Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο Κρυπτός της Καρδίας Άνθρωπος
Ο Κρυπτός της Καρδίας Άνθρωπος
Ο Κρυπτός της Καρδίας Άνθρωπος
Ebook344 pages5 hours

Ο Κρυπτός της Καρδίας Άνθρωπος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Στο βιβλίο αυτό περιέχονται οι ομιλίες που εκφωνήθηκαν από τον αρχιμανδρίτη Ζαχαρία το έτος 2007, στο τριήμερο συνέδριο των κληρικών της αδελφότητας του Αγίου Ραφαήλ, της ορθόδοξης επισκοπής Wichita και Κεντρικής Αμερικής.
LanguageΕλληνικά
Release dateNov 26, 2019
ISBN9788835336969
Ο Κρυπτός της Καρδίας Άνθρωπος

Read more from Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας (Ζάχαρου)

Related to Ο Κρυπτός της Καρδίας Άνθρωπος

Related ebooks

Reviews for Ο Κρυπτός της Καρδίας Άνθρωπος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο Κρυπτός της Καρδίας Άνθρωπος - Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας (Ζάχαρου)

    ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ

    Εισαγωγικό βίντεο

    https://www.youtube.com/watch?v=DHdWy8P3D0Q

    ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

    Στὸ βιβλίο αὐτὸ περιέχονται οἱ Ὁμιλίες ποὺ ἐκφωνήθηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχιμανδρίτη Ζαχαρία τὸ ἔτος 2007, στὸ τριήμερο συνέδριο τῶν κληρικῶν τῆς ἀδελφότητας τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, τῆς ὀρθόδοξης ἐπισκοπῆς Wichita* καὶ Κεντρικῆς Ἀμερικῆς.

    Ὁ ἐπίσκοπός τους κ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Ἀρχιεπισκοπὴ Βορείου Ἀμερικῆς τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, εἶναι γνώστης τῶν κειμένων τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καὶ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, καὶ μοιραζόταν πάντοτε μὲ τοὺς κληρικούς του ὅ,τι διάβαζε ἢ ἄκουγε σχετικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τους. Ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὴν Ἱερὰ Μονή μας στὸ Essex τῆς Ἀγγλίας καὶ προσκάλεσε τὸν π. Ζαχαρία νὰ μιλήσει στοὺς κληρικούς του, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ μιὰ πιὸ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν παράδοσή τους.

    Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2001 εἶχε προηγηθεῖ ἄλλο παρόμοιο συνέδριο, τὰ πρακτικὰ τοῦ ὁποίου περιέχονται στὸ βιβλίο τοῦ π. Ζαχαρία The Εnlargement of the Heart, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη κυκλοφορήσει στὰ ἑλληνικά. Τέλος τὸ 2010 ἀκολούθησε ἕνα τρίτο τριήμερο συνέδριο ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου μὲ θέμα: Φανέρωση τοῦ προσώπου. Τὰ κείμενα τοῦ συνεδρίου αὐτοῦ δὲν ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀκόμη.

    Οἱ Ὁμιλίες ποὺ περιέχονται στὴν παροῦσα ἔκδοση ἐκφωνήθηκαν στὰ ἀγγλικὰ καὶ κυκλοφόρησαν σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ (CD). Ἀκολούθησε ἡ ἔκδοσή τους σὲ βιβλίο μὲ τὸν τίτλο The Hidden Μan of the Heart.

    Πολλὲς ἀπὸ τὶς Ὁμιλίες αὐτὲς γράφτηκαν πρωτοτύπως στὰ ἑλληνικά, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες μεταφράστηκαν ἀπὸ τὰ ἀγγλικά. Οἱ ἐρωτήσεις καὶ οἱ ἀπαντήσεις ἀπομαγνητοφωνήθηκαν καὶ μεταφράστηκαν.

    Θεωρήθηκε χρήσιμο νὰ προστεθοῦν στὸ τέλος κάθε ὁμιλίας οἱ ἐρωτήσεις ποὺ ὑποβλήθηκαν ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, γιὰ νὰ κατανοηθοῦν καλύτερα οἱ προβληματισμοί, οἱ ἀνάγκες καὶ οἱ ἀνησυχίες τοῦ ἀκροατηρίου.

    * Ἡ πόλη Wichita τοῦ Κάνσας βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς Ἁμερικῆς καὶ ἀπέχη περίπου 200 μίλια ἀπὸ τὸ χωριὸ Lebanon τοῦ Κάνσας–γεωγραφικὸ κέντρο τῆς ἠπειρωτικῆς χώρας τῶν Η.Π.Α.

    ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

    Εἰσαγωγὴ

    Ὅλοι οἱ θεσμοὶ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας προσφέρονται στὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς,¹ τοῦ κέντρου τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Ὁ Θεὸς ἔπλασε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὴν κάθε καρδιά. Σὲ αὐτὴν στοχεύει, σὲ αὐτὴν ἐμφανίζεται καὶ σὲ αὐτὴν κατοικεῖ, ὅπως βεβαιώνουν οἱ Ἅγιες Γραφές.

    Ἐφόσον «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν»,² ἡ καρδιὰ ἀποτελεῖ τὸ πεδίο τῆς μάχης γιὰ τὴ σωτηρία μας· ὅλες οἱ ἀσκητικές μας προσπάθειες ἀποσκοποῦν στὴν κάθαρσή της ἀπὸ κάθε ρυπαρότητα καὶ στὴ διατήρηση τῆς καθαρότητάς της ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. «Πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν», λέει ὁ σοφὸς βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, «ἐκ γὰρ αὐτῆς ἔξοδοι ζωῆς».³ Οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς διέρχονται ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἀναζωπύρωση τῆς νεκρωμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καρδιᾶς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τὸν ἄσβεστο πόθο ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐκζητοῦν ἀκατάπαυστα τὸ Πρόσωπο τοῦ Ζῶντος Θεοῦ.

    Ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς «ναός», ὅπου ὁ ἄνθρωπος συναντᾶται μὲ τὸν Κύριο, γι᾽ αὐτὸ καὶ «ἀπαιτεῖ αἴσθησιν»⁴ νοερὰ καὶ θεία· δὲν γνωρίζει ἀνάπαυση, μέχρις ὅτου ὁ Κύριος τῆς δόξης ἔλθει νὰ ἐνοικήσει σὲ αὐτήν. Ἀπὸ τὴ δική Του πλευρά, ὁ Θεὸς ὡς «ζηλωτὴς»⁵ δὲν συγκαταβαίνει στὸν μερισμὸ τῆς καρδιᾶς, γι᾽ αὐτὸ ἀκοῦμε τὴ φωνή Του στὴν Παλαιὰ Διαθήκη νὰ κράζει: «Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν».⁶ Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐντέλλεται: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου».⁷ Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔπλασε μὲ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο τρόπο τὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ γνωρίζει τέλεια ὅτι καμία καρδιὰ δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ Τὸν χωρέσει ὁλόκληρο, γιατὶ «μείζων ἐστὶν ὁ Θεὸς τῆς καρδίας ἡμῶν».⁸ Ἐντούτοις, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατορθώσει νὰ στρέψει ὅλη τὴν καρδιά του στὸν Θεό, τότε καὶ ὁ Θεὸς τὴν γονιμοποιεῖ μὲ τὴν ἄφθαρτη σπορὰ τοῦ λόγου Του, τὴν σφραγίζει μὲ τὸ θαυμαστὸ Ὄνομά Του καὶ τὴν λαμπρύνει μὲ τὴ διηνεκῆ καὶ χαρισματικὴ παρουσία Του. Τὴν ἀπεργάζεται ἀχειροποίητο ναὸ τῆς θεότητάς Του, ἱκανὴ νὰ ἀντανακλᾶ τὸ «εἶδος» Του, νὰ κιθαρίζει τὴ φωνή Του καὶ νὰ βαστάζει τὸ Ὄνομά Του.⁹ Μὲ ἕναν λόγο, ὁ ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς του, τὸν σκοπὸ τοῦ ἐρχομοῦ του στὴ μεταβατικὴ ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

    Ὅλη ἡ ἀνθρώπινη τραγωδία τοῦ παρόντος αἰῶνος ἔγκειται στὸ ὅτι ζοῦμε, μιλοῦμε, σκεπτόμαστε, ἀκόμη καὶ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, ἔξω ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Πατρός μας. Καὶ ὄντως, οἶκος τοῦ Πατρός μας εἶναι ἡ καρδιά μας. Ἐκεῖ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀναπαυθεῖ «τὸ τῆς δόξης καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα»,¹⁰ ὥστε νὰ «μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ἡμῖν».¹¹ Βεβαίως, μόνο τότε θὰ ὁλοκληρωθοῦμε καὶ θὰ πραγματωθοῦμε ὡς ὑποστάσεις κατ᾽ εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς Ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς δημιούργησε καὶ μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ τίμιο Αἷμα τῆς ἀπερίγραπτης θυσίας Του.

    Ὡστόσο, τὰ πάθη, ὅσο εἴμαστε αἰχμάλωτοι σὲ αὐτά, ἀπομακρύνουν τὸν νοῦ ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ τὸν ὠθοῦν πρὸς τὸν συνεχῶς μεταβαλλόμενο καὶ μάταιο κόσμο τῶν φυσικῶν καὶ κτιστῶν πραγμάτων. Ἀπομυζοῦν ὅλη τὴν πνευματική μας δύναμη καὶ καθιστοῦν ἀδύνατη τὴν ἐξ ὕψους ἀναγέννηση, ποὺ θὰ μᾶς καταστήσει τέκνα Θεοῦ καὶ θεοὺς κατὰ χάριν. Στὴν οὐσία, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, εἴμαστε ὅλοι «ἄσωτοι υἱοὶ» τοῦ Οὐρανίου Πατρός μας. Ἡ Γραφὴ πιστοποιεῖ: «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».¹² Ἡ ἁμαρτία ἀπέσπασε τὸν νοῦ μας ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ὁδήγησε «εἰς χώραν μακράν».¹³ Στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα χάσαμε τὴν τιμὴ τῆς Πατρικῆς ἀγκάλης καὶ γίναμε ὑποχείριοι τῶν δαιμόνων, βοσκοὶ χοίρων. Παραδοθήκαμε στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας καὶ στὸν φοβερὸ λοιμὸ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ βίαια ἑδραιώθηκε ὡς νόμος στὰ μέλη μας. Ἀπὸ τὸν φρικτὸ αὐτὸν ἅδη τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ὀφείλουμε νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν οἶκο τοῦ Πατρός μας. Νὰ ἐκριζώσουμε ἀπὸ μέσα μας τὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἐγκαθιδρύσουμε στὴν καρδιά μας τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον μας μὲ ἐλεύθερη καρδιά, ὁλοτελῶς ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ μὲ ὅλο τὸ εἶναι μας.

    Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴ μακρινὴ καὶ ἀπαράκλητη ἐκείνη χώρα δὲν εἶναι καθόλου εὔκολος. Ἀλλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει πιὸ φοβερὸς λιμὸς ἀπὸ αὐτὸν τῆς καρδιᾶς ποὺ ἐρημώθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν καρδιὰ πεπληρωμένη ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ τῆς ἄφθαρτης χάριτος μποροῦν νὰ ὑπομείνουν κάθε ἐξωτερικὴ ἔνδεια καὶ θλίψη μετατρέποντάς τες σὲ πανηγύρι πνευματικῆς χαρᾶς. Ὁ λιμὸς ὅμως τῆς ἀνάλγητης καρδιᾶς, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπουσιάζει ἡ θεία παραμυθία, εἶναι ἀπαράκλητος καὶ βασανιστικός. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη συμφορὰ ἀπὸ ἐκείνην τῆς ἀναίσθητης καὶ ἀπολιθωμένης καρδιᾶς ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ διακρίνει ἀπὸ τὴ μιὰ τὴ φωτεινὴ Ὁδὸ τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴ θλιβερὴ σύγχυση τῶν ὁδῶν τοῦ κόσμου τούτου. Ὡστόσο, σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ τῆς ἱστορίας ὑπῆρξαν ἄνθρωποι μὲ καρδιὲς γεμάτες ἀπὸ χάρη. Τὰ ἐκλεκτὰ αὐτὰ δοχεῖα φωτίσθηκαν ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς προφητείας, καὶ γι᾽ αὐτὸ κατόρθωσαν νὰ κάνουν τὴ διάκριση μεταξὺ τοῦ Θείου Φωτὸς καὶ τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου.

    Ὅσο φοβερὸς καὶ δυσχερὴς καὶ ἂν εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ ἐξαγνισμοῦ τῆς καρδιᾶς, τίποτα δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀποτρέψει ἀπὸ τὴν ἀνάληψή του. Ἔχουμε μὲ τὸ μέρος μας τὴν ἄφατη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔχει θέσει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσωπικὴ μέριμνα καὶ στόχο Του. Στὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ διαβάζουμε τὰ ἐκπληκτικὰ λόγια: «Τί γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐμεγάλυνας αὐτὸν ἢ ὅτι προσέχεις τὸν νοῦν εἰς αὐτὸν ἢ ἐπισκοπὴν αὐτοῦ ποιήσῃ ἕως τὸ πρωῒ καὶ εἰς ἀνάπαυσιν αὐτὸν κρινεῖς; ... διατί ἔθου με κατεντευκτήν Σου...».¹⁴ Βλέπουμε, δηλαδή, τὸν ἀκατάληπτο Θεὸ νὰ κυνηγᾶ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾽ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾽ Ἐμοῦ».¹⁵ Κρούει Ἐκεῖνος τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μας, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ κτυποῦμε καὶ ἐμεῖς τὴ θύρα τοῦ ἐλέους Του. «Κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν».¹⁶ Καὶ ὅταν οἱ δύο αὐτὲς θύρες τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀνοίγουν, συντελεῖται τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τῆς ὑπάρξεως· ἡ ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, τὸ λαμπρὸ πανηγύρι τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.

    Πότε στερούμαστε τὸ πανηγύρι τῆς θεϊκῆς αὐτῆς παρακλήσεως; Ὄχι μόνο ὅταν παραδιδόμαστε στὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας «βόσκοντας χοίρους σὲ χώρα μακρινή», ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὅταν ἀγωνιζόμαστε ἐλλιπῶς ἐνδίδοντας στὴν ἀμέλεια. «Ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς»,¹⁷ προειδοποιεῖ ὁ προφήτης Ἱερεμίας. Στὴν πρώτη περίπτωση, τῆς βοσκῆς τῶν χοίρων, ὁ ἐχθρὸς διάβολος μᾶς ἀναθέτει ἐπικατάρατο ἔργο. Στὴ δεύτερη, τῆς ἀμέλειας, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἐπισύρουμε πάνω μας κατάρα, ἐπιτελώντας τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου μὲ μισὴ καρδιά, ἀκόμη καὶ ὅταν βρισκόμαστε στὸν οἶκο Του. Ὁ Θεὸς δὲν ἀνέχεται τὸν μερισμὸ τῆς καρδιᾶς μας. Δὲν εὐαρεστεῖται, ὅταν Τοῦ μιλοῦμε μὲ μισὴ καρδιά. «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός».¹⁸ Ἐπιποθεῖ ὅλη τὴν καρδιά μας στραμμένη καὶ παραδομένη σὲ Αὐτόν, ὁπότε Ἐκεῖνος τὴν γεμίζει μὲ τὰ δόματα τῆς ἀγαθότητάς Του, τὰ χαρίσματα τῆς εὐσπλαχνίας Του. «Ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις»¹⁹ ἀναμένει τὴν ἴδια διάθεση ἀπὸ μέρους μας.

    Οἱ παραπάνω σκέψεις μᾶς πείθουν γιὰ τὸ πόσο πολύτιμο εἶναι νὰ στεκόμαστε στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, ἐκχέοντάς την ἐνώπιόν Του. Κατανοοῦμε ἐπίσης πόσο ἐπιτακτικὸ εἶναι τὸ ἔργο τῆς ἀνευρέσεως τῆς καρδιᾶς μας, ὥστε νὰ ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ μιλοῦμε στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα μας ἀπὸ τὰ βάθη της καὶ νὰ εἰσακουσθοῦμε, γιὰ νὰ Τοῦ δώσουμε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο τοῦ ἀνακαινισμοῦ μας καὶ νὰ μᾶς ἀποκαταστήσει στὴν πρωταρχικὴ τιμὴ τῆς υἱοθεσίας.

    Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ὑπόκειται στὴν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, παραδομένος στὴ δυναμικὴ τοῦ κακοῦ, γίνεται ὁλοένα καὶ περισσότερο φίλαυτος. Χωρισμένος ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ ἀγωνίζεται ἐγωιστικὰ καὶ ἀπεγνωσμένα νὰ ἐπιβιώσει, ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνει εἶναι νὰ ἐπισωρεύσει ἐπάνω του βαρύτερη κατάρα καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη ἐρήμωση. Ὅσο ὅμως καὶ ἂν φθαρεῖ ἀπὸ τὸν λιμὸ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀρχέγονη δωρεὰ τῆς «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» δημιουργίας του παραμένει ἀμετάκλητη καὶ ἀνεξίτηλη. Ἔχει πάντοτε μέσα του τὴ δυνατότητα νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους στὴ Βασιλεία τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζωῆς. Ἡ στιγμὴ αὐτὴ φθάνει, ὅταν «ἔλθῃ εἰς ἑαυτὸν» καὶ μὲ πόνο ψυχῆς ὁμολογήσει: «λιμῷ ἀπόλλυμαι».²⁰

    «Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ», ὅπως λέμε στὴν ἀρχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ πεπτωκὼς ἄνθρωπος «ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν» στρέφεται πρὸς τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται μὲ πόνο στὴν καρδιά του, καὶ ὁ Θεὸς γνωρίζει τώρα ὅτι μπορεῖ νὰ διαλεχθεῖ σοβαρὰ μαζί του καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὴ μεγαλύτερη τιμὴ ποὺ ἐπιφυλάσσει γιὰ τὸ ταλαίπωρο πλάσμα του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰσέλθει στὴν καρδιά του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ «προσομιλήσει» στὸν Θεό, Ἐκεῖνος τὸν ἐνωτίζεται μὲ προσοχή, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι Τοῦ μιλᾶ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀληθινῆς καταστάσεώς του, μὲ αἴσθημα εὐθύνης καὶ μὲ σοβαρότητα. Τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι εὐαρεστοῦν στὸν Θεὸ καὶ Τὸν πείθουν. Ἄλλωστε, ὅλος ὁ ἀγώνας στὴ ζωή μας διεξάγεται μὲ σκοπὸ νὰ πείσουμε τὸν Θεὸ ὅτι εἴμαστε τέκνα Του, δικοί Του· καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσκομίσει τὶς ἀπαραίτητες ἀποδείξεις στὸν Θεό, τότε θὰ ἀκούσει στὴν καρδιά του τὸν μεγάλο λόγο τοῦ Εὐαγγελίου: «Πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστι».²¹ Τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πείσει τὸν Θεὸ ὅτι εἶναι υἱός Του, Ἐκεῖνος ἀνοίγει τοὺς καταρράκτες τῆς εὐσπλαχνίας Του καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ γίνεται δική του. Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐδοκία τοῦ πρωταρχικοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ γι᾽ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ μᾶς δημιούργησε. Ἂν ὁ Θεὸς πεισθεῖ ὅτι Τοῦ ἀνήκουμε, τρόπον τινὰ θὰ μᾶς πεῖ: «Ὅλη ἡ δική Μου ζωή, ὦ ἄνθρωπε, γίνεται δική σου ζωή». Στὴ συνέχεια, ἐκεῖνο ποὺ ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Του τὸ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ γίνει καὶ αὐτός, μὲ τὴ δωρεά Του, κατὰ χάριν θεός.

    Τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο διηγεῖται ὅτι ὁ ἄσωτος υἱός, «εἰς ἑαυτὸν ἐλθών», εἶπε: «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ: Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου».²² Πρόκειται γιὰ μιὰ μεγαλειώδη στιγμή· γιὰ ἕνα γεγονὸς τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἡ κακοπάθεια, οἱ θλίψεις καὶ ὁ ἀπειλητικὸς λιμὸς τῆς μακρινῆς χώρας ὑποχρεώνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ κοιτάξει μέσα του. Μὲ μιὰ νεύση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἡ ἐνέργεια τῆς κακώσεως μετατρέπεται σὲ μεγάλη τόλμη, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἐρευνήσει τὴν καρδιά του καὶ νὰ δεῖ ὅλη τὴ νέκρωση ποὺ τὴν λυμαίνεται. Ἀμέσως, μὲ προφητικὴ ἐπίγνωση, ὁμολογεῖ ρωμαλέα ὅτι «ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι» οἱ ἡμέρες μου.²³ Διαπιστώνει μὲ πόνο ψυχῆς ὅτι ὅλη ἡ προηγούμενη ζωή του εἶναι μιὰ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀποτυχίες καὶ προδοσίες στὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι δὲν διέπραξε πάνω στὴ γῆ κανένα καλό, ἱκανὸ νὰ ἀντέξει τὸ ἄστεκτο βλέμμα τοῦ αἰώνιου Κριτῆ. Ἀντικρίζει τὴν ἄθλια κατάστασή του καί, ὅπως ὁ πολυπαθὴς Ἰώβ, ἀνακράζει: «ᾍδης μου ὁ οἶκος».²⁴

    Ὁ ἄνθρωπος βυθισμένος στὸν ἀπεγνωσμένο αὐτὸ θρῆνο καὶ διψώντας μόνο τὴν ἀγαθὴ αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ ἔχει τώρα τὴ δύναμη νὰ στρέψει ὅλο τὸ εἶναι του πρὸς τὸν Ζῶντα Κύριο. Μπορεῖ νὰ βοήσει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του πρὸς Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος «ζωῆς καὶ θανάτου ἐξουσίαν ἔχει καὶ κατάγει εἰς πύλας ᾅδου καὶ ἀνάγει».²⁵ Ἡ στροφὴ αὐτὴ σηματοδοτεῖ τὴν ἀφετηρία τοῦ ἔργου τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Σωτήρα Θεό.

    Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία, ὁ νοῦς του κινήθηκε πρὸς τὰ ἔξω, διασκορπίστηκε στὰ κτίσματα. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔλθει στὸν ἑαυτό του, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀπώλειάς του, ἐπιζητώντας τὴ σωτηρία του, πραγματοποιεῖ τὴ δεύτερη κίνηση, πρὸς τὰ ἔσω. Τελικά, ὅταν ὁ νοῦς ἡγεμονεύσει στὴν καρδιὰ καὶ σὲ ὅλο τὸ εἶναι του, ὁ ἄνθρωπος κάνει τὴν τρίτη κίνηση, μὲ τὴν ὁποία στρέφει πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα ὅλη τὴν ὕπαρξή του. Αὐτὸς ὁ κύκλος ὁλοκληρώνεται σὲ τρεῖς φάσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ διέλθει τὸ Πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ φθάσει στὴν τελείωσή του.

    Κατὰ τὴν πρώτη φάση, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καὶ κινεῖται ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά του, δέχεται ὑπερήφανες σκέψεις καὶ ἐμπλέκεται σὲ μάταιους διαλογισμούς· κατ᾽ οὐσίαν πλανᾶται. Ἔχει ἀσύνετη καὶ σκοτισμένη καρδιά. Στὴν πεσοῦσα κατάστασή του προτιμᾶ νὰ ἀποδίδει σεβασμὸ καὶ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις «τῇ κτίσει παρὰ τῷ κτίσαντι».²⁶ Μένοντας ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά του δὲν ἔχει διάκριση, καὶ «γὰρ αὐτοῦ (τοῦ σατανᾶ) τὰ νοήματα ἀγνοεῖ».²⁷ Ὅπως εὔστοχα ἀναφέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, «κτήσασθαι σοφίαν ἀκάρδιος οὐ δυνήσεται».²⁸ Καθὼς ἡ καρδιὰ δὲν ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς ὑπάρξεώς του, ὁ ἄνθρωπος μένει ἀδόκιμος καὶ ἄκαρπος, «ἀέρα δέρων».²⁹ Ἀδυνατεῖ νὰ βαδίσει μὲ σταθερότητα στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, ὁπότε χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀστάθεια καὶ διψυχία.

    Στὴ δεύτερη φάση, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔλθει «εἰς ἑαυτόν», ἀρχίζει νὰ ἔχει ταπεινοὺς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι ἑλκύουν τὴ χάρη καὶ εὐαισθητοποιοῦν τὴν καρδιά. Οἱ ταπεινὲς σκέψεις φωτίζουν συγχρόνως τὴ διάνοιά του· γεννιοῦνται «ἔσωθεν» καὶ διευκολύνουν τὴ διάκριση τῶν νοημάτων καὶ τὴν ἐπιλογὴ ἐκείνων μόνο ποὺ ἐνισχύουν τὴν καρδιὰ νὰ παραμένει ἀσάλευτη στὸν καθορισμό της: νὰ εὐαρεστήσει στὸν Θεὸ εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου. Ἐνῶ στὴν πρώτη φάση ὁ ἄνθρωπος παραδίδεται στὸν φαῦλο κύκλο τῶν φθοροποιῶν λογισμῶν, στὴ δεύτερη, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖται σὲ σκέψεις ποὺ ἡ μία εἶναι βαθύτερη ἀπὸ τὴν ἄλλη· βαδίζει ἀπὸ πίστη σὲ ἀρτιότερη πίστη, ἀπὸ ἐλπίδα σὲ κραταιότερη ἐλπίδα, ἀπὸ χάρη σὲ μεγαλύτερη χάρη καὶ ἀπὸ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὲ μεγαλύτερο πλήρωμα ἀγάπης. «Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».³⁰ Πράγματι, αὐτὴ ἡ εἴσοδος «εἰς ἑαυτὸν» καὶ ἡ ἀνεύρεση τῆς καρδιᾶς εἶναι ἔργο τῆς θείας χάριτος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποδέχεται τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργεῖ μὲ τὴ χάρη ποὺ τοῦ χορηγεῖται, ἡ χάρη αὐτὴ συσσωρεύεται καὶ ἐνδυναμώνει ὅλη του τὴν ὕπαρξη.

    Ὅταν ἐνεργήσει ἡ χάρη τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, ἐπέρχεται ἡ μεγαλειώδης στιγμὴ ποὺ προαναφέραμε. Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει μόνο ὅτι ὅλες οἱ ἡμέρες του «ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι», ὅτι ὅλη ἡ προγενέστερη ζωή του ἦταν μιὰ ἀποτυχία καὶ ὅτι σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις προδίδει τὸν Θεό, ἀλλὰ συναισθάνεται ἐπιπλέον ὅτι ὁ θάνατος ἀπειλεῖ νὰ ἀφανίσει ὅλα ὅσα ἀγκάλιασε ἡ συνείδησή του, ἀκόμη καὶ τὸν Θεό. Εἶναι πλέον πεπεισμένος ὅτι τὸ πνεῦμα του ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αἰωνιότητα καὶ κανένα κτίσμα, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν βοηθήσει. Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ τὸν βοηθᾶ νὰ ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ καθετὶ κτιστὸ καὶ ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ προσκόλληση. Ἂν τότε πιστέψει στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ στραφεῖ πρὸς Αὐτόν, θὰ ἀνακαλύψει εὔκολα τὸν τόπο τῆς καρδιᾶς του, γιατὶ θὰ εἶναι πιὰ ἐλεύθερος. Ἡ πίστη αὐτὴ σώζει, γιατὶ ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸ Εἶναι καὶ ἀνταμείβει ὅσους Τὸν ἀναζητοῦν.³¹ Πιστεύει, δηλαδή, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ αἰώνιος καὶ παντοκράτωρ Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἦλθε νὰ σώσει τὸν κόσμο, καὶ πάλιν ἔρχεται νὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη μὲ δικαιοσύνη. Μὲ τὴ στάση αὐτὴ μαθαίνει νὰ παραδίδεται μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν «νόμο τῆς πίστεως»,³² δηλαδὴ νὰ κρεμᾶ τὰ πάντα στὸ ἔλεος τοῦ Σωτῆρος Θεοῦ «παρ᾽ ἐλπίδα ἐπ᾽ ἐλπίδι».³³ Πρόκειται γιὰ δίκαιη πίστη, ὅπως ἐκείνη τῆς Χαναναίας, ἡ ὁποία σὰν κυνάριο δέχεται τὴν παιδεία τοῦ Κυρίου, Τὸν ἀκολουθεῖ ἐλεύθερα καὶ σταθερὰ καί, εἴτε ἐλέγχεται εἴτε εὐνοεῖται, ὁ Θεὸς μένει γι᾽ αὐτὴν «δίκαιος καὶ εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ πίστη αὐτὴ ἀποκομίζει τὸν ἔπαινο τῆς υἱοθεσίας, γιατὶ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη, καὶ τελικὰ ἑλκύει τὴ θεία χάρη ποὺ ἀνοίγει καὶ ζωοποιεῖ τὴν καρδιά.

    Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει καὶ τὸ πνεῦμα του βρεῖ ἀληθινὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ «Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγηγερμένου ἐκ νεκρῶν»,³⁴ ὁ Ὁποῖος ζεῖ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, φωτίζεται, ὥστε νὰ δεῖ τὴν πνευματική του πτωχεία καὶ ἐρήμωση. Κατανοεῖ ἐπίσης ὅτι ἡ αἰωνιότητα εἶναι ἀκόμη ἔξω ἀπὸ αὐτόν, γεγονὸς ποὺ τὸν τρομάζει, καθὼς ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωή του. Ὁ θεῖος φόβος ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν πίστη ἐνισχύει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἐπιδείξει σταθερὸ καθορισμὸ στὴν ἐκζήτηση τῶν αἰωνίων ἀντὶ τῶν προσκαίρων. Στὴ ζωή του ἀρχίζει τώρα νὰ ἐπαληθεύεται ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου».³⁵ Ὅταν ἀργότερα ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου πληρωθεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ φόβος αὐτὸς θὰ ἐνεργεῖ ὡς ταπεινὸ καὶ προστατευτικὸ χάρισμα ποὺ θὰ τὸν περιφρουρεῖ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ παρρησία, ὥστε νὰ μὴ φρονεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του περισσότερο ἀπὸ ὅσο πρέπει νὰ φρονεῖ,³⁶ καὶ νὰ φυλάγεται πάντοτε μὲ σύνεση στὰ μέτρα τῆς κτιστότητας καὶ τῆς σωφροσύνης του.

    Ἕνα ἄλλο ἀλάθητο μέσο, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου ὁ πιστὸς βρίσκει τὴν καρδιά του, εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς αἰσχύνης γιὰ τὶς ἁμαρτίες του στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Ὅπως ὁ Χριστὸς μᾶς ἔσωσε ὑπομένοντας γιὰ χάρη μας τὸν Σταυρὸ τῆς αἰσχύνης, ἔτσι καὶ ὁ πιστός, ὅταν ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν παρεμβολὴ τοῦ κόσμου τούτου,³⁷ ἀψηφώντας τὴν καλὴ γνώμη γιὰ τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν ὑπόληψή του, ἀναλαμβάνει τὴν αἰσχύνη τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ ταπεινώνεται ἡ καρδιά του. Ὁ Κύριος δέχεται τὴν αἰσχύνη του γιὰ τὶς ἁμαρτίες του ὡς θυσία εὐχαριστίας καὶ τοῦ μεταδίδει τὴ χάρη τῆς δικῆς Του ἀνυπολόγιστης Θυσίας τοῦ Σταυροῦ. Ἡ χάρη αὐτὴ καθαίρει καὶ ἀνακαινίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σὲ τέτοιον βαθμό, ποὺ μπορεῖ μετὰ νὰ παρίσταται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ τρόπο ἀληθινὰ εὐάρεστο σὲ Αὐτόν.

    Εἶναι πολλοὶ οἱ τρόποι, οἱ ἀσκήσεις καὶ τὰ νοήματα ποὺ συντελοῦν στὴν ἀφύπνιση, τὴ θεραπεία, τὸν ἀνακαινισμό, τὴ συντήρηση, τὸν φωτισμὸ καί, τελικά, τὸν χριστοειδῆ πλατυσμὸ τῆς καρδιᾶς. Σὲ ὁρισμένα ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἐπεκταθοῦμε στὴ συνέχεια. Πρὸς τὸ παρὸν σημειώνουμε μόνο δύο, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μετάνοια.

    Στὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου, ὁ πιστὸς διαμένει στὴ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Προσωπικοῦ Θεοῦ, τοῦ Ὁποίου ἡ ἐνέργεια μεταδίδεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μεταποιεῖ τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ἡ προσευχή, ὅταν τελεῖται μὲ ταπείνωση καὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ νήψη, κρατεῖ τὸν νοῦ προσηλωμένο στὴν καρδιὰ καὶ καρποφορεῖ τὴ θαυμαστὴ καὶ ὑπερκόσμια αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἠγαπημένου Θεοῦ.

    Πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη ἄθληση, ὡστόσο, τὴν καρδιὰ καλλιεργεῖ καὶ συντηρεῖ ἡ περιεκτικὴ ἄσκηση τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια ἔχει ἕναν ἅγιο καὶ μεγαλειώδη σκοπό: νὰ ἀποδείξει καὶ νὰ μαρτυρήσει, ἀπὸ τὴ μιὰ ὅτι ὁ «Ζῶν Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν» εἶναι Θεὸς δίκαιος καὶ ἀληθινὸς σὲ ὅλες τὶς βουλές, τὶς ὁδοὺς καὶ τὶς κρίσεις Του, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ψεύστης»³⁸ καὶ πλανημένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, στερημένος ἀπὸ τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε πρωταρχικὰ ὁ Θεός. Αὐτὸς ποὺ μετανοεῖ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ τελευταῖο· ὁμολογεῖ τὴν ἁμαρτωλότητά του, παίρνοντας τὸ πταῖσμα ἐπάνω του μὲ ταπεινὴ καὶ ἀπαρρησίαστη αὐτοκαταδίκη. Ἡ μεταστροφή του δὲν περιέχει ἴχνος θρασύτητας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνεται ἀληθινὸς καὶ ἑλκύει τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ Ὁποῖο τὸν καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν δικαιώνει.³⁹ Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σιλουανός, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυρεῖ στὴν καρδιά του τὴ σωτηρία.⁴⁰ Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος δικαιώνεται, καθὼς ἀποδεικνύεται ἀληθινός, ἐπιβεβαιώνοντας τοὺς λόγους τοῦ Προφήτη Του: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει».⁴¹ Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔλθει στὸν ἑαυτό του καὶ ὁμολογήσει ἐλεύθερα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου», ἠχεῖ τότε στὴν ψυχή του ἡ ἀπάντηση τῆς Οὐράνιας ἀγαθότητας: «Πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν».⁴²

    Στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ὅταν ὅμως πληθύνει ἡ χάρη τῆς μετανοίας, θεραπεύεται ἡ ἀλλοτρίωσή του ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ διανοίγεται μπροστά του τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μορφώνεται στὴν καρδιά του τὸ «εἶδος»⁴³ τοῦ Ἀρχετύπου του, τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατανοεῖ τὴν κλήση Του νὰ γίνει σύμμορφος πρὸς τὴν «εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν».⁴⁴ Μὲ τὴ θεωρία αὐτὴ ὁδηγεῖται στὸ πλήρωμα τῆς μετανοίας, ἡ ὁποία ἐπιτελεῖται στὸ ὀντολογικὸ ἐπίπεδο καί, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, δὲν γνωρίζει τέλος πάνω στὴ γῆ, γιατὶ ἡ σύγκρισή της δὲν γίνεται μὲ ἀνθρώπινα μέτρα ἀλλὰ μὲ τὸ ὑπερκόσμιο Πρόσωπο τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ.

    Στὰ πρῶτα στάδια τῆς μετανοίας ὁ πιστὸς βαστάζει τὸν μικρὸ σταυρὸ ποὺ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ φιλάνθρωπα καὶ διακριτικὰ παραχωρεῖ στὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας. Ὁ προσωπικὸς αὐτὸς σταυρὸς διαμορφώνεται ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδιαίτερη ἀνάγκη ποὺ ὑπάρχει στὸν καθένα, προκειμένου νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ κάθε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1