Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Στα πρόθυρα της Αγίας Τεσσαρακοστής: Ομιλήματα
Στα πρόθυρα της Αγίας Τεσσαρακοστής: Ομιλήματα
Στα πρόθυρα της Αγίας Τεσσαρακοστής: Ομιλήματα
Ebook382 pages6 hours

Στα πρόθυρα της Αγίας Τεσσαρακοστής: Ομιλήματα

Rating: 3 out of 5 stars

3/5

()

Read preview

About this ebook

Οι άγιοι Πατέρες μας με ενθουσιασμό ανέμεναν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, λέγοντας ότι αν διέλθουμε αυτήν την περίοδο με νηστεία και μετάνοια είναι σαν να αποδεκατίζουμε τη ζωή μας. Οι παλαιοί Ισραηλίτες αφιέρωναν ένα δέκατο των γεννημάτων τους στον Θεό. Οι Χριστιανοί αφιερώνουν ένα δέκατο της πρόσκαιρης ζωής τους σε εντονότερο αγώνα προσεγγίσεως του Θεού και, όταν η προσφορά γίνει με ταπείνωση, ο Κύριος τη δέχεται ως θυσία ευάρεστη και ευλογεί όχι μόνο το υπόλοιπο της επίγειας ζωής, αλλά πολύ περισσότερο, αποθησαυρίζει αυτές τις ημέρες στην αιωνιότητα.
LanguageΕλληνικά
Release dateAug 6, 2020
ISBN9788835874591
Στα πρόθυρα της Αγίας Τεσσαρακοστής: Ομιλήματα

Read more from Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου

Related to Στα πρόθυρα της Αγίας Τεσσαρακοστής

Related ebooks

Reviews for Στα πρόθυρα της Αγίας Τεσσαρακοστής

Rating: 3 out of 5 stars
3/5

2 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Στα πρόθυρα της Αγίας Τεσσαρακοστής - Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου

    Εἰσαγωγικὸ Σημείωμα

    Κατὰ τὸ προοίμιο τοῦ Τριωδίου καὶ τὶς Κυριακὲς ποὺ σηματοδοτοῦν τὴν ἔναρξή του, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα θέτει πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας παραδείγματα ἀνθρώπων, τοῦ εὐγνώμονος Λεπροῦ, τοῦ Τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς, τοῦ Ζακχαίου, τοῦ ἀγαθοῦ καὶ πιστοῦ Δούλου τῶν «Ταλάντων», τῆς Χαναναίας, τοῦ Τελώνη, τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τῶν Δικαίων, ποὺ μὲ κάποιον λόγο, κάποια πράξη, κάποια στάση τους, εἵλκυσαν τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Θεοῦ πάνω τους. Ἔγιναν στόχος τῆς ἐπισκέψεώς Του καὶ μέσα σὲ λίγες στιγμὲς διήνυσαν αἰῶνες. Ψυχὲς πονεμένες καὶ κατάξηρες, εἴτε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἢ τὴν ἄγνοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἰσῆλθαν στὴν παρουσία τοῦ Κυρίου, καὶ μέσα τους ἄρχισε «νὰ ἀνατέλλει ὁ πνευματικὸς ἥλιος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι ὑπόσταση (πρόσωπο)» ¹.

    Ἡ στάση τους καὶ οἱ λόγοι τους ἀποτελοῦν ἁπτὸ ὑπόδειγμα θεοπρεποῦς παραστάσεως ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου τῶν Ἁγίων. Ἡ Ἐκκλησία κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μᾶς καθοδηγεῖ. Γνωρίζει ἀφενὸς τὸν ἀγώνα ποὺ προτιθέμεθα νὰ ἀναλάβουμε, γιὰ νὰ βροῦμε τὴ βαθειὰ καρδιά μας, γιὰ νὰ καταστοῦμε καὶ ἐμεῖς πρόσωπα στὸ βλέμμα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Κριτῆ μας καὶ κατεντευκτὲς ἐνώπιόν Του, γιὰ τὸ μεγαλειῶδες ἔργο τῆς πάγκοινης σωτηρίας. Ἀφετέρου, γνωρίζει τὸν πόθο μας νὰ μὴν ἀστοχήσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου.

    Ἡ ὁδὸς εἶναι πεπατημένη. Οἱ σταθερὲς ἀρχὲς διαγράφονται μὲ σαφήνεια, καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ τὶς φυλάξουμε σὰν πολικὸ ἀστέρα, σὰν πολύτιμους μαργαρίτες καὶ νὰ τὶς ἐγκολπωθοῦμε, ὥστε νὰ καταστήσουν καρποφόρο τὸν ἀγώνα μας τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ὅλης τῆς ζωῆς μας.


    1 Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, ⁷2016, σ. 299.

    ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΩΔΙΟ

    «Ἰδοὺ ὁ δοῦλός Σου,

    Κύριε, ἐνώπιόν Σου»

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ

    Δόξα Σοι, Κύριε Ἰησοῦ ὁ Θεός μου, δόξα Σοι. Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε, διὰ πάσας τὰς εὐεργεσίας Σου ἃς ἐποίησας καὶ ποιεῖς ἀεὶ μετ’ ἐμοῦ τοῦ ἐλεεινοῦ καὶ μετὰ πάντων ἀνθρώπων.

    Εὐχαριστῶ Σοι διὰ τὰ χαρίσματά Σου πρὸς πάντας τοὺς Ἁγίους Σου, ἐξαιρέτως δὲ διὰ τὰ μεγαλεῖα ἃ ἐποίησας μετὰ τῆς Παναχράντου Μητρός Σου.

    Εὐχαριστῶ Σοι, ὅτι εἶ ὡς εἶ, ὑπεράγαθος, ἀγαπῶν, ταπεινὸς καὶ σώζων καὶ ἄλλος οὐκ ἔστιν ὅμοιός Σοι καὶ τὸ ἔλεός Σου μέγα καὶ κρεῖσσον ὑπὲρ ζωάς.

    Συγχώρησον τὰς ἁμαρτίας μου καὶ μὴ ἐάσῃ με, τὸν ἄθλιον, χωρισθῆναι ἀπὸ Σοῦ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

    Παρακαλῶ Σε, ποίησον ὅπως ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἡ μεγάλη καὶ φοβερὰ τῆς ἐκπλήξεως τοῦ ἐρχομοῦ Σου, ὅταν μέλλεις ἐλθεῖν ὡς «κλέπτης ἐν νυκτί», μὴ εἶναι δι’ ἐμέ, τὸν ἀχρεῖον δοῦλον Σου, εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν αἰωνίαν, ἀλλ’ ἐπίσκεψις τοῦ ἐλέους Σου πρὸς σωτηρίαν.

    Ἡ φιλοτιμία τῆς εὐχαριστίας

    Λουκᾶ 17,12-19

    Τὴν Κυριακὴ τῶν Δέκα Λεπρῶν ἀρχίζουν νὰ φθάνουν σὲ ἐμᾶς μηνύματα ποὺ σηματοδοτοῦν τὴν ἔλευση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Μὲ τὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ μυούμαστε στὸ μυστήριο τοῦ προσώπου ποὺ ἀναφύεται μέσα ἀπὸ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Κύριος θεράπευσε δέκα λεπρούς, τοὺς ὁποίους ἕνωνε ὁ κοινὸς πόνος, παρόλο ποὺ οἱ ἐννέα ἀνῆκαν στὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ὁ ἕνας ἦταν ἀλλογενὴς καὶ αἱρετικός, Σαμαρείτης. Ἡ παρουσία ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἔβαλε «μάχαιραν» ¹ καὶ τοὺς διαχώρισε. Ὁ ἕνας ποὺ ἀνῆκε στὸν βδελυκτὸ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους λαὸ τῶν Σαμαρειτῶν, ὅταν διαπίστωσε τὴ θεραπεία του, κατακλυσμένος ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Εὐεργέτη, ἐπέστρεψε νὰ εὐχαριστήσει καὶ ἀπέσπασε τὸν ἔπαινο τῆς πίστεώς του ἀπὸ τὸν Κύριο. Οἱ ἐννέα, οἱ Ἰσραηλίτες, «ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα» ², διασκορπίσθηκαν, προξενώντας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ μὲ τὴν πώρωση τῆς καρδιᾶς τους θλίψη στὸν Κύριο.

    «Καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Σύμφωνα μὲ τὸ Λευϊτικό, ὅσοι ἔπασχαν ἀπὸ τὴ μεταδοτικὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας, ἔπρεπε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κάθε κατοικήσιμη περιοχὴ καὶ νὰ μὴν πλησιάζουν ἀνθρώπους. Ἦταν στὴ δικαιοδοσία τῶν ἱερέων νὰ κάνουν τὴ διάγνωση, νὰ ἀποφασίσουν τὴν ἔξωσή τους ἀπὸ τὴν κοινότητα, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἐπανεντάξουν σὲ αὐτὴν στὴ σπάνια περίπτωση τῆς θεραπείας. Οὐσιαστικά, τὸ νὰ εἶσαι λεπρὸς σήμαινε ἐξορία, στέρηση ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη παρηγοριὰ καὶ θάνατο.

    Καθὼς ὁ Ἰησοῦς κατευθυνόταν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ μέσου τῆς Σαμάρειας, οἱ δέκα λεπροὶ «ἔστησαν πόρρωθεν», κρατώντας τὴν ἀπαιτούμενη ἀπόσταση μὲ τὸν Κύριο. Ἔβγαλαν ὅμως ἐλεεινὴ κραυγή. Ἔχοντας τὸ κατάκριμα τοῦ θανάτου μπροστὰ στὰ μάτια τους, δὲν γύρεψαν ὡραῖες προσευχὲς καὶ καλλιεπεῖς λόγους. Μόνον ἔκραξαν, ὅπως κάθε ἄνθρωπος ποὺ αἰσθάνεται νὰ κρέμεται πάνω ἀπὸ χαίνουσα ἄβυσσο· «Ἰησοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ πόνος τοὺς εἶχε ταπεινώσει καὶ εἶχε ἐξαφανίσει κάθε ἴχνος παρρησίας. Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, τὸ ταπεινὸ καὶ ἀπαρρησίαστο στὴν προσευχὴ δημιουργεῖ τὴ γνήσια παρρησία καὶ τὴν οἰκειότητα μὲ τὸν Θεό³.

    «Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσιν». Ὁ Κύριος τοὺς πρόσεξε μὲν ἀμέσως, ἀλλὰ δὲν θεράπευσε αὐτοστιγμεί. Τοὺς ἔδωσε πρῶτα μιὰ μικρὴ ἐντολή. Γιὰ τὸν Κύριο, πρὶν τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, ἴσχυε ἀκόμη ὁ παλιὸς νόμος. Τὸν σεβόταν καὶ τὸν τηροῦσε, ἕως ὅτου τὸν κατάργησε μὲ τὴ δική Του θυσία, μὲ τὴ χάρη ποὺ πήγασε γιὰ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ καινὸ Πάσχα.

    Ἐπιπλέον, μὲ τὴν ἐντολὴ ὁ Κύριος θέλησε νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, ὅπως ἔκανε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος στὸν Ναιμάν, ἄρχοντα τῆς Συρίας, ὁ ὁποῖος βασανιζόμενος ἀπὸ τὴ μάστιγα τῆς λέπρας, προσῆλθε σὲ αὐτὸν ἐπιζητώντας τὴ θαυματουργικὴ ἴαση. Ὅταν ὁ Προφήτης ἀντὶ νὰ τὸν θεραπεύσει, τὸν πρόσταξε νὰ πάει καὶ νὰ πλυθεῖ ἑπτὰ φορὲς στὸν Ἰορδάνη, ὁ Ναιμὰν ξεκίνησε νὰ φύγει μὲ θυμὸ καὶ κατώδυνη ψυχή. Οἱ ὑπηρέτες του ὅμως τὸν πλησίασαν καὶ τοῦ εἶπαν: Ἂν ὁ Προφήτης σοῦ εἶχε ζητήσει κάτι μεγάλο, δὲν θὰ τὸ ἔκανες; Γιατί νὰ μὴν κάνεις αὐτὸ τὸ μικρὸ ποὺ σοῦ ζήτησε τώρα; Ὁ Ναιμὰν τότε ὑπάκουσε, καὶ ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη τὴν ἕβδομη φορά, ἡ σάρκα του ἦταν καθαρὴ σὰν μικροῦ παιδιοῦ⁴.

    Αὐτὸ τὸ φαινόμενο ἐπαναλαμβάνεται στὴν πνευματικὴ ζωή. Συχνὰ προσεγγίζουμε τοὺς πνευματικοὺς Πατέρες μὲ οἴηση, περιμένοντας ὅτι θὰ μᾶς διδάξουν ἕναν αὐστηρὰ ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, πολύωρες προσευχές. Ὅταν αὐτοὶ φειδόμενοι τῆς ἀδυναμίας μας, μᾶς δίνουν ἕνα μικρὸ κανόνα, σκανδαλιζόμαστε. Ἂν ὅμως δὲν ἀκολουθήσουμε τὴν ταπεινὴ ὁδὸ τῆς ὑπακοῆς, τηρώντας τὴ μικρὴ ἐντολὴ ποὺ μᾶς δόθηκε, σύντομα, ἀποδυναμωμένοι ἀπὸ τὸ ὀλέθριο πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας, οὔτε αὐτὸ τὸ λίγο δὲν θὰ εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἐπιτελέσουμε. Ὁ Θεὸς δὲν ζητάει θεαματικὲς πράξεις ἀσκητικῆς γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσει τὴ χάρη Του, ἀλλὰ ταπείνωση, ποὺ ἐκφράζεται κατεξοχὴν στὴν πράξη τῆς ὑπακοῆς, ὅταν ἀποτασσόμαστε στὸ δικό μας θέλημα καὶ στὸν δικό μας νοῦ καὶ ἀκολουθοῦμε ὑπόδειξη ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιτίθεται ἀκόμη καὶ στὴ λογικὴ καὶ στὸν ψυχισμό μας.

    «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Οἱ δέκα λεπροὶ ὑπάκουσαν καὶ ἡ ὑπακοὴ ἔφερε τὸ θαῦμα στὴ ζωή τους. Ὁ Κύριος τοὺς θεράπευσε μὲ διακριτικὸ καὶ ἀφανὴ τρόπο. Οὐσιαστικὰ καθαρίσθηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καθὼς ἀπομακρύνονταν ἀπὸ κοντά Του, διότι δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἐπιβαρύνει μὲ τὸ βαρὺ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης. Καὶ εἶναι βαρὺ τὸ αἴσθημα αὐτό, τόσο ποὺ συχνὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὸ ἀντέχουν καὶ ἀποφεύγουν νὰ τὸ ἐκφράσουν, διότι φοβοῦνται αὐτὸ ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν ταπείνωση.

    Ὁ Θεὸς πάντοτε ἐνεργεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, κρυφά, τηρώντας τὴν ἐντολὴ ποὺ ὁ Ἴδιος ἔδωσε, «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»⁵. Δίνει ζωή, μᾶς σώζει ἀπὸ τὸν θάνατο, εὐεργετεῖ, θεραπεύει, παρηγορεῖ, σώζει, χωρὶς νὰ φαίνεται τὸ χέρι Του. «Ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἕως ἄρτι ἐργάζονται»⁶. Τὰ πάντα στὴν κτίση δουλεύουν μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια, οὕτως ὥστε νὰ νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὑπακούουν στοὺς λεγόμενους «φυσικοὺς νόμους». Ἀγνοοῦν ὅτι τέτοιοι νόμοι εἶναι ἀνύπαρκτοι, καὶ πὼς ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὰ πάντα. Τὸ ὅτι ὁ ἥλιος ἀνέτειλε καὶ σήμερα, παρόλες τὶς ἀπεχθεῖς ἁμαρτίες μας, ἴσως νὰ ὀφείλεται στὴ μεσιτεία ἑνὸς Ἁγίου, ἢ σὲ κάποια Λειτουργία ποὺ τελέσθηκε αὐτὴν τὴν ἡμέρα.

    «Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης». Ἡ θεραπεία θὰ πρέπει νὰ ἔλαβε χώρα πρὶν ἀκόμη ἀπομακρυνθοῦν πολὺ ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου ἦταν ὁ Ἰησοῦς, διότι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς θεραπευμένους λεπροὺς ἐπέστρεψε «μετὰ φωνῆς μεγάλης», μὲ φωνὴ εὐγνωμοσύνης, «ᾆσμα καινὸν» ποὺ ἀναπέμπει δοξολογία στὸν Θεό. Δὲν γνώριζε ἀκόμη τὸν Χριστὸ ὡς Θεό, ἀλλὰ ἀντιλήφθηκε ὅτι ἦταν «Μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων»⁷, ἴσως ἕνας τῶν Προφητῶν, κάποιος μὲ θεϊκὴ ἐξουσία. «Ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον», ὡς δεῖγμα μεγάλου καὶ βαθέος σεβασμοῦ γιὰ τὸν Κύριο καὶ Εὐεργέτη του. Ἡ Γραφὴ γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν ἐννέα, δίνει ἔμφαση στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ εὐγνώμων ἦταν ὁ Σαμαρείτης, ὁ ἀλλοεθνὴς καὶ αἱρετικός, ὁ ὁποῖος ὅμως μπόρεσε νὰ διακρίνει μέσα του τὴν ἐσωτερικὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, ποὺ τὸν ὁδήγησε νὰ πράξει τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο στὸν Θεό.

    «Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;». Ὁ Χριστὸς ἐδῶ ἐξέφρασε βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν ὑπεροψία τῶν Ἰουδαίων. Ὁ λόγος Του ὅμως εἶναι ταυτόχρονα προφητικός, καθὼς προαναγγέλλει κατὰ κάποιον τρόπο ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ θὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ ἀλλογενεῖς, ἀπὸ τὰ ἔθνη. Ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἐπιδημία Του ἀνάμεσά μας εὐεργετοῦσε ἀφειδῶς καὶ ἀπροσωπολήπτως. Οἱ ὄχλοι Τὸν συνέθλιβαν, «ὅτι δύναμις παρ’ Αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας»⁸. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἀνταποκρίνονταν καὶ παραδίδονταν μὲ εὐγνωμοσύνη σὲ Αὐτὸν ἦταν ἡ μειοψηφία, ὅπως διαπιστώνουμε στὴ σημερινὴ περικοπή, ἴσως ἕνα δέκα τοῖς ἑκατό.

    Ὅπως ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴν πτωχεία μας, μᾶς κινεῖ νὰ ἀναφωνήσουμε μὲ μεγάλη ἔκπληξη, «πόθεν μοι τοῦτο;»⁹, «πότε ἐποίησά τι ἀγαθὸν ἐπὶ τῆς γῆς;»¹⁰, κατ’ ἀνάλογο τρόπο καὶ ἡ δική μας στάση εὐγνωμοσύνης προκαλεῖ ἔκπληξη στὸν Κύριο. Στὴ σημερινὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Χριστὸς ἀπόρησε, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἐπέστρεψε νὰ ἀποδώσει εὐχαριστία γιὰ τὴ θεραπεία του ἦταν ὁ Σαμαρείτης, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ θεωρεῖτο «ἀπηλλοτριωμένος τῆς πολιτείας τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ξένος τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, ἐλπίδα μὴ ἔχων καὶ ἄθεος ἐν τῷ κόσμῳ»¹¹. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσο πιὸ μακρινὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ χώρα ποὺ πορευθήκαμε, τόσο μεγαλύτερη ἔκπληξη θὰ προκαλέσουμε στὸν Κύριο, ἂν ἀπὸ τὸν ζοφερὸ λάκκο τῆς ἀπωλείας μπορέσουμε νὰ ἀναπέμψουμε εὐχαριστία καὶ δόξα στὸ Ὄνομά Του, ὅπως εἶναι δίκαιο καὶ Τοῦ ἀξίζει, καὶ ἀναλόγως θὰ ὑπερπερισσεύσει καὶ ἡ χάρη ποὺ θὰ ἐκχύσει ἐπάνω μας¹². Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος προειδοποίησε ὅτι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»¹³.

    «Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Καὶ οἱ δέκα λεπροὶ καθαρίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀσθένειά τους. Στὸν ἕναν ὅμως ποὺ συνήργησε μὲ τὴν εὐχαριστία του, ἔλαβε χώρα τὸ πραγματικὸ θαῦμα, ἡ ἴαση τῆς ψυχῆς του. Ἔλαβε Πνεῦμα ἐπουράνιο. Βρῆκε τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου σφράγισε τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας του. Ἡ πίστη γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινή, πρέπει νὰ συντελεῖ στὴν προσωπική μας ἐπαφὴ μὲ τὸν Προσωπικὸ Θεό, Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔφερε «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι» καὶ μᾶς λύτρωσε μὲ μεγάλη τιμή, τὸ θεῖο Αἷμα Του. Ἡ γνήσια πίστη ἐμφορεῖται ἀπὸ ἐμπιστοσύνη στὸν «μόνον δυνάμενον σῴζειν ἡμᾶς ἐκ θανάτου»¹⁴. Ὁ Θεὸς εἶναι «μείζων τῆς καρδίας ἡμῶν»¹⁵ καὶ ἡ σωτηρία Του τόσο μεγάλη, ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴν ἐπιτύχουμε μὲ τὶς δικές μας πτωχὲς δυνάμεις. Ἐμεῖς εἴμαστε «γῆ καὶ σποδός»¹⁶, καὶ «χωρὶς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν»¹⁷. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἐπιθυμοῦμε «σωθῆναι, ἡ πονηρὰ ἡμῶν συνήθεια ἐμπόδιον ἡμῖν καθίσταται» ¹⁸. Τὴ σωτηρία μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ χαρίσει μόνον Ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἐργάσθηκε, ὁ Χριστός, διότι «δυνατὰ τῷ Θεῷ, πάντα ὅσα παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατα»¹⁹.

    Ἡ λέπρα δὲν ἐπέτρεπε στοὺς δέκα ἀσθενεῖς νὰ πλησιάσουν τὸν Κύριο καὶ «ἔστησαν πόρρωθεν». Ἡ ἰαματικὴ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ ἄγγιξε καὶ τοὺς δέκα καὶ τοὺς θεράπευσε. Ὡστόσο, γιὰ τοὺς ἐννέα, τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας δὲν ἀπέβη ἀφορμὴ νὰ προσεγγίσουν τὸν Κύριο καὶ νὰ δεχθοῦν τὸ χάρισμα τῆς πίστεως. Μᾶλλον, καθὼς τράβηξαν τὸν δρόμο τους, ἀπομακρύνθηκαν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ Αὐτόν, ἐνῶ ὁ ἕνας, ὁ Σαμαρείτης, ποὺ τὸ φιλότιμο τῆς εὐγνωμοσύνης τὸν ἀνάγκασε νὰ πέσει «ἐπὶ πρόσωπον» στὰ πόδια τοῦ Κυρίου, σύναψε μέσα ἀπὸ τὴν εὐχαριστία προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό.

    Οἱ ἐννέα, ποὺ ἔχασαν τὸν καιρὸ τῆς ἐπισκοπῆς τους, ἀποτελοῦν τὸν τύπο ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων, τῶν «πολλὰ εὐεργετηθέντων», ἀλλὰ «μὴ συνιέντων». Εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας ἡ τραγωδία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἔγκειται στὸ ὅτι, ὅταν ἀνακαλύψει κάτι, ὅπως καινούργιες μεθόδους θεραπείας, νέες πηγὲς ἐνεργείας, πιὸ ἀνεπτυγμένη τεχνολογία, λησμονεῖ ὅτι πίσω ἀπὸ τοὺς γιατροὺς καὶ τοὺς ἐπιστήμονες βρίσκεται τὸ κραταιὸ καὶ συνάμα τρυφερὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἀντὶ νὰ ἀποδώσει δόξα στὸν Κύριο ποὺ τὸν ἱκάνωσε νὰ ἐφεύρει κάτι χρήσιμο, Τὸν ἀποδιώχνει ἀπὸ αὐτὸν τὸν χῶρο γιὰ νὰ κυριεύσει ὁ ἴδιος καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ χάρισμα, ἀντὶ νὰ εἶναι πρὸς σωτηρία, γίνεται πρὸς ὄλεθρο.

    Μελετώντας τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Χριστὸς σπανίως ἐξέφραζε αἰσθήματα χαρᾶς. Ὅπως προοράθηκε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῶν ὀδυνῶν, «ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ καὶ ἐν κακώσει»²⁰. Ἦλθε γιὰ νὰ πάσχει γιὰ τὸν Ἀδὰμ ποὺ ἔφερε μέσα Του καὶ ποὺ ἀργοπέθαινε ἀπὸ τὸ τραῦμα τῆς πτώσεώς του. Ὡστόσο, ὁ Κύριος «ἠγαλλιᾶτο τῷ πνεύματι» στὴν ἐνθύμηση τῆς παράδοξης ἀγαθότητας τοῦ Οὐρανίου Πατρός, ποὺ ἀπέκρυβε τὰ φοβερὰ μυστήριά Του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν σοφῶν τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὰ ἀπεκάλυπτε σὲ ἀγράμματους ἁλιεῖς, τοὺς νηπίους μαθητές Του²¹.

    Στὸν ἀγώνα μας νὰ βροῦμε ζωοποιὸ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, πορευόμαστε μεταξὺ δεήσεως καὶ εὐχαριστίας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἡ ἀληθινὴ Ὑπόσταση, τὸ κατεξοχὴν Πρόσωπο, «Ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι Αὐτοῦ»²², ἦταν καθαρὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα. Ὅταν πρόσφερε δέηση, τὸ ἔκανε στὸν τόπο μας, μεσιτεύοντας γιὰ ἐμᾶς. Ἡ δέηση ταιριάζει περισσότερο σὲ ἐμᾶς, ποὺ εἴμαστε ἀκόμη στὸ «γίγνεσθαι τοῦ προσώπου», ἐνῶ ἡ εὐχαριστία πλάθει σταδιακὰ τὴν ὑπόσταση καὶ ἁρμόζει σὲ αὐτήν. Στὴν κατάσταση τῆς πτώσεως ποὺ βρισκόμαστε, ἡ μετάνοια ἐμφανίζεται πιὸ ταιριαστὴ μὲ τὴ φύση μας. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, βαστάζουμε τὸν κόπο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιὰ πενήντα ἡμέρες, ἐνῶ τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα, τὴ βιώνουμε μὲν σὰν ἔκρηξη ποὺ σαλεύει ὅλο μας τὸ εἶναι, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ τὴν κρατήσουμε μερικὲς ἡμέρες, ἀκόμη καὶ λίγες ὧρες²³.

    Ἡ μεγαλύτερη πράξη στὴ ζωή μας εἶναι ἡ Λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία προσφέρουμε τὸν Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Πατρὸς ὡς καθαρὴ εὐχαριστία στὸν Θεό. Ἡ θυσία αὐτή, ὡς ἡ πλέον εὐάρεστη στὸν Κύριο, ἐπιτελεῖ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα στὴν ὕπαρξή μας, τὴν ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου²⁴ μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος:

    «Μακάριοί ἐσμεν, Ἰσραήλ, ὅτι τὰ ἀρεστὰ τῷ Θεῷ ἡμῖν γνωστά ἐστι. Θαρσεῖτε, λαός μου…. Καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ἀπολαμβάνουμε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ σὲ ἀπείρως μεγαλύτερο βαθμό, ἀπὸ ὅ,τι οἱ προφῆτες καὶ δίκαιοι πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Ἰησοῦ στὴ γῆ. Ὅταν συνειδητοποιοῦμε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀναφωνοῦμε μὲ εὐγνωμοσύνη: Μακάριοι ἐμεῖς, ὁ Νέος Ἰσραήλ, τὸ ἁγιασμένο γένος τῶν χριστιανῶν, διότι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος εὐδοκεῖ νὰ ἑνωθεῖ μαζί μας τόσο στενά, ὥστε Αὐτὸς καὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε ἕνα»²⁵.

    Ἡ Λειτουργία, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Γέροντα, «ἐκφράζει πλήρως αὐτὸ ποὺ ὁρίζουμε ὡς ὑποστατικὴ προσευχή, δηλαδὴ προσευχὴ ὅμοια μὲ ἐκείνη τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ στὴ Γεθσημανῆ»²⁶, προσευχὴ ποὺ ἁρμόζει στὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, στὸ πρόσωπο, προσευχὴ ἀγωνιώδους μεσιτείας ποὺ περιπτύσσεται τὸν «Ἀδὰμ παγγενῆ», στὰ πλάτη καὶ τὰ μήκη τῶν αἰώνων. «Αὐτὴ δὲ ἡ Λειτουργία μας ὀνομάζεται Εὐχαριστία»²⁷, διότι «ἀνάβει στὸ αἷμα μας τὸ πῦρ τῆς εὐγνωμοσύνης γιὰ τὶς ἄμετρες δωρεές Του»²⁸.

    Κατὰ τὴ διάρκειά της, τὸ γεγονὸς ὅτι «ἔτι καὶ ἔτι» δεόμεθα, δίνει ἴσως τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν δικαιολογεῖται ὁ ὅρος «Θεία Εὐχαριστία». Ὡστόσο, στὴν καρδιὰ τῆς Λειτουργίας, στὴν ἁγία Ἀναφορά, ὅλη ἡ προσοχὴ ἑστιάζεται ἀκριβῶς στὴν πράξη τῆς εὐχαριστίας. «Ὑμνοῦμεν, εὐλογοῦμεν, εὐχαριστοῦμεν» τὸν Κύριο, γιὰ τὶς γνωστὲς καὶ ἄγνωστες δωρεές Του, «ὑπὲρ ὧν ἴσμεν καὶ καὶ ὑπὲρ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων»²⁹, καὶ ὕστερα δεόμεθα στὸν Πατέρα νὰ καταπέμψει τὸ Πνεῦμα Του τὸ Ἅγιον καὶ ἀγαθὸν «ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα». Ὁ Θεὸς «πάντα ἀπέδωκεν ἡμῖν»³⁰, τὴ ζωή, τὴ γνώση τοῦ Ὀνόματός Του, τὴ δωρεὰ τοῦ Πνεύματός Του τοῦ Ἁγίου, τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας, τὴ σωτηρία, τὴν ἀκλινὴ ἐλπίδα νὰ γίνουμε δικοί Του μέσα στὸ Ἄκτιστο Φῶς γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει νὰ μᾶς δώσει εἶναι ἡ ἀφθαρσία τῶν σωμάτων, τὴν ὁποία προσδοκοῦμε κατὰ τὴν τελικὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Παριστάμενοι μὲ δέος ἐνώπιον τῶν φρικτῶν δωρεῶν Του, ἐμεῖς, οἱ πτωχοὶ καὶ πένητες, Τοῦ ἀπευθύνουμε τὴν προσευχή: «Ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ Θεὸς τοῦ σώζειν, Σὺ ἡμᾶς δίδαξον εὐχαριστεῖν Σοι ἀξίως»³¹.

    Στὴ Λειτουργία διαγράφεται τὸ πορτραῖτο τοῦ Εὐεργέτη Θεοῦ. Ὁ Κύριος, στὴν ἀγαθότητά Του, μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν τελοῦμε «εἰς ἀνάμνησιν Αὐτοῦ»³², ὥστε νὰ παραμένουν ἐνεργεῖς οἱ εὐεργεσίες τοῦ Λυτρωτὴ καὶ ἐπιπλέον, μὲ τὴν εὐχαριστία νὰ γίνονται κτῆμα δικό μας, διότι, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ὁ Θεὸς μετρᾶ τὰ χαρίσματά Του σὲ ἐμᾶς ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς εὐγνωμοσύνης μας πρὸς Αὐτόν³³. Στὴ σημερινὴ περικοπή, δέκα λεπροὶ ἔλαβαν τὴν ὑγεία τοῦ σώματος, ἀλλὰ μόνον αὐτὸς ποὺ εὐχαρίστησε δέχθηκε τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς του.

    Τίποτε δὲν ἔχουμε τὸ ὁποῖο δὲν τὸ λάβαμε³⁴, ἀλλὰ πραγματικὰ δικά μας γίνονται μόνον τὰ χαρίσματα, γιὰ τὰ ὁποῖα προσφέραμε εὐχαριστία στὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ τὴ ζωή μας τὴν ἔχουμε δανεικὴ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἡ εὐχαριστία γι’ αὐτὴν τὴ δωρεά, ὄχι μόνον τὴ δικαιώνει, ἀλλὰ ἐπιπλέον κινεῖ τὰ σπλάγχνα τοῦ Εὐεργέτη Θεοῦ νὰ μᾶς ἀποδώσει ἀντὶ τῆς πρόσκαιρης ζωῆς τὴν αἰώνια. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι καὶ τὰ ἔργα μας λειψὰ καὶ πλημμελή. Ἂν ὑπάρχει κάτι καλὸ στὴ ζωή μας, εἶναι δῶρο ἄνωθεν, ποὺ τὸ λάβαμε ἀναπάντεχα. Τὴν πεποίθηση δὲν μποροῦμε νὰ τὴ βάλουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὰ ἔργα μας, ἀλλὰ προσδοκοῦμε τὴ σωτηρία ὡς θαῦμα τῆς ἀγαθότητάς Του.

    Ἡ εὐχαριστία βαδίζει παράλληλα μὲ τὴν ταπείνωση, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἕνα εἶδος σταυροῦ, ποὺ ὅμως, καθὼς μᾶς συνάπτει μὲ τὸν Χριστό, κάνει τὸ φορτίο μας ἐλαφρύ, καὶ ὁδηγεῖ στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸς ποὺ προσφέρει εὐχαριστία, ἀναγνωρίζει τὴν πτωχεία του καὶ ἐξαρτᾶ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ κατεξοχὴν Ἄλλος εἶναι ὁ Δωρεοδότης Θεός. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ εὐχαριστία γίνεται ἀγωγὸς τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου, καθὼς ἑλκύει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐπιτελεῖ καὶ συντηρεῖ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.Γι’αὐτὸὁ ἅγιος Βαρσανούφιος μᾶς δίνει λόγο μεγάλης παρακλήσεως διαβεβαιώνοντας ὅτι, ἡ διηνεκὴς εὐχαριστία μεσιτεύει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῆς ἀδυναμίας μας³⁵. Ἂς μὴν ἀποκάμνουμε ἑπομένως, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ἄβυσσος τῆς ἀχρειότητάς μας μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Κύριο, φθάνει νὰ βροῦμε τὴ δύναμη νὰ εὐχαριστήσουμε Ἐκεῖνον, τοῦ Ὁποίου «τὰ κρίματα ἄβυσσος πολλή»³⁶.

    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ ρίχνει ἄπλετο φῶς σὲ αὐτὸ τὸ θέμα λέγοντας· «ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν»³⁷. Ὑπάρχουν δύο πνεύματα. Τὸ ἕνα εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, πνεῦμα ὑπερηφάνειας, ἀλαζονείας, ἀγνωμοσύνης. Ὅποιος τὸ κατέχει, κληρονομεῖ τὰ φθαρτὰ καὶ πεπερασμένα ποὺ ἀνήκουν στὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου. Ὁ νοῦς ὅμως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔλαβε τὸ ταπεινὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀνοίγει διάπλατα καὶ φωτίζεται, ὥστε μὲ δέος νὰ ἀντικρίζει ὁλοένα καὶ ἐναργέστερα τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη νὰ τὰ οἰκειοποιεῖται. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, μερίδα τῆς κληρονομιᾶς του καθίσταται ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος³⁸. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν εὐγνωμοσύνη μας. Εἶναι ἀνενδεής. Εἶναι αὐτάρκης μέσα στὸν πλοῦτο τῆς αἰωνιότητάς Του καὶ στὴ μακαριότητα τῆς ἀγάπης μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡστόσο, εὐαρεστεῖται μὲ τὴν εὐχαριστία μας, διότι εὐδοκεῖ νὰ μᾶς μεταδώσει τὶς δωρεές Του, νὰ μᾶς μεταδώσει ὅσα εἶναι δικά Του, καὶ νὰ τὰ κάνει κατὰ χάρη δικά μας.

    Ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας Σιλουανὸς καὶ Σωφρόνιος, τὸ πρόσωπο φανερώνεται στὴν προσευχὴ μεσιτείας ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου, ὅπως καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του³⁹. Ὡστόσο, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη φανέρωση τοῦ προσώπου μέσα ἀπὸ τὴν πράξη τῆς εὐχαριστίας. Τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο, καὶ εἰδικὰ πρὸς ὅσους Τὸν ἀπεκδέχονται ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή, εἶναι τόσο μεγάλα, ποὺ κανένας δὲν δύναται νὰ εὐχαριστήσει γιὰ αὐτὰ ἀξίως. «Πρὸς ταῦτα τίς ἱκανός;»⁴⁰. Ἀσφυκτιώντας μέσα στὴ στενή του καρδιὰ ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ ὅπως θὰ ἤθελε καὶ ὅπως Τοῦ ἀξίζει, ὁ ἄνθρωπος κράζει πρὸς τὸν Κύριο· «ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί Σου»⁴¹.

    Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς μετανοίας ποὺ δὲν ἔχει τέλος πάνω στὴ γῆ, ὄχι πλέον γιὰ συγκεκριμένα παραπτώματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδυναμία μας νὰ εὐχαριστήσουμε ἕναν τέτοιο Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔχοντας τὴ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του νὰ ἐκφράσει ἐπαρκῶς τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Θεὸ γιὰ τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἐργάζεται γιὰ νὰ εὐεργετήσει τοὺς δούλους του, ὅταν σώθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ βέβαιο θάνατο στὴν Ἀσία, παρακάλεσε τοὺς Κορινθίους νὰ εὐχαριστήσουν καὶ αὐτοὶ γιὰ λογαριασμό του, «ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν»⁴².

    Στὸ κέντρο τῆς Λειτουργίας μᾶς συνέχει τὸ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο γιὰ τὰ χαρίσματά Του σὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους Του καὶ προπαντὸς γιὰ τὰ μεγαλεῖα πρὸς τὴν Πανάχραντο Μητέρα Του. Ὅταν αὐτὴ ἡ στάση τῆς εὐχαριστίας παραμένει μαζί μας καὶ ὅταν παριστάμεθα μόνοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τότε καὶ στὸ «ταμιεῖον» μας τελοῦμε Θεία Λειτουργία. Ἡ καρδιὰ σταδιακὰ καθαρίζεται καὶ ἀνοίγει διάπλατα, καθὼς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὰ χαρίσματα τῶν ἀδελφῶν μας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ἀπάνθρωπο πάθος τῆς ζήλειας, δὲν ἔχει τόπο μέσα μας, ἐνῶ ταυτόχρονα πνευματικὰ γινόμαστε ὁλοένα καὶ πλουσιότεροι. Μᾶς δίνεται νέα ὅραση καὶ δύναμη ἐσωτερική, ὥστε νὰ μὴ στέκεται ὁ νοῦς μας στὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ἀλλὰ μὲ εὐγνωμοσύνη εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ποὺ περιποιεῖται τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὴ χάρη Του.

    Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἔλεγε ὅτι «ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας»⁴³. Ἐὰν εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ χάρισμα ποὺ τοῦ δώρησε, γινόμαστε καὶ ἐμεῖς μέτοχοι αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος μὲ ἕναν τρόπο μυστικό, ἀλλὰ πολὺ πραγματικό. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνέγραψε τὴ Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι δική του. Τὸ χάρισμα δόθηκε πρωταρχικὰ σὲ αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονήσει τὸν σύμπαντα κόσμο. Μὲ τὴν εὐχαριστία γίνεται καὶ χάρισμα τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο λατρεύει τὸν Θεὸ καὶ βρίσκει τὴν ἄφθαρτη παράκλησή Του.

    Ἑπομένως ἡ εὐχαριστία δημιουργεῖ σύνδεσμο ἑνότητας καὶ κοινωνία ἀγάπης, ποὺ βιώνουμε κατεξοχὴν κάθε φορὰ ποὺ συμμετέχουμε στὴ Θεία Λειτουργία. Ὁ κάθε πιστὸς προσέρχεται φέροντας «ἴδιον χάρισμα», τὴν κατὰ μόνας προσευχή, τὴ μετάνοια καὶ τὸν πόθο του. Τὰ καταθέτει ἀνιδιοτελῶς στὴ σύναξη καὶ ὁ ἱερέας ἐν ὀνόματι ὅλου τοῦ λαοῦ προσφέρει αὐτὰ τὰ χαρίσματα μὲ τὰ Τίμια Δῶρα στὸν Θεὸ λέγοντας, «τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα». Ἡ μηδαμινὴ προσφορά μας γίνεται τὸ μέσο γιὰ νὰ κοινωνήσουμε στὰ χαρίσματα ὅλων τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ἐκλεκτῶν τῆς συνάξεως πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ τῶν δοξασμένων μελῶν τοῦ Οὐρανοῦ, τῶν Ἁγίων, διότι ὅπου ὁ Βασιλεύς, ὁ Χριστὸς ποὺ τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία, ἐκεῖ καὶ «ἡ τάξις τῶν Οὐρανίων χορῶν παραγίνεται»⁴⁴.

    Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ γίνει κοινωνὸς τῆς δόξας τοῦ Δημιουργοῦ του καὶ νὰ τὴν ἀντανακλᾶ σὲ ὅλη τὴν κτίση. Ἂν ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο εὐχαριστοῦσε «ἐν παντί»⁴⁵, θὰ εἶχε διατηρήσει τὴν ταπείνωση ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῆς κτιστότητάς του καὶ δὲν θὰ ἔπεφτε στὴν ἁμαρτία. Ὅταν γινόμαστε ἄνθρωποι εὐχαριστίας⁴⁶, ἀπὸ «ἀλλογενεῖς» καὶ «ἀπηλλοτριωμένοι τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ», «οἵ ποτε ὄντες μακρὰν γινόμεθα ἐγγύς»47⁴⁷. Θαρροῦμε ὄχι στὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἀλλὰ στὸ Πνεῦμα τὸ ἀγαθό, τὸ Πνεῦμα τῆς εὐχαριστίας ποὺ μᾶς ζωοποιεῖ καὶ μᾶς καθιστᾶ συγγενεῖς τοῦ Κυρίου. Ἐκπληρώνουμε τὸν σκοπὸ τοῦ ἐρχομοῦ μας στὴ γῆ καὶ ἡ παράστασή μας ὁμοιάζει τὴν παράσταση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων ποὺ «ἀσιγήτοις ἄσμασι» δοξολογοῦν τὸν Κύριο.


    1 Βλ.

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1