Explore 1.5M+ audiobooks & ebooks free for days

From $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη
Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη
Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη
Ebook556 pages7 hours

Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

«Ένα σπουδαίο, ξεχωριστό βιβλίο»
The New York Times

Αυτή είναι η ιστορία του Σίνγκερ του μουγγού, που ζει τη μοναχική ζωή του σε μια μικρή πόλη του αμερικανικού Νότου.
Και η ιστορία των ανθρώπων που βρίσκουν παρηγοριά στην καλοσύνη του, κι έρχονται να του εκμυστηρευτούν τα προβλήματα και τα όνειρά τους.
Όπως η Μικ, το αγοροκόριτσο που θέλει να γίνει πιανίστρια· ο μαύρος γιατρός Κόπλαντ, που παλεύει για την αξιοπρέπεια της φυλής του· ο Μπιφ Μπράνον, ο φιλοσοφημένος εστιάτορας· και ο Μπλάουντ, ο αλκοολικός συνδικαλιστής.
Καθένας δίνει τον δικό του αγώνα, αλλά όλοι ονειρεύονται το ίδιο πράγμα: να αποτινάξουν τα δεσμά της μοναξιάς.

Στον κόσμο της McCullers, όμως, έναν κόσμο υπαρξιακής αγωνίας και ανεπούλωτου ψυχικού τραύματος, η καρδιά κυνηγάει μονάχη…

Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, το πρώτο της Carson McCullers, που την καθιέρωσε μεμιάς ως μία από τις σημαντικότερες φωνές της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

[Η McCullers] κατάλαβε την ανθρώπινη καρδιά τόσο βαθιά, ώστε κανείς άλλος συγγραφέας δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα την ξεπεράσει.
Tennessee Williams
LanguageΕλληνικά
PublisherDioptra Publishing
Release dateNov 3, 2021
ISBN9789606534799
Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη
Author

Carson McCullers

Carson McCullers (1917-1967) was the author of numerous works of fiction and nonfiction, including The Heart is a Lonely Hunter, The Member of the Wedding, Reflections in a Golden Eye, and Clock Without Hands. Born in Columbus, Georgia, on February 19, 1917, she became a promising pianist and enrolled in the Juilliard School of Music in New York when she was seventeen, but lacking money for tuition, she never attended classes. Instead she studied writing at Columbia University, which ultimately led to The Heart Is a Lonely Hunter, the novel that made her an overnight literary sensation. On September 29, 1967, at age fifty, she died in Nyack, New York, where she is buried.

Read more from Carson Mc Cullers

Related to Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη

Related ebooks

Related categories

Reviews for Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη - Carson McCullers

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

    Το τέλος του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Αμερική στην πλευρά των νικητών και στο ξεκίνημα μιας περιόδου οικονομικής ευημερίας δίχως προηγούμενο. Η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας, ο καταναλωτισμός, η εισροή του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, η «επέλαση» του οικονομικού και εύκολου στην οδήγηση Ford T, η τζαζ, ο κινηματογράφος, οι ουρανοξύστες, δημιουργούν τον νέο μοντέρνο κόσμο στον οποίο οι Αμερικανοί καλούνται να ζήσουν, να ονειρευτούν και να επαναπροσδιορίσουν τις αξίες τους.

    «Είμαστε πιο κοντά στον τελικό θρίαμβο κατά της φτώχειας από οποιοδήποτε άλλο κράτος στον κόσμο», δηλώνει στην προεκλογική του εκστρατεία ο Χέρμπερτ Χούβερ, που γίνεται ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1929. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, η κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Γουόλ Στριτ βυθίζει τις ΗΠΑ στο οικονομικό χάος. Τα επόμενα τρία χρόνια το εθνικό εισόδημα μειώνεται στο μισό, δεκαπέντε εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται χωρίς δουλειά. Για πρώτη φορά οι μετανάστες που εγκαταλείπουν τη χώρα είναι περισσότεροι από εκείνους που φτάνουν σε αυτή, η μετακίνηση από την ύπαιθρο προς τις πόλεις αντιστρέφεται, και αμέτρητοι Αμερικανοί που μέχρι πρότινος απολάμβαναν τα καταναλωτικά αγαθά του καπιταλιστικού συστήματος στέκονται τώρα στην ουρά για λίγο ψωμί και μένουν στις παραγκουπόλεις που ονομάστηκαν ειρωνικά Hoovervilles.

    Είναι μόλις το 1933, με το New Deal του νέου προέδρου Ρούσβελτ, που η χώρα θ’ αρχίσει να συνέρχεται, σταδιακά και με κόπο· απορροφημένη στην προσπάθειά της αυτή για ανάκαμψη, σταθερότητα, ευημερία, θα παρακολουθήσει το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αρχικά από απόσταση, σίγουρη πως δεν την αφορά, μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου του 1941, οπότε ο βομβαρδισμός του Περλ Χάρμπορ από τους Ιάπωνες θα κάνει αυτόν τον «ξένο πόλεμο» πόλεμο της Αμερικής με τον πιο βίαιο και δραματικό τρόπο.

    Μέσα στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, συντελείται στη λογοτεχνία αυτό που ονομάστηκε Αναγέννηση του Νότου. Η αρχή γίνεται με τους Fugitives, μια ομάδα ποιητών, πεζογράφων και κριτικών συσπειρωμένων γύρω από το περιοδικό The Fugitive, και συνεχίζεται με τους Agrarians. Οι ομάδες αυτές αντιδρούν στην ηγεμονία, οικονομική και πολιτιστική, του Βορρά, στην εκβιομηχάνιση και στα αστικά καταναλωτικά πρότυπα, και προβάλλουν ως εναλλακτική πρόταση την παράδοση του Νότου, τη νωχελική αγροτική ζωή και την αξία της κοινότητας, στην οποία το άτομο πρέπει να υποτάσσεται. Παρά τον συντηρητισμό τους, οι ομάδες αυτές «αποκαθιστούν» τη «συγγραφική τιμή» του Νότου και τον επαναφέρουν στο λογοτεχνικό τοπίο. Μετά το Κραχ του ’29, το βίωμα της ήττας που κουβαλά ο Νότος από τον Εμφύλιο γίνεται η λογοτεχνική μεταφορά που μπορεί να εκφράσει την αγωνία και την απογοήτευση του παρόντος. Ο Νότος γίνεται ο λογοτεχνικός συμβολικός τόπος της ταπείνωσης, της εξαθλίωσης, της ενοχής. Ταυτόχρονα, η χρονική απόσταση που χωρίζει πλέον τους δημιουργούς από τα γεγονότα του Εμφυλίου τους επιτρέπει να προσεγγίσουν με νέα οπτική το φυλετικό ζήτημα. Η βαριά κληρονομιά της δουλείας γίνεται ένα ακόμα κεντρικό σημείο της θεματολογίας τους.

    Ο ογκόλιθος της αμερικανικής λογοτεχνίας Ουίλιαμ Φώκνερ πρώτος καταφέρνει να μετασχηματίσει τη Νότια εμπειρία σε πανανθρώπινη. Και ο συντηρητικός, αγροτικός Νότος συναντά τον μοντερνισμό μέσα από το παρελθόν. Από τον Φώκνερ μέχρι τον Τενεσί Ουίλιαμς, τον Τρούμαν Καπότε και τη Χάρπερ Λι, ο Νότος του μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής εποχής θα αναδείξει μεγάλο αριθμό λογοτεχνών. Ανάμεσά τους, πολλούς μαύρους, σπουδαίους ποιητές που θα λάβουν μέρος στην Αναγέννηση του Χάρλεμ, όπως ο Λάνγκστον Χιουζ, ο Στέρλινγκ Άλεν Μπράουν και ο Τζέιμς Γουέλντον Τζόνσον, και πεζογράφους όπως ο Ρίτσαρντ Ράιτ, η Ζόρα Νίαλ Χέρστον και ο Ραλφ Έλισον. Και πολλές ξεχωριστές γυναίκες συγγραφείς, που παίρνουν τη σκυτάλη από τις σπουδαίες δημιουργούς των αρχών του αιώνα, ισχυροποιώντας ακόμα περισσότερο τη γυναικεία παρουσία, όπως η Κάθριν Αν Πόρτερ, η Γιουντόρα Γουέλτι, η Φλάνερι Ο’Κόνορ και η Κάρσον ΜακΚάλερς. (Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η Μάργκαρετ Μίτσελ, που το έργο της έχει περισσότερη συγγένεια με τη μετεμφυλιακή λογοτεχνία της «Χαμένης Υπόθεσης», παρ’ όλα αυτά υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένο και επιδραστικό.) Οι περισσότερες από αυτές θα δώσουν πρωτεύουσα σημασία στον γεωγραφικό χώρο του Νότου με όλα όσα αντιπροσωπεύει κοινωνικά και πολιτιστικά, θα εντάξουν στο έργο τους στοιχεία της πλούσιας προφορικής παράδοσης του Νότου και βέβαια θα αναδείξουν το γυναικείο ζήτημα, μέσα από τις ηρωίδες τους, οι οποίες ασφυκτιούν στους απαρχαιωμένους ρόλους που τους επιβάλλει μια πατριαρχική και οπισθοδρομική κοινωνία.

    Το μυθιστόρημα με το οποίο η ΜακΚάλερς κάνει την επεισοδιακή εμφάνισή της, αναγορευόμενη εν μια νυκτί σε enfant terrible των αμερικανικών γραμμάτων, κυκλοφορεί το 1940, ενσωματώνοντας τις λογοτεχνικές διεργασίες που αναφέρθηκαν και συλλαμβάνοντας ένα μοναδικό στιγμιότυπο της αμερικανικής ζωής, λίγο πριν η Ιστορία σαρώσει και ανατρέψει τα πάντα· οι φυλετικές εντάσεις, το γυναικείο ζήτημα, ο συνδικαλιστικός και ο πολιτικός λόγος, τα προμηνύματα του πολέμου από την Ευρώπη είναι όλα εκεί, μέσα σ’ εκείνο το μικρό εστιατόριο, το μόνο που διανυκτερεύει σε μια μικρή, ξεχασμένη πόλη του Νότου. Η Μικ, το αγοροκόριτσο, ακινητεί για μια στιγμή, γεμάτη όνειρα, ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, όλοι οι συμπρωταγωνιστές της βρίσκονται για μια στιγμή μετέωροι, στη μέση των ιστοριών τους, που θα αλλάξουν από μια τραγωδία, όλος ο κόσμος κρατά την ανάσα του, πριν ο Πόλεμος αλλάξει τα πάντα. Ο μουγγός Σίνγκερ, ο εξομολόγος-ψυχαναλυτής-θεός της μικρής πόλης, που «ακούει» τους πάντες χωρίς ν’ ακούει και χωρίς να μιλά, είναι ο συνδετικός κρίκος αυτών των μοιραίων ηρώων που διασχίζουν τον κόσμο αναζητώντας και μη βρίσκοντας την αγάπη. Κι εκείνος, που αγαπά με όλη του τη δύναμη τον σύντροφό του, τον επίσης μουγγό Αντωνόπουλο, συντρίβεται στο τέλος από την αγάπη του αυτή. Γιατί τελικά, πάντα, η καρδιά κυνηγάει μονάχη, όπως λέει ο Σκοτσέζος Ουίλιαμ Σαρπ στο ποίημά του «The Lonely Hunter», από όπου και ο τίτλος του μυθιστορήματος.

    Η ΜακΚάλερς δεν θα ζήσει όλη της τη ζωή στον Νότο. Πολλοί από τους ήρωές της θα διακατέχονται, όπως η ίδια, από μια επιθυμία φυγής από τα ασφυκτικά όρια των μικρών, καθυστερημένων τους πόλεων: το ότι το μόνο μαγαζί που μένει ανοιχτό τη νύχτα στο Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη ονομάζεται Νέα Υόρκη είναι ένας ισχυρός υπαινιγμός στο πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα. Ο Νότος, όμως, ως συμβολική οντότητα είναι παρών σε όλο της το έργο. «Δεν θα έφευγε ποτέ έξω από τον Νότο», λέει και ξαναλέει η ΜακΚάλερς στο τέλος του βιβλίου για τον Τζέικ, σαν να το λέει για τον εαυτό της. Οι ήρωές της, διαφορετικοί, αταίριαστοι και μόνοι, πλάθονται με τα υλικά του Southern Gothic, του ρεύματος που αξιοποιεί το μακάβριο και το γκροτέσκο, και εμβαθύνει στα θέματα της τρέλας και της φθοράς, για να μιλήσει για την αποξένωση, την πτώση και την παρακμή του Νότου, τις φυλετικές εντάσεις.

    Για την Κάρσον ΜακΚάλερς, ωστόσο, η διαφορετικότητα των ηρώων της δεν είναι απλώς στιλιστική επιλογή. Όπως παρατηρεί ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες στο έργο του Εισαγωγή στην Αμερικανική Λογοτεχνία, «τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Αγγλία, οι λογοτεχνικές ομάδες και σχολές παίζουν μικρότερο ρόλο από την ίδια την προσωπικότητα των συγγραφέων. Τα έργα γεννιούνται από τις διάφορες ζωές σαν φυσικοί καρποί». Οι αταίριαστοι, οι μοναχικοί, οι απελπισμένοι ήρωες γεννιούνται όντως σαν φυσικός καρπός από τη σύντομη, βασανισμένη ζωή μιας αμφιφυλόφιλης γυναίκας σε μια υπερσυντηρητική κοινωνία, που παλεύει από νωρίς με την εξάρτηση από το αλκοόλ, που περνά από τη μια ασθένεια στην άλλη και παθαίνει το πρώτο της εγκεφαλικό νεότατη. Για τη ΜακΚάλερς η μοναξιά, η απομόνωση, δεν είναι το μέσον για να καταγγείλει μια κοινωνική πραγματικότητα, να μιλήσει για τον Νότο ή οτιδήποτε άλλο. Είναι το ίδιο το θέμα της. Η πόλη της ζει στη βαριά σκιά της ανέχειας, της κοινωνικής ανισότητας· οι ήρωές της μετράνε τη δεκάρα· πέρα από το κέντρο, προς τις γραμμές του τρένου, τα χαμόσπιτα ζέχνουν μέσα στην εγκατάλειψη. Ο μαύρος γιατρός Κόπλαντ υφίσταται κάθε είδους διακρίσεις και ταπεινώσεις απλώς και μόνο γιατί είναι μαύρος. Το αίσθημα της αδικίας, της εκμετάλλευσης, το φυλετικό μίσος, είναι πάντα παρόντα, αρκεί να υποδαυλιστούν λίγο για να ξεσπάσουν ταραχές. Αλλά το αληθινό, το βαθύτερο δράμα των ανθρώπων βρίσκεται στην αδυναμία να γίνουν κατανοητοί, στην αδυναμία να ανήκουν. Η ΜακΚάλερς είναι η «ποιήτρια των αλλόκοτων», όπως την ονομάζει η Τζόις Κάρολ Όουτς, γιατί μια τέτοια αλλόκοτη υπήρξε σ’ έναν βαθμό και η ίδια. Η ματιά της πέφτει στους μοναχικούς, θλιμμένους ήρωές της με συμπόνια, με αλληλεγγύη. Και με τη λυτρωτική, ανίκητη δύναμη της αγάπης.

    Το Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη βρίσκεται στη 17η θέση της λίστας της Modern Library με τα 100 καλύτερα έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, ενώ το περιοδικό TIME το περιλαμβάνει στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας από το 1923 ως το 2005. Μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο το 1968, με τους Alan Arkin, Sondra Locke και Cicely Tyson, και έχει μεταφραστεί σε είκοσι τρεις γλώσσες.

    Πάνε πλέον σαράντα χρόνια απ’ όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Εξάντας, το 1981, σε μετάφραση Βικτώριας Τράπαλη. Με σεβασμό και αγάπη οι Εκδόσεις Διόπτρα προτείνουν εκ νέου, και σε νέα μετάφραση, το βιβλίο αυτό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η Αμερική της ΜακΚάλερς απέχει πια πολύ από εμάς, αλλά η ματιά της στην ανθρώπινη κατάσταση όχι. H ΜακΚάλερς μιλάει για το θέμα των ταυτοτήτων, για το φυλετικό και το γυναικείο ζήτημα, για τους απόκληρους και τους αταίριαστους αυτού του κόσμου μ’ έναν τρόπο απόλυτα σημερινό. Και η Καρδιά της, αυτός ο μοναχικός κυνηγός, μπορεί σίγουρα να φτάσει στην καρδιά των ανήσυχων αναγνωστών τού σήμερα.

    Βάννα Κατσαρού, για τις Εκδόσεις Διόπτρα

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Για την καρδιά που κυνηγάει μονάχη

    Τρία χρόνια πάλευε η ΜακΚάλερς μ’ αυτό το μυθιστόρημα. Όταν άρχισε να το γράφει ήταν δεκαεννιά χρονών. Όταν τελικά εκδόθηκε, ήταν μόλις είκοσι τριών αλλά ήδη ώριμη συγγραφέας, με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και με μια ολωσδιόλου δική της φωνή σ’ αυτό το πρώτο της βιβλίο που μόνο πρωτόλειο δεν ήταν.

    Θα ακολουθούσαν επιτυχίες κι αποτυχίες, εγκεφαλικά που την άφησαν ημιπαράλυτη, αρρώστιες κι αλκοολισμός, ένας κατεστραμμένος γάμος, μια απόπειρα αυτοκτονίας, ταξίδια στην Ευρώπη, ομοφυλοφιλικοί έρωτες, φιλίες σαν αυτή με τον Τενεσί Ουίλιαμς και, τέλος, ένας πρόωρος θάνατος το 1967 σε ηλικία πενήντα χρονών – μα όλα τούτα έχουν και δεν έχουν σημασία κι ας τα προοιωνίζεται μ’ έναν τρόπο αυτό το πρώτο της βιβλίο, γιατί ένας αληθινός συγγραφέας μοιράζεται στους ήρωές του δίνοντάς τους κάτι απ’ την ψυχή του, κι όλα τα βασικά πρόσωπα στην Καρδιά έχουν κοινό το κυνήγι ενός άπιαστου ονείρου και την πάλη με τη μοναξιά τους μέσα στον μικρόκοσμο μιας εργατούπολης του αμερικανικού Νότου, όπου δείχνουν και νιώθουν παράταιροι.

    Η Μικ Κέλι, ένα δεκατετράχρονο αγοροκόριτσο που ονειρεύεται να γίνει πιανίστρια και συνθέτρια, μα δεν έχει τα λεφτά όχι μόνο για ν’ αγοράσει πιάνο, αλλά ούτε καν για μαθήματα μουσικής – και στο τέλος αναγκάζεται να πιάσει δουλειά σε πολυκατάστημα, με τ’ όνειρό της να ’χει γκρεμιστεί. Ο έγχρωμος γιατρός Κόπλαντ, που παλεύει για την αξιοπρέπεια των μαύρων, αποξενωμένος από την οικογένειά του, άθεος και μαρξιστής. Ο Μπιφ Μπράνον, ο εστιάτορας που στο μαγαζί του συχνάζουν τα πρόσωπα της ιστορίας, ένας άνθρωπος φιλοσοφημένος μα που δίνει συνεχώς την εντύπωση πως κινείται και υπάρχει σ’ ένα υπαρξιακό κενό. Ο Τζέικ Μπλάουντ, ένας περιπλανώμενος μέθυσος ριζοσπάστης που πιάνει δουλειά σ’ ένα λούνα παρκ και κάνει ανεδαφικά σχέδια για το πώς θα οργανώσει ένα εργατικό κίνημα. Και στο κέντρο αυτών των προσώπων και του μυθιστορήματος του ίδιου ένας κωφάλαλος, ο Τζον Σίνγκερ, που με τη σιωπή του ενσαρκώνει την ανάγκη όλων τους να επικοινωνήσουν και την αδυναμία τους να το κατορθώσουν.

    Αν ωστόσο ένας συγγραφέας χαρίζει κάτι δικό του στους χαρακτήρες του για να τους δώσει ψυχή, πρέπει να είναι επίσης ικανός να γίνεται οι χαρακτήρες του για να τους δώσει ζωή και φωνή. Και δεν μπορεί παρά να νιώσει ο αναγνώστης βαθύ θαυμασμό για το χάρισμα της ψυχικής εγγαστριμυθίας που είχε αυτή η εικοσάχρονη κοπέλα όταν έγραφε την ιστορία της. Αυτό της το χάρισμα επαίνεσε ο μαύρος συγγραφέας Ρίτσαρντ Ράιτ γράφοντας στο περιοδικό The New Republic στις 5 Αυγούστου του 1940: «Για μένα, η πιο εντυπωσιακή πλευρά του The Heart Is a Lonely Hunter είναι η εκπληκτική ανθρωπιά που επιτρέπει σε μια λευκή συγγραφέα, για πρώτη φορά στη λογοτεχνία του Νότου, να αντιμετωπίσει μαύρους χαρακτήρες με τόση άνεση και δικαιοσύνη όσο αυτούς της δικής της φυλής. Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί στιλιστικά ή πολιτικά, αλλά μοιάζει να απορρέει από μια στάση απέναντι στη ζωή, που επιτρέπει στη δίδα ΜακΚάλερς να υψώνεται πάνω από τις πιέσεις του περιβάλλοντός της και ν’ αγκαλιάζει μαύρους και λευκούς με μια πλατιά κίνηση κατανόησης και τρυφερότητας».

    Ο μουγγός ήταν ο τίτλος που χρησιμοποιούσε η ΜακΚάλερς όσο πάλευε με το μυθιστόρημά της, αλλά ο εκδότης της πρότεινε να τον αλλάξει και να το τιτλοφορήσει The Heart is a Lonely Hunter. Η καρδιά είναι ένας μοναχικός κυνηγός θα ήταν η ακριβέστερη μετάφραση του τίτλου αυτού, αλλά το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη γλώσσα μας κι αγαπήθηκε τότε ως Η καρδιά κυνηγάει μονάχη, κι έτσι παραμένει.

    Στο επίμετρο της ανά χείρας έκδοσης, σ’ ένα απόσπασμα παρμένο από την ημιτελή αυτοβιογραφία της ΜακΚάλερς, θα διαβάσει ο αναγνώστης κάποια πράγματα σχετικά με τη συγγραφή του μυθιστορήματος, αλλά υπάρχει μια λίγο διαφορετική εκδοχή τους, πάλι από την ίδια τη συγγραφέα, σ’ ένα άρθρο στο The Esquire τον Δεκέμβριο του 1959, με τίτλο «The Flowering Dream: Notes on Writing» («Το όνειρο που ανθίζει: Σημειώσεις για τη γραφή»): «Για έναν ολόκληρο χρόνο δούλευα το The Heart Is a Lonely Hunter χωρίς να το καταλαβαίνω καθόλου. Κάθε χαρακτήρας μιλούσε σ’ έναν κεντρικό χαρακτήρα, μα δεν ήξερα τον λόγο. Είχα σχεδόν αποφασίσει πως το βιβλίο δεν ήταν μυθιστόρημα, ότι θα ’πρεπε να το κομματιάσω σε διηγήματα. Αλλά ένιωσα τον ακρωτηριασμό στο κορμί μου όταν έκανα τούτη τη σκέψη, κι ήμουν απελπισμένη. Δούλεψα ένα πεντάωρο και βγήκα έξω. Ξάφνου, καθώς διέσχιζα τον δρόμο, σκέφτηκα ότι ο Χάρι Μίνοουιτς, ο χαρακτήρας στον οποίον μιλούσαν όλοι οι άλλοι, ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος, ένας κωφάλαλος, και το όνομα άλλαξε μεμιάς σε Τζον Σίνγκερ. Όλο το μυθιστόρημα απέκτησε μια σταθερή εστίαση και για πρώτη φορά δόθηκα μ’ όλη μου την ψυχή στο The Heart Is a Lonely Hunter».

    Πράγματι, η ΜακΚάλερς δόθηκε μ’ όλη της την ψυχή στην ιστορία και στους χαρακτήρες της, κι αυτό το νιώθει ο αναγνώστης. Διόλου παράξενο, λοιπόν, που αγαπήθηκε τόσο αμέσως μόλις κυκλοφόρησε και που εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να βρίσκει εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες, ανάμεσά τους και πολλούς εφήβους που αναγνωρίζουν κάτι απ’ τον εαυτό τους στη ματιά εκείνης της χαρισματικής εικοσάχρονης κοπέλας που, με τόση αμεσότητα και μαεστρία, έδωσε φωνή στην καρδιά που κυνηγάει μονάχη.

    Μιχάλης Μακρόπουλος

    Στον Reeves McCullers και στους Marguerite και Lamar Smith

    Πρώτο μέρος

    1

    Στην πόλη υπήρχαν δύο μουγγοί και ήταν πάντα μαζί. Νωρίς κάθε πρωί έβγαιναν απ’ το σπίτι όπου ζούσαν και κατηφόριζαν τον δρόμο για τη δουλειά πιασμένοι αγκαζέ. Οι δύο φίλοι ήταν πολύ διαφορετικοί. Ο ένας, που οδηγούσε πάντα τον άλλον, ήταν ένας παχύς κι ονειροπόλος Έλληνας. Το καλοκαίρι έβγαινε φορώντας ένα κίτρινο ή πράσινο μπλουζάκι πόλο που μπροστά ήταν αδέξια χωμένο μες στο πανταλόνι του και πίσω κρεμόταν έξω. Όταν είχε περισσότερο κρύο, από πάνω φορούσε ένα χαχόλικο γκρίζο πουλόβερ. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και λιπαρό, με μισόκλειστα βλέφαρα και με χείλη που καμπύλωναν σ’ ένα πράο κι ανόητο χαμόγελο. Ο άλλος μουγγός ήταν ψηλός. Πάντα ήταν ντυμένος επίσημα και στην τρίχα.

    Κάθε πρωί οι δύο φίλοι βάδιζαν σιωπηλοί μαζί, ώσπου έβγαιναν στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Ύστερα, όταν έφταναν σ’ ένα συγκεκριμένο μαγαζί με φρούτα και καραμέλες, στέκονταν για μια στιγμή στο πεζοδρόμιο απ’ έξω. Ο Έλληνας, ο Σπύρος Αντωνόπουλος, δούλευε για τον ξάδερφό του, τον ιδιοκτήτη αυτού του οπωροπωλείου. Η δουλειά του ήταν να φτιάχνει καραμέλες και γλυκά, να βγάζει από τα τελάρα τα φρούτα και να ’χει καθαρό το μαγαζί. Ο λεπτός μουγγός, ο Τζον Σίνγκερ, έβαζε σχεδόν πάντα το χέρι του στο μπράτσο του φίλου του και τον κοίταζε για ένα δευτερόλεπτο στο πρόσωπο, προτού φύγει. Κατόπιν, έπειτα απ’ αυτόν τον αποχαιρετισμό, ο Σίνγκερ διέσχιζε τον δρόμο και βάδιζε μονάχος ως το κοσμηματοπωλείο όπου δούλευε ως χαράκτης ασημικών.

    Αργά το απομεσήμερο οι φίλοι συναντιόνταν ξανά. Ο Σίνγκερ γυρνούσε στο οπωροπωλείο και περίμενε ώσπου να είναι έτοιμος ο Αντωνόπουλος να γυρίσει σπίτι. Ο Έλληνας θα άδειαζε τεμπέλικα ένα τελάρο με ροδάκινα ή πεπόνια, ή μπορεί να κοίταζε στην εφημερίδα τη σελίδα με τα κόμικς, στην κουζίνα πίσω από το μαγαζί, όπου μαγείρευε. Προτού φύγουν, ο Αντωνόπουλος άνοιγε πάντα μια χαρτοσακούλα που την είχε κρυμμένη όλη μέρα σ’ ένα από τα ράφια της κουζίνας. Μέσα ήταν φυλαγμένα διάφορα φαγώσιμα που ’χε μαζέψει – ένα κομμάτι φρούτου, μερικές καραμέλες ή μπορεί η άκρη ενός λουκάνικου. Συνήθως, προτού φύγει ο Αντωνόπουλος, πήγαινε βαδίζοντας σαν την πάπια ως τη βιτρίνα στο μπροστινό μέρος του μαγαζιού, όπου είχαν φυλαγμένα μερικά κρέατα και τυριά. Άνοιγε από πίσω τη βιτρίνα και με το παχύ του χέρι ψαχούλευε στοργικά μέσα, ψάχνοντας για κάποια λιχουδιά που τη λιμπιζόταν. Μερικές φορές ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο ξάδερφός του, δεν τον έβλεπε. Αν όμως τον πρόσεχε, τον κοίταζε με μια προειδοποιητική έκφραση στο σφιγμένο, χλωμό του πρόσωπο. Τότε ο Αντωνόπουλος μετακινούσε θλιμμένα τον μεζέ από τη μια γωνιά της βιτρίνας στην άλλη. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο Σίνγκερ στεκόταν πολύ στητός, με τα χέρια στις τσέπες, και κοίταζε αλλού. Δεν του άρεσε να παρακολουθεί αυτή τη μικρή σκηνή ανάμεσα στους δύο Έλληνες. Γιατί, εκτός από το να πίνει κι από μια ορισμένη μοναχική κρυφή ευχαρίστηση, ο Αντωνόπουλος δεν αγαπούσε τίποτα πιο πολύ στον κόσμο από το να τρώει.

    Το σούρουπο, οι δύο μουγγοί βάδιζαν αργά μαζί προς το σπίτι. Εκεί, ο Σίνγκερ μιλούσε πάντα στον Αντωνόπουλο. Τα χέρια του σχημάτιζαν τις λέξεις σε μια γρήγορη σειρά από σχέδια. Το πρόσωπό του ήταν ενθουσιώδες και τα γκριζοπράσινα μάτια του λαμπύριζαν. Με τα λεπτά, δυνατά του χέρια έλεγε στον Αντωνόπουλο όλα όσα είχαν συμβεί μες στη μέρα.

    Ο Αντωνόπουλος καθόταν ακουμπώντας τεμπέλικα πίσω και κοίταζε τον Σίνγκερ. Σπάνια κινούσε τα χέρια για να μιλήσει – και τότε ακόμα, το έκανε μόνο για να πει ότι ήθελε να φάει ή να κοιμηθεί ή να πιει. Τούτα τα τρία πράγματα τα έλεγε πάντα με τα ίδια αόριστα, ψαχουλευτά σημάδια. Τη νύχτα, αν δεν ήταν πολύ πιωμένος, γονάτιζε μπροστά στο κρεβάτι του και προσευχόταν για λίγο. Ύστερα τα παχουλά του χέρια σχημάτιζαν τις λέξεις «Ιησού Χριστέ» ή «Θεέ» ή «Παναγία». Αυτά ήταν τα μόνα λόγια που έλεγε ποτέ ο Αντωνόπουλος. Ο Σίνγκερ δεν ήξερε ποτέ πόσα καταλάβαινε ο φίλος του απ’ όσα του έλεγε. Όμως δεν είχε σημασία.

    Μοιράζονταν τον επάνω όροφο ενός μικρού σπιτιού κοντά στην εμπορική συνοικία της πόλης. Υπήρχαν δύο δωμάτια. Πάνω στη σόμπα πετρελαίου στην κουζίνα ο Αντωνόπουλος μαγείρευε όλα τους τα γεύματα. Υπήρχαν απλές καρέκλες μ’ ίσια πλάτη για τον Σίνγκερ κι ένας παχύς καναπές για τον Αντωνόπουλο. Στην κρεβατοκάμαρα τα κύρια έπιπλα ήταν ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι σκεπασμένο μ’ ένα πουπουλένιο πάπλωμα για τον μεγαλόσωμο Έλληνα κι ένα στενό σιδερένιο ράντζο για τον Σίνγκερ.

    Το δείπνο έπαιρνε πολλή ώρα πάντα, επειδή ο Αντωνόπουλος αγαπούσε το φαγητό κι ήταν πολύ αργός. Αφού είχαν αποφάει, ο μεγαλόσωμος Έλληνας ξάπλωνε ανάσκελα στον καναπέ του κι έγλειφε αργά ένα ένα τα δόντια του, είτε για κάποια λιχουδιά είτε γιατί ’θελε να ευχαριστηθεί κι άλλο το γεύμα – ενώ ο Σίνγκερ έπλενε τα πιάτα.

    Μερικές φορές το βράδυ οι μουγγοί έπαιζαν σκάκι. Ο Σίνγκερ ευχαριστιόταν ανέκαθεν πολύ αυτό το παιχνίδι και, πριν από χρόνια, είχε προσπαθήσει να το μάθει στον Αντωνόπουλο. Στην αρχή δεν κέντρισαν καθόλου το ενδιαφέρον του φίλου του οι λόγοι για να κινήσει κανείς τα διάφορα πιόνια στη σκακιέρα. Έπειτα όμως άρχισε ο Σίνγκερ να έχει ένα μπουκάλι μ’ ένα καλό ποτό κάτω από το τραπέζι και να το βγάζει ύστερα από κάθε μάθημα. Ο Έλληνας δεν κατάλαβε ποτέ τις αλλοπρόσαλλες κινήσεις των αλόγων και τη σαρωτική ικανότητα κίνησης της βασίλισσας, όμως έμαθε να κάνει μερικές καθορισμένες εναρκτήριες κινήσεις. Προτιμούσε τα λευκά πιόνια κι αρνιόταν να παίξει αν είχε τα μαύρα. Μετά τις πρώτες κινήσεις ο Σίνγκερ έπαιζε το παιχνίδι μόνος του ενώ ο φίλος του παρακολουθούσε νυσταγμένος. Αν έκανε ο Σίνγκερ λαμπρές επιθέσεις ενάντια στους δικούς του, έτσι που στο τέλος ο μαύρος βασιλιάς σκοτωνόταν, ο Αντωνόπουλος ήταν πάντα πολύ περήφανος κι ευχαριστημένος.

    Οι δύο μουγγοί δεν είχαν άλλους φίλους και, εκτός απ’ όταν δούλευαν, ήταν μόνοι οι δυο τους. Κάθε μέρα ήταν πάνω κάτω σαν οποιαδήποτε άλλη, επειδή ήταν μόνοι τόσο πολύ, που τίποτα δεν τους ενοχλούσε ποτέ. Μία φορά την εβδομάδα πήγαιναν στη βιβλιοθήκη για να δανειστεί ο Σίνγκερ ένα βιβλίο μυστηρίου και το βράδυ της Παρασκευής παρακολουθούσαν μια ταινία. Έπειτα, τη μέρα που πληρώνονταν, πήγαιναν πάντα στο φωτογραφείο των δέκα σεντς πάνω από το κατάστημα με στρατιωτικά και ναυτικά είδη, για να φωτογραφηθεί ο Αντωνόπουλος. Αυτά ήταν τα μόνα μέρη που επισκέπτονταν τακτικά. Υπήρχαν πολλές μεριές της πόλης που δεν τις είχαν δει ποτέ.

    Η πόλη βρισκόταν καταμεσής στα βάθη του Νότου. Τα καλοκαίρια τράβαγαν σε μάκρος και οι μήνες με χειμωνιάτικο κρύο ήταν λιγοστοί. Σχεδόν πάντα ο ουρανός ήταν διαυγής και λαμπερός γαλάζιος κι ο ήλιος έκαιγε εκτυφλωτικός. Κι έπειτα έρχονταν οι ελαφριές, ψυχρές βροχές του Νοέμβρη και μπορεί αργότερα να είχε παγωνιά και μερικούς σύντομους μήνες ψύχους. Οι χειμώνες ήταν άστατοι, αλλά τα καλοκαίρια ήταν πάντοτε καυτά. Η πόλη ήταν μεγαλούτσικη. Στον κεντρικό δρόμο υπήρχαν πολλά τετράγωνα με διώροφα και τριώροφα καταστήματα κι επιχειρήσεις. Όμως τα μεγαλύτερα κτίρια στην πόλη ήταν τα εργοστάσια, που απασχολούσαν ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Αυτά τα βαμβακοκλωστήρια ήταν μεγάλα κι ευημερούντα, και οι περισσότεροι εργάτες στην πόλη ήταν πολύ φτωχοί. Συχνά στα πρόσωπα στους δρόμους υπήρχε αυτή η απελπισμένη έκφραση πείνας και μοναξιάς.

    Όμως οι δύο μουγγοί δεν ένιωθαν καθόλου μόνοι. Στο σπίτι ήταν ευχαριστημένοι τρώγοντας και πίνοντας, κι ο Σίνγκερ μιλούσε μ’ ενθουσιασμό με τα χέρια του στον φίλο του για όλα όσα είχε στο μυαλό του. Έτσι περνούσαν τα χρόνια μ’ αυτόν τον ήσυχο τρόπο, ώσπου ο Σίνγκερ έφτασε στα τριάντα δύο, έχοντας δέκα χρόνια στην πόλη με τον Αντωνόπουλο.

    Κι έπειτα, μια μέρα, ο Έλληνας αρρώστησε. Ανακάθισε στο κρεβάτι με τα χέρια του στο χοντρό του στομάχι και με μεγάλα, λιπαρά δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του. Ο Σίνγκερ πήγε να βρει τον ξάδερφο του φίλου του που ’χε το οπωροπωλείο κι επίσης κανόνισε να πάρει άδεια από τη δουλειά του. Ο γιατρός έγραψε μια δίαιτα για τον Αντωνόπουλο και είπε ότι δεν έπρεπε να πιει άλλο κρασί. Ο Σίνγκερ επέβαλε αυστηρά τις εντολές του γιατρού. Όλη μέρα καθόταν στο προσκεφάλι του φίλου του κι έκανε ό,τι μπορούσε για να περνάει γρήγορα ο καιρός, όμως ο Αντωνόπουλος μονάχα τον λοξοκοίταζε άγρια και αρνιόταν να ευθυμήσει.

    Ο Έλληνας ήταν πολύ νευρικός και όλο έβρισκε κάτι στραβό στους χυμούς και στο φαγητό που του ετοίμαζε ο Σίνγκερ. Έβαζε συνεχώς τον φίλο του να τον βοηθήσει να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι για να προσευχηθεί. Τα τεράστια οπίσθιά του κρεμούσαν πάνω από τα παχουλά του ποδαράκια όταν γονάτιζε. Έλεγε αδέξια με τα χέρια του «Καλή μου Παναγία» κι έπειτα κρατούσε το μπρούντζινο σταυρουδάκι που φορούσε μ’ ένα βρόμικο κορδόνι στον λαιμό του. Τα μεγάλα του μάτια στρέφονταν προς το ταβάνι μ’ ένα φοβισμένο βλέμμα μέσα τους και ύστερα ήταν πολύ κακόκεφος και δεν άφηνε τον φίλο του να του μιλήσει.

    Ο Σίνγκερ ήταν υπομονετικός κι έκανε ό,τι μπορούσε. Ζωγράφιζε εικονίτσες και μια φορά σκιτσάρισε τον φίλο του για να τον διασκεδάσει. Αυτή η εικόνα πλήγωσε τα αισθήματα του μεγαλόσωμου Έλληνα, που αρνήθηκε να συμφιλιωθεί με τον Σίνγκερ ώσπου αυτός να κάνει το πρόσωπό του πολύ νεανικό κι όμορφο, και να χρωματίσει τα μαλλιά του λαμπερά κίτρινα και τα μάτια του φωτεινά γαλάζια. Και μετά προσπάθησε να μη δείξει την ευχαρίστησή του.

    Ο Σίνγκερ περιποιήθηκε με τόση προσοχή τον φίλο του, που μία βδομάδα αργότερα ο Αντωνόπουλος μπόρεσε να επιστρέψει στη δουλειά του. Αλλά από τότε υπήρχε μια διαφορά στον τρόπο ζωής τους. Μπελάδες βρήκαν τους δύο φίλους.

    Ο Αντωνόπουλος δεν ήταν άρρωστος πλέον, όμως του ’χε συμβεί μια αλλαγή. Ήταν ευερέθιστος και δεν του αρκούσε πια να περνά ήρεμα τα βράδια στο σπίτι τους. Όποτε ήθελε να βγει έξω, ο Σίνγκερ τον ακολουθούσε καταπόδας. Ο Αντωνόπουλος έμπαινε σ’ ένα εστιατόριο και, εκεί που κάθονταν στο τραπέζι, έχωνε στην τσέπη του κρυφά κύβους ζάχαρη ή μια πιπεριέρα ή κάποιο ασημένιο σκεύος. Ο Σίνγκερ πλήρωνε πάντα για ό,τι έπαιρνε ο φίλος του, έτσι δεν γινόταν φασαρία. Στο σπίτι μάλωνε τον Αντωνόπουλο, όμως ο μεγαλόσωμος Έλληνας απλώς τον κοίταζε μ’ ένα μειλίχιο χαμόγελο.

    Οι μήνες περνούσαν κι αυτά τα συνήθεια του Αντωνόπουλου χειροτέρεψαν. Ένα μεσημέρι βγήκε ήρεμα από τ’ οπωροπωλείο του ξαδέρφου του και ούρησε σε κοινή θέα πάνω στον τοίχο του κτιρίου της First National Bank στην αντικρινή πλευρά του δρόμου. Μερικές φορές, όταν συναντούσε κάποιον στον δρόμο που δεν του άρεσε η φάτσα του, έπεφτε πάνω του και τον έσπρωχνε με τους αγκώνες και το στομάχι. Μια μέρα μπήκε σ’ ένα μαγαζί και πήρε ένα φωτιστικό δαπέδου χωρίς να το πληρώσει και μια άλλη φορά προσπάθησε να πάρει ένα ηλεκτρικό τρενάκι που ’χε δει σε μια προθήκη.

    Για τον Σίνγκερ αυτή ήταν μια περίοδος μεγάλης στενοχώριας. Πήγαινε διαρκώς τον Αντωνόπουλο στα δικαστήρια την ώρα του μεσημεριανού, για να ταχτοποιήσει αυτές τις παραβάσεις του νόμου. Ο Σίνγκερ εξοικειώθηκε πολύ με τις ένδικες διαδικασίες και βρισκόταν σε μια κατάσταση διαρκούς σύγχυσης. Ξόδεψε σε εγγυήσεις και πρόστιμα τα λεφτά που ’χε φυλαγμένα στην τράπεζα. Αφιέρωνε όλες του τις προσπάθειες και τα χρήματα στο να κρατήσει έξω από τη φυλακή τον φίλο του, που κατηγορούνταν για κλοπές, προσβολές της δημοσίας αιδούς, επιθέσεις και βιαιοπραγίες.

    Ο Έλληνας ξάδερφος στον οποίον δούλευε ο Αντωνόπουλος δεν μπήκε καθόλου σε τέτοιους μπελάδες. Ο Τσαρλς Πάρκερ (γιατί αυτό το όνομα είχε πάρει ο ξάδερφος) άφησε τον Αντωνόπουλο να μείνει στο μαγαζί, όμως τον παρακολουθούσε διαρκώς με το σφιγμένο, χλωμό του πρόσωπο και δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον βοηθήσει. Ο Σίνγκερ είχε μια παράξενη αίσθηση για τον Τσαρλς Πάρκερ. Άρχισε να τον αντιπαθεί.

    Ζούσε ο Σίνγκερ μέσα σε συνεχή αναστάτωση κι ανησυχία. Όμως ο Αντωνόπουλος ήταν πάντα μειλίχιος και, ό,τι κι αν συνέβαινε, το πράο άτονο χαμόγελο δεν έπαυε να ’ναι ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, του Σίνγκερ του φαινόταν ότι υπήρχε κάτι πολύ λεπτό και σοφό στο χαμόγελο του φίλου του. Δεν ήξερε ποτέ πόσα καταλάβαινε ο φίλος του και τι σκεφτόταν. Τώρα του φαινόταν ότι στην έκφραση του μεγαλόσωμου Έλληνα μπορούσε να διακρίνει κάτι πανούργο και κοροϊδευτικό. Έπιανε τον φίλο του από τους ώμους και τον ταρακουνούσε ώσπου να κουραστεί πολύ και του εξηγούσε ξανά και ξανά πράγματα με τα χέρια του. Αλλά τίποτα δεν ωφελούσε.

    Όλα τα λεφτά του Σίνγκερ εξανεμίστηκαν κι αναγκάστηκε να δανειστεί από τον κοσμηματοπώλη που τον είχε στη δούλεψή του. Σε μια περίπτωση δεν μπόρεσε να πληρώσει την εγγύηση για τον φίλο του κι ο Αντωνόπουλος πέρασε τη νύχτα στη φυλακή. Όταν πήγε ο Σίνγκερ να τον βγάλει την επομένη, ήταν πολύ κακόκεφος. Δεν ήθελε να φύγει. Είχε ευχαριστηθεί το βραδινό του γεύμα – λαρδί και μπομπότα περιχυμένα με σιρόπι. Και το νέο του «υπνωτήριο» και οι συγκρατούμενοί του τον ευχαριστούσαν.

    Είχαν ζήσει τόσο καιρό μόνοι, που ο Σίνγκερ δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει μες στη στενοχώρια του. Ο Αντωνόπουλος δεν επέτρεπε σε τίποτα να τον ενοχλήσει ή να τον γιατρέψει από τις έξεις του. Στο σπίτι μαγείρευε μερικές φορές το νέο φαγητό που είχε φάει στη φυλακή και στους δρόμους δεν ήξερε κανείς τι θα έκανε.

    Κι έπειτα βρήκε τον Σίνγκερ κι ο τελικός μπελάς.

    Ένα απομεσήμερο είχε πάει να συναντήσει τον Αντωνόπουλο στο οπωροπωλείο, όταν ο Τσαρλς Πάρκερ τού έδωσε ένα γράμμα. Μέσα έλεγε ότι ο Πάρκερ είχε κανονίσει να πάει ο ξάδερφός του στο φρενοκομείο της πολιτείας διακόσια μίλια μακριά. Ο Τσαρλς Πάρκερ είχε χρησιμοποιήσει την επιρροή που ’χε στην πόλη και οι λεπτομέρειες είχαν κανονιστεί ήδη. Ο Αντωνόπουλος θα έφευγε και θα κλεινόταν στο ίδρυμα την επόμενη εβδομάδα.

    Ο Σίνγκερ διάβασε πολλές φορές το γράμμα και για λίγο είχε σταματήσει το μυαλό του. Ο Τσαρλς Πάρκερ τού μιλούσε από την άλλη μεριά του πάγκου, όμως δεν προσπαθούσε καν να διαβάσει τα χείλη του και να καταλάβει. Τελικά ο Σίνγκερ έγραψε στο μικρό σημειωματάριο που είχε πάντα μαζί του:

    Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Ο Αντωνόπουλος πρέπει να μείνει μαζί μου.

    Ο Τσαρλς Πάρκερ κούνησε συγχυσμένος το κεφάλι του. Δεν ήξερε πολλά αμερικάνικα. «Δεν είναι δουλειά σου», έλεγε ξανά και ξανά.

    Ο Σίνγκερ κατάλαβε ότι τα πάντα είχαν τελειώσει. Ο Έλληνας φοβόταν ότι κάποια μέρα θα βρισκόταν υπεύθυνος για τον ξάδερφό του. Ο Τσαρλς Πάρκερ δεν ήξερε πολλά για την αμερικάνικη γλώσσα – αλλά καταλάβαινε πολύ καλά το αμερικάνικο δολάριο, έτσι είχε χρησιμοποιήσει τα λεφτά και την επιρροή του για να βάλει χωρίς καθυστέρηση τον ξάδερφό του στο ίδρυμα.

    Ο Σίνγκερ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

    Η επόμενη εβδομάδα ήταν γεμάτη πυρετώδη δραστηριότητα. Μιλούσε και μιλούσε. Και, αν και τα χέρια του δεν σταματούσαν ποτέ για να ξεκουραστούν, δεν μπορούσε να πει όσα είχε στο μυαλό του. Ήθελε να μιλήσει στον Αντωνόπουλο για όλες του τις σκέψεις, για ό,τι είχε υπάρξει ποτέ στο μυαλό και στην καρδιά του, όμως δεν είχε τον χρόνο. Τα γκρίζα του μάτια έλαμπαν και το ζωηρό κι έξυπνο πρόσωπό του φανέρωνε μεγάλη ένταση. Ο Αντωνόπουλος τον παρακολουθούσε νυσταγμένος κι ο φίλος του δεν ήξερε τι καταλάβαινε στ’ αλήθεια.

    Και μετά ήρθε η μέρα που ο Αντωνόπουλος έπρεπε να φύγει. Ο Σίνγκερ έβγαλε τη δική του βαλίτσα και ταχτοποίησε προσεχτικά μέσα τα καλύτερα από τα κοινά τους υπάρχοντα. Ο Αντωνόπουλος ετοίμασε κάτι για να φάει στο ταξίδι. Αργά το απομεσήμερο, μαζί για τελευταία φορά, κατηφόρισαν τον δρόμο πιασμένοι αγκαζέ. Ήταν ένα ψυχρό απόγευμα στα τέλη του Νοέμβρη και μικρά σύννεφα χνότου πρόβαλλαν στον αέρα μπροστά τους.

    Ο Τσαρλς Πάρκερ θα ταξίδευε με τον ξάδερφό του, όμως στάθηκε χώρια απ’ αυτούς στον σταθμό. Ο Αντωνόπουλος στριμώχτηκε μες στο λεωφορείο και, με περίπλοκες προετοιμασίες, βολεύτηκε σε μια από τις μπροστινές θέσεις. Ο Σίνγκερ τον κοίταζε από το τζάμι και για τελευταία φορά τα χέρια του άρχισαν απελπισμένα να μιλούν με τον φίλο του. Όμως ο Αντωνόπουλος ήταν τόσο απασχολημένος να ελέγχει τα διάφορα πράγματα μες στο δοχείο με το φαγητό του, που για λίγο δεν έδινε καμία σημασία. Μόλις προτού το λεωφορείο κυλήσει μακριά απ’ το πεζοδρόμιο, στράφηκε προς τον Σίνγκερ, και το χαμόγελό του ήταν πολύ μειλίχιο κι απόμακρο – σάμπως να τους χώριζαν ήδη πολλά μίλια.

    Οι εβδομάδες που ακολούθησαν δεν έμοιαζαν καθόλου αληθινές. Όλη μέρα ο Σίνγκερ δούλευε πάνω από τον πάγκο του στο πίσω μέρος του κοσμηματοπωλείου κι έπειτα, το βράδυ, γύριζε μόνος στο σπίτι. Περισσότερο από καθετί άλλο, ήθελε να κοιμηθεί. Με το που έφτανε σπίτι από τη δουλειά, ξάπλωνε στο ράντζο του και προσπαθούσε να πάρει για λίγο έναν υπνάκο. Έβλεπε όνειρα καθώς ήταν μισοκοιμισμένος εκεί. Και σ’ όλα υπήρχε ο Αντωνόπουλος. Τα χέρια του τινάζονταν νευρικά, γιατί στα όνειρά του μιλούσε στον φίλο του κι ο Αντωνόπουλος τον παρακολουθούσε.

    Ο Σίνγκερ προσπάθησε να σκεφτεί την εποχή προτού γνωρίσει τον φίλο του. Προσπάθησε να αφηγηθεί στον εαυτό του κάποια πράγματα που είχαν συμβεί όταν ήταν νέος. Όμως τίποτε απ’ όσα προσπάθησε να θυμηθεί δεν έμοιαζε πραγματικό.

    Υπήρχε ένα συγκεκριμένο γεγονός που έφερε στη μνήμη του, αλλά δεν ήταν κάτι σημαντικό γι’ αυτόν. Ο Σίνγκερ θυμήθηκε πως, αν και ήταν κουφός από βρέφος, δεν ήταν πάντα στ’ αλήθεια μουγγός. Ορφάνεψε πολύ μικρός και τον έβαλαν σ’ ένα ίδρυμα για κωφούς. Είχε μάθει να μιλάει με τα χέρια και να διαβάζει. Προτού γίνει εννιά χρονών, μπορούσε να μιλάει με το ένα χέρι κατά τον αμερικάνικο τρόπο – κι επίσης μπορούσε να χρησιμοποιεί και τα δύο χέρια κατά τον ευρωπαϊκό. Είχε μάθει να παρακολουθεί τις κινήσεις των χειλιών των ανθρώπων και να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Ύστερα, τελικά, διδάχτηκε να μιλάει με το στόμα.

    Στο σχολείο τον θεωρούσαν πολύ έξυπνο. Μάθαινε τα μαθήματα πριν από τους άλλους μαθητές. Όμως δεν κατάφερε ποτέ να συνηθίσει να μιλά με τα χείλη. Δεν του ήταν φυσικό κι ένιωθε τη γλώσσα του σαν φάλαινα μες στο στόμα του. Από την ανέκφραστη όψη των ανθρώπων στους οποίους μιλούσε έτσι, ένιωσε ότι η φωνή του πρέπει να ήταν σαν ήχος κάποιου ζώου ή ότι υπήρχε κάτι αποκρουστικό στην ομιλία του. Του ήταν οδυνηρό να προσπαθεί να μιλήσει με το στόμα, όμως τα χέρια του ήταν έτοιμα πάντα να σχηματίσουν τις λέξεις που ήθελε να πει. Όταν ήταν είκοσι δύο χρονών είχε έρθει από το Σικάγο στον Νότο, σε τούτη την πόλη, κι αμέσως γνώρισε τον Αντωνόπουλο. Έκτοτε δεν μίλησε ποτέ ξανά με το στόμα, επειδή με τον φίλο του δεν υπήρχε καμία ανάγκη να το κάνει.

    Τίποτα δεν έμοιαζε αληθινό πέρα από τα δέκα χρόνια με τον Αντωνόπουλο. Στα όνειρά του στο μισοΰπνι έβλεπε πολύ ζωηρά τον φίλο του και, όταν ξυπνούσε, μέσα του υπήρχε μια μεγάλη, οδυνηρή μοναξιά. Πού και πού ετοίμαζε κάνα πακέτο για τον Αντωνόπουλο, όμως δεν έλαβε ποτέ καμία απάντηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο περνούσαν οι μήνες έτσι άδειοι, σαν μέσα σ’ όνειρο.

    Την άνοιξη μια αλλαγή συνέβη στον Σίνγκερ. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί και το σώμα του ήταν πολύ ανήσυχο. Το βράδυ βάδιζε μονότονα τριγύρω στο δωμάτιο, ανίκανος να εκτονώσει αυτή τη νέα ενεργητικότητα που ένιωθε. Αν αναπαυόταν έστω και λίγο, ήταν μόνο τις λιγοστές ώρες πριν απ’ το χάραμα – τότε βυθιζόταν απότομα σ’ έναν ύπνο που διαρκούσε ώσπου το πρωινό φως να τον χτυπήσει ξάφνου σαν γιαταγάνι κάτω από τα βλέφαρά του που άνοιγαν.

    Άρχισε να περνά τα βράδια του τριγυρνώντας στην πόλη. Δεν μπορούσε πλέον ν’ αντέξει τα δωμάτια όπου είχε ζήσει ο Αντωνόπουλος και νοίκιασε μια κάμαρα σ’ ένα αχούρι σχετικά κοντά στο κέντρο της πόλης.

    Έτρωγε τα γεύματά του σ’ ένα εστιατόριο μόλις δύο τετράγωνα μακριά. Αυτό το εστιατόριο βρισκόταν στο τέλος του μεγάλου κεντρικού δρόμου και το όνομά του ήταν Καφέ Νέα Υόρκη. Την πρώτη μέρα έριξε μια γρήγορη ματιά στον κατάλογο, έγραψε ένα σύντομο σημείωμα και το έδωσε στον μαγαζάτορα.

    Κάθε πρωί για πρόγευμα θέλω ένα αβγό,

    φρυγανισμένο ψωμί και καφέ – $0,15

    Για μεσημεριανό θέλω σούπα

    (οποιουδήποτε είδους), σάντουιτς με κρέας,

    και γάλα – $0,25

    Για βραδινό να μου φέρνετε, παρακαλώ, τρία λαχανικά (οτιδήποτε εκτός από λάχανο),

    ψάρι ή κρέας κι ένα ποτήρι μπίρα – $0,35

    Σας ευχαριστώ.

    Ο μαγαζάτορας διάβασε το σημείωμα και του έριξε μια παρατηρητική, διακριτική ματιά. Ήταν ένας σκληρός άντρας μεσαίου αναστήματος, με γένι τόσο σκούρο και βαρύ, που το κάτω μέρος του προσώπου του έμοιαζε σαν καλουπωμένο από σίδερο. Συνήθως στεκόταν στη γωνία δίπλα στην ταμειακή μηχανή, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, και παρατηρούσε ήρεμα όσα συνέβαιναν γύρω του. Ο Σίνγκερ έμαθε πολύ καλά την όψη αυτού του ανθρώπου, γιατί έτρωγε σ’ ένα από τα τραπέζια του τρεις φορές τη μέρα.

    Κάθε βράδυ ο μουγγός βάδιζε μόνος για ώρες στους δρόμους. Μερικές φορές οι νύχτες ήταν παγερές, όταν φυσούσαν οι υγροί και διαπεραστικοί αγέρηδες του Μάρτη, κι έβρεχε πολύ. Το βήμα του ήταν ανήσυχο κι είχε πάντα τα χέρια του χωμένα βαθιά μες στις τσέπες του πανταλονιού του. Ύστερα, καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, οι μέρες έγιναν ζεστές και ληθαργικές. Την ταραχή του αντικατέστησε σταδιακά η εξάντληση και τώρα η όψη του απέπνεε βαθιά ηρεμία. Στο πρόσωπό του υπήρχε μια μελαγχολική γαλήνη που κανείς τη βλέπει πιο συχνά στα πρόσωπα των πολύ θλιμμένων ή των πολύ σοφών. Αλλά ακόμη περιπλανιόταν στους δρόμους της πόλης, πάντα σιωπηλός και μόνος.

    2

    Μια σκοτεινή, πνιγερή νύχτα στις αρχές του καλοκαιριού ο Μπιφ Μπράνον στεκόταν πίσω από το ταμείο του Καφέ Νέα Υόρκη. Ήταν δώδεκα η ώρα. Έξω, τα φώτα του δρόμου είχαν ήδη σβήσει, έτσι το φως απ’ το καφέ έριχνε ένα έντονο κίτρινο ορθογώνιο στο πεζοδρόμιο. Ο δρόμος ήταν έρημος, αλλά μέσα στο καφέ υπήρχαν πέντ’ έξι πελάτες που έπιναν μπίρα ή κρασί Santa Lucia ή ουίσκι. Ο Μπιφ περίμενε απαθής, με τον αγκώνα του ακουμπισμένο στον πάγκο και τον αντίχειρά του να ζουλάει την άκρη της μακριάς του μύτης. Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο. Παρακολουθούσε ιδιαίτερα έναν κοντόχοντρο άντρα που είχε μεθύσει κι έκανε φασαρία. Πού και πού η ματιά του έπεφτε στον μουγγό, που καθόταν μόνος σ’ ένα από τα μεσιανά τραπέζια, ή σ’ άλλους από τους πελάτες μπροστά στον πάγκο. Όμως πάντα γυρνούσε πίσω στον μεθυσμένο, που φορούσε φόρμα εργάτη. Η ώρα ήταν προχωρημένη κι ο Μπιφ εξακολουθούσε να περιμένει σιωπηλός πίσω απ’ το ταμείο. Ώσπου, τελικά, έριξε μια τελευταία ματιά στο εστιατόριο και πήγε προς την πίσω πόρτα, που οδηγούσε στον επάνω όροφο.

    Μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο στο κεφαλόσκαλο. Ήταν σκοτεινά μέσα και προχώρησε με προσοχή. Αφού είχε κάνει μερικά βήματα,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1