Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ησυχασμός: Η Δροσοβόλος Κάμινος της Καρδιάς
Ησυχασμός: Η Δροσοβόλος Κάμινος της Καρδιάς
Ησυχασμός: Η Δροσοβόλος Κάμινος της Καρδιάς
Ebook549 pages7 hours

Ησυχασμός: Η Δροσοβόλος Κάμινος της Καρδιάς

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ μέθοδο ὁ ἀσκητὴς στήνει φρουροὺς στὶς εἰσόδους τῆς ψυχῆς του, δηλαδὴ στὶς αἰσθήσεις, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ εἰσέλθει ὁ ἐχθρὸς νὰ τὸν πειράξει, ὅπως τοὺς Πρωτοπλάστους, καὶ νὰ συλήσει τὸν Παράδεισο στὴν καρδιά του. Τὰ Χερουβὶμ ποὺ φυλάσσουν τώρα τὸν τόπο τῆς καρδιᾶς εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἔχοντας ὡς ἀκατάβλητη «φλογίνη ρομφαία» τὸ Ὄνομα τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ. Καὶ ἂν ὁ Θεὸς εὐδοκεῖ νὰ κάνει τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου «τόπον ἐμφανείας τῆς δόξης Αὐτοῦ», ποιά μεγαλύτερη τιμὴ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει ὁ θνητὸς στὸν Μεγάλο Βασιλέα ἀπὸ τὸ νὰ στήσει τὸν νοῦ του στὸν τόπο ποὺ ἔστησαν οἱ πόδες Του, στὸ ὑποπόδιο τῶν ποδῶν Του, στὴν καρδιά του;
LanguageΕλληνικά
Release dateJan 18, 2022
ISBN9791220887809
Ησυχασμός: Η Δροσοβόλος Κάμινος της Καρδιάς

Read more from Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας (Ζάχαρου)

Related to Ησυχασμός

Related ebooks

Reviews for Ησυχασμός

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ησυχασμός - Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας (Ζάχαρου)

    Πρόλογος

    «Πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν

    ἐκ γὰρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς» (Παροιμ. 4,23)

    Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς ἥλιος, ποὺ φωτίζει τὰ σύμπαντα. Κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν προσταγμάτων Του γνωρίζουμε τὴν ἀπλανὴ ὁδὸ πρὸς τὸν Πατέρα. Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του κατήρτησε πάνω στὴ γῆ τὸ ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ μέσα στοὺς κόλπους της ἔπηξε τὸν μοναχισμὸ ὡς ρίζα ἁγία, ποὺ ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὣς τὶς ἡμέρες μας ἀποδίδει καρποὺς εὐκλεεῖς, τοὺς ὁσίους καὶ θεοφόρους Πατέρες μας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ μᾶς κληροδοτήθηκε ἡ ἁγία ὁδὸς τοῦ Ἡσυχασμοῦ.

    Ἡ ἡσυχαστικὴ προσευχὴ συνιστᾶ τὴν καρδιὰ τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς παραδόσεως. Ὁ Ἡσυχασμὸς εἶναι τὸ «ἐνδότατον σῶμα» τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ «ἅλας τῆς γῆς» καὶ ἡ «κατέχουσα δύναμις» ποὺ διαφυλάττει τὸν κόσμο.

    Ἡ οὐσία τοῦ Ἡσυχασμοῦ ἔγκειται στὴ φυλακὴ τῆς καρδιᾶς ἀπὸ κάθε ἀλλότρια ἐπίδραση, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ παρασταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ «καθαρὴ προσευχή».

    Στὸν δύσκολο αὐτὸν ἀγώνα ὁ Κύριος ἐκπλήττει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἀπρόσμενη καὶ φωσφόρο ἀνατολὴ τῆς χάριτός Του μέσα στὸν θαυμαστὸ τόπο τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς. Τότε εἶναι ποὺ ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομεῖται σὲ ἀχειροποίητο ναὸ τῆς Θεότητας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὸν ἀληθινὸ προορισμό του. Μὲ τὴν ἕνωση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς ὁ κάθε πιστὸς βρίσκει πραγματικὰ τὸν ἑαυτό του στὸ πιὸ ἐνδόμυχο βάθος του καὶ ὡς νοῦς «θεοείκελος», ὡς ἀθάνατη ὑπόσταση, βλέπει ἀοράτως τὸν Θεό. Ἡ θεωρία αὐτὴ πλαταίνει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν καθιστᾶ ἱκανὴ νὰ ἀγκαλιάσει γῆ καὶ οὐρανό, καὶ τότε ὁ «ὄντως ἄνθρωπος» ἐξέρχεται στὴν «ὄντως ἐργασίαν αὐτοῦ», ποὺ εἶναι ἡ ὑποστατικὴ προσευχὴ καὶ μεσιτεία γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Μιὰ τέτοια προσευχὴ ἀποτελεῖ σημεῖο ὅτι ἀποκαθίσταται μέσα μας ἐκείνη ἡ «εἰκών», ἡ ὁποία δόθηκε ἐξαρχῆς στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δημιουργία του.

    Πράγματι, ὡραῖος εἶναι ὁ κόσμος, δημιούργημα τοῦ μεγάλου Θεοῦ· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ θαυμάσιο ἀπὸ τὸν «κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον», τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, τὸν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.

    Τὰ κείμενα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἔχουν «συνερανισθεῖ» μέσα ἀπὸ ἕνα ἀρχεῖο σαράντα καὶ πλέον ἐτῶν διακονίας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ συνείδησή μας κατὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ποιότητά τους συνιστοῦν μιὰ μικρὴ Φιλοκαλία. Εὐγνωμονοῦμε τὸν Σεβαστὸ Γέροντά μας Ἀρχιμανδρίτη Ζαχαρία γι’αὐτὴν τὴ μερίδα ἀγάπης ποὺ καταθέτει στὴν κοινωνία τῶν χαρισμάτων ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐξάγοντας καινὰ καὶ παλαιὰ ἐκ τοῦ θησαυροῦ τῆς ψυχῆς του. Ταπεινὰ εὐχόμαστε ὁ Κύριος νὰ τὸν περικρατεῖ, ὥστε νὰ συνεχίσει νὰ διακονεῖ μὲ τὸν βίο καὶ τὸν λόγο του τὸ ποθεινότερο καὶ μεγαλειωδέστερο θαῦμα σὲ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ἕνωση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ αἰώνιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

    Ὁ Καθηγούμενος

    τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ

    † Ἀρχιμανδρίτης Πέτρος

    Σχολάσατε καὶ γνῶτε

    Ἡσυχασμὸς εἶναι ἡ ἐκζήτηση τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ στὴ σιωπὴ καὶ τὴ μόνωση. Ἡσυχαστὴς εἶναι ἐκεῖνος πού, ἀφοῦ ἔκανε τὴν ἐξωτερικὴ καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου, διαμένει ἀκατάπαυστα στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ προσκαρτερεῖ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. «Μόνος μόνῳ συζῇ ἑαυτῷ καὶ διὰ τῆς ἡσυχίας ἀμετεωρίστως τῇ θεωρίᾳ τῶν ἀοράτων ἐνατενίζει».

    Ἡ μονολόγιστη εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», συνιστᾶ τὸ μέσο κοινωνίας μὲ τὸν Θεό· εἶναι ὁ τρόπος τοῦ «ἀδιαλείπτως ἔχεσθαι τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ»¹. Καὶ ἡ θεία ἐνέργεια καθαρίζει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, τὰ ἑνοποιεῖ καὶ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο εὔθετο γιὰ τὴν παράστασή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐσωτερικὴ ἡσυχία εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνη τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν ὑπομένει μερισμὸ ἢ διαίρεση. Ἢ εἶναι πλήρης ἢ δὲν ὑπάρχει. Ὁ τόπος τῆς προσευχῆς καὶ τὸ πεδίο τοῦ ἀγώνα εἶναι τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μὲ κέντρο τὴν καρδιά.

    Ἡ προσευχὴ ἐν γένει ἀπαιτεῖ πολλὴ ἠρεμία καὶ ἡσυχία. Μητέρα τῆς ἡσυχίας εἶναι ἡ ἔρημος καὶ προϋπόθεσή της εἶναι ἡ πίστη καὶ ἡ μὲ ἐμπιστοσύνη παράθεση τῶν πάντων στὰ κραταιὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀμεριμνία τῆς ἡσυχίας δὲν σημαίνει ἀκηδία οὔτε ὑπερήφανη αὐτάρκεια, ἀλλὰ εὐαγγελικὴ ἐμπιστοσύνη στὴν περιποίηση τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἡσυχία δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀποσυρόμενος σὲ ἔρημους τόπους γιὰ προσευχή.

    Ἡ ἔρημος εἶναι ὁ τόπος καταφυγῆς τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ καὶ ὁ τόπος ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται καὶ σώζει. Ἡ ἔρημος εἶναι ὁ τόπος τῶν πειρασμῶν, ἀλλὰ καὶ ὁ τόπος ὅπου φανερώνεται λαμπρότερα ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔρημος εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἔφερε τὴ ζωή.

    Ὅπως οἱ Ποιμένες δέχθηκαν τὸν Χριστὸ στὴν ἡσυχία, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς ἀθλητὴς στὴν ἡσυχία δέχεται τὶς ἀκτίνες τοῦ Φωτός Του, ποὺ εἶναι τὸ ἀπόλυτο καὶ ὑπερβατικὸ Ἀγαθό. Ὁ ἀσπαζόμενος τὴν ἡσυχία εἰσδύει στὸ βάθος τῶν μυστηρίων τοῦ κτιστοῦ καὶ τοῦ ἀκτίστου εἶναι. Ἂν ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶχε ἁρπαχθεῖ στὴ μακάρια ἡσυχία τοῦ Παραδείσου, δὲν θὰ εἶχε ἀκούσει ἄρρητα ρήματα οὔτε θὰ εἶχε γνωρίσει τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος. Μόνον τὸ αὐτὶ τῆς ἡσυχίας εἶναι ἱκανὸ νὰ ἀφουγκρασθεῖ τὰ θαυμαστὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ².

    Ἡ ἡσυχία εἶναι ὁ τόπος τῆς θεωρίας. Ἡ θεωρία ὅμως ἀπαιτεῖ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴ φαντασία, καὶ τὴ διείσδυση τῆς προσευχῆς σὲ ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Γι’αὐτὸ καὶ ἡσυχαστὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει γίνει ὅλος προσευχή.

    Ὁ Πρόδρομος ἦλθε γιὰ νὰ μαρτυρήσει στὴν ἔρημο τὴν πρώτη παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ μοναχοὶ φεύγουν στὴν ἔρημο νὰ προαναγγείλουν τὸν δεύτερο ἐρχομό Του, συγκρουόμενοι μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ ἀντιχρίστου. Οἱ μοναχοὶ βεβαιώνουν ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἡ εὐλογημένη Βασιλεία δὲν εἶναι κοινωνικὸ ἢ πολιτικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας· εἶναι ἡ ἴδια ἡ Παρουσία τοῦ Θεοῦ.

    Ὁ μοναχὸς ποὺ μένει ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ τρίβεται μὲ ἀνθρώπους τοῦ παρόντος αἰῶνος, χάνει τὸν τόνο τῆς ἡσυχίας. «Ἡσυχία ἐστί, τὸ καθεσθῆναι ἐν τῷ κελλίῳ μετὰ φόβου καὶ γνώσεως Θεοῦ, ἀπεχόμενος μνησικακίας καὶ ὑψηλοφροσύνης»³.

    Ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ ἡ πρόληψη τῆς αἰωνιότητας ἐπὶ τῆς γῆς. Εἶναι ἡ ἀγαθὴ μερίδα, ποὺ ἐπέλεξε ἡ Μαρία, καὶ ποὺ ἐπαίνεσε ὁ Κύριος. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ κοντά Του γιὰ ἡσυχία καὶ ἀνάπαυση⁴.

    Ἡσυχασμὸς σημαίνει τὴ νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῶν παθῶν· σημαίνει τὴν ἀνάπαυση τοῦ Πνεύματος στὸν νυμφώνα τῆς καρδιᾶς του. Εἶναι ἄσκηση διττοῦ χαρακτήρα, ἀφενὸς ἀποθέσεως, ἀπεκδύσεως, ἀρνήσεως, καὶ ἀφετέρου προσλήψεως, ἐπενδύσεως καὶ ἀποδοχῆς πληρώματος. Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν εὔδιο λιμένα τῆς ἡσυχίας, χωρὶς πρῶτα νὰ γίνει ὁ «διαμεμενηκὼς μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς Αὐτοῦ»⁵, νὰ ἀνέβει στὸν σταυρὸ μὲ τὸν Κύριο, νὰ νεκρωθεῖ τελείως πρὸς τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει μέτοχος στὴν πληρότητα τῆς ζωῆς Του.

    Ἡ ἡσυχία στηρίζεται στὴν ταπείνωση, τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εἰλικρινὴ καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιὰ ὅλους. Στόχος της εἶναι ἡ ἀπάθεια, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀποσβέσεως κάθε πάθους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς κυριαρχίας πάνω στὶς κατώτερες τάσεις τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μεταποιήσεως τῶν δυνάμεών της στὸ ἔνθεο πάθος τῆς θείας ἀγάπης.

    Ἡ ἡσυχία εἶναι τὸ ἔπαθλο τῆς τηρήσεως τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ ὁδηγεῖ στὴν τέλεια ἀγάπη καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ.

    «Ἡσυχαστής ἐστιν, ὁ τὸ ἀσώματον ἐν σωματικῷ οἴκῳ περιορίζειν φιλονεικῶν, τὸ παραδοξότατον»⁶.

    «Ἡσυχαστής ἐστιν ὁ βοήσας ἐναργῶς· ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός. Ἡσυχαστής ἐστιν ἐκεῖνος ὁ εἰπών· ἐγὼ καθεύδω, καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ»⁷.

    Οἱ μάρτυρες σὲ μιὰ στιγμὴ ἀψήφησαν τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἔλαβαν τὸν στέφανο τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ δοξασμοῦ καὶ εἰσῆλθαν θριαμβευτικὰ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τὸ καθημερινὸ ὅμως μαρτύριο τῶν ἀσκητῶν ἡσυχαστῶν νὰ κρατοῦν γιὰ δεκαετίες τὸν «νοῦν τὸν ἀκράτητον» συνεχῶς στὰ στήθη τους ἐπικαλούμενοι τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι ἀπερίγραπτο καὶ ἀκατάληπτο στοὺς ἀλλότριους ὀφθαλμούς.

    Ἡ φρικτὴ ἀδιάλειπτη προσεδρία τοῦ νοῦ στὴν καρδιὰ ἀπαιτεῖ μεγάλη ὑπομονή, καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν εἶναι παθητική. Προϋποθέτει τὴν ὁλοσχερὴ σταύρωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπαιτεῖ νὰ βαστάζει αὐτὸς πάντοτε στὸ σῶμα του «τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ»⁸, νὰ εἶναι «φίλος τοῦ Σταυροῦ», νὰ φέρει καρδιὰ περιτετμημένη καὶ ἀλγοῦσα μὲ πόνο ἀκατάσχετο ἀλλὰ συνάμα φωτεινὸ καὶ γλυκύ. Βαστάζοντας μὲ ἀνδρεία τὸν σταυρὸ τῆς μετανοίας ὁ ἀσκητὴς ρίχνει τὸν νοῦ σὰν ἄγκυρα στὸν κόρφο του. Ὁ νοῦς ἐμβαπτίζεται στὴν πεπυρωμένη κάμινο τῆς καρδιᾶς ὡς στὴν ἄφλεκτη βάτο. Καθαίρεται, ἀλλὰ δὲν ἀποτεφρώνεται. Λαμπρύνεται καὶ γοργὸς σὰν ἀστραπὴ διασχίζει τοὺς αἰῶνες. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς παραινεῖ: «Κράτα τὸν νοῦ στὴν καρδιὰ καὶ στὸν ἅδη»⁹.

    Στοὺς ἡσυχαστὲς ἀπευθυνόταν ὁ μακαρισμὸς τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»¹⁰. Καὶ ἐνῶ ἡ ὅραση τοῦ Μωυσῆ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάλυμμα, ἐν Χριστῷ «ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος»¹¹.


    1 Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 1, 30, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 491.

    2 Βλ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ 27, 24, ἔκδ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 112009, σ. 339.

    3 Βλ. Ἀββᾶ Ρούφου, Ἀποφθέγματα ἁγίων καὶ ὁσίων Πατέρων, PG 65,389BC.

    4 Πρβλ. Ματθ. 11,28.

    5 Βλ. Λουκ. 22,28.

    6 Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ 27, 5, σ. 336.

    7 Ὅ.π., 27, 16, σ. 337.

    8 Βλ. Γαλ. 6,17.

    9 Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας ¹⁸2020, σ. 586.

    10 Ματθ. 5,8.

    11 Β’ Κορ. 3,18.

    Ἀνακαινιζόμενοι μὲ τὴν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση

    τοῦ Ὀνόματος Ἰησοῦ

    Ὁ Θεός, «ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου δόξης καὶ ἐπιβλέπων ἀβύσσους», εἶναι «ἄναρχος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀπερίγραπτος, ἀναλλοίωτος». Ὡστόσο, οἱ Ἅγιοι κάνουν λόγο γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶδαν, ποὺ ἄκουσαν, ποὺ ψηλάφησαν. Διηγοῦνται γιὰ ἕνα συγκεκριμένο γεγονὸς καὶ μιὰ συνάντηση. Ναὶ μὲν ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέκφραστη καὶ ἀπρόσιτη, ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ βαστάζει τὸ Ὄνομά Του καὶ μετέχει στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νὰ γίνει σὲ μικρότερο ἢ μεγαλύτερο βαθμὸ κοινωνὸς αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς γνώσεως ποὺ ἐναποκρύβει.

    Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσή Του¹. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ νὰ γνωρίζει τὸν Θεό, τὸ ἀρχέτυπό του, τὸν Δημιουργό του, Ἐκεῖνον ποὺ ἦλθε ὁ Ἴδιος αὐτοπροσώπως γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ πλάσμα Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τὸ ἐξαγοράσει ἀπὸ τὸν θάνατο μὲ τίμημα τὸ ἴδιό Του τὸ Αἷμα. Ἑπομένως, γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι χτισμένος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει κάτι πιὸ φυσικὸ ἀπὸ τὸ νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ καὶ νὰ διαθέτει τὴ δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσει· δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ φυσικὸ ἀπὸ τὸ νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ καὶ νὰ φέρει στὰ βάθη τοῦ εἶναι του τὴ ζωντανὴ αἴσθηση τῆς παρουσίας Του.

    Ἡ προσευχὴ ἑπομένως συνιστᾶ φανέρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἄλλο κτίσμα δὲν προσεύχεται καὶ ἡ προσευχὴ ἀποτελεῖ τὸ μέσο ποὺ κρατάει τὸν ἄνθρωπο σὲ ζωοποιὸ κοινωνία μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ Θεό του. Διατηρώντας ὁ ἄνθρωπος ζωντανὴ τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό μέσῳ τῆς προσευχῆς, ἐπικαλούμενος συνεχῶς τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ ἀναφέροντας σὲ Αὐτὸν ὅλα τὰ θέματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν, ὅλη του τὴν ὕπαρξη, ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή του, μυεῖται σταδιακὰ νὰ παρίσταται στὴν παρουσία Του, ἡ ὁποία εἶναι ζωοποιός, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τοῦ μεταδίδει ζωὴ παρατείνοντας τὶς ἡμέρες του, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο, διότι τοῦ μεταδίδει τὸ «περισσὸν» τῆς ζωῆς, δηλαδή, τὸν ἀφθαρτοποιεῖ.

    Ἡ προσευχὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀνώτερη καὶ πιὸ ὑψηλὴ ἔκφραση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, ἤ, σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, «ἡ προσευχὴ εἶναι ἀτελεύτητη δημιουργία, ἀνώτερη ἀπὸ κάθε τέχνη ἢ ἐπιστήμη»², εἶναι «ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ οὐρανοῦ»³, «ἐνέργεια ἄφθαρτη καὶ ἀκατάλυτη»⁴, «τὸ ἀσφαλέστερο μέσο γιὰ τὴ ζῶσα καὶ ἀναφαίρετη γνώση τοῦ Θεοῦ»⁵. Ὅπως ὅμως ὅλες οἱ ἀρετές, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἀποτελεῖ προκαταρκτικὸ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις, γιὰ νὰ μπορέσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ εὕρει δίοδο καὶ νὰ εἰσέλθει στὴν ψυχή του. Γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ἡ προσευχὴ ἀποτελεῖ τὸ μέσο ἑνώσεως μὲ τὸν ἀγαπημένο Θεό. Μὲ τὴν προσευχὴ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος κάνει τὴν ἀπαιτούμενη προεργασία, εὐπρεπίζει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, ὥστε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ εὕρει στὴν καρδιά του τόπο καταπαύσεως.

    Ἐὰν ὁ ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς ἀναφέρει στὸν Θεὸ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο, «ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις, ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει»⁶, θὰ ἐπισκιάσει μὲ τὴ χάρη Του ὅλη του τὴν ὕπαρξη καὶ θὰ ἁγιάσει ὅλο του τὸ εἶναι. Ἂν πάλι ἀναφέρει μόνον ἕνα μέρος, θὰ πάρει μιὰ μικρὴ εὐλογία γιὰ τὸ μικρὸ αὐτὸ μέρος τοῦ εἶναι του ποὺ ἀνύψωσε μπροστὰ στὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή⁷. «Ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ θερίσει».

    Μὲ τὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνει καὶ παρουσιάζει τὸ πνεῦμα του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δὲν κατεβάζει τὸν Θεὸ στὸν ἑαυτό του, ὁ ἴδιος δίνει φορὰ στὸν νοῦ καὶ στὸ πνεῦμα του πρὸς τὸν οὐρανό. Ὅπως ὅταν ἔχουμε μιὰ βάρκα δεμένη σὲ ἕνα βράχο καὶ τραβοῦμε τὸ σκοινί, ἡ βάρκα προσεγγίζει μέχρι νὰ φθάσει καὶ νὰ κολλήσει πάνω στὸν βράχο, ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὴν προσευχή.

    Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου βεβαρυμένο μετὰ τὴν πτώση, ρέπει μὲ ὁρμὴ πρὸς τὰ κάτω. Μὲ τὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος κρατάει συνεχῶς σὲ ἀνάταση τὸ πνεῦμα του, ὥσπου νὰ φθάσει νὰ κάνει μιὰ ἐπαφὴ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν αὐτὴ ἡ ἐπαφὴ ἐπιτευχθεῖ, μεταδίδεται στὸν προσευχόμενο δύναμη καὶ χάρη. Τότε ἡ προσευχὴ ἀλλάζει μορφή, καὶ γίνεται δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, διότι κατ’ οὐσίαν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς προσεύχεται μέσα του. Τὸ παράδοξο γεγονὸς αὐτὸ ἔλαβε χώρα κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ὅταν μὲ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν πλέον νὰ ἐπικαλοῦνται θεοπρεπῶς τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἔλαβαν Πνεῦμα Ἅγιο, γιὰ νὰ «ὑπερεντυγχάνῃ ὑπὲρ αὐτῶν», ὥστε νὰ μποροῦν νὰ κράζουν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους, «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ», καὶ νὰ κράζουν «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», δηλαδὴ μὲ στεναγμοὺς ποὺ δὲν ἐκφράζονται μὲ φθόγγους ἀνθρώπινης γλώσσας⁸.

    Ἡ ἀληθινὴ προσευχή, ποὺ ἑνώνει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δωρεὰ ἄνωθεν. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἀγώνα τῆς προσευχῆς του συνεχῶς κοπιάζει νὰ ἀποσπάσει τὸν νοῦ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ τὸν μεταθέσει στὸν οὐρανό, νὰ ἀνατείνει ἐν γένει ὅλο του τὸ εἶναι πρὸς τὰ ἄνω. Ἐντούτοις, ἐναπόκειται στὴν ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ πότε θὰ εὐδοκήσει νὰ τὸν ἐπισκιάσει καὶ νὰ τὸν περιβάλει μὲ τὴ χάρη Του, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινὴ προσευχή, ποὺ εἶναι παράσταση τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ.

    Ἡ κάθε ἁμαρτία ἀμαυρώνει τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεό, καθὼς τὸν κάνει νὰ ξεχνᾶ τὸν Δημιουργό του, καταποντίζοντάς τον στὴ λήθη τοῦ Θεοῦ. Τὸ πάθος αὐτὸ σφαγιάζει κυριολεκτικὰ τὴν ψυχή, διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος λησμονήσει τὸν Θεὸ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ὑπόλογος σὲ Αὐτόν, καταντᾶ ἕρμαιο στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ καὶ «ἐπίχαρμα τῶν δαιμόνων». Ἀντιθέτως, ὅταν διατηρεῖ ζωντανὴ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἀγωνίζεται νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές, γίνεται δεκτικὸς τῆς βοήθειάς Του καὶ ἱκανὸς νὰ νικήσει κάθε πειρασμό, διότι «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν αὐτῷ ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ»⁹. Μὲ τὴν προσευχὴ λαμβάνει χώρα ἕνας συνεχὴς διάλογος μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ποὺ σταδιακὰ προσεγγίζει τὸ κτίσμα στὸν Δημιουργό του.

    Οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαβὶδ ἀποτελοῦν ζωντανὸ παράδειγμα συνομιλίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ σὲ κάθε περίσταση. Περιέχουν ἐκφρασμένες σὲ ἕνα διάλογο μὲ τὸν Κύριο τὴν κλίμακα τῶν καταστάσεων ποὺ βιώνει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου στὸ διάβα τῆς ζωῆς του, χαρὰ ἢ ἀπελπισία, μακαριότητα ἢ ἄκρα ἀπόγνωση. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀνάγει στὸν Οὐρανὸ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε τίποτε σὲ αὐτὴ νὰ μὴ μείνει ἀλύτρωτο. Μὲ τὴν προσευχὴ ἐπίσης κατέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς εἰρήνης ἡ εὐλογία, ποὺ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο «ὁλοτελῆ», καὶ ἔτσι ἀκέραιος, πνεῦμα, ψυχὴ καὶ σῶμα, παρίσταται ἀμέμπτως στὴν παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ¹⁰.

    Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἄδικου κριτῆ καὶ τῆς χήρας ἔδωσε τὴν ἐντολή: «Πάντοτε προσεύχεσθαι καὶ μὴ ἐκκακεῖν»¹¹. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης στὴν Πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴ ἐπαναλαμβάνει μὲ ἔμφαση αὐτὴν τὴν ἐντολὴ μὲ τὴν προτροπή, «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»¹². Ὁ Κύριος καὶ ὁ Ἀπόστολός Του μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους ὑπονοοῦν ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν εἶναι κάτι τὸ οὐτοπικὸ ποὺ συνέλαβε μιὰ τολμηρὴ φαντασία, ἀλλὰ ἡ φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, ὅτι εἶναι λογικὸ κτίσμα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἰσχύει ὅτι, ἡ προσευχὴ εἶναι περισσότερο ἀναγκαία ἀπὸ τὴν ἀναπνοή του· «εὐκταῖον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον»¹³.

    Οἱ Χριστιανοὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ἔδωσαν διάφορες ἑρμηνεῖες γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Κάποιοι μὲ φιλοσοφικὲς τάσεις ὑποστήριξαν ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ συνίσταται στὴν ἐπίγνωση ὅτι χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τίποτε δὲν γίνεται. Βεβαίως, ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος μὲ σαφήνεια ἐξηγεῖ ὅτι «καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσιν ὅτι ὁ Θεὸς εἷς ἐστι καὶ φρίσσουσιν»¹⁴, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ κρύα πεποίθηση οὔτε στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται διὰ ἀγάπης ὁδηγεῖ, οὔτε πολὺ περισσότερο σώζει. Ἄλλοι πάλι θεώρησαν ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ταυτίζεται μὲ τὴ συχνὴ προσευχή, δηλαδὴ τὴν κατὰ πυκνὰ διαστήματα προσευχὴ στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας. Ὑπάρχουν ὅμως μερικοί, ποὺ δὲν δίστασαν νὰ πάρουν αὐτὴν τὴν «πλατεῖα σφόδρα»¹⁵ ἐντολὴ κατὰ γράμμα.

    Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες εἶναι χάρισμα ἄνωθεν, εἶναι ἐκείνη ἡ προσευχὴ ποὺ δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, οὔτε ἡμέρα οὔτε νύχτα. Ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν πυκνὴ προσευχή, ὅταν ὁ πιστὸς ἀγωνίζεται νὰ ἐπικαλεῖται μὲ τέλεια αὐταπάρνηση τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀκατάπαυστα ὅλες τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Ἔρχεται ὥρα ποὺ ὁ Κύριος διακρίνει ὅτι εἶναι καιρὸς νὰ τοῦ παράσχει τὸ χάρισμα νὰ τελεῖται ἡ προσευχὴ μέσα του μὲ ἕναν τρόπο φυσικό, αὐτοενέργητο, ὅπως πάλλεται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς αὐτὸς νὰ καταβάλλει συνειδητὴ προσπάθεια. Τότε πλέον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο προσεύχεται ἀσταμάτητα στὰ βάθη τοῦ πιστοῦ. «Καθεύδει (ὁ ἄνθρωπος) καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ ἀγρυπνεῖ»¹⁶· ἡ καρδιά του κράζει πρὸς τὸν Θεό, «ἀββᾶ ὁ Πατήρ».

    Οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες Ἅγιοι, ὡς φορεῖς αὐτῆς τῆς ἀδιάψευστης ἀλήθειας, τὴ μαρτυροῦν μὲ τὸν βίο καὶ τὰ ἔργα τους. Ἐνδεικτικὴ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου. Στὴ νεότητά του, πρὶν τὸν ἀναδείξει ὁ Θεὸς ἐπίσκοπο στὴν Κύπρο, ἀσκήτεψε στὴν Παλαιστίνη. Κάποια στιγμὴ ἐπέστρεψε γιὰ προσκύνημα στὰ μέρη τῆς μετανοίας του καὶ ἐπισκέφθηκε ἕνα μοναστήρι, ὅπου ὁ Ἡγούμενος τὸν ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια καὶ τοῦ εἶπε, «Ἁγιώτατε Πάτερ, στὴ μονή μας προσευχόμαστε τηρώντας μὲ ἐπιμέλεια ὅλες τὶς ἀκολουθίες τοῦ τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, διαβάζουμε τὶς Ὧρες, κάνουμε Ἑσπερινό, Μεσονυκτικό, Ὄρθρο, κ.ο.κ». Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ἔθεσε τὴ συζήτηση ἐπὶ ἄλλης βάσεως. «Καλά, καὶ ἐνδιάμεσα ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τί κάνετε; Δὲν προσεύχεσθε;»¹⁷. Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὸν Ἅγιο ἡ φυσικὴ κατάσταση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νὰ βρίσκεται συνέχεια στὴν προσευχή, ἀδιάκοπα σὲ διάλογο μὲ τὸν Θεό. Βεβαίως, τὸ πῶς ἀποκτᾶται αὐτὸ εἶναι φλέγον θέμα καὶ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἀπασχολεῖ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀληθινὰ διψᾶ καὶ ἀναζητᾶ τὸν ζῶντα Θεό.

    Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ εἶναι ἐντολή, ἀλλὰ ἡ τήρησή της δὲν συνεπάγεται αὐτομάτως τὴν καθαρὰ προσευχή. Στὰ πρῶτα βήματα τῆς πνευματικῆς του ζωῆς ὁ πιστὸς ἀγωνίζεται νὰ μὴ χάνει τὴ μνήμη τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν νοῦ, τὴν καρδιά, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ χείλη του. Ἡ πνευματικὴ ἀδυναμία ὅμως καὶ τὰ πάθη διασκορπίζουν τὸν νοῦ καὶ παρεμποδίζουν τὴν καθαρὰ προσευχή. Πολλὲς φορὲς τὸ πνεῦμα ἀφαιρεῖται, διαχέεται, σκορπίζει, ἀλλὰ ἂν μὲ ἀνδρεία καὶ ὑπομονὴ ὁ ἄνθρωπος συνεχίσει νὰ «κρούῃ, ἀνοιγήσεται αὐτῷ»¹⁸ καὶ βαθμηδὸν ἡ ποσότητα τῆς προσευχῆς θὰ φέρει καὶ τὴν ποιότητα.

    Χρειάζεται ἐξαρχῆς ζῆλος καὶ ἀποφασιστικότητα νὰ φέρει κανεὶς ἀκατάπαυστα τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, εἰ δυνατόν, νὰ τὸ κολλήσει στὴν ἀναπνοή του. Σταδιακά, αὐτὴ ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση φωτίζει τὸν νοῦ καὶ καθαρίζει τὴν καρδιά. Ὅταν ὅμως καθαρίσει, ἡ καρδιὰ μεταβάλλεται σὲ ἕνα εὐαίσθητο καὶ φωτεινὸ κέντρο μέσα στὸ εἶναι τοῦ πιστοῦ. Τότε ὁ νοῦς ποὺ ἔχει δεχθεῖ θεία ἔλλαμψη, κολλᾶ στὴν πεπυρωμένη ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Ὀνόματος καρδιὰ καὶ μαζὶ στρέφονται στὸν Θεό. Ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μὲ τὴν καρδιὰ εἶναι ἡ «φυσικὴ θρησκευτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου»¹⁹, διότι μόνον τότε καθίσταται ὁ πιστὸς ἱκανὸς νὰ ἐκπληρώσει θεοπρεπῶς τὴν ἐντολὴ ποὺ τοῦ ζητᾶ νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεὸ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, μὲ ὅλη του τὴ διάνοια καὶ μὲ ὅλο του τὸ εἶναι²⁰.

    Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἔκανε λόγο γιὰ μιὰ κυκλικὴ κίνηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη κίνηση πραγματοποιεῖται ὅταν ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας ὁ νοῦς χωρίζεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ διαχέεται στὰ κτίσματα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὅσο πλεονάζει ἡ ἁμαρτία, τόσο περισσότερο παρατηροῦνται προσκολλήσεις εἴτε σὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἴτε σὲ ἀνθρώπους εἴτε σὲ θεωρίες καὶ ἀξίες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ φαντασία τίθεται σὲ ἀκατάπαυστη κίνηση. Μὲ τὴ φαντασία ὅμως σκορπίζει ὁ νοῦς, διαχέεται σὲ ὅλη τὴν κτίση καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ κυριαρχεῖ σὲ αὐτόν, μᾶλλον ὑποδουλώνεται, ἀναγκασμένος νὰ ἀκολουθήσει τὴν τρελλὴ κίνησή του πρὸς τὸν λαβύρινθο τοῦ παραλόγου. Λατρεύει περισσότερο τὴν κτίση παρὰ τὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα του.

    Ἡ πίστη στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀσπασθεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναλάβει ἀγώνα γιὰ τὴν ἐκπλήρωσή της. Αὐτὸ προϋποθέτει τὴ συμμόρφωση τοῦ νοῦ στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σταύρωσή του μὲ τὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα καὶ τὴ μετάνοια. Ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ δημιουργεῖ στὴν καρδιὰ εὐαισθησία, πόνο καὶ μιὰ θέρμη. Ὁ νοῦς τότε, ποὺ ἦταν σκορπισμένος σὲ ὅλη τὴν κτίση μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς φαντασίας καὶ ὑποδουλωμένος στὰ πάθη, ἐπιστρέφει καὶ βρίσκει τὴν καρδιά. Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴ δεύτερη κίνηση.

    Ἑπομένως, ἡ πρώτη κίνηση εἶναι ἡ διάχυση τοῦ νοῦ στὸν κτιστὸ κόσμο. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὴν καρδιά. Καὶ ἡ τρίτη κίνηση ἐπιτελεῖται ὅταν ἑνωθεῖ ὁ νοῦς μὲ τὴν καρδιὰ καὶ στραφεῖ ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν ὁλοκληρωθεῖ ἡ κυκλικὴ καὶ τέλεια αὐτὴ κίνηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, ὅλη του ἡ ὕπαρξη συγκεντρώνεται στὴν καρδιά, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁρμᾶ πρὸς τὸν Θεό. Στὴν καρδιὰ θεραπεύεται καὶ ἑνοποιεῖται ὅλο τὸ εἶναι του. Μὲ τὴν ἐπίκληση δηλαδὴ τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, τὸ πνεῦμα, ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα του, συγκεντρώνεται μέσα στὴν καρδιά, ἡ ὁποία γίνεται «τὸ ἐνδότατον σῶμα τοῦ σώματος»²¹. Ἡ καρδιὰ δηλαδὴ εἶναι τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ὡς ἔνοικο, «κατοικοῦντα καὶ μένοντα» τὸν ἴδιο τὸν Κτίστη, τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό του. Ἐκεῖ εἶναι ὁ θρόνος καὶ τὸ ὑποπόδιο τῶν ποδῶν τοῦ μεγάλου Βασιλέως.

    Γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς ἡ ἕξη τῆς προσευχῆς, νὰ ἔχει δηλαδὴ κάποιος ὡς συνήθεια νὰ προσεύχεται. Χρειάζεται ἐπιπλέον νὰ εἶναι στραμμένη πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἐνεργητικὴ ἐκδήλωση ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ ἀναιρέσει τὸν νόμο τῆς βαρύτητας καὶ μὲ ἀκατάσχετη ὁρμὴ νὰ ἀποκτήσει φορὰ πρὸς τὰ ἄνω. Μόνον τότε θὰ ἐπισκιασθεῖ ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ὁλοσχερῶς.

    Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι θέλουν νὰ δοθοῦν στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ περιφρονοῦν ὅ,τι εἶναι περιττό· «ἡγοῦνται πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου αὐτῶν, δι’ ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθησαν, καὶ ἡγοῦνται σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσωσιν»²². Ἀποθέτουν, ὅσο τὸ δυνατόν, «πᾶσαν βιοτικὴν μέριμναν». Ἀρκοῦνται σὲ ὅσα εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖα καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἀνταποδίδει μὲ χάρη καὶ πνευματικὴ ἄνεση, μὲ τὴν πολυτέλεια νὰ βρίσκονται συνέχεια σὲ διάλογο μὲ τὸ Πνεῦμα Του. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὴ μοναχὴ Ξένη: «Τί πράττουν αὐτοὶ ποὺ προστρέχουν στὴ ζωοποιὸ ἄμπελο καὶ γίνονται κλῆμα της; Κατ’ ἀρχάς, περικόπτουν ὅ,τι εἶναι περιττό, ὅ,τι δὲν συντελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον παρεμποδίζει καρποφορία ποὺ νὰ εἶναι ἄξια τῆς θείας ἀποθήκης. Τί ἄραγε εἶναι αὐτά; Ὁ πλοῦτος, ἡ τρυφή, ἡ πρόσκαιρη δόξα, ὅλα ὅσα ρέουν καὶ παρέρχονται, κάθε πάθος βδελυκτὸ καὶ πονηρὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τὸ πλῆθος τῶν λογισμῶν τοῦ νοῦ ποὺ ἀεροβατεῖ, κάθε ἄκουσμα καὶ θέαμα, κάθε λόγο ποὺ μπορεῖ νὰ βλάψει τὴν ψυχή»²³.

    Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐπίσης ἔλεγε ὅτι κατὰ τὴ διαμονή του στὴν ἔρημο διαπίστωσε ὅτι, ὅταν ὁ ἐρημίτης περιορίσει τὶς ἀνάγκες του στὰ ἄκρως ἀπαραίτητα, ζητώντας «πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ»²⁴, τότε ὁ Θεὸς τοῦ παρέχει ὁτιδήποτε χρειάζεται, καὶ ἡ Πρόνοιά Του γίνεται ἁπτὴ πραγματικότητα. Ἀλλὰ ἅπαξ καὶ ὑποστεῖ χαλάρωση καὶ θελήσει νὰ ἐπιτρέψει κάποια ἄνεση στὴ ζωή του, χάνει τὴν πολυτέλεια τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματός του νὰ βρίσκεται συνέχεια στὴν προσευχή, διότι καθίσταται ἀπαραίτητο νὰ ἐργάζεται γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἐπιπρόσθετες ἀνάγκες καὶ τὶς προσκολλήσεις ποὺ αὐτὸς δημιούργησε.

    Ἑπομένως, ἡ διαρκῶς ζῶσα, ἀδιάλειπτη προσευχή, ποὺ πάλλεται μαζὶ μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ προϋποθέτει τὴν περικοπὴ τῶν περιττῶν ἀνέσεων, τὴν ἀποδέσμευση ἀπὸ κάθε εἴδους προσκόλληση, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὴ ἐμφανίζεται εὐγενής, τὴν καταφρόνηση τῶν ἀξιῶν τοῦ κόσμου τούτου, τὸ «μὴ ποιεῖν εἰς ἐπιθυμίαν τὴν πρόνοιαν τῆς σαρκός»²⁵. Ὁ ἀσκητὴς παύει νὰ «μεριμνᾶ εἰς τὴν αὔριον»²⁶, ἔχοντας τὴν ἐπίγνωση ὅτι «τῷ Θεῷ μέλει περὶ ἡμῶν»²⁷ καὶ ὅτι ὁ Κύριος πλουσιοπάροχα θὰ ἀναπληρώσει αὐτὰ ποὺ τοῦ λείπουν.

    Κάθε ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς γεύεται τὴν πικρὴ πείρα τοῦ πόσο ἀπέχουν αὐτὰ τὰ τέλεια καὶ ἅγια χαρίσματα ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γνωρίζοντάς τα ταπεινώνεται ὁ νοῦς καὶ διακρίνει ὁ ἄνθρωπος ποῦ στέκεται, πόσο ἀπέχει ἀπὸ τὸν προορισμό του, εἴτε μοναχὸς εἴτε λαϊκός, διότι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν δεχθεῖ τὸ ἴδιο Βάπτισμα, τὶς ἴδιες ἐντολὲς καὶ τὴν ἴδια τιμὴ νὰ εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαφορὰ τοῦ μοναχοῦ εἶναι ὅτι ἔχει ὑποσχεθεῖ νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μὲ περισσότερο ζῆλο.

    Γνωρίζοντας ἔτσι τὴν τέλεια διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ χάσμα μὲ τὴν πραγματικότητα ποὺ βιώνει, ὁ Χριστιανὸς κρατᾶ ταπεινὸ πνεῦμα καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εὐπρεπίζει χῶρο μέσα του γιὰ νὰ ἐνοικήσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

    Ὅσοι «ἐν ὅλῃ καρδίᾳ αὐτῶν» ἐξερευνοῦν τὴν ἐντολὴ²⁸ τοῦ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι», μηχανεύονται κάθε μέσο καὶ ἀναπτύσσουν μεθόδους γιὰ νὰ μὴ λησμονοῦν τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Κάποιοι Πατέρες στὴ Φιλοκαλία ἀναφέρονται στὴν ψυχοσωματικὴ μέθοδο προσευχῆς. Κατ’ αὐτὴν ὁ ἀσκητὴς κάθεται σὲ ἕνα σκαμνί, χαμηλώνει τὸ κεφάλι πρὸς τὸ στῆθος του, ὥστε καὶ σωματικὰ νὰ πλησιάσει τὸν νοῦ στὴν καρδιά, καὶ ἐκεῖ ἐπικαλεῖται ἀκατάπαυστα τὸ Ὄνομα τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ, ἐκλιπαρώντας τὸ ἔλεός Του. Ἀσκεῖ διαρκὴ βία στὸν νοῦ γιὰ νὰ μὴ διασκορπισθεῖ, ἀλλὰ νὰ μείνει συγκεντρωμένος στὰ λόγια τῆς μονολόγιστης εὐχῆς, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

    Συνήθως δὲν γίνεται ἀναφορὰ σὲ αὐτὲς τὶς μεθόδους, διότι ἐλλοχεύουν δύο κίνδυνοι. Κατ’ ἀρχάς, πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τέτοιου εἴδους ἄσκηση, διότι δὲν ἔχουν τὴν ἀπαιτούμενη καθαρότητα, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ νοῦς νὰ βρεῖ τὸν τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ σταθεῖ ἐκεῖ σωστὰ χωρὶς φαντασία. Ὁ δεύτερος κίνδυνος εἶναι ἡ πεποίθηση, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ πλάνη, ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς δικές του δυνάμεις καὶ μεθόδους νὰ ἀναγκάσει τὸν Θεὸ νὰ μπεῖ στὴν καρδιά του. Ἡ ἐνοίκηση ὅμως τοῦ Κυρίου στὴν καρδιὰ εἶναι ἀνεκτίμητο δῶρο ἐξ Οὐρανοῦ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐκζητεῖ, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐκβιάσει. Τὸ μόνον ποὺ ἐναπόκειται σὲ αὐτὸν εἶναι νὰ ταπεινωθεῖ ὡς τὸ τέλος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ κολλήσει «τῷ ἐδάφει ἡ ψυχὴ αὐτοῦ»²⁹, ὥστε νὰ γίνει χῶμα, ὑλικὸ κατάλληλο πρὸς ἀνάπλαση ἐκ τοῦ μηδενὸς τῆς ταπεινώσεως, ὅπως εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ Θεοῦ μας νὰ δημιουργεῖ³⁰. Ὡστόσο, ὁ Θεὸς πάντοτε παραμένει ἐλεύθερος νὰ ἀποφασίσει ἂν καὶ πότε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά του.

    Ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν δίνει ἀδιάκριτα τὰ χαρίσματά Του. Κατοπτεύει τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ διακρίνει ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποκτήσει ἀρκετὴ σταθερότητα, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὴ δωρεὰ καὶ νὰ ἀφομοιώσει τὴ χάρη. Ἂν ὁ ἄνθρωπος πετάξει τοὺς μαργαρίτες ποὺ τοῦ δόθηκαν «ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, … στραφέντες ῥήξωσιν αὐτόν»³¹, καὶ ὁ ἀγαθὸς Κύριος δὲν θέλει τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ· δὲν εὐδοκεῖ νὰ πέσει τὸ πλάσμα Του σὲ μεγαλύτερη καταδίκη. Γι’ αὐτὸ μὲ ὑπομονὴ ἀναμένει νὰ διακρίνει γνήσιο ἀγώνα, ἀγαθὴ προαίρεση, σταθερὴ αὐταπάρνηση, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ προσθέσει καὶ Ἐκεῖνος τὰ δικά Του χαρίσματα, χωρὶς νὰ κινδυνεύει ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἐκδαπανήσει ἀφρόνως καὶ νὰ ἀπολεσθεῖ.

    Ἡ ἐντολὴ τοῦ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» εἶναι προκαταρκτικὸ χάρισμα καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς στὴν καθαρὰ προσευχή, ἡ ὁποία δίδεται στὸν ἄνθρωπο ὅταν ἔχει καθαρὴ καρδιὰ καὶ καθαρὸ νοῦ. Ἡ καθαρὰ προσευχὴ εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο κάθε Χριστιανοῦ, διότι μέσῳ αὐτῆς θὰ πραγματώσει τὴ συγγένειά του μὲ τὸν Θεό, καὶ θὰ ἑνωθεῖ τὸ πνεῦμα του μὲ τὸν Ἅγιο τῶν Ἁγίων, μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ Λυτρωτή του.

    Κατὰ τὴν καθαρὰ προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται πρόσωπο πρὸς Πρόσωπο μὲ τὸν Θεό, τὸ πνεῦμα του ἀποσπᾶται ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο καὶ δέχεται θεία κατάσταση. Οἱ ἀσκητὲς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ γευθοῦν τὴν καθαρὰ προσευχὴ κατεργάζονταν κάθε μέθοδο· «ἔχυναν αἷμα γιὰ νὰ λάβουν πνεῦμα». Βεβαίως, οἱ μεθοδοι καὶ τὰ συστήματα δὲν μποροῦν νὰ καρποφορήσουν, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν προσέλθει στὸν Θεὸ μὲ ταπείνωση, ὥστε νὰ τὸν ἐπισκιάσει ἡ χάρη Του, χωρὶς τὴν ὁποία, «οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν»³², «οὐ πράξις, οὐ λόγος τελεῖται»³³.

    Προφανῶς, ἡ καθαρὰ προσευχὴ δὲν εἶναι κατάσταση ποὺ ἐπιτυγχάνεται ἐξαρχῆς καὶ δὲν ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τὸν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖνο ποὺ ἀναμένεται ἀπὸ τὸν πιστὸ σὲ ἕνα πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ μὲ προσοχὴ πυκνή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ποὺ τιτρώσκει τὴν καρδιὰ καὶ σιγὰ-σιγὰ τὴν κάνει εὐαίσθητη στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη προκαλεῖ μιὰ δροσερὴ πληγὴ στὴν καρδιά, ποὺ ἑλκύει τὸν νοῦ νὰ εὕρει τὸν τόπο της καὶ νὰ ἑνωθεῖ μαζί της, γιὰ νὰ στραφοῦν στὸν Θεὸ καὶ ὡς ἑνότητα νὰ κράξουν «πρὸς τὸν δυνάμενον σῴζειν ἐκ θανάτου»³⁴.

    Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό, τὸ πρῶτο ποὺ διαπιστώνει εἶναι ὅτι ἡ προσευχή του εἶναι μεμπτή. Ἀκόμη καὶ ἂν προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ἀδυνατεῖ νὰ μιλήσει μὲ καθαρότητα στὸν Κύριο ποὺ «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» στὴ γῆ, γιὰ νὰ συνομιλήσει καθαρὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τοῦ μεταδώσει τὸν λόγο τοῦ οὐρανίου Πατρός.

    Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση μιλάει μὲ τὸ στόμα του, ἀλλὰ ἀλλοῦ βρίσκεται ἡ καρδιά του, ἀλλοῦ ἡ διάνοια, ἀλλοῦ οἱ αἰσθήσεις του. Ὅταν καὶ ἡ παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τέτοιον τρόπο, τότε ὁ ἄνθρωπος μᾶλλον «δέρει τὸν ἀέρα»³⁵. Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν λάβει ὑπ’ ὄψιν, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν παρίσταται ἀκέραιος ἐνώπιόν Του. Εἶναι μᾶλλον σὰν «τὸ ὕδωρ τὸ ἀνυπόστατον». Ἐκεῖνος ζητᾶ ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἂν καὶ ἄθλια, χωρὶς νὰ ἀνέχεται τὸν μερισμὸ τῆς καρδιᾶς, διότι θέλει νὰ μεταδώσει ὅλον τὸν Ἑαυτό Του στὸ πλάσμα Του.

    Ἀπὸ τὴ διασπασμένη προσωπικότητα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου τὰ λόγια βγαίνουν ἀσυνάρτητα, καὶ ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ταίριαζε σὲ ἕναν τέτοιο Θεό. Καθὼς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς ἀνοίγουν, ἀναγνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι στὸν ἅγιο Θεὸ ταιριάζουν ἁγιότερα, καλύτερα, τελειότερα, ἀπὸ τὰ χαμερπή του πάθη, τὰ κρυφὰ ἁμαρτήματά του, τὴ νοσηρὴ φαντασία καὶ τὴ δολιότητα τῶν ἐπιτηδευμάτων του. Διακρίνει πλέον ἐναργῶς τὴν ἀλήθεια ὅτι, «πᾶσα ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης»³⁶ ἐνώπιόν Του, καὶ ἔτσι ἀρχίζει νὰ ἀποστρέφεται τὸν ἑαυτό του.

    Ἡ πνευματικὴ ὅραση ποὺ φανερώνει ὅτι ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς δὲν ἔχουν καθαρότητα, ὅπως ἐπίσης ἡ συναίσθηση ὅτι νοσεῖ ἡ ψυχὴ καὶ ἔχει «χρείαν ἰάσεως», εἶναι πολύτιμες. Φέρουν τὴν ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς πτωχείας, ποὺ γεννᾶ μὲ τὴ σειρά της τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας, τὸ πένθος καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς εὐλογημένης καταστάσεως ποὺ ζητᾶ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἐντέλλεται νὰ μισήσει ἀκόμη καὶ τὴν ψυχή του, ἂν θέλει νὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ³⁷. Χρειάζεται βεβαίως σωστὴ κατανόηση αὐτοῦ τοῦ λόγου.

    Ἡ ψυχὴ ποὺ ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ μισήσει, εἶναι ἡ παραδομένη στὰ πάθη· εἶναι ἡ ψυχὴ στὴν ὁποία ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ κατοικήσει, ὁ τόπος στὸν ὁποῖο δὲν βρίσκει ἀνάπαυση τὸ Πνεῦμα Του. Ἡ ἐνέργεια τοῦ μίσους κατὰ τῶν παθῶν ὁδηγεῖ στὴν προσευχὴ τῆς μετανοίας «μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων»³⁸. Μὲ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, «ὅταν λοιπὸν ὁ νοῦς ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ καὶ ἀνανεύσει ἀπὸ τὸν καταιγισμὸ τοῦ θορύβου ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ αὐτά, καὶ κατοπτεύσει τὸν ἔσω ἄνθρωπο, βλέποντας κατ’ ἀρχὰς τὸ εἰδεχθὲς προσωπεῖο ποὺ προσκολλήθηκε ἐπάνω του ἐξαιτίας τῆς περιπλανήσεώς του στὰ χαμερπή, σπεύδει νὰ τὸ ἀποπλύνει μὲ τὸ πένθος· ἔπειτα, ὅταν ἀφαιρέσει τὸ ἀποκρουστικὸ αὐτὸ κάλυμμα, ἐφόσον ἡ ψυχή του δὲν διασπᾶται πλέον ρυπαρῶς ἀπὸ τὶς ποικίλες δοσοληψίες, εἰσέρχεται ἀτάραχα στὸν μυστικό του χῶρο, καὶ προσεύχεται στὸν Πατέρα ἐν τῷ κρυπτῷ»³⁹.

    Ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς νοερᾶς προσευχῆς, οἱ Ἅγιοι τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, ἐκτιμοῦν πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη μέθοδο καὶ δίδουν σπουδαιότητα καὶ ἔμφαση στὰ δάκρυα καὶ στὸ κλάμα τῆς μετανοίας. Γνώρισαν ἀπὸ τὴν προσωπική τους πείρα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ κλαίει μπροστὰ στὸν Θεὸ δὲν θρηνεῖ γιὰ τὴ μοίρα του, δὲν κλαίει μὲ κακομοίρικο τρόπο. Ἀντιθέτως, μὲ μεγάλη ρωμαλαιότητα καὶ τόλμη, καταδικάζει τὴν ἀχρειότητά του καὶ διψᾶ ἀκατάσχετα γιὰ τὸν ἀληθινὸ καὶ ζῶντα Θεό. Ἤξεραν ὅτι ὅσο πιὸ βαθιὰ μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο καθαρίζεται ἀπὸ κάθε ρύπο, καὶ τόσο πιὸ εὔχρηστο σκεῦος γίνεται γιὰ τὸν Θεό, εὐπρεπισμένο νὰ δεχθεῖ τὴ χάρη Του. Μὲ τὸ κλάμα τῆς μετανοίας ὅλο τὸ εἶναι συγκεντρώνεται στὴν καρδιά, γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν οὐράνιο Ἐπισκέπτη.

    Ἡ ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς πτωχείας εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τοῦ πένθους τῆς μετανοίας, καὶ τὰ δάκρυα, ἂν καὶ πικρὰ στὴν ἀρχή, δίνουν φτερὰ στὴν προσευχή. Ἀκόμη καὶ λίγη ὥρα νὰ κλάψει ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τὸ πνεῦμα του γίνεται ἀνάλαφρο καὶ πλέον, γοργὸ σὰν ἀστραπή, ἀρχίζει νὰ ἐπικαλεῖται τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ ἐλευθερία καὶ μὲ συγκέντρωση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι θεραπευτικὰ καὶ ὀλβοφόρα, διότι λειτουργοῦν σὰν καταλύτης γιὰ τὴν ἑνοποίηση τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ νοῦ μὲ τὴν καρδιά του, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ φυσιολογικὴ καὶ ὑγιὴ κατάσταση τοῦ πνεύματος του. Τότε μόνον, ὅταν ἔχει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ ἑνωμένα, μπορεῖ νὰ μιλήσει πρὸς τὸν Θεὸ ὅπως Τοῦ ἁρμόζει καὶ εἰσακούεται ἀπὸ Αὐτόν.

    Μόνον ὅποιος κλαίει μπροστὰ στὸν Θεὸ εἶναι γνήσιος καὶ ζεῖ «κατ’ εὐδοκίαν» Θεοῦ, διότι ἔχει μία μόνο σκέψη, τὴ σκέψη τοῦ Θεοῦ. Ὅλες τὶς ἄλλες ὧρες, ἀκόμη καὶ ἂν ἐπικαλεῖται τὸ Ὄνομά Του, ζεῖ κατ’ οἰκονομία, καθὼς ἀναγκαστικὰ ὁ νοῦς πρέπει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ ἔργα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Τὰ συνηθισμένα, τὰ ψυχολογικὰ δάκρυα γιὰ ἀπώλειες τοῦ κόσμου τούτου ἢ γιὰ ἀποτυχίες στὶς σχέσεις, στὴν ἐργασία, στὴν ὑγεία, φθείρουν μὲν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὰ προϋποθέτουν ἕνα λογισμὸ στὸν νοῦ. Τὸ ἴδιο ἰσχύει ἐπίσης γιὰ τὸ πνευματικὸ πένθος. Ἂν ὑπάρχουν δύο σκέψεις στὸν νοῦ, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κλάψει μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1