Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

To Kinhma tou Merentith
To Kinhma tou Merentith
To Kinhma tou Merentith
Ebook268 pages2 hours

To Kinhma tou Merentith

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Στις 27 Νοέμβρη του 1847 οι ενενήντα στρατιώτες της Οροφυλακής που βρίσκονταν στην Πάτρα στασιάζουν και με επικεφαλής τον Λοχαγό Νικόλαο Μερεντίτη καταλαμβάνουν την πόλη. Ληστεύουν -αφήνοντας μάλιστα και απόδειξη για το ποσό που αφαίρεσαν- το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και καλούν το λαό της πόλης σε ξεσηκωμό, προβάλλοντας αιτήματα για δημοκρατία και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Για 5 ημέρες η Πάτρα είναι αποκομμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα και βρίσκεται στο απόλυτο έλεος των στασιαστών. Αυτοί όμως φαίνεται ότι έχουν πιο μεγάλη έγνοια να ξεσηκώσουν το λαό σε μια γενικευμένη αντικυβερνητική εξέγερση, παρά να λαφυραγωγήσουν την πόλη!
Η κρατική μηχανή αργεί να αντιδράσει, και όταν μπαίνει στην Πάτρα το μόνο που προλαβαίνει είναι να δει από μακριά τον Μερεντίτη και του συντρόφους του να επιβιβάζονται σε ένα Αγγλικό πολεμικό ατμόπλοιο και να ανοίγονται στο Ιόνιο Πέλαγος.

LanguageΕλληνικά
Release dateAug 4, 2013
ISBN9781301777921
To Kinhma tou Merentith
Author

Babis Kavvadias

Γεννήθηκα το 1983 στην Αθήνα και μεγάλωσα στο Αίγιο. Ξαναβρέθηκα στην Αθήνα το ‘01 για να σπουδάσω στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, ενώ από το ‘03 έως το ’07 ήμουν μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού της ΚΝΕ «Οδηγητής». Την άνοιξη του ’10 επέστρεψα στο Αίγιο, όπου έκτοτε ζω και εργάζομαι ως δικηγόρος. Παράλληλα ασχολούμαι με την μελέτη ζητημάτων κοινωνικής ιστορίας και όποιο κείμενο (λογοτεχνικό, μελέτη ή μετάφραση) διασκέδασα περισσότερο γράφοντάς το, το ανεβάζω στο ιστολόγιο traversada.blogspot.gr.

Read more from Babis Kavvadias

Related to To Kinhma tou Merentith

Related ebooks

Reviews for To Kinhma tou Merentith

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    To Kinhma tou Merentith - Babis Kavvadias

    Εισαγωγή

    «Ο αγέρας οπού φυσάγει εις την Ευρώπη αναποδογύρισε βατζέλα. Εμείς είμαστε μισή φελούκα˙ και θα μας πάρη αυτός ο κακός αγέρας και δεν θα ιδούμεν ένας τον άλλον. Και δεν είναι καιρός να κοιμώνται οι τίμιοι άνθρωποι κι’ ο Βασιλέας.» [1]

    Τα παραπάνω λόγια ήταν το μήνυμα που έστειλε ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, κάποια στιγμή στις αρχές του 1848 στον Όθωνα, για να τον προειδοποιήσει: αν ήθελε να κρατήσει την εξουσία του έπρεπε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να προστατευτεί από στάσεις και κινήματα σαν κι αυτά της Ευρώπης.

    Ο Μακρυγιάννης είχε όντως βάσιμους λόγους για να φοβάται ότι όλοι οι φιλήσυχοι και νοικοκυραίοι ανθρώποι θα χάναν την ησυχία τους. Ο «αγέρας που φυσάγει εις την Ευρώπη» είναι ο αέρας των αστικοδημοκρατικών και φιλελεύθερων επαναστάσεων που δονούσαν εκείνη την περίοδο την Γαλλία, την Ιταλία, την Γερμανία και άλλα μέρη.

    Οι ντόπιοι βέβαια, δεν είχαν ανάγκη να φτάσει μέχρι τα μέρη μας ο αέρας αυτός για ν’ αρχίσουν τις ανακατωσούρες. Η φόρα που είχαν πάρει απ’ το ’21 δεν είχε ολότελα στερέψει και το παραμικρό ήταν ικανό να βάλει φωτιά στο βαρέλι με τη μπαρούτη –όπως φάνηκε το βράδυ της 3ης του Σεπτέμβρη του 1843.

    Όποιος αναλάμβανε κάθε φορά το ρόλο του μαντρόσκυλου της κεντρικής διοίκησης, δεν είχε εύκολο έργο. Καπεταναίοι του αγώνα, απ’ αυτούς που είχαν συνηθίσει να μην ανέχονται μύγα στο ματοβαμμένο σπαθί τους, έβλεπαν να τους παραγκωνίζει το νέο σύστημα και τσινάγανε. Οργανώνανε κινήματα ή βγαίναν στο βουνό συνεχίζοντας την ένδοξη παράδοση των κλεφτών, αλλά σαν ληστές πλέον, οι Βασιλείς των Ορέων. Οι νέοι απ’ τη μεριά τους έβλεπαν ένα Κράτος ξένο να τους καλεί να το υπηρετήσουν σχεδόν σα σκλάβοι, ένα Κράτος που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ονειρεύονταν οι πατεράδες τους όταν στρέφανε το καριοφίλι τους πότε στον Τούρκο αγά και πότε στον Έλληνα κοτζαμπάση.

    Πολύ συχνά οι ρόλοι βέβαια συγχέονταν. Οι στασιαστές λειτουργούσαν σα ληστές. Οι αντάρτες και οι ληστές στρατολογούνταν στις δυνάμεις της καταστολής και κυνηγούσαν τους μέχρι πρότινος συντρόφους τους. Οι στρατιωτικοί, με ασίγαστο το δημοκρατικό φρόνημα που τους καθοδήγαγε στην Επανάσταση και στις Εθνοσυνελεύσεις της, σηκώναν μπαϊράκι εναντίον των Βαυαρών και των ντόπιων συνεργατών τους και κάνανε κινήματα.

    Μια τέτοια περίπτωση ήταν και αυτή του Λοχαγού της Οροφυλακής Μερεντίτη, που, στα 1847 το κίνημα -ο γράφων προτιμά αυτόν τον όρο από τον ακαδημαϊκά ορθότερο «στάση»- που οργάνωσε απόκοψε από το υπόλοιπο Ελληνικό Βασίλειο την πόλη της Πάτρας. Η ιστορία του είναι μια περιπέτεια που τα έχει όλα: ίντριγκες, πολιτικές δολοπλοκίες, διπλωματικά παιχνίδια, οριακές διαπραγματεύσεις, σκληρές οδομαχίες και πολλά λεφτά.

    Λοχαγός Οροφυλακής Νικόλαος Μερεντίτης

    Ένα από τα πρώτα μέτρα των Βαυαρών όταν πάτησαν τον τόπο μας –όχι μόνο βαλτοί από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και προσκεκλημένοι των Ελλήνων αστών και τσιφλικάδων- ήταν να διαλύσουν τα άτακτα στρατιωτικά σώματα, τις δυνάμεις εκείνες που πολέμησαν στην Επανάσταση, και να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν έναν τακτικό στρατό, με ευρωπαϊκές ενδυμασίες, οπλισμό και οργάνωση.

    Στις 2 του Μάρτη του 1833 δημοσιεύεται το παρακάτω διάταγμα:

    «ΔΙΑΤΑΓΜΑ

    Περί της διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων.

    ΟΘΩΝ

    ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.

    Ακούσαντες την γνώμην του Υπουργικού μας Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάττομεν τα εξής.

    Άρθρον 1.

    Τα μέχρι τούδε υπάρχοντα εις την Ελλάδα άτακτα στρατεύματα διαλύονται.

    Πάσαι αι προς στρατολογίαν τοιούτων στρατευμάτων μέχρι τούδε δοθείσαι άδειαι λογίζονται άκυροι. […]

    Άρθρον 10.

    Έκαστος υπαξιωματικός και απλούς στρατιώτης των ατάκτων στρατευμάτων, όστις έχει εθνικά όπλα, υποχρεούται να τα παραδώση εις τον οποίον έχει να παρουσιασθή κατά το άρθρον 6 πολιτικόν υπάλληλον.

    Τα όπλα ταύτα θέλουν σταλή άνευ αναβολής εις την οπλοθήκην του Ναυπλίου. […]

    Άρθρον 17.

    Οι υπαξιωματικοί και οι στρατιώται των ατάκτων στρατευμάτων, οίτινες ή δεν επιστρέφουσιν εις τας εστίας των κατά τας εις τα άρθρα 2 και 3 διαλαμβανομένας περιπτώσεις, ή δεν έρχονται εις τους τόπους της συναθροίσεως κατά τας εις τα άρθρα 3 και 5 σημειωμένας προϋποθέσεις, ή τέλος δεν υπάγουσιν εις τους κατά το άρθρον 13 προσδιοριζομένους από τας επιτροπάς της επιθεωρήσεως τόπους, αλλά περιπλανώνται, καθώς οι εκκλίνοντες της προσδιωρισμένης οδού, ή οι μη εξακολουθούντες αυτήν αδιακόπως και κατά τους αποφασισμένους σταθμούς (οικονάκια) εκτός ασθενείας, θέλουν τιμωρηθή με φυλακήν 3 έως 8 ημερών, και έπειτα θέλουν μετακομισθή εις τας εστίας των, ή, εάν ήναι ξένοι, εκτός των ορίων. […]

    Άρθρον 18.

    Οι αξιωματικοί, οι υπαξιωματικοί και οι στρατιώται των υπαρχόντων ατάκτων στρατευμάτων, οίτινες δεν ήθελον διαλυθή ευθύς μετά την δημοσίευσιν του παρόντος διατάγματος, καταδιώκονται κατά το άρθρον 4 των από 9 Φεβρουαρίου ποινικών μας διατάξεων, των αναφερομένων εις τα κατά της δημοσίας εσωτερικής ασφαλείας του Κράτους εγκλήματα και πταίσματα. […]

    Εν Ναυπλίω, την 2 (14) Μαρτίου 1833.

    ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ

    Η ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ

    Ο Κόμης ΆΡΜΑΝΣΠΕΡΓ Πρόεδρος, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΪΔΕΚ.

    Οι Γραμματείς της Επικρατείας

    Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, Α. ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ, Κ. ΖΩΓΡΑΦΟΣ, Χ. ΚΛΟΝΑΡΗΣ, Δ. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Δ. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ.»

    Ακολούθησε η εφαρμογή του άρθρου 10 του Διατάγματος αυτού. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή ενός νεαρού Βαυαρού Αξιωματικού, που ήταν μάρτυρας της παράδοσης των όπλων των αγωνιστών στο Ναύπλιο:

    «Ο αφοπλισμός εγένετο εν Αργολίδι συναχθέντων παλληκαρίων περί τα δεκακισχίλια. Καίτοι δε η παράδοσις των όπλων και ξιφών επότισεν αυτούς ανέκφραστον πικρίαν, διότι απεχωρίζοντο των φιλτάτων πανοπλιών, δι’ ών είχον πολεμήσει υπέρ της ελληνικής ελευθερίας, ουδεμία όμως εγένετο αταξία κατά την παράδοσιν, μόνον δε λυπηραί τινες σκηναί ετάραξαν την καρδίαν ημών. Είδομεν πρεσβύτας και σχεδόν πολιούς άνδρας αρειμάνιον το ήθος έχοντας, κλαίοντας δε ως παιδία και χύνοντας δάκρυα δια των ηλιοκαών παρειών αυτών. Η κατάθεσις των όπλων ενέβαλεν εις άλλους απελπισμόν, μη θελήσαντας να παραδώσιν εις χείρας αλλοτρίων τον πολύτιμον θησαυρόν και ρίψαντας εις τους βράχους τα ξίφη και λοιπά αυτών όπλα.»[2]

    Δεν παρέδωσαν όμως όλοι οι παλιοί καπεταναίοι και τα παλληκάρια τους τα όπλα. Αρκετοί ήσαν αυτοί που «θυμήθηκαν» την προεπαναστατική τους ζωή, και βγήκαν πάλι Κλέφτες (πλέον το επίσημο Κράτος τους έλεγε «Ληστές») στα Βουνά. Άλλοι, ειδικά αυτοί που κατάγονταν από περιοχές των ελληνο-οθωμανικών συνόρων, επέστρεψαν στα δυσπρόσιτα χωριά τους ή πέρασαν στο «Τούρκικο», προσφέροντας μισθοφορικές στρατιωτικές υπηρεσίες στους οθωμανούς Αγάδες, μιας και οι εκεί επαρχίες τους συνέχιζαν να λειτουργούν με το αρματωλίτικο σύστημα που ίσχυε προεπαναστατικά και στην απελευθερωμένη πλέον Στερεά. Η μονη προϋπόθεση για τους καπετάνιους που ζητούσαν αρματωλίκι ήταν να προσκυνήσουν τον αγά στην υπηρεσία του οποίου επρόκειτο να τεθούν.

    Όπως και προεπαναστατικά, όμως, αυτή η εξουσία δεν ήταν σταθερή και ασφαλής: Πολλές φορές ο αγάς έπαιρνε από έναν καπετάνιο –Ρωμιό, Αρβανίτη, Τούρκο- το αρματωλήκι και το έδινε σε κάποιον άλλον –Ρωμιό, Αρβανίτη, Τούρκο-, ή άλλες φορές οι καπεταναίοι και οι ομάδες των ενόπλων που διοικούσαν έπρεπε να αναμετρηθούν μεταξύ τους, και να πάρει έτσι το αρματωλήκι αυτός που θα επικρατούσε.

    Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν η τύχη του πολεμιστή της επανάστασης Νίκου Μερεντίτη από τα Άγραφα. Μετά την παράδοση των όπλων αυτός, όντας στο σώμα του οπλαρχηγού Τσάτσου Μαγγίνα, θα πρέπει να πέρασε στο Τούρκικο. Όταν ο Μαγγίνας έχασε το Αρματωλήκι του, οι άντρες του έγιναν ληστές, περιφερόμενοι πότε από την μια και πότε από την άλλη πλευρά των συνόρων. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε από τα παρακάτω δημοσιεύματα:

    Το πρώτο αναγγέλλει μέτρα που φαίνεται να λαμβάνονται για την εξάλειψη της ληστείας από την οθωμανική πλευρά των συνόρων:

    «* Μας γράφουν από Λαμίαν, 20 Ιανουαρίου:

    Φαίνεται, ότι οι γείτονές μας έλαβον μέτρα κατά ληστών. Ο Σέμκης διωρίσθη Ντερβεναγάς με 1700 καθ’ όλην την οροθετικήν γραμμήν. Ο δε Νουρεντίναγας εξώσθη. Ο Σέμκης, άμα έφθασεν εις τα Οθωμανικά Άγραφα, ανέγνωσε δημοσίως τας οποίας έλαβε παρά του Εμίν Πασσά αυστηράς διαταγάς δια την εξάλειψιν της ληστείας. Έχει απόλυτον εξουσίαν να φονεύη, να παλουκώνη και να τζακίζη κόκκαλα των ληστών και κλεπταποδόχων. Κατά συνέπειαν των διαταγών τούτων, ο Σέμκης εκτύπησε, και ήδη, ως λέγουν, έχει αποκλεισμένον τον Μερεντήτην, κολτζήν του πρώην Τουρκοκαπετάνου Τζάτζου. Ειδοποίησε, λέγουν, και τους ληστάς Χοσάδαν και λοιπούς, ή να υποταχθούν εις αυτόν, ή να εύρουν τόπον να κρυφθούν.

    * Από άλλα γράμματα της Λαμίας μανθάνομεν, ότι ο Μερεντήτης, ζητών να καταφύγη εις το Ελληνικόν Κράτος, επροσβλήθη δυνατά από τον Σέμκην και τέλος διελύθη. Ο αυτός Σέμκης έδωσε τώρα την προσοχήν του εις τον Χοσάδα και τους συντρόφους του. Έστειλε προς τούτοις επτά Αλβανούς να φονεύσουν δολίως τον Καραγκούνη, αλλ’ απέτυχε.»[3]

    Το δεύτερο δημοσίευμα διαψεύδει τις παραπάνω ειδήσεις και επιβεβαιώνει τη ληστρική δράση του Νικόλαου Μερεντίτη:

    «Εκ Λαμίας την 3 Φεβρουαρίου 1836.

    Και πάλιν αναγκάζομαι να αναιρέσω τας ψευδείς φήμας, αι οποίαι εκοινοποιήθησαν δια του Σωτήρος από την Λαμίαν. Μήτ’ ο Νουρεντίναγας εξώσθη, μήτε ο Σέμκας εκτύπησετον Μερεντίτην, αλλ’ ούτε επροσκάλεσε τους ληστάς να τον προσκυνήσουν, ειδέ τουναντίον να κρυφθούν. […]

    Η κατάστασις της Επαρχίας μας είναι, Κύριε, οικτρά. […] Οι λησταί περιφερόμενοι εις τα χωρία της Επαρχίας ταύτης, λεηλατούσιν αυτά δια του πυρός, καίουσιν, αρπάζουσι, ρίνες και ώτα ανθρώπων τέμνουσι, καρατομούσι, και τα εξής. Τα τελευταία ληστρικά συμβαίνοντα είναι φρικώδη. Τα χωρία κατερημώνονται, οι ευκαταστατώτεροι χωρικοί συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι, ως εις τα χωρία Αμούρη, Γαρδίκι, και τινα άλλα.»[4]

    Πίσω στο «Ελληνικό», η κατάσταση κάθε άλλο παρά εξομαλύνθηκε μετά τον αφοπλισμό των καπεταναίων. Τα παράπονά τους για τον παραγκονισμό τους τόσο από την διοίκηση του Κράτους όσο και από το ίδιο το στράτευμα φούντωναν, ενώ παράλληλα εντεινόταν το αντιβαυαρικό πνεύμα, τόσο ανάμεσα στους παλιούς αγωνιστές όσο και σ’ όλο το λαό. Κάθε μέρα που πέρναγε γινόταν όλο και πιο καθαρό ότι για άλλα επαναστάτησαν οι Ρωμιοί και άλλα τους βρήκαν.

    Και έτσι ξέσπασε η Επανάσταση των Καπεταναίων το Φλεβάρη του 1836 στην Αιτωλοακαρνανία.

    «Η πρώτη σοβαρή εμφάνιση των καπετάνιων στο πολιτικό προσκήνιο υπήρξε η εξέγερση στη Στερεά, στις αρχές του 1836, που συγκλόνισε την περιοχή και έφερε στην επιφάνεια μερικά από τα βασικότερα προβλήματα της χώρας, φανερώνοντας συνάμα ορισμένες από τις σκοτεινές πλευρές της ληστείας. Ήταν ταυτόχρονα η πρώτη σοβαρή και επικίνδυνη για την εξουσία και τη νομιμότητα του κράτους πρόκληση, που άρχισε χωρις συγκεκριμένα σχέδια και σκοπούς. Από άποψη συμμετοχής η εξέγερση του 1836 αποτελεί παράδειγμα ασυντόνιστης και περιστασιακής συνενώσεως ή συμπορεύσεως διαφόρων στοιχείων, που κοινά χαρακτηριστικά τους ήταν το αίσθημα ανασφάλειας: η δυσαρέσκεια παραγόντων του Ρωσικού και του Γαλλικού κόμματος για την πολιτική της κυβερνήσεως του Armansperg, που φαινόταν να ευνοεί περισσότερο τα στελέχη του Αγγλικού κόμματος. Η πικρία και η αγανάκτηση των διαλυθέντων ατάκτων που αποτελούσαν μόνιμες εστίες αναταραχής και πρόσφορους μισθοφόρους για όποιον πρόσφερε λίγες δραχμές και υποσχέσεις για στρατιωτική υπηρεσία. Οι διωγμένοι καπετάνιοι από την Ήπειρο, Θεσσαλομαγνησία και τη Μακεδονία, που προστέθηκαν μαζί με τους άνδρες τους στις τάξεις των ενδεών και δυσαρεστημένων οπλοφόρων στις παραμεθόριες επαρχίες της χώρας. Η ανασφάλεια και αναταραχή των νομάδων κτηνοτρόφων που είχαν δει να τίθενται περιορισμοί και να παρεμβάλλονται προσκόμματα στον κύκλο των δραστηριοτήτων τους με τη μορφή συνόρων, καθώς και προστπαθειών εκ μέρους του κράτους να τους εντάξει στο φορολογικό σύστημα. Και τέλος οι ληστές που αισθάνονταν την ίδια ανασφάλεια και συμμερίζονταν τις ίδιες επιδιώξεις των ομάδων που αναφέρθηκαν.»[5]

    Οι στρατιωτικοί που εξεγέρθηκαν βέβαια, γνώριζαν πολύ καλά ότι χωρίς τη στήριξη του λαού, των κατοίκων των περιοχών εκείνων, το κίνημά τους ήταν καταδικασμένο. Γι’ αυτό και από τις πρώτες μέρες, σε κάθε χωριό που έμπαιναν καλούσαν τον κόσμο να ενωθεί μαζί τους και να ζητήσει αυτό για το οποίο αγωνίστηκε το ’21: Να είναι αφέντης του τόπου του. Ακολουθεί μια αναφορά από μια τέτοια είσοδο δυο από τους εξεγερμένους καπετάνιους σε κάποια επαρχία:

    «Οι δύω ούτοι οδηγοί της ανταρσίας, άμα εισήλθον εις την Επαρχίαν διέσπειραν εις διάφορα μέρη τας βδελυράς των προκηρύξεις, παροτρύνοντες τον λαόν, να λάβη τα όπλα και να ζητήση δι αυτών Εθνοσυνέλευσιν, σύνταξιν θεμελιωδών Νόμων και τα πολυθρύλλητα δικαιώματα των Στρατιωτικών.»[6]

    Η Βαυαρική εξουσία όμως φάνηκε ιδιαίτερα οξυδερκής για την κατάπνιξη αυτής της Επανάστασης. Αξιοποιώντας την πείρα από προηγούμενες εκστρατείες του τακτικού στρατού που μόλις είχε δημιουργήσει, με φραγκοεκπαιδευμένους αξιωματικούς επικεφαλής, όπως τον Gordon, εναντίον των παλιών καπεταναίων που είχαν βγει στο κλαρί (1834 κλπ), ο Καγκελάριος Άρμανσπεργκ αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να δράσει εντελώς διαφορετικά: Επιστράτευσε παλιούς αγωνιστές που πλέον έμεναν παραγκωνισμένοι στην Πρωτεύουσα και γκρίνιαζαν για την ένταξή τους στο Στρατό, όπως το Θεόδωρο Γρίβα, τον Κίτσο Τζαβέλλα και τον Γιάννη Μαμμούρη (έναν απ’ τους φονιάδες του Ανδρούτσου). Επί πλέον, τους έδωσε το ελεύθερο να δράσουν με όποιον τρόπο έβρισκαν αυτοί πρόσφορο κατά την εκστρατεία τους κατά των εξεγερμένων παλιών τους συμπολεμιστών: Να πολεμήσουν όπως αυτοί ήθελαν αλλά και να στρατολογήσουν όποιον αυτοί ήθελαν –ακόμα και καπετάνιους της αντίπαλης πλευράς.

    Η πολιτική κάλυψη για αυτές τις αλλαγές στρατοπέδων δόθηκε με το παρακάτω διάταγμα:

    «ΔΙΑΤΑΓΜΑ

    Περί διαφυλάξεως των αρκτικών ορίων του Κράτους.

    ΟΘΩΝ

    ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ

    ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.

    Δια να μην ανανεωθούν αι πολυειδείς προσβολαί των ληστρικών συμμοριών εις τα αρκτικά όρια, ηυξήσαμεν τα κατ’ εκείνα τα μέρη στρατεύματα, διατάξαντες και άλλα εις την κατάστασιν πρόσφορα μέτρα προς υπεράσπισιν των πιστών Ημών υπηκόων και της ιδιοκτησίας αυτών.

    Δια να καταστήσωμεν έντονα τα μέτρα ταύτα, αποφασίζομεν και διατάττομεν, μετα την γνωμοδότησιν του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, τα εξής:

    Άρθρ. 1.

    Των κατά τα αρκτικά μεθόρια στρατοπεδευμένων εθνοφυλάκων θέλει αυξυνθή αμέσως ο αριθμός.

    Άρθρ. 2.

    Επί τούτω τω σκοπώ θέλουν στρατολογηθή ανυπερθέτως 2000 στρατιώται δι’ εξόδων της Κυβερνήσεως.

    Άρθρ. 3.

    Την στρατολογίαν και την οδηγίαν αυτών αναθέτομεν εις τους Ημετέρους Συνταγματάρχας Κίτσον Τζαβέλλαν, Θεόδωρον Γρίβαν, Βάσσον Μαυροβουνιώτην, Ιωάννην Γούρα Μαμούρην και Τσόγγαν. Τον αριθμών των στρατιωτών εκάστου των παρ’ αυτών διοικουμένων σωμάτων θέλομεν προσδιορίσει δι’ ιδιαιτέρων διαταγών.

    Άρθρ. 4.

    Μόνον εκείνοι οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται είναι δεκτοί εις ταύτα τα σώματα, όσοι ηγωνίσθησαν τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα. Οι αξιωματικοί θέλουν εκλεχθή εν γένει μεταξύ των αξιωματικών της Φάλαγγος.

    Άρθρ. 5.

    Οι στρατιώται λαμβάνουσι μισθόν μίαν δραχμήν την ημέραν και 300 δράμια αλεύρου. Ο δε μισθός των υπαξιωματικών, και αι αποδοχαί των αξιωματικών είναι ως αι των ελαφρών ταγμάτων.

    […] Εν Αθήναις, την 16 (28) Φεβρουαρίου 1836.

    ΟΘΩΝ.

    Ο Κόμης ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ,

    Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας.

    Οι επί των Εσωτερικών και Στρατιωτικών Γραμματ. της Επικρατείας

    ΔΡ. ΜΑΝΣΟΛΑΣ, ΧΕΣΣ.»[7]

    Ο ληστής -όπως είδαμε προηγουμένως- Νικόλαος Μερεντίτης με τα 200 περίπου παλικάρια που είχε στις διαταγές του, ήταν ένας από τους καπεταναίους που δρούσαν στο Τούρκικο που προσεγγίστηκαν από τους αποστάτες της Αιτωλοακαρνανίας για να ενωθεί μαζί τους. Αντίστοιχα, όμως, τον προσέγγισε και η αντίθετη πλευρά, των νομιμοφρόνων Αξιωματικών:

    «Εξοχώτατε.

    Την 29 Φεβρουαρίου 1836.

    Αιγυπτοχώριον Υπάτης.

    Φθάνοντας εδώ επληροφορήθην από τους εγκατοίκους, ότι μερικοί ταραχοποιοί θέλοντες να κινήσουν τους πιστούς υπηκόους εις αποστασίαν και μην ημπορόντας να πάρουν εις αποστασίαν τους πιστούς υπηκόους του Βασιλέως μας, έβαλαν τους ληστάς και τους καίουν τα χωρία, τους λεϊλατούν, τους χαρατζόνουν, και όσα άλλα κακουργήματα ημπορούν τους κάμνουν, ώστε να ερημωθή η επαρχία. […]

    Και άμα έλαβα αυτάς τας ειδήσεις αναφέρθην εις τον αρχηγόν Γκάσμεν και εις την Νομαρχίαν, να με διατάξουν να συνάξω όσους έχουν ευχαρίστησιν να χύσουν το αίμα τους υπέρ του θρόνου, και να μου στείλουν και πολεμοφόδια,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1