Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο
Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο
Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο
Ebook805 pages4 hours

Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Όταν ο Θεός έφτιαξε τη γη μετά έφτιαξε και τους αθρώπους να τηνε κάθονται και καλά να περνάνε. Για να περνάνε όμως καλύτερα δεν τους έβαλε όλους μαζί σε μια μεριά, μα άλλους εδώ κι άλλους εκεί κι ανάλογα με τα μούτρα που 'χε φτιάξει του καθεμιανού. Εδώ δηλαδή οι Οβριοί, εκεί οι Κινέζοι κι οι Γότθοι πιο κει και πάνω στα δέντρα που να μη πατάνε το χώμα και το μαγαρίσουνε.
Τους Κρητικούς δεν τους έκανε τότε μαζί μ' όλους τους άλλους. Άλλη μέρα τους έκανε μα αν ήτανε Τρίτη ή Παρασκευή θα σας γελάσω. Σίγουρα όμως όταν τους έφτιαχνε ο ήλιος είχε πέσει και στα σκοτεινά όσο και να πρόσεχε όλο και κάτι θα Του ξέφυγε. Την άλλη μέρα που 'φέξε είδε κι Αυτός πως Του 'χανε βγει κομμάτι παράταιροι κι είπε να τους βάνει χώρια κι όχι ανάκατα με τους άλλους.
- Να τους βάνω με τους Κινέζους; Θα τους βάνουνε στο ρύζι τους στακοβούτυρο που θα τους πιάσει τσιρλιακό.
- Βάνε τους με τους Γότθους.
- Θα τους δούνε στα δέντρα και θ' αρχίσουνε να τους πετροβολάνε.
- Γιατί ρε συντεκνάκια θα κάνετε τέτοιο πράμα;
- Για να ξέρουμε να τους το ξανακάνουμε τον Μάη του '41.
Πουθενά δεν του καθότανε να τους βάνει τους Κρητικούς αφού έτσι παράταιροι που 'χανε βγει ούτε με τους Κεφαλωνίτες εδένανε που ήταν κι αυτοί παράταιροι και μουρλοί μα με άλλου λογιού μουρλάδα. Είπε τότε να τους μπαρκάρει όλους μαζί και μόνους τους μέσα σ' ένα παπόρι, να τους ξαμολήσει μεσοπέλαγα που να βουρλίζονται στο νερό και να Τονε παρατήσουν ήσυχο. Με το που μπαρκάρησε όμως κι ο τελευταίος από δαύτους, εσηκώσανε πανιά και πήρανε φόρα. Αρμενίσανε κάμποσο κι όταν εφτάσανε καταμεσής του πέλαγου μαζέψανε τα πανιά.
- Φούντο η πλωριά! Φούντο η πρυμνιά! Αγάντα ο κάβος!
-Που ν' αγαντάρει ο κάβος;
- Στην υφαλοκρηπίδα.
Μεσοπέλαγα έδεσε το παπόρι και για να μην κουνήσει ούτε την άλλη μέρα μα ούτε και την παράλλη. Ρίζωσε κάβους, άγκυρες, καδένες στην από κάτω γη, την υφαλοκρηπίδα και γίνηκε κι αυτό γη.
- Ανάθεμά το για παπόρι απού μας έδωκες.
- Δεν είναι πια παπόρι!
- Ίντα 'ναι;
- ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΠΑΝΤΑΧΟΘΕΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ... και με γειά σας!

LanguageEnglish
Release dateMar 18, 2021
ISBN9781005540593
Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο

Related to Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο

Related ebooks

European History For You

View More

Related articles

Related categories

Reviews for Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο - Gisis Papageorgiou

    ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΠΑΝΤΑΧΟΘΕΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ

    Η ιστορία της Κρήτης από τον Μίνωα έως την Ένωση με την Ελλάδα

    ΓΗΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

    Copyright 2021 Kostantinos Papageorgiou

    Published by Kostantinos Papageorgiou at Smashwords

    Smashwords Edition License Notes

    This ebook is licensed for your personal enjoyment only. This ebook may not be re-sold or given away to other people. If you would like to share this book with another person, please purchase an additional copy for each recipient. If you’re reading this book and did not purchase it, or it was not purchased for your enjoyment only, then please return to Smashwords.com or your favorite retailer and purchase your own copy. Thank you for respecting the hard work of this author.

    Στην Κατερίνα, τον Φίλιππο και τον Κωνσταντίνο

    – τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, απαξάπαντες Κρηταγενείς

    Πίνακας Περιεχομένων

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Μέσω Μυθολογίας)

    ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (2600-1100 π.Χ.)

    ΔΩΡΙKH KΡHTH (1100-69 π.Χ.)

    ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ (67-395 μ.Χ.)

    ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΡΗΤΗ (395-1204)

    ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1204-1669)

    ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1645-1669)

    ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1669-1821

    ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1821-1866

    ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1866-1897

    ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1897-1898

    ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ

    ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΟ

    ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

    ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Μέσω Μυθολογίας)

    Ο Μίνωας

    Η ιστορία της Κρήτης δε γίνεται να πάρει μπρος άμα στην αρχή δε βάνεις και μια στάλα από τη Μυθολογία της και μάλιστα κείνο το κομμάτι που λέει για τον βασιλιά τον Μίνωα, τη Μινωική Ειρήνη, τη θαλασσοκρατορία της Κρήτης και τον Μινωικό Πολιτισμό.

    Αφήνουμε, λοιπόν, τις λεπτομέρειες για τα πιο πριν περί του Κρόνου που ’τρωγε τα παιδιά του και πώς του ’φαγε ο Δίας τον θρόνο του και πώς μετά βρήκε την Ευρώπη και την επλάκωσε στα γονιμοποιητικά, και πάμε στην αρχή της εποχής του Μίνωα.

    Ο Μίνωας, που λέτε, προτού γίνει βασιλιάς ήτανε μωρό. Εξίσου μωρά ήτανε και τ’ αδερφάκια του ο Ραδάμανθυς κι ο Σαρπηδόνας, που όλοι μαζί είχανε προκύψει μετά από κείνα τα γονιμοποιητικά του Δία επί της Ευρώπης.

    Ως προϊόντα παράνομου δεσμού, τα τρία τα φουκαριάρικα τα μωρά έπρεπε να αποκατασταθούνε κι αυτά κι η μάνα τους η ατιμασμένη. Πήρε, που λέτε, ο Δίας τα μωρά παραμάσχαλα και τη μαντάμ από κοντά κι άρχισε να βαράει πόρτες να βρει κάπου να τα πασάρει. Ο άλλος όμως, κι ο κάθε άλλος, όσο και να ’θελε να το παίξει μπαμπάς, τι να τα κάνει τα τρία τα ξένα τα μωρά που δεν του μοιάζανε και σε πρώτη φάση οι γειτόνοι θα τον ελέγανε κερατά; Από πόρτα σε πόρτα ο Δίας έφτασε κάποτε και στην Κρήτη, όπου βασιλιάς ήταν ο Αστερίωνας με έδρα την Κνωσό.

    Ο Αστερίωνας στα βασιλικά του καλά το πήγαινε και μπράβο του του μπαγάσα. Τα σεξουαλικά του όμως δεν εδουλεύανε στο κατά πώς έπρεπε. Όχι πως ήτανε κάνας ανώμαλος, απλώς το σύστημα της αναπαραγωγής του του είχε προκύψει τζούφιο και δεν παρήγαγε διαδόχους. Οπότε και ως μαγκούφης που ήτανε, το πεσκέσι του Δία του ήρθε λουκούμι. Κράτησε, που λέτε, τους διάδοχους τους προκάτ και τη μαντάμ την έστω κι από δεύτερο χέρι και απαξάπαντες εβολευτήκανε.

    Κάποια στιγμή που τα μωρά μεγαλώσανε και γινήκανε μαντράχαλοι, ο Αστερίωνας απόθανε. Είπανε τότε οι τρεις μαντράχαλοι ως διάδοχοι να δούνε τα κληρονομικά τους και να μοιράσουνε το βασίλειο που δεν είχε προλάβει να τους μοιράσει ο μπαμπάς προτού ποθάνει.

    Ο Μίνωας όμως, ως πρωτότοκος, σου λέει σιγά μην κάθομαι να παζαρεύω περί το βασίλειον με το κάθε δευτερότριτο τσογλάνι. Έπιασε, λοιπόν, τον Ποσειδώνα, που ’χε και το θάρρος, κι έκανε μια συμφωνία να τρικλοποδιάσει τ’ αδερφάκια του στη μοιρασιά και να τελειώνει μιαν ώρα αρχύτερα. Κι η συμφωνία ήτανε με το που θα ’ρχόντουσαν τ’ άλλα δυο αδερφάκια να κουβεντιάσουνε περί τα κληρονομικά και να μοιράσουνε την Κρήτη, να ’στελνε ο Ποσειδώνας του Μίνωα έναν ταύρο που να φταρωνόντουσαν¹ τ’ αδερφάκια του και να φεύγανε. Στη συνέχεια όμως ο Μίνωας έπρεπε να θυσιάσει τον ταύρο στον Ποσειδώνα.

    Με το που φτάσανε ο Ραδάμανθυς κι ο Σαρπηδόνας εκεί που τους επερίμενε ο Μίνωας, στέλνει ο άλλος έναν ταύρο βαρβάτο και στο νούμερο έξτρα λαρτζ. Τον εβλέπουνε τ’ αδερφάκια του κι όπου φύγει φύγει. Έμεινε ο Μίνωας με το βασίλειο από τη μια και τον βαρβάτο από την άλλη κι άρχισε να βασιλεύει. Κι όσο για τη θυσία στον Ποσειδώνα, σιγά μην εχαράμιζε τέτοιον ταύρο. Τον εκράτησε ανά τα βοοειδή του και στη θέση του θυσίασε έναν ψοφόταυρο από τα υπόλοιπα της αποθήκης. Τούρκος ο Ποσειδώνας από την τσαντίλα του μα δεν εμίλησε. Του την έστησε όμως του Μίνωα και περίμενε να του τηνε φέρει εν καιρώ.

    Ο Μίνωας, με το που ’γινε βασιλιάς, είπε να μαζέψει τους ανά την επικράτειαν υπήκοους να τους πει δυο κουβέντες τώρα που ήτανε κι η αρχή και να βάνει μπρος να δουλεύει το βασίλειο στον αυτόματο. Τους εμάζεψε, το λοιπόν, κι άρχισε να τους βγάζει εμπνευσμένο λόγο.

    –Είμαι αντιπρόσωπος του Δία στη γη!

    –Εσύ ξέρεις.

    –Ο Δίας είναι μπαμπάς μου.

    –Να σε χαίρεται και να σε καμαρώσει και γαμπρό.

    Για να μην τους χαλάσει το χατίρι, έπιασε και παντρεύτηκε την Πασιφάη. Στο κάθε τόσο όμως έπαιρνε τα βουνά κι έλεγε στους υπήκοους πως επήγαινε στον μπαμπά του για οδηγίες περί τη λειτουργία του βασίλειου. Όταν εγύριζε τους έλεγε ό,τι ήθελε να τους πει, κι οι άλλοι πού να τολμήσουνε να του φέρουνε αντίρρηση.

    –Εγώ τι; Ο μπαμπάς το είπε.

    –Αφού το είπε ο μπαμπάς, μούγκα εμείς.

    Έτσι, με τις «οδηγίες του μπαμπά» και με την επίβλεψη του Μίνωα, η Κρήτη έπαιρνε τα πάνω της και τα πιο πάνω της, μέχρι που δεν είχε να πάει παραπάνω. Και να οι Μινωικές Ειρήνες και δώσ’ του οι θαλασσοκρατίες και να κι ένας πολιτισμός που τέτοιον άντε να ψάξεις και να τονε ξαναβρείς.

    Όσο όμως γινόντουσαν αυτά στο βασίλειο του Μίνωα, ο Ποσειδώνας, όπως είπαμε, του την είχε στημένη στη γωνία. Κείνη τη θυσία ρεντίκολο με τον ψοφόταυρο δεν την είχε ξεχάσει και περίμενε να βρει την κατάλληλη στιγμή για να πάρει εκδίκηση. Και την εβρήκε τη στιγμή και την επήρε την εκδίκηση και μάλιστα όχι απευθείας από τον Μίνωα. Μέσω της Πασιφάης, της κυρίας του, έριξε τα εκδικητικά του ο Ποσειδώνας.

    Μια δόση, που λέτε, εκεί που η Πασιφάη περιφερότανε ανά τους αγρούς χαζεύουσα τα βοοειδή του άντρα της, ο Ποσειδώνας εκρύφτηκε όπισθεν αχλαδιάς και παρακάτσευε.² Η τύχη το ’φερε και κάποια στιγμή η υπόψιν γυνή και βασίλισσα ήρθε φάτσα μούρη με τον βαρβάτο τον ταύρο του Ποσειδώνα. Κι εκεί την έριξε ο αθεόφοβος και της εμφύσησε ερωτικό πάθος.

    Το να εμφυσάς το τοιούτον κακό δεν είναι. Όταν όμως το εμφυσάς έτσι που το αντικείμενο του πάθους να είναι βοοειδές, τότε το πράμα αλλάζει. Τρελή και παλαβή άμα και ξαναμμένη από την κάψα η Πασιφάη ορμάει στον βαρβάτο ουρλιάζοντας, «Σκίσε με, τσολιά μου». Φταρώθηκε το ζωντανό και με το δίκιο του κι όπου φύγει φύγει. Πίσω του η άλλη, πηδάει κατσάβραχα, θάμνους και πουρνάρια μέχρι που τα ’φτυσε και σταμάτησε μα η κάψα δεν της επέρναγε.

    Στο ανάκτορο του Μίνωα, ήτανε τότε διευθυντής στη Διεύθυνση Εφευρέσεων ο Δαίδαλος κι είχε και τον γιο του τον Ίκαρο από κοντά, τμηματάρχη στο Τμήμα Αεροπορίας. Στον Δαίδαλο πήγε η Πασιφάη, τον έπιασε από τον λαιμό και του είπε να κόψει το κεφάλι του και να της φτιάξει μιαν εφεύρεση προς αντιμετώπιση των εκτάκτων σεξουαλικών της ορμών και με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.

    Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα. Τι να κάνει κι ο φουκαράς ο Δαίδαλος, επήρε τα σχέδια του Δούρειου Ίππου, δούλεψε ολονυχτία και της την έφτιαξε.

    – Τι έφτιαξες εκεί, ρε μάστορα;

    – Δούρεια αγελάδα.

    Ναι, λόγω τιμής αδέρφια, τέτοια της έφτιαξε ο αθεόφοβος και μάλιστα στο πολύ σέξυ και πουτανέ, έμπασε μέσα την Πασιφάη και πήγε και την επαρκάρισε παρά το λιβάδι που θα βόσκαγε ο βαρβάτος.

    –Και πώς δουλεύει αυτό, ρε μάστορα;

    –Εσύ βγάλε τον σκασμό μην τρομάξει ο άλλος κι αυτό θα δουλέψει μόνο του.

    Κάποια στιγμή, να σου κι ο βαρβάτος ανά τας εξοχάς και βόσκων, κι αμέσως στο οπτικό του το πεδίο παρεμβάλλεται η δούρεια γκομενάρα. Το τι επακολούθησε δεν το περιγράφουμε ένεκα τα προσωπικά τα δεδομένα των βοοειδών αλλά και γιατί μπορεί να ακούνε και μικρά παιδιά. Μένουμε λοιπόν στο να πούμε πως επακολουθήσανε τα δέοντα, μετά τα δέοντα προέκυψε γκάστρι, οπότε μετά από το γκάστρι τι παράγεται; – Αγοράκι ή κοριτσάκι.

    Κι όταν το γκάστρι προκύπτει από συνεύρεση βοοειδούς με ανθρωποειδές;

    – Μινωταυράκι.

    Με τον Μινώταυρο και κάτι λαβύρινθους, στην παρούσα έκδοση δε θ’ ασχοληθούμε γιατί θα βρεθούμε εκτός θέματος. Μένουμε όμως στον Μίνωα και στη φάση που βλέπει το μωρό με τη βοϊδοκεφάλα και προσπαθεί να μάθει πώς προέκυψε το τοιούτον αλλά και το κέρατο που του εφύτρωσε κι αυτουνού στο κούτελο.

    Έτσι, με τις πρώτες φάπες που πέσανε, κάτι η μαμμή, κάτι ο βασιλικός αρχιβοσκός ο αρμόδιος να αρχιβοσκάει τα βασιλικά βοοειδή, χαρτί και καλαμάρι του τα ’πανε για τη δούρεια γελάδα, για τον βαρβάτο και για τον Δαίδαλο που δεν εγύρευε τη δουλειά του κι έπιασε να κάνει τον νταβαντζή στη γυναίκα του βασιλιά.

    Κι ο Μίνωας από τη μεριά του σου λέει, το ζωντανό τι έφταιγε που ό,τι του δώκανε έπιασε και το πήδησε και τι άλλο να το ’κανε. Τη γυναίκα του πάλι, την Πασιφάη, τι να της πει κι αυτηνής έτσι που ήτανε μαγεμένη και δεν εχαμπάριαζε αν εβρισκότανε στην Κρήτη ή στο Κορωπί κι αν ήτανε γυναίκα του Μίνωα ή του Μπάρκουλη. Ο μόνος που του έμενε του Μίνωα να ξεσπάσει ήτανε κείνος ο τσόγλανος ο Δαίδαλος, που με τις εφευρέσεις του και τα δούρεια τα κόλπα του είχε κάνει όλη τη ζημιά.

    Κι ο Δαίδαλος όμως από τη μεριά του, σιγά μην εκαθότανε να δει πώς θα βόλευε ο Μίνωας την κορώνα του με το κέρατο. Πήρε τον γιο του τον Ίκαρο και την επέσανε στα γρήγορα στα πουλερικά της Κνωσού που τα ξεπουπουλιάσανε. Με τα φτερά και πούπουλα από τα πάσης φύσεως πουλερικά και με κάποιες οκάδες κερί, ντυθήκανε αεροπλάνα, έστω και σε πρωτόγονη έκδοση, κι όπου φύγει φύγει. Ιπτάμενοι την εκοπανήσανε από την Κνωσό, μα κείνος ο σπόρος ο Ίκαρος άρχισε τις παλαβομάρες εν πτήσει κι άντε να πάμε και ψηλότερα κι άντε να φτάσουμε και στον ήλιο κι άντε και του ’λιωσε το κερί. Σκορπίσανε φτερά και πούπουλα, έβγαλε ένα πλατς το χαϊβάνι κι αποκτήσαμε το Ικάριο πέλαγος. Ο Δαίδαλος όμως συνέχισε μόνος του να πετάει ο φουκαράς, μέχρι που ’φτασε στη Σικελία και πήγε στον βασιλιά της τον Κώκαλο και του ζήτησε πολιτικό άσυλο.

    Ο Μίνωας πίσω στην Κρήτη βάρεσε συναγερμό, καβάλησε τον στόλο του και τον επήρε στο κατόπι. Όπου νησί κι όπου λιμάνι σταμάταγε και ρώταγε μα πουθενά ο Δαίδαλος. Μέχρι που κάποτε έφτασε και στη Σικελία, στου βασιλιά του Κώκαλου. Εκεί ψυλλιάστηκε πως εκρυβότανε ο Δαίδαλος, μα είπε να το πάει με το μαλακό μη του τηνε φέρουνε. Ο Κώκαλος όμως με τις θυγατέρες του το είχανε πάρει απόφαση να κρατήσουνε τον εφευρέτη που τους είχε μαλαγανιάσει με τα κόλπα του και να βρούνε τρόπο να ξεφορτωθούνε τον Μίνωα. Στήσανε, που λέτε, μια μηχανή κι αρχίσανε όλοι μαζί το δούλεμα.

    Σαν βασιλικός μουσαφίρης που ήτανε ο Μίνωας, είπε ο Κώκαλος να τονε τραπεζώσει στο επίσημο και χλιδάτο. Έλα όμως που ο άλλος, έτσι που τραβιότανε τόσον καιρό στα πέλαγα, βρωμοκόπαγε ο φουκαράς και πού να στρωθεί στα χλιδάτα και στα επίσημα τ’ αλλουνού. Ντράπηκε ο δόλιος ο Μίνωας οπότε να σου οι θυγατέρες του Κώκαλου να τονε βγάλουνε από τη δύσκολη τη θέση.

    – Μινωικότατε! Σας ετοιμάσαμε το λουτρό ίνα ξεβρωμίσετε.

    – Να είστε καλά, κοπελιές μου.

    Παίρνει φόρα και σαλτάρει στην μπανιέρα με πλήρη αμφίεση κι εκεί ήτανε που την επάτησε. Όχι μπανιέρα, μα τέντζερη για να βράσουνε χοχλιούς του ’χανε ετοιμάσει οι καριολίτσες, σε βαθμούς Κελσίου και Φαρενάιτ και Ρεωμύρου ανάκατα που να λιώνεις μαντέμι. Με το μπλουμ, που λέτε, ακαριαία ανακοπή ο Μίνωας, μετά τσουρουφλίσματος πρώτου βαθμού. Πάει ο Μίνωας, πάει κι η Μινωική η Εποχή με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και άντε να τελειώνουμε με τους μύθους και τα παραμύθια και να πιάσουμε να σοβαρευτούμε μια στάλα.

    Προτού φανούν οι πρώτοι Κρητικοί

    Όταν εκάτσανε οι ιστορικοί να γράψουνε την Ιστορία, ξεκινήσανε από κάποια εκατομμύρια χρόνια πριν μέχρι λίγες χιλιάδες χρόνια προτού φανεί ο Χριστός. Τι να σου γράψουνε όμως οι χριστιανοί αφού δεν είχανε τίποτα που να βγάζει ιστορία; Πέσανε από δίπλα οι αρχαιολόγοι κι οι ανθρωπολόγοι να δώσουνε ένα χεράκι, πήρανε τα σκαλιδάκια τους και τα φτυαράκια τους κι αρχίσανε να ψάχνουνε στους κάμπους και στα βουνά. Βγάζανε ξυλαράκια, βγάζανε κοκκαλάκια και πάσης φύσεως σκατουλάκια, και μετά τα στρώνανε κάτω και τα μελετάγανε. Απ’ αυτά όμως το μόνο που ’βγαινε ήτανε τι τρώγανε οι αθρώποι το 6127 π.Χ. κι αν το τρώγανε με κουτάλι ή με τα χέρια σαν τους αγροίκους.

    Η Ιστορία όμως δε γράφεται με όσπρια και κουταλοπίρουνα. Η Ιστορία θέλει πολέμους, εκστρατείες, βασιλιάδες που σφάζουνε τ’ αδέρφια τους για να τους πάρουνε τις γυναίκες, πρίγκηπες που σφάζουνε τους μπαμπάδες τους για να τους πάρουνε τον θρόνο και άλλα τέτοια ωραία εγκληματικά και ύπουλα. Αφού, λοιπόν, εκείνα τα χρόνια τα πολύ παλιά, που πιο παλιά δεν είχανε ξαναγίνει, δεν εβγάζανε Ιστορία, οι ιστορικοί τα είπανε Προϊστορία κι από κοντά κι εμείς και τι ’χαμε να χάσουμε.

    Επειδή όμως μιλάμε για χρόνια πολλά κι αμέτρητα, πιάσανε και τα χωρίσανε και τους εβάλανε ταμπέλες που να μη μπερδεύουνε αι επερχόμεναι γενεαί τα πέτρινα ματσακόνια με τα πήλινα γκιογκιά και τους μπακιρένιους τεντζερέδες.

    Έτσι, την εποχή που η πέτρα ήτανε στα πάνω της την είπανε Παλαιολιθική την πιο παλιά και Νεολιθική την πιο κοντινή. Την ακόμα πιο κοντινή που βρήκανε τον χαλκό την είπανε εποχή του Χαλκού, γιατί άμα την ελέγανε αλλιώς θα τσαντιζότανε ο χαλκός και θα ’φευγε.

    Εδώ τώρα μας τα μπλέκουνε κομμάτι οι αρμόδιοι επιστήμονες με τη χρονιά που ξεκίναγε η κάθε εποχή και με το πότε τελείωνε, γιατί ο καθένας από δαύτους βάζει δικά του νούμερα. Μικρό το κακό, θα μου πείτε, γιατί μιλάμε για κάτι λίγες κατοσταριές κι ενίοτε το πολύ για καμιά χιλιάδα χρόνια. Όταν όμως μιλάμε για πολλές χιλιάδες χρόνια και φτάνουμε να χτυπάμε κι εκατομμύριο, αυτές οι διαφορές μετράνε για βδομάδα.

    Έτσι, που λέτε, την εποχή τη Νεολιθική την ξεκινάνε από το 6200 ή το 6100 π.Χ. και τηνε φτάνουνε μέχρι το 2800 ή και το 2600 π.Χ. Την άλλη, την Παλαιολιθική, που είναι πριν απ’ αυτήν, τηνε τελειώνουνε στο 6000 και κάτι π.Χ. και τηνε ξεκινάνε από τα 2,5 εκατομμύρια χρόνια π.Χ.

    Οι πρώτοι Κρητικοί

    Τους Κρητικούς στην Κρήτη δεν τους έβανε ο Θεός ούτε ξεφυτρώσανε απ’ το χώμα όπως το σταμναγκάθι κι οι αβρονιές. Απ’ αλλού ξεκινήσανε κι αλλού πηγαίνανε και πετύχανε στον δρόμο τους την Κρήτη και την εκάτσανε. Κι αυτοί πάλι δεν ήτανε Κρητικοί από γεννησιμιού τους, αφού αλλού είχανε γεννηθεί. Όταν επατήσανε στην Κρήτη είδανε πως τους άρεσε κι είπανε να μείνουνε και να γίνουνε Κρητικοί.

    Προτού φτάσουνε στην Κρήτη αυτοί που δεν ήτανε Κρητικοί και μετά γινήκανε τέτοιοι, όλους τους αθρώπους τους ελέγανε Παλαιολιθικούς. Την εποχή, δηλαδή, λέγανε Παλαιολιθική κι αφού τότε ζούσανε και κυκλοφοράγανε κι αυτοί ανά τον κόσμο, γι’ αυτό τους είπαν έτσι. Για τότε λέμε πως στην Κρήτη δεν εκυκλοφόραγε ψυχή.

    Αυτοί οι ανθρωπολόγοι, αρχαιολόγοι, ιστορικοί και τέτοιοι, όλοι τους σπουδαγμένοι αθρώποι, έρχονται και σου λένε πως οι πρώτοι Κρητικοί ξεκινήσανε από νεολιθικοί και μετά γινήκανε βενιζελικοί. Παλαιολιθικοί όμως και βασιλικοί ποτέ τους δεν εγινήκανε.

    Για το από πού ξεκινήσανε και καταλαγιάσανε στην Κρήτη, πάλι ο καθένας απ’ αυτούς λέει τα δικά του. Ο ένας σου λέει από την Αφρική, ο άλλος από τη Μικρασία κι ο άλλος πάλι επιμένει πως ήρθαν απ’ τις Κυκλάδες.

    –Και γιατί από Κυκλάδες κι όχι από Δομοκό;

    –Κι από Δομοκό αν εξεκινάγανε, προτού μπούνε στην τελι-κή ευθεία για κάτω, όλο και σε κάποια Κυκλάδα θα σταματήσανε να πάρουνε μιαν ανάσα.

    Κι άμα τονε ρωτήσεις πότε το κάνανε αυτό οι Κρητικοί, σου λέει με σιγουριά το 6100 π.Χ. Κι αν επιμένεις για περαιτέρω λεπτομέρειες μπορεί να σου πει κι αν ήτανε Παρασκευή στις τόσες του Φλεβάρη μα για την ώρα δεν είναι σίγουρος.

    Μετά προχωράει στο παρακάτω και βγάζει και κάποια από τα προσωπικά τα δεδομένα κείνων των Κρητικών. Από το χώμα, δηλαδή, τα βγάζει, κάτι ξυλαράκια, πετραδάκια και σκατουλάκια, που όλα μαζί σού βγάζουνε συμπέρασμα.

    –Είναι εργαλεία που τότε κάνανε δουλειές.

    –Δηλαδή, οι πρώτοι Κρητικοί ήτανε δουλευταράδες;

    –Όχι του σκοτωμού. Ό,τι ήθελε μπουλντόζα ή κομπρεσέρ τ’ αφήνανε γι’ αργότερα.

    Με κάτι τέτοια και με κάτι ξεραμένα αποφάγια που ’βγαλε η σκαλίδα τ’ αλλουνού, μάθαμε κι εμείς πως οι πρώτοι κείνοι Κρητικοί, οι νεολιθικοί, είχαν ανακαλύψει το σιτάρι, το κριθάρι και τις φακές και τα τρώγανε.

    Τα ψάρια τα ’χανε ανακαλύψει που κολυμπάγανε στο νερό μα δεν τους έκοφτε ακόμα να τα ψαρέψουνε για να τα φάνε. Κι από κρεατικά, κάνα κοτοπουλάκι, κάνα κατσικάκι και ό,τι άλλο μέτραγε τότε για κατοικίδιο. Τα άλλα του Θεού τα ζωντανά, που τρέχανε στα βουνά και στα ρουμάνια, τα βλέπανε κι αυτά όπως εβλέπανε και τα ψάρια μα δεν τα τρώγανε. Κι όχι πως το παίζανε ζωόφιλοι. Από βαρεμάρα τους είχε βγει καθ’ όσον το να πιλαλάς στα βουνά και στα λαγκάδια να πιάσεις λαγούς κι αγριογούρουνα έβγαζε ιδρώτα, λαχάνιασμα, ενίοτε και ταχυκαρδία. Οπότε με το δίκιο του ο άλλος σου λέει, έχω το κατσικάκι μου στην πόρτα της σπηλιάς κι ό,τι ώρα πεινάσω το σβερκώνω και το δαγκώνω.

    Έτσι, στην Κρήτη του 6000 π.Χ. τρέχανε ελεύθερα στα βουνά τα ζωντανά του Θεού αφού οι Κρητικοί αγριόχοιρους, αγριόπαπιες, αγριόκοτες, αγριοκούνελα, αγριόγατες κι αγριοκάτσικα δεν τα τρώγανε. Από αγριόχορτα όμως του δίνανε να καταλάβει.

    Πολύ μουργέλες, αδερφάκι μου, κείνοι οι πρώτοι Κρητικοί. Βαριές δουλειές δεν εκάνανε γιατί φοβόντουσαν μην πάθουνε λουμπάγκο. Τα ψάρια δεν τα πιάνανε γιατί δεν εξέρανε να ψαρεύουνε. Τ’ αγρίμια δεν τα κυνηγούσανε ένεκα ο φόβος περί την ταχυκαρδία. Όλη μέρα τι κακό τους καιρό εκάνανε;

    Καθόντουσαν όξω από τα σπίτια τους και ξεροσταλιάζανε στον ήλιο. Κι όταν λέμε σπίτια, μην πάει ο νους σε σπίτια κανονικά με ξώπορτες και παράθυρα και κήπο με λουλουδάκια πολύχρωμα από δίπλα. Όπου βρίσκανε σπηλιά, μπαίνανε μέσα και την εκαθόντουσαν, αφού τζάμπα ήτανε.

    Αυτά όλα τα παραπάνω τα κάνανε οι νεολιθικοί οι Κρητικοί και κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς προκύψανε πιο προκομμένοι από τους άλλους που κοπροσκυλάγανε στις σπηλιές. Αυτοί που λέτε, οι προκομμένοι, πιάσανε και φτιάξανε σπίτια, ο Θεός να τα κάνει, αλλά τουλάχιστον εβγήκανε από τις σπηλιές και νοικοκυρευτήκανε μια στάλα. Παίρνανε πέτρες, παίρνανε δοκάρια, φτιάχνανε και κάτι γκουμούτσες από πηλό στο τάχαμ έχουμε και τούβλα, και κουτσά στραβά φτιάχνανε το σπιτάκι τους. Κάποιοι μάλιστα ακόμα πιο προκομμένοι μέχρι και τριαράκι με δυο δωμάτια, χωλ, κουζίνα, είχανε φτιάξει. Τον πηλό όμως, όξω από τις γκουμούτσες που φτιάχνανε για τις οικοδομές, δεν εξέρανε ακόμα τι άλλο να τονε κάμουνε. Μετά όμως, το 5700 π.Χ., που μάθανε να κάνουνε πήλινα κουρούπια, αυτή την περίοδο (6100 – 5700 π.Χ.) την είπαμε «προκεραμεική».

    Και μια και λέμε για σπίτια, έστω κι ο Θεός να τα κάνει, σε κείνη την περίοδο την προκεραμεική, μέχρι γειτονιά ολόκληρη βρέθηκε κάπου εκεί γύρω από την Κνωσό. Αργότερα βρεθήκανε κι άλλες τέτοιες γειτονιές και το λιμάνι της Κνωσού. Κι άμα έχεις λιμάνι, δεν το ’χεις για τις ταβέρνες και τον λιμενάρχη. Για καράβια το ’χεις κι αυτό πάει να πει πως οι νεολιθικοί οι Κρητικοί από τότε είχανε πιάσει τη λέξη «πολιτισμός» και την εγυροφέρνανε.

    Τα πήλινα κουρούπια

    Σε κείνη την εποχή τη νεολιθική ήτανε που εφευρεθήκανε και τα κουρούπια τα πήλινα. Οι εφευρέτες, νεολιθικοί κι αυτοί, πιάνανε τον πηλό, τονε πασπατεύανε ποικιλοτρόπως, εφτιάχνανε το κουρούπι τους και περιμένανε τον ήλιο να τους το ξεράνει. Μια δόση όμως που είχε πέσει συννεφιά διαρκείας, αφού φτιάξανε τα κουρούπια τους, επεριμένανε να βγει ο ήλιος, μα πουθενά ο ήλιος. Εβδομάδα ολόκληρη περιμένανε στημένοι με τα κουρούπια τους στο χέρι σαν τους ζητιάνους, μα πού να ξεραθεί το κουρούπι με το σύννεφο. Στη βδομάδα πάνω συναχωθήκανε κάποιοι από δαύτους κι είπανε να μπούνε μέσα να ζεσταθεί το κοκκαλάκι τους στη φωτιά και τότε το πιάσανε τα χαϊβάνια.

    –Με τη φωτιά ζεσταινόμαστε όπως και με τον ήλιο.

    –Το λοιπόν;

    –Άμα ζεσταίνει εμάς, γιατί να μην ψήνει και τα κουρούπια;

    Ιδρώσανε να το καταλάβουνε, μα όταν το καταλάβανε πιάσανε τον πηλό και του δώσανε κι αυτουνού να καταλάβει. Άλλη δουλειά δεν εκάνανε παρά να φτιάχνουνε κουρούπια πήλινα και να τα ψήνουνε στη φωτιά. Στην αρχή κάνανε μόνο χοντροκοπιές κι ίσα για να βάζουνε μέσα τα όσπρια, άντε και κάνα κρομμύδι, κάνα κοψίδι και ό,τι άλλο είχανε για φάγωμα. Μετά όμως ξεθαρρέψανε κι αρχίσανε και τα στολίζανε με γραμμούλες, τα παίζανε πάνω στη φωτιά και πετυχαίνανε χρώματα και καμαρώνανε που από μαστόροι είχανε γίνει καλλιτέχνες.

    Ήτανε μη γίνει η αρχή και μη βγει στην πιάτσα ο πρώτος ο καλλιτέχνης. Επιάσανε, που λέτε, τώρα τον πηλό κι όξω από τα κουρούπια τα στολισμένα, αρχίσανε και φτιάχνανε αθρωπάκια, ζωάκια και πουλάκια. Και τα πιο πολλά απ’ αυτά μάλλον τα κάνανε ένεκα τα θρησκευτικά τους, που παριστάνανε δηλαδή θεότητες που ήτανε σύμβολα για τη γονιμότητα και άλλα τέτοια δικά τους.

    Αυτά τα λίγα ξέρουμε για τους νεολιθικούς τους Κρητικούς κι απ’ αυτά όμως βγαίνει πως οι αθρώποι είχανε φτιάξει κάποιον πολιτισμό που ήτανε η μαγιά για το ανέβασμα της Κρήτης που ακολούθησε.

    Αυτό όμως που ακόμα το ψάχνουνε οι αρμόδιοι επιστήμονες είναι, όπως λέμε και παραπάνω, το από πού ξεκινήσανε οι όποιοι ξεκινήσανε και κατεβήκανε και γινήκανε Κρητικοί. Λένε μάλιστα πως κάπου εκεί γύρω στο 4000 π.Χ. είχε μαζευτεί στην Κρήτη τέτοιος αχταρμάς από φυλές που δεν τα καταφέρνανε να συνενοηθούνε μεταξύ τους – κι αυτό τους έμεινε.

    ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (2600-1100 π.Χ.)

    Οι Μινωικές περίοδοι

    Με το που ξεκαθαρίσανε τα Παλαιολιθικά απο τα Νεολιθικά της Κρήτης και των πρώτων Κρητικών, ήρθαν οι επόμενοι Κρητικοί κι αρχίσανε νταλαβέρια εμπορικά και πολιτιστικά με τις Κυκλάδες, την Αίγυπτο και τα κοντινά στα ανατολικά τους. Με αυτά τα πηγαινέλα ανάμεσα στους Κρητικούς και στους γειτόνους τους, εφτάσανε όλοι μαζί το 3000 π.Χ. και να σου κι ο χαλκός στην Κρήτη. Αν τώρα τον εκουβαλήσανε από την Κύπρο, τη Μικρασία ή τις Κυκλάδες, λίγο που μας νοιάζει. Τα κρητικάτσα όμως, με το που τον είδανε να γυαλίζει και να κάνει και ντάνγκα ντούνγκα όταν κοπανάς με δαύτονα την κεφαλή του άλλου, πάθανε την πλάκα τους.

    –Από σήμερα μπαίνουμε στην εποχή του χαλκού.

    –Και δε μου λες, μάστορα; Αυτή την καινούργια την εποχή, πόσο θα τηνε κρατήσουμε;

    –Μέχρι να μπούμε στην επόμενη.

    Σαφέστατος ο μάστορας. Μόνο αν θα μπούμε πρωί ή απόγεμα δε μας είπε. Έλα όμως που τώρα με τον χαλκό και τα νταλαβέρια τα εμπορικά που λέγαμε παραπάνω ο πολιτισμός της Κρήτης, με τον Μίνωα από κοντά, άρχισε να τρέχει και στον ανήφορο κι άντε να τονε προλάβεις. Τι να προλάβεις και τι να πρωτοδείς, που τέτοιο πράμα δεν είχε ξαναδεί η Ευρώπη ολάκερη.

    –Από πότε;

    –Απ’ όταν εβρεθήκανε πάνω από δυο Έλληνες μαζί και να’ ναι μονιασμένοι.

    Κι επειδή σε κείνονα τον πολιτισμό γινήκανε πράματα και θάματα που ανάθεμά με αν θα μας αξιώσει ο Θεός να ξαναδούμε, είπανε οι ιστορικοί κι οι αρχαιολόγοι να χωρίσουνε κείνη την εποχή στα τέσσερα και να βάνουνε ταμπέλες. Το χώρισμα έγινε σε περιόδους ανάλογα με το κάθε πότε σηκώνανε ανάκτορα στην Κνωσό κι ερχότανε μετά κείνο το ηφαίστειο της Θήρας και τα κατέβαζε.

    Έτσι, με το που σχόλασε το 2600 π.Χ., σχολάσανε και τα πάσης φύσεως νεολιθικά της Κρήτης και μπήκε μπροστά η πρώτη περίοδος η Μινωϊκή. Αυτήν την είπανε Προανακτορική, γιατί από το 2600 π.Χ. που άρχισε έως το 2000 π.Χ που τέλειωσε, από ανάκτορο δεν εβρέθηκε τίποτα στην Κνωσό.

    –Κι ο βασιλιάς πού καθότανε;

    –Ιπποκράτους 48, δίπλα από τον φούρνο.

    Άκου, λέει, πού καθότανε ο βασιλιάς! Κοτζάμ βασιλιάς όλο και κάπου θα ’βρισκε να βολευτεί. Την αμέσως επόμενη περίοδο βρήκανε τ’ άλλα τ’ ανάκτορα που καθότανε ο Μίνωας από το 2000 π.Χ. μέχρι το 1700 π.Χ. και την είπανε Παλαιοανακτορική. Κι αυτό επειδή κείνα τ’ ανάκτορα προλάβανε και παλιώσανε ώσπου τα ’κανε κολυμπηθρόξυλα ο χαμός που ’βγαλε το 1700 π.Χ. το ηφαίστειο της Θήρας. Ο Μίνωας όμως δεν εκώλωσε κι έπιασε και τα ξανάφτιαξε καινούργια. Νέα ανάκτορα, Νεοανακτορική κι η περίοδος. Κι όσο κρατήσει.

    Πού να κρατήσει. Διακόσα πενήντα χρόνια κράτησε και το 1450 π.Χ. να σου πάλι κείνο το ηφαίστειο από πάνω. Οι Κρητικοί όμως κι ο Μίνωας μαζί είχανε βαρεθεί να σηκώνουνε ανάκτορα κι η άλλη να τους τα κατεβάζει με το ηφαίστειό της κάθε λίγο.

    – Θα τα ξαναφτιάξετε;

    – Μετά.

    Μετανακτορική (1450-1100 π.Χ.), λοιπόν, η τελευταία περίοδος, γιατί έμεινε με το «μετά» κι ησύχασε κι αυτή και το ηφαίστειο.

    Ο Μίνωας

    Στα παραπάνω ακούμε περί Μίνωα για κάπου 1.500 χρόνια και βάλε, οπότε όσο γερό κόκκαλο κι αν ήτανε ο μπαγάσας δεν μπορεί να μην είχε κάποια ημερομηνία λήξεως αθρωπινή. Έρχεται τότε η επιστήμη, ερευνά, ρίχνει και καμιά σκαλιδιά, ανακαλύπτει, μελετά, κάνει σούμα και μας λέει πως οι Μίνωες ήτανε πολλοί. Και στο παρακάτω μας ξαναλέει πως το «Μίνωας» δεν ήταν όνομα.

    – Παρατσούκλι ήτανε;

    – Σκέτος τίτλος.

    Κάτι δηλαδή σαν τους άλλους που είχανε αργότερα στα κράτη τα σοβαρά, κάτι βασιλιάδες, αυτοκράτορες, τσάρους, καίσαρες κι άλλα τέτοια μεγαλειώδη. Κάπως έτσι το παίζανε τότε παλιά και στην Αίγυπτο και τους δικούς τους Μίνωες τους ελέγανε Φαραώ.

    Σ’ όλη αυτή την παραπάνω την εποχή με τους Μίνωες τους μπόλικους και τους απανωτούς, τις ανακτορικές περιόδους, τις προ και μετά κι αργότερα, στην Κρήτη κυκλοφοράγανε πιο πολλοί αθρώποι παρά κατσικοπρόβατα. Κι όλοι αυτοί δεν εγυροφέρνανε στα βουνά και στους κάμπους στο σκόρπιο και στο σήμερα εδώ κι αύριο παραπέρα. Καταλαγιασμένοι ήταν όλοι τους και νοικοκυρεμένοι σε πόλεις και συνοικισμούς που κι απ’ αυτά πήχτρα ήτανε το νησί. Μέχρι κι ο Όμηρος λέει στα ποιήματά του για τις εκατό πόλεις της Κρήτης – κι επειδή δεν τις είχε μετρημένες ένεκα η στραβωμάρα του του φουκαρά, όποιος κι αν του το ’χε πει μόνο πλάκα δεν του έκανε.

    Αυτές οι πόλεις, που λέτε, ήταν ατείχιστες, όπερ και πάει να πει πως όχι τείχη δεν είχανε γύρω τους με πολεμίστρες και βαριές καστρόπορτες, αλλά ούτε μια μάντρα με ξύλινα κάγκελα ίσα να μην μπαίνουνε οι αδέσποτες κατσίκες και τους τρώνε τους κατιφέδες. Αυτό τώρα δεν το κάνανε επειδή δεν εσκαμπάζανε από οχυρωματικά έργα και καστροειδή ντουβάρια. Απλά είχανε φροντίσει κι είχανε πει στις γύρω και παραπέρα τις γειτονιές πως όποιος τολμήσει και πλησιάσει με εχθρικάς προθέσεις, άμα τονε ξαναδεί η μάνα του εμένα να με χέσεις.

    Όσο για τις πόλεις που ήτανε παραθαλάσσιες κι είχανε λιμάνια, εκεί καθάριζε ο στόλος. Κι όταν λέμε στόλος, ας είναι καλά ο Μίνωας που με τη θαλασσοκρατία του πού να τολμήσει καράβι εχθρικό να πλησιάσει. Βουλιαγμένο το ’χανε με το που ’σκαγε πλώρη απ’ το δικό του το λιμάνι.

    Τα καράβια του όμως ο Μίνωας δεν τα ’χε μόνο για να βουλιάζουνε τα καράβια των αλλωνών. Ξαμολημένα τα ’χε ανά τη Μεσόγειο και κουβαλάγανε εμπορεύματα όπου γιαλός και πόλη. Με την Αίγυπτο, μάλιστα, αυτό το αλισιβερίσι το ’χανε ξεκινήσει από την τέταρτη χιλιετηρίδα προ Χριστού. Καργάρανε τα μινωϊκά καράβια με βότανα, ελιές και μέχρι και κείνα τα κουρούπια τους, που ήτανε τότε ακόμα χοντροκοπιές, και τα ξεφορτώνανε στην Αίγυπτο.

    –Κι αφού ξεφορτώσεις καπετάνιο μου, τι θα κάνεις;

    –Θα γυρίσω να πιάσω υπηρεσία ξηράς.

    –Άδειος θα γυρίσεις; Τσίμπα μια πυραμίδα και φερ’ τηνα κατά δω!

    Πού να τηνε φορτώσει την πυραμίδα ο άλλος, αφού κει κάτω τις είχανε για τους ποθαμένους τους; Με πράματα για τους ζωντανούς εκαργάρανε τ’ αμπάρια τους και τα κουβαλάγανε στην Κρήτη. Έτσι μάθανε να δουλεύουνε την πέτρα οι Κρητικοί και να φτιάχνουνε αγαλματάκια και στο κάπως έτσι έφτασε στα χέρια τους κι ο χρυσός κι εκεί δώκανε ρέστα με τα κοσμήματα που φτιάξανε.

    Επειδή, όμως, όπως είπαμε, στη Μινωϊκή την Κρήτη γινήκανε πράματα και θάματα, ας τα πιάσουμε το καθένα ξεχωριστά κι όχι μπουρδουκλωμένα κι ανάκατα όλα μαζί γιατί θα πονοκεφαλιάσουμε.

    Μινωική Ειρήνη (Pax minoica)

    Εκεί γύρω στις αρχές της περιόδου της Παλαιοανακτορικής, δηλαδή λίγο μετά το 2000 π.Χ., μας λένε οι αρχαιολόγοι κι οι λοιποί συγγενείς επιστήμονες ότι στις πόλεις της κεντρικής της Κρήτης είχαν εμφανιστεί κάτι ψιλοβασιλιάδες. Αυτή τη δουλειά την ψιλοβασιλική την είχανε πάρει με απ’ ευθείας ανάθεση κι ένεκα που κρατούσε η σκούφια τους από παλιότερα μεγάλα τζάκια.

    Κάποια εποχή, αλλά δεν ξέρουνε λέει πότε ακριβώς, αυτοί οι ψιλοβασιλιάδες, για κάποιους λόγους που ποτέ δεν τους εμάθαμε, πλακωθήκανε στ’ αναμετάξυ τους. Κι όταν λέμε πλακωθήκανε, πάει να πει πως το γυρίσανε στα εμφυλιακά και κάνανε την Κρήτη ολάκερη τσίρκο για κοκόρους.

    Ο Μίνωας τα ’βλεπε όλα αυτά και στεναχωριότανε. Επειδή όμως έβλεπε και παραπέρα κι επειδή τότε η Κρήτη είχε βάνει μπρος ν’ αρχίζει να παίρνει τα πάνω της, σου λέει οσονούπω θα μας πλακώσουνε τίποτα μουσαφιραίοι ακάλεστοι οπότε την εκάτσαμε. Οι ακάλεστοι, δηλαδή, θα κάτσουνε κι εμείς θα στέκουμε όρθιοι στη γωνιά.

    Εμάζεψε τότε τούς πλακωμένους του ψιλοβασιλιάδες, τους τα ’πε ένα χεράκι, τους τα ’πε και δεύτερο, και μάλιστα για να μη βγάλει κανείς τους απορία, τους επέταξε και το άλλο που τους εκούφανε. Και το άλλο ήτανε τάχαμ παραγγελιά του μπαμπά του του Δία που, ως αντιπρόσωπός του επί της γης, είχε μαζί του ανοιχτή γραμμή.

    –Να μην πλακώνεστε στ’ αναμετάξυ σας.

    –Δε γίνεται.

    –Εγώ, να! Ο μπαμπάς το είπε.

    Πώς να γίνει δηλαδή; Συνερισιό είν’ αυτό και το συνερισιό είναι νόμος. Δεν μπορεί να μου λέει ο απέναντι βασιλιάς ότι περνάει καλύτερα από μένα, γιατί μαζεύω κι εγώ τα στρατά μου και του κάνω το βασίλειό του καλοκαιρινό για να μάθει.

    Ίδρωσε ο φουκαράς ο Μίνωας να τους δώσει να καταλάβουνε πως έτσι που ξεκίναγε τότε η Κρήτη από τα πάνω της να πάει στα παραπάνω της, όλο και κάποιος από τους γύρω γειτόνους, ως ήτο φυσικόν, θα τον έπιανε η ζήλεια και το συνερισιό και με το δίκιο του δηλαδή. Διότι, σου λέει ο γείτων και φουκαράς, δεν μπορεί ο Κρητικός να τρώει το σφακιανό τσιγαριαστό με χρυσά μαχαιροπίρουνα όταν αυτός αναρροφά μέλανα ζωμό με καλαμάκι πλαστικό. Οπότε, την ώρα που οι άλλοι κει κάτω βρίσκονται στην κορύφωση του πλακώματος ανά δυο, πλακώνει κι αυτός ως τρίτος. Κι επειδή στους δύο ο τρίτος δε χωρεί, όξω οι δυο και μένει ο τρίτος. Τους καπελώνει και τους τα μαζεύει απαξάπαντα.

    –Τα μαχαιροπίρουνα;

    –Και τα μαχαιροπίρουνα και το τσιγαριαστό κι από τρία σώβρακα του καθεμιανού.

    Για τα μαχαιροπίρουνα και το τσιγαριαστό δεν τους ένοιαζε και τόσο αφού από τέτοια είχανε μπόλικα. Κείνο όμως με τα σώβρακα πολύ τους επροβλημάτισε καθ’ όσον εις το εντός του σώβρακου περικλείεται η τιμή του αθρώπου. Εκεί ήτανε που πάτησε κι ο Μίνωας και τους είπε πως ο μόνος τρόπος να σώσουνε τα σώβρακα με τα εντός περιεχόμενά τους ήτανε να δώσουνε λόγο πως θα σταματήσουνε τα συνερισιά και τα εξ αυτών πλακώματα. Έτσι, αφού τους άκουσε να λένε όλοι μαζί «λόγω τιμής», τους τα ’γραψε και σ’ ένα χαρτί και τους έβανε να το υπογράψουνε. Κάπως έτσι ήτανε που εδραιώθηκε η Μινωική Ειρήνη (Pax Minoica).

    Το πράμα όμως έπρεπε να δέσει για τα καλά κι όχι να περάσει καμιά βδομάδα και ν’ αρχίσουνε πάλι τα ίδια. Γι’ αυτό ο Μίνωας είχε βάλει στη συμφωνία και κάποια τσόντα που ξεκαθάριζε με την επετηρίδα των βασιλιάδων.

    –Όλοι οι βασιλιάδες ίσοι!

    –Μέσα!

    –Υπογράφτε.

    Υπογράψανε. Κι αφού σιγουρεύτηκε με τις υπογραφές, τους πετάει και το συμπληρωματικό.

    –Εγώ όμως «πρώτος μεταξύ ίσων» (primus inter pares).

    –Γιατί, ρε κουμπάρε;

    –Γιατί το δικό μου το ίσιωμα το ίσιωσε ο μπαμπάς μου.

    Καλύβες, σπίτια κι ανάκτορα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1