Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Ebook1,313 pages14 hours

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook


Η βιομηχανική κοινωνία κατόρθωσε να μετατρέψει την εργασίας από «ανάγκη» για επιβίωση σε στοιχείο που συντείνει στην ανθρώπινη ολοκλήρωση και ευδαιμονία. Παρόλα αυτά, όμως, δεν μπόρεσε τελικά να αποφύγει την κριτική ότι, στο επίπεδο των άμεσων κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων παραγωγής, αυτή, με τη μορφή της μισθωτής πλέον εργασίας, λειτουργεί ως μέσο και μηχανισμός εξουσίας, σε επίπεδο τόσο πρακτικό όσο και ιδεολογικό. Αυτή, δε, η εξουσιαστική διάσταση της εργασίας είναι που αναδεικνύει αλλά και διαψεύδει το ιδεολογικό περίβλημα και την βασική παραδοχή ότι στις συνθήκες της βιομηχανικής κοινωνίας η εργασία «λειτουργεί για την ολοκλήρωση του ατόμου».

 
LanguageΕλληνικά
Release dateMar 27, 2023
ISBN9789600230246
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Related to ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Related ebooks

Reviews for ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - papazisi

    daskalaki.jpg

    ISBN 978-960-02-3024-6

    Copyright © 2010 - Eκδόσεις Παπαζήση A.E.B.E.

    Nικηταρά 2 & Εμμ. Μπενάκη, 106 78 Aθήνα

    Tηλ.: 210-38.22.496, 210-38.38.020

    Fax: 210-38.09.150

    site: www.papazisi.gr

    e-mail: papazisi@otenet.gr

    ΓPAΦIKEΣ TEXNEΣ «ΓPAMMA»

    Πληκτρολόγηση, Σελιδοποίηση

    Ψηφιοποίηση βιβλίων, Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες

    Zωοδόχου Πηγής 31, 106 81 Aθήνα

    Tηλ.: 210 38.07.703

    ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Π. BEΡPBATHΣ & ΣIA E.E.

    Aγ. Παντελεήμονος 15, 122 41 Aιγάλεω

    Tηλ.: 210 57.44.374, Fax: 210 34.50.197

    ΣΕΙΡΑ: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ •

    ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

    ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Ι. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

    ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

    ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

    ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

    Αναθεωρημένη έκδοση

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ

    ΑΘΗΝΑ 2013

    Έργα του ιδίου

    (2013): (σε συνεργασία: Δασκαλάκης, Δ. και Φασούλης, Κ.) Το Οργανωτικό Φαινόμενο στο Διαδίκτυο, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

    (2013): (επιμ.) Οι Κοινωνικές Επιστήμες και η Υφιστάμενη Κρίση. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

    (2011): (σε συνεργασία: Δασκαλάκης, Δ. και Γκίβαλος, Μ.) (επιμ.) Παιδική Ηλικία και τα Δικαιώματα του Παιδιού, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα.

    (2010): Εισαγωγή στη Σύγχρονη Κοινωνιολογία, Σειρά: Σύγχρονες Κοινωνικές Επιστήμες – Θεωρία και Πράξη, Διεύθυνση και Πρόλογος: Καθηγητής Βασίλης Φίλιας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

    (2009): Βιομηχανική Κοινωνιολογία, Πρόλογος: Καθηγητής Βασίλης Φίλιας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.

    (2009): Βιομηχανικές Σχέσεις, Πρόλογος: Καθηγητής Ιωάννης Κουκιάδης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.

    (2008): (επιμ.), Φτώχεια, Κοινωνικός Αποκλεισμός και Παιδική Ηλικία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.

    (2004): Βασικές Αρχές Κοινωνιολογίας, Εκδόσεις Αντ.. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.

    (2004): Πολιτικές Ενίσχυσης και Προστασίας της Εργασίας: Σύγχρονες Τάσεις στις Πολιτικές Αγοράς Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Προστασίας της Εργασίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή.

    (2000): Προλεγόμενα για την Εργασία και τις Εργασιακές Σχέσεις, Πρόλογος: Καθηγήτρια Λίτσα Νικολάου – Σμοκοβίτη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.

    (1995): Η Ρύθμιση των Ευέλικτων Μορφών Απασχόλησης και Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή.

    (1995): Η Συλλογική Αυτονομία στη Σύγχρονη Βιομηχανική Κοινωνία - Η Εμπειρία των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων στις Ευρωπαϊκές Χώρες, Σειρά: Δημοσιεύματα Εργατικού Δικαίου και Κοινωνικής Ασφάλισης, Διεύθυνση: Καθηγητής: Ιωάννης Κουκιάδης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη.

    (1993): Το Εργασιακό Καθεστώς του Προσωπικού των Δημοσίων Επιχει­ρήσεων, Σειρά: Σύνταγμα – Διοίκηση - Πολιτική, Διεύθυνση: Καθηγητής: Κωνσταντίνος Μαυριάς, Πρόλογος: Καθηγητής: Ιωάννης Κουκιάδης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή.

    Στην αγαπημένη μου Άννα

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ —

    ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

    Οργάνωση – Εργασία - Τεχνολογία

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Χαίρομαι ἰδιαίτερα, πού μού δίνεται ἡ εὐκαιρία νά προλογίσω τή «Βιομηχανική Κοινωνιολογία» τοῦ καθηγητῆ κ. Δημοσθένη Δασκαλάκη. Καί τοῦτο γιά τρεῖς λόγους: πρῶτον, διότι «ἐν εὐρεία ἐννοία» εἶναι μαθητής μου, δεδομένου ὅτι προέρχεται ἀπό τό τμῆμα καί τό ΑΕΙ ἐκεῖνο, τήν πάλαι ποτέ Παντεῖο Ἀνωτάτη Σχολή Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν (ΠΑΣΠΕ), πού οὐσιαστικά «ἔφερε», εἰσήγαγε στήν Ἑλλάδα τή συστηματική μελέτη τῆς Κοινωνιολογίας, δεύτερον, διότι εἶναι ἀνιψιός τοῦ ἀείμνηστου καθηγητή ἐγκληματολογίας στήν ΠΑΣΠΕ Ἠλία Δασκαλάκη, πού χάθηκε τόσο νέος, καί τρίτον καί κύριο, διότι μέ τό ἔργο του αὐτό καλύπτει ἕνα σοβαρότατο κενό, πού ὑπάρχει στήν ἑλληνική ἐπιστημονική βιβλιογραφία, ὅπου πολλά καί κατά κανόνα ἀξιόλογα ἔχουν γραφεῖ περί βιομηχανικῆς κοινωνίας, κανένα, ὅμως συστηματικό εἰσαγωγικό ἔργο βιομηχανικῆς κοινωνιολογίας.

    * * *

    Ἡ βιομηχανική κοινωνία προέκυψε ἀπό τόν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγῆς καί τήν πρωτοφανῆ στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἀνάπτυξη τῶν παραγωγικῶν δυνάμεων. Μία ἀνάπτυξη τέτοιας κλίμακας ὥστε «γιά πρώτη φορά νά διαφαίνεται ἡ δυνατότητα τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀνάγκη», ὅπως ἔγραφε ὁ ἴδιος ὁ μέγας ἐπικριτής τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος Κάρολος Μάρξ. Τό τεράστιο ρῆγμα, πού ἐπιφέρει ὁ καπιταλισμός στήν μέχρι τότε οἰκονομική πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι καθιστά τόν κατασκευασμένο συντελεστή τῆς παραγωγῆς, δηλαδή τό ἐργαλεῖο –τό κεφάλαιο- ἀπόλυτα κυρίαρχο ἀπέναντι στούς ἄλλους δύο: τήν ἐργασία καί τό ἔδαφος. Μέ τήν ἐξέλιξη αὐτή ὑποστασιοποιεῖται ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στήν καθαυτό ἀνθρώπινη περιοχή, δεδομένου ὅτι, ὅπως ἔλεγε ὁ πρόεδρος τῶν ΗΠΑ Franklin, ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἕνα ζῶο, πού κατασκευάζει ἐργαλεῖα» (a tool making animal), ἕνα δεδομένο πού ἐπιτρέπει τήν ἑρμηνεία τῆς πάγιας θέσης τοῦ μεγάλου Μάρξ ὅτι ἡ μέχρι τώρα διανυθεῖσα Ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἁπλά προϊστορία. Ὁ καπιταλισμός, ὅμως, δέν ἐπιφέρει μόνον τήν ἀνατροπή τῶν ὅρων τῆς παραγωγῆς, ἀλλά καί ἐκείνη τῶν παραγωγικῶν σχέσεων, πού ἀποτελοῦν τή σπονδυλική στήλη κάθε κοινωνικοῦ συστήματος. Σέ ποιό βαθμό τό πέρασμα τοῦ οἰκονομικό-κοινωνικό-πολιτικοῦ ἐλέγχου ἀπό τόν γαιοκτήτη πολιτικό-στρατιωτικό ἄνθρωπο (homo politico-militaris) στόν ἰδιοκτήτη τοῦ κεφαλαίου ἀστό-καπιταλιστή (homo economicus) ἄνοιξε τίς πύλες τῆς ἐλευθερίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τῆς αὐτοπραγμάτωσής του στό πλαίσιό της; Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει στά πλαίσια ἑνός προλόγου ἡ σέ ἕνα εἰσαγωγικό πόνημα Βιομηχανικῆς Κοινωνιολογίας, ἀλλά μέ τή συγγραφή ἑνός ἄλλου ἔργου μέ τίτλο «Ἡ σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία». Φυσικά δέν εἶναι αὐτός ὁ στόχος, οὔτε τό ἀντικείμενο τῆς ἐργασίας τοῦ κ. Δασκαλάκη.

    * * *

    Ὡστόσο, δέν πρόκειται ἁπλά – ὅπως θά μποροῦσε νά ὑποτεθεῖ – γιά μιά διαφορά ὀπτικῆς καί γωνίας παρατήρησης. Σαφέστατα ἡ Βιομηχανική Κοινωνιολογία, ὅπως ἔχει διαμορφωθεῖ ὡς ἐπιμέρους κλάδος τῆς κοινωνιολογίας ἔχει ὡς βασικό στροφέα καί ἄξονα τόν ἐργαζόμενο ἄνθρωπο στό πλαίσιο καί μέ τούς ὅρους τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς διαχρονικά καί συγχρονικά. Ἑπομένως, καί ἱστορικό – ἐξελικτικά καί κάτω ἀπό τίς συνθῆκες τῆς λεγόμενης μεταβιομηχανικῆς ἐποχῆς. Αὐτοματισμός καί Ρομποτική, ὑπολογιστές καί μικροτσίπς ἔχουν ἀλλάξει ριζικά τό ἐργασιακό τοπίο. Ὁ κ. Δασκαλάκης τό γνωρίζει πολύ καλά καί μᾶς τό ἀποδίδει μέ ἄψογο τρόπο. Ἀπό τήν ἐποχή, πού οἱ ἐργάτες στήν Ἀγγλία κατέστρεφαν τίς μηχανές (οἱ λεγόμενοι λουδίτες), διότι πίστευαν ὅτι τούς ἀφαιροῦσαν τή δυνατότητα ἐργασίας, ἔχει διανυθεῖ ἕνας τεράστιος δρόμος, πού ὀφείλουμε νά ξαναπερπατήσουμε προκειμένου νά καταλάβουμε τό πῶς πορευτήκαμε καί ποῦ πορευόμαστε. Ὅμως ποιές εἶναι οἱ παράπλευρες συνέπειες: βιολογικές, ψυχολογικές, πνευματικές; Ἡ ἐργασία δέν μπορεῖ νά ἐξετάζεται μέ ἀποκλειστικό γνώμονα τήν ἀπόδοση καί μέ μοναδικό κριτήριο «δικαιοσύνης» τήν ἱκανοποιητική ἡ μή ἀμοιβή. Στήν ἐργασία του ὁ ἄνθρωπος πέρα ἀπό τήν ἐπιβίωσή του περικλείει νοήματα ζωῆς, τούς πνευματικο-ψυχικούς ὅρους τῆς ὕπαρξής του. Γι’ αὐτό τό μέγα θέμα τῆς ἐργασιακῆς ἀλλοτρίωσης μέ τό ὁποῖο ἀσχολήθηκαν ἐκτός ἀπό τόν Μάρξ γίγαντες, ὅπως ὁ Γκέοργκ Λούκατς, ἡ Ρόζα Λούξεμπουργκ, ὁ Ἀντόνιο Γκράμσι καί ἄλλοι, εἶναι νευραλγικῆς σημασίας καί δέν μπορεῖ νά ἀγνοεῖται, διότι ἀναφέρεται στόν πυρήνα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ «ὀρθολογισμός σκοπιμότητας» (Μάξ Βέμπερ), μέ τόν ὁποῖο προσεγγίζει ὅλα τά κοινωνικά θέματα ἡ κατεστημένη ἀμερικανική κοινωνιολογία δέν ἐξαντλεῖ τό θέμα Ἄνθρωπος. Μέ ἐφευρήματα τοῦ τύπου ὁ «τεχνοκρατικός ἄνθρωπος» (homo technocraticus) δέν συγκαλύπτεται ἡ στυγνή πραγματικότητα ἑνός κόσμου, πού ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο ὡς λιγότερο ἡ περισσότερο ἀτελές μηχάνημα, πού μέ εἰδικές παρεμβάσεις «κοινωνικῆς μηχανικῆς» (τό λεγόμενο social engineering) πρέπει νά μάθει νά λειτουργεῖ «σωστά», δηλαδή κατά τίς ἐπιταγές καί τίς ἀνάγκες τοῦ συστήματος. Ἡ ἰλιγγιώδης αὔξηση τῶν ψυχικῶν νοσημάτων, ἰδιαίτερά της κατάθλιψης, ξεκινάει ἀπό τούς χώρους δουλειᾶς, σέ συνδυασμό μέ μιά ἀντίληψη ἐλεύθερου χρόνου, πού διαμορφώνεται μέ ὅρους ψυχοπνευματικοῦ καταναγκασμοῦ ἀπό τά Μ.Μ.Ε. καί τή «βιομηχανία τοῦ θεάματος». Ἐξάλλου στούς χώρους δουλειᾶς διασπῶνται οἱ συλλογικοί ἐπικοινωνιακοί ἱστοί, πού ὁδηγοῦν σέ ναρκισσιστικές ἐξατομικεύσεις, πού ἐπεκτείνονται σέ ὅλες τίς ἐκφράσεις τῆς ζωῆς. Ἄν αὐτά ὅλα συσχετιστοῦν μέ τήν ἔκπτωση τῶν ἀνθρώπινων ποιοτήτων, πού συντελεῖται ὡς μηχανισμός ἀποβλάκωσης μέ τήν ἄκριτη προσφυγή στή «σοφία» τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, εἶναι πλέον σαφές ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μᾶς παραπαίει καί δέν μπορεῖ παρά νά παραπαίει.

    * * *

    Ἀκολουθήσαμε ἕνα διαφορετικό δρόμο ἀπό ἐκεῖνο πού ἀκολουθεῖται στούς προλόγους, πού συνήθως ἀποτελοῦν συνοψίσεις τῶν περιεχομένων τοῦ ἔργου. Αὐτό, ὅμως, τό ἔκανε πολύ καλά καί συστηματικά ὁ ἴδιος ὁ κ. Δασκαλάκης στήν ἐκτεταμένη εἰσαγωγή του. Ἐκεῖνο, πού ἴσως κυοφορεῖται στό μυαλό μου, εἶναι ἡ συλλογική συγγραφή μίας συνέχειας τῆς Βιομηχανικῆς Κοινωνιολογίας μέ τίτλο Βιομηχανική Κοινωνία καί ἡ ἀποκοινωνιοποίηση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.

    Καθηγητής Βασίλης Φίλιας

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

    Η εισαγωγή και εγκαθίδρυση της Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα ως επιστημονικού και ακαδημαϊκού κλάδου, όπως είναι γνωστό καθυστέρησε και επετεύχθη μετά από μακροχρόνιες και επίπονες προσπάθειες σημαντικών επιστημόνων. Μία φυσιογνωμία, μία -ας μου επιτραπεί- σύγχρονη μεγάλη μορφή, που υπηρέτησε αυτό το στόχο, είναι ο Καθηγητής Βασίλης Φίλιας, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος των περισσοτέρων σύγχρονων κοινωνιολόγων στην χώρα μας, μεταξύ των οποίων και εγώ. Και μόνον εξ αυτού του λόγου το να προλογίσει ο Καθηγητής Φίλιας το παρόν σύγγραμμά μου αποτελεί για μένα γεγονός εξαιρετικά τιμητικό. Πέραν δε των όσων εγκωμιαστικών αναφέρει στον πρόλογό του αυτό, το ότι –όπως ο ίδιος γράφει- με συγκαταλέγει στους «μαθητές του», αποτελεί γεγονός, το οποίο με τιμά περαιτέρω αλλά και με χαροποιεί. Γιατί, πέραν του ότι αποτελεί πραγματικότητα, με εκφράζει επιστημονικά, ακαδημαϊκά αλλά και συναισθηματικά. Γιατί ο Καθηγητής Φίλιας δεν υπήρξε απλά δάσκαλός μας. Υπήρξαμε μαθητές του κυριολεκτικά, μαθητές της «Σχολής Φίλια» και υπήρξε δάσκαλός μας, ασφαλώς Κοινωνιολογίας, αλλά και θετικιστικής σκέψης, ανθρωπισμού και δημοκρατικού ήθους.

    Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελεί μία προσπάθεια σκιαγράφησης του αντικειμένου της βιομηχανικής κοινωνιολογίας, της κοινωνιολογικής μελέτης της σύγχρονης (μετα)βιομηχανικής κοινωνίας, οργάνωσης, τεχνολογίας και εργασίας, όπως αυτό διαμορφώνεται ιστορικά και μέχρι τις σύγχρονες συνθήκες, με την κυριαρχία των νέων τεχνολογιών και της παγκοσμιοποίησης. Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών (μικρο-υπολογιστές, ανάπτυξη τηλεπικοινωνιών -δο­ρυ­φόροι, internet-τηλεεργασία, κλπ.), προκαλεί την αναδιάρθρωση της παραγωγής και των εργασιακών σχέσεων, επιβάλλοντας ένα νέο τρόπο εννοιολόγησης και πρόσληψης της εργασίας, της οργάνωσής της, του ελεύθερου χρόνου, του κοινωνικού κράτους και των εργατικών συνδικάτων και διεκδικήσεων. Αυτή η μεταλλαγή της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων συντελείται στο πλαίσιο μίας διαδικασίας μετάβασης από τη βιομηχανική κοινωνία και τον φορντισμό στη σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία, η οποία προέκυψε από την κρίση του φορντικού μοντέλου και την υπέρβασή της.

    Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από οκτώ κεφάλαια, τα οποία στη σύνθεσή τους επιχειρούν να αναδείξουν την πιό πάνω προβληματική της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, με έμφαση στη σύγχρονη κοινωνία. Η βιομηχανική κοινωνία, κατορθώνοντας να μετατρέψει την εργασία από «ανάγκη» για επιβίωση σε στοιχείο που συντείνει στην ανθρώπινη ευδαιμονία και ολοκλήρωση, προσδιόρισε την εργασία με έναν ευρύτατα αποδεκτό ορισμό. Παρόλα αυτά, όμως, δεν μπόρεσε τελικά να αποφύγει την κριτική ότι, στο επίπεδο των άμεσων κοινωνικών σχέ­σεων και των σχέσεων παραγωγής, αυτή, με τη μορφή της μισθωτής πλέον εργασίας, λειτουργεί ως μέσο και μηχανισμός εξουσίας, σε επίπεδο τόσο πρακτικό όσο και ιδεολογικό. Αυτή, δε, η εξουσιαστική διάσταση της εργασίας είναι που αναδεικνύει αλλά και διαψεύδει το ιδεολογικό περίβλημα και την βασική παραδοχή ότι στις συνθήκες της βιομηχανικής κοινωνίας η εργασία «λειτουργεί για την ολοκλήρωση του ατόμου». Οι ραγδαίες αλλαγές οι οποίες συντελούνται στις σύγχρονες κοινωνίες, ιδιαίτερα κάτω από την πίεση της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών και των νέων μορφών διαχείρισης των εργασιακών θεμάτων, επιβάλλουν έναν νέο προσανατολισμό στη μελέτη του φαινομένου της εργασίας, ο οποίος προδιαθέτει και προϋποθέτει την αναθεώρηση βασικών εννοιών οι οποίες μέχρι σήμερα θεωρούνταν ως αναμφισβήτητες. Παρόλες βέβαια τις αλλαγές στις οποίες υπόκεινται οι σύγχρονες κοινωνίες, όπως ο αυτοματισμός, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου, η κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και της επαναστατικής ιδεολογίας, η εργασία παραμένει μέχρι στιγμής ένας βασικός συντελεστής στην οργάνωση της παραγωγής.

    Συνακόλουθο, δε, αυτού του γεγονότος είναι ότι η εργασία και το επάγγελμα πιο συγκεκριμένα, διατηρούν και σήμερα την μεγάλη σημασία που είχαν και παραδοσιακά για τη διαμόρφωση της κοινωνικής θέσης, των αξιών, των στάσεων και του τρόπου ζωής του κάθε ατόμου. Για τη μελέτη των εργασιακών σχέσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική η ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης και εννοιολόγησης της κοινωνικής διάστασης και συμβολής της εργασίας. Προκειμένου, δηλαδή, να κατανοηθεί το πως ακριβώς κάθε φορά συγκροτούνται και ορίζονται οι εργασιακές σχέσεις είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί ποιό είναι το νόημα, η διάρθρωση, το περιεχόμενο και οι μορφές της εργασίας στη συγκεκριμένη ιστορική κοινωνία. Ο ιστορικός, δε, χαρακτήρας της εργασίας και η διαφορετική της εννοιολόγηση σύμφωνα με τα εκάστοτε δεδομένα, προσδίδουν μία δυναμική διάσταση στη μελέτη της, επιβεβαιώνοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα του φαινομένου και την άμεση σύνδεσή του με τα συγκεκριμένα κάθε φορά ιστορικά υποκείμενα.

    Κατά συνέπεια οποιαδήποτε συζήτηση για την κοινωνία και για τις μορφές παραγωγής και δράσης είναι υποχρεωμένη να ξεκινάει από τη διαπραγμάτευση του φαινομένου της εργασίας και την ανάδειξη της ιστορικής του διάστασης, αφού αυτή αποτελεί μία θεμελιώδη κοινωνική ιστορική κατηγορία με βάση την οποία λαμβάνει την ιδιαίτερη, κάθε φορά, μορφή της η κοινωνία. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην ιστορική εξέλιξη και διαπραγμάτευση του φαινομένου της εργασίας. Η εργασία, ως έννοια, έχει αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων, αποκτώντας διαδοχικά διαφορετικές εννοιολογήσεις, σύμφωνα με τον εκάστοτε συγγραφέα και τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. H φύση της εργασίας αποτελεί μία δυναμική κοινωνική έννοια η οποία συνεχώς τροποποιείται. Η εκλαϊκευμένη εννοιολόγησή της αποτελούσε και το πρώτο στάδιο στη μελέτη της, το οποίο διήρκεσε μέχρι την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας. Η διεπιστημονική μελέτη της εργασίας συντελέσθηκε σε άμεση συνάφεια με την εγκαθίδρυση της βιομηχανικής κοινωνίας και της μαζικής παραγωγής εμπορευμάτων, στηρίχθηκε, δε, στη βοήθεια της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της κοι­νωνικής ψυχολογίας, της ανθρωπολογίας, της νομικής, της πολιτικής και της οικονομικής επιστήμης.

    Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην κοινωνιολογική μελέτη της εργασίας, επιχειρώντας την οριοθέτηση της έννοιας και την σκιαγράφηση της εξέλιξης του αντικειμένου της βιομηχανικής κοινωνιολογίας, η οποία είναι πλέον σήμερα καθιερωμένη ως ξεχωριστός κοι­νωνιολογικός κλάδος, που ανήκει στην κατηγορία της ειδικής ή εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας. Πολλοί κοινωνιολόγοι ερευνητές έστρε­ψαν το ενδιαφέρον τους σε διάφορες γνωστικές περιοχές της βιομηχανικής κοι­νωνιολογίας, όπως οι μορφές οργάνωσης, η έννοια της εργασίας, οι ειδικότερες έννοιες των επαγγελμάτων, οι βιομηχανικές ή εργασιακές σχέσεις, οι στάσεις απέναντι στην εργασία και την απασχόληση καθώς και η συμπεριφορά των εργαζομένων και των ερ­γο­δοτών. Η βασική, όμως, διαπίστωση είναι ότι δεν κατέστη δυνατόν να διαμορφωθεί ένα γενικά αποδεκτό θεωρητικό πλαίσιο, που να στη­ρίζεται στα εμπειρικά δεδομένα, με αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα να απουσιάζει μία γενική θεωρία για την κοινωνιολογία της εργασίας. Αυτή η βασική δια­πίστωση ερμηνεύει και την ύπαρξη ασαφών ορίων ή αλληλοεπικαλύψεων μεταξύ αφενός της κοινωνιολογίας της ερ­γασίας και αφετέρου της κοινωνιολογίας των οργανώσεων, της κοι­νωνιολογίας της ανάπτυξης, της κοινωνιολογίας των κοινωνικών κι­νημάτων, της κοινωνιολογίας των επαγγελμάτων και της βιομηχανικής ψυχολογίας. Σε όλες τις αναλύσεις, η βασική έννοια, γύρω από την οποία συγκροτείται και εννοιολογείται τόσο ο χώρος της κοινωνιολογίας της εργασίας όσο και των συναφών επιστημονικών κλάδων, είναι η έννοια της εργασίας.

    Στη συνέχεια η μελέτη του θέματος εργασία και οργάνωση ξεκινά με τις πρώτες κοινωνιολογικές κλασσικές θεωρίες για την οργάνωση της παραγωγής (Marx, Durkheim, We­ber), ενώ ακολουθούν στη συνέχεια οι απόψεις των Taylor, Ford, Fayol, Mayo και εντέλει οι σύγχρονες θεωρίες της οργάνωσης και των ανθρωπίνων σχέσεων (Maslow, Herzberg, McGregor, Argyris, Etzioni, Crozier και Woodward).

    Η παρουσίαση των κυριότερων κλασσικών κοινωνιολογικών θεωριών, οι οποίες διαπραγματεύονται τις έννοιες της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων στο πρώιμο στάδιο ανάπτυξης των δυτικών βι­ομηχανικών κοινωνιών, έχει ως κύριο στόχο να καλύψει τις βασικές έννοιες στις οποίες αναφέρεται η κοινωνιολογική μελέτη της βιομηχανικής εργασίας και οργάνωσης.

    Στη συνέχεια, αναλύεται η κίνηση της Επιστημονικής Διοίκησης του Taylor. Η αντίληψη, η οποία διαπνέει την κίνηση αυτή, αγνοεί τις ψυχολογικές, κοινωνικές και συναισθηματικές παραμέτρους της ερ­γασιακής συμπεριφοράς, μελετώντας την σε ένα εργαστηριακό vac­cum. To μειονέκτημα αυτό της επιστημονικής διοίκησης, που κληροδοτήθηκε και στην φορντική οργάνωση της παραγωγής, αν και είναι βασικό, δεν ακυρώνει το γεγονός ότι πρόκειται για σημαντικές συμβολές στην οργανωτική θεωρία, εφόσον προώθησαν τις βεμπεριανές απόψεις περί ορθολογικοποίησης της οργάνωσης και της εργασιακής συμπεριφοράς, προσδίδοντάς τους μάλιστα εμπειρική διάσταση. Φυσικά η εστίαση στο τυπικό επίπεδο των οργανωτικών σχέσεων και η αντιμετώπιση του εργαζομένου ως απλού εργαλείου, ως στοιχείου της παραγωγής, το οποίο στο -πλαίσιο μίας μηχανιστικής λογικής- μπορεί να ρυθμιστεί κατά βούληση χωρίς να ληφθούν υπόψιν άλλοι, πλην της εργασιακής δυνατότητας, παράγοντες που συγκροτούν την προσωπικότητα του εργαζομένου, προσδίδει μονομέρεια στη συγκεκριμένη θεώρηση. Το κενό αυτό στη διοικητική θεωρία, που δεν αντιμετωπίσθηκε ούτε με την προσέγγιση του Henry Fayol, ήρθε να καλύψει η θεωρία των ανθρωπίνων σχέσεων.

    Η θεωρία του Elton Mayo συνεισέφερε στη μελέτη του οργανωτικού φαινομένου κατά βάση από την οπτική της κοινωνικής ψυχολογίας. Η βασική συμβολή των ερευνών της σχολής των ανθρωπίνων σχέσεων εντοπίζεται στην αφετηριακή παραδοχή της πως υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ της τυπικής μορφής οργάνωσης την οποία προέβαλλε η κλασσική οργανωτική θεωρία και της πραγματικότητας. Οι έρευνες αυτές έφεραν στην επιφάνεια τον εργαζόμενο, όχι απλά ως ένα αυτόματο ή ως στοιχείο της παραγωγής το οποίο κατέχει μία τυπική θέση, αλλά ως ένα ξεχωριστό υποκείμενο το οποίο, πέραν της προσήλωσης στα καθήκοντα τα οποία επιτελεί μέσα στην επιχείρηση, αποτελεί τον πυρήνα ενός συνόλου επιμέρους κοινωνικών σχέσεων που κατευθύνουν και προδιαγράφουν σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές και την συμπεριφορά του. Στις έρευνες αυτές ο εργαζόμενος θεωρήθηκε ως ατομικό ξεχωριστό υποκείμενο το οποίο προβαίνει σε επιλογές ακολουθώντας πρώτιστα τους στόχους που έχει το ίδιο θέσει για τον εαυτό του και οι οποίοι συχνά δεν ταυτίζονται με τους ευρύτερους οργανωτικούς στόχους της επιχείρησης συνολικά ή της επιμέρους ομάδας στην οποία αυτό εντάσσεται. Η κατανόηση αυτής της πραγματικότητας φέρνει στην επιφάνεια την εννοιολόγηση του εργαζόμενου, όχι ως ενός εργαλείου το οποίο βούλεται και λειτουργεί σύμφωνα με τις εντολές της διοίκησης αλλά ως ενός αυτόβουλου υποκειμένου, το οποίο πρέπει η διοίκηση να το διαχειρισθεί με τρόπους πιό περίπλοκους προκειμένου να ταυτιστεί με τους ευρύτερους οργανωτικούς στόχους.

    Η συνέχεια στη θεωρία για τη μελέτη του φαινομένου της οργάνωσης ήρθε με τις σύγχρονες, όπως ονομάσθηκαν, θεωρίες, οι οποίες ανέδειξαν τα τρωτά και τους περιορισμούς των προηγουμένων οργανωτικών προσεγγίσεων, στρέφοντας την ανάλυση σε μία πλειάδα θεμάτων, τα οποία στις προηγούμενες θεωρίες είτε είχαν αναπτυχθεί περιφερειακά είτε δεν είχαν αποτελέσει καθόλου αντικείμενο προβληματισμού. Οι εμπειρικές έρευνες είχαν ως στόχο, όχι πλέον τη δι­ατύ­πωση κάποιων γενικών κανόνων ανάλυσης και ερμηνείας κάθε μορ­φής οργάνωσης, αλλά την κατανόηση μίας συγκεκριμένης πραγμα­τικής οργάνωσης. Με τον τρόπο αυτό, η καθολική ισχύς των κλασσικών θεωριών κλονίστηκε και άρχισαν να αναπτύσσονται διαφο­ρετικές προσεγγίσεις από επιμέρους θεωρητικούς, οι οποίοι αναδείκνυαν πλέον με πραγματικά εμπειρικά δεδομένα τον περιορισμό και την αδυναμία των κλασσικών θεωριών να ερμηνεύσουν στην πληρότητά της κάθε μορφή οργάνωσης που αναπτύσσεται στις σύγχρονες κοινωνίες. Σε αυτό το πλαίσιο μία σειρά από θεματικές ήρθαν στην επιφάνεια και κέντρισαν το ενδιαφέρον των μελετητών για εμπειρική διερεύνηση, όπως ο ρόλος του ηγέτη στην οργάνωση, οι θε­ωρίες περί κινήτρων, η ανάδειξη των ανορθολογικών διαστάσεων της οργάνωσης, ο ρόλος των νέων τεχνολογιών στην αναδιάρθρωση της οργανωτικής δομής και κουλτούρας, η επιρροή και η προσαρμογή της οργάνωσης σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο εξωτερικό διεθνοποιη­μένο περιβάλλον, ο οξύτατος ανταγωνισμός και η δημιουργία τμη­μάτων μελέτης, έρευνας και ανάπτυξης στις επιχειρήσεις.

    Σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη των νέων οργανωτικών θεωριών είχαν και οι αλλαγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, όπως η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών, των τηλεπικοινωνιών και η εγκαθίδρυση μίας νέας εργασιακής κουλτούρας που στηρίχθηκε σε ένα νέο μοντέλο εργασιακών σχέσεων, στο οποίο επικρατεί ως αρχή ο περιορισμός των ωρών εργασίας και η ανάπτυξη των νέων ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Στο πλαί­σιο της παγκοσμιοποίησης, η οργάνωση, ως μορφή συγκρότησης και λειτουργίας της παραγωγικής διαδικασίας και των εργασιακών σχέ­σεων, αποκτά μία νέα εννοιολόγηση, προκειμένου να καταστεί δυ­νατή η εξήγηση τόσο των δομικών αλλαγών οι οποίες συντελούνται στο σύνολο της κοινωνίας όσο και αυτών που κατ’ ακολουθία προκύπτουν σε κάθε σύγχρονη μορφή έκφρασης και οργάνωσης.

    Το επόμενο κεφάλαιο, μέσα από την παρουσίαση των χαρακτηριστικών του φορντισμού και των απόψεων που έχουν διατυπωθεί για τα αίτια της κρίσης αυτού του μοντέλου και την υπέρβασή της, επιδιώκει να εισάγει τον αναγνώστη στην διαπραγμάτευση της όλης συζήτησης για την μετάβαση στον μεταφορντισμό καθώς και για τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει σε σχέση με αυτήν την εξέλιξη ο παράγων «νέες τεχνολογίες». Η «ευελιξία της παραγωγικής και της εργασιακής διαδικασίας» αποτέλεσε τη βασική προβληματική και την επιχειρηματολογία για την αντικατάσταση του προηγουμένου παραγωγικού μοντέλου. Ο φορντισμός, ως ξεπερασμένο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και της οικονομίας, αφού πραγ­ματοποίησε τον ιστορικό του ρόλο με επιτυχία, θεωρήθηκε ότι αποτελούσε πλέον εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής, της οικονομίας και της κοινωνίας. Η διατήρησή του θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε πλέον ανάσχεση στην περαιτέρω ανάπτυξη, εφόσον οι ακαμψίες του, ως προτύπου οργάνωσης και διοίκησης της επιχείρησης και της οικονομίας, το καθιστούσαν αναχρονιστικό. Συνέπεια της προβληματικής αυτής ήταν και η μετατόπιση της εστίας του ενδιαφέροντος από εκεί που βρισκόταν παραδοσιακά, δηλαδή, από την μεγάλη επιχείρηση και τον ρόλο της στην αναπαραγωγή του συστήματος προς την μικρή ευέλικτη επιχείρηση. Η ευέλικτη εξειδίκευση, η λιτή παραγωγή και οι νέες μορφές ευέλικτης απασχόλησης αποτελούν μία στρατηγική ανταπόκρισης της επιχείρησης στις συνθήκες του ανταγωνισμού μέσα από την μείωση του κόστους παραγωγής και την παραγωγή αγαθών, τα οποία είναι ποιοτικά, διαφοροποιημένα και διαθέσιμα σε χρόνο και ποσότητες, που προσδιορίζονται ανά πάσα στιγμή από την τρέχουσα ζήτηση. Η κρίση του φορντικού συστήματος και η μετάβαση στο νέο αναδυόμενο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας δημιούργησε μία σειρά από θεωρητικές αναζητήσεις οι οποίες επεχείρησαν να ερμηνεύσουν τόσο την κρίση καθεαυτή όσο και να προβλέψουν το νέο πλαίσιο. Σε αυτές τις συνθήκες το μοντέλο της επιχείρησης, η οποία επιβιώνει από την κρίση του φορντισμού, τείνει να είναι είτε η επιχείρηση «κολοσσός» είτε η μικρή ευέλικτη επιχείρηση που απασχολεί πολυειδικευόμενους εργάτες, που στηρίζεται στη χρήση νέων τεχνολογιών (μικροηλεκτρονική, υπολογιστές, internet, email, δορυφόροι, σύγχρονες μορφές επικοινωνίας) και εξειδικεύεται στην παραγωγή ποιοτικών ειδικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών για αγορές που απαιτούν άμεση και ταχεία εξυπηρέτηση. Η χρήση των νέων τεχνολογιών από αυτές τις μικρές επιχειρήσεις αποτελεί δομικό τους στοιχείο, εφόσον η τεχνολογική τους υποδομή είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα που τους παρέχει τη δυνατότητα να αντιπαρέλθουν το μειονέκτημα του μικρού τους μεγέθους. Η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας, καταρχήν στη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και η παγκοσμιοποίηση οδήγησαν στη βαθμιαία αποδυνάμωση του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, με συνέπεια να παρατηρείται μία διαφοροποίηση των κοινωνικών παροχών σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και μία αναντιστοιχία αυτών προς τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας. Το κράτος εγκαταλείπει πολλές από τις λειτουργίες τις οποίες ασκούσε κατά την φορντική περίοδο της μαζικής παραγωγής. Ο προστατευτικός χαρακτήρας του φαίνεται να εκφράζεται σε αυτό το στάδιο κυρίως με μία μετατόπιση, από την σφαί­ρα αναπαραγωγής της κοινωνίας ως συνόλου, στην επιλεκτική υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της υψηλά ειδικευμένης εργατικής δύναμης. Ο προηγούμενος, προστατευτικός για την εργατική τάξη χαρακτήρας του κράτους, ο οποίος εκφραζόταν με το θεσμό του κράτους πρόνοιας, κάμπτεται, ενώ παράλληλα οι σύγχρονοι διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων ασκούν πιέσεις για εξυπηρέτηση κατά προτεραιότητα του διεθνοποιημένου κεφαλαίου.

    Τέλος, μέσα στο σύγχρονο πλαίσιο, καθώς οι ποικίλοι αυτοματισμοί κατακλύζουν ολοένα και περισσότερους τομείς παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων και οι νέες τεχνολογίες αναγορεύονται σε παράμετρο που επικαθορίζει τη διαμόρφωση όχι μόνο των εργασιακών αλλά και ευρύτερα των κοινωνικών σχέσεων και δομών, εύλογα διατυπώνεται το ερώτημα, εάν η ανθρωπότητα βρίσκεται ενώπιον μίας «νέας επανάστασης». Η προβληματική αυτή αναπτύσσεται στο έβδομο κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στη δομή των βιομηχανικών επαναστάσεων εστιάζοντας στις σύγχρονες εξελίξεις οι οποίες οδηγούν την κοινωνία στο μεταφορντισμό. Η δίνη αυτών των σύγχρονων εξελίξεων, τροποποιήσεων και μεταλλαγών προβάλλει και τείνει να εγκαθιδρύσει μία νέα στάση και μία νέα αντιμετώπιση της εργασίας. Οι σύγχρονες αλλαγές είναι τόσο ριζικές ώστε διαμορφώνουν μία κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας οι ρυθμοί ανάπτυξης της τεχνολογίας είναι τόσο γρήγοροι που η κοινωνική συνείδηση αδυνατεί να ανταποκριθεί με αντίστοιχους ρυθμούς, να αφομοιώσει τις μεταβολές και να προσαρμοσθεί σε αυτές. Το σύγχρονο πλαίσιο χαρακτηρίζεται από μία κατάσταση έντονης τεχνολογικής και εργασιακής κινητικότητας που έχει σαν αποτέλεσμα ο άνθρωπος να αισθάνεται πλέον συχνά ότι οι ίδιες οι δυνάμεις του, με τις σύγχρονες μορφές της τεχνολογίας, αλλοτριώνονται, στέκονται απέναντι του και τον καταδυναστεύουν. Η εργασία που εκφράζεται, διαμεσολαβείται και αποκρυσταλλώνεται με τη μορφή της τεχνολογίας, βιώνεται πλέον όχι απαραίτητα ως έκφραση της προόδου η οποία συνδράμει στην απελευθέρωση του ατόμου, αλλά συχνά ως μία δύναμη που βρί­σκεται επάνω από τα άτομα, έχει αυτονομηθεί από αυτά και τα εξουσιάζει. Η πληροφορία και οι τρόποι ταχύτατης διάδοσής της αποτελούν πλέον το κομβικό σημείο γύρω από το οποίο θα αναδιοργανωθεί η παραγωγή. Η εισαγωγή αυτών των στοιχείων στην καθημερινή ζωή προδιαγράφει σε αδρές γραμμές την απόλυτη κυριαρχία αυτών των μορφών την επόμενη δεκαετία. Στην εποχή αυτή ο άνθρωπος θα βιώσει τη μετάβαση από μία κοινωνία, η οποία στηρίζεται στην παροχή των υπηρεσιών, σε μία καινούργια, η οποία θα στηρίζεται απόλυτα στην τεχνολογία των μικρο-υπολογιστών και στην απόλυτη κατοχή της γνώσης. Σε αυτό το παγκόσμιο δίκτυο οι περισσότερες από τις μορφές απασχόλησης, οι οποίες κυριαρχούσαν στην προηγούμενη φάση στον τομέα παροχής υπηρεσιών, θα αντικατασταθούν πλέον από ανεπτυγμένους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι θα μπορούν να εκτελούν τις ίδιες εργασίας με τον άνθρωπο, πολύ όμως γρηγορότερα και χωρίς να κάνουν λάθη (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μηχανήματα ανάληψης χρημάτων από τις τράπεζες ΑΤΜ και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο – email μέσω του οποίου ήδη παρέχεται και η δυνατότητα για αγορά προϊόντων). Η κατάσταση αυτή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μία νέα επανάσταση, εφόσον επιφέρει ανατροπές όχι μόνο στις εργασιακές αλλά ευρύτερα στις κοινωνικές σχέσεις και δομές. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον εμφανίζονται νέα οργανατικά μορφώματα, όπως η δυνητική οργάνωση, αλλά και νέες μορφές εργασίας που διαμεσολαβούνται από τις νέες τεχνολογίες, όπως η τηλεεργασία.

    Το επόμενο κεφάλαιο του πρώτου μέρους αναφέρεται στην ιστορική σχέση του κοινωνικού κράτους με το εργατικό κίνημα, εστιάζοντας στο ρόλο τον οποίο μπορεί το τελευταίο να διαδραματίσει στις σημερινές συνθήκες. Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρείται η ανάλυση του τρόπου δι­αμόρ­φωσης και μεταλλαγής των εργασιακών σχέσεων της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής εποχής. Στην ανάλυση ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται, μέσω της ιστορικής διάστασης, στη σχέση μεταξύ του εργατικού κινήματος και του κοινωνικού κράτους. Στη σχέση αυτή σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο έχει η ανάπτυξη και εξέλιξη της τεχνολογίας και στην τελευταία φάση η διάδοση και παγίωση των νέων τεχνολογιών. Η εισβολή της νέας τεχνολογίας, ως στοιχείου των παραγωγικών δυνάμεων, προκαλεί μία μεταβολή στην παραδοσιακή σχέση κεφαλαίου – εργασίας, επιφέροντας ριζικές αλλαγές στον τρόπο έκφρασης και προάσπισης των εργατικών δικαιωμά­των. Στις σημερινές ταχύτατα μεταβαλλόμενες συνθήκες (ει­σαγωγή νέας τεχνολογίας, πλήρης αυτοματοποίηση της παραγωγής, ανάπτυξη ευέ­λικτων μορφών απασχόλησης, εμφάνιση νέων μορφών εργασίας και τηλεεργασίας, αποειδίκευση, παγκοσμιοποίηση), αποκτά ιδιαίτερη σημασία ο ρόλος τον οποίο μπορούν να διαδραματίσουν τα εργατικά συν­δι­κάτα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στη διαμόρφωση της κοι­νωνικής πολιτικής, επηρεάζοντας τις πολιτικές βουλήσεις οι οποίες συγκροτούν το κράτος πρόνοιας. Με αυτή τη λογική, στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται η σύνδεση του μέλλοντος του κοινωνικού κρά­τους με την επιβίωση και αναδιαμόρφωση του οργανωμένου ερ­γατικού κινήματος, ως μηχανισμού άσκησης πίεσης για κοινωνική προ­στασία. Το πλαίσιο, επάνω στο οποίο οφείλουν να εναρμονιστούν αυτές οι προσπάθειες, είναι αυτό το οποίο προσδιορίζεται από τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της διάδοσης των νέων τεχνο­λογιών.

    Στη μεταβιομηχανική κοινωνία το κανονικό, το παραδοσιακό μοντέλο απασχόλησης, στα πλαίσια του οποίου ο εργάτης απασχολούνταν με πλήρες ωράριο, οκτάωρο και σε πενθήμερη βάση, ανατρέπεται εφόσον δημιουργείται μία νέα πραγματικότητα, που απαι­τεί για την παραγωγή εξειδικευμένη εργασία και προπαντός βρα­χύ­τερο χρόνο και μικρότερο συνολικό όγκο ανθρώπινης εργασίας. Η ανει­δίκευτη, η ημιειδικευμένη εργασία και η μαζική απασχόληση στην οποία στηρίχθηκε η βιομηχανική επανάσταση αποτελούν πλέον πα­ρελθόν. Στη θέση τους εμφανίζεται η ζήτηση για αυστηρά εξειδικευ­μένη εργασία, ιδιαίτερα στον τομέα των νέων τεχνολογιών. Η μόρ­φωση, η εκπαίδευση και η συνεχής κατάρτιση γίνονται τα απαραίτητα εφόδια προκειμένου κάποιος να έχει τη δυνατότητα να εργασθεί. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνονται δύο κατηγορίες εργαζομένων, αφενός οι πυρηνικοί εργαζόμενοι, δηλαδή, αυτοί που έχουν πρόσβαση στη γνώση, στη συνεχή κατάρτιση, στην απασχόληση και στο εισόδημα και αφετέρου οι περιφερειακοί, δηλαδή, αυτοί που αδυνατούν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις, ιδιαίτερα στο χώρο της νέας τεχνολογίας, και τους ξεπερνούν οι νέες συνθήκες. Η κατάσταση αυτή εντέλει οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό της δεύτερης ομά­δας, που ωθείται στην ανεργία και στο περιθώριο, υπό την πίεση μίας γενικευμένης οικονομικής διαδικασίας η οποία λειτουργεί βάσει του νόμου της επιβίωσης στο πλαίσιο ενός εντεινόμενου ανταγω­νισμού. Η κεντρική διαπίστωση από αυτήν την ανάλυση είναι ότι η σύγχρονη βιομηχανική ή καλύτερα τεχνολογική επανάσταση αναμέ­νεται, με ραγδαίους ρυθμούς, να ανατρέψει πολλά από τα δεδομένα που μας κληροδότησε η βιομηχανική επανάσταση.

    Στο τελευταίο κεφάλαιο αναλύεται, με αφορμή την εμφάνιση του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου, μία νέα εξέλιξη, η ανάπτυξη του οργανωτικού φαινομένου μέσα στο δυνητικό πλέον περιβάλλον, απαλλαγμένο από τις συντεταγμένες του χώρου και σε μεγάλο βαθμό και του χρόνου. Για την κατανόηση αυτής της εξέλιξης αναλύονται οι προσεγγίσεις της γραφειοκρατικής μορφής οργάνωσης καθώς και του μοντέλου αυτής, επιτρέποντας την κατανόηση με ευχέρεια της πορείας η οποία, ενόψει της δημιουργίας του διαδικτύου ανέδειξε τα «δυνητικά» οργανωτικά μορφώματα. Αυτό το μοντέλο αποτοπικοποιημένης οργάνωσης, διάσπαρτης και αποδεσμευμένης από την διάσταση του χώρου και του χρόνου, στηριγμένη στην απογραφειοκρατικοποίηση, στην απουσία παραδοσιακών ιεραρχιών, στον αναβαθμισμένο και κεντρικό για την οργάνωση ρόλο της τεχνολογίας και της πληροφορίας, της οργανωσιακής κουλτούρας, της επικοινωνίας και της εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της, επιστρατεύει για την λειτουργία της ένα διαφοροποιημένο σε σχέση με το παραδοσιακό μοντέλο εργασίας, την τηλεεργασία, η οποία στα πλαίσια του κεφαλαίου αυτού αποτελεί αντικείμενο μίας συνοπτικής αλλά ουσιαστικής και επαρκούς διερεύνησης.

    Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, τέλος, διατυπώνονται ερωτήματα για το πώς διαγράφεται το μέλλον του φαινομένου της εργασίας ενόψει της γενικευ­μένης χρήσης αυτοματισμών νέας τεχνολογίας, για το κατά πόσον αυτή η τελευταία επικαθορίζει την εργασία και την κοινωνία ή και το αντίστροφο, για το κατά πόσον το σύγχρονο εργατικό κίνημα μπο­ρεί να επηρεάσει τις εξελίξεις και ασφαλώς για τον ρόλο που μπο­ρεί να διαδραματίσει η ίδια η κοινωνιολογία στην κατεύθυνση της ανάλυσης και κατανόησης των φαινομένων που παράγουν οι ευ­ρύ­τερες σύγχρονες μεταβολές.

    Στόχος της παρούσας αναθεωρημένης έκδοσης αποτελεί η παροχή προς το ειδικό, ευρύτερα επιστημονικό, ερευνητικό και φοιτητικό κοινό, συγκεντρωμένα, του συνόλου των θεματικών που παρουσιάζονται στο παρόν σύγγραμμα. Πιστεύοντας ότι το βιβλίο αυτό καλύπτει ένα κενό και κυρίως με την ελπίδα ότι ανταποκρίνεται στις βασικές εξειδικευμένες ανάγκες του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται, το παραδίδουμε στην κρίση του. Τέλος, οι οργανωτικές και όχι μόνον διαστάσεις, δηλαδή οι ιδιαίτερες κοινωνιολογικές και θεσμικές πτυχές των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας στα πλαίσια της προσέγγισης των βιομηχανικών σχέσεων, με έμφαση στις πτυχές που αφορούν την εξουσία, την σύγκρουση και την συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών συντελεστών της παραγωγικής διαδικασίας, θα αποτελέσουν αντικείμενο άλλου συγγράμματος το οποίο σύντομα θα ακολουθήσει.

    Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συνεργάτη μου κύριο Βασίλη Φασούλη για την τεχνική επιμέλεια του παρόντος τόμου, εργασία εξαιρετικά χρονοβόρα, επίπονη, υπεύθυνη και λεπτομερειακή, αλλά με συμβολή ουσιαστική για την άρτια εμφάνιση και παρουσίαση αυτού του έργου.

    Δημοσθένης Ι. Δασκαλάκης

    Καθηγητής Βιομηχανικής Κοινωνιολογίας

    και Βιομηχανικών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αθηνών

    1. Η Εργασία: Ιστορική Εξέλιξη και Σύγχρονος Κοινωνικός Ρόλος

    1.1. Εισαγωγή

    Η εργασία είναι μία έννοια η οποία έχει αποτελέσει επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων, αποκτώντας διαφορετικές εννοιολογήσεις, ανάλογα με τον συγγραφέα και τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αναφοράς¹. H φύση της εργασίας αποτελεί μία δυναμική κοινωνική έννοια η οποία συνεχώς τροποποιείται. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ιστορική πορεία της προσέγγισης του φαινομένου της εργασίας, η οποία ξεκινώντας από μία θεώρησή της καθαρά εκλαϊκευμένη κατέληξε στην επιστημονική διαπραγμάτευσή της². Πριν από την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας, η αντίληψη η οποία επικρατούσε για την εργασία βασιζόταν στην άμεση παρατήρηση μέσω της οποίας αντιλαμβανόταν ο άνθρωπος την εργασία. Η απλουστευτική αυτή σύλληψη της εργασίας αποτέλεσε και το πρώτο στάδιο στην αντιμετώπισή της, το οποίο διήρκεσε μέχρι την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας. Η διεπιστημονική μελέτη της εργασίας συντελέσθηκε παράλληλα με την εκβιομηχάνιση και στηρίχθηκε στη βοήθεια της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της κοινωνικής ψυχολογίας, της ανθρωπολογίας³, της νομικής, της πολιτικής και της οικονομικής επιστήμης.

    Η νέα βιομηχανική κοινωνία ανέτρεψε πολλές από τις αντιλήψεις και τα δεδομένα της προαστικής κοινωνίας φέρνοντας στο προσκήνιο μία νέα αντίληψη, ένα νέο πρίσμα μέσα από το οποίο αποκτούσε την υπόστασή του το ανθρώπινο υποκείμενο⁴. Η νέα αυτή θεώρηση του κόσμου και της πραγματικότητας, όπως ήταν αναμενόμενο, επηρέασε αρχικά την εικόνα του ανθρώπου: α) για τον εαυτό του και β) για τη σχέση του με τους άλλους. Ένας από τους βασικούς παράγοντες ο οποίος διαμορφώνει τις σχέσεις αυτές είναι η εργασία ως δυνατότητα επέμβασης και μεταλλαγής τόσο του ιδίου του υποκειμένου όσο και του εξωτερικού του κόσμου. Επηρεαζόμενη, δε, από το ευρύτερο σύστημα αλλαγών της νέας τότε βιομηχανικής κοινωνίας και της νέας κοσμοθεωρίας που αυτή ανέδειξε, τροποποιήθηκε και η αντίληψη για την εργασία. Σε αυτό το νέο γνωσιοθεωρητικό πλαίσιο η επαναεννοιο­λό­γηση της εργασίας αποτέλεσε ένα από τα βασικά μέσα, τα οποία χρησιμοποίησε η αστική κοινωνία, για να μπορέσει να στηρίξει την ύπαρξή της και να εξελιχθεί.

    Η νέα εννοιολόγηση της εργασίας μετέτρεψε ριζικά την υπόσταση του ίδιου του εργαζόμενου και του προϊόντος αυτού (εμπόρευμα). Η βιομηχανική κοινωνία, κατορθώνοντας να μετατρέψει την εργασία από «ανάγκη» για επιβίωση σε στοιχείο που συντείνει στην ανθρώπινη ευδαιμονία και ολοκλήρωση, δεν μπόρεσε να αποφύγει την κριτική ότι αυτή, με τη μορφή της μισθωτής πλέον εργασίας, στο επίπεδο των άμεσων κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων παραγωγής λειτουργεί ως μέσο και μηχανισμός εξουσίας, σε επίπεδο τόσο καθημερινής εμπειρίας όσο και γενικότερης ιδεολογικής παρέμβασης. Αυτή, δε, η εξουσιαστική διάσταση της εργασίας αλλά και το γεγονός ότι αυτή χρησιμοποιείται για την επίτευξη επιχειρηματικών κερδών είναι που αναδεικνύουν αλλά και ταυτόχρονα διαψεύδουν το ιδεολογικό περίβλημα και τη βασική παραδοχή ότι στις συνθήκες της βιομηχανικής κοινωνίας η εργασία λειτουργεί για την ολοκλήρωση του ατόμου. Σε αρκετά κείμενα της βιομηχανικής περιόδου η εργασία θεωρήθηκε ότι δεν θα πρέπει να αποτελεί απλά ένα μέσο το οποίο εξασφαλίζει την επιβίωση⁵, αλλά ότι θα πρέπει να υπηρετεί ένα σκοπό, κυρίως δε, το σκοπό της επένδυσης με τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων της. Ο Max Weber, ως εκφραστής αυτής της άποψης, θεωρώντας ότι η «εργασία είναι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου»⁶ και όχι απλά ένα «μέσο για την ικανοποίηση των ζωτικών υλικών αναγκών του», θεμελίωσε την νέα εργασιακή ηθική του «Πνεύματος του Καπιταλισμού»⁷.

    Το γεγονός ότι η εργασία παραδοσιακά στα πλαίσια του «κανονικού μοντέλου» προϋπέθετε μία οκτάωρη απασχόληση, είχε ως αποτέλεσμα οι περισσότεροι άνθρωποι να περνούν το ένα τρίτο της ενήλικης ζωής τους εργαζόμενοι. Αν αφαιρεθούν οι ώρες οι οποίες είναι αφιερωμένες στον ύπνο, ο οποίος αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την ανάπαυση και την αναπαραγωγή της εργασιακής ικανότητας, ο άνθρωπος παραδοσιακά είτε εργαζόταν είτε αναπαυόταν είτε προσπαθούσε να βρει υποκατάστατα από την εργασία⁸. Οι ραγδαίες αλλαγές οι οποίες συντελούνται στις σύγχρονες κοινωνίες, ιδιαίτερα κάτω από την πίεση της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών και των νέων μορφών διαχείρισης των εργασιακών θεμάτων, επιβάλλουν ένα νέο προσανατολισμό στη μελέτη των φαινομένων της εργασίας, ο οποίος προϋποθέτει και προδιαθέτει την αναθεώρηση βασικών εννοιών οι οποίες μέχρι σήμερα θεωρούνταν αναμφισβήτητες. Παρόλες όμως τις αλλαγές στις οποίες υπόκεινται οι σύγχρονες κοινωνίες, με τον αυτοματισμό, την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, την κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και την αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και της ριζοσπαστικής ιδεολογίας, η εργασία παραμένει ένας από τους κυριότερους συντελεστές της οργάνωσης της παραγωγής, εξακολουθώντας να αποσπά ένα μεγάλο τμήμα του καθημερινού χρόνου του ατόμου.

    Η εργασία, ως βασικό στοιχείο της οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών συνδέεται όμως άμεσα και με την κοινωνική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, η οποία συγκροτείται στη βάση του επαγγέλματος, περιγράφοντας και οριοθετώντας τις αξίες, την ιδεολογία, τις κοινωνικές και επικοινωνιακές δομές καθώς και την κοινωνική κατάσταση, θέση αλλά και τις στάσεις κάθε ατόμου⁹. Θεωρούμενη μέσα από ένα λειτουργιστικό πλαίσιο, η εργασία επιτελεί έναν κοινωνικό ρόλο απαραίτητο για την επιβίωση της κοινωνίας, εφόσον η τελευταία διαμέσου του καταμερισμού των εργασιών ουσιαστικά επιμερίζει ρόλους που είναι απαραίτητοι για την αναπαραγωγή της. Ειδικότερα, η εργασία και το επάγγελμα, πιο συγκεκριμένα, έχουν μεγάλη σημασία για τη διαμόρφωση της κοινωνικής θέσης, των αξιών, των στάσεων και του τρόπου ζωής του κάθε ατόμου¹⁰. Για το λόγο αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη μελέτη των εργασιακών σχέσεων η ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης και εννοιολόγησης της κοινωνικής διάστασης και συμβολής της εργασίας¹¹. Προκειμένου, δηλαδή, να κατανοηθεί το πως ακριβώς κάθε φορά συγκροτούνται και ορίζονται οι εργασιακές σχέσεις¹², είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί ποιο είναι το νόημα, το περιεχόμενο, οι μορφές και ο ρόλος της εργασίας στην συγκεκριμένη ιστορική κοινωνία. Η κοινωνιολογική, δε, μελέτη της εργασίας¹³ είναι αναγκαία προκειμένου να κατανοηθεί ο κοινωνικός της χαρακτήρας, δηλαδή, η σύνδεσή της με τις συγκεκριμένες κάθε φορά ιστορικές δυνάμεις. Όλοι, τέλος, αυτοί οι λόγοι αναδεικνύουν την εργασία σε μία από τις βασικές θεματικές που απασχολούν την σύγχρονη κοινωνική θεωρία και κοινωνιολογία.

    1.2. Ιστορική Περιοδολόγηση και Βασικές Αναλυτικές Έννοιες

    Με αφετηρία την ιστορική περιοδολόγηση της εργασίας θα πρέπει να γίνει αναφορά στη σχέση η οποία αναπτύσσεται μεταξύ ανθρώπου και εργαλείων, εφόσον αυτά καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αυτή εκδηλώνεται. Η σχέση ανθρώπου και εργαλείου έχει την αφετηρία της στα προϊστορικά χρόνια, με την εμφάνιση των πρώτων εργαλείων και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας, όπου κυριαρχούν εξελιγμένες τεχνολογικές μορφές μηχανών. Σε αυτή την πορεία ο ρόλος των εργαλείων, της τεχνικής και της τεχνολογίας υπήρξε πάντα καθοριστικός, λόγω της διαμεσολάβησης την οποία αυτά ασκούν για την παραγωγή των προϊόντων. Η σημασία, δε, των εργαλείων, της τεχνικής και της τεχνολογίας αναδεικνύεται, πρώτον, από τον τρόπο με τον οποίο ιστορικά και μέχρι σήμερα συντελείται η διάδοσή τους, και δεύτερον, από το γεγονός ότι το ίδιο το εργαλείο αποτελεί την αποκρυστάλλωση της ανθρώπινης εργασίας, η οποία επενδύθηκε στην κατασκευή του.

    Η εργασία, ως συνειδητή δραστηριότητα αποτελεί μία πανανθρώπινη ικανότητα, η οποία διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα¹⁴. Με την εργασία ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να επέμβει και να τροποποιήσει το περιβάλλον του και την εξωτερική φύση, επηρεάζοντας εντέλει και τον ίδιο τον εαυτό του, σε διαφοροποίηση από τα ζώα τα οποία υφίστανται τους περιορισμούς και τα όρια που τους θέτει το περιβάλλον και η φύση. Για τον λόγο αυτό πηγή της ιστορίας του ανθρώπου είναι οι δραστηριότητες του και μάλιστα οι παραγωγικές που συντελούνται με την εργασία του¹⁵. Η έννοια της εργασίας, παρότι προσομοιάζει σε κάποιες συμπεριφορές των ζώων, αποτελεί ερ­μηνευτικό όρο ο οποίος δεν χρησιμοποιείται σε σχέση με αυτά, αλλά μόνο για την περιγραφή ανθρωπίνων δραστηριοτήτων οι οποίες βασίζονται στη συνείδηση και στη συνειδητή σκέψη και δράση. Αντιθέτως, στα ζώα, παρότι υπάρχουν μορφές δραστηριοτήτων οι οποίες προσομοιάζουν με την εργασία, όπως η συγκέντρωση της τροφής, η ανατροφή των απογόνων, η αναζήτηση καταφυγίου και η εύρεση χώ­ρων κοινωνικοποίησης και προστασίας των μικρών¹⁶, αυτές είναι εν­στικτώ­δεις, στερούνται τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζουμε εργασία και το βασικότερο ελάχιστα τροποποιούνται με την εμπει­ρία. Η εργασία των ανθρώπων αντίθετα με αυτή των ζώων, πα­ρουσιάζει δύο βασικά χαρακτηριστικά: τη συνεργασία και την επικοι­νωνία. Η εξέλιξη του ανθρώπου και της εργασίας του οφείλεται σε: α) βιολογικούς παράγοντες, όπως η αύξηση του μεγέθους του εγκε­φάλου, η ανάπτυξη του νευρικού συστήματος του ανθρώπου και της γλώσσας, β) κοινωνικούς παράγοντες, όπως η δημιουργία και η ανά­πτυξη της οικογένειας, γ) φυσιολογικές αλλαγές οι οποίες επήλθαν στο ανθρώπινο είδος, όπως η εξέλιξη στο ύψος, στο βάρος, στο δέρμα και δ) πολιτιστικές αλλαγές που συνδέθηκαν με το ανθρώπινο εί­δος και για τις οποίες καθοριστικός υπήρξε ο παράγοντας του λόγου. Το βασικότερο χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου είδους, ο λόγος, με την έννοια και της λογικής αλλά και της προφορικής και γραπτής μορφής επικοινωνίας, αποτέλεσε το υπόβαθρο επάνω στο οποίο στη­ρίχθηκε και άνθισε η συνεργασία, η δημιουργία ομάδων καθώς και η ανάπτυξη του φαινομένου της ομαδικής εργασίας, στο οποίο και οφείλεται η κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση. Η ανάπτυξη της επι­κοινωνίας, ιδίως μέσω του λόγου, καθώς και οι διαδικασίες κοινω­νικοποίησης του ατόμου που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά σε νεό­τερες γενιές συσσωρευμένων γνώσεων κοινωνικής, πολιτιστικής και εργασιακής εμπειρίας, οδήγησαν στην ανάπτυξη και πρόοδο των αν­θρω­πίνων ομάδων. Με τον τρόπο αυτό, εφόσον, η μεταφορά στις νεό­τερες γενεές των αναγκαίων για την μετεξέλιξη των ανθρώπινων ομά­δων στοιχείων, συντελείται με την διαδικασία της πολιτισμικής με­ταβίβασης που είναι πολύ ταχύτερη της γενετικής αφομοίωσης, η εξέλιξη της εργασίας και η πρόοδος του ανθρώπου υπήρξε ραγδαία μέσα στους αιώνες.

    Οι απόψεις οι οποίες έχουν διατυπωθεί ιστορικά για την εργασία είναι πολλές, ανάγονται σε διαφορετικές εποχές και προέρχονται από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους. Για το λόγο αυτό, είναι σκόπιμο να αναφερθούν επιλεκτικά μόνον όσες σκιαγραφούν τις βασικές στάσεις και κριτικές που αναπτύχθηκαν, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, αναφορικά με την εργασία και τις εργασιακές σχέσεις¹⁷. Ιδιαίτερο, δε, μεταξύ αυτών ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι θεωρί­ες που αναδεικνύουν την βασική θεματική και τα ζητήματα, τα οποία προέβαλλαν αναφορικά με την εργασία στοχαστές, η σκέψη των οποίων επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την πορεία και εξέλιξη της αν­θρω­πότητας.¹⁸ Πρώτη χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Κομ­φού­κιος, ο οποίος οραματίστηκε ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μία νέα, διαφορετική κοινωνία στην οποία θα επικρα­τούσε, σε παγκόσμία βάση, το κοινό πανανθρώπινο και ανεξάρτητο από επιμέρους εγωιστικές και ατομικές στοχοθετήσεις συμφέρον. Σε αυτήν την πανανθρώπινη κοινωνία, όπου θα επικρατεί η ανιδιοτέ­λεια και η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, οι άνθρωποι θα ερ­γά­ζονται, όχι για να αποκτήσουν ατομικά κέρδη και οφέλη, αλλά για να προσφέρουν με την ατομική τους εργασία στο συλλογικό κοινωνικό καλό και την πρόοδο ολόκληρης της κοινωνίας. Ο Κομφούκιος ορα­ματιζόταν την εργασία ως μία ανθρώπινη δύναμη, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από συμφέροντα και σκοπιμότητες, εφόσον ο βαθύτερος στόχος της ήταν η δημιουργία της πανανθρώπινης συλλογικότητας και της κατάστασης της «Μεγάλης Ομοιότητας»¹⁹. Αργότερα, στην Αρχαία Ελλάδα μία σειρά ποιητών και φιλοσόφων αναφέρθηκαν στα έργα τους στην έννοια της εργασίας. Την πρώτη αναφορά κάνει ο Ησίοδος σε ένα από τα ποιήματά του όπου εκθειάζει την εργασία ως μία αρετή, εφόσον ο άνθρωπος μέσω αυτής μπορεί να πλουτίσει και να ευτυχήσει²⁰. Η στάση, πάντως, των Αρχαίων Ελλήνων απέναντι στην εργασία υπήρξε γενικά αρνητική, αφού αυτή ως πράξη θεωρήθηκε από αυτούς εξευτελιστική και ατιμωτική για τους ελεύθερους πολίτες²¹. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο ο Πλάτων θεώρησε πως ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των Ελλήνων θα πρέπει να αναφέρεται μόνο στις πνευματικές ενασχολήσεις²². Μπορεί να υποστηριχθεί, επομένως, ότι η στάση των Αρχαίων Ελλήνων υπήρξε κατά μία έννοια αρνητική απέναντι στους εργαζόμενους και θετική απέναντι στην έννοια της εργασίας, η οποία θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στην ανθρώπινη ολοκλήρωση. Η αρνητική στάση απέναντι στους εργαζόμενους, λόγω της ταύτισης της εργασίας με τους δούλους, εκφράστηκε εν συνεχεία και στο έργο των Ρωμαίων²³. Απέναντι σε αυτό το κλίμα δημιουργήθηκε και μία αντίδραση από την πλευρά μίας μερίδας πνευματικών ανθρώπων (Επίκτητος, Σενέκας κλπ.) αλλά και από ένα τμήμα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία όμως δεν υπήρξε τόσο ισχυρή ώστε να αλλάξει τη δεδομένη τότε κατάσταση²⁴. Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο γεννήθηκε και λειτούργησε ο Χριστιανισμός, ο οποίος ενσωματώνοντας την έννοια της εργασίας στην «οικονομία της σωτηρίας»²⁵, διακήρυσσε ότι οι δούλοι θα πρέπει να υπομείνουν την άδικη κατάσταση που υφίσταντο, προκειμένου να κερδίσουν ως ανταμοιβή την αιώνια ζωή. Μία διαφορετική διάσταση στην έννοια του φαινομένου της εργασίας προσέφεραν πολύ αργότερα οι Ουτοπιστές (Thomas Morus, Tommaso Campanella), οι οποίοι οραματίστηκαν μία κοινωνία στην οποία θα επικρατούσε η απόλυτη κοινοκτημοσύνη και ο καθένας, προσφέροντας ότι μπορούσε, θα έπαιρνε ότι του χρειαζόταν. Στην κοινωνία αυτή η εργασία θα αποτελούσε μία δημιουργική δύναμη έκφρασης του ανθρώπου, η οποία θα ασκούνταν απλά για την έκφραση του υποκειμένου καθώς η ελαχιστοποίηση της εργασίας και του κρατικού ελέγχου θα συνδυαζόταν με την μεγιστοποίηση της ικανοποίησης²⁶. Στη συνέχεια μία σειρά θεωρητικών, όπως ο Adam Smith, ο Ricardo, ο Mill, ο Owen και ο Saint Simon, διατυπώνοντας με τα έργα τους μία κριτική απέναντι στη βιομηχανική κοινωνία²⁷, προετοίμασαν την έλευση της κυριότερης κριτικής της αστικής κοινωνίας, δηλαδή του μαρξισμού, στο πλαίσιο του οποίου η εργασία θεωρείται ότι έχει υποταχθεί στην εξουσία του κεφαλαίου και από δύναμη απελευθερωτική έχει γίνει δύναμη υποταγής. Η κλασσική μαρξιστική άποψη θεωρεί την εργασία ως την πάλη του ανθρώπου να κατακτήσει τη φύση, στα πλαίσια μίας σχέσης διαντίδρασης μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Με την εργασία ο άνθρωπος, που είναι το υποκείμενο αυτής, επιδιώκει να μετασχηματίσει τη φύση και μέσω αυ­τής της προσπάθειας του²⁸ διαμορφώνει τελικά και τον ίδιο τον εαυτό του²⁹. Αργότερα οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί υποστήριξαν ότι η ερ­γασία αποβλέπει στη χρησιμότητα, ενώ ο Weber στο έργο του «Το Πνεύμα του Καπιταλισμού» διετύπωσε τη θέση ότι η εργασία απο­τελεί σκοπό στη ζωή του ανθρώπου και όχι απλό μέσο ικανοποίησης των ζωτικών υλικών αναγκών του³⁰.

    Όπως γίνεται αντιληπτό η εργασία αποτελεί μία ιστορική έννοια, η οποία μπορεί κάθε φορά να προσδιορισθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτιστικών σχέσεων³¹, αλλά και μία βα­σική αναλυτική κατηγορία για τη μελέτη άλλων θεμελιωδών εννοιών, οι οποίες συγκροτούν και συνθέτουν την κοινωνία. Αποτελεί θεμελιώδη κατηγορία με βάση την οποία υποστασιοποιείται ο άνθρωπος και η κοινωνία, επικαθορίζεται η κοινωνική δομή και διαστρωμάτωση και περαιτέρω οριοθετούνται ή ορίζονται επιστημονικοί κλάδοι³². Το μοντέλο, δε, της βιομηχανικής κοινωνίας, στην οποία βασικές αρχές είναι η επιδίωξη του κέρδους, η ατομική ιδιοκτησία της εργασίας και των προϊόν­των αυτής καθώς και η ορθολογικοποίηση και η σύγκρουση, η οποία παρατηρείται ευρύτερα στις κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις, προδιαγράφει το γενικότερο προσανατολισμό της κοινωνιολογικής θεωρίας ανεξαρτήτως ιδεολογικής κατεύθυνσης. Έτσι, αντικείμενο της κοινωνιολογικής ανάλυσης έχουν αποτελέσει μέχρι σήμερα διάφορες θεματικές, όπως μεταξύ άλλων οι κοινωνικές δομές, η κοινωνική δυναμική, η επαναστατική προοπτική, τα κοινωνικά κινήματα και οι θεωρίες των τάξεων. Σε όλες, όμως, τις κοινωνιολογικές έν­νοιες, οι οποίες έχουν κατασκευασθεί για τη μελέτη της κοινωνίας, πρω­ταρχικό ρόλο έχει η εργασία. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα η κοινωνιολογική θεωρία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διερευνά και την ίδια την εργασία αλλά και όλες τις σχετικές με αυτήν έννοιες, όπως ο καταμερισμός της εργασίας, η εργατική τάξη, η ταξική πάλη, η εργασιακή ηθική, η διαδικασία εξορθολογισμού της παραγωγής, οι μορφές οργάνωσης της παραγωγής, τα μέσα παραγωγής, οι σχέσεις παραγωγής αλλά και μία ολόκληρη σειρά ειδικότερων αναλυτικών κατηγοριών που χρησιμοποιούνται στη διεθνή βιβλιογραφία για τη μελέτη της βιομηχανικής εργασίας.

    Στα πλαίσια της βιομηχανικής κοινωνίας ως εργασία προσδιορίζεται η μισθωτή εργασία, η οποία αποτελεί και την κυρίαρχη μορφή³³. Σε άμεση σχέση με αυτή την εν­νοιολόγηση της εργασίας βρίσκεται και η διάκρισή της ως παραγω­γικής και μη παραγωγικής. Ως παραγωγική νοείται η εργασία η οποία παράγει υπεραξία, ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, δημιουργεί κε­φάλαιο και εντέλει παγιώνεται και εκφράζεται μέσω του εμπορεύματος το οποίο πωλείται στην αγορά, ενώ αντίθετα, ως μη παραγωγική νοείται η εργασία η οποία ανταλλάσσεται με εισόδημα, δεν δημιουργεί κεφάλαιο αλλά καταναλώνει εισόδημα, δεν παράγει υπεραξία και δεν παγιώνεται ως εμπόρευμα προς πώληση. Μία άλλη εννοιολογική διάκριση η οποία συναντάται στη βιβλιογραφία³⁴ είναι μεταξύ της συγκεκριμένης και της αφηρημένης εργασίας³⁵. Ως αφηρημένη νοείται η εργασία η κοινωνικά αναγκαία για την παραγωγή του προϊόντος μίας κοινωνίας, η οποία καθορίζει την ανταλλακτική αξία των εμπο­ρευμάτων, ενώ αντίθετα, ως συγκεκριμένη εννοιολογείται η άμε­ση προσωπική εργατική δαπάνη των εργαζομένων που καθορίζει την αξία χρήσης. Τέλος, ο ερμηνευτικός όρος νεκρή εργασία αναφέρεται στη σωρευμένη εργασία που αντανακλά μία συγκεκριμένη αξία με μορφή παγιωμένων εγκαταστάσεων³⁶.

    Κοινό σημείο όλων των ειδικότερων αναλυτικών κατηγοριών για την εργασία αποτελεί το γεγονός ότι αυτές, άμεσα ή έμμεσα, ευθέως ή εξ’ αντιδιαστολής, θετικά ή αποθετικά, προσδιορίζουν τη σχέση του ανθρώπου με τα μέσα παραγωγής, με τα εργαλεία³⁷, η κατασκευή και χρήση των οποίων, προϋποθέτοντας εργασία³⁸, αποτελεί μονοπωλιακά ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας την εργασία του και τα μέσα παραγωγής, που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, προσπαθεί να ικανοποιήσει καταρχήν τις ανάγκες επιβίωσής του. Επίσης, μέσω αυτής, επεμβαίνει στη φύση και στα αγαθά που αυτή του προσφέρει αλλάζοντας τη σχέση του μαζί τους. Με την παραγωγική πλέον εργασία δεν είναι η φύση που παρέχει τα αγαθά στον άνθρωπο, σύμφωνα με τους δικούς της φυσικούς νόμους, αλλά είναι η ανθρώπινη ενεργητική δύναμη η οποία οδηγεί τη φύση σε έναν ιδιόμορφο μεταβολισμό. Αυτό που τίθεται ως πρώτιστη προτεραιότητα δεν είναι η γενναιοδωρία της φύσης, αλλά η επιθυμία του ανθρώπου να οργανώσει με σταθερό και σε γενικές γραμμές προβλέψιμο τρόπο την λειτουργία και την γενναιοδωρία της, έτσι ώστε αυτή να καλύπτει τις διευρυμένες πλέον ανάγκες του. Η παραγωγή, η δραστηριότητα μέσω της οποίας ο άνθρωπος επεμβαίνει στη φύση προϋποθέτει την ανθρώπινη εργασία, η οποία αποτελεί και το βασικότερο στοιχείο της. Μέσω της παραγωγής ο άνθρωπος κατορθώνει, πειθαρχώντας τα ζωώδη ένστικτά του, να δημιουργήσει τον πολιτισμό του και να υπερβεί την αρχική του φύση. Με τη δραστηριότητα της παραγωγής κατορθώνει, επίσης, να παραμερίσει την άμεση ικανοποίηση της ανάγκης του για επιβίωση και αποφασίζει να εργασθεί όχι για αυτήν αλλά για την παραγωγή αγαθών τα οποία θα είναι αξιοποιήσιμα σε ένα μετέπειτα χρονικό σημείο. Η παραγωγή, κατά συνέπεια, αποτελεί ένα μέσο πολύ βασικό για την εξέλιξη των ανθρωπίνων όντων. Από τη στιγμή που αρχίζει η παραγωγική διαδικασία με τη βοήθεια της εργασίας, ο άνθρωπος μεταλλάσσεται σε πολιτισμικό υποκείμενο, διαμορφώνοντας την ίδια την παιδεία του. Η εργασία, δηλαδή, για την παραγωγή των εργαλείων είναι εντέλει αυτή που πρωταρχικά προσδιορίζει την ποιότητα και την υπόσταση του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό αποτελεί τη βάση της ανθρώπινης ιστορίας³⁹ και εξέλιξης καθώς και κάθε ανάπτυξης του ανθρωπίνου είδους. Είναι, η πρώτη ιστορική πράξη, η ουσία κάθε υλικής και πνευματικής εν συνεχεία ύπαρξης και εντέλει η ποιότητα βάσει της οποίας ιστορικά ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι κατηγοριοποιούνται σε διαφορετικές ιεραρχήσεις (δούλος, εργάτης, δημιουργός). Η εργασία, δηλαδή, αποτελεί το πρωταρχικό κοινωνικό γεγονός μέσω του οποίου συγκροτείται η ανθρώπινη κοινωνία, η οποία όπως υποστηρίζει ο Ντάρεντορφ, δεν αποτελεί παρά μία «κοινωνία της εργασίας»⁴⁰.

    Η εργασία, αποτελώντας παράγοντα καθοριστικό για την άριστη αξιοποίηση και εκμετάλλευση του εδάφους και του κεφαλαίου, ως συντελεστών της παραγωγής, έχει οδηγήσει την κοινωνία σε μία πορεία οικονομικής άνθησης, προόδου και ευημερίας. Με την εργασία, χειρωνακτική και πνευματική, αλλά και με τα μηχανήματα, ο άνθρωπος επεμβαίνει ρυθμιστικά επάνω στην φύση καταρχήν για τη δη­μιουργία αγαθών που είναι απαραίτητα για την επιβίωση και την εξέ­λιξή του⁴¹. Είναι, δε, προφανές πως κατά τη διαδικασία της εργα­σίας τα άτομα δεν έρχονται σε επαφή και σχέση μόνο με τη φύση, όπως αυτή εκφράζεται με τις ποικίλες μορφές της, αλλά και μεταξύ τους. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, δε, αναπτύσσουν διάφορες μορφές σχέσεων, συνεργάζονται, κοινωνικοποιούνται και δομούν πα­ραγωγικές σχέσεις, η μορφή των οποίων προσδιορίζει τους τρόπους συ­σχε­τισμού της εργατικής δύναμης με τα μέσα παραγωγής⁴², επιβε­βαιώνει τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και αναδεικνύει την σημασία της διάκρισης πνευματικής⁴³ και χειρωνακτικής εργασίας για τη διαμόρφωση και κατανόηση τόσο αυτών των σχέσεων όσο και των ιδεολογιών που προέκυψαν για την βιομηχανική εργασία, δηλαδή, της κυρίαρχης και της κριτικοεπαναστατικής⁴⁴. Παρά το γεγονός ότι σήμερα αμφισβητείται έντονα η υπόσταση αυτής καθαυτής της διά­κρισης της εργασίας⁴⁵ σε πνευματική και χειρωνακτική, η σχέση με­ταξύ αυτών των δύο μορφών στη σύγχρονη κοινωνία φαίνεται όχι μόνο να υπάρχει και να λειτουργεί αλλά και να αποκτά μία ιδιαίτερη, νέα ιστορική διάσταση αναδιαμορφώνοντας και το κοινωνικό περιεχό­μενο της εργασίας, εφόσον μέσα στο σύγχρονο πλαίσιο πού κυριαρχεί η νέα τεχνολογία, η διανοητική εργασία εκλαμβάνει μία νέα εν­νοιολόγηση, διαφοροποιούμενη από τις προηγούμενες ιστορικές της μορφές. Ειδικότερα, η διανοητική εργασία, σε αυτή τη φάση ανά­πτυξης της κοινωνίας, τείνει αρχικά να αυτονομηθεί από τη στενή εξάρτησή της από το κεφάλαιο, η οποία και την συνέδεσε ιστορικά με μία εργαλειακή αντίληψη, σύμφωνα με την οποία αποτελούσε δύ­ναμη υποβοηθητική των συμφερόντων του κεφαλαίου. Η προηγού­μενη, πάντως, μεταλλαγή, παρότι σημαντική, εντούτοις δεν επηρεάζει τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί στο πλαίσιο του ίδιου τρόπου παραγωγής, ο οποίος προσδιορίζει και διαμορφώνει τελικά τη σχέση της διανοητικής εργασίας και με τη χει­ρωνακτική, αλλά και με την έννοια της παραγωγικής εργασίας. Πα­ρά τις αλλαγές, δηλαδή, που έχουν συντελεσθεί από την περίοδο της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης μέχρι σήμερα και οι οποίες έχουν οδηγήσει στην μετεξέλιξη της κοινωνίας, η ταξική πάλη παραμένει, όπως υποστηρίζουν πολλοί κοινωνιολόγοι στοχαστές, η βασική αναλυτική κατηγορία και έννοια η οποία προσφέρει ακόμη και στη σημερινή φάση ανάπτυξης του κοινωνίας, το κριτήριο προσδιορι­σμού του κοινωνικού ρόλου της διανοητικής εργασίας⁴⁶.

    Η κατανόηση, όμως, των αλλαγών που συντελούνται στη σύγχρονη κοινωνία προϋποθέτει την προσέγγιση της ιστορικής εξέλιξης της ερ­γασίας και των παραγωγικών σχέσεων. Για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα η εργασία θεωρούνταν ως εξευτελιστική και η αποστασιοποίηση από κάθε μορφή εργασίας αποτελούσε προνόμιο των ευγενών και των ανωτάτων τάξεων. Η εννοιολόγηση της εργασίας, τόσο στον αρχαίο ελληνικό όσο και στο ρωμαϊκό πολιτισμό, ήταν τελείως διαφορετική από ότι σήμερα. Σε αυτές τις κοινωνίες η εργασία θεωρείτο εξευτελιστική ή ατιμωτική πράξη για τους ελεύθερους πολίτες και τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Οι δούλοι ήταν αυτοί οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την εργασία. Η πληθώρα των δούλων και η κατηγοριοποίηση σε ελεύθερους πολίτες και δούλους, διαμόρφωσε την εργασία ως μία έννοια συνδεδεμένη με ευτελή δραστηριότητα, η οποία έπρεπε να ασκείται αποκλειστικά από τους δούλους⁴⁷. Στο πρωτόγονο κοινωνικό σύστημα η βάση των παραγωγικών σχέσεων ήταν η κοινοτική, συλλογική ιδιοκτησία επάνω στα μέ­σα παραγωγής. Όλη η κοινότητα συμμετείχε στην κατοχή των μέσων πα­ραγωγής, προδιαγράφοντας ένα πλαίσιο εργασίας όπου απουσίαζε κά­θε έννοια εκμετάλλευσης. Στο στάδιο αυτό η ανάπτυξη των μέσων πα­ραγωγής ήταν πολύ χαμηλή και έτσι η εργασία που καταναλώνονταν στη διαδικασία παραγωγής ήταν η απολύτως αναγκαία για την ανα­παραγωγή της εργατικής δύναμης, μη αφήνοντας περιθώρια για δη­μιουργία πλεονάσματος. Υπήρχαν κοινότητες από κυνηγούς και συλ­λέκτες τροφής, οι οποίοι, διαμορφώνοντας ένα νομαδικό πρότυπο ορ­γάνωσης, ακολουθούσαν τις αγέλες των άγριων ζώων, προκειμένου να επιβιώσουν⁴⁸. Προς το τέλος αυτής της περιόδου συντελέσθη­κε μία ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο πρόσληψης και αντιμετώπι­σης της εργασίας. Η μεταβολή αυτή στηρίχθηκε στη διαδικασία της ανταλλαγής στην οποία προέβαιναν οι άνθρωποι στο στάδιο αυτό για να καλύψουν τις ανάγκες τους και διαμόρφωσε μία εντελώς διαφο­ρετική στάση απέναντι στον άνθρωπο και την ικανότητά του για ερ­γασία⁴⁹.

    Η χρησιμοποίηση των δούλων διαμόρφωσε μία εντελώς νέα στάση απέναντι στην εργασία. Η εργασία πλέον υποβαθμίσθηκε και ταυ­τίσθηκε με τον δούλο και με την οικειοποίηση αυτού και του προϊόντος της εργασίας του από τον κύριό του. Ο κύριος δεν εργάζεται, εφόσον η εργασία προσιδίαζε στις δραστηριότητες των δούλων. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται μία ελιτιστική στάση που προβάλλει την αποχή από την εργασία ως προνόμιο μίας κοινωνικής μειοψηφίας. Στο δουλοκτητικό σύστημα οι παραγωγικές σχέσεις βασίστηκαν στους δουλοκτήτες οι οποίοι είχαν την ιδιοκτησία των μέσων παραγω­γής και στους δούλους, οι οποίοι αποτελούσαν τους εργαζομένους. Οι δούλοι ήταν μία κοινωνική κατηγορία, η οποία συνήθως συ­ναπαρτίζονταν είτε από μέλη της φυλής τα οποία υποχρεώνονταν να ερ­γάζονται μαζί με τις οικογένειές τους για χρέη που είχαν απέναντι σε άλλα μέλη της κοινωνίας είτε από αιχμαλώτους πολέμου με τους απογόνους τους. Πιέζοντας ο δουλοκτήτης τον δούλο με μη οικονομικά μέσα για εργασία (εφόσον ο δούλος ήταν ιδιοκτησία του κυρίου δεν θεωρούνταν καν άνθρωπος αλλά πράγμα) ιδιοποιούνταν ο ίδιος το πλεόνασμα της παραγωγής⁵⁰. Την περίοδο αυτή η εργασία εκφρά­ζεται κύρια μέσω των δούλων και εξ αυτού του λόγου αποκτά μία ιδιαίτερη εννοιολόγηση. Η σωματική εργασία στην αρχαιότητα ταυτίζονταν αποκλειστικά με τους δούλους, ενώ η πνευματική δραστη­ριότητα, ως ανώτερη μορφή εργασίας, αποτελούσε μονοπώλιο της τάξης των δουλοκτητών. Οι δουλοκτήτες απαλλαγμένοι από την ανάγκη να εργάζονται για την επιβίωση, εφόσον αυτή εξασφαλιζόταν από την εργασία των δούλων⁵¹, μπορούσαν να ασχοληθούν με την πνευματική δραστηριότητα και παραγωγή. Το γεγονός αυτό επέτρεψε σε όλες τις δουλοκτητικές κοινωνίες να αναπτύξουν έναν ανώτερο πνευματικό πολιτισμό.⁵² Η οργάνωση, δηλαδή, της κοινωνίας κα­θώς στηρίχθηκε στην εργασία των δούλων, η οποία μονοπωλιακά ε­ξέ­φραζε και τη σχέση της κοινωνίας με την χειρωνακτική εργασία, επέ­τρεψε την ανάπτυξη των επιστημών, των τεχνών και της φιλοσοφίας από τους ελεύθερους πολίτες⁵³.

    Ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής αποτέλεσε έναν συγκριτικά πιο ανεπτυγμένο τρόπο παραγωγής από τον δουλοκτητικό, στα πλαίσια του οποίου και η στάση απέναντι στις εργαζόμενες τάξεις υπήρξε πιο ανθρώπινη. Παράλληλα, ο τρόπος αυτός οργάνωσης της παραγωγής, ιστορικά προσέφερε τη δυνατότητα για περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στη φεουδαρχία⁵⁴ η βάση των παραγωγικών σχέ­σεων, οι οποίες διαμόρφωναν και τη μορφή της εργασίας, ήταν η ιδιοκτησία του φεουδάρχη επάνω στη γη και στους εργαζόμενους οι οποίοι ήταν δεμένοι με αυτή (δουλοπάροικοι)⁵⁵. Η μορφή με την οποία ο φεουδάρχης εξανάγκαζε τους δουλοπάροικους σε εργασία ήταν και στην περίπτωση αυτή έξω-οικονομική, έχοντας όμως μία ποιοτι­κή διαφορά από την προηγούμενη κατάσταση. Στη φεουδαρχία ο δου­λοπάροικος δεν ήταν δούλος, δεν αντιμετωπιζόταν ως πράγμα, αλ­λά είχε προσωπική εξάρτηση από τον κύριο του. Ο τελευταίος ήταν αυτός ο οποίος ήταν εντέλει ο υψηλός κάτοχος- ιδιοκτήτης της ερ­γασίας του δουλοπάροικου. Η προσωπική σχέση εξάρτησης παρόλα αυτά, παρείχε στον δουλοπάροικο την περιορισμένη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ένα τμήμα της εργατικής του δύναμης προς όφελος του, σε αντιδιαστολή με το δούλο όπου τα πάντα ανήκαν στον κύ­ριό του. Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε για πάρα πολλά χρόνια δε­σμεύοντας παράλληλα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο η εργασία θεωρήθηκε ως «θείο κάλεσμα»⁵⁶, ως «υπη­ρεσία απέναντι στο θεό και την κοινωνία», για αυτό και οι άνθρω­ποι, ενώ έπρεπε να δουλεύουν σκληρά, δεν έπρεπε να απολαμβάνουν τα κέρδη τους, επιδεικνύοντάς τα. Επεκράτησε, δηλαδή, μία συν­τη­ρητική στάση απέναντι στην κατανάλωση⁵⁷ και την προβολή των προϊόντων τα οποία προσέφερε η επενδυμένη με το «θεϊκό» χρί­σμα εργασία. Στο μεταβατικό στάδιο από την φεουδαρχία στον κα­πι­τα­λισμό και ειδικότερα την περίοδο του Μεσαίωνα, παρατηρήθηκε η εμ­φά­νιση στις πόλεις μικρών ομάδων εργασίας, των συντεχνιών, οι οποί­ες αποτελούνταν από τον αρχιτεχνίτη, τους συντεχνίτες και τους μα­θη­τευόμενους⁵⁸. Στη μορφή αυτή οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας, η οικογένεια ήταν η κύρια μορφή εργαζόμενης ομάδας, ενώ ο αρχιτεχνίτης, κατέχοντας τα μέσα παραγωγής καθώς και το χώρο παραγωγής και εργασίας, αποτέλεσε μία επαναστατική δύναμη για την ανατροπή της φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων⁵⁹.

    Η εκβιομηχάνιση, που σηματοδότησε τη μετάβαση στο καπιταλιστικό σύστημα, συνοδεύτηκε από μετακινήσεις μεγάλων ομάδων ερ­γα­ζομένων προς τις πόλεις που ήταν συγκεντρωμένα τα εργοστάσια, προ­κειμένου να συντελεσθεί με μεγαλύτερη οικονομία η παραγωγή⁶⁰. Θεμέλιο αυτού του συστήματος αποτέλεσε η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, που υπήρξε και το προσδιοριστικό στοιχείο των παραγωγικών σχέσεων. Ο εργαζόμενος θεωρείται, πλέον, ως ελεύθερο υποκείμενο, το οποίο, στα πλαίσια ενός νέου καταμερισμού εργασίας⁶¹, μπορεί αυτόβουλα στην αγορά εργασίας να πωλήσει την εργατική του δύναμη. Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως ο εργαζόμενος είναι απόλυτα ελεύθερος να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό. Ο εργάτης εξαναγκάζεται να ενεργήσει έτσι, εφόσον δεν κατέχει ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς μόνη του επιλογή αποτελεί να πωλήσει την εργασία του ως το μόνο εμπόρευμα, το οποίο διαθέτει και μπορεί να ανταλλάξει στην «ελεύθερη» αγορά⁶². Η νέα αυτή μορφή εξαναγκασμού για εργασία, η οποία είναι πλέον οικονομική, εξασφαλίζει στο σύστημα και σε αυτούς οι οποίοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής πληθώρα εργατικών χεριών. Αποτέλεσμα αυτού του οικονομικού εξαναγκασμού είναι να θεωρείται και η εργατική δύναμη ως ένα εμπόρευμα, το οποίο μπορεί να βρεθεί στην αγορά δίπλα σε άλλα αγαθά, σε άλλα προϊόντα εργασίας τα οποία έχουν πάρει τη μορφή εμπορευμάτων. Αυτό που κατέχει ο εργαζόμενος σε αυτή «την ιδιόμορφη διαπραγμάτευση» είναι η εργατική του δύναμη, την οποία και παρέχει σε κάποιον άλλον έναντι αμοιβής για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στην συναλλαγή με τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, ο εργαζόμενος πωλεί την εργατική του δύναμη. Από το σημείο αυτό και πέρα η εργασία αλλά και το προϊόν της δεν ανήκουν στον εργαζόμενο, αλλά στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, ο οποίος έχει αγοράσει και «εκμεταλλεύεται» την εργατική δύναμη. Την εντονότερη, ίσως, κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα άσκησε η μαρξιστική θεωρία. Σύμφωνα, δε, με αυτήν, η σχέση ανταλλαγής και πώλησης αποτελεί τη βάση επάνω στην οποία στηρίζονται, δομούνται και λειτουργούν οι καπιταλιστικές δομές. Το «κεφάλαιο» συνδέεται άμεσα με την εκμετάλλευση του εργάτη. Η εκμετάλλευση, δε, αυτή είναι που αποφέρει κέρδη στο κεφάλαιο, το οποίο, έχοντας αγοράσει το σύνολο της εργατικής του δύναμης, αποδίδει στον εργάτη ένα μόνο τμήμα της αξίας της εργασίας του. Το υπόλοιπο, «το απλήρωτο ποσό» της εργασίας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των αγαθών είναι η «υπεραξία», η οποία παραμένει στο κεφάλαιο και αποτελεί τα κέρδη των κατόχων των μέσων παραγωγής. Η αναπαραγωγή της υπεραξίας, η οποία αποτελεί και την πεμπτουσία της αναπαραγωγής του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, υπάρχει εφόσον ο εργαζόμενος διαθέτει εκ νέου την εργατική του δύναμη προς πώληση στην αγορά προκειμένου να αποκτήσει τα αναγκαία για την επιβίωσή του. Αν δεν αναπαράγεται η υπεραξία δεν αναπαράγεται το κεφάλαιο. Επομένως, γίνεται κατανοητό το πόσο σημαντική, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, είναι η θέση ότι η εργασία, μετατρεπόμενη σε εμπόρευμα προς πώληση, αποτελεί τη βάση λειτουργίας και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Η κατάσταση αυτή, ενώ από ορισμένους κυρίως φιλελεύθερους στοχαστές θεωρήθηκε ως μία δίκαια ανταλλαγή, εφόσον ο μισθός του εργάτη αποτελεί την πληρωμή για την εργασία την οποία αυτός δαπάνησε, δέχτηκε την έντονη κριτική των μαρξιστών θεωρητικών οι οποίοι υποστήριξαν ότι η εργασία του εργάτη δεν πληρώνεται ολόκληρη και ένα ποσοστό αυτής «μένει απλήρωτο», προσφέροντας στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής το οικονομικό κέρδος. Με το μετασχηματισμό, δε, της εργασίας σε εμπόρευμα συντελείται και η απανθρωποποίησή της, εφόσον αυτή αποβάλλει πλέον τον ανθρώπινο χαρακτήρα της και γίνεται, όπως και όλα τα άλλα εμπορεύματα, αντικείμενο σύμβασης και συμφωνίας. Η αφετηρία αυτής της κριτικής βρίσκεται στην θέση ότι η παραγωγή «των αξιών χρήσης» παίρνει τη γενικευμένη μορφή της παραγωγής εμπορευμάτων, η οποία έχει ως τελικό στόχο την ανταλλαγή προϊόντων και όχι την κατανάλωση χρήσιμων αγαθών. Η ιδιαίτερη, δε, ουσία των εμπορευμάτων δεν είναι η χρηστική αξία που αυτά έχουν όταν καταναλώνονται, αλλά η ανταλλακτική αξία που αυτά αποκτούν όταν πωλούνται στην αγορά. Η αγοροπωλησία αυτή στην αγορά, η οποία στηρίζεται στην ανταλλακτική αξία, αποτελεί την αποκρυστάλλωση συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων, σχέσεων μεταξύ υποκείμενων, οι οποίες αναπόφευκτα παίρνουν τη μορφή ποσοτικών σχέσεων εμπορευμάτων. Βέβαια για να αποτελέσει ένα αγαθό αντικείμενο αγοροπωλησίας θα πρέπει να έχει χρηστική αξία, να είναι δηλαδή κατασκευασμένο για να καλύπτει κάποιες ανάγκες. Η ικανοποίηση, όμως, της κάλυψης της ανάγκης διαμεσολαβείται από την αγορά, η οποία προηγείται χρονικά. Στη διαμεσολάβηση αυτή τον κυρίαρχο ρόλο για την αγορά τον έχει το χρήμα, το οποίο αποτελεί το σημείο συνάντησης και επικοινωνίας πωλητών και αγοραστών. Το αποτέλεσμα, δε, όλης αυτής της διαδικασίας είναι ότι στην καπιταλιστική κοινωνία ο άμεσος παραγωγός του προϊόντος και ο καταναλωτής του δεν αποτελούν το ίδιο υποκείμενο. Η αγορά είναι ο μηχανισμός εξισορρόπησης της παραγωγής. Η κατάσταση αυτή, η οποία ισχύει για όλα τα προϊόντα στην καπιταλιστική κοινωνία, προδιαγράφει και τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται, πωλείται και αγοράζεται η εργασία. Τα στοιχεία, δε, αυτά μεταβάλλοντας, σύμφωνα με την μαρξιστική κριτική, το νόημα της εργασίας, την αναγορεύουν σε στοιχείο χειραγώγησης και όχι σε δύναμη απελευθερωτική για τον άνθρωπο, όπως θα έπρεπε να είναι⁶³.

    1.3. Η Σύγχρονη Διάσταση

    Η κοινωνιολογική σκέψη, όμως, έχοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις λειτουργικές σχέσεις ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος, έχει ασχοληθεί κατεξοχήν και με φαινόμενα που συνδέονται και με την έννοια της μη εργασίας, κατάστασης, την οποία η βιβλιογραφία θεωρεί ανεξάρτητη από τον ελεύθερο χρόνο, που προκύπτει είτε από φυσική ανικανότητα είτε από παρασιτισμό είτε από απουσία προσφοράς εργασίας⁶⁴. Πολλοί, δε στοχαστές από παλιά διετύπωσαν απόψεις για αυτά τα φαινόμενα και ιδίως για την ανεργία⁶⁵. Ειδικότερα, ο

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1