Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Άκρατος
Άκρατος
Άκρατος
Ebook124 pages1 hour

Άκρατος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Άνθρωπος-Υπεράνθρωπος-Ον. Ατέρμονη μάχη.
Σιμά στην επίμαχη κρίση, τίνος το κρίμα στέκει
ως άρρηκτα θανάσιμο;

LanguageΕλληνικά
PublisherJenny Gkotsi
Release dateFeb 14, 2024
ISBN9798223289944
Άκρατος

Related to Άκρατος

Related ebooks

Reviews for Άκρατος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Άκρατος - Jenny Gkotsi

    -Άκρατος-

    Jenny Gkotsi

    Copyright © Jenny Gkotsi-Τζένη Γκότση

    (Γκότση Πολυξένη) all rights reserved.

    Ιανουάριος 2024, ΕΛΛΑΔΑ

    Website: www.jennygkotsi.com

    E-mail: jennygkotsi@gmail.

    Χους

    Αποσχίζεται ακατάπαυστα, σε εσέ ενσαρκώνεται η μερίδα του λέοντος, ματωμένο ιδεόγραμμα στης χαραυγής το απόσταγμα, ας αδράξει το στερούμενο.

    Άκαρπη ενδελέχεια ανταμώνει τη μοιραία επίθεση του προκαθορισμένου, οπισθοχωρώντας θεριεύει κύμα λογικής, λογοφέρνει στην ουσία με ακαταλάγιαστη οργή. Αμετανόητος λαβώνει. Πώς τα ινδάλματα ταλανίζονται θαμπώνοντας γέρικα κεφάλια του ακμαίου στο χείλος του βλεφάρου; Εγκλωβίζουν απουσία, αγναντεύοντας το ακρότατο του φθόνου. Πλήττει το στέρφο του χρόνου, το ακατέργαστο των υπάρξεων, το μειδίαμα των κόπων του σύμπαντος.

    Σιμά στην επίμαχη κρίση, τίνος το κρίμα στέκει ως άρρηκτα θανάσιμο;

    Άμορφος-Στέρφα στάχτη ζυγιάζει τους ζάθεους κόρακες, ξορκίζουν φτερουγίζοντας, αποχωρώντας αμαυρώνουν άκρατες ιαχές του θλιβερού θριάμβου στην ανέκφραστη ηχώ. Γλύφει φειδωλός πραγματευτής σχίσμα απατηλό, γλαφυρό αίμα, πύον ρίπτει εις το αργυρό κύπελλο του Άδη. Διαμελίζεσαι εις του κενού το καύκαλο, ερήμου σήψη κι εκλιπαρεί ενοείδεια στο χρέος του μόχθου, αιμόφυρτο στίγμα στο έσχατο της αθωότητας. Ποια έχθρα ακμάζει στο παρασκήνιο των ζηλόφθονων πλευρών;

    Ύδωρ

    Άκρατος-Απόκρημνος οδυρμός οπλίζει, αναγαλλιάζει φλέγοντας αγόγγυστα, φθονερό ύδωρ να απωλέσω κι ακολούθως μονότονα σε οιαδήποτε γωνιά των πλασμάτων ελλοχεύει βδελυρό φίδι, κρύβδην στο αόρατο στοχεύει, στην αμυχή της ατέλειας, εκδορές στις αντοχές της ανθρωπότητας. Κυοφορώντας δίλημμα βασανίζομαι, ως ακμάζει στη θρασύτητα σε ολότητα του λόγου ενδίδω θρηνώντας, ενσαρκώνω σκιώδες κομμάτι του αειθαλή γρίφου, πέτρες ατέρμονα δωρίζουν στοιχειό, κατακερματίζουν λείψανο κατακριτέο. Ήλιο λήστεψα, βεβιασμένα στη δειλή ρωγμή, νυμφεύοντας θολό, ανήλικο φεγγάρι να ξεψυχά για συνύπαρξη ως αιώνιο μαρτύριο ατέλειας. Άστρο υποκρίνεται το απόλυτο του ασύγκριτου της δημιουργίας, ατέρμονο ιδεώδες, στη βελονιά βιώνει της δήλης το ολοκληρωτικό δόσιμο. Ατελές δίδεται ωσάν τον μηδενισμό, σε δάκρυ ξεπλένεται η μοναδικότητα, τούτο διακαώς ανδρώνω σε αιμόφυρτο εφιάλτη. Γοερό αναφιλητό, σφίγγω σπίθα στην έσχατη ανάμνηση δύναμης που αέναα δύναται.

    Αταρβής-Ενδεχομένως εκβιάστηκα εις την ύπαρξη, διακαώς χρωστούσα στην κατάληξη, τούμπαλιν στάλα απόδειξη ατενίζοντας την πανδαισία της πλάσης. Άπονα κουρνιάζω στον ανδρείο βράχο, γδάρτης άνεμος σφαδάζει στην πληγή, εις ορμή παλινδρομώ στη λάβα των ανθρώπων, το χέραβος στο βλέμμα. Όσους το τραύμα κατακτά, κατόπιν ανίερο, μοναχικό βέλος ως μονοσήμαντος οδηγός για κεκαλυμμένη αυτοσυντήρηση. Οδύρομαι, αναμοχλεύω, αναμιγνύω, άξια τεκμηρίωση απαλλαγής, καθιστώντας με ομοιόμορφο πλάσμα με τοιούτο σερνάμενο πλάι μου κι υποχρεούμαι κατάματα να τα θωρώ κι εκούσια δυσώδης σκέψη περιφέρεται αναιδώς στο ανέγγιχτο μυαλό μου. Ευθύς, υπάρξεις μαχαίρια, κόφτες περιτριγυρίζουν, βάλλομαι ακαταίσχυντα σε πυρά με λάδι. Θρέφω στο ακατοίκητο στείρο ρήγμα, διαπρέπω, αύρα συλλέγοντας σε αδαή δάκρυα μετάνοιας. Εις απόκρυφες στοές της σκέψης περιορίζομαι, ενώ παράλογα εναντιώνομαι στη βία που απλόχερα προσφέρω, σε κάθε ίντσας υπομονή που αξιέπαινα υπηρετεί, καθιστά υποφερτή τη δυσεύρετη ζήση. Όλα μάταια κι ανίδεα σαν εγώ, ο ανυπέρβλητος, δεν τα δάμαζα στο κλουβί του βρυχηθμού μου, ως το ανάγλυφο επιδόρπιο, ανίδεου τυχάρπαστου στη θαλπωρή της κόλασης. Βλέμματα αυταπόδεικτα, χαμερπή, απύθμενα ανάλατα, σε τροπαιοφόρα θηλιά στο πρωταρχικό σκίρτημα, ως διστακτική άμμο διαχεόμενη σε τρεμάμενα δάχτυλα, ως ίσκιωμα ενόσω ξελογιάζει μυαλό, σκαλίζοντας αέρινα φυλλοκάρδια, σε ανεπιθύμητο, ερημικό γιαλό ερωτευμένο με φευγάτη βάρκα. Εις τη βουτιά που σακατεύει το βλέμμα, σε μαβί σύννεφο εμπλεκόμενο σε ηλιοβασίλεμα, ονειρικό για την αιώνια εικόνα, σε γλαφυρό ποτάμι της ανέγγιχτης ελπίδας, κύκνειο άσμα θρυμματισμένο σε αιματοκυλισμένη φλέβα. Έριδες αγάπης στο ύστατο κλάμα, σε παγερό θάνατο απαξιώνοντας ξημέρωμα. Τούτα, σε βλοσυρό αμόνι έληξαν, σε σαρκασμό της πληγής. Τίνος ύστατη φοβέρα σέρνεις σε αόριστη λήξη; Εφήμερη πένα, σάματι καταραμένοι λεπροί αναγεννώντας. Αλίμονο, εις σκλάβους ανεγέρθησαν, αγεωγράφητοι στόχοι, χαραμάδες στο πρωτόγνωρο.

    Άκρατος-Θεουργός εξ ορισμού, διαιρώ βούληση, έχθρα βλοσυρή κυοφορώ, αγκυλώνει τις κούφιες φλέβες, αντίπαλη περίσσια αγάπη σε θάρρητα ακμάζει, πώς το καμάρι φεγγοβολά στα θαμπότατα τούδε κόσμου υποδεικνύοντας την γάργαρη άρνη; Τρεμάμενο, πολυπόθητο φανάρι εκκρεμεί, στάλα μπόι πιότερο ως το ατέρμονο του ονειροπλάστη ακόμη της μειλίχιας επιθυμίας, γνέθω νυχθημερόν γευόμενος το αίμα της φλέβας, την αίγλη της ψυχής. Αιμύλο δρόμο ανδρώνω στο ανυπότακτο, αδυσώπητος ρέει στην επιλογή αν το διάβα επωμίζεται τελειότητα εκ της λαθιφροσύνης. Θολό νερό γνέφει στη φλόγα των αποκυημάτων, παγερός άνεμος χαϊδεύει χαιρέκακα τη φρίκη.

    Γάντζος δανεικός, μεταλαμπαδεύει ρωμαλέος θωρώντας τη βούληση, δεν ενδίδει στη σπιθαμή, στο σκιαγραφημένο. Επιθυμώντας ευφάνταστα, σκίζω τη σάρκα, συνάμα φλόγες φιλιώνουν στο χειραφετημένο τοίχο, ευθαρσώς εναντιώνεται στο απείθαρχο που αυτοεξορίζεται ως ανώτερο, διχοτομεί μονάχο για το ανεπανάληπτο πεπραγμένο. Δαμάζω την Αίσα, ορθώνομαι ακμαιότερα από τα απάτητα όρη, την ώρα που λυσσομανούν ενδότερα βοριάδες, θηρία, βράχια ακανθώδη.

    Φύλαξέ το ως την κόψη, την ανταλλαγή των λησμονημένων ανθρώπων. Πονώ επάξια, η ζήση εναλλάσσει κύματα σαν ανέραστες γιορτές χαροπαλεύουν μπρος σε μια κορνίζα που αγωνιά να αρπάξει ολοσχερώς πνοή. Προσπερνά, αδιάφορα κείτεται στο δοχείο της απόγνωσης.

    Αταρβής-Δεν ξεστρατίζω, ξεριζώνω το εσώτατο του στέρνου. Αναμοχλεύω τα ιδία κι αναδύει παραπλάνηση, απρόσμενα εξαρτώμενο, ομοίως με χρόνο είδωλο προσδοκώντας το άπειρο.

    Άκρατος-Δημιουργό εξεγείρω σε τούδε υπαρξιακό ειδύλλιο της κτίσης μου∙ παράλληλα ο κατεχόμενος βεβιασμένα δηλώνει ανάρμοστος να υπερασπιστεί την τιμή του προσβεβλημένου, ευγενώς υπηρετώ κατακερματισμένη ευκαιρία.

    Κουρνιάζει ο αετός στην αποστατούσα φωλιά, όσο γυροφέρνει την πονηρή μοίρα η απάτη, βλασφημεί την τροχιά μαχόμενος στο ξελογιασμένο άνεμο της ολίσθησης.

    Κραδαίνω καταραμένη λεπίδα κι ορμώ στο ζητούμενο με πρωτόγνωρη ακρίβεια. Δακρύζει οπισθοχωρώντας, παρέχοντας την ικανοποίηση της δύσμοιρης νίκης. Χρίζεται απαραίτητο από λεπτομερή ίνα του δύστυχου δημιουργήματος.

    Τους νοούντας ανυποψίαστα μισούν ακολούθως αγαπούν εσφαλμένα, στερούν κενότητα, υψώνονται ως το μέτριο στη λειψή μέρα κι αναθεματίζουν το πόθεν έσχες όποιας ψυχής τολμά να κοντοζυγώνει. Δε λογίζεται ανάθεμα ψυχής σαν δεν ματώνει εγγύτερα στο άλγος, αμφιταλαντεύομαι ως τη θαλπωρή που γεύτηκα για παρθενική φορά οραματιζόμενος τη λήξη της ελλειπτικότητας. Στο δια ταύτα της εσοχής του οδυρμού οχυρώνεται ισχυρή αναπόληση του ξέχωρου των φθαρτών χρονών εις την ανώτερη προέλευση. Έτη κακοφορμίζουν την πληγή που αγέρωχα επιδεικνύεις στο διαβάτη όπου πλοκή σε ανταμώνει, αποκαμωμένο∙ δεινό πολυπλοκότερο, χείριστο από εκείνο που εσύ ασπάζεσαι. Κυάδα αναβλύζει κοχλάζοντας, η μερίδα του λέοντος, έκτοτε αρμόζει κούφιο, ενοχικό μυστικό που φλογίζει κατάπτωση ψυχής. Το κλαδί απαξιώνει τη χείρα στον γκρεμό, επομένως σκαλώνει γευόμενο ελευθερία. Φαρμακερό χάραμα αναμνήσεων πλάγιασε στο δέρμα, αποκτώντας άρωμα νοσταλγίας να ξαποσταίνει σε μεσοδιάστημα που ανταμώνω κι οδύρομαι. Αποθύμησα το αληθές καρδιοχτύπι σαν τιμωρεί τον σπάταλο χρόνο. Εγκαταλείποντας σθεναρά έναν πόνο ιδιαιτέρως κρυμμένο σε κιτάπια, συγχρόνως σε μπαλωμένα στρώματα μιας δυσεύρετης εποχής, σαν ζυγώσει η ευδαιμονία να αποτολμήσει χαράσσοντας σημάδι σε ωχρό μάγουλο. Κλίνει το κεφάλι, ες αεί φιλώντας το χώμα, αποτρέποντας το άγγιγμα του βλέμματος στην ιδανική στιγμή, καταδικάζοντας αειφόρα ατέρμονη εναντίωση. Επαναστατώ σαν κληροδοτώ ταύτη την εποχή της απέραντης μοναξιάς, επιπρόσθετα του ακατάσχετου πόνου, μόνο που ολοσχερώς βαλτώνει, κατευθύνει το χάραμα που άμετρα μισείς, μα απρόθυμα θωρώ. Οι ακόρεστοι οφθαλμοί μου, στο φαύλο πέρασμα των χρονών βυθίζονται αναίσχυντα στην αναίδεια.

    Αταρβής-Μόνο θλίψη γεννά, ιαχή απέχθειας για το τυχάρπαστο που σιμώνει. Ξερίζωσε την, αυτάρκης γαληνής του ανύπαρκτου, θριαμβεύει εις τους αλλεπάλληλους συλλογισμούς, σε συνεχή κρίση απαγορεύει νηνεμία στο δύστυχο κορμί. Απαλλάξου, εν τέλει αποτράβηξε με στη λήθη να αδράξω το ολόγιομο φεγγάρι, άγραφος λογισμός σε μια παράδοξη γεύση που λαβώνει τις φλέβες πολυσύνθετα, απαλείφοντας κάθε υπόνοια επίγνωσης του εσχάτου.

    Άκρατος-Ατελές χάος βασίλευε στον κόσμο της εσωτερικής αδιαφανής υπόληψης. Στοιχειωδώς εναρμόνισα την περίτρανη σήψη ολόγυρα με την ακράδαντη ευαισθησία που ακατάπαυστα με καθιστούσε ιδανικό θήραμα. Ύστατες αποσυνθέσεις περιχαρείς με

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1