Greek Dictionary Version 2018: of Selected Words and Phrases
By Publishdrive
()
About this ebook
Το Λεξικό Ελληνικών, αποτελεί αναλογικό λεξικό, το οποίο ως γρα-πτό κείμενο, πλάθεται δια ερανισμού από το 1982 και εντεύθεν, δη-μοσιεύθηκε δε στο διαδίκτυο την 8η Δεκεμβρίου 2012, παρουσιά-ζοντας 12.251 λήμματα, διαρκώς εμπλουτιζόμενο έκτοτε, σε γλώσσα μει-κτή, μη πάσχουσα από αντι-νι-ικό σύνδρομο, με σκοπό την υποβοήθηση των αναγνωστών & ουχί την ανταγωνιστική συμπόρευση, με τα εν κυκλο-φορία α ξ ι ο λ ο γ ό τ α τ α λ ε ξ ι κ ά της Ελληνικής Γλώσσας.
Related to Greek Dictionary Version 2018
Titles in the series (1)
Greek Dictionary Version 2018: of Selected Words and Phrases Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related ebooks
Greek Dictionary Version 2018: Of Selected Words And Phrases Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι Βαθύτερες Αιτίες Όλων των Ασθενειών Είναι Δωρεάν! Rating: 2 out of 5 stars2/5Η Εντροπία των Δακρύων και οι Βελούδινοι Τρομοκράτες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΌρεξη να 'χεις για Θεό...: Ένας δρόμος διακονίας προς τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠερσικό βιβλίο λεξιλογίου: Προσέγγιση βάσει θέματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΓαλλικό βιβλίο λεξιλογίου: Προσέγγιση βάσει θέματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜου λες πως θα γίνεις άστρο που ταξιδεύει τη νύχτα Rating: 5 out of 5 stars5/5Μυστικό του Γάμου - Φάρσα της Ζωής Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ Μάγος με τα χλωμά Μάτια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Μαύρη Τρύπα μιας Νουβέλας που Κατάπιε το Σύμπαν του Αισθητού Rating: 4 out of 5 stars4/5ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΝΟΥ! Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ Rating: 4 out of 5 stars4/5Γεωργιανό βιβλίο λεξιλογίου: Προσέγγιση βάσει θέματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsBachir- Ο Πρωτότοκος Όλων Μέρος I Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΙσλανδικό βιβλίο λεξιλογίου: Προσέγγιση βάσει θέματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΚΟ (ΒΙΒΛΙ0 ΕΒΔ0Μ0) - Κάθαρση Rating: 4 out of 5 stars4/5Ιταλικό βιβλίο λεξιλογίου: Προσέγγιση βάσει θέματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΜΕΛΩΔΙΕΣ ΑΠΑΞ! Rating: 5 out of 5 stars5/5Θεαίτητος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤα παιδιά λατρεύουν να λένε ανέκδοτα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο Μεγάλο Και Θαυμαστό Ταξίδι Του Άστρου- Κουκαμπούρια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΘεατρικοί Μονόλογοι και Μονόπρακτα (2020-2023) Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΧΡΗΜΑ!! Η πυρηνική ανάλυση που θα γκρεμίσει συθέμελα τη ζωή σας… πριν είναι αργά! Rating: 5 out of 5 stars5/5Σερβικό βιβλίο λεξιλογίου: Προσέγγιση βάσει θέματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο Δέντρο των Ευχών Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΛογική και... Παραλογική. Κριτική σκέψη, ψυχολογία και επιστημονικός εγγραμματισμός. Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι Ντέβα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΕσθονικό βιβλίο λεξιλογίου: Προσέγγιση βάσει θέματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΦινλανδικό βιβλίο λεξιλογίου: Προσέγγιση βάσει θέματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΔιάλεξε Καραμέλα Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Reviews for Greek Dictionary Version 2018
0 ratings0 reviews
Book preview
Greek Dictionary Version 2018 - Publishdrive
έργου.
Περιεχόμενα
{ 2 } Φ ρ ά σ ε ω ν - διακεκριμένων & μη
‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’ - Σελ. 6
‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’ - Σελ. 28
‘ Εκφράσεις Παλαιικές ’ - Σελ. 68
‘ Προσφερόμενα Προς Προβληματισμό ’ - Σελ. 192
**
‘ Κατάσταση & Λειτουργία Σώματος & Ψυχής ’ - Σελ. 210
‘ Έκφραση - Κινησιολογία - Εμφάνιση ’ - Σελ. 262
‘ Πολυτυπία Χαρακτήρων & Ψυχισμών ’ - Σελ. 294
‘ Ενυπάρχοντα Στο Νου & Ποιότητα Αυτών ’ - Σελ. 358
‘ Εξέταση & Κριτική Επί Καταστάσεων & Ενεργειών ’ - Σελ. 390
‘ Οι Αντί Ύβρεων Χαρακτηρισμοί ’ - Σελ. 612
‘ Πράξεις Βίας / Ανομίας ’ - Σελ. 626
‘ Περί Κυρίαρχων Αισθήσεων & Αισθημάτων ’ - Σελ. 636
‘ Συμπεριφορά ’ - Σελ. 680
‘ Ομαλές Έως Ακραίες Ενασχολήσεις & Εκδηλώσεις ’ - Σελ. 710
‘ Πνεύμα & Πνευματικότητα ’ - Σελ. 722
‘ Ήθος & Ηθική ’ - Σελ. 730
‘ Περί Τιμής Τιμών & Τιμωμένων ’ - Σελ. 738
‘ Έναρθρος Λόγος ’ - Σελ. 746
‘ Περί Της Ελληνικής Γλώσσης ’ - Σελ. 778
‘ Περί Γεγραμμένων ’ - Σελ. 788
‘ Περί Γνώσεων & Γνωστικών ’ - Σελ. 804
‘ Η Δια Των Τεχνών Ψυχωφέλεια ’ - Σελ. 820
‘ Έρως & Αγάπη Ουσίας Ή Εκ Συμφέροντος ’ - Σελ. 834
‘ Περί Γάμου Οικογένειας & Συγγενικών Δεσμών ’ - Σελ. 844
‘ Περί Φιλίας & Κοινωνικών Συναναστροφών ’ - Σελ. 858
‘ Περί Θανάτου ’ - Σελ. 866
‘ Περί Θρησκείας ’ - Σελ. 876
‘ Οικονομία - Επιχειρείν - Περιουσιακά ’ - Σελ. 890
‘ Ιδιότητες Επαγγέλματα ’ - Σελ. 942
‘ Περί Όπλων & Οι Υπό Τα Όπλα ’ - Σελ. 958
‘ Τα Νομικής Φύσεως ’ - Σελ. 988
**
‘ Τόποι & Λαοί Του Κόσμου ’ - Σελ. 1016
‘ Ελλάς - Έλλην & Ελληνίς ’ - Σελ. 1025
‘ Έθνος - Πατρίς - Χώρα - Κράτος - Πολιτεία ’ - Σελ. 1039
‘ Κοινωνία & Κοινωνική Διαστρωμάτωση ’ - Σελ. 1055
‘ Περί Εξουσιαστών & Εξουσιαζομένων ’ - Σελ. 1073
‘ Περί Πολιτικής & Πολιτικών ’ - Σελ. 1113
**
‘ Φύση Περιβάλλουσα ’ - Σελ. 1127
‘ Τα Εμπεριέχοντα Αίσθηση Χρόνου ’ - Σελ. 1151
‘ Χώροι Οικιστικοί & Απαρτιζόμενα ’ - Σελ. 1177
‘ Μέσα Μεταφορών & Μεταφορές ’ - Σελ. 1201
‘ Ανθρώπινα Δημιουργήματα ’ - Σελ. 1211
‘ Τα Βρώσιμα & Τα Πόσιμα ’ - Σελ. 1235
{ 3 } Π α ρ ά ρ τ η μ α
‘ Δελφικά Παραγγέλματα ’ - Σελ. 1247
Βιβλιογραφία - Σελ. 1253
{ 2 } Φ ρ ά σ ε ω ν - διακεκριμένων & μη
‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αγνοείται
απόδοση: χάθηκε / ουδείς γνωρίζει περί αυτού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αδιανόητο !
απόδοση: για κάτι το εντελώς ασύλληπτο / που δεν το συλλαμβάνω ως πράξη ή γεγονός
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αδιαφόρησε
απόδοση: προτροπή προς κάποιον προκειμένου να μη δίνει & τόση σημασία σε καταστάσεις / δεν εξέφρασε ενδιαφέρον
ρήμα: αδιαφορώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αδιάφορο
απόδοση: που δεν μου προκαλεί το ενδιαφέρον
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αδιάφορος
απόδοση: που δεν εκφράζει ενδιαφέρον ούτε καν περιέργεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αδικαιολόγητο
απόδοση: που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αδυνατεί
απόδοση: δεν έχει την δυνατότητα
ρήμα: αδυνατώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αδύνατον
απόδοση: μη εφικτό / απραγματοποίητο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αεικίνητος !
απόδοση: για άνθρωπο δραστήριο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αέρα !
απόδοση: πολεμική ιαχή του τιμημένου ελληνικού στρατού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αερολογίες
απόδοση: μπούρδες χωρίς ουσιαστικό νόημα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αθάνατος !
απόδοση: πάντα στη μνήμη μας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αίσχος !
απόδοση: εκδηλώνω απέχθεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ακατανόητο
απόδοση: δεν γίνεται αντιληπτό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ακμαίος !
απόδοση: με άριστες σωματικές & πνευματικές δυνάμεις
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ακοινώνητος !
απόδοση: ο απομονωμένος λόγω ιδιορρυθμίας / που δεν γνωρίζει να κινηθεί σε κοινωνικό περιβάλλον
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αληθές
απόδοση: η αλήθεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αληθεύει !
απόδοση: επιβεβαιώνω κάτι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αλήτης !
απόδοση: χαρακτηρίζοντας άτομο με μειωτική διάθεση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αλτ
απόδοση: παράγγελμα διεθνούς χρήσεως που εκφράζει εντολή για σταμάτημα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αμάρτησα !
απόδοση: παραβίασα κανόνες κυρίως εκκλησιαστικούς
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αμαρτία !
απόδοση: ατυχία / κακοτυχία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αμελής
απόδοση: με έλλειψη ενδιαφέροντος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αμελητέο
απόδοση: τελείως ασήμαντο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
άμεμπτο !
απόδοση: το εντελώς σωστό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αμετανόητος
απόδοση: εμμένει στις θέσεις του
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αμφισβητήθηκε
απόδοση: δεν έγινε ευρέως αποδεκτό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανάγωγος !
απόδοση: δεν φέρεται με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αναίσχυντε
απόδοση: ξεδιάντροπε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αναμενόμενο
απόδοση: πιθανότατο να συμβεί
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αναμένω
απόδοση: περιμένω από εσένα κάτι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αναμένω !
απόδοση: περιμένω να ενεργήσεις ή να ενεργήσετε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αναμφισβήτητο
απόδοση: που ουδείς δύναται να προβάλλει αντιρρήσεις επ΄ αυτού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανάξιος !
απόδοση: επιφωνηματική έκφραση με την οποία αποδοκιμάζεται από το εκκλησίασμα χειροτονούμενος κληρικός που θεωρείται ηθικά μεμπτός
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αναπαύθηκε !
απόδοση: πέθανε
ρήμα: αναπαύω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αναχώρησε
απόδοση: έφυγε για κάπου
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανεβλήθην
απόδοση: μετατέθηκε χρονικά
ρήμα: αναβάλλω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανέλπιστο !
απόδοση: απροσδόκητο, απρόσμενο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανεπίτρεπτον
απόδοση: που δεν επιτρέπεται
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανέχεται
απόδοση: δεν αντιδρά υπομένοντας καταστάσεις που προκαλούν ενόχληση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανήκουστο !
απόδοση: που προκαλεί έκπληξη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανθίστανται
απόδοση: αντιστέκονται
ρήμα: ανθίσταμαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανθρώπινο
απόδοση: που έχει τις ατέλειες & τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο / προκειμένου να τονίσουμε την ένταση συναισθήματος ή την ειλικρίνεια ενέργειας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανόητο
απόδοση: δεν το βρίσκω σοβαρό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ανούσιο
απόδοση: χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αντενδείκνυται
απόδοση: δεν είναι κατάλληλο ή ωφέλιμο
ρήμα: αντενδείκνυμαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αντιληπτόν
απόδοση: κατανόησα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αξιοθρήνητος !
απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομο ευρισκόμενο σε άθλια κατάσταση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αξιολύπητος !
απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομο ευρισκόμενο σε άθλια κατάσταση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
άξιος !
απόδοση: τον αποδέχομαι για κάτι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αοριστολογίες
απόδοση: βρίσκω τα λεγόμενα ασαφή
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απαιτεί
απόδοση: ζητά επίμονα & φορτικά κάτι
ρήμα: απαιτώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απαιτώ, το
απόδοση: ζητώ κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απαξάπαντες
απόδοση: όλοι ανεξαιρέτως
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απαράδεκτο !
απόδοση: μη αποδεχόμενο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απατάσαι
απόδοση: σφάλεις / γελιέσαι
ρήμα: απατώμαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απελπίσθηκα
απόδοση: εκδήλωση ψυχικής κόπωσης από μάταιη προσπάθεια
ρήμα: απελπίζω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απελπίσθηκε
απόδοση: αποθαρρύνθηκε / έχασε κάθε ελπίδα
ρήμα: απελπίζω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απελπισία !
απόδοση: σε κατάσταση απογοήτευσης
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
άπεχε
απόδοση: κράτα τον εαυτό σου μακριά από κάτι
ρήμα: απέχω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απίστευτο !
απόδοση: δεν δύναμαι να το συλλάβω / ευρισκόμενοι προ εντόνου εκπλήξεως
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απλησίαστο !
απόδοση: το απρόσιτο / που δεν ανταποκρίνεται στον μέσο καταναλωτή
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απογοητευτικό
απόδοση: για διάψευση προσδοκιών ή εκφραζόμενη δυσαρέσκεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αποθέσατε !
απόδοση: παράγγελμα προκειμένου να αποθέσουν οπλίτες τον οπλισμό τους
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αποκαλυφθείτε !
απόδοση: αφαιρέσατε το καπέλο
σχόλιο: εν είδει παραγγέλματος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αποκλείεται - 1
απόδοση: δεν θεωρείται δυνατόν ή πιθανόν
ρήμα: αποκλείω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αποκλείεται - 2
απόδοση: κατηγορηματική άρνηση
ρήμα: αποκλείω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απορρίπτεται
απόδοση: πλήρης άρνηση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αποφάσισε
απόδοση: επέλεξε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αποχώρησε
απόδοση: απομακρύνθηκε / έφυγε / έπαυσε να συμμετέχει / διέκοψε δραστηριότητα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απραγματοποίητο !
απόδοση: το ανέφικτο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απρέπεια !
απόδοση: έλλειψη διακριτικότητος ή σεβασμού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απρεπής !
απόδοση: ο συμπεριφερόμενος με αντίθεση προς τους κανόνες καλής συμπεριφοράς
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απρόσιτο
απόδοση: απροσπέλαστο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απρόσιτος
απόδοση: απλησίαστος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
απών
απόδοση: λείπει / απουσιάζει
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
άριστον !
απόδοση: το καλύτερο όλων / τέλειο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αριστούργημα !
απόδοση: υπέροχα / έξοχα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
άρξατε
απόδοση: αρχίσατε έργον
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
άρπαγας
απόδοση: που εκδηλώνει απληστία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αρσακειάδα…
σχόλιο: με ειρωνική διάθεση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
άρχοντας !
απόδοση: μεγαλειώδης
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αστειότητες
απόδοση: λόγια ή καταστάσεις στερούμενες σοβαρότητος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αστόπαιδο !
απόδοση: προκειμένου για άτομο με λεπτότητα τρόπων & ανατροφή
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ασυγχώρητο
απόδοση: που δεν του αξίζει συγχώρηση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ασυναγώνιστος !
απόδοση: ο καλύτερος όλων
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ασυναρτησίες !
απόδοση: πλήρης απουσία λογικού ειρμού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ασυνεπής
απόδοση: που τον χαρακτηρίζει ασυνέπεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ασύνηθες
απόδοση: που δεν συνηθισμένο / που συμβαίνει σε αραιά χρονικά διαστήματα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ατυχήσας !
απόδοση: που αντιμετώπισε ατυχία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ατύχησε
απόδοση: εκφράζοντας τη συμπάθειά μου σε ατυχήσαντα
ρήμα: ατυχώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ατύχησε !
απόδοση: του συνέβη στη ζωή δυσάρεστη κατάσταση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ατυχία !
απόδοση: δεν ήρθαν τα πράγματα όπως θελήσαμε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αφύσικο !
απόδοση: όχι σύνηθες / μη φυσιολογικό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
αψεγάδιαστο !
απόδοση: βρίσκω το αποτέλεσμα όπως το επιθυμώ / που δεν έχει ψεγάδι ατέλεια ή μειονέκτημα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
άψογο !
απόδοση: εκφράζω ενθουσιασμό για κάτι το άμεμπτο το ανεπίληπτο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
βαρβαρότητες
απόδοση: διακρίνω σκληρότητα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
βλάχος…
απόδοση: χαρακτηρισμός ατόμου με μειωτική διάθεση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
γεγονός !
απόδοση: όντως συνέβη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
γελοιότητες
απόδοση: προκειμένου για ενέργειες γελοίες
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
γενναίος !
απόδοση: το λέει η ψυχή του
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δεκτόν
απόδοση: το αποδέχομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δεσμεύομαι
απόδοση: δεν υπόσχομαι τίποτα / αλλού ανήκω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
διαβολικός
απόδοση: ο ενεργών σατανικά
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
διαδόσεις
απόδοση: ανεξακρίβωτες ειδήσεις φήμες
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
διακρίνεται !
απόδοση: ξεχωρίζει λόγω υπεροχής έναντι άλλων
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
διατίθεμαι
απόδοση: προσφέρομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
διατίθεται
απόδοση: προσφέρεται
ρήμα: διατίθεμαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δικαιολογημένο
απόδοση: που υπάρχει λογική εξήγηση για αυτό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δοξάστε τον !
σχόλιο: με ειρωνική διάθεση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δράσε !
απόδοση: ανέπτυξε δράση / ενήργησε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δύναμαι
απόδοση: μπορώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δυσκολεύομαι
απόδοση: αντιμετωπίζω εμπόδια / συναντώ προβλήματα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δυστυχής !
απόδοση: αναφερόμενοι σε δυστυχισμένο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
δύστυχος !
απόδοση: που οι ταλαιπωρίες του προκαλούν τον οίκτο των άλλων
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εγέρθητε
απόδοση: σηκωθείτε όρθιοι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εγέρθητι
απόδοση: σήκω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εγκλημάτησε !
απόδοση: διέπραξε πράξη αντιτιθέμενη στους ισχύοντες νόμους
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εδάρη !
απόδοση: ξυλοκοπήθηκε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εδέησε !
απόδοση: παρέστη ανάγκη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
έδρασε
απόδοση: ανέπτυξε δράση
ρήμα: δρω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εθελοτυφλεί
απόδοση: κλείνει τα μάτια σε κάτι που συμβαίνει
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εθίγην
απόδοση: δέχθηκε ενέργεια ικανή να του προκαλέσει βλάβη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εθορυβήθην
απόδοση: διασαλεύθηκε η τάξη μου
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
είθε !
απόδοση: εύχομαι να συμβεί το επιθυμητό / μακάρι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
είθισται
απόδοση: ως συνηθίζεται
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εκάμθη
απόδοση: καταβλήθηκε / λύγισε
ρήμα: κάμπτω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εκπληκτικό !
απόδοση: που προκαλεί έκπληξη & θαυμασμό υπερβαίνοντας κατά πολύ τα συνηθισμένα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εκπλήσσομαι !
απόδοση: μου προκαλείται έκπληξη από το δεχόμενο ερέθισμα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εκρίθην
απόδοση: διαμορφώθηκε άποψη επ΄ αυτού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
έλεος !
απόδοση: λυπηθείτε με / τη συμπάθειά σας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
έλξατε
απόδοση: τραβήξατε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εμπρός !
απόδοση: ξεκινήστε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ενδείκνυται
απόδοση: είναι κατάλληλο ή ωφέλιμο
ρήμα: ενδείκνυμαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ενδέχεται
απόδοση: είναι πιθανόν / είναι ενδεχόμενο
ρήμα: ενδέχομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ενδιαφέρεται
απόδοση: εκφράζει ενδιαφέρον
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ενδροπή !
απόδοση: ντροπή
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ενέδωσε !
απόδοση: υποχώρησε, κάμφθηκε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ενίσταται
απόδοση: προβάλλει αντίρρηση
ρήμα: ενίσταμαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εννοείται
απόδοση: θεώρησέ το ως κάτι δεδομένο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εννόησα
απόδοση: κατάλαβα / αντιλήφθην
ρήμα: εννοώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εντυπωσιακό !
απόδοση: μένω έκπληκτος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξαιρείται
απόδοση: μη το λαμβάνεις υπ’ όψιν / δεν μετέχει του κανόνος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξαιρετικό !
απόδοση: πολύ καλό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξανέστη
απόδοση: θύμωσε & αντέδρασε έντονα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξανίσταμαι
απόδοση: αντιδρώ έντονα σε κάτι που το θεωρώ εντελώς απαράδεκτο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξαντλήθηκα
απόδοση: μειώθηκαν οι δυνατότητές μου / ελαχιστοποιήθηκαν οι δυνάμεις μου
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξαπατήθηκα
απόδοση: με δόλιες ενέργειες εις βάρος μου από άτομο ή ομάδα ατόμων που επωφελήθηκαν της αφελείας μου
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξαρτάται !
απόδοση: θα καταλήξω αφού σταθμίσω τα πράγματα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξελέγην
απόδοση: εκλέχθηκε
ρήμα: εκλέγω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
έξελθε
απόδοση: βγες έξω από κάποιο χώρο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξεπλάγην !
απόδοση: τα έχασα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξευτελισμένε !
απόδοση: μειωμένης ηθικής αξίας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξοστρακίστε τον
απόδοση: αποπέμψτε τον / διώξτε τον
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εξυπακούεται !
απόδοση: για κάτι που εννοείται
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επαναπαύεται !
απόδοση: στηρίζεται σε τρίτους / αρκείται σε κάτι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επεβλήθη
απόδοση: ξεχώρισε για τι ιδιότητες & ικανότητές του / αναγνωρίσθηκε ως καθοριστικός ο ρόλος του
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επείγεται
απόδοση: χρειάζεται κάτι επειγόντως
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επείγομαι
απόδοση: πιέζομαι χρονικά / βιάζομαι για κάποιο λόγο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
{ επείγεται να επικοινωνήσει με οικείο πρόσωπο}
επείσθην
απόδοση: αρκετά με έπεισες / συμφώνησε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επέλεξε
απόδοση: αποφάσισε μεταξύ δύο ή περισσοτέρων δυνατοτήτων / διάλεξε
ρήμα: επιλέγω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επέστην
απόδοση: έφθασα / ήρθα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
έπεται
απόδοση: ακολουθεί / για κάτι που συνεπάγεται
ρήμα: έπομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επετεύχθη
απόδοση: επέτυχε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επιβάλλεται !
απόδοση: θεωρείται απαραίτητο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επιβεβαιώθηκε
απόδοση: επαληθεύθηκε
ρήμα: επιβεβαιώνω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επιδεικνύεται
απόδοση: προκαλεί το ενδιαφέρον προς εντυπωσιασμό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επίθεση !
απόδοση: επί του στόχου ορμάται
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επικροτώ !
απόδοση: επιδοκιμάζω εντόνως
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επίτευγμα !
απόδοση: το ιδιαίτερα σημαντικό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επιτρεπτόν
απόδοση: που επιτρέπεται / το επιτρέπω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
επιφυλάσσομαι
απόδοση: να ανταποδώσω το δεχθέν / σκοπεύω να ενεργήσω σε κατάλληλο χρόνο
ρήμα: επιφυλάσσω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
έπομαι
απόδοση: προηγείσθε εσείς
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ερίζουν
απόδοση: φιλονικούν
ρήμα: ερίζω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ερωτεύθηκε
σχόλιο: αλλού προσηλωμένος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
έσφαλα !
απόδοση: αναγνώριση σφάλματος / διάθεση αυτοκριτικής
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
έτυχε
απόδοση: συνέβη / το αποδέχομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εύγε !
απόδοση: εκδήλωση επαίνου ή επιδοκιμασίας / το βρίσκω έξοχο / μπράβο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ευγνώμων !
απόδοση: υπόχρεος για την ευεργεσία που δέχθηκα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ευνόητο
απόδοση: εύκολα κατανοητό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εύρηκα !
απόδοση: το βρήκα / το ανακάλυψα
σχόλιο: αναφώνηση του Αρχιμήδη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εύρημα !
απόδοση: για κάτι το ιδιαίτερο που προέκυψε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ευτέλεια !
απόδοση: χαμηλή ποιότητα / χυδαιότητα κατά την συμπεριφορά
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ευτελές
απόδοση: χαμηλής ποιοτικής στάθμης / πρόστυχο / χυδαίο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ευτελής !
απόδοση: ιδιαίτερα χαμηλής ποιοτικής στάθμης / ο χαρακτηριζόμενος από πνευματική ή ψυχική κατωτερότητα / ο πρόστυχος & χυδαίος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ευτύχησε !
απόδοση: του συνέβη στη ζωή κάτι το ιδιαίτερα ευχάριστο
αντίθετο: δυστύχησε !
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ευφυής !
απόδοση: ικανότατος νοητικά
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ευχαριστώ
σχόλιο: τυπική ευγένεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εφικτό
απόδοση: το βρίσκω πραγματοποιήσιμο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
εχάθην
απόδοση: δεν βρίσκεται κοντά μου
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ζήτω !
σχόλιο: ένθερμη ψυχική ανάταση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ζωάκι…
απόδοση: χαρακτηρισμός ατόμου με μειωτική διάθεση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ηγέρθην
απόδοση: σηκώθηκα από τον ύπνο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ηλίθιε !
απόδοση: χαρακτηρισμός με μειωτική διάθεση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ήμαρτον
απόδοση: συγχώρησέ με
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ηρέμησε
απόδοση: επιδίωξε αυτοέλεγχο
ρήμα: ηρεμώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ηρνήθην
απόδοση: δεν αποδέχθηκε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ησυχάζω
απόδοση: αναπαύομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ησύχασε
απόδοση: περιόρισε δραστηριότητα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ησυχία !
απόδοση: απαίτηση απουσίας θορύβου / μη θορυβείται / σωπάσατε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ηττηθήκαμε !
απόδοση: ρεαλιστική αποδοχή καταστάσεως
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ηττήθηκε
απόδοση: κατέληξε σε πλήρη αποτυχία / υπέστη περιορισμένη ή εκτεταμένη ήττα
ρήμα: ηττώμαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
θλιβερό !
απόδοση: για κάτι το άθλιο & αξιοθρήνητο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
θλίβομαι !
απόδοση: στεναχωρούμαι / πικραίνομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
θρασύς
απόδοση: αναιδώς φερόμενος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ιδεώδες, το
απόδοση: το σε ανώτερο επίπεδο τελειότητας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ίδωμεν !
απόδοση: θα δούμε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ινκόγκνιτο
απόδοση: σε περίπτωση ανεπίσημης επίσκεψης δημόσιου προσώπου προς αποφυγήν δημοσιότητος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ισάξιός του
απόδοση: που έχει την ίδια ακριβώς αξία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
καθήκον του
απόδοση: απορρέουσα υποχρέωση αποδεκτή ως ηθική επιταγή
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
κακεντρεχής
απόδοση: μοχθηρός
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
καλαίσθητο !
απόδοση: το καμωμένο με καλαισθησία & λεπτό γούστο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
καλλιτέχνης !
απόδοση: ο παρουσιάζων επιδεξιότητα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
καταλληλότατο
απόδοση: το εντελώς κατάλληλο για την περίπτωση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
καταλληλότερο
απόδοση: το πλέον κατάλληλο για την περίπτωση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
κατανοητό
απόδοση: που δύναται να καταλάβει κάποιος
αντίθετο: ακατανόητο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
καταστροφή !
απόδοση: πλήρης αποδιοργάνωση & διάλυση των πάντων
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
καταστροφικό
απόδοση: που προκαλεί καταστάσεις ιδιαίτερα δυσάρεστες
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
κατορθωτό !
απόδοση: το δυνάμενο να πραγματοποιηθεί
αντίθετο: ακατόρθωτο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
κάφρος
απόδοση: ο άξεστος & απολίτιστος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
κουράγιο !
απόδοση: δείξε ψυχική αντοχή
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
κρίμα !
απόδοση: έκφραση λύπης ή συμπάθειας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
κρούσατε !
απόδοση: κτυπήσατε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
κυριολεκτώ !
απόδοση: εκφράζομαι με την ακριβή σημασία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
λαμπρά !
απόδοση: σε ένδειξη επιδοκιμασίας για κάτι που ειπώθηκε ή συνέβη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
λέγεται
απόδοση: ομιλείται / σας ακούω με προσοχή
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
λεπτομέρειες !
απόδοση: επουσιώδη στοιχεία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
λογικέψου
απόδοση: σκέψου με λογική / ενήργησε με σωφροσύνη
ρήμα: λογικεύω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
λογικό !
απόδοση: το χωρίς υπερβολές
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
λυπηρόν !
απόδοση: αναφερόμενοι σε γεγονός ή κατάσταση που προξενεί λύπη & δυσαρέσκεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
λυπούμαι
απόδοση: λυπάμαι / θλίβομαι / συμπονώ / τσιγκουνεύομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μακάρι !
απόδοση: ως ευχετικό / είθε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μάστορας !
απόδοση: επιφώνημα αναγνώρισης ικανοτήτων μετά θαυμασμού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μάταιον !
απόδοση: άσκοπο / ανώφελο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μειλίχιος
απόδοση: ο με γλυκύτατη συμπεριφορά
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μερίμνησε
απόδοση: φρόντισε
ρήμα: μεριμνώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μεταβλήθηκε
απόδοση: άλλαξε στάση / διαφοροποιήθηκε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μετανοείτε !
απόδοση: επιδιώξατε την επανόρθωση σφάλματος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μετανόησε
απόδοση: μετάνιωσε για κάποια ενέργειά του / μετάνιωσε & επιδιώκει να επανορθώσει
ρήμα: μετανοώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μετριότητα !
απόδοση: προκειμένου για περιορισμένη ποιότητα ή αξία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μπλέξαμε !
απόδοση: βρεθήκαμε αναμεμιγμένοι σε υπόθεση χωρίς καν να το επιθυμούμε & χωρίς να διαφαίνεται το πως θα απεμπλακούμε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μπούρδες
απόδοση: αερολογίες χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μπράβο !
απόδοση: εύγε / ως εκδήλωση επιδοκιμασίας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
μυστήριο !
απόδοση: ακατανόητο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
νενικήκαμε !
απόδοση: νικήσαμε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
νομίζω
απόδοση: θεωρώ / έχω την εντύπωση / υποθέτω / πιστεύω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
νοσεί
απόδοση: ασθενεί / βρίσκεται σε κακή κατάσταση
ρήμα: νοσώ
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ντρέπεται
απόδοση: συστέλλεται
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ντροπή !
απόδοση: επισήμανση ενέργειας που προκαλεί ηθική μείωση ή εξευτελισμό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ντροπής, της
απόδοση: η τελευταία μερίδα από προσφερόμενο γεύμα που άπαντες ντρέπονται να απολαύσουν
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ξενίζει !
απόδοση: παραξενεύει δια της παρουσίας του ή της συμπεριφοράς
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ξέπεσε !
απόδοση: παρήκμασε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ξεπεσμός !
απόδοση: προκειμένου για υλική ή ηθική κατάπτωση / παρακμιακή κατάσταση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
όντως !
απόδοση: πραγματικά / πράγματι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
οξυδερκής
απόδοση: με αντιληπτική ικανότητα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
οπισθοδρόμηση !
απόδοση: αντίστροφη εξελικτική πορεία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ορθόν !
απόδοση: το σωστό / το χωρίς σφάλματα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ορκίζομαι !
απόδοση: υπόσχομαι δια όρκου σε κάτι το ιερό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι
Μονολεκτικώς ’
οψόμεθα !
απόδοση: αναμένουμε να δούμε / ίδωμεν
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πάμπλουτος
απόδοση: βαθύπλουτος / ζάπλουτος / ο πάρα πολύ πλούσιος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παρακαλώ
απόδοση: ζητώ με ευγένεια ή & ικεσία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παρακινδυνευμένο
απόδοση: για κάτι που εμπεριέχει υψηλό κίνδυνο / που απαιτεί ρίσκο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παράλειψη
απόδοση: η ενέργεια του παραλείπω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παράλογο !
απόδοση: σχολιάζοντας κατάσταση πλήρους ασυνεννοησίας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παρανόησε
απόδοση: παρερμήνευσε / κατάλαβε κάτι με λαθεμένο τρόπο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παραπαίει
απόδοση: ο υπό κατάρρευση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παρεκτρέπεται
απόδοση: παραφέρεται με πράξεις ή ενέργειες που ξεπερνούν τους κανόνες ευπρέπειας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι
Μονολεκτικώς ’
παρουσιάσατε !
σχόλιο: στρατιωτικό παράγγελμα για απόδοση τιμών σε στάση προσοχής με το όπλο σε κατακόρυφη θέση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παρών
απόδοση: ως απάντηση σε ονομαστικό προσκλητήριο
αντίθετο: απών
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πασιφανές
απόδοση: ολοφάνερο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πατάξτε τους !
απόδοση: αποδώσατε σκληρή τιμωρία / εξαλείψατε αυτούς
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
παύσατε !
απόδοση: βάλετε τέλος σε μία ενέργεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πάψε
απόδοση: σταμάτησε να μιλάς, σώπασε
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πένεται
απόδοση: βρίσκεται σε κατάσταση πτωχίας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
περίπου
απόδοση: πάνω κάτω / χωρίς ακρίβεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
περίπτωση !
απόδοση: για πρόσωπο ή κατάσταση που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα & προκαλεί εντύπωση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
περιωπής !
απόδοση: ανεγνωρισμένης αξίας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πιέζεται
απόδοση: εξαναγκάζεται για κάτι
ρήμα: πιέζομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πλήρες
απόδοση: που δεν χωρεί άλλο / που περιέχει το δυνάμενο να χωρέσει
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πραγματοποιήσιμο
απόδοση: που μπορεί να πραγματοποιηθεί
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
προαιρετικό
απόδοση: το χωρίς υποχρέωση ή εξαναγκασμό / το με ελεύθερη βούληση
αντίθετο: υποχρεωτικό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
προδότη !
απόδοση: που έπαυσες να εξυπηρετείς τα κοινά
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
προσεβλήθη
απόδοση: αισθάνθηκε μειωμένος / θίχθηκε η τιμή του
ρήμα: προσβάλλω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
προσοχή !
απόδοση: εν είδει προτροπής προκειμένου να προσέξουμε κάτι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
προσφέρεται
απόδοση: για κάτι ή για κάποιον που είναι πρόσφορος
ρήμα: προσφέρω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
προφυλάξου !
απόδοση: απομακρύνσου από κίνδυνο που καραδοκεί
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
προχειρότητες !
απόδοση: που απουσιάζει η επιμέλεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πρωτάκουστο !
απόδοση: πέραν από κάθε προηγούμενο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πρωτοφανές
απόδοση: παράδοξο / που προκαλεί κατάπληξη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
πυρ !
απόδοση: παράγγελμα για έναρξη βολών
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ρεζιλίκι...
απόδοση: ενέργεια που ευτελίζει που γελοιοποιεί που ντροπιάζει
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σκανδαλώδες
απόδοση: που προκαλεί αγανάκτηση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σκέπτεται
απόδοση: βρίσκεται σε κατάσταση νοητικής ενεργοποίησης / με απασχολημένο το νου του
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σκοπεύσατε !
απόδοση: παράγγελμα επικέντρωσης της προσοχής σε προσδιορισμένο στόχο & ετοιμότητος για βολή
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σοβαρός
απόδοση: που ενεργεί με περίσκεψη / ο συγκρατημένος σε εκδηλώσεις
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σόλοικο
απόδοση: το ανάρμοστο / το απρεπές
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σπανίζει !
απόδοση: που συμβαίνει σπάνια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σπεύσε !
απόδοση: ενήργησε ταχέως
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
στρατιώτης !
απόδοση: ταγμένος σε κάποιο σκοπό / πειθαρχημένος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συγγνώμη
απόδοση: ζητώ επιείκεια για σφάλμα ή άστοχη ενέργεια που διέπραξα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συγκλονιστικό !
απόδοση: που προκαλεί ισχυρή συγκίνηση / το συνταρακτικό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συγχαρητήρια !
απόδοση: η με ειρωνική διάθεση έκφραση αποδοκιμασίας για κάτι το αξιοκατάκριτο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συγχωρείσαι !
απόδοση: σου δίνω συγγνώμη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συγχωρεμένος
απόδοση: ως απάντηση σε άτομο που ζητεί συγγνώμη για ενέργειές του & αντιμετωπίζεται με επιείκεια
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συμμορφώθηκε
απόδοση: διόρθωσε την συμπεριφορά του
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συμφέρει
απόδοση: αποφέρει όφελος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συμφωνήσαμε !
απόδοση: καταλήξαμε από κοινού σε συμφωνία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σύνελθε !
απόδοση: επανέκτησε την ψυχική ηρεμία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συνεπής
απόδοση: ο ακριβής στις δεσμεύσεις του / που εκτελεί με ακρίβεια κάθε τι που αναλαμβάνει
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σύνηθες
απόδοση: συνηθισμένο / ουδέν το διαφορετικό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σύνηθες
απόδοση: συνηθισμένο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συνήθης
απόδοση: συνηθισμένος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συνταρακτικό !
απόδοση: που προκαλεί ψυχική ταραχή συγκίνηση ή έντονη εντύπωση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
συντόμευε !
απόδοση: επιτάχυνε τον ρυθμό δραστηριότητας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σύρατε
απόδοση: τυποποιημένη επιγραφή σε εισόδους που ειδοποιεί το πώς λειτουργεί η πόρτα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σφάλλαμε
απόδοση: κάναμε λάθος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σφάλλει
απόδοση: ενεργεί εσφαλμένα ή αντιλαμβάνεται λαθεμένα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σφικτός !
απόδοση: φειδωλός / συγκρατημένος στο ξόδεμα χρημάτων
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
σώπασε
απόδοση: πάψε να μιλάς
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ταλαίπωρος !
απόδοση: που η ζωή του ξεχειλίζει από ταλαιπωρίες & βάσανα τα οποία διακρίνονται στην εμφάνισή του
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ταλέντο !
απόδοση: άτομο προικισμένο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
τάφος !
απόδοση: προκειμένου για άτομο εχέμυθο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
τέλος !
απόδοση: προκειμένου για ολοκλήρωση ενέργειας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
τολμήσατε !
απόδοση: λάβετε θάρρος
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
τρέλα !
απόδοση: κατάσταση πλήρους διασάλευσης
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υπεκφεύγει
απόδοση: αποφεύγει με τρόπο επιδέξιο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υπερβάλει
απόδοση: εκφράζεται με τρόπο υπερβολικό
ρήμα: υπερβάλλω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υπερβολή !
απόδοση: που υπερβαίνει το σύνηθες ή το θεμιτό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υπερβολικό !
απόδοση: πέραν του κανονικού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υπερέβαλα !
απόδοση: μεγιστοποίησα τα πράγματα & τις καταστάσεις
ρήμα: υπερβάλλω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υποδεέστερο
απόδοση: κατώτερο συγκρινόμενο με κάτι άλλο
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υπομονή !
απόδοση: αναμονή των προς το καλύτερο εξελίξεων διατηρώντας ηρεμία & χωρίς αποθάρρυνση
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ύποπτο !
απόδοση: το όχι ευχάριστο ή θετικό / το πιθανό χωρίς επαρκή στοιχεία
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υποτροπίασε !
απόδοση: επανεμφανίσθηκε το πρόβλημα που τον απασχολεί
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υποφερτό
απόδοση: που μπορώ & ανέχομαι
θεματολογία: ‘ ΕκφραζόμενοιΜονολεκτικώς ’
υπόχρεος !
απόδοση: χρωστώ ευγνωμοσύνη για τα δεχόμενα εκ μέρους κάποιου
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υποχρέωσή του
απόδοση: ως απορρέουσα κατάσταση λόγω ηθικού χρέους / το εντός των καθηκόντων του
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υποχρεωτικό
απόδοση: το επιβαλλόμενο που δεν μπορούμε να αποφύγουμε
αντίθετο: προαιρετικό
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
υφίσταται !
απόδοση: υπάρχει
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ύψος !
απόδοση: που προκαλεί εντύπωση & θαυμασμό / θαυμάζοντας κάτι που βρίσκεται ψηλά σε αξιολογική κλίμακα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
φήμες
απόδοση: πληροφορίες αγνώστου πηγής & μη εξακριβωμένες
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
φονιάς
απόδοση: ο επικίνδυνος ως αίτιος θανάτων δυστυχιών πόνου & οδύνης
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
χαίρε !
απόδοση: ως χαιρετισμός
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
χαίρετε !
απόδοση: χαιρετισμός απευθυνόμενοι σε ένα ή σε πολλά άτομα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
χαλαρά !
απόδοση: χωρίς ζήλο / άτονα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
χαλάρωσε !
απόδοση: μετρίασε την ένταση της σωματικής ή πνευματικής δραστηριότητας
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
χάνει...
απόδοση: χαζοφέρνει
ρήμα: χάνω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
χάνομαι !
απόδοση: χάνω τις αισθήσεις μου
ρήμα: χάνω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
χαριεντίζεται !
απόδοση: προκαλεί το ερωτικό ενδιαφέρον
ρήμα: χαριεντίζομαι
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
χειροκροτήστε τον !
απόδοση: επιδοκιμάστε αυτόν
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ψευδές
απόδοση: ανειλικρινές / που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ψεύδεται
απόδοση: λέει ψεύδη
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ψεύδη !
απόδοση: τα μη αληθή / τα ψέματα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ψυχράνθηκα
απόδοση: εξασθένισαν εντός μου τα αισθήματα αγάπης ή συμπάθειας για κάποιον ή για κάτι
ρήμα: ψυχραίνω
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ω !
σχόλιο: εκδήλωση θαυμασμού
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ωθήσατε
απόδοση: στερεότυπη έκφραση επί πινακίδος στερεωμένης σε εισόδους που ενημερώνει για το πώς λειτουργεί η πόρτα
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
ωραιολογίες
απόδοση: λόγια ωραία αλλά κενά περιεχομένου
θεματολογία: ‘ Εκφραζόμενοι Μονολεκτικώς ’
‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αβρόχοις ποσί
απόδοση: με στεγνά πόδια / χωρίς κόπο / χωρίς ζημία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ κατάφερε κι αντιμετώπισε λ το έμφραγμα μυοκαρδίου }
{ επιβίωσε της σεισμικής δονήσεως λ}
άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου
απόδοση: μυστηριώδης η ψυχή αυτού
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του
σχόλιο: να αποδέχεσαι τον άλλον όπως είναι & όχι όπως θα ήθελες εσύ να είναι
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αγία ράβδος, η
απόδοση: ο σωφρονιστικού χαρακτήρα ξυλοδαρμός
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αγρόν ηγόρασε
απόδοση: αδιαφόρησε / δεν έδειξε ουδέν ενδιαφέρον
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ άπειρες φορές του εδόθη συμβουλή επί του θέματος αλλά εκείνος λ}
άδηλον & κρύφιον
απόδοση: που ούτε γνωρίζουμε ούτε μπορούμε να υποθέσουμε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{λτο πώς συντηρείται }
αθώα περιστερά
απόδοση: με ειρωνική διάθεση για κάποιον που παριστάνει τον αμέτοχο σε πράξη επιλήψιμη
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ υποδύεται ρόλο αθώας περιστεράς όπως το συνηθίζει άλλωστε }
αιδώς Αργείοι
απόδοση: θέλοντας να καταδείξουμε αισθήματα ντροπής αναφερόμενοι σε άλλον
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αίσιος οιωνός
απόδοση: καλό σημάδι
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αιχμή του δόρατος, η
απόδοση: η αρχική & οξύτερη φάση επίθεσης
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ακόμη & νεκρούς ανασταίνει
απόδοση: ξεσηκώνει τον κόσμο με τον θόρυβο που προκαλεί
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ όπως το συνηθίζει άλλωστε με τις φωνασκίες του λ}
άκουσον άκουσον !
απόδοση: ω ! τι θράσος τι αναίδεια
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ του προσάπτουν λτην οικονομική κατάρρευση της εταιρείας }
ακράτος οίνος
απόδοση: ανόθευτος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ακρογωνιαίος λίθος
απόδοση: βάση / θεμέλιο / κύριο στήριγμα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ η αγάπη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε υγιούς σχέσεως }
άλαλα τα χείλη των ασεβών
απόδοση: έχασαν τη λαλιά τους
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αλήστου μνήμης
απόδοση: για κάτι πολύ δυσάρεστο που
παραμένει έντονα στη μνήμη
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ το λ καθεστώς της 21ης Απριλίου }
άλμα εις ύψος
απόδοση: πήδημα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άλμα θανάτου
απόδοση: προκειμένου δια πήδημα μεγάλης επικινδυνότητας
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άλμα στο κενό
απόδοση: αναφερόμενοι σε παράτολμη ενέργεια με απρόβλεπτες ενέργειες
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άμ΄ έπος άμ΄ έργον
απόδοση: μόλις το είπε & το έπραξε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αμαρτήματα τρίτων, τα
απόδοση: αναφερόμενοι σε παράβαση αρχών ή κανόνων
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα
σχόλιο: τα παραπτώματα των προγόνων αποτελούν παράδειγμα για τους απογόνους
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αναγεννηθείς φοίνιξ, ως
απόδοση: ο από την τέφρα αναγεννημένος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ επανεμφανίσθηκε στο προσκήνιο ως λ}
ανάγκα & θεοί πείθονται
απόδοση: στην ανάγκη όλοι υποκύπτουν ακόμη & οι Θεοί
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανάστα ο Κύριος
απόδοση: προκειμένου για έντονο θόρυβο & φασαρία
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανασταίνει & τους πεθαμένους
απόδοση: αναφερόμενοι σε κάτι με ιδιαίτερη θετική αποτελεσματικότητα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανάσταση Κυρίου !
απόδοση: έκφραση ταυτιζόμενη με την δικαίωση τη λύτρωση τη μεγάλη ψυχική χαρά & την απελευθέρωση από κάθε είδους δεσμά
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανατολικό ζήτημα
απόδοση: κάθε ζήτημα για το οποίο δίνεται αδικαιολόγητη διάσταση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ εκ του μη όντος προέκυψε λ}
αναχώρησε για τον συνήθη περίπατο
απόδοση: τον καθιερωμένο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος
απόδοση: των ενδόξων ανδρών είναι τάφος ολόκληρη η γη
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανεμομαζώματα & ανεμοσκορπίσματα
απόδοση: χύδην κατάσταση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανέτρεψε τον ρου της ιστορίας
απόδοση: οδήγησε τα πράγματα αλλού από εκεί που πήγαιναν
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ βέβαιον πως υπήρξε πολιτικός ηγέτης που λ}
άνθρακες ο θησαυρός
απόδοση: άνευ αποτελέσματος / μάταια ελπίδα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άνθρωπος κλειδί, ο
απόδοση: ο καθοριστικός για τις εξελίξεις
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανοίγουν οι πόρτες
απόδοση: δημιουργούνται ευκαιρίες & προοπτικές
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανοικτά χαρτιά, με
απόδοση: χωρίς να αποκρύπτονται οι προθέσεις
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανοικτές αγκάλες, με
απόδοση: εγκάρδια / με ζεστασιά
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανοικτή ζωή
απόδοση: η σπάταλη & χωρίς περιορισμούς
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ανοικτή πληγή
απόδοση: προκειμένου για πρόβλημα σε μακρά εκκρεμότητα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου
απόδοση: δημιουργήθηκε κατάσταση με απρόβλεπτες & ανεξέλεγκτες εξελίξεις
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αντί πινακίου φακής
απόδοση: έναντι εξευτελιστικής τιμής
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ επωλήθη προσφάτως σε δημοπρασία λ}
αντίπαλον δέος, το
απόδοση: φόβος προερχόμενος από την επίγνωση ότι ο αντίπαλος είναι το ίδιο ισχυρός
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άντρο ακολασίας
απόδοση: τόπος που συμβαίνουν όργια
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άνω βασιλεία
απόδοση: η επουράνια βασιλεία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άνω ποταμών
απόδοση: ενέργεια υπεράνω της ανοχής
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ αυτό που ειπώθηκε είναι λ}
άνω σχώμεν τας καρδίας
απόδοση: ας υψώσουμε τις ψυχές μας
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άξιος ο μισθός του
απόδοση: με ειρωνική διάθεση για προσφερόμενες εργασίες χαμηλού επιπέδου
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αόρατες δυνάμεις
απόδοση: που δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αόρατο μέλλον
απόδοση: που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
απαγορευμένος καρπός
απόδοση: που δεν επιτρέπεται να τον απολαύσουμε παρά το γεγονός ό,τι τον επιθυμούμε πολύ / όπως ακριβώς ο Θεός απαγόρευσε να δοκιμάσουν οι πρωτόπλαστοι καρπούς από το δένδρο της γνώσεως
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ απόλαυσε ελαφρά τη καρδία τον απαγορευμένο καρπό της εξωσυζυγικής σχέσης που προέκυψε }
άπαντες κρίνονται εκ του αποτελέσματος
σχόλιο: από τα επακόλουθα των πράξεών τους
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
απειλεί Θεούς & δαίμονες
απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομο ιδιαίτερα θυμωμένο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
απελθέτω απ΄ εμού το ποτήριον τούτο
απόδοση: προκειμένου να αποφύγει κάποιος κάτι που του είναι δυσάρεστο & το οποίο καλείται να κάνει
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
απέχει παρασάγγας
απόδοση: που βρίσκεται σε απόσταση μεγάλη / που έχει μεγάλη διαφορά
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
απέχει του νυμφώνος
απόδοση: βρίσκεται έξω του συζυγικού δωματίου
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άπιστος Θωμάς, ως
απόδοση: με αναλλοίωτη τη σημασία μέχρι σήμερον / που δύσκολα πείθεται
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
από μηχανής Θεός, ο
απόδοση: μη αναμενόμενη συνδρομή σε δύσκολη κατάσταση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
από τον Άννα στον Καϊάφα
απόδοση: προκειμένου να περιγράψουμε άσκοπη ταλαιπωρία / απευθυνόμενοι σε δημόσιες κυρίως υπηρεσίες
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αποδιοπομπαίος τράγος
απόδοση: ο απόβλητος & ανεπιθύμητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
απολωλότα πρόβατα, τα
απόδοση: τα παραστρατημένα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ τα λεπιστρέφουν }
απορία ψάλτου βηξ
απόδοση: αναφερόμενοι σε περιπτώσεις που κάποιος καθυστερεί να δώσει απάντηση από αμηχανία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι, το
απόδοση: για κάτι το πλήρως απορριπτέο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αργία μήτηρ πάσης κακίας
σχόλιο: από την απραξία προέρχονται πολλά κακά
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άρον άρον σταύρωσον αυτόν
απόδοση: προκειμένου για βεβιασμένη & συνήθως λαθεμένη απόφαση
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αρχή άνδρα δείκνυσι
απόδοση: όταν τα έργα χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο στον οποίο αναφερόμεθα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αρχηγού θέλοντος & επιτρέποντος
απόδοση: εφ΄ όσον το θελήσει & το επιτρέψει ο αρχηγός
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω
απόδοση: παρευρισκομένου του αρχηγού όλοι οι άλλοι συμμορφώνονται
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ας έχουν γνώση οι φύλακες
σχόλιο: παραίνεση για επαγρύπνηση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ασκοί του Αιόλου
απόδοση: αναφερόμενοι σε περιπτώσεις επικείμενων δεινών
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άσωτος υιός
απόδοση: που σπαταλά την πατρική περιουσία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
άτομο του χεριού του
απόδοση: υποχείριο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
αυξάνεσθε & πληθύνεσθε
απόδοση: προτροπή για τεκνοποίηση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{λ& τα πάντα κατακυριεύσατε }
αχίλλειος πτέρνα
απόδοση: το τρωτό το ευαίσθητο σημείο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ αντιλαμβάνεσθε πως η κατάσταση που διαμορφώθηκε αποτελεί αχίλλειο πτέρνα }
βάρεσε διάλυση
απόδοση: διαλύθηκε μερικώς ή ολοσχερώς
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
βασιλικότερος του βασιλέως
απόδοση: ο υπερβάλλων
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
βλέπει το δένδρο & χάνει το δάσος
απόδοση: που χάνεται στις λεπτομέρειες χάνοντας την ουσία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
βρήκε ανοικτές πόρτες
απόδοση: συνάντησε προθυμία να βοηθηθεί / βρήκε υποστήριξη
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
βρήκε κλειστές πόρτες
απόδοση: συνάντησε άρνηση / δεν προθυμοποιούνται να τον βοηθήσουν
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
βρίσκεται στα κέφια του
απόδοση: έχων καλή διάθεση ακόμη & για κάτι που δεν τον βρίσκει σύμφωνο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{λεκφράζοντας παιχνιδιάρικη διάθεση }
βρίσκονται στα μαχαίρια
απόδοση: σε πλήρη αντιδικία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γαία πυρί μειχθήτω
απόδοση: δίνοντας έμφαση σε περιπτώσεις καταστροφής
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γενεές δεκατέσσερις
απόδοση: που τον έβρισε σε υπερβολικό βαθμό
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ παρεκτράπηκε & τον πέρασε λ}
γενηθήτω το θέλημά σου
απόδοση: ας γίνει αυτό που ορίζεις
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γενηθήτω φως
απόδοση: ας δημιουργηθεί φως
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γέννημα θρέμμα
απόδοση: που γεννήθηκε μεγάλωσε & διαμορφώθηκε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γην & ύδωρ
απόδοση: πλήρη υποταγή
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γηράσκω αεί διδασκόμενος
απόδοση: όσο μεγαλώνω μαθαίνω
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γίγαντας φέρων ξύλινα πόδια
απόδοση: ο εκ των πραγμάτων ευάλωτος που δεν προσφέρει εγγυήσεις
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γλώσσα λανθάνουσα τ΄ αληθή λέγει
απόδοση: όταν εκ παραδρομής ξεφύγει κάτι του στόματος που επιδιώκουμε να αποκρύψουμε & το οποίο αποτελεί την αλήθεια
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει
απόδοση: η ομολογία της αλήθειας δια μέσου γλωσσικού σφάλματος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
γόρδιος δεσμός
απόδοση: δυσεπίλυτο πρόβλημα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ άλυτο πρόβλημα ως λη εξεύρεση εργασίας η σχετιζόμενη με τις προκύπτουσες σπουδές }
γυάλινος κόσμος
απόδοση: επίφοβη κατάσταση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ ζει σε πλήρη ανασφάλεια περιχαρακωμένος στον γυάλινο κόσμο του }
γυάλινος πύργος
απόδοση: ο προσφερόμενος για εκούσια απομόνωση από το κοινωνικό περιβάλλον
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δαμόκλειος σπάθη
απόδοση: επαπειλούμενη τιμωρία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ η δυσμενής μετάθεση σε παραμεθόρια πόλη στέκει ως λ}
δάσκαλε που δίδασκες & νόμο δεν εκράτεις
απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομο που ενώ υποδεικνύει σε άλλους τι πρέπει να πράξουν εν τούτοις ο ίδιος ενεργεί αντίθετα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δεδικαίωται ο τεθνεώς
σχόλιο: αυτός που πέθανε δεν κρίνεται θεωρούμενος πλέον δικαιωμένος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δεν γνωρίζει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του
απόδοση: για άτομο αλλοπρόσαλλο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δεν έμεινεν λίθος επί λίθον
απόδοση: ολοκληρωτική καταστροφή
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δεν έχει που την κεφαλήν κλίνη
απόδοση: δεν έχει στήριγμα / δεν διαθέτει καταφύγιο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δεν έχει στον ήλιο μοίρα
απόδοση: που στερείται στηρίγματος ή προστασίας στη ζωή
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δεν ιδρώνει το αυτί μου
απόδοση: δεν δίνω ουδεμία σημασία σε ό,τι ακούω
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δεν μπορεί ούτε να βήξει
απόδοση: αναφερόμενοι σε κάποιον που του έχουν επιβληθεί περιορισμοί
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δεν τρέχει τίποτε
απόδοση: δεν πειράζει / δεν αξίζει να μας απασχολήσει
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δια τον φόβον των Ιουδαίων
απόδοση: του ενδεχόμενου τιμωρίας εξ αιτίας του κινδύνου
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
διαίρει & βασίλευε
απόδοση: δημιουργία υποσυνόλων με ελλιπή συνεννόηση προς ίδιον όφελος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ ως διευθύνων σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας ακολουθεί μεθοδικά την πολιτική του λ}
διέβην τον Ρουβίκωνα
απόδοση: σε περιπτώσεις που λαμβάνεται παράτολμη απόφαση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη
απόδοση: διαλύθηκε πλήρως / αποσυντέθηκε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ επιβατικό αεροσκάφος κατέπεσε & λ}
διέρρηξε τα ιμάτιά του
απόδοση: όταν κάποιος κάνει το παν προκειμένου να πείσει ότι έχει δίκιο ή κατηγορείτε άδικα
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δοθέντος ενός ψέματος μύρια έπονται
σχόλιο: πολυάριθμα είναι αυτά που ακολουθούν
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δούρειος ίππος
απόδοση: μέσον εξαπάτησης
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ τον χρησιμοποίησε ως δούρειο ίππο προκειμένου να επιτύχει του σκοπού του }
δρακόντεια μέτρα
απόδοση: σε περιπτώσεις λήψεως αυστηρών μέτρων
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δύσκολοι καιροί για πρίγκηπες
απόδοση: χρονική περίοδος με συνθήκες που παρουσιάζουν δυσκολίες σε άτομα με αρχοντική καταγωγή ή συμπεριφορά
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δυστυχώς κανενός το αυτί δεν ίδρωσε
απόδοση: ουδείς δίνει σημασία για όσα λέγονται ή συμβαίνουν
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
δώρα προς τον ηγεμόνα, τα
απόδοση: κυρίως για τον εξευμενισμό ανώτατου άρχοντα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ προσφέρθηκαν ως λ}
εάλω η πόλις
απόδοση: έπεσε η πόλη
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έβαλε λυτούς & δεμένους
απόδοση: χρησιμοποίησε κάθε προσφερόμενο μέσο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έδωσε τα ρέστα του
απόδοση: εντυπωσίασε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
είδηση της ημέρας, η
απόδοση: που κυριαρχεί στο προσκήνιο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
είναι όλα τα λεφτά
απόδοση: αναφερόμενοι σε κάτι με εμφατικό τρόπο που διακρίνεται για πληρότητα αξίας
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ αυτό το ποδήλατο λ}
ειρωνεία της τύχης
απόδοση: αναφερόμενοι σε γεγονός ευτυχές ή δυσάρεστο που συμβαίνει χρονικά όταν αναμένεται το ακριβώς αντίθετο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έκανε πάταγο
απόδοση: πολύ μεγάλη θετική ή αρνητική εντύπωση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εκατόμβη θυμάτων
απόδοση: αναφερόμενοι σε ιδιαίτερα μεγάλη απώλεια ανθρώπων
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εκλεκτό ακροατήριο
απόδοση: το διαλεκτό σύνολο ατόμων που παρακολουθεί κάποια εκδήλωση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έκοψε το νήμα
απόδοση: ο πρωτεύσας αθλητής αγωνίσματος που έφθασε πρώτος σε επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εκτός συναγωνισμού
απόδοση: για κάτι που υπερέχει σε αξία ή ποιότητα / ο ασυναγώνιστος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ελάλησα & αμαρτία ουκ έχω
απόδοση: μίλησα & δεν έχω αμαρτία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ελαφρά τη διανοία
απόδοση: με πνευματική ελαφρότητα χωρίς περίσκεψη
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ελαφρά τη καρδία, με
απόδοση: απερίσκεπτα / επιπόλαια & όχι στα σοβαρά / χωρίς ενοχές ή ανησυχία / ανεύθυνα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ τόλμησε το εγχείρημα με λ}
ελευθερία ή θάνατος
απόδοση: σύνθημα κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έλλειψη χρημάτων στάση εμπορίου
απόδοση: η ανεπάρκεια χρήματος προκαλεί προσωρινή διακοπή της εμπορικής δραστηριότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έλληνες καλούνται οι της παιδεύσεως της ημετέρας μετέχοντες
σχόλιο: οι έχοντες ελληνική συνείδηση & όχι απαραίτητα κοινή καταγωγή
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έμμονη αιτία
απόδοση: που υπάρχει κυριαρχώντας σε μία έννοια παρά τις όποιες μεταβολές
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εν οίδα ό,τι ουδέν οίδα
απόδοση: ένα μόνο γνωρίζω ό,τι δεν γνωρίζω τίποτα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ένα βήμα μπρος & δύο βήματα πίσω
απόδοση: προκειμένου για πορεία οπισθοδρόμησης
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εναντίον των νόμων της φύσεως
απόδοση: εντελώς παρά φύση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ένας αλλά λέων
απόδοση: η ποιότητα υπερτερεί της ποσότητας
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη
σχόλιο: απαιτείται ικανός αριθμός ατόμων ώστε να επιτευχθεί βελτίωση καταστάσεως
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ενός κακού μύρια έπονται
απόδοση: μία συμφορά την ακολουθούν πολλές άλλες
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ένσαρκο άγαλμα
απόδοση: για άτομο όμοιο με άγαλμα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έξις δευτέρα φύσις
σχόλιο: οι βαθειά ριζωμένες συνήθειες
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έξω μένειν του νυμφώνος
απόδοση: μένω έξω από σημαντική κατάσταση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έξωθεν καλή μαρτυρία
απόδοση: καλή φήμη ή υπόληψη
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εξώλης & προώλης
απόδοση: για πρόσωπο ανήθικο ή διεφθαρμένο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έπεα πτερόεντα
απόδοση: αναφερόμενοι σε αερολογίες & αβάσιμα επιχειρήματα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
επερχόμενος Μεσσίας
απόδοση: που πρόκειται να εμφανισθεί προκειμένου να εξεύρει λύσεις απομάκρυνσης από το αδιέξοδο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ αναμένετο από το πλήθος των οπαδών να επιστρέψει από την αλλοδαπή ως λ}
έπιασε το μήνυμα των καιρών
απόδοση: αντιλαμβάνεται τις απαιτήσεις της εποχής
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
επίγειος παράδεισος
απόδοση: προκειμένου για ιδιαίτερα ωραίο & ευχάριστο τόπο διαμονής
αντίθετο: επουράνιος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ η συνοικία αυτή αποτελεί τον επίγειο παράδεισο των περιθωριακών στοιχείων }
επίσημη πρώτη, η
απόδοση: η πρώτη ημέρα παρουσίασης συγγραφικού ή καλλιτεχνικού έργου
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ερμαφρόδιτη κατάσταση
απόδοση: η με στοιχεία αντιφατικά & απροσδιόριστα μεταξύ τους
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έρρωσθε & ευδαιμονείτε
απόδοση: υγιαίνετε & ευημερείτε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ες αύριον τα σπουδαία
απόδοση: υπαινιγμός αναβολής
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έσονται οι έσχατοι πρώτοι & οι πρώτοι έσχατοι
απόδοση: οι κατώτεροι είναι δυνατόν να προηγηθούν & να υποβιβασθούν οι ανώτεροι
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έστι δίκης οφθαλμός
απόδοση: υπάρχει η θεία δικαιοσύνη που τιμωρεί
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ετέθη επί τάπητος
απόδοση: προτάθηκε για οριστική συζήτηση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έτεινε ευήκοον ους
απόδοση: ακούων με ευνοϊκή διάθεση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{λστα αιτήματα του διαμαρτυρόμενου επιχειρηματικού κόσμου }
ευήκοα ώτα
απόδοση: τα πρόθυμα να δεχθούν κάτι
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ευθεία συντομοτέρα πάσης πλαγίας
απόδοση: για διαδρομή που είναι συντομότερη όταν ακολουθήσουμε την ευθεία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εύκαμπτη οσφύ
απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομο δουλοπρεπές & αναξιοπρεπές
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ευφραίνει την καρδία
απόδοση: προξενεί ευχαρίστηση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έφαγαν τα λύσσιακά τους
απόδοση: που κατέβαλαν μανιώδεις προσπάθειες
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εφτασφράγιστο μυστικό
απόδοση: που φυλάσσεται επαρκώς ώστε κανείς να μην το πληροφορηθεί
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έχει χυθεί πολύ μελάνι
απόδοση: κατά καιρούς γράφτηκαν πολλά περί αυτού
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
εχθρός του καλού το καλύτερο
σχόλιο: παραίνεση προς αποφυγήν των επακόλουθων της τελειομανίας
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έχουνε γνώση οι φύλακες
απόδοση: δήλωση επαγρύπνησης
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έχουσιν γνώσιν οι φύλακες
απόδοση: εννοώντας ότι παρότι δεν το διατυμπανίζουμε γνωρίζουμε καλά τι συμβαίνει / ως δήλωση επαγρύπνησης
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
έχω το χέρι ανοικτό
απόδοση: είμαι απλόχερος ανοιχτοχέρης γενναιόδωρος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
απόδοση: για υπόσχεση που θα πραγματοποιηθεί στο μακρινό μέλλον ή ποτέ
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ζήτησε την κεφαλή του επί πίνακι
απόδοση: εννοώντας την αυστηρή τιμωρία του
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ζωντανό παράδειγμα
απόδοση: υπαρκτό
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η άγνοια νόμου τιμωρείται
σχόλιο: ο καθένας πρέπει να είναι ενημερωμένος για την προβλεπόμενη νομοθεσία για ό,τι τον αφορά
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η άλλη όψη του νομίσματος
απόδοση: η αντίθετη άποψη σε κάποιο ζήτημα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η αρχή είναι το ήμισυ του παντός
απόδοση: το σπουδαιότερο είναι το πώς θα αρχίσει μία προσπάθεια
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η βίλα των οργίων
απόδοση: όπου εξελίσσονται σεξουαλικά όργια
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η γλώσσα των κωφών
απόδοση: η νοηματική / η δια μέσου νοημάτων & κινήσεων
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η δαμόκλειος σπάθη επικρέμεται
απόδοση: η επαπειλούμενη τιμωρία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η εγχείρηση μεν επέτυχε ο ασθενής δε απεβίωσε
απόδοση: προκειμένου για εξέλιξη παντελώς εξασθενισμένου οργανισμού
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η εκδίκηση είναι φαγητό που σερβίρεται κρύο
σχόλιο: αποδίδεται εν ψυχρώ & σε ανύποπτο χρόνο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η εκδίκηση είναι φαγητό που τρώγεται κρύο
απόδοση: λαμβάνει χώρα σε ανύποπτο χρόνο / που βρίσκει το δεχόμενο πρόσωπο απροετοίμαστο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή
απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομο που μετανόησε για λάθη που διέπραξε ζητώντας συγνώμη & μία δεύτερη ευκαιρία
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η εξαίρεση δεν κάνει τον κανόνα
σχόλιο: που αφορά συν τοις άλλοις την ρύθμιση τρόπου ενεργειών
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η εξορία του Αδάμ
απόδοση: αναφερόμενοι σε πολύ απομακρυσμένο τόπο από αυτόν της διαμονής
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η ιστορία επαναλαμβάνεται
απόδοση: για όποιον δεν έβαλε μυαλό
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ δια της ανικανότητας προς μάθηση λ}
η ιστορία τον δικαίωσε
απόδοση: αποδείχθηκε εκ των υστέρων το πόσο δίκιο είχε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η ισχύς εν τη ενώσει
σχόλιο: η ενότητα ισχυροποιεί τους συμπράττοντες
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση
σχόλιο: πετυχαίνετε καλύτερα αποτελέσματα με επιθετικό τρόπο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η μάχη των μνηστήρων
απόδοση: η σύγκρουση αυτών που προβάλλουν αξιώσεις
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η νύκτα των μεγάλων μαχαιριών
απόδοση: καθιερωμένη έκφραση υποδηλώνοντας ξεκαθάρισμα εχθρικής κατάστασης
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η ρίζα του κακού
απόδοση: η αιτία μίας κακής κατάστασης
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η σιωπή μου προς απάντησή σου
απόδοση: ως εκδήλωση περιφρόνησης
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ή ταν ή επί τας
απόδοση: ή θα την φέρεις ως νικητής ή θα σε φέρουν επάνω της νεκρό / ή θα επιτύχουμε ή θα αποτύχουμε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
η τελική ευθεία - 2
απόδοση: η τελευταία ευθεία διαδρομή σε αγώνα δρόμου εντός σταδίου η προ του τερματισμού
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ή του ύψους ή του βάθους
απόδοση: προκειμένου για κρίσιμη απόφαση που ενδεχομένως οδηγήσει σε εντυπωσιακή επιτυχία ή παταγώδη αποτυχία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ λόγω ψυχοσύνθεσης οι αποφάσεις του είναι λ}
ήθελές τα έπαθές τα
απόδοση: προκειμένου για κατάσταση που προκάλεσε ή συναίνεσε
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ήλθε αδιάβαστος
απόδοση: χωρίς να μελετήσει προηγουμένως το θέμα που μας απασχολεί
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ήλθε εξ ουρανού
απόδοση: ως δώρο από τον Θεό
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ήλιος με δόντια
απόδοση: προκειμένου για ημέρα με ηλιοφάνεια αλλά παγερή
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ηλίου φαεινότερον
απόδοση: ολοφάνερο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ηλύσια πεδία, τα
απόδοση: μυθολογικός τόπος διαμονής ψυχών ηρώων
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ημέρες δόξης
απόδοση: θαυμασμού λόγω λαμπρών επιτυχιών ή ικανοτήτων
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ήττα κατά κράτος
απόδοση: ολοκληρωτικά
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ υπήρξε λγια τους Βρετανούς }
θέλει & την πίτα γερή & τον σκύλο χορτάτο
απόδοση: που επιδιώκει το μέγιστο όφελος χωρίς κόστος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
θεμέλιος λίθος
απόδοση: η πρώτη πέτρα που τοποθετείται σε επίσημη τελετή θεμελίωσης
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ της δεξιώσεως προηγήθηκε τελετή που ετέθη υπό του υπουργού ο λ}
θεού θέλοντος & καιρού επιτρέποντος
απόδοση: αν οι συνθήκες είναι κατάλληλες
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
θεραπεύει πάσαν νόσον & πάσαν μαλακίαν
απόδοση: που το προβάλλουν ως πανάκεια με ειρωνική διάθεση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{ προτιθέμεθα να λυτρωθούμε δια του μέτρου αυτού που λ}
θέση κλειδί, σε
απόδοση: θέση σημαντική με πρωτεύουσα αξία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
θέτω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων
απόδοση: ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις για κάτι
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
θεωρείται καμένο χαρτί
απόδοση: το μη αξιοποιήσιμο που έχασε κάθε αξία
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
θεωρία επισκόπου
απόδοση: που φαίνεται αξιόλογο ουσιαστικά δε δεν αξίζει τίποτα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
θύραθεν παιδεία, η
απόδοση: η κλασσική εν αντιθέσει προς την χριστιανική
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ιδού η Ρόδος ιδού & το πήδημα
απόδοση: προκειμένου να αποδείξει κάποιος τους ισχυρισμούς του
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός
απόδοση: αναφερόμενοι στην απρόσμενη έλευση κάποιου
σχόλιο: ευαγγελικές φράσεις της καθημερινότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ιερό τέρας, το
απόδοση: πρόσωπο του καλλιτεχνικού χώρου με έντονη προσωπικότητα & ιδιαίτερης ακτινοβολίας
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ιστός της αράχνης, ο
απόδοση: ο προσφερόμενος για παγίδευση εντόμων τα προοριζόμενα για τροφή / Ο εξαναγκασμός παραμονής σε συγκεκριμένο τόπο χωρίς δυνατότητα διαφυγής
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
ισχυρός παράγων
απόδοση: ο παράγοντας / που συνεπιδρά που συντελεί ο ικανός να διαμορφώνει εξελίξεις
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
καβάλησε το καλάμι
απόδοση: συμπεριφέρεται με έπαρση θεωρώντας τον εαυτό του ιδιαίτερα σπουδαίο
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
κάθε πέρσι & καλύτερα
απόδοση: αναφερόμενοι σε κατάσταση η οποία διαρκώς επιδεινώνεται
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια
απόδοση: που δηλώνει απραξία & εφησυχασμό / παθητική αντιμετώπιση
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
{λως απαθής θεατής της καταστάσεως }
κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα
απόδοση: ανησυχεί για την εξέλιξη καταστάσεως
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
κάθοδος των βαρβάρων, η
απόδοση: η μετακίνηση των ημιάγριων των απολίτιστων
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
και άλλα ηχηρά παρόμοια
απόδοση: αναφερόμενοι σε εκφράσεις πομπώδεις
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
και άλλα φαιδρά παρόμοια
απόδοση: τα στερούμενα σοβαρότητος
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις
απόδοση: σε χρόνο μηδέν
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις εμφανίσθηκε
απόδοση: σε χρόνο μηδέν από την αναφορά στο πρόσωπό του
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
και συ τέκνον Βρούτε
απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομα που προδίδουν την εμπιστοσύνη μας
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
καιρός να σοβαρευτούμε
απόδοση: να αντιμετωπίσουμε τις καταστάσεις, με ωριμότητα
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
καλή ζωή & κακή διαθήκη
απόδοση: αναφερόμενοι σε καλοζωισμένα άτομα που αδιαφορούν για τους παραμένοντες στη ζωή μετά τον θάνατό τους
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
κάλλιο αμαθής παρά ημιμαθής
απόδοση: καλύτερα να μην κατέχω κάποια γνώση παρά να την κατέχω εν μέρει
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
κάλπικη δεκάρα, σαν
απόδοση: γνωρίζω πολύ καλά τις ιδιαιτερότητες που τον χαρακτηρίζουν
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
καλύτερες μέρες
απόδοση: καλύτερες ποιοτικά / με καλές προοπτικές
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
καμένη γη
απόδοση: όταν οι προκάτοχοι της εξουσίας χρεώνονται από τους μεταγενέστερους λαθεμένες επιλογές καθοριστικές αρνητικών εξελίξεων ή που ανέστειλαν την εξέλιξη της χώρας
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
κάνει τη νύκτα μέρα
απόδοση: φέρεται ως νυκτόβιος / εκφράζει κατ’ ουσίαν αρνητική στάση στη ζωή
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
κατά συνθήκην ψεύδη
απόδοση: συμβατικά
θεματολογία: ‘ Καθιερωμένα Στο Διάβα Του Χρόνου ’
κατά τα άλλα πάμε καλά
απόδοση: με ειρωνική διάθεση ασκώντας κριτική