον τόπο θα συναντιόμουνα με κάποιον του είδους μου και θα ήμουν διπλάσια ευτυχισμένος, αν είχε ζήσει περισσότερο από μένα, για να διδαχτώ από αυτόν. Θα ήθελα να με διαφωτίσει γύρω από θέματα κι ερωτήματα που με απασχολούσαν για εκατομμύρια χρόνια, όπως είναι η καταγωγή και ο σκοπός της ύπαρξής μου. Αλλά δεν είμαι πλέον τόσο αισιόδοξος, πρόσθεσε θλιμμένος. Έχω ψάξει παντού και δεν βρήκα τίποτα. Στο κάτω-κάτω είναι και λογικό. Τι χρησιμεύει να μπορείς να κάνεις θαύματα και υπερφυσικά κατορθώματα σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι θαυμαστά; Κανείς δεν εντυπωσιάζεται και, αν κάποιος σαν κι εμένα είχε έρθει εδώ, θα βαριότανε και θα έφευγε στην πρώτη ευκαιρία. – Δηλαδή, δεν υπάρχει τρόπος να με βοηθήσετε, συμπέρανε απογοητευμένο το άστρο. – Αγαπητέ μου φίλε, αποκρίθηκε ο κολοσσός, κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο. Πολύ περισσότερο όταν μιλάει με έναν θαυματοποιό. Θα δοκιμάσω αλλά δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα.

    Ο πελώριος άντρας κούνησε την μπαγκέτα του πάνω από τον λόφο-άστρο, την χτύπησε τρεις φορές στην κορυφή και περίμενε…Δεν έγινε τίποτα! – Περίεργο, είπε, ήμουνα σίγουρος ό,τι θα συνέβαινε κάτι. Έλεγα πως θα ανατιναζόσουν, πως θα εξαφανιζόσουν μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη ή πως θα γινόσουνα από λόφος χαράδρα. Αλλά να μη γίνει τίποτα; Αυτό ξεπερνάει κάθε φαντασία. – Πώς; Φώναξε το άστρο και σίγουρα, αν δεν είχε γίνει λόφος, θα το είχε βάλει στα πόδια τρομαγμένο. Ξέρεις, συνέχισε έπειτα με τρεμάμενη φωνή, ίσως θα έπρεπε να το ξανασκεφτούμε το πράγμα. Δεν είναι και τόσο άσχημο δα να είναι κανείς λόφος. Έχει κι αυτό ορισμένα πλεονεκτήματα. ΄Οσο το σκέφτομαι, τόσο σιγουρεύομαι ότι δεν θα μπορούσα να επιθυμήσω τίποτα καλύτερο. – Έλα, έλα, φίλε μου, μην ανησυχείς! Έκανε καθησυχαστικά ο θαυματοποιός. Απλά αστειεύομαι. Είσαι στα χέρια ενός ειδικού. Εμπιστέψου με! Ίσως η λύση στο πρόβλημά σου να είναι πιο απλή απ’ όσο νόμιζα στην αρχή.

    Και ευθύς αμέσως, χωρίς να δώσει την παραμικρή προειδοποίηση αγκάλιασε με τα τεράστια χέρια του το άστρο και άρχισε να το κουνάει πέρα-δώθε, να το χτυπάει από όλες τις πλευρές, να το τραντάζει και να το γρονθοκοπά τόσο δυνατά που το καημένο ένιωθε πως θα διαλυθεί. Και τελικά αυτό ακριβώς έγινε. Αφού υπέστη αυτή τη μεταχείριση για περίπου πέντε λεπτά, ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος και χωρίστηκε με κρότο στα δύο, ενώ το κενό ανάμεσα στα δυο μεγάλα κομμάτια που δημιουργήθηκαν από το σπάσιμο, γέμισε με πέτρες και χαλίκια. Η παράξενη ακολουθία του θαυματοποιού άρχισε να μουρμουρίζει και ορισμένα μέλη της, αφού αντάλλαξαν ανήσυχα βλέμματα, πλησίασαν διστακτικά ό,τι είχε απομείνει από το λόφο, ψάχνοντας για κάποιο ίχνος ζωής. Τίποτα δεν κουνιότανε και τα δύο μεγάλα πέτρινα κομμάτια μοιάζανε άψυχα και δεν διέφεραν σε τίποτα από όλες τις κοινές πέτρες του δικού μας κόσμου. – Ο λόφος τα τίναξε, ανακοίνωσε πένθιμα μια μεγάλη κάμπια με ναυτική στολή. – Ο δόκτορ Καλιακούδας τον ξέκανε, είπε ένα χαζούλι κομμάτι του ντόμινο. Μπράβο, αρχηγέ, την έκανες πάλι την γκάφα σου. – Τον καημένο, θρήνησε μια πάνινη κούκλα με μάλλινο σκουφάκι και, κλαίγοντας με αναφιλητά, έπεσε στην αγκαλιά ενός σκαντζόχοιρου που στη θέση κάθε βελόνας είχε από μια χρωματιστή ομπρελίτσα η οποία ανοιγόκλεινε συνεχώς. Το ιδιόμορφο ζώο άρχισε να την παρηγορεί, ρίχνοντας πότε-πότε επιτιμητικές ματιές στον θαυματοποιό, ενώ εκείνος σφύριζε, προσπαθώντας να παραστήσει τον αδιάφορο.

    Όλα τα αλλοπρόσαλλα στην όψη όντα αρχίσαν με μια φωνή να κατηγορούν το θεόρατο άντρα για επιπολαιότητα και βλακεία. – Εεεεε, τι έχουμε εδώ; Θύμωσε εκείνος. Ανταρσία; Επανάσταση; Σαν να μου φαίνεται ότι το παρακάνατε, αχάριστοι. Ξεχνάτε νομίζω σε ποιον οφείλετε την φωνακλάδικη ύπαρξή σας. Ορίστε μας! Εγώ σας δίνω τη ζωή και να το καλό ευχαριστώ. Από αυτό εδώ το καπέλο προέρχεστε και σ’ αυτό θα σας ξαναβάλω, αν με παραζορίσετε. Έπειτα συνέχισε, με το σοβαρό και «τεθλιμμένο» ύφος, το οποίο συναντάται συχνά σε όσους καλούνται να βγάλουν δακρύβρεχτο λόγο σε κάποια κηδεία. – Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι το συμβάν είναι δυσάρεστο και θλιβερό. Ο λόφος ήταν άτυχος και, όπως όλοι εύχομαι να μην είχε μια τόσο άδικη κατάληξη. Θέλω όμως να βεβαιώσω τους παρόντες ότι δεν χάθηκε στ’ αλήθεια, γιατί θα ζει αιώνια στις καρδιές μας και στη μνήμη μας. Θέλω επίσης να δηλώσω πως εγώ πρώτος… - Κοιτάξτε, ξεχώρισε μια φωνή μέσα από το πλήθος, διακόπτοντας απότομα το λογύδριο του θαυματοποιού, κάτι κουνιέται εκεί πέρα. Ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος είχε φωνάξει ετούτα τα λόγια. Στο πάνω μέρος του κεφαλιού του είχε ένα ιδιόρρυθμο καπέλο. Αυτό, κάθε τόσο, άνοιγε στην κορυφή, έβγαζε ατμό και ηχούσε σαν χύτρα ταχύτητας.

    Όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους και έπαψαν να κοιτάζουν τον Κουκαμπούρα. Την προσοχή τους είχε τραβήξει ο πέτρινος σωρός από χαλίκια, ανάμεσα στα άψυχα κομμάτια του λόφου, γιατί έτρεμε, σαν κάποιος να ήταν θαμμένος από κάτω και να προσπαθούσε να ελευθερωθεί. – Γρήγορα, φώναξε ενθουσιασμένος ο θεόρατος άντρας, μετακινήστε τις πέτρες!

    Όλοι, μικροί και μεγάλοι, οι πειρατές, οι μπαλαρίνες, τα παιχνίδια, τα κομμάτια του σκακιού, τα ζώα, αρχίσανε να σκάβουνε και να μετακινούν με πόδια, χέρια, προβοσκίδες, εργαλεία και με όποιον άλλο τρόπο μπορούσε να σκεφτεί ο καθένας τις πέτρες από το σωρό, για να βγάλουν στην επιφάνεια τον εγκλωβισμένο από κάτω ήρωα μας. Πραγματικά, έπειτα από λίγο, μέσα από τις πέτρες και τα χώματα, πρόβαλε επιτέλους μουντζουρωμένο και γεμάτο σκόνες το πρόσωπο του άστρου. – Νάτος! Φώναξε κάποιος, ενώ συνέχιζε να σκάβει, είναι μεσ’ τη βρώμα αλλά ζει. Τα πλάσματα συνέχισαν να δουλεύουν μέχρι να ξεθαφτεί εντελώς, και, όταν αυτό έγινε, το βοήθησαν να σταθεί στα τρεμάμενα πόδια του. Έπειτα, αφού βεβαιώθηκαν πως μπορούσε να περπατήσει μόνο του, το άφησαν . – Λόφε…λόφε, με ακούς; Είσαι καλά; ρώτησε το κοντόχοντρο ανθρωπάκι με το καπέλο χύτρα. – Ναι, πες μας κάτι, φώναξαν οι άλλοι. – Σσσσούτ, ούρλιαξε ένας κλόουν, προσπαθεί να μιλήσει. – Για τ-τ-τελευταία φορά, τραύλισε το παιδί, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΛΟΦΟΣ!

    Όλοι ζητωκραύγασαν και, όσοι φορούσαν, πέταξαν τα καπέλα και τα σκουφιά τους στον αέρα. Ο θαυματοποιός χαμογέλασε ευχαριστημένος. – Ωραία, είπε, βεβαιωθήκαμε πως είσαι καλά και, εάν δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις, θα ήθελα να σε προσκαλέσω, αν φυσικά το επιθυμείς, να συνοδέψεις εμένα και τους συντρόφους μου στο ταξίδι μας για τη θαυμάσια και ανεξερεύνητη πολιτεία του ξέφρενου γλεντιού και της τρελής χαράς. Είναι ένα μέρος ατέλειωτης διασκέδασης, κεφιού και κραιπάλης. Σου υπόσχομαι πως θα περάσεις καλά. Σκέφτομαι να την κατακτήσω, για να γίνει η βάση μου. Από εκεί θα συνεχίσω με νέες δυνάμεις την αναζήτησή μου. – Ξέρεις; Ψάχνω κι εγώ κάτι. Αποκρίθηκε το άστρο, ενώ τίναζε από πάνω του τη σκόνη. Πρέπει να κάνω άνω-κάτω αυτόν τον κόσμο ώσπου να το βρω. – Και φαντάζομαι ξέρεις από πού να ξεκινήσεις. – Όχι, δυστυχώς. Δεν έχω ιδέα. – Τότε μπορείς κάλλιστα να ξεκινήσεις από εκεί που πάμε εμείς, συμπέρανε πρόσχαρα ο θαυματοποιός. – Ναι, μάλλον έτσι είναι, παραδέχτηκε το αγόρι. – Λοιπόν, πάμε; ρώτησε αυτός χαμογελαστός και άπλωσε το τεράστιο χέρι του στο άστρο. – Πάμε, είπε το παιδί και έδωσε το χέρι του στον πανύψηλο άντρα για να το σφίξει.

    Εκείνος όμως, αντί γι’ αυτό, άρπαξε ολόκληρο τον μικρό, τον σήκωσε στον αέρα και τον έχωσε με μια γρήγορη κίνηση στο τσεπάκι του φράκου του. – Εδώ θα ταξιδέψεις πιο άνετα, εξήγησε γελαστός και, δίχως δεύτερη κουβέντα, ξεκίνησε με το μαγικό πλήθος να ακολουθεί και να βοά σαν την αγριεμένη καταιγίδα πίσω του.

    Το να είσαι στην τσέπη ενός πελώριου ανθρώπου, όπως ήταν ο Δόκτορ Κουκαμπούρας, μπορεί να φαντάζει σε μας ενδιαφέρουσα εμπειρία, αλλά το άστρο θα προτιμούσε να την είχε αποφύγει, γιατί , εκτός από το ότι εκεί μέσα ήταν σκοτεινά και μύριζε άχυρο, υπήρχε και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα: Ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσει και να κοιτάξει τη διαδρομή έξω, γιατί με κάθε βήμα του κολοσσσού τρανταζόταν και, αν ήταν σκαρφαλωμένο, έπεφτε φαρδύ-πλατύ στον πάτο της τσέπης. Αυτή ήταν γεμάτη με λογιών-λογιών σαβούρα. Το περιεχόμενό της ήταν φριχτό και θα το περιγράψω τόσο, όσο να πάρετε μια ιδέα.

    Ένα κομμάτι μουχλιασμένο σκουληκοφαγωμένο τυρί, όσο το κεφάλι του αγοριού. Ένας σουγιάς ικανός με ένα χτύπημα να πάρει το κεφάλι δέκα κανονικών ανθρώπων ή τριών γιγάντων όπως ήταν ο σφυροχέρης. Μια δαχτυλήθρα, που θα μπορούσε να χρησιμέψει σε έναν άνθρωπο φυσιολογικου μεγέθους για κράνος ή για μικρός κουβάς. Μια δαγκωμένη σοκολάτα γεμιστή με καραμέλα κάπου δύο μέτρα και άλλα πολλά, τα οποία καθιστούσανε τη διαμονή στην τσέπη του Κουκαμπούρα πολύ δυσάρεστη. Πάντως, αν και η σοκολάτα στην αρχή φάνηκε αηδιαστική στο παιδί και προσπαθούσε να την αποφύγει, μόλις πέρασε η ώρα και το στομάχι του άρχισε να διαμαρτύρεται, άλλαξε γνώμη και άρχισε να την καλοβλέπει. Στο τέλος μάλιστα δεν κρατήθηκε και δάγκωσε λίγο από την άκρη.

    Η σοκολάτα είχε μείνει αρκετό καιρό ξεχασμένη εκεί μέσα και είχε αρχίσει να λιώνει για τα καλά. Το άστρο αποφάσισε να συγκρατηθεί και να μη φάει άλλο. Πότε-πότε ο Κουκαμπούρας άνοιγε με τον αντίχειρα το χείλος της τσέπης, του έριχνε μια γεμάτη ενδιαφέρον ματιά και το ρωτούσε αν ήταν καλά. Μόλις όμως εκείνο ξεκινούσε να διαμαρτυρηθεί, να του ζητήσει να το βγάλει από εκεί και να το ακουμπήσει κάτω, εκείνος έκοβε απότομα τη συζήτηση, έκλεινε την τσέπη, συνέχιζε αδιάφορα το δρόμο του και τα τραντάγματα συνεχίζονταν. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έκανε και τόσο αποπνικτική ζέστη ώστε ο φιλαράκος μας, αν και μετά από τόσα ταξίδια είχε σκληραγωγηθεί, ένιωθε να ασφυκτιά και να ιδρώνει ασταμάτητα. Στο τέλος δεν άντεξε άλλο το μαρτύριο και άρχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη να τον βγάλουν έξω. – Λυπήσου με, ούρλιαζε σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον ακούσει ο θαυματοποιός. Θέλω να κατέβω. Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα. Φώναξε κάμποση ώρα και ξάφνου συνέβη το ανέλπιστο. Ο πελώριος άνδρας σταμάτησε, έχωσε τη χερούκλα του στην τσέπη και, αφού έπιασε με μια ελαφριά κίνηση το άστρο, το ακούμπησε απαλά στο έδαφος. – Φτάσαμε, είπε χαμογελαστός. Ελπίζω να ευχαριστήθηκες το μικρό μας ταξιδάκι. – Η τσέπη σου είναι μια τρύπα της κόλασης, γκρίνιαξε εκείνο, σε θερμοπαρακαλώ, αν έχεις μέσα σου μισό δράμι καλοσύνη, μη ξαναχώσεις κανέναν εκεί μέσα. – Θα το λάβω υπόψη μου, αποκρίθηκε αυτός σοβαρά και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Όπως και να’χει, τώρα φτάσαμε.

    Κεφάλαιο XXXV– Η πόλη των θαυμάτων

    Το άστρο κοίταξε γύρω του με απορία. ΄Οπου και να γυρνούσε δεν έβλεπε άλλο από απέραντη έρημο και λοφίσκους από κατακόκκινη άμμο. Δεν υπήρχε κανένα κτίριο. Όσο για την περίφημη πολιτεία ούτε λόγος. – Θα πρέπει να με περνάς για μεγάλο κουτορνίθι, πέταξε το παιδί και στραβοκοίταξε τον κολοσσό. Εδώ είναι η πολιτεία της χαράς, της παλαβομάρας και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο μου είπες; Λάθος άστρο βρήκες να δουλέψεις! – Κάνεις λάθος, μικρέ μου φίλε, είπε ο θαυματοποιός και, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, άρχισε να χορεύει.

    Και τι χορός ήταν αυτός; Είχε πανύψηλους πήδους, ακροβατικά και απίθανες φιγούρες, ξαφνικά στριφογυρίσματα, τρελές κολοτούμπες και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει το μυαλό του ανθρώπου. Καθώς χόρευε, χτύπαγε την μπαγκέτα του στο έδαφος, κάνοντας να φυτρώσουν στη στιγμή μεγάλα δέντρα, απίθανα σπιτάκια, κιόσκια, αξιοθέατα και, το πιο σημαντικό, εκπληκτικά και μεγαλοφυή μηχανικά παιχνίδια, τέτοια που δεν βρίσκεις ούτε στο πιο τέλεια εξοπλισμένο λούνα – παρκ. Εκεί μπορούσες να δεις θεόρατους τροχούς, τούνελ του τρόμου, χαρούμενα τραμπολίνα, σειρές από βαγόνια να ανεβοκατεβαίνουν, μπερδεμένες ράγες, υπέροχα καρουζέλ, λαβυρίνθους να σε ικετεύουν να χαθείς στα μπλεγμένα μονοπάτια τους, αίθουσες με παραμορφωτικούς καθρέφτες, καντίνες με μαλλί της γριάς, παστέλια και παγωτά, κούνιες, τραμπάλες, μονόζυγα και άλλα πολλά ακόμα, που είναι αδύνατον να τα περιγράψω.

    Μέσα από το καπέλο του ο κολοσσός, χωρίς να σταματήσει στιγμή να χορεύει, έβγαλε ακόμα με ευκολία πελώριους κινηματογράφους, καταρράκτες, σιντριβάνια, πάρκα, εστιατόρια και μαγαζιά όλων των ειδών. Μαγαζιά γεμάτα χαρούμενα φωτάκια, με παιχνίδια, με ρούχα, με γλυκά, με ζωάκια, με βιβλία. Και όλα είχαν μεγάλες επιγραφές στην είσοδο με τις λέξεις «ΟΛΑ ΔΩΡΕΑΝ».

    Τα περισσότερα σπίτια, αντί για συνηθισμένες στέγες, είχαν καπέλα μεγάλα σαν αυτό που φορούσε ο Κουκαμπούρας. Μερικά μάλιστα, αντί για τζάμια και παντζούρια, είχαν στερεωμένα πελώρια γυαλιά και τα παράθυρα πίσω τους μοιάζανε με μυωπικά ματάκια. Αμ το άλλο; Στις τέσσερις πλευρές αυτών των σπιτιών υπήρχαν μικρές μπρούτζινες ταμπελίτσες. Αυτές γράφανε με ευανάγνωστα γράμματα :

    Σας παρακαλώ μην παραλείπετε να ζωγραφίζετε στους τοίχους!

    Και από κάτω έβλεπες τελάρα γεμάτα με σπρέι και μπογιές σ’ όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις.

    Τέλος, ο θαυματοποιός, αφού αναποδογύρισε το καπέλο του και βεβαιώθηκε πως είχε αδειάσει, κοίταξε το δημιούργημά του, δηλαδή την τρελή πολιτεία που είχε φτιάξει από το τίποτα και έτριψε τα χέρια του ικανοποιημένος. Έπειτα, με λίγες δρασκελιές, βρέθηκε μπροστά στη στρατιά του. – Σ’ αυτή την πολιτεία θα ζήσετε, αγαπημένοι μου φίλοι, είπε. Ελπίζω να είσαστε ευχαριστημένοι. Πρώτα όμως πρέπει να την κατακτήσουμε. Θα είναι μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία του λαού μας που τώρα αρχίζει. Θέλω να φανείτε γενναίοι και να μη λογαριάσετε τον κίνδυνο, γιατί η αμοιβή σας θα είναι μεγάλη. Θα δοξαστείτε και θα στεφανωθείτε με τις ευλογημένες δάφνες της δόξας. Το όνομά σας θα χαραχτεί με χρυσά γράμματα σε όλα τα μνημεία. Και αυτά θα θυμίζουν στους αιώνες των αιώνων τη γενναιότητά σας. – ΦΤΑΝΕΙ! Διαμαρτυρήθηκε το άστρο. Ως εδώ μ’ αυτό το παραλήρημα! Ό,τι λες αψηφά κάθε λογική. Πρώτα με χώνεις στη φριχτή σου τσέπη, με κουβαλάς μαζί με όλα αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα στην άκρη του κόσμου, για να κατακτήσεις, όπως λες μια πολιτεία. Μια πολιτεία την οποία είχες ήδη μέσα στο καπέλο σου! Και τώρα μιλάς για δόξες και μεγαλεία. Μα, τέλος πάντων, για ποιο λόγο έπρεπε να ταξιδέψεις ως εδώ για να τα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1