Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Από τον Nietzsche στον Kerouac (From Nietzsche to Kerouac): Το θεμέλιο, η άβυσσος, η περιπλάνηση (The Foundation, the Abyss, the Wandering)
Από τον Nietzsche στον Kerouac (From Nietzsche to Kerouac): Το θεμέλιο, η άβυσσος, η περιπλάνηση (The Foundation, the Abyss, the Wandering)
Από τον Nietzsche στον Kerouac (From Nietzsche to Kerouac): Το θεμέλιο, η άβυσσος, η περιπλάνηση (The Foundation, the Abyss, the Wandering)
Ebook433 pages4 hours

Από τον Nietzsche στον Kerouac (From Nietzsche to Kerouac): Το θεμέλιο, η άβυσσος, η περιπλάνηση (The Foundation, the Abyss, the Wandering)

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Τι είναι (η) άβυσσος;
Αυτή, η άβυσσος, για το υποκείμενο, είναι οντολογικά, και ερμηνευτικά, κραταιή σε σχέση με το θεμέλιο και την περιπλάνηση:

Γιατί, η άβυσσος είναι πάντοτε παρούσα: προηγείται της παρουσίας του θεμελίου, υπόκειται αυτού κατά την παρουσία του, αναγκάζει το υποκείμενο να κατακρημνισθεί μέσα της κατά την αποθεμελίωση / αφαίρεση του θεμελίου του.

Γιατί, η άβυσσος προηγείται της περιπλάνησης, είναι η οντολογική της προϋπόθεση και παραχρήμα η πρωταρχική ερμηνευτική κατηγορία σε σχέση με αυτήν.

Γιατί, η άβυσσος είναι ταυτόσημη με την πιο κρίσιμη διακύβευση για το υποκείμενο- την ακόλουθη: είτε τον περιορισμό του στον πάντοτε ενεργό τρόπο της: την απο-θεμελίωσή του, δηλαδή, την πολύτροπη και πολυώνυμη εκμηδένισή του...
LanguageΕλληνικά
Release dateAug 2, 2023
ISBN9789600231847
Από τον Nietzsche στον Kerouac (From Nietzsche to Kerouac): Το θεμέλιο, η άβυσσος, η περιπλάνηση (The Foundation, the Abyss, the Wandering)

Related to Από τον Nietzsche στον Kerouac (From Nietzsche to Kerouac)

Related ebooks

Reviews for Από τον Nietzsche στον Kerouac (From Nietzsche to Kerouac)

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Από τον Nietzsche στον Kerouac (From Nietzsche to Kerouac) - Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης

    9789600231847.jpg

    ΣΕΙΡΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – ΜΕΛΕΤΕΣ

    Διεύθυνση σειράς: Δημήτρης Ν. Λαμπρέλης

    Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ

    Από τον Nietzsche στον Kerouac

    Το Θεμέλιο, η Άβυσσος, η Περιπλάνηση

    E-ISBN: 978-960-02-3184-7

    ISBN: 978-960-02-2885-4

    Copyright ©

    2013 Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ

    Νικηταρά 2 & Εμμ. Μπενάκη, 106 78 Αθήνα

    Τηλ.: 210-3822.496, 210-3838.020

    Fax: 210-3809.150

    site: www.papazisi.gr

    e-mail: papazisi@otenet.gr

    Printfair (digital & offset solutions)

    Σόλωνος 119, 106 81 Αθήνα

    Τηλ.: 210-3300.606

    site: www.printfair.gr

    e-mail: info@printfair.gr

    ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΛΑΜΠΡΕΛΛΗΣ

    ΑΠΟ ΤΟΝ NIETZSCHE

    ΣΤΟΝ KEROUAC

    ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ, Η ΑΒΥΣΣΟΣ,

    Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ

    ΑΘΗΝΑ 2013

    Captain Renault: What in heaven’s name brought you in Casablanca?

    Rick: My health. I came to Casablanca for the waters.

    Captain Renault: The waters? What waters? We ’re in the desert.

    Rick: I was misinformed.

    Casablanca

    Oh, the passenger.

    How how he rides.

    Oh, the passenger.

    He rides and he rides.

    He looks through his

    window.

    What does he see?

    Iggy Pop, The Passenger

    The lord chamberlain said, «There has been arguments of late about whether virtue is inborn or acquired. What is your lordship’s view?»

    Lord Takanori said, «Pointless».

    ....

    The chamberlain bowed respectfully and withdrew.

    Lord Takanori returned his full attention to the scene before him and continued painting A View of Trees Obscuring Lady Shinkus Bath.

    Suzume - no - Kumo

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Τι σημαίνει περιπλάνηση;

    Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα πρέπει ήδη να είχε απαντηθεί ένα άλλο:

    Τι σημαίνει άβυσσος;

    Όμως, αυτή μας η παρατήρηση εγείρει, με τη σειρά της, το ακόλουθο ερώτημα:

    Ποια η σχέση της αβύσσου με την περιπλάνηση, ή – και αντιστρόφως: ποια η σχέση της περιπλάνησης με την άβυσσο;

    Ωστόσο – ας προσέξουμε: Η πορεία εκκάλυψης των ερωτημάτων δεν έχει ως πέρας της το σημείο αυτό.

    Ήδη, στο αρχικό ερώτημα, υπόκειται ένα άλλο:

    Με δεδομένη τη σχέση της περιπλάνησης με τον τόπο και το τοπίο των τόπων, το ερώτημα το οποίο αναφαίνεται είναι το εξής:

    Τι σημαίνει ένας τόπος της περιπλάνησης;

    Και τέλος, αλλά διόλου τελευταίο από άποψη σημασίας, είναι ανάγκη να τεθούν εκείνα τα ερωτήματα που παραχρήμα εμφανίζουν στο προσκήνιο του λόγου αυτό το οποίο ώς τούτη τη στιγμή ήταν απόν από την παρούσα κειμενική πραγματικότητα – όχι όμως και από την πραγματικότητα της ζωής: Το υποκείμενο.

    Τα σχετικά με αυτό ερωτήματα είναι, λοιπόν, τα ακόλουθα:

    Κατ’ αρχήν, τι είναι ένα υποκείμενο της περιπλάνησης;

    Και μαζί με το ερώτημα αυτό, αναπόφευκτα, με βάση όλα όσα μόλις προηγήθηκαν, τίθενται εκ νέου, υπό μία νέα προ-οπτική, τα ερωτήματα τα οποία κιόλας ο συγκεκριμένος λόγος που ανελίσσεται έχει αποτυπώσει:

    Τι σημαίνει περιπλάνηση, για το υποκείμενο;

    Τι σημαίνει άβυσσος, για το υποκείμενο;

    Ποια η σχέση της αβύσσου με την περιπλάνηση, ή – και αντιστρόφως: Ποια η σχέση της περιπλάνησης με την άβυσσο, για το υποκείμενο;

    Η εκ μέρους μας πορεία απάντησης όσον αφορά στα ερωτήματα αυτά, δηλαδή: όσον αφορά στη σχέση του υποκειμένου με την άβυσσο, την περιπλάνηση και τον τόπο/τοπίο των τόπων της, περιλαμβάνει –ή, ίσως, ανα-γνωρίζει– ως οδοδείκτες της, κατ’ αρχήν, τις ακόλουθες επιγραφές: ένταση, επιθυμία, εξουσία, εκμηδένιση – δημιουργία.

    Και στη συνέχεια, όταν η πορεία απάντησης στα αυτά ερωτήματα μετα-φέρεται πλέον στους δρόμους περιπλάνησης που ακολούθησαν ο Nietzsche, o Segalen, η Eberhardt και ο Kerouac, περιλαμβάνει ως οδοδείκτες της, αντίστοιχα, τις εξής επιγραφές – οι οποίες, ας μη λησμονούμε, αφορούν αδιάλειπτα το υποκείμενο και τη σχέση του με την άβυσσο, την περιπλάνηση και τους τόπους της: θέατρο / ταξίδι, εξωτισμός, ερημία και ξενότης.

    Το κείμενο λοιπόν το οποίο –μετά την Εισαγωγή– ακολουθεί, παρ-ακολουθεί τόσο την πορεία ανέλιξης όλων αυτών των ερωτημάτων τα οποία τέθηκαν εδώ μόλις προηγουμένως όσο και την πορεία απάντησής τους, κατ’ αρχήν με τη βοήθεια των προαναφερθεισών επιγραφών των οδοδεικτών της και στη συνέχεια με τη συνεπικουρία των επιγραφών των οδοδεικτών οι οποίοι απαντώνται στους δρόμους περιπλάνησης στους οποίους η πορεία αυτή μετα-φέρεται και που ακολούθησαν οι προμνημονευθέντες εμβληματικοί εκφραστές της περιπλάνησης στα πεδία της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας.

    Αθήνα, Φεβρουάριος 2013

    Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Αν ο Πρόλογος περιλαμβάνει μόνον την αποτύπωση των ερωτημάτων τα οποία χαράσσουν το διάγραμμα της πορείας του κειμένου που –μετά την Εισαγωγή– ακολουθεί και αφορά, κατ’ αρχήν την προβληματική περί του θεμελίου, της αβύσσου και της περιπλάνησης, αν ο Πρόλογος εν συνεχεία περιλαμβάνει μόνον τις επιγραφές των οδοδεικτών αυτής της κατ’ αρχήν πορείας του κειμένου, καθώς επίσης και τα ονόματα των επιμέρους δρόμων στους οποίους αυτή η πορεία ακολούθως μετα-φέρεται – και που σηματοδοτούνται, όπως διακριβώσαμε, με τους δικούς τους οδοδείκτες και τις επιγραφές τους, η παρούσα Εισαγωγή, διαφοροποιείται από τον Πρόλογο: Στοχεύει να ομιλήσει περιεκτικά σε σχέση αφενός με τα προμνημονευθέντα ερωτήματα και αφετέρου σε σχέση με τις επιγραφές των οδοδεικτών της προαναφερθείσας κατ’ αρχήν πορείας του κειμένου που ακολουθεί, καθώς επίσης στοχεύει να ομιλήσει, κατά τρόπο ευσύνοπτο, σε σχέση με τα τέσσσερα υπομνήματα που αυτό το κείμενο συγκροτεί στη συνέχεια της πορείας του και τα οποία αφορούν τους δρόμους περιπλάνησης των Nietzsche, Segalen, Eberhardt και Kerouac – και, βέβαια, τις επιγραφές των οδοδεικτών τους.

    Ι

    Το κείμενο λοιπόν το οποίο ακολουθεί, στο Πρώτο Μέρος του, παρ-ακολουθεί κατ’ αρχήν την ανάδειξη των οριζουσών της περιπλάνησης, οι οποίες είναι: η άβυσσος, ο τόπος και το υποκείμενο. Στο πλαίσιο της ανάδειξης αυτής, η άβυσσος, ταυτόσημη με την απο-θεμελίωση του υποκειμένου, εμφανίζεται ως η προϋπόθεση της περιπλάνησης. Στη συνέχεια, το ίδιο κείμενο δοκιμάζει να απαντήσει στο ερώτημα το οποίο αφορά τη σημασία του όρου «τόπος περιπλάνησης»· η απόπειρα αυτή απάντησης κατορθώνει να αφήσει να φανεί το εύρος της σημασίας του όρου «τόπος», ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνον γεωγραφικούς τόπους αλλά και τόπους ποικίλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων που σκηνογραφικό τους στίγμα είναι το γεωγραφικό, τόπους, γενικά, του ‘εξωτερικού’, αλλά και του ‘εσωτερικού’ του υποκειμένου – της δημιουργικής δραστηριότητάς του. Μετά τη δοκιμή αυτή, ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί πειράται να απαντήσει στο ερώτημα το οποίο αφορά το γιατί χρησιμοποιείται ο όρος «τόπος της περιπλάνησης»· προκειμένου να απαντήσει στο συγκεκριμένο αυτό ερώτημα, δοκιμάζει προηγουμένως να απαντήσει σε ένα άλλο ερώτημα που αφορά το γιατί χρησιμοποιείται ο όρος «τόπος» –και οι συναφείς του «θεμέλιο», «απο-θεμελίωση / άβυσσος»–, εκ μέρους του φιλοσοφικού αλλά και του λογοτεχνικού λόγου, προκειμένου αυτοί να ομιλήσουν για μία σειρά από κεφαλαιώδους σημασίας ζητήματα, προβλήματα, δραστηριότητες, βιώματα-εμπειρίες τα οποία αφορούν το υποκείμενο και τη σχέση του με τον εαυτό του, την κοινωνία και τη φύση.

    Το επόμενο ερώτημα αφορά το ίδιο το υποκείμενο της περιπλάνησης. Η απόπειρα απάντησης, εκ μέρους του λόγου που ακολουθεί, στο ερώτημα αυτό, αναδεικνύει το υποκείμενο της περιπλάνησης ως μη θεμελιοκεντρικό, μη Εγω-κεντρικό και μη υποκειμενοκεντρικό· δηλαδή, η περιπλάνηση, η αυθεντική περιπλάνηση, εμφανίζεται να είναι πέρα από την εμμονή στο θεμέλιο, στο Ego cogito και στο υποκείμενο (:άνοιγμα του υποκειμένου προς την παρουσία του τόπου - ελκυστή της απο-θεμελίωσής του). Ο σχετικός λόγος για το υποκείμενο της περιπλάνησης, ολοκληρώνεται μέσα από τη δοκιμή απάντησης στα ερωτήματα τα οποία αφορούν στη σχέση της περιπλάνησης με την επιθυμία, με την ένταση και με την εξουσία: Όσον αφορά την επιθυμία, έχουμε την υπέρβαση του κλασικού ορισμού της επιθυμίας ως προσμονής πλήρωσης μιας έλλειψης – της οποίας προηγείται η μνημονική επιστροφή στο παρελθόν της πλήρωσής της: η επιθυμία είναι πλέον απο-θεμελιωτική της εμμένειας και είναι, σχεδόν συγχρόνως, δύναμη δημιουργίας τόπων. Παράλληλα, η ένταση, ως γνώρισμα του υποκειμένου της περιπλάνησης, αφορά την ένταση της απο-θεμελίωσης και όχι την αντίρροπή της, την ένταση εμμονής στο θεμέλιο. Τέλος, όσον αφορά την εξουσία: το υποκείμενο της περιπλάνησης παύει να είναι υποταγμένο στην εξουσία του πολυώνυμου θεμελίου, αυτό σημαίνει ότι αυτό απ-ελευθερώνεται από την εξουσία του θεμελίου, –για παράδειγμα– του Ego cogito, αναδιευθετώντας έτσι τη σχέση του με το συναίσθημα, τη φαντασία, τις αισθήσεις –και δη την όραση–, γεγονός το οποίο επιτρέπει την ανάδυση της συναισθηματικής του όρασης και –παρε-πόμενα– της οπτικής του νόησης.

    Ο επόμενος σταθμός της πορείας απάντησης στα ερωτήματα τα οποία θέτει το κείμενο που ακολουθεί, αφορά την παρακολούθηση των εκδοχών της αβύσσου και των εκδοχών του θεμελίου, οι οποίες –αντίστοιχα– εστιάζονται: στην απο-θεμελίωση από την πολλαχώς λεγόμενη και πολλαπλώς εννοούμενη ευσέβεια – θεμέλιο, στην απο-θεμελίωση από το Ego cogito – θεμέλιο και στην απο-θεμελίωση από τον τόπο του υποκειμένου – κέντρου/θεμελίου του κόσμου· κατ’ αυτόν τον τρόπο οι προαναφερθείσες εκδοχές της αβύσσου και του θεμελίου, στοιχίζονται προς τη μη θεμελιοκεντρική, μη Εγω-κεντρική και μη υποκειμενοκεντρική περιπλάνηση. Παράλληλα, η ίδια η άβυσσος (αν μας επιτρέπεται να ομιλούμε έτσι για αυτήν), καθώς δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ως παρουσία ευθέως από το βλέμμα – θεωρείν, εκλαμβάνεται στο συγκεκριμένο κείμενο ως παρουσία σχεσιακή: δηλαδή, ως η οντολογική προϋπόθεση της περιπλάνησης και ως η πρωταρχική ερμηνευτική κατηγορία όσον αφορά στην απαρχή της, στη φαινομενολογία της και στην ανθρωπολογία της. Περαιτέρω, και συναφώς, επισημαίνεται, στο πλαίσιο του ιδίου σύμπαντος λόγου, ότι η άβυσσος έχει δύο τρόπους παρουσίας: έναν τελεστικό, ταυτόσημο / επαναλαμβανόμενο, ως τελεστική άβυσσος (:η άβυσσος ως αφ-αίρεση του θεμελίου) και έναν δυνητικά δημιουργικό (:η άβυσσος ως δυνητικά δημιουργική του –πολλαχώς λεγόμενου και πολλαπλώς εννοούμενου– τόπου της περιπλάνησης). Από την έποψη λοιπόν αυτή, η άβυσσος ως ενεργά τελεστική είναι η οντολογική προϋπόθεση της περιπλάνησης, και η άβυσσος ως δυνητικά δημιουργική είναι η πρωταρχική της ερμηνευτική κατηγορία.

    Συνεχίζοντας την πορεία του ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί, παρ-ακολουθεί τις πολλαχώς λεγόμενες και πολλαπλώς εννοούμενες σχέσεις μετα-φοράς μεταξύ των τόπων της περιπλάνησης· αυτό σημαίνει ότι παρακολουθεί: κατ’ αρχήν, τις πολύτροπες και πολυώνυμες σχέσεις μετα-φοράς μεταξύ των τόπων της δημιουργικής έκφρασης της εμπειρίας της απο-θεμελίωσης/αβύσσου, δηλαδή μεταξύ των τόπων του ‘εσωτερικού’· στη συνέχεια, παρ-ακολουθεί τις σχέσεις μετα-φοράς, τη μετα-φορά, αυτών των τόπων της δημιουργικής έκφρασης της εμπειρίας της απο-θεμελίωσης/αβύσσου σε τόπους των οποίων το σκηνογραφικό στίγμα είναι το γεωγραφικό, δηλαδή σε τόπους του ‘εξωτερικού’· και, τέλος, παρ-ακολουθεί τις σχέσεις μετα-φοράς μεταξύ των τόπων που σκηνογραφικό τους στίγμα είναι το γεωγραφικό, δηλαδή μεταξύ των τόπων του ‘εξωτερικού’. Πάντως, και οι τρεις αυτές κατηγορίες σχέσεων μεταξύ τόπων –όπως ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί επισημαίνει– αφορούν σχέσεις πολύπλοκα α-πρόβλεπτες, συχνά αμφίδρομες, με δυναμικό –ως συνεχώς μεταβαλλόμενο– χαρακτήρα, και περιλαμβάνουν όχι μόνο δυαδικά σχήματα μετα-φοράς μεταξύ τόπων, αλλά και μεταξύ περισσοτέρων των δύο τόπων, εκκαλύπτοντας έτσι πλέον τοπία μεταφοράς. Επίσης, ο αυτός λόγος υπογραμμίζει ότι η αναφορά στη «μετα-φορά» είναι εκ μέρους του μία γενική αναφορά· αυτό σημαίνει όμως ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες σχέσεων μεταξύ τόπων, περιλαμβάνουν ακόμη σχέσεις οι οποίες θα ήταν δυνατόν να περιγραφούν με μία ανθρωπομορφική αναφορά, δηλαδή με μία αναφορά στις σχέσεις «εξουσίας» ή / και «πολέμου», ή με μία αναφορά στην «ξενότητα». Επιπροσθέτως, ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί, τονίζει ότι ο ίδιος ο όρος «μετα-φορά» δεν θα έπρεπε να εκληφθεί παρά ώς μία υπομνηστική αναφορά σε μία σειρά σχέσεων –στο πλαίσιο πάντοτε των τριών κατηγοριών σχέσεων μεταξύ τόπων–, οι οποίες προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα λεκτικών αποτυπώσεών τους από τη μετά-βαση και τη μετα-κίνηση ώς τη μετ-αμφίεση και τη μετα-μόρφωση. Τέλος, ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί, παρατηρεί ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες σχέσεων μετα-φοράς μεταξύ τόπων δεν είναι πάντοτε πραγματικές σχέσεις· αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν να είναι υπαρκτές μέσα στην πραγματικότητα της περιπλάνησης, εν μέρει ή δευτερευόντως: στην περίπτωση αυτή, πλήρως ή πρωταρχικά, είναι υπαρκτές στο πλαίσιο της κειμενικής πραγματικότητας.

    Όμως, στο πλαίσιο του κειμένου που ακολουθεί, απαντάται επίσης η εμφαντική επισήμανση ότι οι τρεις κατηγορίες σχέσεων μετα-φοράς μεταξύ τόπων, οι σχέσεις «εξουσίας» ή / και «πολέμων» μεταξύ τους, καθώς επίσης η μεταξύ τους «ξενότης», δεν εξαντλεί το φάσμα των δυνατών μεταξύ τους σχέσεων: ενίοτε υπάρχει, πέρα από αυτές, μία ανακλαστική διαλεκτική σχέση μεταξύ των τόπων του ‘εσωτερικού’ και των τόπων του ‘εξωτερικού’, στο πλαίσιο της οποίας οι τόποι δεν προσλαμβάνονται από το υποκείμενο μέσα από την αναπαράσταση, αλλά, ανακλαστικά, μέσα από την κρυστάλλωση.

    Τέλος, στο κείμενο που ακολουθεί, ο λόγος του καθιστά αντικείμενο διερεύνησης, τον πρωταρχικό τρόπο του δημιουργείν τους τόπους της περιπλάνησης και τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς επίσης και τις δύο αυταπάτες του υποκειμένου της.

    Όσον αφορά στον πρωταρχικό τρόπο του δημιουργείν τους τόπους της περιπλάνησης, ο αυτός λόγος επισημαίνει ότι η απο-θεμελίωση, στη δημιουργική της έκφανση, δεν περιλαμβάνει μόνον όλο το φάσμα σχέσεων μεταξύ τόπων (ή τη μεταξύ τους ξενότητα), αλλά και τον κυρίαρχο (ανθρωπομορφικά ομιλώντας) τρόπο εκκάλυψης του δημιουργείν αυτούς τους τόπους και τις μεταξύ τους σχέσεις· το τελευταίο αυτό στοιχείο αφορά ένα γεγονός το οποίο καθορίζει την ποιότητα, δηλαδή: τη μοναδικότητα, του τρόπου της δημιουργίας ενός τόπου, και –συνεπώς– ευρύτερα του τοπίου της περιπλάνησης, όπως επίσης και τη μοναδικότητα της εκάστοτε σχέσης μετα-φοράς, «εξουσίας» ή / και «πολέμου», ή τη μοναδικότητα του εκάστοτε τρόπου διαχείρισης της «ξενότητος»· μάλιστα, ο μοναδικός αυτός τρόπος του δημιουργείν τον τόπο/το τοπίο τόπων της περιπλάνησης, είναι αυτός ο οποίος έχει τη δύναμη, και, επομένως, προσφέρει ερμηνευτικά τη δυνατότητα να προσδώσουμε ένα όνομα όσον αφορά σε ένα συγκεκριμένο ορίζοντα περιπλάνησης σε σχέση με έναν άλλο.

    Ακολούθως –και καταληκτικά–, όπως προαναφέραμε, ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί, διερευνά τις δύο αυταπάτες του υποκειμένου της περιπλάνησης. Η πρώτη συνοψίζεται ως εξής: Αντίθετα προς ό,τι πρεσβεύει το υποκείμενο, ήδη η απο-θεμελίωση είναι ένα συμβάν μη ελέγξιμο από την επιθυμία ή τη βούλησή του. Και αυτό το οποίο υποβάλλουν οι δύο όψεις του, η τελεστική και η δημιουργική, δεν είναι παρά η έκβαση μιας διακύβευσης εκμηδενισμού ή δημιουργίας· συνεπώς, η δημιουργία ενός τόπου περιπλάνησης δεν είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας ή της βούλησης του υποκειμένου, αλλά το ανέλεγκτο και ανεξέλεγκτο από αυτές τις δύο αποτέλεσμα της διακύβευσης αυτής. Η δεύτερη αυταπάτη, συναφής προς την πρώτη, συνοψίζεται ως ακολούθως: Ο προμνημονευθείς πρωταρχικός τρόπος του δημιουργείν τους τόπους της περιπλάνησης και τις σχέσεις μεταξύ τόπων, είναι ο ίδιος –και μόνον αυτός– η δύναμη δημιουργίας των τόπων της περιπλάνησης και των μεταξύ τους σχέσεων· μία δύναμη η οποία, όμως, εκφεύγει της Εγω-κεντρικής και υποκειμενοκεντρικής αναφοράς ως επιθυμείν ή ως βούλεσθαι· επομένως, αντίθετα προς ό,τι πιστεύει το υποκείμενο, το ίδιο ως παντοδύναμο –μέσα στον ορίζοντα της περιπλάνησης– είναι απόν· ωστόσο, η αυταπάτη αυτή του υποκειμένου υπηρετεί αυτόν τον πρωταρχικό τρόπο του δημιουργείν, και από την άποψη αυτή, η αυταπάτη του υποκειμένου θα μπορούσε να λεχθεί ότι είναι η δύναμή του.

    Το κείμενο το οποίο ακολουθεί, στο Δεύτερο Μέρος του, παρ-ακολουθεί τέσσερις παραδειγματικές σχέσεις μεταφοράς μεταξύ τόπων, αυτό σημαίνει: τέσσερις παραδειγματικές εκδοχές της περιπλάνησης οι οποίες απαντώνται στον Nietzsche, στον Segalen, στην Eberhardt και στον Kerouac.

    Στην περίπτωση του Nietzsche, έχουμε την εικόνα του ορίζοντα μιας φιλοσοφικής περιπλάνησης που διαδραματίζεται σε έναν εσωτερικό, κειμενικό, χώρο μιας ανοικτότητας η οποία –χάρη στη σχετική διττή, ή συμπτωτική, μετα-φορά– είναι ένα ανεξάντλητο σε επινοήσεις theatrum philosophicum του φιλοσόφου ως ηθοποιού / ταξιδιώτη, στο πλαίσιο της εκκάλυψης των ρόλων / τόπων του φιλοσοφικού τοπογραφείν ή του τοπογραφικού φιλοσοφείν, ως «φιλοσοφία της περιπλάνησης». Μετά την ολοκλήρωση της δοκιμής περιεκτικής αφήγησης αυτής της διττής, ή συμπτωτικής, μετα-φοράς, ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί, θέτει το εξής κρίσιμο ερώτημα: Κατά πόσον ο στοχασμός του ρηξικέλευθου αυτού Γερμανού φιλοσόφου, αυτού του εμβληματικού στοχαστή της ανάληψης του έργου υπέρβασης της δυτικής μεταφυσικής παράδοσης η οποία εγκαινιάσθηκε με τον Πλάτωνα, κατόρθωσε να υπερβεί πράγματι αυτήν την παράδοση; Η απόπειρα απάντησης στο κρίσιμο αυτό ερώτημα, εκ μέρους του ιδίου αυτού λόγου, είναι η ακόλουθη: Αυτή η διττή, ή συμπτωτική, μετα-φορά βεβαίως και είναι ικανή να καταστήσει εννοιολογικά τη φιλοσοφία «φιλοσοφία της περιπλάνησης»· δεν είναι όμως διόλου ικανή να την καταστήσει αυθεντικά, πραγματικά, φιλοσοφία της περιπλάνησης, δηλαδή μία φιλοσοφία η οποία –ως φιλοσοφία της περιπλάνησης– να υπερβαίνει τη δυτική μεταφυσική παράδοση, αντί να αποτελεί, παρά τον ζήλο, το πάθος και τα επιφαινόμενα, τον τελευταίο, σημαντικότατο, σταθμό της. Και τούτο συμβαίνει, διότι ο φιλόσοφος αυτός δεν συνέλαβε, αντίθετα προς ποιητές όπως ο Ευριπίδης και ιστορικούς όπως ο Θουκυδίδης, έναν άλλο τρόπο νόησης, πέρα από τον αναπαραστατικό του οποίου αποτελεί ο ίδιος δεσμώτη· δηλαδή, δεν συνέλαβε την οπτική νόηση, την επεγειρόμενη από την εξέγερση της συναισθηματικής όρασης, την εξέγερση της συναισθηματικής όρασης εναντίον της καταπίεσής της από την εξουσία του ορθού λόγου και της ορθολογικής νόησης· το ιστορικά συγκεκριμένο υποκείμενο, όταν λειτουργεί με βάση αυτήν, έχει παραδειγματικά δειχθεί ότι ανακτά την πολλαπλή και συνθετική δύναμη του θεωρείν, προσλαμβάνοντας έτσι το γίγνεσθαι του κόσμου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και του εαυτού του, όχι πλέον αναπαραστατικά, αλλά ανακλαστικά, ως κρυστάλλωση.

    Στην περίπτωση του Segalen, έχουμε την εικόνα μιας φαινομενικά εξωστρεφούς λογοτεχνικής τοπογραφίας, η οποία –χάρη στη σχετική ελκυστική μετα-φορά του τοπίου του εξωτισμού– αναπτύσσει την αισθητική της στο πλαίσιο ενός εσωτερικού ορίζοντα που επικαλείται ως μέγα ελκυστή του τον εξωτισμό. Πράγματι, στον συγγραφέα αυτόν, το κλειδί της απο-θεμελίωσης του υποκειμένου όσον αφορά στο ‘εσωτερικό’ του τοπίο, είναι ένας ελκυστής, δηλαδή ένας τόπος ή τοπίο τόπων του ‘εξωτερικού’ που σκηνογραφικό του στίγμα είναι το γεωγραφικό και ο οποίος γοητεύει το υποκείμενο. Η αφόρμηση της απο-θεμελίωσης, πάντοτε κατά τον Segalen, είναι δυνατόν να είναι πραγματική ή –κυρίως– φανταστική. Στην πρώτη περίπτωση, το υποκείμενο λειτουργεί στο πλαίσιο του «γεωγραφικού» εξωτισμού, ως πραγματικός «Εξώτης», και όχι ως ψευδο-Εξώτης, όπως το υποκείμενο το οποίο έχει μία στάση απέναντι στους τόπους του έξω αποικιοκρατική ή τουριστική. Αυτή η συνεχής παρουσία του υποκειμένου στο πλαίσιο του «γεωγραφικού» εξωτισμού, δηλαδή στο πλαίσιο της παρουσίας της ‘εξωτερικής’ διαφοράς σε σχέση με την ταυτότητά του, είναι δυνατόν να καταστήσει αυτόν τον τελευταίο ελκυστή του υποκειμένου και τελικά να οδηγήσει το ίδιο σε απο-θεμελίωσή του από τη συγκεκριμένη του ταυτότητα. Στη δεύτερη πάλι περίπτωση, στο πλαίσιο της οποίας η αφόρμηση της απο-θεμελίωσης είναι –κυρίως– φανταστική, ο συγγραφέας ομιλεί για το φαινόμενο του «Bovarysme», απ’ αφορμή της Madame Bovary, την ηρωίδα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Flaubert. Συνοψίζουμε: η Emma Bovary είχε απο-θεμελιωθεί από την ταυτότητά της, την πολυώνυμη και πολύτροπα λειτουργούσα, και κυρίως –ή πάντως πρωταρχικά– φαντάζεται ότι μετα-κινείται σε άλλους, πολλαχώς λεγόμενους και πολλαπλώς εννοούμενους, τόπους/τοπία τόπων, διαφορετικά προς αυτά στα οποία ήδη έ(μ)μενε, δηλαδή –κυρίως, ή πάντως πρωταρχικά– φαντάζεται την απο-θεμελίωση και την περιπλάνησή της. Τέλος, επικουρικά προς την όλη συζήτηση του Segalen για τον εξωτισμό, λειτουργεί η εκ μέρους του αναφορά στον «διπλό Rimbaud», δηλαδή στον Rimbaud-ποιητή και στον Rimbaud-έμπορο μέσα στο τοπίο του «γεωγραφικού» εξωτισμού: πρόκειται για την ‘εσωτερική’ μετα-κίνηση του Rimbaud από ποιητή σε έμπορο και την παράλληλη αναπαράστασή της μέσα από την ‘εξωτερική’ μετα-κίνηση του ιδίου από την πατρώα γη στο τοπίο του «γεωγραφικού» εξωτισμού. Καταληκτικά, ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί θέτει το κεφαλαιώδες ερώτημα κατά πόσον ο Segalen κατόρθωσε να αποδεσμεύσει το όλο αυτό εγχείρημά του από την αναπαράσταση· η δοκιμή απάντησης στο σχετικό ερώτημα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας αυτός, όπως άλλωστε και ο Nietzsche, δεν απεγκλώβισε τη συγκεκριμένη προσπάθειά του από την αναπαράσταση – αντίθετα, η προσπάθειά του εδράζεται σε αυτήν την τελευταία.

    Στην περίπτωση της Eberhardt, έχουμε την εικόνα ενός εσωτερικού ορίζοντα ερημίας ο οποίος –χάρη στη σχετική πλήρη μετα-φορά/ανάκλαση– τοπογραφικά πλήρως μετα-φέρεται/ανακλάται στο μέγα τοπίο της αφρικανικής ερήμου. Είναι γεγονός ότι σε σχέση με την συγγραφέα αυτή, ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί διαπιστώνει πως ο πρωταρχικός τρόπος του δημιουργείν της απο-θεμελίωσης λαμβάνει κατ’ αρχήν τη μορφή του ‘εσωτερικού’ τόπου της ερημίας, και στη συνέχεια της πλήρους μετα-φοράς της ως ανάκλασής της στο ‘εξωτερικό’ τοπίο της ερήμου. Παράλληλα, όμως, ο αυτός λόγος διακριβώνει την πλήρη μετα-φορά ως ανάκλαση του ‘εξωτερικού’ τοπίου της ερήμου στον ‘εσωτερικό’ τόπο της ερημίας· δηλαδή, ο αυτός πάντοτε λόγος διαπιστώνει την ανακλαστική διαλεκτική σχέση ‘εσωτερικού’ – ‘εξωτερικού’. Ο μηχανισμός σύμφωνα με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η ανακλαστική σχέση, είναι ο εξής: Η συναισθηματική όραση, η αναδυόμενη εκ του συναισθηματικά εντονότατα φορτισμένου ‘εσωτερικού’ τόπου της ερημίας, ορά –ευρισκόμενη ενώπιόν του– το τοπίο του ‘εξωτερικού’ ως έρημο· το κοινό στοιχείο των δύο αυτών οντοτήτων είναι η απουσία παρουσιών ζωής, καθώς επίσης και η απουσία του –πολύτροπου και πολυώνυμου– θεμελίου. Αυτό ακριβώς το κοινό μεταξύ τους στοιχείο, οδηγεί συχνά τη συναισθηματική όραση του υποκειμένου στο να το καταστήσει ικανό να θεωρήσει, με την οπτική του νόηση, ότι χάρη σε αυτό, το κοινό μεταξύ τους στοιχείο, αίρεται η μοναξιά του: Είναι δύο πλέον οι παρουσίες οντοτήτων μέσα στην έρημο: η ερημία του ‘εσωτερικού’ και η έρημος του ‘εξωτερικού’. Έτσι λοιπόν, η Eberhardt είναι η μόνη από τις τέσσερις περιπτώσεις παραδειγματικών εκδοχών της περιπλάνησης, της οποίας το υποκείμενο κατατάσσεται όχι στην αναπαραστική αλλά στην ανακλαστική πρόσληψη τόσο της απο-θεμελίωσης όσο και της περιπλάνησης, ως κρυσταλλώσεων. Στο πλαίσιο αυτής της ανακλαστικής πρόσληψης της απο-θεμελίωσης και της περιπλάνησης, το υποκείμενο είναι ένα υποκείμενο της καθημερινής ζωής και είναι, συγχρόνως, ένα υποκείμενο της ανακλαστικής παρουσίας της ανακλαστικής αυτής πρόσληψης της απο-θεμελίωσης και της περιπλάνησης, μέσα πλέον στην πραγματικότητα της κειμενικής ζωής· αυτό συμβαίνει, διότι η ίδια η συγγραφή, στην περίπτωση της συγκεκριμένης συγγραφέως, ως γίγνεσθαι ανέλιξης της πραγματικότητας της κειμενικής ζωής, καθίσταται, με τη σειρά της, ανακλαστική πρόσληψη της απο-θεμελίωσης και της περιπλάνησης της πραγματικής ζωής.

    Στην περίπτωση του Kerouac, τέλος, έχουμε την εικόνα ενός ορίζοντα εσωτερικά ξένου, ο οποίος –χάρη στη σχετική, πλήρη, τεχνολογική, μεταφορά– πλήρως, τεχνολογική, μετα-φέρεται στο μέγα τοπίο της ξενότητος των Μητροπόλεων. Πράγματι, σε σχέση με τον συγγραφέα αυτόν, και συγκεκριμένα σε σχέση με το έργο του «Στο δρόμο», ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί διαπιστώνει ότι ο πρωταρχικός τρόπος του δημιουργείν τόσο τους τόπους της περιπλάνησης όσο και τις μεταξύ τους σχέσεις, είναι η ξενότης. Και αυτή η πρωταρχική μηχανή λειτουργεί ως εξής: ο μοναδικός αυτός τρόπος της δημιουργικής υπέρβασης της εκμηδενιστικής εκδοχής της αβύσσου, μορφο-ποιείται ως διαρκής παρουσία της πλήρους, τεχνολογικής, μετα-φοράς της ξενότητος του υποκειμένου έναντι του θεμελίου, μέσα στον ορίζοντα της περιπλάνησης ως ‘εξωτερικού’ τοπίου της ξενότητος των Μητροπόλεων· όμως – και αντιστρόφως: το τοπίο των τόπων του ‘εξωτερικού’, ως τοπίο της ξενότητος των Μητροπόλεων, πλήρως, τεχνολογικά, μετα-φέρεται στον ‘εσωτερικό’ τόπο της ξενότητος του υποκειμένου, έτσι ώστε τελικά να αναφαίνεται μία διαλεκτική σχέση μεταξύ του τόπου του ‘εσωτερικού’ και του τοπίου του ‘εξωτερικού’, ως πλήρης, τεχνολογική, μετα-φορά. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο λόγος του κειμένου που ακολουθεί, μέσα από τρεις ιχνηλατήσεις τις οποίες ο ίδιος πειράται: Μέσα από την ιχνηλάτηση της φαινομενολογίας της ξενότητος και των εκφάνσεών της· μέσα από την ιχνηλάτηση της φαινομενολογίας του γίγνεσθαι της διττής (εννοούμενης ως μετα-μόρφωσης και ως μετα-κίνησης), πλήρους, τεχνολογικής, μετα-φοράς του τόπου του ‘εσωτερικά’ ξένου στο τοπίο της ξενότητος των Μητροπόλεων, αλλά και, διαλεκτικά, της πλήρους, τεχνολογικής, μετα-φοράς του τοπίου της ξενότητος του ‘εξωτερικού’ στον τόπο του ‘εσωτερικά’ ξένου· μέσα από την ιχνηλάτηση της φαινομενολογίας του χρόνου ως στιγμής της πλήρους, τεχνολογικής, μετα-φοράς της α-φόρητης έντασης, την οποία προξενεί η διάρκεια παρουσίας της ξενότητος.

    Καταληκτικά, σε σχέση με την περίπτωση της παραδειγματικής περιπλάνησης στον Kerouac, o λόγος του κειμένου που ακολουθεί, διατυπώνει δύο ερωτήματα: Το πρώτο αφορά στο γιατί, ενώ οι δύο περιπτώσεις της Eberhardt και του Kerouac ευρίσκονται στην αυτή ευρύτερη κατηγορία παρουσίασης του υποκειμένου της απο-θεμελίωσης και της περιπλάνησης, την πλήρη μετα-φορά, στην πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος όντως για πλήρη μετα-φορά ως ανάκλαση και στη δεύτερη περίπτωση γίνεται λόγος για πλήρη, τεχνολογική, μετα-φορά. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνοψίζεται ως εξής: Η πλήρης μετα-φορά, στην περίπτωση του Kerouac, λαμβάνει τη μορφή την τεχνολογική, ενώ στην περίπτωση της Eberhardt η μορφή της δεν είναι τεχνολογική· αυτή ακριβώς η προαναφερθείσα μορφή της εκκάλυψής της, την εμποδίζει να καταστεί πλήρης μετα-φορά ως ανάκλαση, εξ αιτίας της αλματώδους αύξησης της ταχύτητας μετα-φοράς την οποία διασφαλίζει η μορφή της, η τεχνολογία· αυτή, η τεχνολογία, καθώς μεσολαβεί, αφενός μεν, παραβιάζει τον φυσικό χρόνο της πρόσληψης της υλικότητας, της σωματικότητας, της βαρύτητας και του βάθους του γίγνεσθαι που διακρίνουν την ανακλαστική πρόσληψη, αφετέρου δε –εξ αιτίας αυτής της ίδιας της μεσολάβησης– αίρει τη λειτουργία της αμεσότητας, της καταληπτικότητας και της ριζωματικότητας που διακρίνει, επίσης, αυτήν τη μορφή πρόσληψης. Το δεύτερο ερώτημα, το οποίο υποφώσκει μέσα στην απάντηση του πρώτου, είναι το ακόλουθο: Γιατί η πλήρης μετα-φορά επιλέγει ως μορφή της την τεχνολογία, στην περίπτωση του Kerouac; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνοψίζεται ως εξής: Η ξενότης, αυτή η συν-παρουσία δύο οντοτήτων, αυτή η απουσία σχέσης μεταξύ δύο οντοτήτων, δημιουργεί μία α-φόρητη ένταση· η α-φόρητη ένταση της ξενότητος, και μόνον αυτή, δύναται να επιλέγει ως μορφή μετα-φοράς της α-φόρητης αυτής παρουσίας της την τεχνολογία, αυτήν την αλματώδη αύξηση της ταχύτητας κατά τη μετα-φορά ως μετα-κίνηση.

    ΙII

    Τι σημαίνει περιπλάνηση;

    Τι σημαίνει άβυσσος;

    Ποια η σχέση της αβύσσου με την περιπλάνηση, ή – και αντιστρόφως: ποια η σχέση της περιπλάνησης με την άβυσσο;

    Τι σημαίνει ένας τόπος της περιπλάνησης;

    Τι είναι ένα υποκείμενο της περιπλάνησης;

    Τι σημαίνει περιπλάνηση, για το υποκείμενο;

    Τι σημαίνει άβυσσος, για το υποκείμενο;

    Ποια η σχέση της αβύσσου με την περιπλάνηση, ή – και αντιστρόφως: ποια η σχέση της περιπλάνησης με την άβυσσο, για το υποκείμενο;

    Τι σημαίνει ένας τόπος της περιπλάνησης, για το υποκείμενο;

    Η παρούσα Εισαγωγή δοκίμασε να ομιλήσει περιεκτικά σε σχέση αφενός με τα ερωτήματα αυτά και αφετέρου σε σχέση με τις επιγραφές των οδοδεικτών της κατ’ αρχήν πορείας του κειμένου που ακολουθεί, καθώς επίσης αποπειράθηκε να ομιλήσει, κατά τρόπο ευσύνοπτο, σε σχέση με τα τέσσερα υπομνήματα που το αυτό κείμενο συγκροτεί στη συνέχειά της πορείας του και τα οποία αφορούν τους δρόμους περιπλάνησης των Nietzsche, Segalen, Eberhardt και Kerouac – και, βέβαια, τις επιγραφές των οδοδεικτών τους.

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

    ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

    1. Οι ορίζουσες της περιπλάνησης:

    Η άβυσσος, ο τόπος και το υποκείμενο

    1.1. Η άβυσσος ως προϋπόθεση της περιπλάνησης περιπλάνησης

    Ποια είναι η σχέση της αβύσσου με την περιπλάνηση; Από τον Nietzsche και έπειτα, η σχέση αυτή είναι σαφής και δεδομένη, αλλά σχεδόν άγνωστη. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Η περιπλάνηση προϋποθέτει την άβυσσο, ως ακολούθως: Η εμμένεια του υποκειμένου σε έναν τόπο, για να μείνουμε στην αναφορά του χώρου, αναφορά εντελώς προνομιούχο εκ προοιμίου –αποτυπωμένη άλλωστε πολλαπλά στον τίτλο του βιβλίου μας και αφορώσα τους συγγραφείς οι οποίοι αποτελούν το αντικείμενο πραγμάτευσης του κειμένου μας–, είναι η θεμελίωση του υποκειμένου ως εμμένειάς του σε αυτόν.

    Αυτήν την εμμένεια την καταγράφουν ως παρουσία, τόσο οι παρατηρητές του

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1