Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Κοάζινος
Κοάζινος
Κοάζινος
Ebook838 pages6 hours

Κοάζινος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

— ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2012 —


To μυθιστόρημα ΚΟΑΖΙΝΟΣ πραγματεύεται την ιλαροτραγική ιστορία του Αντώνη Αρχοντίδη, του λεγόμενου «Παχύ», ενός ονειροπόλου χαμηλόμισθου δημόσιου υπάλληλου, στην Βρετανοκρατούμενη Κύπρο, που θέλοντας να βγάλει την οικογένειά του από την ένδεια και την ανέχεια, δημιουργεί, τη μια μετά την άλλη, συλλογές γραμματοσήμων, αρχαίων νομισμάτων, μικρούς οικιακούς ζωολογικούς και ορνιθολογικούς κήπους, με σκοπό την πώληση ή την εκμετάλλευσή τους. Παρότι όλες οι προσπάθειες του αποτυγχάνουν, ο ευφάνταστος και απροσγείωτος ήρωας του βιβλίου δεν τα βάζει κάτω και σε κάποιο στάδιο τού άπελπι αγώνα του να πλουτίσει καταφεύγει σε πνευματιστές, υπνωτιστές και αυτοσχέδιους ντόπιους μάγους, που του υπόσχονται, με τη βοήθεια πνευμάτων με τα οποία επικοινωνούν στη διάρκεια μιας σειράς σεάνς, να εντοπίσουν και να του παραδώσουν ένα θησαυρό θαμμένο από Ρωμαίους σταυροφόρους στην Κύπρο.


Την ιστορία, που είναι γεμάτη με σκηνές κωμικές, τρελές κι αλλόκοτες, κάποτε δραματικές, διηγείται ο γιος του ήρωα, Πέτρος Αρχοντίδης, που με απογυμνωτική ειλικρίνεια, νοσταλγία και γλυκόπικρο χιούμορ αναπολεί όλα όσα έζησε εκείνος, και όλη η οικογένεια Αρχοντίδη, τη δεκαετία 1945-1955, όταν οι προσπάθειες ανεύρεσης του ρωμαϊκού θησαυρού εντατικοποιήθηκαν και κορυφώθηκαν.


 


Το βιβλίο τιμήθηκε το 2012 με το Κυπριακό Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος και έχει μεταφραστεί ή είναι υπό μετάφραση στα Αραβικά, Τουρκικά, Σερβικά, Γερμανικά, Αλβανικά και Ρουμανικά.

LanguageΕλληνικά
Release dateApr 9, 2020
ISBN9789925573356
Κοάζινος

Read more from Πάνος Ιωαννίδης

Related to Κοάζινος

Related ebooks

Related categories

Reviews for Κοάζινος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Κοάζινος - Πάνος Ιωαννίδης

    συγγραφέα

    Πρόλογος

    Τον ήρωα του βιβλίου, Πέτρο Αρχοντίδη, τον γνωρίσαμε σαν νέο άντρα και φοιτητή στο αφήγημά μου «ΑΜΕΡΙΚΗ ’62: DE PROFUNDIS» (2008) και πιο πριν, σαν σύζυγο και πατέρα, με το όνομα Φοίβος Γιαννίδης, στο βιβλίο μου «ΟΙ ΝΤΕΒΑ» (2006). Τώρα, εν έτει 2012, ο Πέτρος Αρχοντίδης, εβδομηνταπεντάρης πια, ανακαλεί στη μνήμη του και καταγράφει τα αξιομνημόνευτα γεγονότα που έζησε εκείνος και η οικογένειά του μεταξύ 1940 και 1955, γεγονότα τόσο έξω από την πεπατημένη, ώστε να φαίνονται φανταστικά κι εξωπραγματικά, σαν παραμύθι... Που όμως, όπως μας διαβεβαιώνει ο αφηγητής τους, δεν είναι παρά πιστή καταγραφή, με πινελιές μυθοπλασίας, πραγματικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν μέσα στους κόλπους της οικογένειας Αντώνη και Βασιλικής Αρχοντίδη στη διάρκεια εκείνης της δεκαπενταετίας.

    Αφιέρωση

    Στην ιερή μνήμη των γονιών μου Κώστα και Ελένης Ιωαννίδη και της Κερυνειώτισσας γιαγιάς μου Ροδοθέας Μηνά, της γλυκιάς Ροδούς.

    Αφιερώνεται επίσης στη γυναίκα μου Χλόη, που με ώθησε και με ενθάρρυνε να το γράψω και για την κατανόηση και τη συντροφικότητα με τις οποίες πλούτισε τη ζωή μου.

    Πάνος Ιωαννίδης

    Λευκωσία, 9.8.2011

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

    Η γιαγιά Ροδού

    Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, Η μικρόσωμη και γλυκιά Ρoδού, Ροδοθέα Κ. Kαρμιώτη, ήταν το πλήρες όνομά της, που έβλεπα γραμμένο με κυματιστά κι ασύμμετρα γράμματα στις μέσα σελίδες των βιβλίων της, ήτανε πρόσφυγας από τη Μικρασία. Από ποια περιοχή της Τουρκίας ήρθε στο νησί, ούτε πόσοι συγγενείς και συντοπίτες της ήρθαν μαζί της, δεν ξέρω, δεν μου είπε ποτέ. Μα κι αν μου είπε, δεν θυμάμαι πια. Όταν, μικρό παιδί, τη ρωτούσα πού βρίσκεται το πατρικό σου, γιαγιά, και πού είναι θαμμένοι ο πατέρας κι η μητέρα σου, έδειχνε με το παραμορφωμένο από αρθρίτιδα δάκτυλό της το βορρά, τα βουνά της Καραμανιάς που διαγράφονταν αχνά μέσα στις αντανακλάσεις της θάλασσας της Κερύνειας, και δεν έβγαζε από το στόμα της λέξη.

    Πώς και ποιοι της προξένεψαν για ταίρι τον παππού μου Κωστή Καρμιώτη, από το γειτονικό χωριό Κάρμι, ούτε αυτό το ξέρω. Τον ίδιο τον παππού δεν μπόρεσα να τον ρωτήσω, γιατί μόνο αραιά και πού ερχόταν με άδεια στην Κύπρο για κανένα μήνα από την Αφρική, όπου δούλευε σαν εργοδηγός στην τοποθέτηση και συντήρηση των σιδηροτροχιών που ένωναν τη μαύρη ήπειρο, από τον μεσογειακό βορρά μέχρι τον ακρότατο νότο.

    «Ερχόταν o ‘Αφρικάνος’, όσο ήταν νέος και κοτσονάτος, κάθε τρία χρόνια», μου έλεγαν οι παμπόνηροι κι αθυρόστομοι γιοι του, οι θείοι μου Αντρέας και Φώτης, όταν έγινα έφηβος και κάπως με υπολόγιζαν, «γκάστρωνε τη μάμα μας και ξανάφευγε. Τώρα παραγέρασε κι έρχεται αραιότερα. Μένει με τα μαυράκια του...»

    Πέντε παιδιά έφερε στον κόσμο το ζευγάρι μ’ αυτό τον τρόπο. Τους θείους μου που προανάφερα και τρεις κόρες, την πρωτότοκη και μητέρα μου Βασιλική και τις θείες Σοφία κι Ερμιόνη. Όμως, μου είπαν επίσης οι θείοι κι οι θείες μου, ο γαλαντόμος παππούς έστελνε τακτικά όσα χρήματα απαιτούνταν για να ζήσει χωρίς στερήσεις η οικογένεια, να σπουδάσουν τα παιδιά και αργότερα για ν’ αγοραστούνε τα προικιά για τις κόρες τους.

    Στο διάστημα των τριών χρόνων που μεσολαβούσαν ανάμεσα στις επισκέψεις του παππού, η γιαγιά Ροδού εγκυμονούσε, γεννούσε κι άρχιζε το αργό κι επίμοχθο μεγάλωμα του νέου παιδιού, που θα το παρουσίαζε με καμάρι στον άντρα της, όταν θα ’ρχόταν για να σπείρει το καινούργιο και να δει πόσο μεγάλωσαν και τι προόδους έκαναν τα άλλα.

    Τις δουλειές του σπιτιού η γιαγιά τις έκανε μόνη κι ας ήταν για μεγάλες περιόδους με την κοιλιά στο στόμα ή μ’ ένα βρέφος κρεμασμένο στο στήθος. Τη βοηθούσαν βέβαια κι οι κόρες της, που ήταν προκομμένες και καλότροπες, παράδειγμα προς μίμηση σ’ όλη τη γειτονιά, αλλά και στην ευρύτερη Κάτω Κερύνεια, όπου ζούσε η οικογένεια. Αγορασμένo από τον παππού Κωστή, σκαρφαλωμένo στην καμπούρα του λόφου της Φραγκοκκλησιάς, το ευρύχωρο πλινθόκτιστο σπίτι των Καρμιωτέων διέθετε τέσσερα υπνοδωμάτια, δυο ηλιακούς, προσανατολισμένους ο ένας στο βορρά κι ο άλλος στη δύση, άνετη κουζίνα, εξωτερικό λουτρό και αποχωρητήριο με ξύλινη, πάντα πεντακάθαρη, στεφάνη κι ένα μακρόστενο πλυσταριό, που ήτανε ταυτόχρονα αποθήκη, κονικλοτροφείο και κοτέτσι. Η μεγάλη αυλή γύρω από το σπίτι ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη καλυμμένη με κηπευτικά, παρτέρια με ροδώνες και λεμονόδεντρα και για σύνορά της είχε πυκνές και αδιαπέραστες φραγκοσυκιές, φορτωμένες κοπάδια από σπουργίτια.

    Τον λιγοστό ελεύθερό της χρόνο η γιαγιά τον περνούσε φροντίζοντας τον κήπο ή κεντώντας, με τη μύτη και τα γυαλιά της κολλημένα στο κέντημα. Αυτά, τ’ απογεύματα που τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού και την επίβλεψη των παιδιών που μελετούσαν κι έκαναν τις σχολικές τους εργασίες κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της στον ένα απ’ τους δυο ηλιακούς, πάντα τον βορινό, που γι’ αρκετές ώρες θύμιζε τάξη σχολείου. Όσο για τα βράδια, όταν το υπόλοιπο σπίτι αποσυρόταν για ύπνο, η γιαγιά άνοιγε μια ξύλινη ντουλάπα στο υπνοδωμάτιό της κι έβγαζε από μέσα το βιβλίο που διάβαζε εκείνες τις μέρες. Εκείνη η ταπεινή ντουλάπα είχε μέσα σαράντα ως πενήντα, ίσως και περισσότερους, τόμους με έργα κλασικής λογοτεχνίας, που θα τα ζήλευε η βιβλιοθήκη ενός εκλεκτικού βιβλιόφιλου, βιβλία φθαρμένα απ’ την πολυχρηστία, γιομάτα χορταράκια ή λουλούδια αποξεραμένα, που τα ’βαζε μέσα η γιαγιά σαν σελιδοδείκτες, μα και πυκνές υπογραμμίσεις με το κολοβό μολύβι της, που πάντα κράταγε όταν βυθιζόταν στο διάβασμα.

    Όταν έγινα δέκα χρόνων κι άρχισα να εκδηλώνω την αγάπη μου για το βιβλίο, κάνοντας παράλληλα τις πρώτες μου απόπειρες να γράψω στιχάκια ή σύντομους διαλόγους, και κυρίως όταν της απέδειξα με τις συζητήσεις που κάναμε ότι ως ένα βαθμό μπορούσα να καταλάβω και ν’ αφομοιώσω ό,τι διάβαζα, η γιαγιά Ροδού μού έδειξε ένα ένα τα βιβλία της, «θησαυρούς της» τα ’λεγε, κι ένα μετά το άλλο μου τα εμπιστευόταν να τα διαβάσω, ανάλογα πάντα με το βαθμό δυσκολίας που έκρινε πως είχαν. Έτσι, από το θησαυροφυλάκιο της Μικρασιάτισσας Ροδοθέας Κ. Καρμιώτη, πρωτογνώρισα τον Παπαδιαμάντη, τον Βενέζη, τον Ιούλιο Βερν, τον Αλέξανδρο Δουμά, τον Ουγκώ, τον Ντίκενς, τον Μαρκ Τουαίν, τον Θερβάντες και πολλούς άλλους Έλληνες και ξένους συγγραφείς. 

    Τα καλοκαίρια, που κατά κανόνα τα περνούσα στην Κερύνεια, στο σπίτι της Φραγκοκκλησιάς, κοιμόμουν πάντα πλάι στη γιαγιά. Για δυο περίπου ώρες, όταν όλοι οι άλλοι αποσύρονταν στα υπνοδωμάτιά τους και κουβέντιαζαν, γελούσαν ή έπαιζαν τάβλι ή ντόμινο, σκαρφάλωνα στο τετράψηλο, με μεταλλικούς σκελετούς και κουνουπιέρα, νυφικό κρεβάτι, κούρνιαζα πλάι στη γιαγιά και βυθιζόμασταν κι οι δυο στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας. Δον Κιχώτη εγώ, Γαλήνη ή Αιολική Γη η γιαγιά, Τομ Σώγερ ή Το φάντασμα των Χριστουγέννων εγώ, Αδελφούς Καραμαζώφ ή τη Φόνισσα η γιαγιά. Εγώ μπρούμυτα, με τη μύτη μερικούς πόντους πάνω από τις σελίδες, μισοκαθιστή η γιαγιά, με τα γυαλιά μυωπίας χαμηλά στην καμπύλη της μικρής, λιγάκι πλακουτσής μύτης της, χανόμασταν κι οι δυο στους φανταστικούς κόσμους, που για μας, εκείνες τις μαγικές ώρες, ήταν πιο πραγματικοί από τον τρισδιάστατο που μας τύλιγε.

    Μόλο που μιλούσε τα τούρκικα, όπως μου ’πε κάποτε η μητέρα, ποτέ δεν άκουσα τη γιαγιά Ροδού να μιλάει τη γλώσσα της χώρας όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έγινε δεκαεξάχρονη κοπέλα. Όταν στις συζητήσεις μας γινόταν λόγος για τους Τούρκους, είτε της Πάνω Κερύνειας είτε της Καραμανιάς, που διαγραφόταν αχνά γαλαζόχρωμη απέναντι από τον μόλο και την προκυμαία της Κερύνειας, ποτέ δεν την ακούσαμε να μιλάει με εχθρότητα ή μνησικακία. Μόνο πικρή νοσταλγία και μια προδομένη αγάπη ανιχνεύαμε στο λόγο της ή στον τόνο της πάντα βραχνής, μα γλυκιάς φωνής της. Όμως, χρόνια πολλά μετά, όταν η γιαγιά πέθανε γαλήνια ένα μεσημέρι στον ύπνο της, πρόσφυγας για δεύτερη φορά, στο σπίτι της θείας Σοφίας στην Παλλουριώτισσα, όπου κατέφυγε μετά την τουρκική εισβολή και την κατάληψη της Κερύνειας, κι όλα τα μέλη της οικογένειας, γιοι, κόρες, νύφες, γαμπροί κι εγγόνια, περάσαμε να φιλήσουμε με βαθύ πόνο και σεβασμό το δύσκαμπτο παγωμένο χέρι της, στον τοίχο, πλάι στο μαξιλάρι της, είδαμε κρεμασμένο ένα χοντρό σκουριασμένο κλειδί. Η θεία Σοφία μάς εξήγησε πως ήταν το κλειδί του πατρικού της γιαγιάς, στο χωριό που γεννήθηκε στην περιοχή της Σμύρνης, όνομα δεν θυμάμαι πια, πως της το εμπιστεύτηκε η άρρωστη μάνα της, όταν έφηβο κοριτσόπουλο την ξεπροβόδιζε στο λιμάνι απ’ όπου σάλπαρε με μια φουρνιά κυνηγημένους πρόσφυγες για την Κύπρο.

    «Μια ολόκληρη ζωή, η μάμα μου το φύλαγε στο εικονοστάσι, μαζί με μερικές εικόνες που αγαπούσε και τα στέφανα του γάμου της», μας είπε η θεία Σοφία. «Μόνο τις τελευταίες μέρες μου ζήτησε να το βγάλω απ’ το εικονοστάσι της, που το έφερε μαζί της από την Κερύνεια, και να το στερεώσω εκεί να το βλέπει. Λέω να το βάλω νεκροστόλι στην κάσα της».

    ***

    Απ’ το ’42 μέχρι το ’50, εγώ και η Αυγή, η δευτερότοκη αδερφή μου, ξεκαλοκαιριάζαμε κάτω απ’ τις φτερούγες της γιαγιάς Ροδούς στο «παλάτσο της Φραγκοκκλησιάς», όπως έλεγαν οι θείοι κι οι θείες μας το οικογενειακό τους. Κάθε Ιούνιο, μόλις έκλειναν τα σχολειά, το δικό μας σπίτι, είτε στη Νεάπολη είτε στη Μόρφου ζούσαμε, γινόταν πεδίο μάχης ανάμεσα στον πατέρα και σε μας τους δυο, την Αυγούλα κι εμένα. Εμείς, φορτικά να ζητούμε την άδεια των γονιών μας να τρέξουμε στην Κερύνεια, να χαρούμε για δυο μήνες το κολύμπι, τις βαρκάδες, το ψάρεμα, τις τρελές κι απίθανες ιστορίες που διηγιόταν ο θείος Αντρίκος και ν’ απολαύσουμε, η λιχούδα Αυγούλα τα γλυκά της θείας Νόνης κι εγώ τα μυθιστορήματα της γιαγιάς. Κι ο πατέρας απ’ την άλλη να ’χει πάντα έντονες ενστάσεις. Έλεγε, «ζωηροί και ανυπάκουοι όπως είσαστε, ιδίως εσύ Πέτρο», διατρέχαμε σωρό κινδύνους, ιδίως στη θάλασσα, πως «οι επαρχιώτες» θείοι και θείες μας δεν θα μπορούσαν να μας κουμαντάρουν κ.ο.κ. Η Αυγή κι εγώ του απαντούσαμε με παρακάλια, κλάματα κι υποσχέσεις και τελικά, μετά από παρέμβαση της μητέρας, πετυχαίναμε να πάρουμε την έγκρισή του. Διακριτική όπως πάντα της η μητέρα, τον έπαιρνε ιδιαιτέρως και ήρεμα και καλότροπα κρυφακούγαμε να του λέει πως οι επαρχιώτες συγγενείς της ήταν ικανότεροι και πιο υπεύθυνοι από «κάποιους ξιπασμένους γαλαζοαίματους δικούς του», που δεν τους κατονόμαζε, και αποδεδειγμένα μας αγαπούσανε περισσότερο.

    Αξέχαστα μου έχουν μείνει μέχρι σήμερα, στα εβδομηνταπέντε μου, δυο περιστατικά που βιώσαμε, η Αυγή κι εγώ, το καλοκαίρι του ’45. Το ένα μάλιστα, το πρώτο, ήταν ένας κίνδυνος θανάσιμος που διέτρεξα εγώ και που παρ’ ολίγο θα δικαίωνε με τρόπο τραγικό τις έντονες ενστάσεις και τους φόβους του πατέρα. Αξίζει, πιστεύω, τον κόπο να το διηγηθώ.

    Όπως πάντα, έτσι και τη χρονιά εκείνη, στην Κερύνεια, με το λεωφορείο της γραμμής, την Αυγή και μένα μας πήγε η μητέρα, αφήνοντας στη φροντίδα της αδελφής της Σοφίας, που είχε αρραβωνιαστεί κι εγκατασταθεί στην Παλλουριώτισσα, τη μικρότερη αδελφή μας Ροδούλα.

    Η μητέρα κάθισε μαζί μας λίγες μέρες, μέχρι να προσαρμοστούμε στους κανόνες και τις συνήθειες του «παλάτσου» και να σιγουρευτεί πως, όταν θα γυρνούσε στη Λευκωσία, θα ’μασταν συνεργάσιμοι και ασφαλείς.

    Τα πρωινά, καθημερινά, μας συνόδευε στη θάλασσα, στον γειτονικό μας ορμίσκο της «Τσακιλερής». Τη θυμάμαι, λεπτή, ψηλή και πανέμορφη, φορώντας το μαύρο λαστέξ μαγιό της με τις περισκελίδες που έφταναν μέχρι τα γόνατα, να κάθεται στα βράχια ή στην αμμουδιά, εκεί που έσβηναν τα κυματάκια, κι άγρυπνη να μας παρακολουθεί να πλατσουρίζουμε στα ξέβαθα. Κι αλίμονό μας αν προχωρούσαμε έστω και μια σπιθαμή πιο πέρα από κει που το νερό ανέβαινε πάνω από τη μέση μας.

    Τ’ απογεύματα, όταν δρόσιζε, παρέα με τη θεία Νόνη, μας πήγαιναν στην προκυμαία και στον φάρο για περίπατο, ή για να θαυμάσουμε, όπως όλοι οι ρομαντικοί Κερυνειώτες της αθώας εκείνης εποχής, το ηλιοβασίλεμα, που από τα σημεία εκείνα ήταν μαγευτικό. Άλλοτε πάλι, καθόμασταν σ’ ένα απ’ τα καφενεδάκια που ήταν παραταγμένα το ένα πλάι στο άλλο, στο γραφικό λιμάνι. Κι ενώ η μητέρα κι η θεία μας απολάμβαναν τα παγωτά ή τις γκαζόζες τους, η Αυγή κι εγώ τρέχαμε και τσιρίζαμε γύρω τους, χαζεύαμε τις ψαρόβαρκες που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι ή πετάγαμε ψίχουλα στα ψαράκια που αεικίνητα τσιμπολογούσαν μέσα στις αμέτρητες λιμνούλες που είχε σκάψει η θάλασσα στα πυκνά βράχια, που απλώνονταν τρία μέτρα κάτω από το κτιστό γείσωμα του λιμανιού.

    Σε μια τέτοια έξοδό μας, καθώς πετούσα μια πετρίτσα σ’ ένα κοπάδι κέφαλους που παγιδεύτηκαν στα βράχια, τα πόδια μου μπερδεύτηκαν, έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα να αιωρούμαι στο κενό. Απ’ το τραπεζάκι μας και τα γειτονικά ακούστηκαν κραυγές, «Βάσω, Παναγία μου, το παιδί!» Τ’ αφτιά μου βούιζαν, η καρδιά μου κτύπαγε σαν τρελή, το κορμί μου, αιωρούμενο, με πρώτο το κεφάλι, άρχισε να βυθίζεται κάθετα προς τα κάτω, όταν, ώ του θαύματος, ένα χέρι άδραξε το πόδι μου. Άρχισα να σβουρίζω, κρεμασμένος σαν αρνί στο τσιγκέλι από κείνο το χέρι, περιμένοντας πως από στιγμή σε στιγμή θα συνεχιζόταν η πτώση και το κεφάλι μου θα θρυμματιζόταν στα βράχια, που τώρα, μέσα στον πανικό μου, τα ’βλεπα ν’ ανεβαίνουν βελονωτά κι απειλητικά προς τα πάνω. Δεν έπεσα. Το χέρι που γαντζώθηκε στη γάμπα μου με τράβηξε προς τα πάνω, και σπαρταρώντας ακόμα, με ακούμπησε χάμω. Ήτανε το χέρι της μητέρας, που είδε ή διαισθάνθηκε τον κίνδυνο που διέτρεξα, τινάχτηκε από την καρέκλα, σκορπίζοντας και θρυμματίζοντας ποτήρια και πιατάκια κι ό,τι άλλο βρισκόταν στο τραπέζι κι άπλωσε το χέρι.

    Όταν μουδιασμένος στάθηκα στα πόδια μου, που ακόμα τρεμούλιαζαν κι είχανε χαραγμένα απάνω τους τα σημάδια από τα δάκτυλά της, πρόσεξα πως η μητέρα ήτανε κατάχλωμη, βουρκωμένη και το σώμα της ολάκερο και τα χείλια της τα συντάραζαν σπασμοί. Ούτε να μιλήσει μπορούσε. Άδικα προσπαθούσε η θεία Νόνη να την ηρεμήσει, λέγοντας πως ήταν Θεού θέλημα να με σώσει, πως μου χάρισε για δεύτερη φορά τη ζωή.

    Όλο εκείνο το απόγευμα, μέχρι αργά το βράδυ, η μητέρα κάθε τόσο ξεσπούσε στα κλάματα, κατηγορούσε τον εαυτό της γιατί, παρά τις ενστάσεις του πατέρα, μας έφερε στην Κερύνεια κι έλεγε και ξανάλεγε πως θα μας έπαιρνε πίσω στη Λευκωσία μαζί της. Χρειάστηκε η αυστηρή επέμβαση της γιαγιάς, που της είπε πως όπως μεγάλωσε μόνη της με ασφάλεια πέντε παιδιά, μπορούσε να κουμαντάρει δυο κουτσούβελα, τώρα μάλιστα που είχε στο σπίτι δυο γιους και μια κόρη πανάξια.

    Κι ευτυχώς την έπεισε τη μητέρα.

    Την ευθύνη για την ασφάλεια και την ψυχαγωγία μας η γιαγιά την ανέθεσε στους θείους και στη θεία, που τότε ήταν όλοι ανύπαντροι κι έμεναν μαζί της στο σπίτι της Φραγκοκκλησιάς. Όλοι ανέλαβαν το ρόλο που τους δόθηκε με προθυμία.

    Η θεία Νόνη, κοντά σ’ όλα τα άλλα, την καθαριότητα, την ισορροπημένη διατροφή μας, τους απογευματινούς περιπάτους μας και τον Κυριακάτικο εκκλησιασμό μας, ανέλαβε να μυήσει την Αυγή στα μυστικά της μαγειρικής και κυρίως της ζαχαροπλαστικής, που της είχε μεταδώσει, όπως και στις άλλες κόρες της, η χρυσοχέρα Μικρασιάτισσα μητέρα τους. Και τα κατάφερε, κάτω από την επίβλεψη, βέβαια, και της γιαγιάς. Η θεία Νόνη κι η μητέρα έκαναν την Αυγή παραδειγματική νοικοκυρά και σπουδαία μαγείρισσα, μύστη σωστό της κουζίνας.

    Ο θείος Αντρέας, η οικογένεια κι οι φίλοι του Αντρίκο τον έλεγαν, όταν άγγιξα την ηλικία των οκτώ κι η Αυγή των πέντε, ανέλαβε αυτόβουλα και μας έκανε μαθήματα κολύμβησης στη Τσακιλερή. Εκείνος, που ήταν δήλιος κολυμβητής, καθώς εμείς πλατσουρίζαμε στα ρηχά, συχνά απομακρυνόταν στα βαθιά, έβγαινε από τον κολπίσκο στ’ ανοικτά, τόσο που δεν μπορούσαμε να τον δούμε ανάμεσα στα κύματα και τους αφρούς που έσκαγαν σε βράχους και υφάλους. Μερικές φορές φοβόμασταν πως πνίγηκε κι αρχίζαμε να ξεφωνίζουμε και να τον καλούμε «θείε Αντρίκο, θείε Αντρίκο», με αγωνία. Οπότε, ξαφνικά, τον βλέπαμε ν’ αναδύεται από τα πράσινα κυματάκια ανάμεσα στα πόδια μας τινάζοντας παντού νερά κι αφρούς και γελώντας δυνατά με τους φόβους μας. Ο θείος Αντρίκος καυχιόταν πως μπορούσε να κρατήσει την αναπνοή του για περισσότερα από δέκα λεπτά κάτω από το νερό και πως τις διακοσμημένες με αραβουργήματα καράφες που είχε αραδιασμένες στο παράθυρο, πλάι στο κρεβάτι του, τις έφερνε από την Τουρκιά, όπου κάθε καλοκαίρι πήγαινε κολυμπώντας με φίλους του. «Σε δέκα ώρες, το πολύ δώδεκα», έλεγε μ’ έπαρση, «βουτώντας απ’ το φάρο, πατάμε άμμο στο Ανεμούρι. Σε άλλες οκτώ, επειδή τα ρεύματα από κει προς τα δω είναι βοηθητικά, είμαστε πίσω και τρώμε το παγωτό μας στου Σκανναβή». «Kαλά, και τις καράφες πώς τις φέρνεις κολυμπώντας», ρωτούσαμε για να του πιάσουμε το πόδι. «Α, αυτές τις φέρνει η ατμάκατος», απαντούσε. «Πάντα μας συνοδεύει σε μικρή απόσταση μια ατμάκατος με το βαρκάρη και δυο μάρτυρες, που βεβαιώνουν πως σ’ όλη τη διάρκεια της κολύμβησης δεν ακουμπήσαμε σανίδι. Με την ατμάκατο φέρνουμε από τη Μερσίνα, μαζί με τις κανάτες, σινιά μπακλαβάδες κι εκμέκ καταΐφι κι ένα σωρό άλλα καλούδια».

    Εμένα, που ήμουνα η αδυναμία του, ο θείος Αντρίκος μου υποσχόταν ότι σαν θα γινόμουν δεκαπέντε και ξεσκόλιζα από τα μαθήματα κολύμβησης και καταδύσεων που μου έκανε, θα ’βγαζε άδεια από τη «δύσκολη» μητέρα μου και τον «Παχύ», έτσι βάφτισαν οι οικείοι κι οι φίλοι του τον σωματώδη και δυσκίνητο πατέρα μου, για να κολυμπήσω μαζί του μέχρι το Ανεμούρι.

    Ο θείος Φωτάκης πάλι, λάτρης και κείνος της θάλασσας, ανέλαβε και μας έκανε μαθήματα ψαρικής. Είτε πολύ πρωί, ώρες αυγινές, είτε το απογευματάκι, όταν ο ήλιος έδυε βάφοντας τον ουρανό της Κερύνειας και τα συννεφάκια ανάμεσα στον κόλπο της Μόρφου και τα παράλια της Τουρκίας με τα πιο απαλά ροδαλά χρώματα, καθόμασταν για ώρες, εκείνος, η Αυγούλα κι εγώ πίσω από το Βενετσάνικο Κάστρο, με τα σύνεργά μας, καλάμια, αρμίδια, αγκίστρια κ.λπ. να δουλεύουν ασταμάτητα και τον κιούρτο μας, το καλάθι που φέρναμε για τη ψαριά που θα πιάναμε, πάντα αδειανό. Ο θείος Φώτης, που εκείνη την περίοδο ήταν ερωτευμένος με μια Λευκωσιάτισσα, την ωραία Γαλάτεια, συχνά παρατούσε καλάμι κι αγκίστρι, έβγαζε κόλλα και μολύβι κι έγραφε με ύφος αφηρημένο κι εκστατικό στίχους για την καλή του:

    Στην οδό Πραξάνδρου όταν μπείτε

    Κορίτσια όμορφα θα δείτε

    Ψηλές, μελαχρινές,

    Μικρούλες καστανές,

    Που ανάβουνε του κόσμου τις φωτιές

    Όλες εκείνες τις ώρες, που δοκιμάζαμε η Αυγή κι εγώ την τύχη και τη δεξιότητά μας στο ψάρεμα, ακούγοντας τον ερωτευμένο στιχοπλόκο θείο να εξυμνεί σαν νέος Πυγμαλίωνας τα κάλλη της Γαλάτειάς του, μόνο μια φορά κατάφερα κι έπιασα ψάρι, ένα μέτριου μεγέθους κέφαλο. Με πολύ καμάρι το πήγα σπίτι και παρακάλεσα τη γιαγιά να το βάλει στην παγωνιέρα μέχρι να της φέρω μερικά ακόμα, μια ντουζίνα υποσχέθηκα να πιάσω τώρα που έμαθα την τέχνη, αρκετά για ένα γεύμα. Το ψάρι εκείνο, μετά που το καθάρισε από λέπια κι εντόσθια η γιαγιά, κι αφηρημένη το άφησε για λίγο αφρούρητο στο νεροχύτη, το βούτηξε η κλέφτρα γάτα του σπιτιού.

    Το δεύτερο αλησμόνητο περιστατικό του ίδιου εκείνου καλοκαιριού, δεν ξέρω αν η Αυγή το θυμάται, ήταν μια είδηση που αναστάτωσε, όχι μόνο το «παλάτσο», τη γειτονιά της Φραγκοκκλησιάς αλλά κι ολάκερη την Κερύνεια. Φορτικά και με συγκλονιστικές λεπτομέρειες ο ραδιοσταθμός των Αθηνών και η Ελληνική εκπομπή του Μπι.Μπι.Σι. ανακοίνωναν πως το Αμερικάνικο βομβαρδιστικό «Ενόλα Γκέι» έριξε, στις 6 Αυγούστου, την πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα, για ν’ ακολουθήσει τρεις μέρες αργότερα η ρίψη και της δεύτερης ατομικής στο Ναγκασάκι. Το σπίτι μας, η Κερύνεια, η Κύπρος, ο κόσμος όλος, δεν μίλαγαν για τίποτε άλλο παρά για τις αμέτρητες χιλιάδες των θυμάτων και την ανείπωτη τραγωδία που έπληξε τη χώρα της Άπω Ανατολής.

    Μια από κείνες τις μέρες, ένα ζεστό απόγευμα, γυρίσαμε η Αυγή κι εγώ στο σπίτι κουρασμένοι απ’ το εκπαιδευτικό κολυμβητικό μας δίωρο στη Τσακιλερή. Ξεθεωμένοι στη δίψα τρέξαμε στη μεγάλη καφετιά κανάτα, με το φουντωτό θρουμπί στον λαιμό της, να πιούμε δροσερό νερό. Πρώτος θα πιω εγώ ο μεγάλος, πρώτη εγώ η μικρή, τσακωνόμασταν μπροστά στη στάμνα και προσπαθούσαμε να τη σηκώσουμε «πρώτοι» απ’ την ξυλένια βάση της. Όπου σε μιαν άτυχη στιγμή το μεγάλο ιδρωμένο δοχείο γλίστρησε από τα χέρια μου, έπεσε στο δάπεδο κι έσκασε με πάταγο. Τα κομμάτια του και το νερό σκόρπισαν γύρω και στο χέρι μου έμεινε μόνο το υγρό θρουμπί. Ο απαίσιος κρότος που έκανε σπάζοντας το αγγείο κι η υστερική στριγγλιά της Αυγής έφεραν στη σκηνή του εγκλήματος όλο το σπίτι. Ο θείος Αντρίκος είπε, «ε, δεν πειράζει, πάλιωσε, καιρός της ήταν, θα φέρω καινούρια από τη Μερσίνα...» - «Ποιος το έκανε;» ρώτησε ο θείος Φώτης. «Εσύ, Πέτρο;» Εγώ μόκο, τους έδειχνα μόνο το θρουμπί που έμεινε στα χέρια μου κι από τα μάτια μου έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Τότε μίλησε η γιαγιά, που τη στάμνα εκείνη, που κράταγε το νερό δροσερό, τη λάτρευε. «Αυτός που το έκανε», είπε αυστηρά, «να έρθει εδώ». Δειλά και διστακτικά έκανα δυο βηματάκια προς το μέρος της. «Εσύ;» ρώτησε. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και ψέλλισα ένα «συγγνώμη, γιαγιά». Η γιαγιά άπλωσε το χέρι και το τύλιξε γύρω στο αφτί μου. Το ’σφιξε και το ’στριψε, «απόψε», είπε, «δεν θα φας το κέικ που έφτιαξε η Ερμιόνη, θα κοιμηθείς νωρίς και δεν θ’ ανοίξεις το βιβλίο σου». Εκείνες τις μέρες διάβαζα τους Άθλιους του Ουγκώ και ήμουνα στη σκηνή που ο Ιαβέρης πείθεται πως ο δήμαρχος Μαγδαληνής ήταν ο τέως κατάδικος Γιάννης Αγιάννης.

    Αυτή ήταν η πιο σκληρή τιμωρία που θα μπορούσε να μου επιβάλει η γιαγιά. Και η στέρηση του κέικ, ασφαλώς, που η θεία Νόνη το πετύχαινε όσο καμιά άλλη Κερυνειώτισσα! Αλλά να μην μάθω τι έκανε, μετά την αναγνώρισή του από τον δαιμόνιο Ιαβέρη, ο ανθρωπιστής δήμαρχος Μαγδαληνής;

    Ξάπλωσα νωρίς, όπως άλλωστε όλοι εκείνη τη νύχτα, εκτός από τους δυο θείους μου που διηγιόντουσαν μέσα στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαράς τους κάποιαν ιστορία και γέλαγαν με την καρδιά τους.

    Μια περίπου ώρα μετά, καθώς όλοι προσπαθούσαμε να γλιστρήσουμε στον θεραπευτικό ύπνο, ακούσαμε τις καμπάνες του «Αρχάγγελου» να κτυπάνε επίμονα και κόσμο να κυκλοφορεί συζητώντας στο δρόμο. Πρώτοι οι θείοι, μετά η θεία Νόνη, η Αυγή και τελευταία η γιαγιά σηκωθήκανε και βγήκανε στη δυτική βεράντα να μάθουνε τι τρέχει. «Αν θέλεις, Πέτρο, έλα και συ», είπε κατεβαίνοντας από το κρεβάτι η γιαγιά. Και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Εγώ, πεισμωμένος, δεν απάντησα ούτε κατέβηκα. Έμεινα τυλιγμένος στο απανωσέντονο, κάτω από την πυκνή κουνουπιέρα και τέντωσα τ’ αφτί ν’ ακούσω τι λεγόταν στον ηλιακό κι έξω στη βεράντα. Μάταια!

    Έμαθα τι έγινε σε λίγο, όταν γύρισε η γιαγιά:

    «Ο πόλεμος, δόξα τω Θεώ, τελείωσε, ο αυτοκράτορας, ο Χιροχίτος, υπόγραψε το συμφωνητικό της ήττας του, ταπεινωμένος ο καημένος. Μετά που τους έριξαν εκείνες τις καταραμένες βόμβες, οι κακόμοιροι οι Γιαπωνέζοι παραδίδονται, κάνουν χαρακίρι ομαδικά ή ρίχνονται, αμέτρητες χιλιάδες, σε γκρεμούς και σε φαράγγια και κατατσακίζονται... Τα δύσμοιρα τα πλάσματα... Όμως, Πετράκη, ο κόσμος λέει από σήμερα έχουμε ειρήνη!»

    Άπλωσε το χέρι και μου χάιδεψε τα μαλλιά, κρυφοχαμογέλασε και πρόσθεσε:

    «Το σπάσιμο της κανάτας μας ήταν καλοσήμαδο!»

    Ήταν η 15η Aυγούστου 1945. Και ήμουνα  δέκα χρονών.

    Ο παππούς Αγαμέμνων κι η γιαγιά Σεβασμία

    ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΣΣΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΜΟΝΟ Η ΓΙΑΓΙΑ ΡΟΔΟΘΕΑ. Μικρασιάτης, γέννημα και θρέμμα Κωνσταντινουπολίτικο, ήτανε κι ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου, ο Αγαμέμνων Αρχοντίδης.

    Ο παππούς Αγαμέμνων, πανύψηλος, ένα κι ογδονταπέντε, έγραφε το διαβατήριό του, με ευθυτενές παράστημα, με βήμα βαρύ και σταθερό σαν επαρμένου στρατιωτικού, με πυκνά κυματιστά μαλλιά, πλατύ μέτωπο και μια υπέροχη ελληνική μύτη που ορθωνόταν πάνω από ένα περιποιημένο τσιγκελωτό μουστάκι, είχε γεννηθεί στo Φανάρι από πατέρα βέρο Λευκωσιάτη και μητέρα Σμυρνιά, το 1878, τη χρονιά που η Μεγάλη Βρετανία αγόρασε την Κύπρο από την Οθωμανική Τουρκία. Ο ίδιος αρεσκόταν να λέει, και το πίστευε ακράδαντα, πως ήταν εξ αίματος συγγενής του αγίου της Εκκλησίας μας Πολύδωρου του Kύπριου, που μαρτύρησε στη Νέα Έφεσο το 1794. Έλεγε ακόμα πως αυτή η συγγένεια συγκέντρωσε απάνω του την εχθρότητα και τις υποψίες των Oθωμανικών αρχών, που τελικά τον ανάγκασαν να φύγει κρυφά από την Πόλη, το 1898, για να εγκατασταθεί, εφτά χρόνια αργότερα, στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο.

    Προτού καταλήξει στην Κύπρο, ο παππούς Αγαμέμνων έζησε για μερικά χρόνια στην Ελλάδα, τον περισσότερο καιρό στον Βόλο, όπου εργοδοτήθηκε από την Αρχή Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων. Εκεί, αγάπησε και παντρεύτηκε μια δεκαεφτάχρονη πανέμορφη και πολύφερνη Βολιώτισσα με το ωραίο όνομα Σεβασμία. Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή που κυκλοφορούσε στην οικογένεια, ήταν η γιαγιά Σεβασμία που ερωτεύτηκε πρώτη τον παππού Αγαμέμνονα, εκείνη, πιο καπάτσα και τολμηρή, τον κυνήγησε διακριτικά αλλά κι επίμονα για μήνες, μέχρι που ο αυτάρεσκος Δον Ζουάν των κοσμικών σαλονιών του Βόλου λύγισε και τη ζήτησε από τους γονείς της.

    Η γιαγιά Σεβασμία ήταν κανονικού αναστήματος, αρκετά εύσαρκη, με πλούσια κατσαρά μαλλιά, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και ν’ ασπρίζουν όταν τη γνωρίσαμε, με λεία, διάφανη επιδερμίδα, φωτεινά γαλάζια μάτια και φωνή τραγουδιστή, που θύμιζε κελαηδισμό. Αυτό, όταν δεν ήταν για κάποιο λόγο εκνευρισμένη ή εξοργισμένη. Γιατί, όταν κάποιος ή κάτι την ενοχλούσε πέραν των ορίων της σχετικά μικρής ανοχής της, αυτή η μελωδική φωνή γινόταν κοφτερή και παγερή και σ’ όσους την άκουγαν προκαλούσε σύγκρυα και τη διάθεση να κάνουν παν το δυνατό να την εξευμενίσουν ή ν’ αποτραβηχτούν σε σημείο εκτός βολής.

    Σε μας, τα εγγόνια της από τον γιο της Αντώνη και στα πρωτοξαδέρφια μας από τους θείους Πολύδωρο και Ιάσονα, ήταν πάντα ευγενική μα απόμακρη. Ποτέ τρυφερή, ποτέ εκδηλωτική, ποτέ χαδιάρα. Συνήθιζε να μας φιλεύει με φειδώ ζαχαρωτά και μπισκότα που έφτιαχνε η ίδια, για να μη χοντρύνουμε και χαλάσουμε τα δόντια μας, όπως έλεγε, και δεν έπαυε να μας ψέγει για την Κυπριακή διάλεκτο που, όπως ήταν φυσικό, χρησιμοποιούσαμε. Βαρβαρική και πρωτόγονη την έλεγε, πράγμα που ενοχλούσε και πρόσβαλλε όλους που την ακούγαμε να χαρακτηρίζει μ’ αυτά κι άλλα παρόμοια επίθετα τη γλώσσα μας, και απαιτούσε από μας και τους γονείς μας, μέσα στο σπίτι της, να χρησιμοποιούμε «σωστά, στρογγυλεμένα ελληνικά», με λιγότερα ή καθόλου διπλά σύμφωνα και τουρκομερίτικους ήχους.

    Η πείρα που είχε αποκτήσει ο παππούς Αγαμέμνων στους ελληνικούς σιδηροδρόμους τον βοήθησε να εξασφαλίσει εύκολα τη ζηλευτή θέση του αρχισταθμάρχη στον Κυπριακό σιδηρόδρομο, που είχαν εγκαθιδρύσει οι αγγλικές αποικιοκρατικές αρχές το 1905, την ίδια χρονιά που το νεαρό ζεύγος εγκαταστάθηκε στην Κύπρο. Ο σιδηρόδρομος συνέδεε αρχικά την πρωτεύουσα με την Αμμόχωστο στα ανατολικά, όμως σταδιακά επεκτάθηκε δυτικά, μέχρι τη Μόρφου, το 1907, και την Ευρύχου, στις υπώρειες του Τροόδους, το 1915.

    Η διεύθυνση των σιδηροδρόμων παραχώρησε στον παππού ένα ευρύχωρο, αποικιακού ρυθμού σπίτι, κοντά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Λευκωσίας. Ήταν ένα πετρόκτιστο ημιανώγειο, με σχήμα μεταξύ τραπεζίου και ρόμβου, περιτριγυρισμένο από μια βεράντα που η γιαγιά Σεβασμία τη γιόμισε ασφυκτικά, «σε σημείο πνιγμού», έλεγε η μητέρα μου, με γλάστρες και ζαρντινιέρες κατάφορτες εποχιακά και αειθαλή λουλούδια, αρωματικά βότανα, πολύσχημους και διαφόρων μεγεθών κάκτους και δεντράκια νάνους.

    Όμως, το κυρίαρχο στοιχείο, η μεγάλη ατραξιόν της πολύχρωμης και βαρυφορτωμένης εκείνης βεράντας ήταν ένα κλουβί, ύψους δυο περίπου μέτρων και πλάτους ενάμισι, όπου χοροπηδούσε, τσίριζε και ασχημονούσε, παίζοντας όλη μέρα με τα γεννητικά του, ένας αρσενικός χιμπατζής. Το ζώο αυτό ο παππούς το πήρε δώρο από τον διευθυντή του Ιταλικού τσίρκου «Αουρέλιο Μπαλντοβίνο», που περιόδευε συχνά την Κύπρο και που για τις μετακινήσεις του προσωπικού, των ζώων και του εξοπλισμού του χρησιμοποιούσε τον σιδηρόδρομο, με μια γερή έκπτωση που τους έκανε πάντα ο «αμίκο Αγκάμεμνον».

    Αυτός ο χιμπατζής, που ο παππούς τού έδωσε το όνομα του Ιταλού επιχειρηματία που του τον δώρισε, Μορίτσιο, ήταν ο πόλος έλξης για όλα τα εγγόνια του ζεύγους των ένοικων του μεγάλου σπιτιού αλλά και των πιτσιρικάδων της περιοχής. Μαζευόμασταν εκεί, του ρίχναμε μπανάνες και φιστίκια, μιμούμασταν τις κινήσεις, τους μορφασμούς και τα χοροπηδήματά του. Μερικά μάλιστα από τα μεγαλύτερα αγόρια της παρέας, ανάμεσά τους κι εγώ, μιμούμασταν κρυφά, μακριά από τα κορίτσια και το άγρυπνο βλέμμα της γιαγιάς Σεβασμίας, τα παιγνίδια του Μορίτσιο με το κατακόκκινο, ερεθισμένο πέος του.

    Στο σπίτι της γιαγιάς Σεβασμίας, διαισθητικά τότε, στα προεφηβικά μου χρόνια, άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο σημαντική ήταν η σωστή χρήση της ελληνικής, πόσο πλουσιότερα και μελωδικότερα από την τοπική μας διάλεκτο ήτανε τα «καλαμαρίστικα», που οι περισσότεροι Κύπριοι τα πιθηκίζαμε περιπαικτικά, και πως όλα εκείνα τα έργα της παγκόσμιας και της ελληνικής λογοτεχνίας, που μου ’δινε να διαβάσω η γιαγιά Ροδού, δεν θα μπορούσαν να γραφτούν ή να μεταφραστούν στο τοπικό γλωσσικό μας ιδίωμα χωρίς να χάσουν τη γλαφυρότητα και τη λεπτότητά τους, την ακριβολογία τους, το άρωμα των τόπων καταγωγής τους. Αυτά με πάθος υποστήριζε η Βολιώτισσα γιαγιά μου κάθε φορά που άρχιζα να της διηγούμαι τις ιστορίες των μυθιστορημάτων που είχα διαβάσει και που ανυπομονούσα να μοιραστώ με τους δικούς μου και τους φίλους μου τη συγκίνηση που μου μετέδωσαν.

    Στο σπίτι εκείνο έμαθα επίσης κάτι άλλο που σημάδεψε τη ζωή μου εκείνης της περιόδου και όχι για πάντα, όπως ίσως θα ’πρεπε, την αξία του χρήματος, που η γιαγιά κι ο παππούς διαχειρίζονταν με μεγάλη προσοχή, με αυστηρή αποφυγή της άσκοπης σπατάλης, και με την πλήρη αξιοποίησή του για την εξασφάλιση άνετης ζωής. Στο σπίτι τους, που οι δυο ηλικιωμένοι ένοικοί του το στόλισαν με πίνακες άγνωστων Βολιωτών ζωγράφων, με καδραρισμένα κεντήματα της γιαγιάς, με πήλινες μινιατούρες αγαλμάτων γνωστών έργων Ελλήνων και ξένων γλυπτών, μέχρι και μικρογραφία της «Κοιμωμένης» του Χαλεπά είχαν στο κομοδίνο του σαλονιού τους, με πορσελάνες κινέζικες κι ένα γραμμόφωνο που γιόμιζε συχνά τον χώρο με άριες και καντσονέτες ή αποσπάσματα από ελληνικές οπερέτες, εκεί λοιπόν, σ’ αυτό τον χώρο, έμαθα τι και πόσα θαυμαστά μπορεί να πετύχει το χρήμα· το χρήμα, που στη δική μας οικογένεια, του Αντωνίου και της Βασιλικής, ερχόταν σε πολύ μικρές δόσεις από το μισθό του χαμηλόβαθμου πατέρα μου και της προσωρινής αντικαταστάτριας, και άνεργης για μεγάλες περιόδους, δασκάλας μητέρας μου.

    Να προσθέσω ακόμα ότι στη βεράντα ή στο καθιστικό του ρομβοειδούς σπιτιού, οι αδελφές μου κι οι ξαδέλφες μας έμαθαν να κεντούν κάτω από την εποπτεία της γιαγιάς Σεβασμίας, που έφτιαχνε εξαίρετα κεντήματα, πετσετάκια, κάδρα, τραπεζομάντιλα, ριχτάρια και καλύμματα κρεβατιών, που συναγωνίζονταν, σαν ίσα προς ίσα, τα λευκαρίτικα.

    Αυτή ήταν η μια της δεξιότητα που μετέδωσε στις νύφες και τις εγγόνες της. Η δεύτερη ήταν η μαγειρική. Ήταν εξαίρετη μαγείρισσα, εφευρετική κι έτοιμη πάντα να δοκιμάσει νέες συνταγές. Στο σπίτι της έμαθαν η μητέρα μου κι οι δυο συννυφάδες της, οι θείες Μαρί και Λουσίλα, γυναίκες των θείων Ιάσονα και Πολύδωρου, να φτιάχνουν το Βολιώτικο μπουμπάρι, που λέγεται πως ήταν το αγαπημένο έδεσμα του αργοναύτη Ιάσονα, μια λιχουδιά που σύμφωνα με την παραφουσκωμένη μυθολογία της οικογένειάς μας, στην Κύπρο, στη μορφή και με τη συνταγή που το ξέρουμε, το πρωτόφερε η Βολιώτισσα γιαγιά μου.

    Όταν, με τα χρόνια, η όραση της γιαγιάς αδυνάτισε, το ίδιο και η όρεξή της, αυτό έγινε μετά που διαγνώστηκε διαβητική και υπερτασική, περνούσε καθημερινά πολλές ώρες σκυμμένη πάνω σ’ ένα τραπεζάκι κι άνοιγε πασιέντζα. Όσο το ’κανε αυτό κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, πέντε με δέκα τσιγάρα σερί, σε σημείο που φλόμωνε το δωμάτιο. Ο παππούς, που δεν ήτανε καπνιστής, τη μάλωνε συνεχώς, αυστηρά όταν ήταν μόνοι, τρυφερά και χαδιάρικα όταν ήμασταν μπροστά εμείς τα εγγόνια τους. Και πάντα μας συμβούλευε, μεγαλώνοντας, ν’ αποφύγουμε το κάπνισμα «όπως ο διάβολος το λιβάνι και ο σάλιαγκας το αλάτι». Σε μια τέτοια περίπτωση, μετά που είπε τα σχετικά στη γιαγιά και την παρακάλεσε να σβήσει το τσιγάρο, που η καύτρα του παρ’ ολίγο να δώσει φωτιά στο πετσετάκι του τραπεζιού της πασιέντζας, γύρισε σε μένα, που έτυχε να βρίσκομαι μπροστά, και μου ’πε με τη συνηθισμένη του αυστηρότητα:

    «Ελπίζω, εσύ Πέτρο, να μην έβαλες στο στόμα σου τσιγάρο».

    «Όχι, παππού, ποτέ. Κι ούτε θα βάλω. Βλέπω πώς υποφέρει με το βήχα και τα φτύμματα ο παπάς μου».

    «Ωραία!» είπε ο παππούς.

    «Ο πατέρας σου, ο μπαμπάς σου... Κι όχι φτύμματα, φτύματα μ’ ένα «μ», ή φλέγματα. Τι λέξη είναι αυτή, ακούς φτύμματα! Και με δύο ‘μ’ μάλιστα!», διόρθωσε τα ελληνικά μου η γιαγιά.

    Η ζωηρή συζήτησή τους για τις ολέθριες συνέπειες του καπνού συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Σε κάποιο στάδιο αποτόλμησα και πήρα μέρος κι εγώ, είπα δειλά και συνεσταλμένα τις απόψεις μου, όμως τα πραγματικά γεγονότα που με οδήγησαν στη σοβαρή αυτή απόφαση, τα απέκρυψα από τον παππού.

    Σε σας, ωστόσο, αγαπητοί μου αναγνώστες, θα τα διηγηθώ. Είναι και ενδιαφέροντα και διδακτικά.

    Το 1940, ο πατέρας, που τότε εκτελούσε χρέη αναπληρωτή σταθμάρχη, υπηρέτησε για μια εξαμηνία στον σταθμό της Μόρφου. Ήταν η πρώτη και σύντομη θητεία του στον σταθμό εκείνο. Η δεύτερη ήταν πολύ μεγαλύτερη, κράτησε κάπου πέντε χρόνια, από το καλοκαίρι του 1946 μέχρι το

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1