Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το αιώνιο διαυγάζει το πρόσκαιρο: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου
Το αιώνιο διαυγάζει το πρόσκαιρο: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου
Το αιώνιο διαυγάζει το πρόσκαιρο: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου
Ebook443 pages4 hours

Το αιώνιο διαυγάζει το πρόσκαιρο: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου

Rating: 1 out of 5 stars

1/5

()

Read preview

About this ebook

Ο Χριστός ονομάζεται «Νέος», αλλά και «Έσχατος Αδάμ», ως η εσχάτη εκπλήρωση των πάντων. Στο Πρόσωπό Του η έννοια του χρόνου ανατρέπεται, όπως διαπιστώνουμε ήδη από το γεγονός ότι ο πρωτόπλαστος Αδάμ δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του Εσχάτου, δηλαδή ο Ύστερος είναι το πρότυπο του πρώτου. Ο αιώνιος Θεός εισήλθε στον χρόνο, για να τον μεταποιήσει σε αιωνιότητα. Ήλθε ο Άχρονος για να κάνει εμάς τους φθαρτούς και πρόσκαιρους, αθάνατους. Αυτά που μπορούμε να προσφέρουμε ως αχρείοι δούλοι στον Κύριο είναι κτιστά και πενιχρά. Στη μεγαλύτερη πράξη της ζωής μας, τη Λειτουργία, προσφέρουμε στον Θεό ένα κομμάτι ψωμί και λίγο κρασί, που όμως περιέχουν όλη την πίστη, όλον τον πόθο, όλη την αγάπη μας και όλη τη ζωή μας. Ο Θεός τα δέχεται ως θυσία ευπρόσδεκτη, τα γεμίζει με το Πνεύμα Του το Άγιο και μας αντιπροσφέρει Ουρανό, ζωή αιώνια και άπειρη. Σύμφωνα με τον τύπο της Λειτουργίας, Τού προσφέρουμε τον χρόνο της ζωής μας, και ως αντίδωρο ο Κύριος μας παρέχει την αιωνιότητα.
LanguageΕλληνικά
Release dateAug 6, 2020
ISBN9788835874607
Το αιώνιο διαυγάζει το πρόσκαιρο: Ψιχία ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου

Read more from Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου

Related to Το αιώνιο διαυγάζει το πρόσκαιρο

Related ebooks

Reviews for Το αιώνιο διαυγάζει το πρόσκαιρο

Rating: 1 out of 5 stars
1/5

2 ratings2 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

  • Rating: 1 out of 5 stars
    1/5
    . . . . . . . . . . . . . ... .
  • Rating: 1 out of 5 stars
    1/5
    Ο συγγραφέας φάνηκε να προσπαθεί να προβεί σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά η προσέγγισή του ήταν ασαφής και ανεπαρκής, αφήνοντας με αίσθηση μπερδέματος και απογοήτευσης.

    1 person found this helpful

Book preview

Το αιώνιο διαυγάζει το πρόσκαιρο - Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου

ΠΑΤΡΑΣΙ»

Εἰσαγωγικὸ Σημείωμα

Στὴν ἀρχαιότητα ὁ Θεὸς ἔθεσε τὸ Ὄνομά Του πάνω στὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος καὶ τὸν ἀνέδειξε θαυμαστὸ τόπο τῆς ὑπερφυσικῆς παρουσίας Του. Εὐδόκησε νὰ ἔχει ἐκεῖ τὴν ἐπισκοπή Του, οὕτως ὥστε ὁ λαός Του νὰ μπορεῖ νὰ ζεῖ καὶ νὰ πορεύεται στὴ φωτεινὴ παρουσία Του καὶ ὁ Κύριος νὰ βασιλεύει ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεκτούς Του.

Ἔτσι καὶ τώρα, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μὲ τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ, ἐγκαινίασε μιὰ νέα ἐποχή, στὴν ὁποία ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ σχέση μαζί Του μὲ ἕνα συγκεκριμένο καὶ ψηλαφητὸ τρόπο πλέον. Ἡ ἀπόκτησή της κατορθώνεται μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς Του, τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης.

Ὁ πιστὸς ἄνθρωπος καταρτίζεται ἀχειροποίητος ναὸς τῆς Θεότητας, καθὼς σημαδεύεται ἀπὸ τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου, φωτίζεται ἀπὸ τὸν λόγο Του καὶ ἀνταλλάσει τὴ ζωή του μὲ τὴν ἄναρχη ζωὴ τοῦ Θεοῦ στὴ Θεία Λειτουργία· γίνεται δοχεῖο τῆς χαρισματικῆς Παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ· βεβαιώνει μὲ πειθὼ κατὰ τὴ ζωή του τὸ μυστήριο τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· πραγματοποιεῖ τὸν ἔσχατο προορισμό του, σύμφωνα μὲ τὴν κατ’ ἐπανάληψη ἐπιτακτικὴ ὑπόμνηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς τοῦ Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α΄ Κορ. 3,16).

Συνεπῶς τὰ ζωτικὰ ἐρωτήματα καὶ οἱ προβληματισμοὶ ποὺ θέτει ὁ γέροντας Σωφρόνιος στὴν προσωπική του αὐτοβιογραφία: «Ποῦ πηγαίνουμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι;... Τί εἶναι ἐφικτὸ σὲ ἐμᾶς;... Ποῦ βρίσκεται τὸ τέλος μας; Τὸ νὰ ἀγνοεῖ κανεὶς ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀφόρητος ἐφιάλτης, ἀτελείωτο μαρτύριο», εὑρίσκουν τὴν τέλεια ἀπάντησή τους ὅταν ὁ πιστὸς καταστεῖ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καὶ ζεῖ ταυτόχρονα τὶς δύο πραγματικότητες, τὴν πρόσκαιρη καὶ τὴν αἰώνια. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Σιλουανός: «Ἡ ψυχὴ βαδίζει ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ἐργάζεται χειρωνακτικά, ἀλλὰ ὁ νοῦς παραμένει προσκολλημένος στὸν Θεὸ καὶ βλέποντάς Τον λησμονεῖ τὴ γῆ, γιατὶ ἡ θεία ἀγάπη τὴν ἐμπνέει νὰ ἀγαπᾶ τὸν Ἀγαπημένο» (Ἅγιος Σιλουανός, σ. 590). Τελειότερα μάλιστα ἐκφράζει τὴν ἐσχατολογικὴ αὐτὴ βιοτὴ στὸν τελευταῖο λόγο του: «Ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι σὰν νὰ παραφρόνησε· κάθεται σιωπᾶ, δὲν θέλει νὰ μιλᾶ· καὶ σὰν παράφρονη κοιτάζει τὸν κόσμο καὶ δὲν τὸν ἐπιθυμεῖ καὶ δὲν τὸν βλέπει. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ βλέπει τὸν ἀγαπημένο Κύριο καὶ ὁ κόσμος ἔμεινε, θαρρεῖς, πίσω καὶ ξεχάστηκε καὶ ἡ ψυχὴ δὲν θέλει νὰ τὸν προσέχει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὸν ἡ ἄφθαρτη γλυκύτητα» (Ἅγιος Σιλουανός, σ. 594).

Ὁ πιστὸς καταξιώνεται νὰ ζεῖ ἐπισκιασμένος μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ «ὑψωμένη» τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ ἄνω (Βλ. Λουκ. 21,28) νὰ ἀπεκδέχεται Σωτήρα ἐξ Οὐρανοῦ.

Σκέψεις γιὰ τὴν ἐσχατολογικὴ ζωὴ παρουσιάζονται στὸ βιβλίο αὐτὸ ὡς ἀνταύγειες τῆς φωτογόνου καὶ ἐμπνέουσας θεολογίας τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος στὸ σκότος καὶ τὴν ἀνία τοῦ προσκαίρου.

Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΣΤΟΝ ΕΣΧΑΤΟ ΑΔΑΜ

«Οὐκ ἔθετο ἡμᾶς ὁ Θεὸς εἰς ὀργήν, ἀλλ’ εἰς περιποίησιν σωτηρίας»¹

Τὸ ἀληθινὰ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου δόθηκε στὸν κόσμο ἀπὸ τὸν σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Πατρός, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ². Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μέγα θαῦμα ποὺ καταπλήσσει τὰ σύμπαντα, οὐρανὸ καὶ γῆ, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους. Στὸ Πρόσωπό Του βρίσκουμε τὸ μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων, Θείων καὶ ἀνθρωπίνων ³. Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του μᾶς ἀποκάλυψε τὴν τελειότητα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ δυνατότητα τῆς φύσεώς μας νὰ προσλάβει, κατὰ χάρη, τὸ πλήρωμα τῆς θεώσεως. Μὲ τὴν ἀπερίγραπτη κένωσή Του μᾶς ὑπέδειξε τὶς ὁδοὺς πρὸς τὴ Θεία αἰωνιότητα καὶ πλέον «δι’ Αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν... πρὸς τὸν Πατέρα» ⁴. Ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι «ὁ ἐπουράνιος καὶ ἔσχατος Ἀδάμ» ⁵ ποὺ μᾶς φανέρωσε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀνθρώπου, ὅπως ὑπῆρχε προαιωνίως στὸν δημιουργικὸ νοῦ τοῦ Θεοῦ ⁶. Μὲ τὴν πίστη σὲ Αὐτὸν ἀποκτοῦμε αὐθεντικὸ κριτήριο γιὰ νὰ διακρίνουμε τὶς πραγματικότητες τοῦ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ κόσμου.

Μὲ τὴ Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ τὰ Ἔσχατα εἶναι ἤδη παρόντα μέσα στὴν ἱστορία. Μετὰ τὴ Σταύρωση, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐπιδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἀληθινὸς χαρακτήρας τῆς Ἐσχατολογίας εἶναι ἡ θεώρηση τῶν πραγμάτων ὑπὸ τὸ φῶς τῆς χάριτος ποὺ διαυγάζει τὸν χρόνο τῆς ζωῆς αὐτῆς. «Ἡ αἰωνιότητα (πλέον) δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀφηρημένο ἢ κάτι ποὺ ὑπάρχει καθεαυτό, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς στὴν (ἐνεργητικὴ) ὕπαρξή Του»⁷. Αἰωνιότητα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Θεία ἐνέργεια ποὺ εἶναι κοινὴ καὶ στὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐσχατολογία εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Ἡμέρας τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀνέτειλε στὸν κόσμο μὲ τὸν ἐρχομό Του καὶ τὴν ὁποία βλέπουν οἱ Ἅγιοι ὅλων τῶν αἰώνων, ὅπως προφητικὰ τὴν εἶδε ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἐχάρη⁸. Ἐσχατολογία εἶναι ἡ αἰωνιότητα ποὺ ἐπισκιάζει τὸν χρόνο. Οὐσιαστικά, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ παράσταση στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία μὲ Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος». «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»⁹. Ὅπως βλέπουμε κατεξοχὴν στὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου, στὴν ὑπόσταση συνδέεται ὁ χρόνος μὲ τὴν αἰωνιότητα καὶ γεφυρώνεται τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο. Ἑπομένως στὴν πίστη μας τὰ Ἔσχατα ἐναποκρύβονται στὴν Ὑπόσταση. Εἶναι στὸ πρόσωπο τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου, καὶ γι’ αὐτὸ ὅταν καταφθάνουν σὲ ἐμᾶς φλέγεται ἡ καρδιὰ στὴν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματός Του.

Ἡ Θεία Ἀποκάλυψη μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν» Του, καὶ τὸν στεφάνωσε μὲ δόξα καὶ τιμή, θέτοντάς τον «ἐπὶ γῆς ἄρχοντα ὁρατῶν ἁπάντων καὶ ἀγγέλοις ὁμοδίαιτον»¹⁰. Στὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς ὁ Θεὸς προέβαλλε τὸν Ἑαυτό Του γιὰ μίμηση καὶ κοινωνία, καὶ ὁ πρωτόπλαστος εἶχε τὸ πνεῦμα του διαρκῶς στραμμένο πρὸς τὸ Ἀρχέτυπό του. Ὅταν ὅμως μέσα στὴν ἐλευθερία του ὁ Ἀδὰμ στράφηκε πρὸς τὴν ἁμαρτία, τότε ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Πλάστη του διαρρηγνύοντας τὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης μαζί Του¹¹. Δημιουργημένος ἀπὸ τὸ μηδέν, ὅταν κλείσθηκε ἐγωιστικὰ στὸν ἑαυτό του, χωρίσθηκε ἀπὸ τὴν πηγή του καὶ ἔγινε μηδαμινός.

Τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως ἐπέφερε θανάσιμα τραύματα στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ὑπέταξε στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο. Ὅταν ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἶδε τὴν ἀληθινὴ διάσταση τῆς τραγωδίας τοῦ πληγωμένου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπου, τὴν ἐξέφρασε ὡς ἐξῆς: «Ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα οὔτε μώλωψ οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα· οὐκ ἔστι μάλαγμα ἐπιθῆναι οὔτε ἔλαιον οὔτε καταδέσμους»¹².

Μὲ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων διακόπηκε ὁ Πρόσωπο μὲ πρόσωπο διάλογος τοῦ Θεοῦ μαζί τους καὶ μπῆκε ἡ αἰσχύνη στὴ ζωή τους: «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα»¹³. Γυμνώθηκαν ἀπὸ τὸν φωτεινὸ χιτώνα τῆς θείας πνοῆς καὶ «ἐκρύβησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ»¹⁴. Ἀπολιθώθηκε ἡ καρδιά τους καὶ σκοτίσθηκε ὁ νοῦς τους. Ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὴ ζωή τους καὶ τοὺς κατέστησε δούλους τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δοξασμένη θεωρία ποὺ εἶχαν προηγουμένως στὸν Παράδεισο ἀντικαταστάθηκε μὲ φοβερὴ καὶ ἀδυσώπητη βάσανο. Φέροντας μέσα τους τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς κτίσεως, ὄχι ὅμως ὡς φορεῖς καὶ οἰκονόμοι τοῦ πληρώματος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ μὲ ἀρνητικὸ τρόπο, ὡς τὸ μεγάλο καὶ παγκόσμιο τραῦμα ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν ἄβυσσο τῆς ἀπωλείας καὶ αὐτοὺς καὶ ὅλη τὴ δημιουργία. Ἔκτοτε, ἡ ἀπομάκρυνση καὶ ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ ἔφθασε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ὁμοιάσει μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη καὶ νὰ ὁμολογήσει στὴν πεπωρωμένη καρδιά του ὅτι «οὐκ ἔστι Θεός»¹⁵.

Ὄντας πλέον ἔκπτωτος τοῦ Παραδείσου ὁ Ἀδὰμ ὀδυρόταν πικρά, ἀλλὰ ἀδυνατοῦσε νὰ βρεῖ καὶ πάλι τὸν θαυμαστὸ τόπο τῆς Θείας παρουσίας, παρόλο ποὺ τὸν ἐκζητοῦσε «μετὰ δακρύων»¹⁶. Ἐξαιτίας του ἀκόμη καὶ ἡ ἄψυχη κτίση ὑποτάχθηκε στὴ «δουλεία τῆς φθορᾶς»¹⁷ καὶ ἄρχισε νὰ συστενάζει καὶ νὰ «ἀνατέλλει ἀκάνθας καὶ τριβόλους»¹⁸. Ὁ ἥλιος δὲν ἤθελε πιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς του. Ἡ σελήνη δὲν ἤθελε νὰ στείλει τὸ φέγγος της. Ὁ ἀέρας δὲν ἤθελε νὰ φυσήξει στοὺς βρόγχους τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἡ γῆ δὲν ἤθελε πιὰ νὰ φέρει τὸ βάρος του. Τόσο ἐπαχθὴς ἦταν ὁ βίος του λόγῳ τοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸν Θεό.

Ζώντας πλέον κατὰ σάρκα, ὁ Ἀδὰμ ἀδυνατοῦσε νὰ συνδεθεῖ καὶ πάλι μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὅμως τῆς ἀγάπης, ποὺ ἔχει ἀπερίγραπτο ἔλεος καὶ πλῆθος οἰκτιρμῶν, δὲν ἀποστράφηκε τὸ πλάσμα Του εἰς τέλος. Ἄκουσε τῆς κραυγῆς τοῦ Ἀδὰμ καὶ ὅλης τῆς γῆς, καὶ ἦλθε ὁ Ἴδιος γιὰ νὰ μᾶς δώσει «ὑπογραμμόν», ὥστε νὰ ἀκολουθήσουμε «τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ»¹⁹ καὶ νὰ ξαναενωθοῦμε μαζί Του. Ὁ Χριστός, ὡς ὁ «ἔσχατος Ἀδάμ»²⁰, ἔκλινε οὐρανούς, κατέβηκε στὴ γῆ, καὶ μὲ τὴ φρικτὴ οἰκονομία τῶν Παθημάτων, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεώς Του γέμισε τὰ σύμπαντα μὲ τὴ θεουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματός Του. Μᾶς παρέδωσε προστάγματα σωτηρίας, τὶς Ἅγιες ἐντολές Του, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιό Του ποὺ εἶναι σφραγισμένο μὲ τὸ τίμιο Αἷμα Του. Ὑπομένοντας τὴν αἰσχύνη τοῦ Σταυροῦ ἐξάλειψε τὴ δική μας αἰσχύνη, καὶ ζωοποίησε τὴ νεκρωμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύση μας²¹. Ἔπειτα ἀπὸ τὴ θεοποιὸ κένωσή Του, διέρρηξε τὸ «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ»²² καὶ ἔγινε ἔτσι ὁ Γενάρχης ἑνὸς νέου γένους, μιᾶς «καινῆς κτίσεως»²³, ποὺ εἶναι ἡ ἀπερίγραπτη γενεὰ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτοὶ εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ δέχθηκαν τὴν κλήση Του καὶ βίωσαν τὴ διάβαση ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό, ἀπὸ τὸν «πρῶτο» στὸν «Ἔσχατο» Ἀδάμ.

Γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς κατὰ σάρκα ἀπογόνους τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἡ ζωὴ πάνω στὴ γῆ ἔχει πλέον ἕνα μόνο σκοπό: Πῶς νὰ ἀποκτήσουμε καὶ πάλι τὴ ζωοποιὸ κοινωνία μὲ τὸν Ἠγαπημένο Πλαστουργό μας, καὶ ἔτσι νὰ ἐνταχθοῦμε καὶ ἐμεῖς σὲ αὐτὴν τὴ θαυμαστὴ γενεὰ τῶν ἀπογόνων τοῦ «Ἐσχάτου Ἀδάμ», τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ γίνεται δυνατὴ μὲ τὴ χάρη τῆς μετανοίας, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν ἐξομοίωσή μας μὲ τὸν Χριστό²⁴.

Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα, μὲ τὸ ὁποῖο πραγματώνεται τὸ Θεῖο θαῦμα τῆς ἀποκαταστάσεώς μας μετὰ τὴν πτώση²⁵. Ἡ μετάνοια συνιστᾶ τὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν»²⁶. Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ τὴ συνέχιση τοῦ μεγάλου διαλόγου ποὺ ἄρχισε στὸν Παράδεισο μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου²⁷. Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ τὴν ἴδια ἐντολή, «μετανοεῖτε»²⁸. Ὅπως στὴν ἀρχὴ τὸ πλαστουργὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ὑπόσταση στὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ τώρα ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ προσφέρει πάλι «ἄγκυραν... ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν»²⁹, γιὰ ἀποκατάσταση στὴ σωτήρια χάρη τοῦ Δημιουργοῦ. Μὲ τὴ χάρη τῆς μετανοίας καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα ὁ ἄνθρωπος «ἐπαναλαμβάνει» κατὰ κάποιον τρόπο τὴν «ὁδὸν τοῦ Κυρίου»³⁰, καὶ ἡ ὁδὸς αὐτὴ προσφέρεται μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἀρχὴ τῆς προσωπικῆς μας μετανοίας γίνεται μὲ μιὰ πρώτη δόση χάριτος ποὺ μᾶς δίνει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸν λόγο Του καὶ νὰ ἀγαπήσουμε τὶς ὑποσχέσεις Του. Ἡ πίστη μας τότε ἀρχίζει νὰ ἐνεργεῖται ἀπὸ ἀγάπη καὶ βρίσκει τὴν καρδιά μας, ποὺ ξυπνᾶ ἀπὸ τὸν πολυχρόνιο λήθαργό της καὶ γεμίζει ἀπὸ τὴ ζωντανὴ αἴσθηση τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ³¹. Ἡ πίστη αὐτὴ γίνεται τὸ φῶς τῆς ζωῆς καὶ μᾶς «σοφίζει» μὲ ταπεινοὺς λογισμοὺς ποὺ ἀναζωπυρώνουν τὸν πόθο τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Κύριο. Ἀρχίζουμε νὰ βλέπουμε πιὸ καθαρὰ τί εἶναι ἀρεστὸ στὸν ἠγαπημένο αὐτὸν Θεό, ποὺ μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ τίμιο Αἷμα Του. Ταυτόχρονα ὅμως βλέπουμε καὶ ὅλα τὰ κρύφια καὶ δόλια τῆς καρδιᾶς μας ποὺ δὲν Τὸν ἀναπαύουν, ἀλλὰ Τὸν λυποῦν.

Ἀρχικά, ἡ μετάνοια ἐκδηλώνεται μὲ τὸν ἀρνητικὸ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόθεση τῆς φθορᾶς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου³² καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὴ θετικὴ πρόσληψη τῆς σωτήριας χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀναγεννᾶ καὶ αὐξάνει τὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ γίνει ἱκανὸς γιὰ τὴ «μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί»³³. Ὁ μικρὸς σταυρός, ποὺ σηκώνουμε χάριν τῆς ἐντολῆς τῆς μετανοίας, γίνεται τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν αἰώνια καὶ μεγάλη κληρονομιὰ ποὺ κατέκτησε γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ γιὰ τὴν ἁμαρτία του ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια ἑνὸς παγκόσμιου πνευματικοῦ γεγονότος καὶ γίνεται ἀληθινός. Ἀληθεύοντας ἔτσι μὲ τὸν ταπεινὸ αὐτὸν τρόπο ἑλκύει στὸν ἑαυτό του τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ποὺ ἀναμοχλεύει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ τὸν τοποθετεῖ ἀνάμεσα στὸν «ᾅδη» τῆς αὐτογνωσίας καὶ τὴν ἄβυσσο τῆς θεογνωσίας. Μὲ τὴν προφητικὴ αὐτομεμψία ποὺ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας, «ἀλήθεια ἀνατέλλει» ἀπὸ τὴ γῆ τῆς καρδιᾶς, καὶ τότε «δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διακύπτει»³⁴. Αὐτὴ ἡ οὐράνια δικαιοσύνη εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δικαιώνει καὶ ἁγιάζει τὸν πιστό. Τότε εἶναι ποὺ ἐκπληρώνεται ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. Ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας»³⁵.

Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν δὲν ἔχει δικαιοσύνη, ἔχει δωρεὰ καὶ χάρη. Ἡ δικαιοσύνη Του εἶναι ὁ πόθος Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου³⁶, αὐτὸς ὁ πόθος ποὺ βίασε τὰ ἀβίαστα σπλάγχνα Του καὶ Τὸν ἀνέβασε στὸν Σταυρό, φανερώνοντας στὸν κόσμο τὴν κραταιὰ ἀγάπη Του, μιὰ ἀγάπη ποὺ σκεπάζει ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν»³⁷.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι κρεμασμένος πάνω σὲ ἕναν νοητὸ σταυρό, τὸν σταυρὸ τῆς διαθήκης ποὺ ἔχει συνάψει μὲ τὸν Θεό, νὰ ἀνήκει σὲ Αὐτόν, εἴτε διὰ ζωῆς, εἴτε διὰ θανάτου³⁸. Ὅσο πιὸ τέλεια καὶ ἄμεμπτα διέλθει μέσα ἀπὸ τὴν κένωση τῆς προσωπικῆς του μετανοίας, τόσο πιὸ πλούσια θὰ εἶναι καὶ ἡ αἰώνια σωτηρία του. Δηλαδή, ὅσο πιὸ πολὺ μιμεῖται τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τόσο πιὸ τέλεια θὰ εἶναι καὶ ἡ θέωσή του, ἐφόσον, στὴν ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ «τὸ πλήρωμα τῆς κενώσεως προηγεῖται τοῦ πληρώματος τῆς τελειότητος»³⁹.

Μὲ ποιόν τρόπο ὅμως ἡ μετάνοια μᾶς εἰσάγει στὰ ἔσχατα καὶ ἀναδεικνύεται τελικὰ παγκόσμια ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της;

Ἡ μετάνοια συνδέεται μὲ τὶς δύο μεγάλες ἐντολές, τὴν πρώτη καὶ μεγάλη: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου», καὶ τὴ δεύτερη, ἐξ ἴσου μεγάλη μὲ τὴν πρώτη, «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»⁴⁰. Κατὰ τὸ μέτρο τῆς χάριτος ποὺ δέχεται ὁ κάθε πιστός, οἱ δύο ἐντολὲς ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα σὲ δύο μεγαλειώδεις πνευματικὲς βαθμίδες. Τὸ ὄνομα τῆς μίας εἶναι «ἅδης μετανοίας» καὶ τῆς ἄλλης «ἅδης ἀγάπης»⁴¹.

Ὑποβάλλοντας ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του στὴν κρίση τῆς πρώτης ἐντολῆς βλέπει ὅτι δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ μέτρα της καὶ πείθεται γιὰ τὴν πνευματική του κατάπτωση. Ταυτόχρονα ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῶν κοσμικῶν διαστάσεων τῆς πτώσεως, πρῶτα τῆς δικῆς του καὶ ἔπειτα ἐκείνης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μὲ παρατεταμένα δάκρυα. Τὰ παθήματα αὐτῆς τῆς ὁδοῦ εἶναι τόσο βαθιά, ὀδυνηρὰ καὶ ἀκραῖα, ὥστε ὁ γέροντας Σωφρόνιος τὰ ὀνομάζει «ἅδη μετανοίας»⁴². Ἡ θέα τῆς ἄμετρης ταπεινώσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά, καὶ ἡ συναίσθηση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἑωσφορικοῦ σκότους ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοια κατάσταση, ποὺ ὅλη ἡ ὕπαρξή του συνθλίβεται ἀπὸ τὴν ἀκράτητη ὀδυνηρὴ ὁρμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο Θεό⁴³. Ὁ νοῦς ἀσχημάτιστα καὶ ἀόρατα βυθίζεται στὴ βαθειὰ καρδιά, ποὺ δὲν εἶναι πλέον σάρκα, ἀλλὰ «τόπος» ἀποκαλύψεως Θεοῦ⁴⁴. Ἡ καθαρὰ προσευχὴ συνάγει σὲ ἕνα πνευματικὸ κέντρο τὸν ὅλον ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα του. Μὲ τὴ χάρη ποὺ τὸν διαπνέει κατέχει ὅλη τὴ φύση του. Ὅταν τὸ πνεῦμα του γίνει ὅλο προσευχή, ἀξιώνεται νὰ αἰσθανθεῖ καθαρὰ τὴν πνοὴ τῆς Θείας αἰωνιότητας καὶ ὁ προσευχόμενος βλέπει τὸν ἑαυτό του στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Καλλιεργώντας τὴν καρδιὰ μὲ τὸ ἄροτρο τῆς μετανοίας καὶ ἀρδεύοντάς την ἀκατάπαυστα μὲ τὸ ζῶν ὕδωρ τῆς χάριτος, ἔρχεται καιρός, ὁπότε «ἡμέρα διαυγάζει καὶ φωσφόρος ἀνατέλλει ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ»⁴⁵. Ἡ ψυχὴ γίνεται διαφανὴς στὸν Θεό, καί, μολονότι ἔχει ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ κτιστά, βλέπει στὸν Θεὸ ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας διανοίγει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν πλαταίνει ἀτελεύτητα, γιὰ νὰ περιπτυχθεῖ τὸν Οὐρανὸ καὶ τὴ Γῆ. Τότε εἶναι ποὺ ἀναγεννᾶται ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος καί, σύμφωνα μὲ τὸν προφητικὸ λόγο, «ἐξέρχεται ἐπὶ τὸ ἀληθινὸν ἔργον αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν ἀληθινὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ»⁴⁶. Τότε ὁ παρὼν χρόνος λαμβάνει τέλος⁴⁷, ἀφοῦ φθάνουν στὸν ἄνθρωπο «τὰ τέλη τῶν αἰώνων»⁴⁸, γεγονὸς ποὺ σαλεύει τὰ θεμέλια τῆς γῆς καὶ ἀναγγέλει στὴν οἰκουμένη μιὰ νέα καὶ ἀμετάθετη ἀξία: «Ἄνθρωπος ἐγεννήθη εἰς τὸν κόσμον»⁴⁹. Καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ «χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ»⁵⁰ στοὺς οὐρανούς⁵¹.

Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς δεύτερης ἐντολῆς ὁ ἄνθρωπος ἀναλαμβάνει τὸν πλέον ἐπώδυνο ἀγώνα. Τὰ παθήματα ποὺ ὑπομένει γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ὁ γέροντας Σωφρόνιος τὰ ὀνομάζει «ἅδη ἀγάπης»⁵². Ἔτσι ὑπογραμμίζει τὶς ὑπέρμετρες διαστάσεις στὶς ὁποῖες κινεῖται καὶ φέρεται τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς μεσιτείας γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»⁵³ καὶ ἑπομένως δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια. Ἀλλά, ἐπειδὴ πῆρε ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου⁵⁴, κατέβηκε στὸν ἅδη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον καὶ μάλιστα μέχρι τὸ ἔσχατο βάθος, δηλαδὴ μέχρι τὶς ὁριακὲς διαστάσεις τῆς δεύτερης ἐντολῆς⁵⁵.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ, ζεῖ κατ’ ἀρχὴν τὸ δράμα τῆς δικῆς του πτώσεως καὶ τοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὕστερα, μὲ φυσιολογικὸ τρόπο, ἐνισχυμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπεκτείνεται μὲ ἀδαμιαία συνείδηση νὰ ζήσει τὴν τραγωδία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἱκετεύσει γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πάντων. Ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα γίνεται τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς καὶ τῆς προσευχῆς του. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ πραγματοποιεῖται κατὰ μίμηση τῆς ὑποστατικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ποὺ προσέφερε γιὰ τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Εἶναι συμμετοχὴ στὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σηκώνει ἐπάνω Του τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου⁵⁶.

Ἡ παγκόσμια μετάνοια εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι ἀποτέλεσμα δικῶν μας προσπαθειῶν. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μεσιτεύει μὲ τὴν προσευχή του γιὰ ὅλον τὸν κόσμο φθάνει πολλὲς φορὲς ἀκόμη καὶ τὰ ὅρια τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὅμως γνωρίζει καὶ τὸ «περισσὸν» τῆς Θείας ζωῆς· καθηλώνεται σὲ ἕναν ἀόρατο σταυρό, ταυτόχρονα ὅμως λαμβάνει καὶ τὴν πείρα τῆς ἀναστάσεως· ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ κατερχόμενο στὸν ἅδη τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του καὶ συνάμα γίνεται μέτοχος τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν θάνατο⁵⁷.

Ὅποιος ἔχει γευθεῖ Πνεῦμα Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὴ συνάντηση μὲ τὸν ὠκεανὸ τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας, ἐφόσον ἀποκτᾶ τὸ «φρόνημα»⁵⁸ τοῦ Κυρίου καὶ ἀκολουθεῖ τὸ «ὑπόδειγμά» Του⁵⁹. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς προσευχόταν ἀτελείωτα «εὐχῇ μεγάλῃ»⁶⁰ καὶ «μετὰ μεγάλων δακρύων»⁶¹ ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου. Στὴν προσευχὴ αὐτὴ λησμονοῦσε τὸν ἑαυτό του καὶ ἤθελε νὰ πάσχει γιὰ τὸν λαὸ ἀπὸ εὐσπλαγχνία, σὲ σημεῖο ποὺ ποθοῦσε νὰ χύνει γι’ αὐτὸν τὸ αἷμα του. Ὅπως ἔλεγε, «νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σημαίνει νὰ χύνεις αἷμα»⁶². Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου, φαίνεται ὅτι ἡ προσευχὴ ὑπὲρ τοῦ κόσμου εἶναι ὑπεράνθρωπο ἔργο. Ὡστόσο, ὁ Θεὸς ποὺ ἐνεργεῖ αὐτὴν τὴν προσευχὴ δὲν ἀφήνει τοὺς ὁσίους Του νὰ δοῦν διαφθορά⁶³, ἀλλὰ ἐνισχύει τὴ φύση τους μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ τοὺς περικρατεῖ καὶ τοὺς ἐμπνέει. Ἔχοντας ἐνδυθεῖ μὲ «δύναμιν ἐξ ὕψους»⁶⁴, οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων βαστάζουν μέσα τους ὑπερφυσικὴ εὐσπλαγχνία καὶ φλέγονται ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων⁶⁵.

Ὁ Παντοκράτωρ Ἰησοῦς δὲν μᾶς ἔσωσε μὲ τὴν παντοδυναμία Του, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπεινή Του ἀγάπη, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ ἐμᾶς τρωτὸς μέχρι θανάτου. Αὐτός, ὁ Ἀναμάρτητος πῆρε ἐπάνω Του τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, σὰν νὰ ἦταν ὁ Ἴδιος ἔνοχος γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη τραγωδία⁶⁶. Παρέδωσε τὸν Ἑαυτό Του σὲ ἑκούσιο πάθος γιατὶ ἦταν ἤδη αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς «ποταπῆς»⁶⁷ ἀγάπης Του, ποὺ εἶναι «κραταιότερη θανάτου»⁶⁸. Μόνον τότε εἰσῆλθε στὴν «κατάπαυσίν» Του, ὅταν πλέον ὁ «ζῆλος τοῦ οἴκου Του»⁶⁹ Τὸν κατέφαγε, «οὗ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς»⁷⁰. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Χριστὸς μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου «γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα»⁷¹. Μάλιστα, ὅταν ἡ ἐπίγεια ζωή Του ἔφθασε στὸ τέλος της, τίποτε ἄλλο δὲν ἦταν τόσο κατάδηλο στὴν ἄσπιλη σάρκα Του, ὅσο ἡ κατάρα ποὺ πῆρε ἐπάνω Του, τόσο ὥστε ἡ κατάρα αὐτὴ νὰ γίνει τὸ αἰώνιο σημεῖο Του, τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. «Ἐσταυρώθη ἐξ ἀσθενείας ἀλλὰ ζῇ ἐκ δυνάμεως Θεοῦ»⁷².

Ἡ ψυχὴ τοῦ Κυρίου ἦταν «περίλυπος ἕως θανάτου»⁷³ γιὰ τὴν ἀμετανοησία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τοὺς λόγους τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς Του: «Πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω»⁷⁴. Μὲ παρόμοιο τρόπο καὶ οἱ Ἅγιοι, ποὺ εἶναι κοινωνοὶ τῆς καταστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν ἴδια λύπη, «ἐπειδὴ δὲν σώζονται ὅλοι»⁷⁵. Ἐνῶ μὲ τὴν προσωπική τους μετάνοια ἀπολαμβάνουν τὴν «ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»⁷⁶, ἐντούτοις αἰχμαλωτίζουν τὸν ἑαυτό τους «εἰς τὴν ὑπακοὴν (τῆς ἀγάπης) τοῦ Χριστοῦ»⁷⁷ καὶ ἀναλαμβάνουν παγκόσμια μετάνοια γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ στὴν ἄκρα κένωσή Του μέχρι ἀκόμη καὶ τὸν ἅδη, «αἴροντες» καὶ αὐτοὶ «τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»⁷⁸. Αὐτὴ ἡ ἑκούσια θλίψη «κατεργάζεται» μέσα τους «καθ’ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης»⁷⁹, γιατὶ ὅσο περισσότερο πλησιάζουν τὸν Χριστὸ στὴν ταπεινὴ κατάβασή Του, τόσο περισσότερο Τὸν προσεγγίζουν στὴν ἔνδοξη ἀνάβασή Του καὶ γνωρίζουν τὴ δύναμη τῆς ἀναστάσεώς Του⁸⁰. Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀγκαλιάζουν προσευχόμενοι ὅλα τὰ πλάτη τοῦ χώρου καὶ τῶν αἰώνων. Γίνονται μέτοχοι τῆς παγκοσμιότητας τοῦ νέου Ἀδὰμ καὶ πρεσβεύουν γιὰ ὅλο τὸ γένος τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ.

Ὁ Θεὸς εἶναι ὄντως «πῦρ καταναλίσκον»⁸¹, γιατὶ ἡ ζωή Του χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκραία ἔνταση ἀγάπης· ποτὲ δὲν ἐλαττώνεται στὴν πλήρη αὐταπάρνησή της⁸². Ἐξ ἀντιθέτου, ἡ πεπτωκυΐα ἀνθρώπινη φύση εἶναι φίλαυτη καὶ ἀποστρέφεται τὸν πόνο, γι’ αὐτὸ καὶ κάθε προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ συνδέεται μὲ ὀδυνηρὴ ἔνταση μετανοίας⁸³. Στὴ σταυρικὴ ὁδὸ τῶν Θείων ἐντολῶν ὁ πιστὸς δέχεται ἕνα σπάνιο προνόμιο· συνδυάζει στὴ ζωή του τὶς ἀκραῖες καταστάσεις τῶν παθημάτων τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ τῆς νίκης «ἐν τῷ Χριστῷ» γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα⁸⁴. Ἔχοντας γίνει ὁ «ἔσχατος» στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεώς του, ἑνώνεται μὲ τὸν «Πρῶτο», τὸν «Βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριο τῶν κυριευόντων»⁸⁵, τὸν Ζωοδότη Ἰησοῦ. Ἔχοντας γίνει «νεκρὸς» γιὰ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου⁸⁶, δέχεται τὴν πείρα τῆς αἰωνιότητας.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατορθώσει μὲ τὸ ἔργο τῆς προσωπικῆς του μετανοίας νὰ εὐαρεστήσει τὸν Θεό, τότε ἀναγεννᾶται ἀπὸ τὴ χάρη Του στὸ ἐπίπεδο τῆς αἰωνιότητας. Ἐγκαταλείποντας, πάντα «τὰ ὑπάρχοντα ἑαυτοῦ»⁸⁷, δέχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ δωρεὰ τῆς αἰώνιας πνευματικῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα· γίνεται κάτοχος ἀσύγκριτα μεγάλων θησαυρῶν, ἀληθινῶν καὶ ἄφθαρτων, «ὡς μηδὲν ἔχων καὶ τὰ πάντα κατέχων»⁸⁸. Δίνοντας ὅλο τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς στὸν Χριστό, ξεπερνᾶ τὰ φτωχὰ μέτρα τῆς φθαρτῆς φύσεώς του καὶ γίνεται πλέον «διδακτὸς Θεοῦ»⁸⁹. Ἐγκαταλείποντας τοὺς «θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου», δηλαδὴ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καὶ βαστάζοντας τὸν ὀνειδισμὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ «μωρία» τῆς μετανοίας⁹⁰, ἀξιώνεται νὰ λάβει «μείζονα πλοῦτον»⁹¹. Θραύει τὰ δεσμὰ τοῦ ἀτόμου καὶ ἀνοίγεται νὰ δεχθεῖ νέο ὀντολογικὸ περιεχόμενο. Ὄντας ὁ ἴδιος κατὰ σάρκα ἀπόγονος τοῦ πρώτου Ἀδάμ, προσλαμβάνει κατὰ χάριν τὴν κατάσταση τοῦ Ἔσχατου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, «ἀναλαμβάνοντας ἐν ἑαυτῷ καὶ τὴν ‘ἐσχάτην εὐθύνην’, τὴν ὁποίαν ἀναμένει ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ὁ Θεός». Διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν τῷ Χριστῷ ζεῖ τὴν παγκόσμια τραγωδία, ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ ὣς τὰ τέλη τῶν αἰώνων. Ὅπως ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὰ βάθη τοῦ ἅδη ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ μιμηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὁμοιάσει μὲ Αὐτὸν βιώνει τὸν «ἅδη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον», προσφέροντας τὴ μετάνοιά του ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλο τὸ γένος τῶν ὁμοιοπαθῶν συνανθρώπων του, γιὰ τοὺς ὁποίους διψᾶ τὴ σωτηρία.

Ἡ δίψα αὐτὴ ἀποτυπώνεται μὲ προφητικὸ πνεῦμα στὸν «Ἀδαμιαῖο θρῆνο» τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ:

Ὁ Ἀδὰμ ἔχασε τὸν ἐπίγειο παράδεισο καὶ τὸν ἀναζητοῦσε μὲ θρήνους: ‘Παράδεισέ μου, παράδεισε, θαυμαστέ μου παράδεισε’. Καὶ ὁ Κύριος ἐπάνω στὸ σταυρὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του τοῦ χάρισε ἄλλον Παράδεισο, καλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχασε, στοὺς οὐρανούς, ὅπου εἶναι τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος.

‘Τί νὰ ἀνταποδώσουμε στὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀγάπη Του πρὸς ἐμᾶς’;⁹².


1 Α΄ Θεσ. 5,9.

2 Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 72016, σ. 291.

3 Βλ. ὅ.π., σσ. 253 καὶ 209–210.

4 Ἐφ. 2,18.

5 Βλ. Α΄ Κορ. 15,45 καὶ 47.

6 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 253.

7 Ἀρχιμαδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 162015, σ. 181.

8 Ἰωάν. 8,56.

9 Ἰωάν. 17,3.

10 Βλ. Πρῶτο στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Τυρινῆς.

11 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σσ. 176–177.

12 Ἡσ. 1,6.

13 Γέν. 3,7.

14 Βλ. Γέν. 3,8.

15 Ψαλμ. 13,1· βλ. Ψαλμ. 48,21.

16 Πρβλ. Ἑβρ. 12,17.

17 Πρβλ. Ρωμ. 8,21.

18 Πρβλ. Γέν. 3,18.

19 Βλ. A΄ Πέτρ. 2,21.

20 Βλ. Α΄ Κορ. 15,45.

21 Βλ. Ἑβρ. 12,2.

22 Βλ. Ἐφ. 2,14.

23 Βλ. Β΄ Κορ. 5,17 καὶ Γαλ. 6,15.

24 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 64.

25 Βλ. ὅ.π., σ. 46.

26 Ματθ. 4,17.

27 Βλ. Γέν. 3,8 κ.ἑ.

28 Ματθ. 4,17 καὶ Μάρκ. 1,15. Πρβλ. Λουκ. 24,47.

29 Ἑβρ. 6,19.

30 Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Περὶ Προσευχῆς, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 32009, σσ. 31–32.

31 Πρβλ. Γαλ. 5,6.

32 Βλ. Ἐφ. 4,22.

33 Κολ. 1,12.

34 Πρβλ. Ψαλμ. 84,12.

35 Α΄ Ἰωάν. 1,8–9.

36 Πρβλ. Ἰωάν. 17,25.

37 Λουκ. 23,34.

38 Βλ. Ρωμ. 14,8.

39 Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 82.

40 Βλ. Μάρκ. 12,30–31.

41 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 55.

42 Ὅ.π., σσ. 55–56 καὶ 241.

43 Βλ. ὅ.π., σ. 240.

44 Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 55–56.

45 Πρβλ. Β΄ Πέτρ. 1,19.

46 Βλ. Ψαλμ. 103,23.

47 Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 139.

48 Βλ. Α΄ Κορ. 10,11.

49 Ἰωάν. 16,21. Ἐπίσης βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 292.

50 Λουκ. 15,10.

51 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 311.

52 Ὅ.π., σσ. 241 καὶ 376.

53 Α΄ Πέτρ. 2,22.

54 Βλ. Ἰωάν. 1,29.

55 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστιν, σσ. 55–56.

56 Ὅ.π., σ. 374.

57 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 358.

58 Βλ. Φιλιπ. 2,5.

59 Βλ. Ἰωάν. 13,15. Ἐπίσης βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 363.

60 Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 76.

61 Βλ. ὅ.π., σ. 463.

62 Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 76.

63 Πρβλ. Ψαλμ. 15,10.

64 Βλ. Λουκ. 24,49.

65 Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 444–445, 475.

66 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 374.

67 Α΄ Ἰωάν. 3,1.

68 Πρβλ. ᾎσμα, 8,6.

69 Βλ. Ἰωάν. 2,17.

70 Ἑβρ. 3,6.

71 Γαλ. 3,13.

72 Β΄ Κορ. 13,4.

73 Βλ. Ματθ. 26,38.

74 Ἰωάν. 17,25.

75 Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 488.

76 Ρωμ. 8,21.

77 Β΄ Κορ. 10,5.

78 Πρβλ. Ἰωάν. 1,29.

79 Βλ. Β΄ Κορ. 4,17.

80 Βλ. Β΄ Κορ. 1,7 καὶ Φιλιπ. 3,10.

81 Ἑβρ. 12,29.

82 Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 203.

83 Βλ. ὅ.π., σ. 91.

84 Βλ. ὅ.π., σ. 383.

85 Βλ. Α΄ Τιμ. 6,15.

86 Πρβλ. Γαλ. 5,24.

87 Πρβλ. Λουκ. 14,33.

88 Πρβλ. Β΄ Κορ. 6,10. Ἐπίσης βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 298.

89 Βλ. Ἰωάν. 6,45.

90 Βλ. Α΄ Κορ. 3,18 καὶ Ἑβρ. 13,13.

91 Πρβλ. Ἑβρ. 11,26.

92 Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 541.

ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ

«Ἐγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος,

ὁ Ὢν καὶ ὁ Ἦν καὶ ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ»¹

Στὸν κόσμο οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν Χριστὸ παραλύουν ἀπὸ ἀμηχανία ἐνώπιον τῶν σημείων τοῦ «τέλους». Εἶναι γεγονὸς ὅτι σὲ καμιὰ ἄλλη θρησκεία δὲν ὑπάρχει λεπτομερὴς διδασκαλία γιὰ τὰ ἔσχατα, γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, διότι στὴν οὐσία τους εἶναι φιλοσοφίες. Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως εἶναι ἀποκάλυψη ἄνωθεν, εἶναι ἐμπειρικὸ γεγονός, καὶ ὁ Θεός μας ἔλαβε σάρκα. Τὸν ψηλαφίσαμε καὶ συνεχῶς ἐρχόμαστε σὲ ἐπαφὴ μαζί Του μέσα ἀπὸ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του, τὸν λόγο Του, τὴν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματός Του.

Ὁ Κύριος ὁ Ἴδιος ὑπέδειξε τὰ φοβερὰ σημεῖα ποὺ μέλλουν νὰ προηγηθοῦν τῆς Παρουσίας Του. Ὡστόσο, πρόσθεσε τοὺς λόγους: «Ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν»². Τὶς καταστροφὲς καὶ τὴ γενικὴ ἀποψυχὴ θὰ ἀκολουθήσει ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἠγαπημένου Κυρίου ποὺ θὰ φέρει ὅλη τὴ χάρη Του, θὰ φέρει ζωὴ αἰώνια, τὴ ζωὴ ποὺ προσδοκοῦμε ἡ ὁποία «κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ»³, θὰ ἀπονείμει χαρὰ «ἣν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ἡμῶν»⁴. Βλέποντας τὸ τέλος νὰ ἐγγίζει, εἴτε τὸ γενικό, εἴτε τὸ προσωπικό, στρέφουμε τὸ νοητὸ βλέμμα πρὸς τὸν Θεὸ λέγοντας: «‘Τίς ἱκανὸς πρὸς τοῦτο’⁵; Σὺ Αὐτὸς βοήθησον ἡμῖν ἵνα εἴμεθα ἕτοιμοι διὰ ὁτιδήποτε ἡ πρόνοιά Σου δώσει. Σωθῆναι δυνάμεθα μόνον διὰ τῆς Σῆς δυνάμεως καὶ χάριτος. Ἡμεῖς οὐδὲν ἀγαθὸν δυνάμεθα ποιῆσαι ἐπὶ τῆς γῆς».

Ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἔκανε λόγο γιὰ τὰ ἔσχατα μὲ τρόπο καταφατικό, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὴ ζῶσα ἐμπειρία καὶ αἴσθηση τοῦ Σωτῆρος Θεοῦ. Οὐδέποτε

Enjoying the preview?
Page 1 of 1